IN THE END

Δεν μιλάω πάλι για θανάτους· νομίζω αυτό το θέμα το κάλυψα πλήρως την προηγούμενη φορά (αν όχι αφήστε ερωτήσεις). Τώρα μιλάω για το τέλος ενός βιβλίου. Το τελευταίο κεφάλαιο, την τελευταία σελίδα, την τελευταία σειρά…

Μιας λοιπόν και το θέμα «χαρούμενο ή λυπημένο τέλος» αναλύθηκε διεξοδικά στο προηγούμενο άρθρο, ήρθα εγώ για να μιλήσω για όλα τα υπόλοιπα και το τέλος γενικά.

Απλά να πω ότι το θέμα ήταν έμπνευση της δεσποινίδος Σαλαλά και ότι βασίζεται στις δικές τις ερωτήσεις. Οπότε ας ξεκινήσουμε:


Πώς αποφασίζεις να δώσεις τέλος;

Προσωπικά πολύ δύσκολα. Ξεκινάω μια ιστορία, την γράφω για πολύ καιρό και μερικά κεφάλαια αργότερα την τελειώνω... Το θέμα είναι ότι ποτέ δεν μου ήταν τόσο απλό. Για να απαντήσω στην ερώτηση βέβαια, θα δώσω τον ορισμό του τέλους.

Δίνεις τέλος στην ιστορία σου όταν νιώθεις πως έχεις φτάσει σε αυτό το σημείο. Όταν η φαντασία σου έχει δώσει ό, τι καλύτερο στον συγκεκριμένο κόσμο, όταν οι χαρακτήρες σου έζησαν αυτά που έπρεπε να ζήσουν, είτε για να βρουν λύτρωση πριν ολοκληρωθεί το βιβλίο σου, είτε για να πεθάνουν, είτε για να ζήσουν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα αφότου σταμάτησες εσύ να γράφεις. Όταν ο κόσμος σου μπορεί να ζήσει και χωρίς εσένα., τότε έρχεται το τέλος.

Και για να εξηγήσω:

Δεν πιστεύω ότι είναι τόσο πολύ απόφαση όσο ανάγκη. Στο λογοτεχνικούς κύκλους είναι γνωστό το παράδοξο συναίσθημα που νιώθεις όταν θες να τελειώσεις ένα καλό βιβλίο που διαβάζεις, αλλά δεν θέλεις να τελειώσει. Κάπως έτσι είναι και με την συγγραφή. Σε όλους του τομείς της ζωής μας όμως, το τέλος είναι σημαντικό κομμάτι και η αγαπημένη μας ασχολία δεν διαφέρει σε τίποτα…

Το κλειδί είναι, όπως και για όλα τα άλλα πράγματα στον κόσμο των ιστοριών, να ακολουθήσεις τα συναισθήματά σου.

Είναι εύκολο να αποχωριστείς τους ήρωες και τον κόσμο σου;

Για να φτάνεις να τελειώνεις μια ιστορία πάει να πει ότι την έχεις αρχίσει και έχεις ζήσει με τον κόσμο και τους χαρακτήρες που έφτιαξες. Αυτομάτως αυτό κάνει τα πράγματα περίεργα όταν καταλήγεις να κλείσεις το βιβλίο σου. Φυσικά και δεν είναι εύκολο και ίσως είναι ένα από τα δυσκολότερα πράγματα που θα κληθείς να κάνεις όσον αφορά την συγγραφή, όμως είναι αναγκαίο.

Και εδώ έρχομαι να πω άλλη μια φορά αυτό που τονίζω από το πρώτο κιόλας άρθρο. Η ιστορία είναι δική σας και όπως η πλοκή, έτσι και το τέλος, πρέπει να ικανοποιεί πρώτα εσάς και μετά όλους τους άλλους. Οπότε, έχοντας μπροστά σας τις επιλογές χαρούμενο ή λυπημένο τέλος, αφηρημένος επίλογος που αφήνει πράγματα στην φαντασία και αναπάντητες ερωτήσεις ή τελευταίο κεφάλαιο που καλύπτει κάθε ερωτηματικό και δίνει συγκεκριμένες κατευθυντήριες στην φαντασία του αναγνώστη για το τι συμβαίνει μετά την τελευταία σελίδα, η απόφαση είναι καθαρά δική σας. Σίγουρα το καλύτερο θα ήταν να δίνατε το τέλος που ταιριάζει στον χαρακτήρα σας και το ύφος της ιστορία σας, όμως αυτό είναι εξαιρετικά δύσκολο, οπότε η σωστή απάντηση εδώ είναι να γράψετε αυτό που νιώθετε ότι πρέπει να γίνει.
Ίσως τελικά θέλετε να δώσετε happy end. Ίσως ένας θάνατος ή κάτι λιγότερο από την τελεία ζωή για τους χαρακτήρες σας να είναι δυσάρεστο για σας. Όμως όταν θα σας έρθει στο μυαλό αυτό που «πρέπει» να γίνει, τότε αυτό είναι αναγκαίο να γράψετε, ό, τι και να ναι.

