Ματωμένες Πύλες Κεφάλαιο 23

Δεν ξέρω τι να πω. Δεν ξέρω τι να κάνω. Μένω έκπληκτος από αυτή την ιστορία… Την αφηγείται λες και δεν είναι η ίδια της η ζωή, λες και μιλάει για ένα παραμύθι. Καθ’ όλη τη διάρκεια, ένα πονεμένο χαμόγελο είναι σχηματισμένο στο πρόσωπό της. Μόλις τελειώνει την ιστορία της, με κοιτάζει βαθιά μέσα στα μάτια. Είναι καταπράσινα, σαν το προηγούμενο βράδυ που ήμασταν μαζί. Απλώνει το χέρι της για να την ακολουθήσω στο ταξίδι της. Δεν είμαι σίγουρος… Άλλος στη θέση μου θα έλεγε κοίτα πόσο πόνο έχει μέσα της αυτή η γυναίκα. Εγώ λέω κοίτα πόση δύναμη έχει μέσα της αυτή η γυναίκα!
Τα μάτια της γίνονται πάλι μελί και τα μαλλιά της πορφυρά. Τα χείλη της αποκτούν πάλι χρώμα και το δέρμα της λάμπει. Είναι πανέμορφη, αλλά η αληθινή της πλευρά έχει άλλη γοητεία. Δείχνει ομορφιά και εμπειρία μαζί. Όπως και να εμφανιστεί μπροστά μου, μέχρι και σαν εφιάλτης, για εμένα θα είναι για πάντα το ίδιο… Κοιτάζω το χέρι της και μετά πάλι την ίδια.
«Δε χρειάζεται να κρύβεις την αληθινή σου ομορφιά από εμένα» της λέω και της χαϊδεύω το μάγουλο. Εκείνη τότε γελάει αμήχανα.
«Έτσι είμαι πραγματικά. Απλώς η δύναμη με έχει φθείρει». Νιώθει πολύ άσχημα με όσα έγιναν και για αυτό καλύπτει συνεχώς τον εαυτό της. Δεν επιμένω. Την αγαπώ και τη σέβομαι όπως και εάν επιλέξει η ίδια να είναι.
«Σε παρακαλώ. Θέλω να έρθεις μαζί μου» μου λέει και ο κεραυνός εξαφανίζεται από δίπλα μας. Σκοτάδι επικρατεί. Η Εχεκράτεια τον καλεί να έρθει πάλι μέσα της, καθώς είναι έτοιμη να αποχωρήσει. Απλώνω το χέρι μου και την ακουμπάω.

Η εικόνα αλλάζει και βρισκόμαστε έξω από την πύλη της Spero. Η Εχεκράτεια με μια κίνηση του χεριού της ανάβει όλες τις δάδες γύρω μας και ο κόσμος φωτίζεται. Κάνει πολύ κρύο εδώ κάτω και ζεστός καπνός βγαίνει από το στόμα της κοκκινομάλλας. Κοιτάζω την Εχεκράτεια όσο εκείνη επεξεργάζεται τον χώρο γύρω της. Φαίνεται πως είναι η πρώτη φορά που έρχεται εδώ. Ξέρω πολύ καλά πως οι μόνοι που ήρθαν εδώ είναι η Mater, όπως την αποκαλεί η Εχεκράτεια, που έσπασε τους ρούνους της φυλακής και η Ντόροθη, που άνοιξε την πύλη, για να έρθει σε επαφή μαζί μας η Spero. Μόνο δύο άτομα ήρθαν για να βοηθήσουν να ελευθερωθεί η Spero. Η κοκκινομάλλα τα ξέρει και αυτή, τα είδε μαζί μου. Η Εχεκράτεια ανοίγει αργά την κρυμμένη πύλη μπροστά μας. Μπαίνουμε μέσα στο δωμάτιο και αλυσίδες ακούγονται από την άλλη άκρη. Είναι η Spero, αλλά δεν τη βλέπω. Είναι πολύ σκοτεινά εδώ μέσα.

