Ο Οίκος των Δράκων (Κεφάλαιο 12)

Κίρα

Ο αέρας έπαιρνε προς τα πίσω τα μαλλιά της, κάνοντάς τα να κυματίζουν σαν σημαία στην πλάτη της. Το κρύο διαπερνούσε το λεπτό ύφασμα του φορέματός της˙ ήταν πολύ πιο έντονο απ' ότι στο έδαφος. Η ανάσα της Κίρα σχημάτιζε αχνά συννεφάκια, αλλά η κοπέλα δεν το πρόσεχε. Ήταν τόσο συναρπαστικό αυτό που ζούσε που δεν μπορούσε να σκεφτεί τίποτα άλλο. Κρατήθηκε γερά από ένα από τα οστέινα καρφιά στην πλάτη του μαύρου δράκου και κοίταξε προς τα κάτω. Σπίτια και αγροκτήματα περνούσαν σαν αστραπή από κάτω τους, μικροσκοπικά σαν μυρμήγκια. Από εκεί ψηλά όλα φαινόντουσαν μικρά.

«Είναι απίστευτο!» φώναξε σκύβοντας μπροστά. Ο ισχυρός άνεμος κατάπιε τα λόγια της, αλλά ήξερε ότι ο δράκος την είχε ακούσει.

Ένα σμήνος πουλιών σκορπίστηκε τρομαγμένο καθώς οι δυο δράκοι περνούσαν. Η Κίρα πετούσε με τον Ντέβαν, ενώ η Ορόρα κουβαλούσε στην πλάτη της την Ντεσμέρα. Η νεαρή Ντρόγκομιρ δεν είχε ενθουσιαστεί καθόλου με την προοπτική, αλλά ένας δράκος δεν μπορούσε να πετάξει γρήγορα με δυο ανθρώπους στην πλάτη του και ο Ντέβαν είχε ξεκαθαρίσει ότι δεν υπήρχε περίπτωση να αφήσει την Κίρα.

Η καρδιά της βροντοχτυπούσε μέσα στο στήθος της. Όταν ήταν μικρή καθόταν στο μπαλκόνι της και παρακολουθούσε τα πουλιά. Ευχόταν να είχε κι εκείνη φτερά, να μπορούσε να φύγει από το κάστρο και να γυρίσει ολόκληρο τον κόσμο. Είχε φανταστεί πολλές φορές πως θα ήταν να πετάει, αλλά τώρα που το ζούσε... Ήταν μια αίσθηση απόλυτης ελευθερίας. Όταν έχεις φτερά, μπορείς να πας όπου θες˙ τίποτα δε στέκεται εμπόδιο στον δρόμο σου. Αυτό ακριβώς ονειρευόταν ολόκληρη τη ζωή της.

Ήθελε να απλώσει το χέρι της και να αγγίξει τα απαλά σύννεφα, αλλά ο Ντέβαν πετούσε τόσο γρήγορα που δεν τολμούσε να κουνηθεί. Το να πετάς στην πλάτη ενός δράκου δεν ήταν μια ευθεία πτήση όπως φανταζόταν. Το σώμα του δράκου τρανταζόταν με κάθε τίναγμα των τεράστιων φτερών του, θυμίζοντάς της τον καλπασμό ενός αλόγου. Μόνο που η πτώση από τη ράχη ενός αλόγου ισοδυναμούσε με πονεμένα πισινά, ενώ η πτώση από δράκο σήμαινε ακαριαίο θάνατο.

Το Δάσος των Ψιθύρων ξέμεινε πίσω τους, οι βουνοκορφές και τα δέντρα έδωσαν τη θέση τους στα λιβάδια και τις πεδιάδες. Το φεγγάρι υψώθηκε μεγαλόπρεπο στον ουρανό, προκαλώντας στην Κίρα ένα έντονο συναίσθημα ανησυχίας. Είχαν περιμένει μέχρι να βραδιάσει, ώστε να μπορεί ο Ντέβαν να μεταμορφωθεί και να πάνε στο Άσμαρκ πιο γρήγορα, αλλά αυτό σήμαινε επίσης πως και οι υπόλοιποι Ντρόγκομιρ μπορούσαν να μεταμορφωθούν. Η Ορόρα έδειχνε μεγάλη πίστη στις ικανότητες του Νάριαν, αλλά ίσως ο νεαρός μάγος τους προστάτευε μόνο όσο ήταν μέσα στο δάσος. Τώρα που δεν ήξερε πως είχαν φύγει, ίσως είχαν μείνει μόνοι.

Οι δυο δράκοι πέρασαν πάνω από την τεράστια σχισμή που ήταν το Φαράγγι του Μπρεν. Η Κίρα κοίταξε με νοσταλγία το κάστρο της οικογένειάς της καθώς το προσπερνούσαν. Δεν της έλειπε η απομόνωσή της, όμως δεν μπορούσε και να διαγράψει όλες τις αναμνήσεις που είχε από εκείνο το μέρος. Εκεί είχε ζήσει με την οικογένειά της, σε εκείνο το δωμάτιο η μητέρα της της έλεγε ιστορίες για να κοιμηθεί, σε εκείνους τους διαδρόμους έτρεχε σαν παιδάκι, εκεί είχε γνωρίσει τον Ντέβαν, εκεί την είχε φιλήσει για πρώτη φορά.

