Ραγισμένο Στολίδι (Κεφάλαιο 3, μέρος 1 - Η Άφιξη στο Όλομ)

"Καλώς μας ήρθες τέτοια ώρα, πώς σε προσμένουν τα παιδιά, μες στο σακί να φέρεις δώρα αυτήν την όμορφη βραδιά. Η κάθε ελπίδα μας να ανθίσει, με την καινούργια την αυγή, κάν’την αγάπη να καρπίσει, Άγιε Βασίλη μας, στη Γη".

Τα πάντα γύρω τους φάνταζαν καινούργια. Μία εμπειρία παράξενη, βλέποντας οικογένειες και ολοζώντανα ξωτικά να πηγαινοέρχονται, να ζουν και να γελάνε ανέμελα, όπως κάθε φυσιολογικός άνθρωπος στον κόσμο που ζούσαν. Η ατμόσφαιρα ήταν ζεστή, μύριζε όμορφα, καθώς το καυσαέριο έμοιαζε να έχει εγκλωβιστεί πίσω από εκείνη τη μικρή πόρτα που χώριζε στην ουσία δύο κόσμους, δύο διαστάσεις. Η Σάρα κοιτούσε ολόγυρα σιωπηλή, όταν τα ουρλιαχτά της αδερφής της, την έκαναν να γυρίσει το βλέμμα της έντρομη, μόνο για να δει τέσσερις ταράνδους, να επιβιβάζονται στο τελευταίο βαγόνι περήφανοι και καμαρωτοί, που ήταν ειδικά σχεδιασμένο για εκείνους και την ασφαλή μεταφορά τους.

«Λες να είναι οι διάσημοι που σέρνουν το έλκηθρο;» ρώτησε η Ζόε.

«Αν ήταν έτσι, τότε στα σίγουρα θα τους είχαν στο πρώτο βαγόνι και όχι στο τελευταίο» απάντησε βαριεστημένα η Σάρα και μαζί ανέβηκαν, πληρώνοντας στην πόρτα τα εισιτήριά τους, σε έναν κύριο υπερβολικά αδύνατο και ψηλό, με μία γκρίζα γενειάδα που κυριολεκτικά σερνόταν στο πάτωμα. Όταν είδε τη Ζόε, ευθύς της χαμογέλασε αφαιρώντας το καπέλο του σε ένδειξη σεβασμού και χαιρετισμού.

«Η πιστή μας Ζόε και η άτακτη Σάρα» μουρμούρισε πονηρά, με την κοπέλα να θέλει στ' αλήθεια να αλείψει την γενειάδα του με μπογιά.

«Εντάξει, το κατάλαβα πως η συμπεριφορά μου ξέφυγε, αλλά εδώ νιώθω δαχτυλοδεικτούμενη» διαμαρτυρήθηκε και έκατσε βαριά στα υπέροχα, υφασμάτινα καθίσματα, που είχαν χρώμα κόκκινο και κυπαρισσί. Το τρένο αναχώρησε στην ώρα του για το Όλομ και τα κορίτσια ξεδίπλωσαν τον χάρτη παρακολουθώντας με αυτόν τον τρόπο τη διαδρομή.

Δύο ώρες αργότερα, τα χιονισμένα βουνά και οι απέραντες πεδιάδες, κεντημένες με τα φώτα των μικρών χωριών, τις έκαναν να παραμείνουν σιωπηλές με τα μάτια κολλημένα στα παγωμένα τζάμια. Στο διάδρομο, πηγαινοέρχονταν κορίτσια που πουλούσαν από ζαχαρωτά, μέχρι ψωμάκια γλυκά, γεμιστά με αλμυρή καραμέλα. Τελικά, ο ύπνος τις αγκάλιασε γλυκά, με τα φώτα του ουρανού να παιχνιδίζουν, σαν να έπαιζαν έναν σκοπό αρμονικό για τα μάτια της Σελήνης. Η φύση εδώ ζωγράφιζε, ήταν όμορφη, μα πάνω από όλα ήταν μαγική. Δίπλα ακριβώς από το λαμπερό φεγγάρι, στεκόταν ως ο ένας και μοναδικός, αιώνιος σύντροφός του, το φωτεινό αστέρι των γιορτών.