Η κοκκινομάλλα βγάζει την αστραπή από την πλάτη της και βλέπω πολύ καλύτερα μέσα από το λευκό της φως. Καθισμένη στη γωνία με το πρόσωπό πάνω στα γόνατά της βρίσκεται μια γυναίκα τρομερά αδύνατη και χλωμή. Δεν το πιστεύω ότι κατάντησε έτσι. Πώς μπόρεσαν να της το κάνουν αυτό; Την πλησιάζω αργά και σηκώνει το βλέμμα της. Μόλις μας βλέπει πετάγεται μακριά, σαν να προσπαθεί να προστατευτεί.

«Σςςςς. Ηρέμησε, Spero. Εγώ είμαι. Ο-»

«Mortem;» με συμπληρώνει και το πρόσωπό της ξαφνικά φωτίζεται. Κοιτάζει προς το μέρος μου, αλλά δε με βλέπει πραγματικά, ούτε με ακούει. Μόνο με αισθάνεται. Δε βρίσκομαι πραγματικά εκεί. Μόνο ένα κομμάτι της ενέργειάς μου…

Κοιτάζει την Εχεκράτεια πίσω μου.

«Γρυνώ;» ρωτάει έτοιμη να δακρύσει.

«Συγχώρεσέ με, μεγάλη δασκάλα. Δεν είμαι η Γρυνώ. Ονομάζομαι Εχεκράτεια και είμαι το φωτισμένο τέκνο της Γρυνούς» λέει η Εχεκράτεια και υποκλίνεται μπροστά στη Spero. Αμέσως οι αλυσίδες της εξαφανίζονται και η ξανθιά γυναίκα μπροστά μου πιάνει τους καρπούς της με χαρά. Κοιτάζει μια προς το μέρος μου και μια προς την Εχεκράτεια.

«Ξέρεις τι απέγινε το τάγμα μου;» τη ρωτάει με αγωνία και την πλησιάζει.

«Βρίσκεται σε καταστολή, όπως και όλα τα χαμένα τάγματα. Κοιμούνται βαθιά μέχρι τη μέρα που θα επιστρέψει ο αρχηγός τους» της λέει και η Spero φαίνεται μπερδεμένη.

«Πόσα τάγματα κοιμούνται; Τι εννοείς;» τη ρωτάει ξανά. Δεν ξέρει τίποτα για όσα συνέβησαν όλον αυτό τον καιρό.

«Τέσσερα. Τα τέσσερα μεγάλα ιερά τάγματα των ουρανών» της απαντάει ευθέως.

«Δεν μπορεί. Τόσους αιώνες... Ο κόσμος θα έχει καταστραφεί…» την κοιτάζει βαθιά μέσα στα μάτια και το βλέμμα της γίνεται λυπημένο.

«Γλυκό μου κορίτσι, τι έκανες στον εαυτό σου;» τη ρωτάει και την πλησιάζει ακόμα πιο πολύ. Την ακουμπάει στο μάγουλο στοργικά και η Εχεκράτεια αλλάζει ξανά μορφή. Τα μαλλιά της γίνονται λευκά. Ένα κόκκινο δάκρυ πέφτει από τα μάτια της και η Spero το σκουπίζει. Για μια στιγμή κλείνει τα μάτια της και παίρνει ένα βλέμμα ευχαρίστησης, σαν να τράβηξε τη μαγική ενέργεια του δακρύου.

«Ξέρεις τι θα συμβεί, εάν τους ξυπνήσεις όλους-»

«Ξέρω» τη διακόπτει απότομα η Εχεκράτεια. Τι ξέρει; Τη διέκοψε για να μην καταλάβω εγώ τι συμβαίνει. Τι εννοεί όλους;

«Δε χρειάζεται να το κάνεις αυτό στον εαυτό σου» προσπαθεί να την πείσει η Spero, αλλά η Εχεκράτεια δεν αλλάζει γνώμη.

«Είστε η τελευταία μας ελπίδα… Δε γίνεται αλλιώς…» καταφέρνει να της πει και τότε η Spero κάνει δύο βήματα πίσω.

