Φοίνιξ (Κεφάλαιο 16)

Ο Τζέιμς ξάπλωνε στον καναπέ του διαμερίσματος του Λούκας, έχοντας τα μάτια του κλειστά. Ο Φοίνικας είχε παραιτηθεί από τον έλεγχο τόσο του σώματος όσο και του μυαλού του και τώρα ήταν και πάλι ελεύθερος άνθρωπος. Είχε εκνευριστεί απείρως με τον Σαχίρ, ο οποίος είχε παραβιάσει την ιδιωτικότητα και τον προσωπικό του χώρο. Μέσα στο μυαλό του τού φώναζε για τη λανθασμένη του επιλογή και πως αυτός τον είχε εμπιστευτεί στα τυφλά, μόνο και μόνο για να πέσει θύμα εκμετάλλευσης.

«Τζέιμς, αρκετά!» φώναξε απηυδισμένος μέσα στο κεφάλι του ο Φοίνικας. «Ό,τι έκανα, το έκανα για έναν σκοπό, τον οποίο δεν είσαι σε θέση να καταλάβεις!»

«Δε με ενδιαφέρει! Αυτό που έκανες ήταν ανεπίτρεπτο!» του αντιγύρισε ο νεαρός. «Είμαι καινούριος σε όλα αυτά, σου ζήτησα τη βοήθειά σου, αλλά μόνο αυτή δε μου προσφέρεις!»

«Μικρέ το παρατραβάς!»

«Όπως κι εσύ!»

Ο Τζέιμς σηκώθηκε από τη θέση του και άρχισε να βηματίζει νευρικά στο σαλόνι σε μία προσπάθεια να ηρεμήσει τα νεύρα του. Πολύ θα το 'θελε να μπορούσε να ξεφύγει από όλο αυτό, αλλά πλέον ήταν ένα ενεργό μέλος του μαγικού κόσμου. Και σαν να μην έφτανε αυτό, ήταν αναγκασμένος να υποστεί τον Σαχίρ μέσα στο μυαλό του!

Οι γροθιές του έσφιγγαν και χαλάρωναν, τα μάτια του έκλειναν και άνοιγαν και η ανάσα του έβγαινε ακανόνιστη από μέσα του. Ήταν σαν ένα άγριο ζώο σε κλουβί. «Μπορείς να καθίσεις σε ένα μέρος, σε παρακαλώ;» σχολίασε ο Λούκας, ο οποίος μόλις είχε μπει στο χώρο. «Κουράζομαι και μόνο που σε βλέπω.»

«Δεν μπορώ!»

«Γιατί, φωτιά στον κώλο έχεις;» ρώτησε εκείνος, εισπράττοντας μία δολοφονική ματιά από τον Τζέιμς.

«Όχι ακόμα. Αν και ο Φοίνικας εκτιμά γενικότερα να καίει πράγματα.»

«Ωραία, τότε παλουκώσου στον καναπέ ή όπου αλλού θέλεις, γιατί έχω νέα» του ζήτησε, αλλά ο Τζέιμς συνέχισε να περπατάει, μιας και είχε τον ακάθιστο.

«Πες.»

«Κάτσε κάτω πριν σε αναγκάσω!» γρύλισε ο Λούκας και ο νεαρός με τα γυαλιά αναστέναξε ηττημένος. Διάλεξε στην τύχη μία θέση στον καναπέ και κάθισε στην άκρη του μαξιλαριού.



«Ωραία. Λοιπόν, τώρα που έχουμε στα χέρια μας το Μαύρο Ρόδο, θα πρέπει να το αξιοποιήσουμε για να φτάσουμε στο στόχο μας...» πρόφερε, κι ο Τζέιμς τού έκανε νόημα να συνεχίσει.

«Αλλά πρέπει να βρούμε έναν κάτοχο για το ξίφος, μιας και η ψυχή της Κριστίν δε βρίσκεται πλέον σε αυτόν τον κόσμο.»

«Κι εσύ ποιον έχεις να προτείνεις;» ρώτησε ο Φοίνικας με τη βαθιά του φωνή.

«Έχω κάποιον στο νου, αλλά δεν είμαι και τόσο σίγουρος ότι είναι και η καλύτερη επιλογή...»

Δευτέρα 28 Αυγούστου, 22:10

«Είπες τοποθετήσατε τον κοριό στο ξίφος;» ρώτησε η Μυρτώ τη Χλόη, χωρίς να πάρει το γκρίζο βλέμμα της από την οθόνη του υπολογιστή. Από το πρωί δεν είχε σταματήσει να δουλεύει. Στα χείλη της κοκκινομάλλας χαράχτηκε ένα μειδίαμα.

«Περίπου» απάντησε και η Μυρτώ την κοίταξε απορημένη.

