Ο Οίκος των Δράκων (Κεφάλαιο 23)

Κίρα

«Δε χρειάζεται να το κάνεις» επανέλαβε για εκατοστή φορά ο Ντέβαν. «Θα βρούμε κάποιον άλλο τρόπο, για να χειριστούμε την κατάσταση. Δεν είναι καν σίγουρο ότι η Νερίσσα συμμάχησε με τον Άρχοντα Κάσρελ». Η Κίρα απέστρεψε την προσοχή της από τις υπηρέτριες που τριγύριζαν μέσα στο δωμάτιο μαζεύοντας τα πράγματά της σε μπαούλα και τον κοίταξε.

«Ντέβαν, δεν πειράζει. Θέλω να έρθω» Περίεργο… Ακούστηκε σαν να το εννοούσε.

Οι εκφράσεις των ανθρώπων που ζούσαν στο κάστρο όταν τους ανακοίνωσε την απόφασή της τριγυρνούσαν συνεχώς στο μυαλό της. Οι περισσότεροι είχαν περάσει όλη τους τη ζωή στο κάστρο των Σέλτιγκαρ, πρώτα στην υπηρεσία του πατέρα της και μετά στη δική της. Επί χρόνια έβλεπαν την κόρη του άρχοντά τους να μεγαλώνει και συνέβαλαν, ο κάθε ένας με τον δικό του τρόπο, να την προστατεύσουν από τους Ντρόγκομιρ, όπως του είχαν ορκιστεί. Και τώρα εκείνη έφευγε μόνη της, για να μείνει με τους ανθρώπους που ήταν υπεύθυνοι για την καταστροφή του Οίκου της.

Κάποιοι την κοίταξαν θλιμμένα, με σιωπηλή κατανόηση, και κάποιοι προσπάθησαν να την αποτρέψουν. Οι περισσότεροι την κοίταζαν με απογοήτευση. Η Κίρα δεν είχε μπει στη διαδικασία να προσπαθήσει να τους εξηγήσει τους λόγους των αποφάσεών της. Ήξερε πως ό,τι και να έλεγε δε θα άλλαζε το γεγονός ότι θεωρούσαν πως είχε ατιμάσει τη μνήμη των γονιών της και ότι είχε προδώσει τον Οίκο της. Την πλήγωνε να βλέπει τους ανθρώπους με τους οποίους είχε μεγαλώσει να την κοιτούν με απαξίωση ή να αποστρέφουν το βλέμμα τους, αλλά τι άλλη επιλογή είχε;

Αν ο Κάσρελ αποφάσιζε να επιτεθεί, το μόνο ασφαλές μέρος για το μωρό της ήταν το κάστρο του Αίρυς, όσο κι αν δεν της άρεσε αυτό. Μπορεί να είχε προσπαθήσει να τη σκοτώσει, αλλά το παιδί της θα το προστάτευε. Κι αν ο Κάσρελ τους πολιορκούσε, το μόνο που θα χρειαζόταν να κάνουν ήταν να περιμένουν δυο μήνες μέχρι να γεννηθεί το μωρό. Η κατάρα θα έσπαγε, οι Ντρόγκομιρ θα κατατρόπωναν τον στρατό του Κάσρελ, και η Κίρα θα επέστρεφε στο σπίτι της.

Θα επέστρεφε, επανέλαβε ξανά και ξανά στον εαυτό της. Αυτή η κατάσταση ήταν κάτι προσωρινό, μια θυσία που έπρεπε να κάνει για το παιδί της. Θα έκανε πολλά παραπάνω για να το προστατεύσει, αυτό δεν ήταν τίποτα.

«Πείτε να κατεβάσουν και αυτά τα μπαούλα στην είσοδο του κάστρου μαζί με τα υπόλοιπα» είπε στις υπηρέτριες. Η Ορόρα είχε κανονίσει να έρθουν άμαξες και να τα πάρουν. Όπως και η Κίρα, δεν ήθελε να χάσει ούτε στιγμή.

