Εξόριστοι (Κεφάλαιο 16)

Λαμπρινή

Η Λαμπρινή είχε πετάξει το ξεσκονόπανο και αποφάσισε ξαφνικά ότι έπρεπε να επισκεφτεί έστω για μια τελευταία φορά τον Ηλία. Άσχετα που οι προηγούμενες συνεδρίες δεν είχαν καταφέρει και πολλά, ήλπιζε πως κάτι θα έβγαινε από εκείνη τη συνάντηση. Είχαν συμβεί αρκετά και έπρεπε να μιλήσει με κάποιον ειδικό. Χαμήλωσε το κεφάλι καθώς περπατούσε μόλις το σκέφτηκε αυτό. «Ειδικό, σκέφτηκε, όχι ιερέα».

Για καλή της τύχη, είχε ακυρωθεί ένα ραντεβού και έτσι μπόρεσε να τη δεχτεί εκείνο το απόγευμα. Μπήκε στο πολυτελές γραφείο του, τον χαιρέτησε με μια αμήχανη χειραψία και κάθισε στον βαρύ δερμάτινο καναπέ. Του ζήτησε την άδεια να καπνίσει, όπως έκανε πάντα μηχανικά, χωρίς να χρειάζεται.

-Έχεις καιρό να φανείς, της είπε χαμογελώντας εγκάρδια, και να σου πω την αλήθεια, φαντάστηκα πως δε θα έρθεις ξανά.

-Συνέβησαν πολλά, είπα απλά χωρίς να τον κοιτά.

Η ματιά της χάθηκε έξω από το παράθυρο του τρίτου ορόφου. Μια γυναίκα περίπου στην ίδια ηλικία με εκείνη, άπλωνε ρούχα στο μπαλκόνι.

-Λοιπόν; τη ρώτησε καθώς βολεύτηκε στην πολυθρόνα του.

Αν και δεν ήταν η πρώτη της φορά, αισθανόταν ακόμα άβολα, δεν μπορούσε ακόμα να τον κοιτάξει στα μάτια καθώς μιλούσε.

-Νιώθω μόνη, είπε στο τέλος. Μια αφόρητη μοναξιά που με βαραίνει.

Ο Ηλίας κούνησε το κεφάλι του.

-Ο άντρας σου τι λέει για αυτό;

Η Λαμπρινή κούνησε το κεφάλι της χαμογελώντας πικραμένη.

-Με τον Θάνο έχουμε χαθεί, με το ζόρι ανέχεται ο ένας τον άλλον.

-Και σε τι οφείλεται αυτό; Στον θάνατο της Στέλλας;

Κούνησε αρνητικά το κεφάλι της. Χάιδεψε τον ώμο της.

-Η αλήθεια είναι πως ποτέ δεν ήταν δίπλα μου, έχουμε κάνει κάτι σαν μια άτυπη συμφωνία και απλά συνυπάρχουμε.

Ο Ηλίας δε μίλησε, της έδωσε τον χώρο και τον χρόνο να ανοιχτεί.

-Δεν επικοινωνούμε πια. Ειδικά μετά από το… ξέρετε, το γεγονός. Βέβαια, ανέκαθεν υπήρχε μια αδιαφορία από μέρους του, μα τώρα τελευταία, το πράγμα έχει χειροτερέψει. Υπάρχει ένας εγωισμός ίσως ακόμα και μια εχθρότητα. Και εγώ εκεί, προσκολλημένη πάνω του, σαν εξαρτημένη, σαν το μικρό υπάκουο κουτάβι, γεμάτη δειλία και φόβο, να με έχει οδηγήσει στην κατάθλιψη και στην κοινωνική απομόνωση.

Σηκώθηκε και πήγε να σταθεί μπροστά στο παράθυρο. Η νοικοκυρούλα είχε φύγει από το μπαλκόνι της, πιθανόν να ετοίμαζε το βραδινό για τα παιδιά και τον άντρα της.

