Εξόριστοι (Κεφάλαιο 21)

Φάνης

Ο Φάνης έμεινε να κοιτά παραξενευμένος τη μεγάλη πινακίδα με τα γαλάζια γράμματα και έπειτα την Drite.

-Γιατί σταματήσαμε; τη ρώτησε . Τι είναι εδώ;

-Δεν ξέρεις να διαβάζεις;

Την κοίταξε μορφάζοντας ειρωνικά. Δεν του μίλησε, του έκανε νόημα με το δάχτυλο να την ακολουθήσει. Κατέβηκαν τα τρία σκαλιά και έσπρωξε την ξύλινη πόρτα, η οποία άνοιξε με μια σχετική δυσκολία. Ο Πέτρος τους υποδέχτηκε χαμογελώντας, ενώ η Drite αρκέστηκε να σηκώσει το χέρι της.

-Εντάξει, της είπε ο Φάνης. Κέρδισες την προσοχή μου. Ακούω.

-Είναι ο τρόπος μου να περνώ τον ελεύθερό μου χρόνο, του είπε καθώς περιδιάβαινε ανάμεσα στα φορτωμένα ράφια.

-Οφείλω να ομολογήσω, της είπε, πως όσο σε γνωρίζω, τόσο πιο πολύ με εκπλήσσεις.



Σταμάτησε απότομα και γύρισε να τον κοιτάξει. Το βλέμμα της φανέρωνε θυμό.

-Τι θες να πεις; τον ρώτησε. Επειδή δηλαδή είμαι από την Αλβανία, είναι τόσο παράξενο που μου αρέσουν τα βιβλία; Η μήπως έχει την εντύπωση ότι δεν ξέρω να διαβάζω κιόλας; Η αλβανίδα, η αγράμματη, η αμόρφωτη;

-Όπα, όπα, έκανε σηκώνοντας τα χέρια σε αμυντική στάση. Στο έχουν πει πως είσαι πολύ ευέξαπτη; Δεν εννοούσα κάτι.

Η Drite ξαναγύρισε προς τα ράφια και συνέχισε την περιήγηση. Το πρόσωπό της μαλάκωσε λίγο, έκλεισε ελαφρώς τα μάτια καθώς στάθηκε σε έναν τίτλο, σε ένα μεγάλο δερματόδετο βιβλίο.

-Δεν πήγα ποτέ στο σχολείο, είπε σαν να απαντούσε στην επόμενη ερώτησή του και παίρνοντάς το στα χέρια της. Η μητέρα μου ήταν δασκάλα. Εκείνη μου έμαθε όσα ξέρω, σε εκείνη χρωστώ ό,τι έγινα. Ήταν της άποψης πως δεν είναι τα σχολεία αυτά που μορφώνουν αλλά τα βιβλία. Τα βιβλία μου έλεγε είναι ένας ολόκληρος κόσμος, ένας όμορφος, κλειδωμένος κόσμος που περιμένει να τον ξεκλειδώσουμε. Ώρες ολόκληρες, αφού γυρνούσε από τη δουλειά, μου διάβαζε και εγώ έμενα απλά να την ακούω.

Έβαλε το βιβλίο ξανά στη θέση του και προχώρησε παρακάτω.

-Ήταν καλή γυναίκα η μητέρα μου, είπε σιγά.

-Ήταν;

Κούνησε το κεφάλι της.

-Πέθανε όταν εγώ ήμουν δώδεκα. Έμεινα με τον πατέρα μου για τέσσερα χρόνια.

Σταμάτησε ξαφνικά. Το βλέμμα της χάθηκε στο κενό.

-Ένα πρωί, ο θείος μου μου ανακοίνωσε ότι είχε σκοτωθεί από τα πυρά αστυνομικού έπειτα από μια αποτυχημένη ληστεία.

Ο Φάνης κοντοστάθηκε.

-Δεν ήξερα, της είπε. Λυπάμαι.

-Εγώ καθόλου, είπε στεγνά.

Τράβηξε ένα βιβλίο από το ράφι και το περιεργάστηκε. Του έκανε νόημα και κάθισαν σε ένα τραπέζι ανάγνωσης εκεί δίπλα. Ο Φάνης έμεινε να τη χαζεύει καθώς το ξεφύλλιζε.

-Οι βιβλιοθήκες για εμένα, είπε για να αλλάξει την κουβέντα που την έκανε να αισθάνεται άσχημα, είναι κάτι σαν μυστικά περάσματα που με οδηγούν σε άγνωστους μα όμορφους τόπους. Εδώ μέσα χάνομαι για να βρεθώ ξανά αλλού.