«Υπάρχουν τόσα πολλά που πρέπει να γίνουν» ξεφύσησε η Κίρα και κοίταξε τον Ντέβαν. «Πρέπει να βεβαιωθούμε πως το κάστρο δε θα μείνει απροστάτευτο. Τι θα γίνει αν ο Άρχοντας Κάσρελ αποφασίσει να το κάψει για εκδίκηση; Οι άνθρωποί μου-»

«Θα είναι μια χαρά» της είπε ήρεμα». Σου δίνω τον λόγο μου πως κανείς δε θα τους πειράξει. Εγώ για εσένα ανησυχώ».

«Δε χρειάζεται» αποκρίθηκε προσπαθώντας να προσθέσει ένα μικρό χαμόγελο, για να ενισχύσει τα λόγια της, το οποίο όμως δε φάνηκε και πολύ πειστικό. Ακούμπησε τα χέρια της στο στήθος του και προσπάθησε να επικεντρωθεί σε κάτι χαρούμενο. «Θα φτιάξουμε μαζί το δωμάτιο του μωρού. Μπορούμε να εξασκηθούμε στην ξιφασκία και...» Έφερε τα χείλη της σε απόσταση αναπνοής από τα δικά του. Η ζεστή του ανάσα χάιδευε το πρόσωπό της «... να μου πεις για όλα τα μέρη που μου υποσχέθηκες ότι θα μου δείξεις».

Τα χείλη της βρήκαν τα δικά του και αμέσως ένιωσε κάθε νεύρο του κορμιού της να αντιδράει σε αυτό το μικρό άγγιγμα ζητώντας περισσότερα. Το ένα χέρι του Ντέβαν μπλέχτηκε μέσα στις καστανές μπούκλες των μαλλιών της, ενώ το άλλο τυλίχτηκε γύρω από τη μέση της τραβώντας την κοντά του. Ξαφνικά η Κίρα λυπόταν πολύ που υπήρχαν κι άλλα άτομα μέσα στο δωμάτιο. Έβαλε τα χέρια της στο στήθος του και προσπάθησε να απομακρυνθεί, αλλά ο νεαρός Ντρόγκομιρ δεν είχε καμία πρόθεση να την αφήσει.

«Έχουμε χρόνο για αυτό αργότερα» ψιθύρισε μισογελώντας. Δεν ήθελε να δίνει δικαιώματα ούτε να προσφέρουν ένα ακατάλληλο θέαμα στις νεαρές υπηρέτριες που είχαν αποστρέψει άβολα το βλέμμα. «Εξάλλου, θα περνάω όλο τον χρόνο μου στο δωμάτιό σου». Δεν είχε σκοπό να τριγυρίζει στο κάστρο και να πέσει πάνω σε κάποιον άλλο Ντρόγκομιρ. Το πολύ πολύ να πήγαινε μέχρι το δωμάτιο της Ορόρα, και αυτό αν ήταν κοντά στο δωμάτιο του Ντέβαν. Δυο μήνες, είπε στον εαυτό της. Θα περάσουν πριν το καταλάβεις.

Ένα μικρό πονηρό μειδίαμα έκανε την εμφάνισή του στα χείλη του Ντέβαν.

«Δεν το είχα σκεφτεί αυτό».

«Πώς κι έτσι;» τον πείραξε η Κίρα. «Ίσως πρέπει να κατέβουμε στην πύλη. Η μητέρα σου θα είναι έτοιμη να φύγει σε λίγο».

«Έχεις δίκιο». Μέσα σε μια στιγμή η έκφρασή του έγινε από εύθυμη μελαγχολική. Είχε παρακαλέσει την Ντεσμέρα να μείνει μαζί με την Κίρα μέχρι να γεννηθεί το μωρό, αλλά η μάγισσα ήταν κατηγορηματική: δεν υπήρχε περίπτωση να επιστρέψει στο κάστρο των Ντρόγκομιρ και δε δεχόταν ούτε καν να το συζητήσει.