Κατευθύνθηκαν προς τα ανατολικά, λίγο πιο έξω από το Άσμαρκ. Σε εκείνη την περιοχή δεν υπήρχαν κτίσματα ή δέντρα, μονάχα ένα σκληρό γκρίζο χορτάρι που κάλυπτε τη γη. Ήταν λες και η ίδια η φύση γνώριζε πως αυτός ήταν τόπος θανάτου. Το έδαφος άρχισε να κατηφορίζει και να δημιουργεί μια κοιλότητα στη μέση της κοιλάδας. Η Κίρα διέκρινε τις πέτρινες οροφές μερικών κτιρίων να ξεπροβάλουν. Η Αρχαία Πόλη! Το αρχικό Άσμαρκ, προτού οι κάτοικοί του αποφασίσουν να μετακινηθούν πιο βαθιά στην ενδοχώρα, αφήνοντας πίσω μονάχα ερείπια.

Οι δυο δράκοι προσγειώθηκαν στον ανοιχτό χώρο. Κρατώντας γερά ένα από τα καρφιά στην πλάτη του μαύρου δράκου, η Κίρα γλίστρησε στο πλάι και προσγειώθηκε στο έδαφος, λίγο άτσαλα αλλά στα πόδια της. Είδε την Ντεσμέρα να κατεβαίνει με χάρη από την πλάτη της Ορόρα και αναρωτήθηκε πόσες φορές το είχε ξανακάνει. Άλλωστε ανήκε στην οικογένεια των Ντρόγκομιρ για χρόνια.

Κοίταξε μπροστά της, παρατηρώντας την ερειπωμένη πόλη. Σωροί από πέτρες που πότε άστραφταν ασημένιες κάτω από το φως του φεγγαριού και πότε μαύρες στις σκιές ήταν το μόνο που είχε απομείνει από τα σπίτια. Στάχτη είχε κατακαθίσει στους δρόμους και στα απομεινάρια των κτιρίων που κάποτε υψώνονταν επιβλητικά. Μονάχα μερικά γυμνά δέντρα, ξερά και μαυρισμένα, είχαν απομείνει μέσα στα ερείπια για να μαρτυρούν πως κάποτε υπήρχε ζωή εκεί. Τι μπορεί να είχε προκαλέσει τόση καταστροφή, αναρωτήθηκε η κοπέλα. Τι είχε αναγκάσει τους κατοίκους να εκκενώσουν την πόλη μέσα σε μια νύχτα και να ψάξουν για νέα πατρίδα;

Άρχισαν να περπατούν σιωπηλά. Οι λεπτές τριχούλες στα χέρια της σηκώθηκαν όρθιες. Προσπάθησε να ηρεμήσει την αναπνοή της, που είχε αρχίσει να γίνεται βαριά. Όλη της τη ζωή έτρεμε αυτό το μέρος.

Τα τείχη γύρω από την πόλη είχαν καταρρεύσει, οι σιδερένιες πύλες είχαν σκουριάσει και διαβρωθεί από τον χρόνο και τα στοιχεία της φύσης. Τα σημεία όπου κάποτε υπήρχαν μονοπάτια ήταν ακόμα εμφανή σαν ουλές πάνω στην καμένη γη.

«Φοβάσαι» παρατήρησε η Ντεσμέρα που είχε φτάσει δίπλα της, σπάζοντας τη βαριά σιωπή.

«Δε θα έπρεπε;» αντεγύρισε σιγανά. Εδώ ήταν ο τόπος που είχε σφαγιαστεί η οικογένειά της.

«Όχι, έχεις δίκιο που τρέμεις την Αρχαία Πόλη» αποκρίθηκε αδιάφορα η μάγισσα.

Η Κίρα στριφογύρισε ειρωνικά τα μάτια της και άρχισε να προχωράει προς τα ερείπια. Στάχτη σηκωνόταν από το έδαφος με κάθε βήμα τους. Μέσα στο σκοτάδι δεν είδε τις ρίζες που ξεπρόβαλαν μέσα από το χώμα με αποτέλεσμα να σκοντάψει.

«Πρόσεχε» της είπε η Ντεσμέρα πιάνοντάς την από το μπράτσο για να τη σταθεροποιήσει. Η Κίρα ένιωσε ένα ηλεκτρισμό να τη χτυπάει στο σημείο που την ακούμπησε η μάγισσα. Προσπάθησε να τραβήξει το χέρι της, αλλά η Ντεσμέρα την κράτησε πιο σφιχτά.

«Ενδιαφέρον» μουρμούρισε και την άφησε. Η έκφρασή της ήταν αδιευκρίνιστη, αλλά η Κίρα είχε ήδη πολλά στο μυαλό της και δεν έδωσε σημασία.

