Ματωμένες Ελπίδες (Κεφάλαιο 9)

 Η πύλη με οδηγεί στο γνωστό έρημο κτίριο κοντά στο κέντρο της πόλης. Κρύβω την αγγελική όψη μου και κατεβαίνω τις μεγάλες σκάλες. Ανοίγω με προσοχή την πόρτα και καταλήγω στον δρόμο. Είναι βράδυ και πάλι. Πώς πέρασε μια ολόκληρη μέρα; Βάζω την κουκούλα του φούτερ μου και προχωράω προς το κρησφύγετό της. Δεν ξέρω εάν είναι εκεί. Δεν ξέρω ούτε καν πώς να την προσεγγίσω. Σκέφτηκα πολύ παρορμητικά πριν. Ναι, μπορεί να έλεγε αλήθεια και μπορεί να είναι η μόνη που μπορεί να με βοηθήσει, αλλά δεν μπορώ να εμφανιστώ έτσι απλά μπροστά της και να της πω να με οδηγήσει στα Τάρταρα. Πρώτα από όλα, τα τσιράκια της είναι δαίμονες. Δεν μπορώ να τους εμπιστευτώ. Δεν μπορώ όμως να πάω και απερίσκεπτα μόνος μου στην κόλαση. 

Όσο προχωράω πλησιάζω όλο και περισσότερο και δεν ξέρω ούτε καν εάν πρέπει να χτυπήσω την πόρτα ή όχι. Σταματώ για λίγο και συλλογίζομαι. Παίρνω την αντίθετη κατεύθυνση και καταλήγω σε ένα μικρό και άσχημο πάρκο. Μπαίνω μέσα και βρίσκω ένα σκοτεινό μέρος να καθίσω, παρόλο που δεν υπάρχουν αδιάκριτα βλέμματα λόγω της περασμένης ώρας. Ανοίγω τα αγγελικά μου μάτια και σαρώνω τη γη για να τη βρω. Οι ενέργειες με οδηγούν πράγματι μέσα στο κρησφύγετό της, αλλά δεν μπορώ να προχωρήσω μέσα, καθώς είναι ο χώρος ασφαλισμένος με μαγεία. Ο Mus βγαίνει από την κλειδαρότρυπα και εξετάζει τον χώρο γύρω του και εγώ εξαφανίζομαι από εκεί. Μάλλον με ένιωσαν και έστειλαν το μικρό τσιράκι για να ελέγξει.   

Όσο είμαι σε θνητή μορφή, δεν μπορούν να με αντιληφθούν λόγω της μικρής ενέργειάς μου. Όταν όμως ανοίγω τα αθάνατα χαρακτηριστικά μου, κύματα ενέργειας διαχέονται και μπορώ να γίνω αντιληπτός, εκτός εάν εγώ ο ίδιος κλειδώσω τις ενέργειες που σκορπίζονται τριγύρω, δημιουργώντας έτσι ένα κενό μεταξύ της ατμόσφαιρας που μεταφέρει τις ενέργειες και της ενέργειας που δημιουργώ. Για αυτό μπόρεσαν να αντιληφθούν την ενέργειά που σάρωσε την περιοχή. Αλλά δεν μπορούν να καταλάβουν από πού ήρθε.

Δεν μπορώ να πάω έτσι απλά και να της χτυπήσω την πόρτα. Τι θα της πω; Και εάν είναι όλα ψέματα; Πρέπει να την προσεγγίσω αλλιώς, ως Λυσίμαχος ή Μαξ. Πρέπει να μάθω κι άλλα πράγματα για εκείνη ή από εκείνη. Πρέπει να την απομακρύνω από τους «φίλους» της. Υπάρχουν τόσα πολλά πράγματα που δεν μπορώ να καταλάβω. Ποιος την πήγε στην κόλαση; Γιατί; Πώς την πήγε εκεί; Πώς έφυγε από εκεί; Πώς επέζησε και γιατί την άφησαν να φύγει; Ανοίγω για μια ακόμα φορά τα μάτια μου αλλά τώρα είμαι πιο προσεκτικός. Πλησιάζω την πόρτα της αλλά κρατάω μια ασφαλής ενεργειακή απόσταση. Η πόρτα ανοίγει και η Τερψιχόρη κοιτάζει γύρω της με προσοχή. Κλειδώνει ξανά την πόρτα πίσω της και απομακρύνεται. Ίσως αυτή να είναι η ευκαιρία μου. Ίσως αν ψάξω το μέρος, να βρω κάτι που θα μου φανεί πραγματικά χρήσιμο. Έτσι δε θα φέρω σε κίνδυνο την ταυτότητα ή την αποστολή μου.