Μιλάω από προσωπική πείρα.

Ποιοι από σας θυμάστε το τέλος του Black Page; Δεν είμαι σαδίστρια. Σας είπα και σε προηγούμενο άρθρο ότι είχα δεθεί συναισθηματικά με τους χαρακτήρες· δεν μου άρεσε ό, τι έγινε. Και πάλι όμως, την στιγμή που συνέλαβα για πρώτη φορά το τέλος στο μυαλό μου, ήξερα ότι αυτό ήταν το σωστό… όσο αρρωστημένο και αν σας φάνηκε.

Έγραφα την ιστορία για πολλά χρόνια και την τελείωσα μόνο όταν ήμουν πλήρως ικανοποιημένη με τον τρόπο που θα έκλεινε. Αυτό προτείνω και σε όλους εσάς. Αν δεν έχετε ήδη στο μυαλό σας το τελευταίο κεφάλαιο, μην βιαστείτε. Έχετε όλο τον καιρό μπροστά σας. Το τέλος του βιβλίο σας είναι ένα από τα σημαντικότερα κομμάτια του και είναι μεγάλο έγκλημα να βιαστείτε να το κλείσετε.

Οπότε οι συμβουλές μου στο συγκεκριμένο κομμάτι είναι α) υπομονή μέχρι να εμφανιστεί η σωστή ιδέα και β) εμπιστοσύνη στην φαντασία σας.

Πώς τελειώνουμε ένα αυτοτελές βιβλίο και πώς μια σειρά βιβλίων;

Καταρχάς να ξεκαθαρίσω τα εξής:

Αυτοτελής ονομάζεται η ιστορία που αποτελείται από μόνο ένα βιβλίο και δεν συνεχίζεται. Είναι το αντίθετο της σειράς που όλοι γνωρίζουμε. Σε μία αυτοτελή ιστορία όμως μπορεί να υπάρχει ένα βιβλίο ή σειρά spin off, που πραγματεύεται γεγονότα ή ακολουθεί την ζωή χαρακτήρων από το ορίτζιναλ βιβλίο.

Π.χ.:

Σε σειρές:

·          To “Originals” είναι spin-off της σειράς “The Vampire Diaries”.
·          Η «Ζήνα» (που όλοι βλέπαμε στο Star) είναι spin-off του «Ηρακλής» (που επίσης όλοι βλέπαμε στο Star).
·          ToNCSI” έχει σαν spin-off τα διάφορα NCSIs που ακολούθησαν, όπως το «NCSIS: Las Vegas” και “NCSI: Miami”.

Και πολλά άλλα…

Σε ταινίες:

·         Το “Penguins of Madagascar” spin-off του “Madagascar”.
·         To “Minions” spin-off του “Despicable Me”.
·         To “Paranormal Activity: The Marked Ones” spin-off του “Paranormal Activity”.
·         H σειρά των X-Men έχει σαν spin-off τα “X-Men Origins: Wolverine”, “X-Men: First Class” και ”X-Men: The Last Stand”.
·         To “Star Wars” έχει τα «Caravan of Courage: An Ewok Adventure”, “Ewoks: The Battle for Endor” και “Star Wars: The Clone Wars”.

Και αρκετά περισσότερα…

Και για να πάμε στα δικά μας:

Σε βιβλία:

·         Η σειρά “Percy Jackson & The Olympians” έχει τα εξής σαν spin-off:

1.     “Heroes of Olympus”
2.     “The Demigod Files”
3.     “The Demigod Diaries”
4.     “Magnus Chase & The Gods of Asgard”
5.     “The Son of Sobek”
6.     “The Staff of Serapis”

·         To “Midnight Sun” και το “The Short Second Life of Bree Tanner” είναι spin-off του “Twilight”.
·         Η σειρά “Bloodlines” είναι spin-off της σειράς “Vampire Academy”.

Αρκετά με τα παραδείγματα όμως.