- Ζευγάρι δεν είναι απλά η συνύπαρξη δυο ανθρώπων, ξεκίνησε να λέει ο Ηλίας. Δυο άνθρωποι να συνυπάρχουν στον ίδιο χώρο, χωρίς σωματική και συναισθηματική επαφή, ενώ εμφανίζονται κοινωνικά ως ζευγάρι. Ουσιαστικά είναι δεμένοι με τον νομικό γάμο, χωρίς να έχουν ουσιαστική σχέση, κινούνται στον ίδιο χώρο, μοιράζονται τις καθημερινές υποχρεώσεις. Μια τέτοια μορφή ζευγαριού δεν είναι καθόλου ασυνήθιστη στην εποχή μας. Ο ισχυρισμός ότι λόγοι οικονομικοί ή κοινωνικοί αναγκάζουν δυο ανθρώπους να μένουν μαζί, χωρίς ουσιαστικούς λόγους, τις πιο πολλές φορές δεν ευσταθεί. Σε βαθύτερο επίπεδο, είναι η ανασφάλεια και ο φόβος μπροστά στην αλλαγή πορείας στη ζωή που ορθώνουν τοίχους και εμποδίζουν να δούμε ότι όταν τα πράγματα δεν έρχονται όπως επιθυμούμε, εμείς μπορούμε να τα αλλάξουμε, αναλαμβάνοντας και τον κίνδυνο το αποτέλεσμα να μην είναι έτσι όπως το φανταστήκαμε. Η σχέση μένει συναισθηματικά άτονη και βαρετή, με αισθήματα μοναξιάς, ατελής και τελικά, άχρηστη. Αναρωτήθηκες ποτέ γιατί τσακώνεστε στα αλήθεια; Μήπως υπάρχει κάτι άλλο που υποβόσκει από πίσω; Κάτι που αρνείσαι να δεις;

-Εννοείς ότι φταίω εγώ για αυτή την περιφρόνηση, την υποτίμηση και το μπλοκάρισμα στη σχέση μας;

-Δεν είπα κάτι τέτοιο.

Γύρισε και τον κοίταξε.

-Χτες προσπάθησα να του μιλήσω, να προσπαθήσουμε να βρούμε μια λύση μα μάταια. Κατέληξα να κοιμηθώ μόνη μου και εκείνος στο σαλόνι.

-Εγώ θα σου πρότεινα να αυξήσετε τη θετική συναισθηματική επικοινωνία στη διάρκεια της μέρας, ανταλλάσσοντας μηνύματα που να εκπέμπουν αγάπη και αποδοχή, ενίσχυση και κατανόηση. Μια τέτοια αλλαγή δεν είναι ούτε εύκολη ούτε απλή, επειδή τα ζευγάρια παγιώνουν ένα τρόπο επικοινωνίας, φορούν ένα αδιάφορο προσωπείο συμπεριφοράς και αισθάνονται ότι είναι αστείο να τον αλλάξουν από τη μια μέρα στην άλλη .Όμως, το κίνητρο μιας τέτοιας δύσκολης αλλαγής είναι πολύ σοβαρό: Πρόκειται για την ευτυχισμένη πορεία μιας ολόκληρης ζωής.

Η Λαμπρινή χαμογέλασε ειρωνικά.

-Ναι, μουρμούρισε. Σίγουρα.

Η επίσκεψή της σκεφτόταν στον Ηλία δεν της απέφερε και πολλά, αναλογιζόταν καθώς έβγαινε από το γραφείο του. Οι τυποποιημένες του απαντήσεις την έκαναν να νιώθει περισσότερο μπερδεμένη παρά ξαλαφρωμένη όπως ήλπιζε. Περπατούσε στο πεζοδρόμιο όταν χτύπησε το κινητό της.

-Θέλω να πιώ καφέ, άκουσε την φωνή της Λίλιαν στο ακουστικό.

Προσπάθησε να το αποφύγει, δεν είχε καμία όρεξη, μα η επιτακτική φωνή της, δεν της άφησε περιθώρια για να διαφωνήσει. Συναντήθηκαν σε μια καφετέρια στο κέντρο, εκείνη είχε ήδη παραγγείλει. Ζήτησε και εκείνη ένα ποτήρι κόκκινο κρασί και έμεινε να κοιτά τη φίλη της που έμοιαζε κάπως χαμένη. Το ύφος της όμως δεν κράτησε για πολύ και γρήγορα χάρισε στη φίλη της ένα τεράστιο χαμόγελο. Της έπιασε τα χέρια.

