Ο Οίκος των Δράκων (Κεφάλαιο 5)

Νάριαν

«Τι στις Εφτά Κολάσεις σου παίρνει τόση ώρα;»

Ο Νάριαν κοίταξε τον Κλάους σηκώνοντας ένα ξανθό φρύδι. «Ξέρεις πόσο λεπτεπίλεπτο και κομψό είναι ένα ξόρκι εντοπισμού; Δε νομίζω» του είπε ειρωνικά. Έριξε χοντρό αλάτι μέσα σε ένα κύπελλο με μαύρη ηφαιστειακή στάχτη και άρχισε να ανακατεύει.

«Ξέρεις πόση συγκέντρωση χρειάζεται για να εντοπίσεις κάποιον, πόσο μάλλον σε τέτοια κλίμακα; Ο Άρχοντας Αίρυς με έβαλε να ψάχνω σε ολόκληρη την αναθεματισμένη Ναβίντια! Τώρα κάνε ησυχία και άσε με να συγκεντρωθώ».

Ο Νικλάους έβγαλε έναν ήχο σαν γρύλισμα αλλά δεν ξαναμίλησε. Ο Νάριαν στριφογύρισε ειρωνικά τα μάτια του. Το είχε βαρεθεί αυτό. Επειδή δεν ήταν Μεταμορφιστής, όπως οι περισσότεροι Ντρόγκομιρ, όλη η οικογένεια τον κοιτούσε αφ' υψηλού. Δεν ήταν καν Θεραπευτής ή Αλχημιστής, ήταν ένας απλός μάγος, μια ντροπή στα μάτια των θείων του και των ξαδέλφων του. Ο λόγος του δεν είχε σημασία, η άποψή του δε μετρούσε. Αυτό όμως δεν τους εμπόδιζε να τον φωνάζουν για το παραμικρό ξόρκι ή μαγικό που ήθελαν να γίνει.

Ανακάτευσε τη στάχτη και το αλάτι με ένα γουδί, μέχρι που έγιναν μια λεπτή σκόνη. Κοίταξε τον χάρτη της Ναβίντια που ήταν απλωμένος στο τραπέζι μπροστά του. Η καφετιά περγαμηνή έπιανε το μεγαλύτερο μέρος του τραπεζιού. Του θύμιζε περισσότερο ζωγραφιά παρά χάρτη, μια εξαιρετικά λεπτομερής δουλειά σαν έργο τέχνης. Τα κάστρα όλων των Οίκων του Άσμαρκ, της τεράστιας έκτασης στη μέση της Ναβίντια, ήταν ζωγραφισμένα σχεδόν ακριβώς όπως έμοιαζαν στην πραγματικότητα, με το όνομα του Οίκου όπου ανήκαν γραμμένο από πάνω τους με λεπτά καλλιγραφικά γράμματα. Το βλέμμα του έπεσε αμέσως πάνω στο κάστρο των Ντρόγκομιρ, πιο μεγάλο και επιβλητικό από όλα τα υπόλοιπα. Έψαξε για το κάστρο των Σέλτιγκαρ, δίπλα στο Φαράγγι του Μπρεν.

Στα βόρεια, η Οροσειρά της Υρκόνια αποτελούσε φυσικό σύνορο μεταξύ της Ναβίντια και της Νταχάρα. Κάποιοι έλεγαν ότι είχε εκατό κορυφές και κάποιοι έλεγαν χίλιες. Κάποιος είχε ζωγραφίσει χιόνια πάνω στις ψηλότερες. Μικροσκοπικά δεντράκια κάλυπταν όλη βάση της οροσειράς και έφταναν μέχρι τα όρια του Άσμαρκ. Στο Δάσος των Ψιθύρων κανείς δεν τολμούσε να πατήσει, εκτός από τις Συνάξεις των μαγισσών που τα κατοικούσαν. Εκεί θα έπρεπε να πάει και εκείνος, να ενωθεί με μια από τις Συνάξεις, εκεί ανήκε. Οι μάγισσες πάντα δέχονταν έναν δικό τους, παρά την καταγωγή του. Αν δεν υπήρχε η Νερίσσα, θα το είχε κάνει, αλλά δεν μπορούσε να εγκαταλείψει την αδελφή του.

Πήρε τη σκόνη και την έριξε πάνω στον χάρτη. Ο Άρχοντας Αίρυς του είχε ζητήσει -ή μάλλον είχε απαιτήσει- να κάνει ένα ξόρκι εντοπισμού για να βρει τον Ντέβαν. Από μικρός είχε μάθει ότι όσο κι αν δεν του άρεσε, δεν μπορούσε να φέρει αντίρρηση στον Άρχοντα του Οίκου του. Ποτέ. Δεν είχε σημασία αν το έβρισκε άδικο ή σκληρό, ήταν υποχρεωμένος να υπακούσει. Όλοι τους ήταν.