Ακόμα και η Κίρα είχε προσπαθήσει να της μιλήσει. Δεν πίστευε πως τη χρειαζόταν, αλλά ήξερε πως η άρνησή της να τους ακολουθήσει έφερνε στον Ντέβαν μνήμες από την εποχή που τους είχε εγκαταλείψει, και πως ουσιαστικά ένιωθε ξανά την απόρριψη της μητέρας του. Όμως, δυστυχώς, οι προσπάθειές της δεν είχαν κανένα αποτέλεσμα. Αν δεν ήταν έγκυος θα είχε χρησιμοποιήσει λιγότερο φιλειρηνικές μεθόδους, για να την πείσει να μείνει με τα παιδιά της, αλλά τώρα...

Τον έπιασε από το μπράτσο και κατέβηκαν στην μπροστινή αυλή του κάστρου. Ο πρωινός ήλιος έλαμπε εκτυφλωτικός πάνω από τα κεφάλια τους και η Κίρα μισόκλεισε τα μάτια της, για να τα προστατεύσει από το φως. Παρατήρησε πως οι φρουροί πάνω στα τείχη κινούνταν νευρικά ή σχημάτιζαν μικρές ομάδες και μιλούσαν ανήσυχα μεταξύ τους.

«Υποσχέσου μου πως θα είναι ασφαλείς» είπε η Κίρα στον Ντέβαν. Όλοι όσοι ζούσαν στο κάστρο, από τον πρώτο φρουρό στις επάλξεις, την κάθε πλύστρα και υπηρέτρια, μέχρι και τον τελευταίο σταβλίτη, είχαν ορκιστεί υποταγή στους Σέλτιγκαρ, που σήμαινε πως και οι Σέλτιγκαρ είχαν ευθύνη απέναντί τους. Κανονικά θα έπρεπε να μείνει μαζί τους μέχρι το τέλος.

Ο Ντέβαν σταμάτησε και την κοίταξε κατάματα.

«Σου δίνω τον λόγο μου πως δε θα αφήσω τίποτα να συμβεί στο σπίτι σου ή στους ανθρώπους σου, ακόμα κι αν χρειαστεί να τους υπερασπιστώ μόνος μου» της είπε προσπαθώντας να την καθησυχάσει. Η Κίρα ευχήθηκε να είναι αλήθεια. Δεν ήθελε να το σκάσει σαν δειλή, για να προστατεύσει τον εαυτό της και να αφήσει τους ανθρώπους της να σφαγιαστούν. Δεν μπορούσε να έχει κάτι τέτοιο στη συνείδησή της.

Είδαν την Ορόρα και την Ντεσμέρα να στέκονται δίπλα στην μπροστινή πύλη. Ο σιδερένιος καταρράκτης ήταν σηκωμένος, ένα σπάνιο θέαμα για την Κίρα. Συνήθως το κάστρο της θύμιζε φρούριο, ή στις κακές μέρες φυλακή, που δεν άφηνε τίποτα να μπει ή να βγει. Το να βλέπει λοιπόν τώρα την κεντρική πύλη ορθάνοιχτη -και για τόση ώρα- της φαινόταν περίεργο.

Η Ντεσμέρα έλεγε κάτι στην Ορόρα της που της είχε γυρισμένη την πλάτη, με μια πολύ δυσαρεστημένη έκφραση στο πρόσωπό της και τα χέρια της σταυρωμένα μπροστά στο στήθος της. Στην αρχή η Κίρα δεν μπορούσε να καταλάβει τι έλεγαν αλλά καθώς πλησίαζαν κοντά τους οι λέξεις άρχισαν να ξεκαθαρίζουν.

«Αν θέλεις να φύγεις κάν' το» έλεγε οργισμένα η Ορόρα χωρίς να κοιτάζει τη μητέρα της. «Μην περιμένεις να σε παρακαλέσω να μείνεις. Έτσι κι αλλιώς δε θα έχει καμία διαφορά από τα προηγούμενα χρόνια».