Δύο χέρια ζεστά χάιδεψαν το μάγουλο της Σάρα και μία στρουμπουλή κυρία, με κατακόκκινες μπούκλες, πάλευε να τις σηκώσει, καθώς είχαν φτάσει στο Όλομ και ήταν ξημερώματα σχεδόν.

«Καλά Χριστούγεννα σας εύχομαι» τις χαιρέτησε καθώς η Σάρα άρπαζε το μπουφάν της και ταυτόχρονα τη βαλίτσα τους για να αποβιβαστούν.

Αυτή τη φορά, δεν υπήρχε αποβάθρα, καθώς το τρένο είχε σταματήσει μπροστά στα πρώτα σπίτια του χωριού. Αν και ξημερώματα σχεδόν, ο κόσμος πηγαινοερχόταν στα σοκάκια, τα σπίτια κάπνιζαν και η ατμόσφαιρα μύριζε αναμμένο τζάκι και γέλια και γιορτές, χαρά και ανεμελιά. Μέσα στο μυαλό της Σάρα, ξεπήδησαν οι αναμνήσεις των δικών τους γιορτών, τότε που, αν και δεν στόλιζαν κάποιο δέντρο, είχαν την αγκαλιά του πατέρα τους. Στην κεντρική πλατεία του Όλομ, υπήρχε ένα τεράστιο Χριστουγεννιάτικο δέντρο, του οποίου τα στολίδια ήταν σε χρυσό και κόκκινο χρώμα. Ο καιρός ήταν παγωμένος και τα άστρα δεν φαίνονταν, καθώς το ουράνιο στερέωμα είχε υιοθετήσει εκείνο το γαλακτερό χρώμα του χιονιού, με τις νιφάδες να έχουν στήσει χορό με τον πολικό άνεμο. Οι δυο τους έσφιξαν τα κασκόλ περισσότερο, όταν από μακριά είδαν μία ταμπέλα με τα ονόματά τους. Την κρατούσε ένας νεαρός και αμέσως υπέθεσαν πως ήταν ο Γκέντελ. Ευθύς τον πλησίασαν και εκείνος κατέβασε αμέσως την επιγραφή.

«Καθυστερήσατε, ωστόσο δεν σας παρεξηγώ γιατί είναι η πρώτη σας φορά που έρχεστε. Καλωσήρθατε στο Όλομ και να ξέρετε είναι τιμή να γνωρίζω τις εγγονές του Λόμιλ, του οποίου είμαι εδώ και χρόνια αντικαταστάτης. Αυτά είναι για εσάς. Ζεστό τσάι άγριων μούρων με μέλι για να σας κάνει να νιώσετε καλύτερα, μέχρι να φτάσουμε στον ξενώνα» έκανε μία παύση στρέφοντας το βλέμμα του στη Ζόε. «Εσύ θα πρέπει να είσαι η μικρή εγγονή του, η Ζόε» είπε και εκείνη έκανε μία υπόκλιση, με τον Γκέντελ να την μιμείται.



«Είμαι ο Γκέντελ, πριγκίπισσα» είπε, όταν το βλέμμα του έπεσε επάνω στη Σάρα.

«Χάρηκα» του απάντησε κοφτά και σχετικά ανέκφραστα.

«Βασικά όχι, δεν χάρηκες και το ψέμα να ξέρεις πως δεν επιβραβεύεται, Σάρα. Αυτό είναι το τσάι σου» της είπε χαμογελαστά και πήρε τη βαλίτσα από τα χέρια της ευγενικά.

Ο Γκέντελ, δεν έμοιαζε ακριβώς όπως τον είχε φανταστεί. Είχε πράγματι την όψη ενός νεαρού στην ηλικία της περίπου, καθώς για τα χρόνια των ξωτικών ήταν αρκετά νέος. Είχε μεγάλα αυτιά, με την γνωστή φυσιογνωμία των ξωτικών, μαύρα σχεδόν μαλλιά και μάτια που είχαν ένα παράξενο χρώμα, ανάμεσα στο κυανό σκούρο και το κυπαρισσί. Φορούσε ένα πλεκτό, λευκό πουλόβερ και ένα κόκκινο χνουδωτό κασκόλ που κάλυπτε τα εξίσου κόκκινα, εξαιτίας του κρύου, μάγουλά του. Ήταν παράξενα όμορφος, με μία ομορφιά απροσδιόριστη, από αυτές που αναζητάς τρόπους να την περιγράψεις και καταλήγεις να μη βρίσκεις ποτέ τις κατάλληλες λέξεις. Καθώς προχωρούσαν στο χιονισμένο πλακόστρωτο, ο Γκέντελ αναζήτησε το χέρι της Ζόε και αφού την σταμάτησε, της είπε:

«Τι θα έλεγες για λίγη περιπέτεια; Το πανδοχείο δεν είναι ιδιαίτερα κοντά και εσείς θα κουραστείτε να περπατάτε. Νομίζω πως έχω στο μυαλό μου την τέλεια λύση» της είπε κάνοντάς τη να χαμογελάσει.