Βέβαια, θα είναι λογικά μέσα οι δαίμονες, τουλάχιστον τρεις από δαύτους. Ο Furorem, ο Timor και ο Infirmi: ο μεγάλος Θυμός και τα δύο μικρά του αδέρφια. Ο Timor και ο Infirmi είναι εύκολοι στόχοι. Απλώς τους εξολοθρεύω. Ο Furorem όμως είναι θνητός. Δεν μπορώ να σκοτώσω έναν άνθρωπο. Δεν ξέρω και τι δυνάμεις έχει. Πιστεύω ότι βρίσκεται στην ίδια κατάσταση που βρισκόμουν και εγώ μέχρι πριν από τρία χρόνια. Πιστεύω ότι είναι εξορισμένος και φυλακισμένος. Αν τα πράγματα είναι πράγματι έτσι, τότε μπορώ απλώς να τον κοιμίσω. Αν εν τέλει έρθω αντιμέτωπος με αυτόν, δε με σταματάει κάτι. Είναι όλοι τους αδύναμοι και μια απλή παραβίαση δεν είναι και τόσο κακή, όταν πρόκειται για κάτι τόσο σοβαρό όσο η Εχεκράτεια.

Παίρνω βαθιά ανάσα και κατευθύνομαι προς τα εκεί. Αυτό είναι. Θα ψάξω να βρω αυτό που χρειάζομαι χωρίς να χρειαστεί να βασιστώ σε κάποιον άλλον που δεν ξέρω εάν μου λέει αλήθεια. Ένα χέρι στον ώμο μου με σταματάει και αιφνιδιασμένος γυρνάω απότομα να χτυπήσω όποιον βρίσκεται πίσω μου. Ο Ηρακλής κάνει γρήγορα πίσω και η μπουνιά μου περνάει ξυστά από το πρόσωπό του.

«Τι κάνεις εσύ εδώ;» του φωνάζω και προσπαθώ να φέρω την καρδιά μου πίσω στο σώμα μου.

«Η αρχόντισσα Spero μας είπε ότι σε έστειλε σε μια πολύ σημαντική αποστολή για να φέρεις πίσω την Εχεκράτεια. Δε μας λέει τίποτα άλλο. Εδώ και ώρες προσπαθεί μαζί με το Τάγμα της να φέρει μια ισορροπία. Δεν ξέρω τι συνέβη, αλλά ζήτησα από τη Spero να με στείλει στη Γη για να σε βρω. Μου είπε ότι δε χρειάζεσαι βοήθεια, αλλά δεν την πίστεψα. Έτσι είπα ψέματα ότι έχω κάτι δουλειές να κάνω εδώ γύρω στον Sophus και με έστειλε εκείνος» μου λέει την τελευταία πρόταση με καμάρι για τον εαυτό του.

«Και πώς ήξερες πού βρίσκομαι;» τον ρωτάω εξεταστικά και σηκώνει τα χέρια του προς τα πάνω.

«Το μάντεψα» μου λέει απλά και μου χαμογελάει. Τι να κάνω τώρα; Η Spero είπε ότι δεν πρέπει κανείς να μάθει την αλήθεια. Ούτε καν ο Ηρακλής... Πώς μπορώ να παραβώ τις εντολές της; Αλλά ο Ηρακλής δεν είναι σαν τους άλλους του Συμβουλίου. Ο Ηρακλής είναι πάντα στο πλευρό μου όσο σαρκαστικός και υπεροπτικός και εάν είναι μερικές φορές.

«Δεν ξέρω τι ψάχνεις... Αλλά θα το βρούμε μαζί... Θα τη φέρουμε πίσω μαζί...» μου λέει, με πιάνει από τους ώμους και μια αίσθηση σιγουριάς με πλημμυρίζει. Είμαι σίγουρος ότι μαζί μπορούμε να τα καταφέρουμε.

«Πολύ καλά. Δεν προλαβαίνω να σου πω λεπτομέρειες. Μόλις βρούμε χρόνο θα σου εξηγήσω τα πάντα. Τώρα αυτό που θέλω να κάνω είναι να διαρρήξω το σπίτι της Τερψιχόρης» του λέω και για μια στιγμή σαστίζει.

«Τι μπορεί να χρειάζεσαι εσύ από αυτήν;» μου λέει εξεταστικά και για μια στιγμή διστάζω.

«Δεν είμαι σίγουρος εάν θα βρω αυτό που χρειάζομαι, αλλά πρέπει τουλάχιστον να ψάξω. Άκου. Θα αναλάβω τα πάντα εγώ. Εσύ το μόνο που θέλω να κάνεις είναι να προσέχεις την περιοχή για την Τερψιχόρη. Δεν πρέπει να μας καταλάβει» του λέω και μου νεύει θετικά.