Η Ντεσμέρα άνοιξε το στόμα της, έτοιμη να πει κάτι, αλλά το ξανάκλεισε αμέσως και αναστέναξε δυστυχισμένα. Ως έναν βαθμό η Κίρα μπορούσε να τη δικαιολογήσει για την πρώτη φορά που τους είχε αφήσει. Δεν άντεχε τη ζωή με τον Αίρυς και αποφάσισε πως η καλύτερη επιλογή ήταν να φύγει, όχι απαραίτητα επειδή δε νοιαζόταν για κανέναν, αλλά επειδή μερικοί άνθρωποι δεν μπορούσαν να μείνουν και να παλέψουν. Δεν ήταν στον χαρακτήρα τους… Προφανώς ο Αίρυς δε θα την άφηνε να πάρει τα παιδιά του μαζί της, όχι μόνο επειδή ο γιος του ήταν ο διάδοχος του Οίκου του και η κόρη του μια από τις λίγες Ντρόγκομιρ που μπορούσαν να μεταμορφώνονται κατά τη διάρκεια της ημέρας, αλλά και από εγωισμό. Η Ντεσμέρα το ήξερε πως θα ήταν μάταιο. Δεν μπήκε καν στον κόπο να προσπαθήσει και με τα χρόνια έπεισε τον εαυτό της ότι δε νοιαζόταν. Ήταν ένας μηχανισμός άμυνας, για να αντέξει τον πόνο της απώλειας.

Όμως τώρα είχαν ξαναβρεθεί και ήταν τόσο εμφανές ότι χρειάζονταν ο ένας τον άλλο. Ακόμη και αν η Ορόρα προτιμούσε να καταπιεί ξυράφια από το να παραδεχθεί την ανάγκη της για τη μητέρα της. Η Κίρα δεν μπορούσε να το καταλάβει. Αφού η Ντεσμέρα ήθελε να βρίσκεται κοντά στα παιδιά της, τότε γιατί δεν μπορούσε να ξεπεράσει τους όποιους λόγους την είχαν κάνει να συνειδητοποιήσει πως δεν μπορούσε να μείνει άλλο με τον Αίρυς για χάρη τους, όπως είχε κάνει εκείνη για τον Ντέβαν; Τόσο πολύ φοβόταν τον άντρα που κάποτε, όπως η ίδια είχε ομολογήσει, αγαπούσε;

«Είσαι έτοιμη να επιστρέψεις στο Δάσος των Ψιθύρων;» τη ρώτησε ο Ντέβαν. Η φωνή του ήταν ουδέτερη, αλλά τα χρυσά το μάτια την εκλιπαρούσαν να μείνει.

«Θα προσπαθήσω να σας επισκεφτώ για να δω την υγεία του μωρού» του είπε, αλλά η Κίρα ήξερε πως η υπόσχεσή της ήταν κενά λόγια.

«Θα είσαι ασφαλής στο δάσος;» τη ρώτησε η κοπέλα. Μπορεί να μη ζούσε με τον Αίρυς, αλλά υπό το βλέμμα των Θεών παρέμενε ακόμα η σύζυγός του.

«Ακόμα και ο Κάσρελ δεν είναι τόσο ανόητος, ώστε να επιτεθεί στις μάγισσες. Οι Συνάξεις προστατεύουν τους δικούς τους».

Οι φρουροί πάνω στα τείχη έτρεξαν πάνω στην μπροστινή πύλη και όσοι άντρες βρίσκονταν στον περίβολο του κάστρου μιμήθηκαν το παράδειγμά τους σχηματίζοντας έναν προστατευτικό τοίχο ανάμεσα στην είσοδο του κάστρου και την Κίρα.

«Άλτ! Ποιος είναι εκεί;» φώναξε ένας φρουρός.