«Τρελαίνομαι για εκπλήξεις και από τότε που πήγα στον παππού, ζω ένα παραμύθι» αναφώνησε το κοριτσάκι με χαρά.

«Ωραία λοιπόν. Τι θα έλεγες για λίγο παραμύθι ακόμη;» την ρώτησε δείχνοντας προς την κατεύθυνση ενός ξωτικού, που φαινόταν το πολύ δέκα χρονών και το οποίο βαστούσε στα χέρια του ένα φαναράκι και φώναζε στους περαστικούς να χρησιμοποιήσουν για την μετακίνησή τους, το μικρό του έλκηθρο με τον τάρανδο.

«Στ' αλήθεια μπορούμε να ανέβουμε;» ρώτησε τρελαμένη η Ζόε και εκείνος ένευσε καταφατικά.

«Και αν το ζώο αφηνιάσει;» ρώτησε η Σάρα κοιτάζοντας έντρομη τον τάρανδο.

«Σάρα Πιρς, στ' αλήθεια ζεις τη ζωή σου προσγειωμένη στη Γη. Η μαγεία όμως των Χριστουγέννων δεν βρίσκεται εκεί, αλλά στον αέρα, στους ουρανούς που την παραμονή υποδέχονται τον Άγιο. Επομένως, πέτα όλους σου τους φόβους. Άφησέ τους να μείνουν στο έδαφος και επιτέλους ζήσε. Δεν θα έχεις ξανά ίσως την ευκαιρία να επισκεφτείς το Όλομ. Τα μέρη αυτά είναι μονάχα για τα ξωτικά και εκείνους που εργάζονται στην βιομηχανία των Χριστουγέννων, όπως είναι οι νάνοι και οι καλικάντζαροι. Χαίρομαι που γνωρίσατε κιόλας τρεις και καταλάβατε πως ακόμη και εκείνοι είναι αγνές ψυχές»» της είπε ο Γκέντελ και η Σάρα φάνηκε να το σκέφτεται.

«Εντάξει λοιπόν. Μετά από εσένα» του είπε κάνοντάς τον να χαμογελάσει.

«Τώρα, μιλάς πολύ σωστά» της έκλεισε το μάτι και πλησίασαν το ξανθό αγόρι ζητώντας του να τους μεταφέρει μέχρι το πανδοχείο. Η ώρα είχε περάσει και ένα λαμπερό στεφάνι, εκείνο της ανατολής, αντανακλάτο επάνω στα σύννεφα του χιονιού, βάφοντας τον ορίζοντα σε καραμελένια χρώματα. Η μέρα χάραζε, το Όλομ ξυπνούσε, μικρές καμπανούλες πλημμύριζαν τον χώρο γύρω τους, από τα μαγαζιά που άνοιγαν ενώ χορωδίες παιδιών δοξολογούσαν τις άγιες εκείνες ημέρες χαράς, προσφοράς και αγάπης.

H διαδρομή μέχρι το πανδοχείο, αποδείχτηκε μαγική. Δεν ήταν μονάχα οι αγγελικές φωνές των παιδιών, τα παραδοσιακά σπίτια και οι στολισμοί. Ήταν και οι μυρωδιές των χριστουγεννιάτικων εδεσμάτων που κυκλοφορούσαν αχνιστά από σπίτι σε σπίτι.

«Θα έχετε την ευκαιρία να τα δοκιμάσετε όλα» ακούστηκε η φωνή του Γκέντελ. «Το πανδοχείο μας προσφέρει ένα πλήρες πρωινό, παραδοσιακό» τους χαμογέλασε, βλέποντας το πρόσωπο της Ζόε να φωτίζεται.

