Ματωμένη Λονδρέζικη Βροχή (Κεφάλαιο 15)

Την επόμενη μέρα το πρωί ξύπνησα με ένα ισχνό χαμόγελο στο πρόσωπό μου. Ετοιμάστηκα για το τμήμα και οδήγησα ως εκεί, μα το μυαλό μου δεν ήταν συγκεντρωμένο. Γυρνούσε ξανά στο χτεσινό βράδυ. Θυμόμουν το ζεστό του σώμα, τα ερωτικά χάδια και τα παθιασμένα φιλιά που μου έδινε καθώς του δινόμουν. Τα μάτια μου έφευγαν από τον δρόμο και χάνονταν στις στιγμές της χθεσινής νύχτας. Μια κόρνα με επανέφερε στην πραγματικότητα.

Όταν έφτασα στο τμήμα, πήγα με χαρά στο γραφείο του αρχηγού. «Επιβεβαιώνω, αρχηγέ, πως ο Κεν είχε άλλοθι. Εξάλλου, η κατηγορούμενη, Πατρίτσια Γιόχανσον, είναι σίγουρα ένοχη. Είχε οικονομικό κίνητρο και βρέθηκαν σε αντιπαράθεση λίγες μέρες πριν βρεθεί νεκρός ο κύριος Ρόμπινσον. Αφήστε που υπάρχουν δαχτυλικά αποτυπώματά της στο μηχάνημα που τον πάγωσε. Βέβαια ήταν δικό της και του το είχε δανείσει ώσπου να φτιάξει αυτό που είχε, αλλά σίγουρα...». «Περίμενε, Πέιτζ, μην προτρέχεις. Δεν ομολόγησε ακόμα. Επιπλέον, βρήκαμε τη μητέρα της στο νοσοκομείο σε κώμα». «Αλήθεια; Πότε;». «Δηλώσαμε εξαφάνιση και το στείλαμε στον Τύπο, ώστε να βρεθεί. Μετά από λίγη ώρα μάς τηλεφώνησαν από το νοσοκομείο Τσέλσι και Γουέστμινστερ. Ο Λάρυ πήγε τη Γιόχανσον ως εκεί με συνοδεία αστυνομικών και μας επιβεβαίωσε ότι είναι αυτή. Αν μας επιβεβαιώσει πως ήταν σπίτι την ώρα που πέθανε ο Ρόμπινσον, δεν έχουμε ένοχο». Πάγωσα. Δεν περίμενα τέτοια εξέλιξη.

Γύρισα στο γραφείο μου και σκεφτόμουν. Το ένστικτό μου μου έλεγε πως κάτι περισσότερο υπάρχει εδώ, αλλά δεν ήξερα. Έπρεπε να ψάξω στο σπίτι του και να μιλήσω άμεσα. Ο συλλογισμός μου διακόπηκε από τον Τόμας. «Πέιτζ, εντάξει οι ετοιμασίες; Σε τρεις μέρες είναι ο γάμος! Κλείσατε την τούρτα;». Είχα ξεχάσει να επιβεβαιώσω την παραγγελία…

Κοίταξα με ένα έντρομο βλέμμα τον Τόμας και αμέσως κάλεσα το ζαχαροπλαστείο που την είχαμε παραγγείλει. «Ευτυχώς είναι έτοιμη και περιμένουν να την παραλάβουμε την κατάλληλη στιγμή» είπα με ανακούφιση, καθώς έκλεινα το τηλέφωνο. «Πού τρέχει το μυαλό σου, Πέιτζ;». «Να εγώ...με τον Κεν». «Ωχ, τι συνέβη;» ρώτησε αλλά στο πρόσωπό του φαινόταν ότι γνώριζε την απάντηση. «Να εμείς κάναμε ε,.. έρωτα» ψέλλισα διστακτικά κατεβάζοντας το βλέμμα μου. Με κοίταξε με σηκωμένο το φρύδι σαν να με μάλωνε και μετά τον έπιασαν τα γέλια. «Γι’ αυτό είσαι αφηρημένη σήμερα. Μάλιστα. Τουλάχιστον, πέρασες καλά;». «Ναι, πολύ ωραία. Αχ… ήταν φοβερός» ανταποκρίθηκα με χαμόγελο. «Καλά, φτάνει. Δεν χρειάζεται να μου πεις τίποτα άλλο. Τα λέει όλα το ύφος σου». «Ας το αφήσουμε αυτό. Τόμας, πρέπει να ψάξουμε στο σπίτι του Ρόμπινσον. Το έχουμε αργήσει πολύ». «Το ξέρω αλλά και εγώ παντρεύομαι σε τρεις μέρες. Το ξέχασα. Πάμε να πάρουμε άδεια για να ψάξουμε σήμερα κιόλας».