Γύρισε προς το μέρος του.

-Εσένα; τον ρώτησε. Σου αρέσει το διάβασμα;

-Αν θεωρείς τα playboy λογοτεχνία, είπε γελώντας, τότε ναι, μπορείς να πεις πως είμαι φανατικός αναγνώστης. Έχω μια ντουλάπα γεμάτη από λογοτεχνία για ενηλίκους.

Σήκωσε τα μάτια της και τον κοίταξε ανέκφραστη. Ο Φάνης άναψε τσιγάρο.

-Δε σοβαρεύεσαι ποτέ σου;

-Θεωρώ τηνσοβαρότητα πολύ βαρετή, είπε κοιτώντας γύρω του.

- Ο χαρακτήρας ενός ανθρώπου φαίνεται απ’ αυτό που θεωρεί αστείο.

Ήταν φανερό πως ο Φάνης το διασκέδαζε αφάνταστα.

- Ο Φρόιντ λέει ότι τα αστεία είναι ένα ψυχοπαθολογικό σύμπτωμα.

Η Drite τον κοίταξε παραξενευμένη.

-Διαβάζεις Φρόιντ; Εντύπωση μου κάνει. Αν και να σου πω την αλήθεια, μου κάνει εντύπωση που μπορείς και διαβάζεις καν.

-Μη νομίζεις, είπε φυσώντας τον καπνό προς το ταβάνι παριστάνοντας τον θιγμένο. Έτυχε να το ακούσω σε μια μεσημεριανή εκπομπή, την ώρα που έτρωγα.

Σήκωσε το βιβλίο με το δερματόδετο εξώφυλλο που διάβαζε για να δει τον τίτλο.

-Η συλλεκτική έκδοση του μικρού πρίγκιπα;

Ανασήκωσε τους ώμους της.

-Ήταν ένα από τα αγαπημένα μου. Έχουμε περάσει ατέλειωτες ώρες μαζί.

Ο Φάνης το πήρε από τα χέρια της και στάθηκε σε μια σελίδα.

«Αυτό είναι το πιο δύσκολο απ’ όλα. Είναι πολύ πιο δύσκολο να κρίνεις τον εαυτό σου από το να κρίνεις τους άλλους. Αν καταφέρεις να κρίνεις τον εαυτό σου σωστά, τότε θα είσαι πραγματικά ένας σοφός άνθρωπος».

Του άρπαξε το βιβλίο από τα χέρια και εκείνος διαμαρτυρήθηκε χαμογελώντας.

-Το θέλεις; τη ρώτησε.

-Μακάρι να μπορούσα να το αγοράσω, είπε με μια δόση πικρίας. Αλλά ακόμα και αυτό είναι πολύ ακριβό για μένα.

Ο Φάνης το σκέφτηκε για μια στιγμή. Χωρίς να πει κάτι, πήρε το βιβλίο και πήγε στον πάγκο που καθόταν ο Πέτρος. Η Drite ξαφνιάστηκε, μα πριν προλάβει να αντιδράσει, το είχε ήδη πληρώσει.

-Δε θέλω χάρες από κανέναν, του είπε νευριασμένη καθώς γύρισε πίσω.

-Δεν κάνω χάρη σε εσένα, της είπε ήρεμα. Απλά εξαργυρώνω τα αργύρια.

Τον κοίταξε παράξενα.

-Πες ότι είναι δώρο για τη συμβουλή που μου έδωσες να μην ξαναφάω στο μαγαζί σας.

Το αφοπλιστικό του χαμόγελο και η ειλικρινής του ματιά την έκαναν να νιώσει αμήχανα. Τελικά πήρε το βιβλίο και το έσφιξε στην αγκαλιά της.

-Σ’ ευχαριστώ, του είπε χωρίς να τον κοιτά.

-Φαντάζομαι ότι θα σου ήταν πολύ δύσκολο να το πεις αυτό…

Τον χτύπησε στο στήθος.

-Μην πιέζεις την τύχη σου!

Έμειναν για λίγο σιωπηλοί.

-Ώρα να πηγαίνουμε, είπε ο Φάνης.

-Τι εννοείς;

-Ακολούθησέ με.

Βγήκαν από το βιβλιοπωλείο και ξεκίνησαν. Απολάμβαναν και οι δύο τη δροσερή αύρα της νύχτας περπατώντας σιωπηλοί, ο ένας δίπλα στον άλλον. Για πρώτη φορά, η Drite έμοιαζε να έχει εμπιστοσύνη στον Φάνη και έτσι τον ακολούθησε χωρίς ερωτήσεις. Ανέβηκαν την απότομη ανηφόρα και σταμάτησαν μπροστά σε μια παλιά πολυκατοικία.