Το έλκηθρο, σταμάτησε έξω ακριβώς από ένα πέτρινο οίκημα, στην ξύλινη πόρτα του οποίου υπήρχε ένα χριστουγεννιάτικο δέντρο, στολισμένο στα χρώματα του κυανού και πράσινου, με παγώνια σκαρφαλωμένα στα κλαδιά του. Το κάθε δέντρο γενικά, είχε το δικό του θέμα και όπως ήταν λογικό, για ένα μέρος σαν αυτό, διοργανώνανε διαγωνισμούς του καλύτερου. Ο ήλιος είχε πλέον σηκωθεί ψηλά και ο λευκός χορός των νιφάδων είχε για λίγο σταματήσει. Οι τρεις τους μπήκαν στο εσωτερικό του πανδοχείου και στάθηκαν μπροστά από μία κυρία σχετικά μεγάλης ηλικίας, η οποία φορούσε ένα παράξενο, πουπουλένιο καπέλο, στα χρώματα το δέντρου της εισόδου. Βλέποντας τον Γκέντελ, τον χαιρέτησε με την λεπτή της φωνή.

«Καλημέρα σας! Ονομάζομαι Βιλ Γκάμιρ και είμαι η ιδιοκτήτρια. Δεν φαντάζεστε πόσο συγκινημένη νιώθω που γνωρίζω από κοντά τις εγγονές του αξιοσέβαστου Λόμιλ Γκάλας! Μας έχει λείψει τόσο πολύ και ελπίζω ειλικρινά να είναι καλά. Λοιπόν, εσύ θα πρέπει να είσαι η Ζόε η φρόνιμη και από εδώ η Σάρα μας η άτακτη» πρόφερε πονηρά για να δει το πρόσωπο της κοπέλας να σκοτεινιάζει.

«Ειλικρινά, νιώθω τρομερά άσχημα που μία ολόκληρη κοινότητα ξωτικών, μου έχει κολλήσει αυτήν την ταμπέλα» μούγκρισε για να δει τον Γκέντελ να παλεύει να κρύψει το γέλιο του.

«Ω, αγαπητή μου Σάρα. Τίποτε δεν μένει στάσιμο και φυσικά εσύ μπορείς να φροντίσεις ώστε να το αλλάξεις αυτό. Όχι δηλαδή πως έχει σημασία πλέον, μιας και ο Άγιος έχει απογοητευτεί από τους ανθρώπους και έχει πάψει να σκορπά τα Χριστούγεννα στον κόσμο» είπε λυπημένα η γυναίκα.

«Μα, γι' αυτό είμαστε εμείς εδώ. Για να ζωντανέψουμε τα Χριστούγεννα. Υπάρχουν χιλιάδες παιδιά που τα περιμένουν και που έχουν ακούσει ιστορίες από τους γονείς και τους παππούδες τους» είπε η Ζόε και η γυναίκα της χαμογέλασε.

«Είναι μία δύσκολη αποστολή, πολύ δύσκολη και εσείς δεν έχετε πολύ χρόνο μέχρι την Παραμονή. Σας εύχομαι καλή τύχη μέσα από την καρδιά μου και να ξέρετε πως είμαι στη διάθεσή σας για οποιαδήποτε βοήθεια χρειαστείτε, έτσι δεν είναι, Γκέντελ;» ρώτησε τον νεαρό και εκείνος ένευσε θετικά. «Λοιπόν, το δωμάτιό σας, είναι το νούμερο έξι, το οποίο είναι και ο τυχερός μου αριθμός. Τα πάντα είναι έτοιμα και το πρωινό σας, σας περιμένει στο κρεβάτι σας» τελείωσε όταν η Σάρα άνοιξε την τσάντα της, προκειμένου να βγάλει τα χρήματα για να πληρώσει, μα ο Γκέντελ ευθύς την σταμάτησε.

«Αυτό να το ξεχάσεις» της είπε.

«Τουλάχιστον, είσαι γενναιόδωρος» σχολίασε η Σάρα με νόημα.

«Γιατί, τι άλλο είμαι;» την ρώτησε εκείνος.

«Σπαστικός» του απάντησε προσπερνώντας τον, με τη Ζόε να έχει μείνει και να κοιτάζει το ξωτικό, που εξακολουθούσε να στέκεται με την απορία ζωγραφισμένη στο πρόσωπό του.