«Οι ουρανοί θα σε υμνούν και θα σε ευχαριστούν αιωνίως για αυτό. Η θυσία σου δε θα περάσει απαρατήρητη. Όλη η Γη θα μιλάει για τη σύγχρονη ηρωίδα! Για κάποιον που είχαν ξεχάσει εδώ και αιώνες πως πρέπει να τιμούν» λέει η Spero και σηκώνει τα χέρια της. Έπειτα, κλείνει τα μάτια της σαν να περιμένει κάτι. Ποια θυσία; Η Εχεκράτεια δε μου είπε ποτέ τίποτα για θυσία.

Σηκώνει με δύναμη το χέρι της και με την αστραπή καρφώνει τη δαίμονα μπροστά της στην καρδιά. Ένα εκτυφλωτικό φως βγαίνει από την ένωσή τους και με πετάει μακριά. Ανοίγω τα μάτια μου και βρίσκομαι πίσω στο σκοτεινό δωμάτιο που ήμασταν πριν λίγο εγώ και η Εχεκράτεια. Δε βλέπω τίποτα. Σηκώνομαι όρθιος και ανοίγω τις κουρτίνες. Το φεγγάρι είναι αρκετό για να γεμίσει το δωμάτιο με φως. Κοιτάζω τρομαγμένος γύρω μου και δεν μπορώ να εντοπίσω πουθενά την Εχεκράτεια. Πού στο καλό πήγε; Ξαφνικά από το πουθενά πέφτουν δύο αστραπές, η μια πίσω από την άλλη, ακριβώς έξω από το παράθυρο και ο κόσμος λάμπει. Ανοίγω την πόρτα και τρέχω προς το φως. Απέναντί μου βλέπω τον Ηρακλή να έρχεται τρέχοντας και εκείνος.

Τα βλέμματά μας συναντιούνται και μαζί κοιτάζουμε το σημείο στο οποίο έπεσαν πριν από λίγο οι αστραπές. Όχι! Δε θα έκανε κάποια βλακεία. Όχι τώρα. Τρέχω προς τα εκεί και βλέπω ένα γυμνό γυναικείο σώμα σε εμβρυακή στάση, γεμάτο μαυρίλες από το κάψιμο. Είναι μια γυναίκα με λευκά μαλλιά, η Εχεκράτεια. Μου έδειξε τι έκανε, αλλά στην πραγματικότητα μόνο η ενέργειά μου ήταν εκεί, ενώ η ίδια ήταν εκεί ψυχή και σώματι. Μετά τη σύγκρουσή της με τη Spero, η αστραπή την επέστρεψε πίσω. Αυτό τουλάχιστον μπορώ να καταλάβω. Σκύβω και την πιάνω στα χέρια μου. Είναι αναίσθητη. Ο Ηρακλής βγάζει γρήγορα την μπλούζα του για να την καλύψει. Είναι αρκετά μεγάλη για να ντύσει όλο της το σώμα.

«Αν καταλάβουν τι έκανε, θα μας σκοτώσουν όλους. Γρήγορα! Μέσα!» φωνάζει και με σπρώχνει προς το σπίτι της κοκκινομάλλας. Μπαίνουμε τρέχοντας μέσα και κλειδώνει το παράθυρο πίσω μας.

«Στο μπάνιο!» φωνάζει και με οδηγεί κατευθείαν στο μπάνιο, σαν να ήξερε πού βρίσκεται. Μα τι κάνει; Ξέρει τι έκανε η Εχεκράτεια;

«Μην είσαι ηλίθιος! Πού να ξέρω; Οι αστραπές φταίνε… Αυτό συμβαίνει μόνο όταν μια τεράστια δύναμη απελευθερώνεται από μέσα της. Και αυτή απελευθέρωσε δύο ταυτόχρονα! Δεν ξέρω τι έκανε. Αλλά σίγουρα δεν ήταν καλό. Πάντα υπάρχει λόγος που δυνάμεις σφραγίζονται μέσα στα ιερά όπλα» μου λέει απότομα και μου κάνει νόημα να τη βάλω μέσα στο νερό.