«Ma te ak san sou ki a lumiere le fuis» έψαλε.

Η σκόνη άρχισε να μετακινείται και να μαζεύεται προς το πάνω μέρος του χάρτη, καλύπτοντας όλη την επιφάνεια του δάσους.

«Τους βρήκες;» ρώτησε ο Νικλάους.

«Είναι κάπου στο Δάσος των Ψιθύρων» αποκρίθηκε ο Νάριαν. Τίναξε τη στάχτη και το αλάτι από τα χέρια του.

«Πού στο δάσος;» ρώτησε ανυπόμονα ο Νικλάους, με θυμό και ενόχληση να τρυπώνουν στη φωνή του.

«Αυτό είναι το πιο συγκεκριμένο που μπορώ να σου πω» είπε σηκώνοντας αδιάφορα τους ώμους του.

«Το Δάσος των Ψιθύρων είναι τεράστιο! Κάνε το ξόρκι σωστά και βρες τους!»

«Χαμήλωσε τη φωνή σου, ξάδελφε» τον προειδοποίησε. «Έκανα ό,τι μπορούσα, αλλά στο δάσος ζουν πάνω από πενήντα Συνάξεις. Η μαγεία τους εμποδίζει το ξόρκι».

«Είσαι ένας άχρηστος!»

«Εσύ που είσαι χρήσιμος μπορείς να αρχίσεις να ψάχνεις». Σηκώθηκε και βγήκε από την αίθουσα. Οι προσβολές δεν τον άγγιζαν πια. Είχε μάθει να τις αγνοεί χρόνια πριν. Αν δε με νοιάζει, δεν μπορεί να με πληγώσει, έλεγε στον εαυτό του. Και σίγουρα ο Νικλάους δεν ήταν ένα από τα άτομα για τα οποία νοιαζόταν.

Οι πέτρινοι διάδρομοι ήταν σκοτεινοί ακόμα και κατά τη διάρκεια της μέρας. Πορτρέτα όλων των Ντρόγκομιρ στόλιζαν τους τοίχους. Οι Άρχοντες και οι Αρχόντισσες του Οίκου είχαν τα μεγαλύτερα, με τις πιο περίτεχνες κορνίζες από χρυσό. Όταν ήταν μικρός, τον τρόμαζαν όλα τα αγέλαστα πρόσωπο, σχεδόν εχθρικά. Μόνο ένα διέφερε. Στάθηκε μπροστά από το πορτρέτο μιας γυναίκας, όχι πολύ μεγάλης σε ηλικίας. Τα ξανθά μαλλιά της ήταν πιασμένα σε μια πλεξούδα στο δεξί μέρος του προσώπου της. Τα μεγάλα, γαλάζια μάτια της ήταν φωτεινά, αν και όχι τόσο όσο ήταν στη μνήμη του, και τα χείλη της σαρκώδη. Πέρασε τα δάχτυλα του πάνω από το όνομα που ήταν σκαλισμένο στο κάτω μέρος της κορνίζας.

Νάιρα Ντρόγκομιρ

Κατάπιε τον κόμπο που σχηματίστηκε στον λαιμό του. Του έλειπε η μητέρα του, ένας από τους λίγους ανθρώπους αυτής της οικογένειας που μπορούσε να δείξει στοργή. Ποτέ δεν τον είχε κάνει να νιώσει διαφορετικός, παρά τις πιέσεις που δεχόταν από τα αδέλφια της να εγκαταλείψει τον γιο της και τον άντρα της, και οι δυο απλοί μάγοι που δεν ήταν αντάξιοι των Ντρόγκομιρ. Όχι, εκείνη είχε σηκώσει το ανάστημά της και δεν είχε υποκύψει, όπως και ο Νάριαν δε θα υπέκυπτε στις ταπεινώσεις που δεχόταν.

«Ήταν όμορφη η μητέρα σου» είπε μια φωνή, βγάζοντάς τον από τις σκέψεις του.

Ο Νάριαν γύρισε και είδε την Ορόρα να πλησιάζει από πίσω του.

«Ναι, ήταν».

«Τι έκανες με το ξόρκι;» τον ρώτησε.

«Έπρεπε να το κάνω, Ορόρα. Ήταν διαταγή του πατέρα σου». Η Ορόρα στάθηκε δίπλα του. Το όμορφο πρόσωπό της ήταν παραμορφωμένο από τη δυσαρέσκεια που προσπαθούσε να κρύψει και οι ώμοι της άκαμπτοι.