«Τοποθετήσαμε ένα ξόρκι στη θήκη του ξίφους, το οποίο λειτουργεί σαν κοριός» είπε ο Άγγελος. «Έτσι, θα μάθουμε την τοποθεσία τους και πώς σκοπεύουν να ενεργήσουν από εδώ και πέρα.»

«Και αν σας καταλάβουν;» έκανε η Ηλιάνα.

«Α, δεν υπάρχει πρόβλημα, μιας και τους έχουμε εντοπίσει ήδη!» είπε η Χλόη. «Απλά τώρα περιμένουμε να μας οδηγήσουν στο μενταγιόν της Καρδιάς.»

«Τον Κρις και τον Μαξ τους ειδοποιήσατε;»

«Ήταν οι πρώτοι που το έμαθαν» έδωσε την απάντηση ο Άγγελος.

Δευτέρα 28 Αυγούστου, 22:11

Ο Λούκας είχε προτείνει ένα όνομα και τώρα ο Φοίνικας και ο Τζέιμς τον κοιτούσαν σαστισμένοι.

«Γιατί έχω την αίσθηση ότι κάπου το έχω ξανακούσει αυτό το όνομα;» μουρμούρισε ο Τζέιμς.

«Επειδή είναι το όνομα-»

«Δεν έχει σημασία ποιανού είναι το όνομα» διέκοψε τον Λούκας ο Φοίνικας, «σημασία έχει πως δε θα υπάρξει καινούριος κάτοχος για το Μαύρο Ρόδο.»

«Και γιατί όχι;»

«Επειδή εγώ μπορώ να το χειριστώ, όπως ο Άνορ το Λευκό Ρόδο, χωρίς να είμαστε κάτοχοί τους.»

Στην άλλη άκρη της πόλης, η Μυρτώ με την Ηλιάνα, τη Χλόη και τον Άγγελο άκουγαν με προσοχή τα λεγόμενα του Λούκας και του Σαχίρ. Κρατούσαν τις ανάσες τους, ενώ τα βλέμματά τους ήταν στραμμένα σε μία φωτεινή μπάλα, η οποία αιωρείτο στη μέση του σαλονιού.

«Αυτό δεν είναι καλό» ψέλλισε η κοκκινομάλλα και κοίταξε έντρομη τον Άγγελο. «Αν ο Φοίνικας χρησιμοποιήσει το Μαύρο Ρόδο, τότε είμαστε χαμένοι.»

«Όχι, δεν είμαστε!» δήλωσε με σθένος η Ηλιάνα. «Μπορείς κι εσύ να χρησιμοποιήσεις το Λευκό Ρόδο, σωστά;»

«Θεωρητικά, μπορεί» απάντησε ο Άγγελος.

«Πρακτικά, όμως;» αναρωτήθηκε η Μυρτώ.

«Και πρακτικά μπορώ, αλλά όλες οι ισχυρές δυνάμεις έχουν ένα τίμημα.»

Τα κορίτσια κοίταξαν τη Χλόη με απορία, ενώ ο Άγγελος παρέμεινε σιωπηλός.

«Εννοώ» εξήγησε η κοκκινομάλλα, «πως αν οι κάτοχοι των αρχαίων δυνάμεων επιλέξουν να είναι και κάτοχοι των Ρόδων, τότε πρέπει να χάσουν κάτι πολύτιμο.»

«Και αυτό μπορεί να ποικίλει από ένα απλό αντικείμενο, κάποιον αγαπημένο ή ακόμα και μία αίσθηση του ανθρώπινου σώματος» έκανε ο νεαρός.

Οι κοπέλες τους κοιτούσαν αποσβολωμένες.

«Αυτό είναι τρομερό...» μουρμούρισε η Ηλιάνα. Και στη συνέχεια έσφιξε τις γροθιές της και δήλωσε αποφασιστικά: «Δεν μπορούμε να το επιτρέψουμε να συμβεί!»

«Όχι, δεν μπορούμε» συμφώνησε η Χλόη.

«Αλλά για να το πετύχουμε, πρέπει να αλλάξουμε τη γνώμη του Φοίνικα» σχολίασε ο Άγγελος.

«Ναι, αλλά θα μας ακούσει;» αναρωτήθηκε η Μυρτώ.

Ο Κρίστοφερ και ο Μαξ είχαν ειδοποιηθεί από τον Άγγελο σχετικά με τις εξελίξεις και είχαν χάσει τη γη κάτω από τα πόδια τους. Αν ο Φοίνικας πραγματοποιούσε το σχέδιό του, ο Τζέιμς θα έχανε κάτι και ο Κρις δε θα το άντεχε αυτό. Και γι' αυτό το λόγο ήταν καθ' οδόν για την κρυψώνα του Λούκας. Ο Μαξ έτρεχε ξοπίσω του, ανήσυχος για τα δύο αδέλφια, ενώ λίγο πιο πέρα βρισκόταν η Θάλεια. Το παιχνίδι έπρεπε να παιχτεί σωστά, αν δεν ήθελαν να έχουν απώλειες από την πλευρά τους.