-Πώς είσαι;

Ανασήκωσε τους ώμους της προβληματισμένη.

-Δεν ξέρω, της απάντησε. Ειλικρινά.

Η Λίλιαν την κοίταξε με ύφος γεμάτο συμπόνια.

-Πες μου.

Η Λαμπρινή απέστρεψε το βλέμμα της και κοίταξε αλλού.

-Τι να σου πω; Ότι χτες τσακωθήκαμε πάλι με τον Θάνο; Ότι πάλι έγινα κομμάτια; Ότι εξακολουθώ να είμαι ακόμη ερωτευμένη μαζί του σαν ηλίθια; Πώς είναι μάταιο να το παλεύω πια;

Η έκφραση της Λίλιαν σκλήρυνε ξαφνικά, έσφιξε ακόμα πιο πολύ τα χέρια της φίλης της.

- Ερωτευόμαστε πολύ, πολύ δυνατά, αλλά ταυτόχρονα υποφέρουμε. Θέλουμε όλο και περισσότερη αγάπη και δεν την αποκτούμε. Κι έπειτα δεν είμαστε ευτυχισμένοι, γιατί δεν έχουμε αγαπηθεί αρκετά, όπως θα θέλαμε.

Η Λαμπρινή την κοίταξε παραξενεμένη.

-Τι νομίζεις; είπε σαν να απαντούσε στην ερώτηση που δεν έκανε. Νομίζεις πως εγώ δεν ερωτεύτηκα ποτέ;

Έγειρε πίσω και βούλιαξε στην καρέκλα της.

-Όταν γνωρίσουμε κάποιον που μας ελκύει, θέλουμε και ευελπιστούμε πως αυτός έχει όλα εκείνα τα χαρακτηριστικά που μας αρέσουν και έτσι τον «πλάθουμε» σύμφωνα με αυτά, αγνοώντας -άλλες φορές συνειδητά, άλλες όχι- τα στοιχεία του χαρακτήρα του που αποτελούν παραφωνία στον ιδανικό κόσμο που έχουμε δημιουργήσει και στον οποίον βρισκόμαστε μόνο εμείς και αυτός.

Ήπιε μια γουλιά από τον καφέ της και άναψε τσιγάρο.

-Ο ψυχίατρος μου λέει ότι προσπαθώ να εξιδανικεύω τους άντρες γιατί η ταυτότητα μου γράφει «αγνώστου πατρός».

-Συγγνώμη, απολογήθηκε η Λαμπρινή. Δεν ήξερα.

Η Λίλιαν βλαστήμησε μέσα από τα δόντια της. Φαινόταν πως κατέβαλλε μεγάλη προσπάθεια να δείξει πως δεν την ενοχλούσε αυτή η συζήτηση. Ήταν ο καρπός μιας εξωσυζυγικής σχέσης και ο «πατέρας» της δεν την αναγνώρισε ποτέ σαν παιδί του.

-Και με το να αλλάζεις άντρες σαν τα πουκάμισα, τι κάνεις; Τιμωρείς τον έναν;

-Μάλλον τον εαυτό μου τιμωρώ.

Η Λίλιαν τράβηξε μια ρουφηξιά από το τσιγάρο και η έκφραση της μαλάκωσε.

-Τα έχω ξεπεράσει όλα αυτά πια, είπε χαλαρά. Τώρα απλά προσπαθώ να περνάω καλά.

-Σε ζηλεύω που μπορείς και το κάνεις αυτό. Μου είναι πολύ δύσκολο να προσπαθώ να μην είμαι δυστυχισμένη.

-Μάλλον δεν προσπαθείς αρκετά.

-Δεν ξέρω αν θέλω και αν μπορώ. Κουράστηκα πια.

-Πνίγεσαι, καλή μου, όχι αν πέσεις στο ποτάμι, αλλά αν δεν προσπαθήσεις να βγεις από αυτό.

Η Λαμπρινή την κοίταξε παράξενα.

-Δεν το είπα εγώ, κάποιος βραζιλιάνος συγγραφέας του οποίου το όνομα μου διαφεύγει αυτή τη στιγμή.

-Είσαι τρελή.

-Για αυτό σου λέω, καλή μου, ζήσε! Μόνο αυτό έχει σημασία!

Ηλίας Στεργίου