Εν τω μεταξύ, ο Ντέβαν και η Ορόρα τους είχαν φτάσει. Ο Ντέβαν τύλιξε προστατευτικά τα χέρια του γύρω της και η Κίρα ένιωσε αμέσως να ηρεμεί στο άγγιγμά του.

«Είσαι καλά;» τη ρώτησε. Τα χρυσά του μάτια έλαμπαν στο σκοτάδι.

«Έβλεπα αυτό το μέρος στους εφιάλτες μου. Άκουγα τον πατέρα μου να ουρλιάζει και έτρεχα για να τον βοηθήσω, αλλά όσο κι αν έψαχνα δεν έβρισκα κανέναν. Άκουγα τα ουρλιαχτά, αλλά ήμουν ολομόναχη. Και μετά εμφανιζόταν μια φιγούρα με πρόσωπο φτιαγμένο από σκιές κρατώντας ένα μαχαίρι...»

Ο Ντέβαν την τράβηξε κοντά του και την έκλεισε μέσα στην αγκαλιά του.

«Δε θα επιτρέψω σε κανέναν να σου κάνει κακό» της υποσχέθηκε.

Ένευσε καταφατικά, καταπίνοντας τον κόμπο που είχε σχηματιστεί στον λαιμό της.

«Μην ανησυχείς, μικρή» της είπε η Ορόρα. Πρέπει να ήταν η δεύτερη φορά που της είχε απευθύνει τον λόγο και η Κίρα απέμεινε να την κοιτάει παραξενευμένη.

«Έχεις δυο δράκους να σε προστατεύουν. Κανείς δε θα τολμήσει να σε πειράξει».

Αν και ήξερε πως η Ορόρα το έκανε για τον αδελφό της, και ο χαρακτηρισμός «έχεις δυο δράκους να σε προστατεύουν» δεν της καθόταν καλά, η Κίρα θα έπρεπε να μουρμουρίσει έστω ένα ευχαριστώ. Όμως το μόνο που σκέφτηκε να πει ήταν: «Δεν είμαι μικρή».

«Φυσικά και είσαι» είπε η Ορόρα και τους προσπέρασε. «Να προχωρήσουμε αν δε σας πειράζει; Όσο πιο γρήγορα φύγουμε από εδώ, τόσο το καλύτερο». Έριξε μια πλάγια ματιά στην Κίρα και πρόσθεσε: «Κυρίως για τη μικρούλα».

Η Κίρα ετοιμάστηκε να απαντήσει κάτι, αλλά ο Ντέβαν την πρόλαβε.

«Μην παίζεις το παιχνίδι της. Προσπαθώ εδώ και εικοσιένα χρόνια, αλλά πάντα εκείνη έχει την τελευταία κουβέντα».

Η Κίρα ξεφύσησε ενοχλημένη και άρχισε να περπατάει ξανά. Τα κτίρια που τους περικύκλωναν είχαν καταρρεύσει. Μια πλατεία είχε παραμείνει περιέργως ανέπαφη, με τους χορταριασμένους πλακόστρωτους δρόμους της να εκτείνονται μέσα στα σοκάκια. Κατευθύνθηκαν προς το μεγάλο κτίριο στο κέντρο της εγκαταλελειμμένης πόλης. Κάποτε ήταν ναός, ή έτσι υπέθετε η Κίρα, κρίνοντας από τη μεγάλη θολωτή οροφή. Η μπροστινή πλευρά είχε καταρρεύσει σχεδόν τελείως˙ οι τεράστιες γκρίζες πέτρες κείτονταν χορταριασμένες εδώ κι εκεί. Μονάχα η αψιδωτή πέτρινη είσοδος είχε απομείνει. Η άλλη πλευρά ήταν σχεδόν ανέπαφη. Πέντε μαρμάρινες κολόνες στήριζαν το κομμάτι του τρούλου που είχε απομείνει, φθαρμένες από τον χρόνο και τα στοιχεία της φύσης. Το δάπεδο ήταν από μάρμαρο, ραγισμένο και σπασμένο. Ο χώρος ήταν άδειος, εκτός από ένα βαρύ πέτρινο τραπέζι στο κέντρο του. Όχι! Όχι τραπέζι. Ένας βωμός. Σε πολλά σημεία υπήρχαν μεγάλοι, μαύροι λεκέδες πάνω στην πέτρα, απομεινάρια αρχαίων κηλίδων αίματος Η Κίρα ένιωσε ένα ρίγος να τη διαπερνά, λες και κάτι παγωμένο και γλοιώδες σερνόταν στην πλάτη της.

Σύμβολα ήταν σκαλισμένα στην πέτρα κατά μήκος του τραπεζιού, αρχαίοι ρούνοι που η Κίρα δεν καταλάβαινε. Η Ντεσμέρα έσκυψε για να τα εξετάσει.