Η Κίρα έκανε ένα βήμα προς την πύλη, χωρίς να βγει έξω, και τεντώθηκε, για να δει σε τι αναφέρονταν οι φρουροί. Στην αρχή το μόνο που μπορούσε να διακρίνει ήταν περίπου μια ντουζίνα φιγούρες να πλησιάζουν από τα ανατολικά, αλλά ο ήλιος πίσω τους τύφλωνε τα μάτια της με αποτέλεσμα να βλέπει μόνο παραμορφωμένα περιγράμματα. Η Ορόρα και η Ντεσμέρα προσπέρασαν τους άντρες και στάθηκαν δίπλα στην Κίρα και τον Ντέβαν, κοιτάζοντας ύποπτα τις φιγούρες. Με την άκρη του ματιού της η Κίρα είδε την Κάλικ, που τα φλογερά κόκκινα μαλλιά της ξεχώριζαν ακόμα και από την άλλη άκρη της αυλής, να παρατάει το αγόρι με το οποίο μιλούσε και γελούσε πριν από λίγο και να τρέχει προς το μέρος τους.

Οι φιγούρες σχημάτισαν ένα ημικύκλιο μπροστά στην πύλη και σταμάτησαν. Τώρα η Κίρα μπορούσε να διακρίνει πως ήταν έντεκα, και από τα σωματότυπά τους πρέπει να ήταν και άντρες και γυναίκες, αλλά δεν μπορούσε να διακρίνει τα χαρακτηριστικά τους, καθώς ήταν καλυμμένοι με σκούρους μπλε μανδύες. Μια ψηλόλιγνη φιγούρα στο κέντρο του ημικύκλιου έκανε ένα βήμα μπροστά και χαμήλωσε την κουκούλα του μανδύα της, αποκαλύπτοντας μια γυναίκα λίγο πριν ή λίγο μετά τα σαράντα, με ίσια ξανθά μαλλιά που τώρα έπεφταν ελεύθερα στην πλάτη της.

Τα μάτια της Ντεσμέρας άνοιξαν διάπλατα. «Μπείτε μέσα γρήγορα!» τους φώναξε.

«Kah nee lah, puh goh, kah nee lah» άρχισαν να ψέλνουν οι μάγοι σηκώνοντας τα χέρια τους προς το μέρος τους, επαναλαμβάνοντας ταυτόχρονα τις λέξεις ξανά και ξανά με φωνές σιγανές και μελωδικές. Αυτό που ακολούθησε δεν είχε καμία σχέση, βέβαια, με νανούρισμα.

Ο Ντέβαν έπεσε στα γόνατα ουρλιάζοντας, κρατώντας τα αυτιά του όπως και όλοι οι υπόλοιποι εκτός από την Κίρα. Η κοπέλα γονάτισε έντρομη δίπλα του και κοίταξε τις μάγισσες.

«Σταματήστε!» τους φώναξε.

«Νιλάι!» ούρλιαξε η Ντεσμέρα. Αίμα έτρεχε από τα αυτιά της και λέκιαζε το φόρεμά της. «Αυτό που κάνεις είναι παραβίαση των συνθηκών! Ο Ελεαζάρ δεν έδωσε εντολή για κάτι τέτοιο!» Το πρόσωπο της ξανθιάς μάγισσας ήταν απαξιωτικό.

«Έμεινες μακριά από τους όμοιούς σου για πάρα πολύ καιρό, Ντεσμέρα. Οι συνθήκες έχουν αλλάξει».

Οι μάγοι κατέβασαν τα χέρια τους. Τα μάτια του Ντέβαν και των υπολοίπων γύρισαν προς τα πάνω και έπεσαν αναίσθητοι στο χώμα. Η Κίρα άγγιξε τρομοκρατημένη το μάγουλό του. Το ανεπαίσθητο ανεβοκατέβασμα του στήθους του δήλωνε πως τουλάχιστον ήταν ακόμα ζωντανός.

Το βλέμμα της Νιλάι εστίασε πάνω στην Κίρα, τα μάτια της είχαν ένα θαμπό πράσινο χρώμα χωρίς ίχνος ζεστασιάς ή συναισθήματος μέσα τους. Η Κίρα ξεροκατάπιε νευρικά. Το μαχαίρι που της είχε χαρίσει ο Ντέβαν ήταν στερεωμένο στη ζώνη του φορέματός της αλλά ήξερε πως απέναντι σε μια ομάδα μάγισσες δεν υπήρχαν πολλά περιθώρια αντίστασης.

 «Θα έρθεις μαζί μας».

Φαίη