Κοίταξαν γύρω τους συνωμοτικά και μπήκαν από την είσοδο.

-Δεν την κλειδώνουν ποτέ, της είπε εμπιστευτικά καθώς έφτασε μπροστά στο ασανσέρ.

-Πού πάμε; ρώτησε τελικά η Drite.

-Στον έβδομο ουρανό, είπε αινιγματικά.

Τον κοίταξε.

-Στον έβδομο όροφο, είπε γελώντας. Στην ταράτσα.

-Τα λέμε εκεί, του είπε και πήγε προς τις σκάλες.

-Δε θα έρθεις μαζί μου; παραπονέθηκε.

-Ποτέ μου δε διάλεξα τον εύκολο δρόμο, του είπε και έφυγε τρέχοντας.

Συναντήθηκαν πάνω στο ρετιρέ, η Drite είχε φτάσει πρώτη. Της έριξε ένα τάχα υποτιμητικό βλέμμα και της πρότεινε τη χαμηλή σιδερένια πόρτα μπροστά τους. Την άνοιξε και μπροστά τους ένα μαγευτικό θέαμα αποκαλύφτηκε. Όλη η πόλη φωταγωγημένη απλώνονταν μπροστά τους, σαν μικρά διαμάντια κεντημένα, σαν αστέρια. Ακόμη και η αδιάφορη συνήθως Drite, δεν μπόρεσε παρά να εκφράσει τον θαυμασμό της.

-Έχω πολύ καιρό να δω κάτι τόσο όμορφο, είπε. Είναι απλά υπέροχο.

Στάθηκαν στην άκρη της ταράτσας, με τον Φάνη να έχει φουσκώσει κάπως από κρυφή περηφάνια που κατάφερε να αγγίξει κάποια ευαίσθητη χορδή της.

-Είναι, πώς να το πω, το ησυχαστήριο μου. Εδώ ανεβαίνω όταν έχω τις μαύρες μου και είμαι χάλια ή ακόμα όταν έχω τις χαρές μου.

-Σήμερα, τι από τα δύο είναι;

Δεν της απάντησε γιατί κατά βάθος δεν ήξερε ούτε αυτός την απάντηση. Έφτασε στην άκρη και έκλεισε τα μάτια. Πήρε βαθιά ανάσα και τα πνευμόνια του γέμισαν από τον δροσερό νυχτερινό αέρα. Ένιωθε να αναζωογονείται. Η Drite ήρθε και στάθηκε δίπλα του.

-Σε κάνει να αισθάνεσαι τόσο μικρός, τόσο τιποτένιος αυτό το μεγαλείο, της είπε. Ξεχνάς τα πάντα, κακίες, μίση…

-Όλοι χρειαζόμαστε κάποιον να μισούμε, είπε η Drite, αλλιώς θα καταντήσουμε να μισούμε τον εαυτό μας.

Γύρισε και την κοίταξε.

-Κρύβεις τόση οργή μέσα σου, της είπε, τόσο θυμό.

-Γιατί εσύ τι κάνεις; Δε μισείς κανέναν, δεν έχεις εχθρούς;

-Εχθρός μας είναι αυτός που μισούμε και όχι αυτός που μας μισεί.

Άναψε τσιγάρο και τράβηξε μια γερή ρουφηξιά. Σχεδόν αμέσως, η Drite του το πήρε από τα χέρια και έκανε και εκείνη μια τζούρα. Την κοίταξε παραξενευμένος.

-Είχα την εντύπωση πως δεν καπνίζεις.

-Είπα να γίνω κακό παιδί και εγώ μια φορά.

Φύσηξε τον καπνό σηκώνοντας το κεφάλι της ψηλά. Έσφιξε με το ένα χέρι το βιβλίο πάνω στο στήθος της, ενώ άπλωσε το άλλο προς τον ουρανό, σάμπως και ήθελε να πιάσει κάποιο αστέρι.

«Οι άνθρωποι έχουν ξεχάσει αυτήν την αλήθεια» άρχισε να λέει σαν να διάβαζε από το βιβλίο. «Γίνεσαι υπεύθυνος για πάντα, για αυτόν που έχεις εξημερώσει».

Τα βλέμματά τους ανταμώθηκαν για μια στιγμή, για ένα δευτερόλεπτο που φάνηκε και στους δύο αιώνιο. Τα σώματα έγειραν, τα πρόσωπα πλησίασαν και τα χείλια ενώθηκαν σε ένα παθιασμένο φιλί. 

Ηλίας Στεργίου