«Μην δίνεις σημασία στην αδερφή μου. Μερικές φορές γίνεται αυτό για το οποίο σε κατηγόρησε μόλις» του είπε προσπαθώντας να φανεί σοβαρή, ενώ ο Γκέντελ σκεφτόταν πως σπανίως ερχόταν σε αντιπαράθεση με κάποιον και φυσικά, πως κανένας μέχρι τώρα δεν του είχε προσάψει κάποιο κοσμητικό επίθετο.

Ελαφρώς πειραγμένος, τις οδήγησε στο δωμάτιό τους, λέγοντάς τους πως η σημερινή μέρα, θα ήταν ελεύθερη εξαιτίας της κούρασης του ταξιδιού. Μόλις η πόρτα άνοιξε, ένα επιφώνημα ξέφυγε από το στόμα της Ζόε, η οποία αντίκρισε το χριστουγεννιάτικο δέντρο της κενό. Το πλησίασε αρχικά αργά, προσπαθώντας να καταλάβει τον λόγο.

«Γκέντελ, γιατί το δέντρο δεν έχει στολίδια;» τον ρώτησε με μία παιδική αφέλεια να χρωματίζει τη φωνή της.

«Γιατί περιμένει εσένα και τις σκέψεις σου για να στολιστεί. Πλησίασέ το περισσότερο, γονάτισε μπροστά του και κράτησε απαλά, ένα από τα κλαδιά του στα χέρια σου. Τότε, ξεκίνα να φαντάζεσαι έναν στολισμό, όπως τον επιθυμείς εσύ» της είπε και τότε η μικρή ακολούθησε με απόλυτη ευλάβεια τις οδηγίες του. Πλησίασε το δέντρο, γονάτισε και πήρε στα χέρια της ένα κλαδί του.

Στην καρδιά της βαθιά μέσα, φώλιαζαν τα Χριστούγεννα με κάθε μορφή. Τρενάκια, ζωάκια, παιχνίδια, χιόνι και στολισμοί, όλα αυτά και ακόμη περισσότερα εκπροσωπούσαν τη φαντασία της και τις σκέψεις της. Άξαφνα, ο ήχος ενός τρένου την έκανε να ανοίξει τα μάτια της, τα οποία τόση ώρα κρατούσε κλειστά. Στα πόδια της υπήρχαν ράγες και ένα μικροσκοπικό τρενάκι, διέγραφε κύκλους στη βάση του δέντρου. Τη στιγμή που ετοιμαζόταν να το ακουμπήσει, άκουσε χιλιάδες φωνές να αντηχούν μέσα από τα κλαδιά, μόνο για να εμφανιστούν μικροσκοπικοί καρυοθραύστες και τύμπανα, αρκουδάκια μικρά, ντυμένα στα λευκά και τα κόκκινα, βαστώντας γυάλινες, χρωματιστές μπάλες και πετώντας τες το ένα στο άλλο, ώστε να φτάσουν όλο και ψηλότερα, στολίζοντας το δέντρο. Φιγούρες γιορτινές κάθε λογής, έριχναν απαλά το λευκό χιόνι, στολίζοντας τα κλαδιά, σύμφωνα πάντοτε με τις επιθυμίες της μικρής. Όταν ο χορός ο μαγικός κόπασε και το δέντρο έλαμψε γιορτινό, ο Γκέντελ εμφάνισε δύο μάλλινες κάλτσες με τα ονόματά τους και τις τοποθέτησε ακριβώς επάνω από το τζάκι.

«Να ξέρετε, πως αν θελήσετε να αφήσετε την χριστουγεννιάτικη ευχή σας, μη διστάσετε» ολοκλήρωσε και με μία υπόκλιση αποχώρησε, ευχόμενος καλή ξεκούραση.

Η Ζόε με ένα σάλτο, βρέθηκε πάνω στο κρεβάτι, με την Σάρα να ακολουθεί δειλά, πιάνοντας το δίσκο με το πρωινό τους.

Πράγματι, ήταν απολαυστικό και τα εδέσματα φρέσκα, μυρωδάτα και γιορτινά. Τα κρουασάν είχαν το σχήμα του μπαστουνιού και ήταν γεμιστά με κρέμα και μαρμελάδα φράουλα. Η σοκολάτα τους, είχε μία μυρωδιά πορτοκαλιού και κανέλας, κάνοντάς τες να βγάζουν επιφωνήματα έκπληξης. Ωστόσο, όσο όμορφη και αν φάνταζε η μέρα, η κούραση εξαιτίας του πολύωρου ταξιδιού κέρδισε έδαφος, με τα κορίτσια να αποφασίζουν να ξαπλώσουν έστω για μερικές ώρες, προτού βγουν για την απογευματινή τους βόλτα αργότερα.