«Τους είπες πού είναι ο Ντέβαν;» Ακόμα και η φωνή της είχε σκληρύνει. Τα χείλη του Νάριαν κύρτωσαν σε ένα μικρό πονηρό χαμόγελο, κάτι που δεν πέρασε απαρατήρητο από την ξαδέλφη του.

«Δεν μπορούσα να τους βρω. Είναι λες και μια ολόκληρη Σύναξη τους κρύβει με ξόρκι συγκάλυψης». Σήκωσε τους ώμους του. «Εγώ πάντως προσπάθησα».

«Και τότε γιατί χαμογελάς, ξάδελφε;»

«Επειδή, γλυκιά μου εξαδέλφη, κάθε ξόρκι αφήνει πίσω του ένα ίχνος, μοναδικό σε κάθε Σύναξη, όπως ο ήχος της φωνής είναι μοναδικός σε κάθε άνθρωπο. Και τυγχάνει να γνωρίζω σε ποιον ανήκει το συγκεκριμένο». Ελπίδα άστραψε στα γαλάζια μάτια της.

«Σε ποιους;»

«Μη μου πεις ότι δεν το έχεις μαντέψει ήδη». Μπορούσε να τους κοροϊδεύει όλους αλλά όχι εκείνον. «Είναι στις Σπηλιές κοντά στη βάση του βουνού. Αυτή είναι η περιοχή της Σύναξης των Ημισελήνων» είπε με νόημα. «Αυτή δεν είναι η Σύναξη της μητέρας σου;»

Η Ορόρα δεν απάντησε. Η στάση της μαρτυρούσε ότι ένιωθε άβολα. Ο Νάριαν έστρεψε πάλι το βλέμμα του στον πίνακα.

«Ο πατέρας μου δε θα σταματήσει» είπε τελικά σπάζοντας τη σιωπή. «Θα βάλει κι άλλους μάγους να ψάξουν. Αν τους βρήκες εσύ, τότε είναι θέμα χρόνου να τους βρουν κι αυτοί».

«Ο τόνος σου υπονοεί ότι θέλεις κάτι ακόμα από εμένα». Γυναίκες, όσα κι αν τους έδινες, ποτέ δεν ήταν αρκετά.

«Θέλω να κάνεις ένα ξόρκι συγκάλυψης, για να κρύψεις το ξόρκι των Ημισελήνων». Γέλασε ξερά.

«Ένα ξόρκι συγκάλυψης στο ξόρκι συγκάλυψης;» Σταμάτησε και το σκέφτηκε για μια στιγμή. «Δεν το έχω ακούσει ποτέ, αλλά φαντάζομαι πως γίνεται. Ακόμα κι αν το κάνω όμως, αυτό το ξόρκι είναι υπερβολικά ισχυρό. Δεν κρύβει μονάχα δυο άτομα, αλλά ολόκληρη την περιοχή».

«Τότε σίγουρα δε θα μπορούν να τους βρουν».

«Αν μια μάγισσα δεν μπορεί να δει ένα ολόκληρο κομμάτι του δάσους, θα καταλάβει ότι εκεί γίνεται το ξόρκι συγκάλυψης, άρα εκεί προσπαθούν να κρύψουν κάτι. Εγώ θα κρύψω το ίχνος, αλλά το μόνο που θα καταφέρω είναι κερδίσω λίγο χρόνο. Πρέπει να τους βρεις πρώτη και να τους πείσεις να σταματήσουν το ξόρκι». Τα φρύδια της έσμιξαν από την προβληματισμένη έκφραση στο πρόσωπό της.

«Να πείσω τις μάγισσες που μισούν τους Ντρόγκομιρ, επειδή τις έδιωξαν από το μεγαλύτερο μέρος της Ναβίντια αιώνες πριν, να σταματήσουν ένα ξόρκι που τις κρύβει από τους Ντρόγκομιρ;» Αναστέναξε. «Εύκολο».

«Αν πεις ότι σε βοήθησα θα το αρνηθώ» της ξεκαθάρισε. Δεν είχε χάσει ακόμα το μυαλό του ώστε να εναντιωθεί ανοιχτά στον Αίρυς. Η Ορόρα ένευσε καταφατικά και έστριψε για να φύγει.

«Είσαι τυχερή ξέρεις» της είπε. Η Ορόρα σταμάτησε και τον κοίταξε ερωτηματικά. «Που έχεις ακόμα τη μητέρα σου».

«Δεν είναι μητέρα μου πια» ψιθύρισε.

«Το μόνο μη αναστρέψιμο σε αυτή τη ζωή» της είπε, με τα μάτια του να μην αφήνουν ποτέ το πορτρέτο της μητέρας του «είναι ο θάνατος. Όλα τα άλλα μπορούν να διορθωθούν. Αρκεί να το θέλουμε».

Φαίη