Κατευθυνόμαστε προς το σπίτι της. Μόλις φτάνουμε εκεί ελέγχω άλλη μία φορά για την τοποθεσία της. Βρίσκεται σε ένα μπαρ μερικά χιλιόμετρα μακριά. Μάλλον πήγε με τη μηχανή, καθώς με τα πόδια χρειάζεσαι μια ώρα περίπου για να φτάσεις εκεί. Η πόρτα είναι πολύ εύκολο να ανοίξει, καθώς έχει σφραγιστεί με δύο πράγματα μαζί: σκοτάδι και φως, όπως είχα κάνει εγώ πριν λίγες ώρες, μόνο που εκείνη χρησιμοποιεί τη δύναμή της και τη δύναμη ενός δαίμονα. Η πόρτα ξεκλειδώνει και ο Ηρακλής κάθεται μπροστά της σαρώνοντας συνεχώς την περιοχή με την ενέργειά του.

Μπαίνω μέσα και ο Timor γρυλίζει πάνω στη γωνία του, καθώς ειδοποιεί και τους υπόλοιπους ότι κάποιος έχει εισβάλει στον χώρο τους. Ο Infirmi εμφανίζεται μπροστά μου και ακούω τον Furorem να βρυχάται μέσα από το δωμάτιό του. Βγάζω το δόρυ μου και με μια κίνηση κόβω τον Infirmi στη μέση και εξαφανίζεται. Η πόρτα ανοίγει και στέλνω με δύναμη το δόρυ πάνω στον Timor, το οποίο τον καρφώνει και τον εξαφανίζει.

«Εσύ! Θα πεθάνεις!» ουρλιάζει ο Furorem και με πλησιάζει με τεράστιες δρασκελιές. Σηκώνω το χέρι προς το πρόσωπό του και αυτός σταματάει απότομα την επίθεση.

Τα μάτια του γυρίζουν ανάποδα και πέφτει αναίσθητος στο πάτωμα δημιουργώντας έναν τεράστιο κραδασμό. Τον τραβάω και τον πάω στο δωμάτιό του. Είναι μια συνηθισμένη κρεβατοκάμαρα με ένα μεγάλο κρεβάτι στο κέντρο και ένα έπιπλο με τηλεόραση απέναντι. Δε διαφέρει από ένα συνηθισμένο σπίτι. Υπάρχουν γυναικεία ρούχα πεταμένα πάνω σε μια καρέκλα, ένας καθρέφτης είναι κρεμασμένος πάνω από ένα γραφείο γεμάτο με καλλυντικά, αρώματα, ενώ ένα λάπτοπ και κάτι αποφάγια πάνω σε ένα τραπέζι ολοκληρώνουν την εικόνα. Δεν ξέρω γιατί μου φαίνεται τόσο περίεργο... Τον βάζω με δυσκολία πάνω στο κρεβάτι και ακουμπάω το χέρι μου πάνω από τα μάτια του. Διαγράφω τελείως τις αναμνήσεις των τελευταίων λεπτών του και πάω πίσω στον κυρίως χώρο.

Ψάχνω τις βιβλιοθήκες και ανοίγω το βιβλίο που μας είχε δείξει, εκείνο που είχε τον δαίμονα με τα φτερά αγγέλου. Ξεφυλλίζω γρήγορα το βιβλίο και τα μάτια μου σαρώνουν σαν άνεμος τις λέξεις μπροστά, αποθηκεύοντας όλες της πληροφορίες του. Το βιβλίο μιλάει για μια οντότητα που πολλοί λένε δαίμονα και άλλοι άγγελο. Οι εκλεκτοί νομίζουν ότι είναι η τιμωρία του ανθρώπου, αλλά και η σωτηρία μαζί. Στην αρχή, νομίζω ότι αυτό το βιβλίο μιλάει για εμένα, όμως κάνω λάθος. Δε μιλάει για μια οντότητα, αλλά για δύο. Λέει για τα δίδυμα αδέρφια που ήρθαν στη Γη μαζί για έναν σκοπό: για τη ζωή και για τον Θάνατο. Θεέ μου! Τι είναι όλες αυτές οι πληροφορίες; Δεν έχω χρόνο. Αυτό που ψάχνω δεν είναι εδώ... Πρέπει να κάνω γρήγορα. Ίσως πρέπει να το πάρω μαζί μου...