Ακολουθώ τις οδηγίες του και βάζω το σώμα της Εχεκράτειας μέσα στο νερό. Ο Ηρακλής βάζει τα χέρια του από πάνω της και τα περνάει σε όλο της το σώμα. Το νερό αρχίζει να αλλάζει χρώματα. Πρώτα είναι γαλάζιο. Μετά μπλε. Πράσινο. Κίτρινο. Πορτοκαλί και κόκκινο. Τέλος γίνεται μοβ και τα χέρια του σταματάνε πάνω από την καρδιά της. Απομακρύνεται αργά και μου κάνει νόημα να κάνω και εγώ το ίδιο. Τον ακολουθώ και κοιτάζω την Εχεκράτεια όλη την ώρα. Τα μαλλιά της σιγά σιγά γίνονται κόκκινα και το σώμα της φωτίζεται. Ξαφνικά το νερό πετάγεται σαν έκρηξη μέχρι το ταβάνι και το μάρμαρο σπάει, καθώς ξεχύνει την Εχεκράτεια στο πάτωμα. Βήχει δυνατά σαν να πνίγεται και κοιτάζει σαν αρπακτικό γύρω της. Το βλέμμα της πέφτει πρώτα πάνω μου και δεν κάνει κάτι. Μετά πέφτει πάνω στον Ηρακλή και σηκώνεται απότομα όρθια. Πάει προς το μέρος του επιθετικά.

«Το στο καλό έκανες; Δεν ξέρεις ότι οι δυνάμεις που είναι φυλακισμένες εκεί μέσα είναι απαγορευμ-» πάει να πει ο Ηρακλής και τότε η Εχεκράτεια σηκώνει το χέρι της προς το μέρος του. Τον σηκώνει ψηλά και τον πνίγει με την ενέργειά της.

«Τι κάνεις;! Θα τον σκοτώσεις!» της φωνάζω και τρέχω προς το μέρος της.

«Δεν πρέπει να υπάρχουν εμπόδια» λέει και τον ρίχνει απότομα κάτω αναίσθητο. Πάω από πάνω του και πιάνω το χέρι του. Ευτυχώς είναι ζωντανός. Απλώς αναίσθητος.

«Τι κάνεις;» φωνάζω και πάω μπροστά της. Εκείνη βάζει το χέρι της πίσω από την πλάτη της και βγάζει την αστραπή. Σταματάω απότομα να κουνιέμαι και κρατάω αμυντική θέση. Τότε μου προσφέρει την αστραπή. Τι θέλει να κάνω με αυτή;

«Πρέπει να τελειώνουμε. Από λεπτό σε λεπτό θα είναι εδώ η Spero και όλοι οι αρχάγγελοι. Πρέπει να το κάνεις» μου λέει και προσπαθεί να με πείσει να πιάσω την αστραπή.

«Τι είναι αυτό που πρέπει να κάνω;» τη ρωτάω διστακτικά.

«Πρέπει να με χτυπήσεις με αυτή. Αλλιώς δε θα πάρεις ποτέ πίσω τις δυνάμεις σου» μου λέει και για μια στιγμή νιώθω τον κόσμο γύρω μου να χάνεται. Τι εννοεί να τη χτυπήσω;

«Εσύ τι θα απογίνεις εάν το κάνω αυτό;» τη ρωτάω και δε φαίνεται να διστάζει ούτε μια στιγμή.

«Δε θα μου μείνει άλλη ενέργεια. Λυπάμαι…» μου λέει καθώς κουνάει το κεφάλι της. Τι κάνει τώρα; Προσπαθεί να με συλλυπηθεί; Δεν πρόκειται να το κάνω αυτό!

«Μην είσαι αδύναμος!» μου φωνάζει και κάτι μέσα μου με χτυπάει. «Πάλι άφησες τα συναισθήματα να σε παρασύρουν. Είσαι αδύναμος!» φτύνει με δύναμη τις λέξεις πάνω μου και βλέπω πόνο και δάκρυα μέσα στα μάτια της, καθώς μου μιλάει με αυτόν τον τρόπο. Μου έρχονται οι λέξεις από τα οράματά μου μέσα στο μυαλό. Κοιτάζω την Εχεκράτεια με απόγνωση και δεν είμαι σίγουρος. Όχι, δεν μπορώ να το κάνω αυτό...