«Κρις!» φώναξε ο Μαξ, αλλά ο φίλος του δε φαινόταν να τον ακούει, καθώς προπορευόταν αρκετά μέτρα. Αύξησε ταχύτητα και μπήκε μπροστά του, σε μία προσπάθεια να τον σταματήσει, πράγμα το οποίο και κατάφερε.

«Κρις!» είπε ξανά ο νεαρός με τα γαλανά μάτια. «Χρειαζόμαστε σχέδιο».

«Μα έχουμε σχέδιο!» του αντιγύρισε εκείνος.

«Ναι, το γνωρίζω αυτό, αλλά με τη φόρα που έχεις πάρει, πρέπει να αναδιοργανωθούμε».

Ο Κρίστοφερ δεν απάντησε.

«Τι έγινε; Γιατί σταματήσατε;» ρώτησε η Θάλεια και στάθηκε δίπλα τους.

«Τίποτα, μην ανησυχείς» απάντησε ο Μαξ, «προχώρα και εμείς ακολουθούμε.»

Η κοπέλα έγνεψε καταφατικά και με έναν πήδο βρέθηκε πάλι πίσω στις ταράτσες των πολυκατοικιών. Ο Μαξ γύρισε προς τον φίλο του και τον έπιασε από τον ώμο.

«Πάρε μερικές βαθιές ανάσες να καθαρίσει το μυαλό σου και φεύγουμε» τον συμβούλεψε.

«Δίκιο έχεις, πρέπει να ηρεμήσω λίγο» είπε ο Κρίστοφερ. «Τα νεύρα μου θα τα βγάλω πάνω στον Λούκας!»

Ο νεαρός με τα γαλανά μάτια χαμογέλασε κάτω από τη μάσκα του. «Έτσι σε θέλω» δήλωσε και έφυγαν από εκείνο το σοκάκι με προορισμό το μέρος όπου ήταν ο Τζέιμς. Το βρήκαν σχετικά εύκολα, και αυτό χάρη στη βοήθεια της Φαίδρας. Η κοπέλα με τα γκρίζα μάτια βρισκόταν ήδη εκεί με ένα σπαθί στο κάθε χέρι και έτοιμη για επίθεση.

«Μέσα είναι;» τη ρώτησε ο Μαξ τηλεπαθητικά.

«Ναι.»

«Δεν υπάρχει περίπτωση να γίνω κάτοχος του Μαύρου Ρόδου!» δήλωσε αποφασιστικά ο Τζέιμς. «Αρκετά έπαιξα το παιχνίδι-»

Ο Φοίνικας τού έκλεισε το στόμα με την παλάμη του πριν προλάβει ο νεαρός να ολοκληρώσει τη φράση του. Τον κάρφωσε με το καστανό του βλέμμα, αλλά ο Σαχίρ το δικό του το είχε στραμμένο προς την μπαλκονόπορτα. Η έκφραση του προσώπου του είχε σκληρύνει και σχεδόν γρύλιζε.

«Τα Φαντάσματα είναι εδώ.»

«Τι;» αναφώνησαν ταυτόχρονα ο Λούκας με τον Τζέιμς, με τον πρώτο να σιγομουρμουρίζει κατάρες και το δεύτερο να ευγνωμονεί το Θεό.

«Πρέπει να-»

Δεν πρόλαβε να τελειώσει τη φράση του ο νεαρός με τα βιολετί μάτια, καθώς ένας βέλος τον πέρασε σύριζα και καρφώθηκε στον τοίχο πίσω του. Στο επόμενο δευτερόλεπτο, ακολούθησε και ένα δεύτερο βέλος, αλλά ο Φοίνικας το σταμάτησε με τη μαγική του δύναμη. Ο Τζέιμς πετάχτηκε σαν το ελατήριο από τη θέση του και ένα χαμόγελο άνθισε στο πρόσωπό του. Τον είχαν βρει. Από το ανοιχτό παράθυρο εισέβαλλαν ο Κρίστοφερ, ο Μαξ και η Φαίδρα.

«Φαίδρα...;» ψέλλισε σαστισμένος ο Λούκας. Προσπάθησε να ενεργοποιήσει μερικούς ρούνους, αλλά απέτυχε παταγωδώς, καθώς η δύναμη της κοπέλας τον εμπόδιζε. Από ένα συρτάρι της κουζίνας έβγαλε ένα μεγάλο μαχαίρι με οδοντωτή λάμα. Με το αγαπημένο του περίστροφο δε θα είχε καμία ελπίδα απέναντι στα σπαθιά της πρώην κοπέλας του, ακόμα κι αν αυτό σήμαινε πως έπρεπε να χρησιμοποιήσει ένα απλό μαχαίρι.