Περνάω το χέρι μου από πάνω του και ξαφνιασμένος συνειδητοποιώ ότι είναι μαγεμένο. Να πάρει! Ξέρει ότι είμαστε εδώ μέσα από τη στιγμή που άνοιξα αυτό το βιβλίο! Ο Ηρακλής χτυπάει την πόρτα συνθηματικά με έξι χτύπους. Αυτό σημαίνει ότι η Τερψιχόρη πλησιάζει και σε έξι λεπτά θα είναι εδώ. Πρέπει να βιαστώ. Βάζω το βιβλίο πίσω στη θέση του και ψάχνω όλη τη βιβλιοθήκη με τεράστια ταχύτητα για να βρω κάτι που έχει σχέση με την κόλαση. Δεν είναι δυνατόν! Δεν μπορώ να βρω τίποτα. Δεν έχει περάσει ούτε ένα λεπτό και ο Ηρακλής χτυπάει την πόρτα με δύο χτύπους. Πώς γίνεται αυτό; Πόσο γρήγορα πάει με τη μηχανή αυτή η γυναίκα; Αμέσως μετά η πόρτα ανοίγει και μπαίνει μέσα ο Ηρακλής.

«Πρέπει να φύγουμε. Τώρα!» μου φωνάζει και φεύγω τρέχοντας από το δωμάτιο. Πιάνω το χέρι του και εξαφανιζόμαστε από εκεί.

Καταλήγουμε σε ένα κτίριο λίγο πιο δίπλα από το κρησφύγετό της, από όπου μπορούμε να παρακολουθούμε το σπίτι από απόσταση ασφαλείας αυτό. Από το επόμενο τετράγωνο ακούγεται η μηχανή της που οργώνει με τον ήχο της όλη την περιοχή. Παρατάει τη μηχανή και τρέχει μέσα στο διαμέρισμα. Βγάζει από τη ζώνη της τα όπλα της... Μετά από μερικά δευτερόλεπτα ακούω κάτι που μου χάραξε την ψυχή. Η Τερψιχόρη ουρλιάζει. Ουρλιάζει καθώς θρηνεί για τους φίλους της που χάθηκαν. Φωνάζει εξαγριωμένη τον Furorem, αλλά εκείνος δεν ανταποκρίνεται, έχει πέσει σε βαθύ ύπνο.

Την επόμενη στιγμή τη βλέπω να βγαίνει έξω με ορμή γεμάτη πόνο και θυμό. Κοιτάζει απελπισμένη γύρω της προσπαθώντας να βρει κάτι ή κάποιον. Μέσα από τα δάκρυα που τρέχουν σαν ποτάμι από τα μάτια της και από τις σπασμωδικές κινήσεις της τελικά καταρρέει και πέφτει ηττημένη στην κρύα άσφαλτο. Χτυπάει με δύναμη τις μπουνιές της στο πάτωμα και συνεχίζει να κλαίει. Τι έκανα; Τόσο πολύ τους αγαπούσε;

«Γιατί! Δε μου τα πήρατε ήδη όλα;» ουρλιάζει προς τον ουρανό και αμέσως μετά τυλίγει τα χέρια της γύρω από το στομάχι της. Το κλάμα της γίνεται βουβό και η όψη της με στοιχειώνει.

«Δε σας αντέχω άλλο! Τι θέλετε πια από εμένα;» φωνάζει ξανά και μετά ψιθυρίζει: «Τα πήρατε όλα... Όλα... Σας τα έδωσα όλα... Δεν έχω τίποτα άλλο να δώσω...» Για ποιο πράγμα μιλάει; Σε ποιον μιλάει; Ο Ηρακλής μου ρίχνει μια δυνατή μπουνιά και με ρίχνει κάτω.

«Ηλίθιε! Πες μου τουλάχιστον ότι βρήκες αυτό που έψαχνες!» μου λέει εξοργισμένος και κουνάω με ντροπή αρνητικά το κεφάλι μου. Για μια στιγμή τρέμει ολόκληρος από τα νεύρα του και πίστεψα ότι θα με πλάκωνε στο ξύλο.

«Τουλάχιστον βρες τρόπο να το διορθώσεις αυτό!» μου φωνάζει και δείχνει την κοπέλα στο πάτωμα που ακόμα κλαίει.

«Τι; Πώς;» Πετάγομαι πάνω. Πρέπει πρώτα να σώσω το σύμπαν ξέρεις!

«Δεν ξέρω. Βρες έναν τρόπο. Είσαι ειδικός στα να βρίσκεις φαεινές ιδέες» μου λέει ειρωνικά και σηκώνεται όρθιος.

Πώς τα κατάφερα και έμπλεξα πάλι;

Παρασκευή Γκύζη