«Είναι το αρχικό ξόρκι...» είπε κάνοντας τον γύρο του βωμού, με τα δάχτυλά της να ακουμπούν τους ρούνους. «Μιλούν για δέσιμο της δύναμης και για τιμωρία. Όμως υπάρχουν κι άλλα, κομμάτια έχουν προστεθεί. Τελετουργικά μαγείας του αίματος, ξόρκια αρχαία και επικίνδυνα».

«Οπότε τι κάνουμε;» ρώτησε η Κίρα.

Η μάγισσα άργησε να της απαντήσει, χαμένη στις σκέψεις της. Η προσοχή της ήταν ολότελα στραμμένη στους ρούνους και για μια στιγμή η κοπέλα φοβήθηκε ότι δεν την είχε ακούσει.

«Ίσως αν καταφέρω να απομονώσω το αρχικό ξόρκι, να μπορέσω να βρω κάποια λύση».

«Κρίμα που δε φέραμε περγαμηνή» μουρμούρισε ειρωνικά η Ορόρα.

Το σχόλιο δεν ξέφυγε από την Ντεσμέρα.

«Δεν είναι απαραίτητο. Οι μάγισσες θυμούνται όποιο ξόρκι δουν, αλλιώς δε θα ήταν δυνατόν να συγκρατήσουν τόσες δεκάδες ξόρκια».

«Ωραία» είπε ο Ντέβαν «Κοντεύει να ξημερώσει. Αν φύγουμε τώρα θα προλάβουμε να επιστρέψουμε στο Δάσος των Ψιθύρων πριν...»

Η πρότασή του έμεινε μισή, καθώς ο ήχος από δυνατές σάρκινες φτερούγες έσπασε τη σιωπή της νύχτας. Η Κίρα σήκωσε το βλέμμα της στον ουρανό για να δει τρεις δράκους, έναν ασημένιο, έναν πράσινο και έναν καστανοκόκκινο να πλησιάζουν. Όχι τώρα, είπε από μέσα της. Όχι τώρα που είμαστε τόσο κοντά. Ένας μικρότερος κόκκινος δράκος ακολουθούσε την τριάδα από απόσταση.

«Πρέπει να τους κρατήσουμε πίσω» είπε ο Ντέβαν κοιτάζοντας ανήσυχα τον ασημένιο δράκο που ηγούνταν του σχηματισμού.

«Απλά άφησε τον Κλάους σε εμένα» είπε η Ορόρα. Τα γαλανά της μάτια ήταν καρφωμένα στον καστανοκόκκινο.

Ο Ντέβαν στράφηκε προς την Ντεσμέρα

«Πρόσεχέ την!» είπε νεύοντας προς την Κίρα.

Η κοπέλα παρακολούθησε τα δυο αδέλφια να παίρνουν τη μορφή του δράκου και με ένα δυνατό χτύπημα των φτερών τους να βρίσκονται στον αέρα. Λίγο ακόμα, προσευχήθηκε σε όποιον Θεό γνώριζε. Τα πρώτα σημάδια της ανατολής είχαν ήδη κάνει την εμφάνισή τους, σπάζοντας το μαύρο της νύχτας σε ένα σκούρο μπλε. Λίγο ακόμα και οι Ντρόγκομιρ θα αναγκάζονταν να ξαναπάρουν την ανθρώπινη μορφή τους.

Ο ανοιχτογάλανος δράκος συγκρούστηκε με τον καστανοκόκκινο στον αέρα. Τα δυνατά σαγόνια του Κλάους έκλεισαν γύρω από τον λαιμό της Ορόρα. Ο θηλυκός δράκος άφησε μια τρομερή κραυγή πόνου, καθώς τα δόντια του βυθίζονταν στη σάρκα της. Τίναξε την ουρά της φέρνοντας μπροστά τα πισινά της πόδια, καρφώνοντας τα κοφτερά της νύχια στην κοιλιά του. Οι δυο δράκοι τυλίχτηκαν σε μια σφαίρα και άρχισαν να πέφτουν στριφογυρίζοντας. Λίγο προτού χτυπήσουν το έδαφος άφησαν ο ένας τον άλλο και άνοιξαν τα φτερά τους για να ξανακερδίσουν ύψος. Η Κίρα άφησε την ανάσα που κρατούσε βλέποντας πως η Ορόρα ήταν καλά.

Ένας μικρότερος δράκος ξεγλίστρησε από την ομάδα και προσγειώθηκε κοντά τους. Η Ντεσμέρα μπήκε μπροστά από την Κίρα, σαν να προσπαθούσε να την κρύψει από το βλέμμα του. Ο δράκος ήταν μικρότερος σε μέγεθος από τους υπόλοιπους, με φολίδες στο φλογερό κόκκινο χρώμα των ρουμπινιών, αλλά σίγουρα μια μάγισσα δεν ήταν άξιος αντίπαλος.

Η Κίρα περίμενε να επιτεθεί, αλλά ο κόκκινος δράκος δεν έδειχνε κανένα τέτοιο ενδιαφέρον. Η μορφή του συρρικνωνόταν καθώς περπατούσε αργά προς το μέρος τους, μέχρι που το μόνο που έμεινε ήταν ένα μικροκαμωμένο κορίτσι με φλογερές κόκκινες μπούκλες να χύνονται στην πλάτη της.