Οι δυο τους είχαν ένα ταραχώδες παρελθόν, γεμάτο με δράμα. Ο Λούκας την είχε πληγώσει και από πάνω είχε φύγει και από τα Φαντάσματα, αλλά δεν την είχε ξεπεράσει. Η έλξη του για αυτήν ήταν αναμφισβήτητη, όπως και της Φαίδρας για εκείνον. Του επιτέθηκε πρώτη και μαζί άρχισαν έναν θανατηφόρο χορό. Ο Μαξ άδραξε την ευκαιρία και άρπαξε στα χέρια του το Μαύρο Ρόδο, μιας και ο Λούκας ήταν απασχολημένος. Και μόνο που του έδωσαν, έστω και για λίγο, το ξίφος για χάρη του σχεδίου τους, ήταν μία παρακινδυνευμένη κίνηση. Παρέδωσε το ξίφος στη Θάλεια και της είπε να το πάει στη Χλόη. Λίγο πιο δίπλα, ο Κρίστοφερ με τον Φοίνικα αναμετριόταν με τα βλέμματα.

«Τζέιμς, θα έρθεις μαζί μου.»

«Πολύ φοβάμαι πως ο νεαρός από εδώ θα ακολουθήσει εμένα, Φάντασμα». δήλωσε ο Σαχίρ, χωρίς να σπάσει την οπτική επαφή.

«Λυπάμαι, Φοίνικα, αλλά ο αδερφός μου θα έρθει μαζί μου!» γρύλισε ο Κρίστοφερ και τράβηξε από το μπράτσο τον Τζέιμς και τον έβαλε πίσω του, προστατευτικά. Στο πρόσωπο του άντρα με τα λευκά μαλλιά σχηματίστηκε ένα μειδίαμα λίγο πριν εξαϋλωθεί.

«Αυτό είναι λίγο αδύνατο» ακούστηκε η φωνή του Τζέιμς και ο Κρίστοφερ γύρισε προς το μέρος του. Δύο χρυσές ίριδες κάρφωναν τις πράσινες δικές του, προκαλώντας του ανατριχίλα. «Καθώς ο Τζέιμς θα ακολουθήσει εμένα στο τέλος.»

Και με αυτά τα λόγια εξαφανίστηκε μέσα σε μία χρυσή αύρα, αφήνοντας το Φάντασμα με τα πράσινα μάτια εμβρόντητο. Εκείνος έσφιξε τις γροθιές του και σίγουρα θα έσπαγε ό,τι έβρισκε μπροστά του, αν ο Μαξ δεν τον έπιανε γερά από τον ώμο.

«Πήρε μαζί του και τον Λούκας, αλλά ευτυχώς όχι το Μαύρο Ρόδο» ανακοίνωσε κι έκανε μία παύση, περιμένοντας το φίλο του να απαντήσει, πράγμα το οποίο δεν έγινε κι έτσι πήρε ξανά το λόγο.

«Κρις, είναι ώρα να γυρίσουμε πίσω. Τέρμα η βάρδιά μας για απόψε, τα παιδιά μας περιμένουν.»

Άφησαν τη Θάλεια με τον Ερμή να ρίξουν μία ματιά στο διαμέρισμα, μήπως και βρουν τίποτα χρήσιμο για αυτό που ετοίμαζε ο Λούκας. Από την άλλη, η Φαίδρα είχε εξαφανιστεί το επόμενο δευτερόλεπτο που ο Φοίνικας είχε γίνει καπνός, χωρίς να δώσει καμία εξήγηση.

Μπήκαν από το μπαλκόνι στο διαμέρισμα του Κρίστοφερ και βρήκαν όλη την παρέα εκεί να τους περιμένει. Η Χλόη καθόταν στον έναν καναπέ και κρατούσε στα χέρια της το Μαύρο Ρόδο, το βλέμμα της καρφωμένο πάνω του. Δίπλα της, στεκόταν όρθιος ο Άγγελος, ενώ στον δεύτερο καναπέ κάθονταν η Μυρτώ με την Ηλιάνα. Κανείς δε μίλησε, απλά ο Κρίστοφερ κατευθύνθηκε εκνευρισμένος προς το δωμάτιό του.
Η κοπέλα με τα γκρίζα μάτια έκανε να τον ακολουθήσει, αλλά ο μεγάλος της αδερφός την έπιασε από το μπράτσο για να την σταματήσει.

«Χρειάζεται λίγο χρόνο μόνος του» της είπε κι εκείνη απλά έγνεψε με κατανόηση.

Ξανθίππη Γιωτοπούλου