Μετά απο είκοσι λεπτά βρεθήκαμε με τον Τόμας και τον Λάρυ στο διαμέρισμα του Ρόμπινσον στον τρίτο όροφο μιας πλινθόκτιστης τετραώροφης πολυκατοικίας σε κεραμιδί απόχρωση στην Μπελγκράβια. Το διαμέρισμα βρισκόταν στον τρίτο όροφο. Ο Τόμας και ο Λάρυ αναγκάστηκαν να σπάσουν την κλειδαριά της βαριάς ξύλινης πόρτας για να μπορέσουμε να μπούμε μέσα στο διαμέρισμα. Ακριβώς απέναντι μας ήταν η κουζίνα. Είχε ασημί ντουλάπια και ένα μικρό λευκό τραπέζι με δυο ψηλές μαύρες καρέκλες και βρισκόταν στο τέλος του πάγκου. Δίπλα, ένας γκρι διθέσιος καναπές δίπλα στο παράθυρο, που επέτρεπε στο φως να μπαίνει μέσα από τις γαλάζιες κουρτίνες. Πίσω από τον καναπέ, ένας πίνακας τριών κομματιών, στον οποίο υπήρχε ένας μεγάλος γαλάζιος κύκλος σαν δίνη νερού.

Αρχίσαμε να ψάχνουμε μέσα στα συρτάρια με την ελπίδα να βρούμε κάποιο σημειωματάριο ή ίσως κάποιο απειλητικό μήνυμα. Δεν ξέρω τι θα μπορούσε να μας φανεί χρήσιμο αυτή την στιγμή, ώστε να ενοχοποιήσουμε εντελώς τη Γιόχανσον, είτε να βρούμε τον πραγματικό ένοχο σε περίπτωση που εκείνη ήταν αθώα.

Μόλις τελειώσαμε από τα συρτάρια της κουζίνας, ο Τόμας έψαξε στο καναπέ ενώ ο Λάρυ πίσω από τον πίνακα. Εγώ κοίταξα πίσω από την πλάσμα τηλεόραση που βρισκόταν απέναντι από τον καναπέ. Δεν υπήρχε τίποτα, οπότε πήγαμε δεξιά από την κουζίνα, που βρισκόταν το υπνοδωμάτιο του αποθανόντος. Μόλις μπήκαμε, διέκρινα μια ψιλή μονόφυλλη καφέ ντουλάπα που συνέχιζε σε πολύ χαμηλά συρτάρια. Ανοίξαμε τα πάντα και ψάχναμε, μα δεν υπήρχε τίποτα πέρα από ρούχα και στα συρτάρια είχε φακέλους με συνταγές μαγειρικής και το ιατρικό του ιστορικό. Επάνω σε αυτά τα συρτάρια βρισκόταν το στρώμα με τα μαξιλάρια. Είχε ένα σιδερένιο μηχανισμό που σήκωνε το στρώμα. Ο Λάρυ με τον Τόμας το σήκωσαν προσεκτικά και εγώ κοίταξα από κάτω. «Μόνο σεντόνια και μαξιλαροθήκες έχει εδώ» ανέφερα απογοητευμένη. Απέναντι υπήρχε ένα μεγάλο κομμάτι ξύλο βιδωμένο στον τοίχο, το οποίο προφανώς χρησιμοποιούσε σαν γραφείο, καθώς υπήρχε επάνω του λάπτοπ και ένα μαύρο λαμπατέρ και μια μαύρη καρέκλα μπροστά. Πάνω από εκεί υπήρχε βιβλιοθήκη και στο πλάι της μια καφέ κιθάρα, που ταίριαζε με το χρώμα του τοίχου.

Ο Τόμας πήρε το λάπτοπ για να το ψάξουμε στο τμήμα, ενώ εγώ και ο Λάρυ ξεφυλλίζαμε γρήγορα τα βιβλία από πάνω του. «Δυστυχώς, τίποτα» είπε ξέπνοα ο Λάρυ, κουρασμένος από το ψάξιμο. Ο Τόμας, έχοντας μια ιδιαίτερη περιέργεια, πήγε προς την κιθάρα και την κοιτούσε. «Μα, γιατί την κοιτάς;» ρώτησε ο Λάρυ «Άσ’ τον, κάτι βλέπει» απάντησα αναγνωρίζοντας στην έκφραση του Τόμας πως κάτι είχε ανακαλύψει.

Κατέβασε την κιθάρα από τον τοίχο και αμέσως άνοιξε το πίσω μέρος της. Από μέσα έπεσαν σακουλάκια με μια λευκή ουσία. Φαινόταν καθαρά πως ήταν ναρκωτικά. «Είναι πάρα πολλά για ένα μόνο άτομο. Σίγουρα έδινε και αλλού» παρατήρησε ο Τόμας. «Ο πατέρας του είναι φυλακή για διακίνηση. Ίσως τον προμήθευε ή συνέχιζε εκείνος τη διακίνηση» διευκρίνησα. «Σωστό, άρα μήπως ο δολοφόνος έχει να κάνει σχέση με τα ναρκωτικά και όχι με το έπαθλο; Μήπως όντως η Γιόχανσον είναι αθώα;». Πλέον ακόμη και σε εμένα φαινόταν πιο πιστευτό σενάριο να τον σκότωσε κάποιος άλλος έμπορος ναρκωτικών παρά η συνάδελφος του για ένα έπαθλο που είχε κερδίσει ένα χρόνο πριν. «Νομίζω πως φυλακίσαμε λάθος άνθρωπο» είπα χαμένη στις σκέψεις μου.

Δέσποινα Τ.