«Τι έκπληξη, θεία Ντεσμέρα» είπε με ένα μικρό πλάγιο χαμόγελο. Η ουρά του σμαραγδένιου φορέματός της σερνόταν πίσω της σηκώνοντας σύννεφα σκόνης και στάχτης, καθώς περπατούσε προς το μέρος τους. Τα πράσινα μάτια της βρήκαν την Κίρα γεμάτα θυμηδία, λες και η όλη κατάσταση τη διασκέδαζε τρομερά

«Έφερες μεγάλα, μεγάλα προβλήματα στην οικογένειά μου». Έγειρε το κεφάλι της στο πλάι παρατηρώντας την. Οι ίριδες των ματιών της χωρίζονταν στα δύο από μια κάθετη μαύρη κόρη. «Τι θα κάνουμε με εσένα;» αναρωτήθηκε.

Κι άλλοι βρυχηθμοί έσκισαν τη νύχτα και η Κίρα σήκωσε το κεφάλι της για να δει άλλους δυο καφέ δράκους να κάνουν την εμφάνισή τους. Είναι πάρα πολλοί, σκέφτηκε έντρομη. Ακόμα και ο Ντέβαν δεν μπορούσε να τα βγάλει πέρα με τόσους πολλούς.

«Έι!» τους φώναξε θυμωμένα η Κάλικ. «Αυτή δεν είναι δίκαιη μάχη!» Αναστέναξε εκνευρισμένη και στράφηκε προς τις δυο γυναίκες. «Με συγχωρείτε, αλλά πρέπει να μάθω στα αδέλφια μου πως πέντε εναντίον δυο δεν είναι καθόλου δίκαιο». Τους γύρισε την πλάτη και άρχισε να τρέχει, προτού πηδήξει ψηλά και αλλάξει μορφή στον αέρα.

Και πάλι οι πιθανότητες δεν ήταν με το μέρος τους. Τα γκρίζα μάτια της Κίρα καρφώθηκαν στον μαύρο και στον ασημένιο δράκο που πάλευαν στον αέρα. Η καρδιά της χτυπούσε τόσο δυνατά που ήταν επώδυνο, καθώς παρακολουθούσε τον ασημένιο δράκο να καρφώνει τα νύχια του στην ουρά του Ντέβαν, που έχασε την ισορροπία του και άρχισε να πέφτει. Τα μαύρα φτερά του άνοιξαν και κέρδισε ξανά το χαμένο ύψος. Συγκρούστηκε με τον πατέρα του, βγάζοντάς τον από την πορεία του και απομακρύνθηκε. Αυτή ήταν η διαφορά τους: Ο Ντέβαν προσπαθούσε να καθυστερήσει τον πατέρα του, ενώ οι επιθέσεις του Αίρυς είχαν σκοπό να προκαλέσουν σοβαρή ζημιά. Ο Ντέβαν δε θα έκανε ποτέ κακό στον πατέρα του. Αυτό θα του κόστιζε τη μάχη…

Λίγο ακόμα, προσευχήθηκε ξανά βλέποντας τις πρώτες πρωινές ακτίνες να εμφανίζονται στον ορίζοντα. Δεν την ένοιαζε πια ο εαυτός της, ήθελε μονάχα να τελειώσει η μάχη, προτού ο Ντέβαν ή η Ορόρα τραυματιστούν σοβαρά. Δε θα το άντεχε αν τους συνέβαινε κάτι.

Ο πράσινος δράκος όρμησε προς τα κάτω. Η Ντεσμέρα άρπαξε τον καρπό της Κίρα.

«Τρέξε!» της φώναξε και άρχισε να την τραβάει μπροστά. Η Κίρα την ακολούθησε προσέχοντας να μη σκοντάψει στις γκρεμισμένες πέτρες. Έπρεπε να φτάσουν εκεί που τα πέτρινα κτίρια ήταν πιο πυκνά και οι δράκοι δεν είχαν αρκετό χώρο για να πετάξουν ανάμεσά τους. Όμως δεν πρόλαβαν. Ο πράσινος δράκος προσγειώθηκε μπροστά τους κόβοντάς τους τον δρόμο. Οι δυο γυναίκες υποχώρησαν καθώς τα τεράστια άκρα του δράκου συρρικνώθηκαν, η μεμβράνη των φτερών του απορροφήθηκε μέσα στο δέρμα του και τα γαμψά νύχια μεταμορφώθηκαν σε δάχτυλα, οι πράσινες φολίδες απάλυναν και πήραν το χρώμα της σάρκας. Μπροστά τους πλέον στεκόταν ένας άντρας γύρω στα σαράντα, με καστανά μαλλιά και περιποιημένο μούσι.

«Γκρέγκορ, περίμενε» είπε η Ντεσμέρα μπαίνοντας μπροστά στην Κίρα.