Όταν η Σάρα άνοιξε εκ νέου τα μάτια της, έξω ο ήλιος έδυε. Σαστισμένη, συνειδητοποίησε πως αποκοιμήθηκε για πάρα πολλές ώρες, ωστόσο αυτός ο ύπνος ήταν αναζωογονητικός και αναγκαίος. Το σώμα της το ένιωθε πιασμένο, ενώ δίπλα της η μικρή κοιμόταν ακόμη γαλήνια. Με μία κίνηση τρυφερή, την σκέπασε και αποφάσισε να κατέβει μέχρι την υποδοχή και να κάτσει στο ζεστό σαλόνι. Εξάλλου, υπήρχαν πολλές χριστουγεννιάτικες ιστορίες, σε μορφή βιβλίου που θα μπορούσε να διαβάσει. Πράγματι, έχοντας κάνει ένα ζεστό μπάνιο και ντυθεί, κατέβηκε τα σκαλιά διαπιστώνοντας πως ήταν μόνη της, εκτός από μία οικογένεια ξωτικών που έπαιζε μαζί με τα παιδιά της στο βάθος του σαλονιού. Η Σάρα πήρε στα χέρια της αμήχανη ένα παραμύθι με τον μικρό τυμπανιστή, ωστόσο προτού προλάβει να διαβάσει την πρώτη γραμμή, τα μάτια της γέμισαν δάκρυα και ευθύς το έκλεισε.

΄΄Όλα μου θυμίζουν εκείνον. Όσο και αν έχω παλέψει μέσα μου, πάντοτε θα υπάρχει ένα κενό στην καρδιά μου που κανένας δεν θα μπορέσει να αναπληρώσει. Έχασα τον εαυτό μου μέσα στο πένθος μου και δεν σκέφτηκα ούτε καν την αδερφή μου. Είμαι μία εγωίστρια που πλήγωσε ένα μικρό παιδί. Ο μπαμπάς θα στεναχωριόταν τόσο πολύ, αν μπορούσε από κάπου να με δει. Πρέπει να προχωρήσω και να αφήσω τον θυμό μου στην άκρη. Με ή χωρίς τα Χριστούγεννα, πρέπει να σταθώ δίπλα στη Ζόε, τη στιγμή που η μαμά, δεν είναι σε θέση να το κάνει ακόμη΄΄ σκέφτηκε πικραμένη, όταν είδε ένα χαρτομάντηλο να ξεπροβάλει από δίπλα της.

Ξαφνιασμένη, έστρεψε το βλέμμα της δεξιά, για να δει τον νεαρό Γκέντελ να της το προσφέρει. Σιωπηλή το πήρε στα χέρια της και τον ευχαρίστησε με ένα νεύμα.

«Να ξέρεις πως εγώ δε σε έχω βάλει στην επίσημη λίστα με τους άτακτους» της είπε κάνοντάς την να χαμογελάσει αμήχανα «Ξέρω πως περνάς δύσκολα και είσαι μικρή ακόμη. Ο χαμός και η απώλεια αγαπημένων μας, είναι πάντοτε περίπλοκο και ποτέ δεν είσαι σωστά και αρκετά προετοιμασμένος για να το αντιμετωπίσεις. Έχω χάσει και τους δύο γονείς μου» τελείωσε και τότε μόνο, είδε την ματιά της Σάρα να μαλακώνει.

«Λυπάμαι πολύ και σου ζητώ συγγνώμη για πριν... ξέρεις» πάλεψε να ολοκληρώσει την κουβέντα της και τον είδε να της πιάνει το χέρι για δευτερόλεπτα.

«Δεν πειράζει, ίσως και να είχες και δίκιο. Μερικές φορές γίνομαι πράγματι σπαστικός. Ωστόσο, μιας που είναι μέρες χαράς και εσείς έχετε το ελεύθερο, τι θα λέγατε να πάμε στο παγοδρόμιο;» τη ρώτησε και την είδε ξαφνικά να λάμπει ολόκληρη.

Ιφιγένεια Μπακογιάννη