«Σε παρακαλώ πολύ. Μη με αναγκάζεις να το κάνω αυτό» μου λέει και ένα δάκρυ κυλάει στο μάγουλό της. Τι να κάνει;

Ξαφνικά τα χέρια μου κουνιούνται από μόνα τους και πιάνω την αστραπή. Όχι. Όχι! Δεν μπορεί. Δεν το κάνω εγώ. Δεν ελέγχω τα χέρια μου. Σε παρακαλώ. Δε θέλω να τη χάσω! Το χέρι με την αστραπή σηκώνεται ψηλά και είναι έτοιμο να τη χτυπήσει. Όχι! Ένα χέρι με αρπάζει με δύναμη και με την άκρη του ματιού μου βλέπω τον Ηρακλή να τραβάει με όλη του τη δύναμη την αστραπή. Κοκκινίζει ολόκληρος από την προσπάθεια και δεν κουνιέμαι πια.

«Σταμάτα αυτή την τρέλα!» της φωνάζει και συνεχίζουμε έναν αγώνα δύναμης.

«Εχεκράτεια, κοίταξέ με. Σε παρακαλώ, σταμάτα το. Θα βρούμε άλλη λύση» προσπαθώ να της πω καθησυχαστικά.

«Δεν καταλαβαίνεις. Δεν υπάρχει άλλη λύση…» μου λέει καθώς τα δάκρυά της τρέχουν ποτάμι πια. Το χέρι μου ξεκινάει πάλι να κουνιέται και οι προσπάθειές μας είναι μάταιες μπροστά στη δύναμή της.

«Εχεκράτεια, όχι. Μην…» προσπαθώ να πω καθώς την πλησιάζω όλο και πιο πολύ.

«Εχεκράτεια, όχι!» φωνάζω και ένα τεράστιο φως βγαίνει από την ένωσή μας.

Πετάγομαι μακριά και το μυαλό μου γυρίζει. Νιώθω να με κυριεύει μια τεράστια δύναμη και το παζλ ενώνεται. Παίρνω πίσω τις ζωές μου, τις αναμνήσεις μου, ως θνητός και ως αθάνατος. Θυμάμαι τα συναισθήματά μου και τις στιγμές μου με τη Spero. Θυμάμαι τη μάχη μου με τους αρχαγγέλους και όλο τον θάνατο που έφερα. Οι αναμνήσεις έρχονται πίσω μαζί με την ενέργειά μου. Τα μάτια μου συνέρχονται και βλέπω τον Ηρακλή δίπλα μου να με κοιτάζει τρομοκρατημένος.

«Δεν μπορεί… Είσαι άγγελος;» με ρωτάει με τρεμάμενη φωνή και νιώθω τα φτερά στην πλάτη μου να ανοίγουν και να πλαισιώνουν τον χώρο. Δεν του δίνω σημασία και κοιτάζω την Εχεκράτεια. Πάω από πάνω της και την πιάνω στα χέρια μου.

Το άψυχο σώμα της κρέμεται καθώς την κουνάω. Τι έκανες; Πώς μπόρεσες; Δεν μπορώ να πιστέψω ότι κάποιος μπορεί να θυσιάσει τον ίδιο του τον εαυτό. Δεν μπορεί... Η ενέργειά μου σκοτεινιάζει και το φως μου γίνεται μαύρο. Η γη κάτω από τα πόδια μας τρέμει και ο πόνος που νιώθω είναι αβάσταχτος. Βγάζω μια τεράστια κραυγή πόνου και θλίψης και τα τζάμια σπάνε. Οι τοίχοι ραγίζουν και το νερό γύρω μας πετάγεται παντού, καυτό σαν θερμοπίδακες.

Δεν το έκανες πραγματικά. Όχι τώρα... Μπορεί να ήρθαν πίσω όλα. Αλλά αυτό δε σημαίνει ότι ξέχασα εσένα…

Σε παρακαλώ…

Μη με αφήσεις…

Δε σε ξέχασα…

Παρασκευή Γκύζη