«Κάνε στην άκρη, Ντεσμέρα» Ο τόνος του ήταν χαμηλός, αλλά υπήρχε ένταση κρυμμένη στη φωνή του. «Μην ανακατεύεσαι σε πράγματα που δε σε αφορούν».

Σήκωσε τα χέρια της για να τον σταματήσει. «Άκουσέ με, μόνο για μια στιγμή» τον ικέτεψε.

«Δεν έχω να ακούσω τίποτα από το στόμα μιας προδότριας» έφτυσε.

Η Κίρα έστρεψε ανήσυχα το βλέμμα της στον ουρανό, όπου οι δράκοι βρυχιόντουσαν. Έπειτα άρχισαν να βουτούν προς το έδαφος. Η ανατολή ήταν πολύ κοντά για να ρισκάρουν να τους βρει στον αέρα. Ο ασημένιος δράκος τους έφτασε πρώτος.

«Αγαπημένη μου σύζυγε» είπε ειρωνικά προς την Ντεσμέρα. «Πόσα χρόνια έχουν περάσει;»

Η Κίρα είδε την Ντεσμέρα να σφίγγεται ολόκληρη μπροστά στον άντρα που κάποτε αποκαλούσε σύζυγό της, αλλά η προσοχή της δεν έμεινε εκεί για πολύ. Ο Ντέβαν προσγειώθηκε άτσαλα λίγα μέτρα μακριά καταρρέοντας στο έδαφος. Πήρε την ανθρώπινη μορφή του και σηκώθηκε με κόπο. Η καρδιά της Κίρα βούλιαξε μέσα στο στήθος της. Χιλιάδες μελανιές και μικρά κοψίματα κάλυπταν το πρόσωπο και το σώμα του, ενώ το δεξί του πόδι αιμορραγούσε άσχημα και κούτσαινε. Τίποτα από όλα αυτά δεν έπρεπε να είχε συμβεί, όχι για εκείνη. Ευχήθηκε να μπορούσε να τα πάρει όλα πίσω.

Άλλα δυο ξαδέλφια Ντρόγκομιρ προσγειώθηκαν και πήραν θέση πίσω από τον Αίρυς και τον πατέρα τους. Η Ορόρα, που ήταν η μόνη που είχε ακόμα τη μορφή του δράκου, στάθηκε πίσω από τον αδελφό της και βρυχήθηκε απειλητικά, αλλά αναγκάστηκε να χαμηλώσει το κεφάλι της, εξαντλημένη από τις πληγές στον λαιμό και το σώμα της που αιμορραγούσαν ακόμα.

«Αίρυς, περίμενε» ικέτεψε ξανά η Ντεσμέρα, αυτή τη φορά απευθυνόμενη στον πρώην σύζυγό της.

«Αγαπημένη μου Ντεσμέρα, πίστεψέ με όταν σου λέω ότι ο θάνατος του κοριτσιού δε μου προσφέρει καμία απολύτως ευχαρίστηση» Τράβηξε ένα μακρύ μαχαίρι από τη ζώνη του. Οι Ντρόγκομιρ δε συνήθιζαν να κουβαλούν σπαθιά, κανείς δεν τολμούσε να τους προκαλέσει και όταν κάτι τέτοιο συνέβαινε είχαν τα δόντια και τα νύχια τους για να αμυνθούν.

«Είναι απλά κάτι απαραίτητο».

«Υπάρχει κι άλλος τρόπος».

Ξεφύσησε ενοχλημένος, έχοντας αρχίσει να χάνει την υπομονή του.

«Αυτός είναι ο μόνος τρόπος» είπε μέσα από τα δόντια του, κάνοντας ένα βήμα προς τα εμπρός. Ο Ντέβαν τινάχτηκε μπροστά έτοιμος να επιτεθεί πραγματικά στον πατέρα του αυτή τη φορά, αγνοώντας το μαχαίρι στο χέρι του.

«Είναι έγκυος!» φώναξε η μάγισσα, κάνοντας τους πάντες να παγώσουν στις θέσεις τους. «Η κατάρα μπορεί να σπάσει μόνο όταν το αίμα των Ντρόγκομιρ ενωθεί με το αίμα των Σέλτιγκαρ. Αυτή ήταν η λύση από την αρχή. Οι δυο οικογένειες να συμφιλιωθούν, όχι να αλληλοσκοτωθούν».

Όλοι έμοιαζαν να τα έχουν χαμένα. Έγκυος; αντήχησε η λέξη μέσα στο μυαλό της Κίρα. Πώς μπορούσε να είναι έγκυος; Τα μάτια της βρήκαν το χρυσό βλέμμα του Ντέβαν που είχε καρφωθεί πάνω της και το χέρι της πήγε ασυναίσθητα στην κοιλιά της. Είχε ορκιστεί πως δε θα έκανε πότε δικά της παιδιά. Πώς είχε συμβεί αυτό;

Οι Ντρόγκομιρ στέκονταν σαστισμένοι μπροστά τους, προσπαθώντας να επεξεργαστούν τη νέα εξέλιξη των πραγμάτων και να αποφασίσουν πώς θα ενεργήσουν. Στα δεξιά τους ο Ντέβαν, ακόμα σοκαρισμένος, έκανε ένα ασταθές βήμα προς το μέρος τους, ενώ η Ορόρα ακούμπησε το κεφάλι της στο έδαφος.