Από την άλλη, έχουμε τις ιστορίες που είναι γραμμένες σε πολλά βιβλία ώστε να αποτελούν μια σειρά. Ο τρόπος που γράφουμε το τέλος στις σειρές και στα αυτοτελή βιβλία είναι διαφορετικός. Ας δούμε με ποιους τρόπους:

Όλες οι ιστορίες πρέπει να αφήνουν την δυνατότητα στους χαρακτήρες να εξιλεωθούν από τις πράξεις τους και στους αναγνώστες να ζήσουν το τέλος από την μία και να δημιουργήσουν στο μυαλό τους μια πιθανή συνέχεια στις ζωές των ανθρώπων που διάβασαν. Αυτό ισχύει είτε το τέλος είναι απόλυτο για το τι συμβαίνει στην συνέχεια (π.χ. «Έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα, παντρεμένοι με δέκα παιδιά.»), είτε όχι (π.χ. «Και ποιος να ξέρει τι τους επιφύλασσε το μέλλον;»). Παρότι όμως αυτό πρέπει να συμβαίνει πάντα, υπάρχουν μερικές διαφορές ανάλογα με το είδος του βιβλίου.

Η προσωπική μου άποψη είναι ότι στα αυτοτελή βιβλία η ανάγκη για ένα συγκεκριμένο τέλος που περιγράφει με κάθε λεπτομέρεια την ζωή των πρωταγωνιστών δεν είναι τόσο μεγάλη. Αυτό φυσικά δεν είναι καθολικό, όμως πιστεύω ότι αν είναι να μιλήσει κανείς για το τι γίνεται μετά το φινάλε της ιστορίας (το σημαντικότερο γεγονός με το οποίο ολοκληρώνεται ουσιαστικά το βιβλίο), τότε καλύτερα να το κάνει σε μια σειρά.

Οι σειρές, επειδή ακριβώς είναι πιο εκτενείς από τα αυτοτελή βιβλία και είτε περιέχουν περισσότερες και μεγαλύτερες περιγραφές, είτε καλύπτουν ένα πιο εκτεταμένο χρονικό διάστημα, δίνουν την δυνατότητα στους αναγνώστες, όπως και στον συγγραφέα, να ταυτιστούν περισσότερο με τους χαρακτήρες και τελικά να νοιάζονται γι αυτούς. Όταν μιλάμε για έξι βιβλία, το ένα συνέχεια του άλλου, για παράδειγμα, όπου οι χαρακτήρες αντιμετωπίζουν το ένα πρόβλημα μετά το άλλο, βρίσκω ότι σαν αναγνώστης θα ‘θελα να δω την συνέχεια των ζωών τους, ακριβώς επειδή έμαθα να ενδιαφέρομαι γι αυτούς μετά από τόσες σελίδες.

Το ίδιο φυσικά μπορεί να ισχύσει και για τα αυτοτελή βιβλία, όμως στην μία περίπτωση έχουμε 400 σελίδες και στην άλλη 400x6 σελίδες συνολικά για όλα τα βιβλία (για παράδειγμα). Φαντάζομαι βλέπετε την διαφορά.

Ξαναλέω ότι έτσι το βλέπω εγώ. Φυσικά μπορεί όλοι να έχουμε διαφορετική άποψη πάνω στο θέμα και σε καμία περίπτωση δεν τα λέω αυτά σαν συμβουλή για όλους εσάς που γράφετε.

Το μόνο που πρέπει να θυμάστε είναι ότι στο τέλος (όποιου βιβλίου και αν είναι), πρέπει να μένει χώρος για την δικαίωση των χαρακτήρων. Κάποιος θα πρέπει να τιμωρηθεί, κάποιος να πληρώσει τα λάθη του και κάποιος να αποδειχτεί ότι είχε δίκιο (με κάποιες μετατροπές βέβαια, ανάλογα το είδος του βιβλίου).

Από την άλλη και παρότι παρακάτω μιλάω για «έντονες σκηνές τέλους», υπάρχει κάτι που πρέπει να αναφέρω. Όταν γράφουμε αυτοτελές βιβλίο, δεν μας ενδιαφέρει ο αναγνώστης να θέλει απελπισμένα να διαβάσει το επόμενο, οπότε μπορούμε να δώσουμε όποιο τέλος θέλουμε. Σε αυτή την περίπτωση είναι καλό η έντονη σκηνή (της οποίας τα χαρακτηριστικά περιγράφω παρακάτω), να συνεχίζεται με μερικές γραμμές ήρεμης αφήγησης. Τι εννοώ:

Έχει διαβάσει κανείς το Ψυχώ; Αν όχι και έχετε σκοπό,

SPOILER ALERT!!!