Η Κίρα κοίταξε τον Ντέβαν και χαμήλωσε το βλέμμα της στην κοιλιά της. Ένα μωρό δικό της και του Ντέβαν. Έπρεπε να χαρεί ή να κλάψει; Χαμένη στις σκέψεις της δεν πρόλαβε να αντιδράσει, όταν κάποιος την άρπαξε από πίσω. Σαν να έσπασε το ξόρκι, ξαφνικά όλοι τινάχτηκαν μπροστά.

«Άλλο ένα βήμα και θα τις σπάσω τον λαιμό!» φώναξε ο Κλάους προς την κατεύθυνση του Ντέβαν. Το ένα του χέρι ήταν περασμένο γύρω από τον λαιμό της και με το άλλο κρατούσε το πιγούνι της, έτοιμος να σπάσει τον αυχένα της.

«Κλάους, ελευθέρωσέ την αμέσως!» φώναξε ο Αίρυς.

Το κράτημά του ήταν υπερβολικά σφιχτό και πίεζε την τραχεία της δυσκολεύοντάς τη να αναπνεύσει. Έπιασε το χέρι του και με τα δυο δικά της και προσπάθησε να χαλαρώσει τη λαβή του αλλά μάταια.

«Ορκίζομαι σε όλους τους Θεούς ότι θα σε σκοτώσω γι' αυτό!» γρύλισε ο Ντέβαν.

«Άφησε την κοπέλα, Κλάους» είπε ο Γκρέγκορ προσπαθώντας να λογικεύσει τον γιο του. «Είναι ο μόνος τρόπος που έχουμε για να ξεφορτωθούμε την κατάρα μια και καλή».

Ο Κλάους άρχισε να περπατάει προς τα πίσω σέρνοντας μαζί του και την Κίρα. «Είστε όλοι αδύναμοι!» ούρλιαξε προς το μέρος τους «Δε θα ανεχτώ αυτόν τον ξεπεσμό του Οίκου μου. Κοιτάξτε τους εαυτούς σας! Είστε έτοιμοι να τη δεχτείτε στον Οίκο με ανοιχτές αγκάλες, μια αξιολύπητη Σέλτιγκαρ!»

Το κράτημά του έγινε πιο δυνατό, κόβοντάς της τελείως την ανάσα. Προσπάθησε απεγνωσμένα να αναπνεύσει, αλλά ήταν λες και όλος ο αέρας είχε χαθεί από την ατμόσφαιρα. Στάλες ιδρώτα γυάλιζαν στο μέτωπο του Αίρυς και του Γκρέγκορ, βλέποντας τη μοναδική ευκαιρία που είχαν να ανακτήσουν την πλήρη δύναμή τους να γλιστράει μέσα από τα χέρια τους.

«Εγώ δεν είμαι αδύναμος!» φώναξε ο Κλάους, σχεδόν υστερικά. Άφησε το πιγούνι της, για να τραβήξει ένα μαχαίρι από τη ζώνη του, το ίδιο που είχε χρησιμοποιήσει για να αφαιρέσει τη ζωή του Νάριαν λίγες ώρες πριν. Η Κίρα ένιωσε την κρύα λεπίδα στον λαιμό της, τόσο κοντά που αν έπαιρνε μια βαθιά ανάσα θα κοβόταν.

«Θα το τελειώσω αυτό εδώ και τώρα».

«Όχι!» ούρλιαξε ο Ντέβαν.

Και τότε συνέβησαν πολλά πράγματα ταυτόχρονα.

Ένας χρυσός δράκος εμφανίστηκε πίσω τους από το πουθενά και άρπαξε τον Κλάους, κλείνοντας τα σαγόνια του σε όλο τον αριστερό του ώμο και την αριστερή πλευρά του κορμού του. Τον σήκωσε στον αέρα, τον τίναξε βίαια τρεις φορές μέχρι που το σώμα του κόπηκε στα δύο και τον πέταξε μακριά. Το άψυχο σώμα του Κλάους προσγειώθηκε σε δυο διαφορετικά σημεία, βάφοντας τις χορταριασμένες πέτρες κόκκινες. Αίμα και σπλάχνα ήταν σκορπισμένα παντού. Ο δράκος μεταμορφώθηκε σε ένα πανέμορφο κορίτσι με χρυσά μαλλιά. Έριξε μια ματιά στο πτώμα με μάτια που δεν εστίαζαν πουθενά και κατέρρευσε στο έδαφος κλαίγοντας με λυγμούς.

Η Κίρα έπιασε τον λαιμό της στο σημείο που την είχε κόψει η λεπίδα του Κλάους, όταν ο χρυσός δράκος τον είχε τραβήξει μακριά. Έπεσε στα γόνατα νιώθοντας το αίμα να κυλάει από τη ματωμένη χαρακιά πάνω στο δέρμα της. Τι ειρωνεία, να πεθάνει τώρα που είχαν βρει έναν τρόπο για να ζήσει, σκέφτηκε. Προσπάθησε να αναπνεύσει, αλλά το μόνο που ένιωσε ήταν υγρό να γεμίζει τον λαιμό της. Η όρασή της άρχισε να θολώνει, αλλά μπόρεσε να ξεχωρίσει τη μορφή του Ντέβαν που γονάτισε δίπλα της.

«Όχι, όχι, όχι...» είπε πανικόβλητος και την κράτησε στην αγκαλιά του. «Δεν μπορείς να πεθάνεις, μ' ακούς;»

«Κάνε στην άκρη» είπε ήρεμα η Ντεσμέρα και γονάτισε δίπλα τους. Ακούμπησε το χέρι της πάνω στην μακριά χαρακιά που ακόμα αιμορραγούσε και έβαφε τα δάχτυλά της κόκκινα μουρμουρίζοντας.

Η Κίρα ένιωσε να πνίγεται και να καίγεται ταυτόχρονα όμως δεν κράτησε πολύ. Το δέρμα στον λαιμό της ενώθηκε και άρχισε να κλείνει λες και κάποιο αόρατο χέρι έραβε την πληγή. Η ματωμένη χαρακιά σχημάτισε μια κοκκινωπή ουλή, με το δέρμα γύρω της ροζ και ευαίσθητο, που σιγά σιγά άσπρισε και ο ουλώδης ιστός εξαφανίστηκε, αφήνοντας πίσω μονάχα λεία επιδερμίδα. Η Κίρα πήρε μια βαθιά ανάσα. Μπορούσε επιτέλους να αναπνεύσει. Ο Ντέβαν, που μέχρι εκείνη τη στιγμή δεν ανέπνεε, άφησε έναν αναστεναγμό ανακούφισης και την κράτησε πιο σφιχτά, σαν να φοβόταν πως κάποιος θα προσπαθούσε να την πάρει από την αγκαλιά του.

Ο Γκρέγκορ και οι γιοι του κοιτούσαν σαστισμένοι το πτώμα του Κλάους, ενώ η Ορόρα, πλέον στην ανθρώπινη μορφή της, είχε τρέξει κοντά στη Νερίσσα που έκλαιγε γοερά. Ο Αίρυς πλησίασε τον γιο του, αλλά κρατούσε μια απόσταση, αβέβαιος για το τι έπρεπε να κάνει.

Η Κίρα έβαλε το χέρι της στον λαιμό του Ντέβαν και τον τράβηξε κοντά της. Ακούμπησε το μέτωπό της στο δικό του και έκλεισε τα μάτια της για μια στιγμή.

«Θα κάνουμε μωρό» ήταν το μόνο που μπόρεσε να πει.

Σταγονίτσες έπεσαν στο πρόσωπό της. Άνοιξε τα μάτια της και είδε ότι ο Ντέβαν έκλαιγε. Τη φίλησε στην κορυφή του κεφαλιού και κατάφερε να της χαρίσει ένα μικρό αδύναμο χαμόγελο.

«Ναι, θα κάνουμε μωρό» επανέλαβε και τη φίλησε ξανά.

Τώρα που ήταν σαφές ότι κανένας δε θα προσπαθούσε να τη σκοτώσει, χρειαζόταν μια στιγμή για να ηρεμήσει. Κανείς δε θα τη σκότωνε, σκέφτηκε και ένα μικρό πνιχτό γέλιο ξέφυγε από τον λαιμό της. Περίεργη αίσθηση και άγνωστη, αλλά θα μπορούσε να τη συνηθίσει. Άγγιξε την κοιλιά της χωρίς να μπορεί ακόμα να πιστέψει τα λόγια της Ντεσμέρα. Ίσως όλα αυτά ήταν ένα όνειρο.

Δε θα αφήσω ποτέ τίποτα να σου συμβεί, υποσχέθηκε. Ο Ντέβαν τη βοήθησε να σηκωθεί και τύλιξε το χέρι του γύρω από τη μέση της, κρατώντας την προστατευτικά. Η κατάρα θα λυνόταν, κανείς δε θα προσπαθούσε να τη σκοτώσει. Μόλις πριν από λίγο κόντεψε να πεθάνει και γύρω τους υπήρχαν παντού αίματα. Ήταν λογικό να νιώθει ευτυχισμένη; Σχεδόν αμέσως αποφάσισε πως δεν την ένοιαζε. Χίλιες πιθανότητες πέρασαν από το μυαλό της, το μέλλον που επιτέλους μπορούσαν να έχουν, καθώς κάρφωσε το βλέμμα της στον φλεγόμενο ήλιο που ανέτειλε στον ορίζοντα.

 Φαίη