_________________________________________________________________________________


Λίγο πριν το τέλος αποκαλύπτεται ότι ο Νόρμαν έχει την νεκρή μητέρα του στο υπόγειο του σπιτιού και έτσι λύνεται το μυστήριο. Είναι η σκηνή που μαζεύει όλα τα χαρακτηριστικά που αναφέρω και όχι μόνο σε πιάνει απροετοίμαστο, αλλά είναι και εξαιρετικά πρωτότυπη. Παρόλα αυτά δεν είναι το τέλος του βιβλίου.

Στην συνέχεια διαβάζουμε τον εσωτερικό διάλογο του Νόρμαν και το περιστατικό με την μύγα στο δωμάτιο. Μια ήρεμη –φαινομενικά- σκηνή (άσχετο που ο Νόρμαν είναι ψυχοπαθής και αρχίζεις να φρικάρεις μόνο που τον ακούς στο μυαλό σου καθώς διαβάζεις), που δίνει την δυνατότητα στον αναγνώστη να σκεφτεί ό, τι έγινε πιο πριν και να «καλοσορίσει» το τέλος του βιβλίου.

______________________________________________________________________________

Κάτι τέτοιο μπορεί φυσικά να γίνει και στις σειρές, όμως εκεί θα πρότεινα να ακολουθούσατε την άλλη τακτική του «Θέλω να διαβάσω το επόμενο τώρα!».


Η επόμενη ερώτηση αφορά τις διαφορές ανάμεσα στα αυτοτελή βιβλία και στις σειρές, κάποιες από τις οποίες ήδη ανέφερα και στα υπέρ και τα κατά, όπως επίσης και συμβολές για την συγγραφή του ενός και του άλλου. Έχω πολλά να πω πάνω στο θέμα, έχοντας γράψει και τα δύο μέχρι στιγμής (Black Page, Octobers Legacy), οπότε επιφυλάσσομαι να τα εξηγήσω όλα αναλυτικά σε επόμενο άρθρο.

Μέχρι τότε θα απαντήσω τις δικές σας ερωτήσεις:



Τι διαφορές μπορεί να υπάρχουν στο ''κλείσιμο''; (Νίκος K.)

Ουσιαστικά ό, τι αναφέρω παραπάνω. Είτε θα δώσεις ένα απόλυτο τέλος που θα εξηγεί τι έγινε με λεπτομέρειες ή με δυο κουβέντες θα δίνεις κατευθυντήριες στον αναγνώστη για να πλάσει εκείνος το τέλος στην φαντασία του. Αυτή είναι η κύρια διαφορά. Κατά τ’ άλλα αυτό που πρέπει να έχουμε πάντα στο μυαλό μας είναι ότι έχει μεγαλύτερο ενδιαφέρον για τον αναγνώστη το τέλος να συμπίπτει και με την στιγμή της κορύφωσης της αγωνίας ή να μην αργεί πολύ μετά από την σημαντικότερη σκηνή του βιβλίου και όταν μιλάμε για το τέλος του τελευταίου βιβλίου, να απαντηθούν όλα τα αναπάντητα ερωτήματα που υπάρχουν μέχρι εκείνη την στιγμή. Κατά τ’ άλλα φαντασία και όλα θα γίνουν!

Είναι προτιμότερο να αφήσεις τον αναγνώστη να "κρέμεται" όταν πρόκειται να συνεχίσεις σε επόμενο βιβλίο ή να κλείσεις την ιστορία σου εν μέρει, δίνοντας μια ικανοποίηση "τέλους"; (Angelina S.)

Όταν μιλάμε για σειρά, εγώ προτιμώ να αφήνω μερικές απορίες και πάντα να το σταματάω σε κρίσιμο σημείο, δίνοντας βέβαια την ικανοποίηση του τέλους, τουλάχιστον μέχρι ένα βαθμό. Από την μία αν δεν υπάρχει λίγο μυστήριο, ο αναγνώστης μπορεί να θέλει να διαβάσει το επόμενο βιβλίο λόγω της ιστορίας, αλλά σίγουρα δεν θα ανυπομονεί, γιατί «δεν του το ‘κοψες στην μέση», όπως λέμε. Το σκεπτικό που πρέπει να έχουμε για ένα επιτυχημένο τέλος είναι το αν θα νιώθαμε εμείς οι ίδιοι το συναίσθημα της ανάγκης για το επόμενο βιβλίο, εκείνη την στιγμή ακριβώς.

Είναι όπως συμβαίνει με τα κεφάλαια. Διαβάζεις, έχει πάει αργά, αλλά θες να τελειώσεις το κεφάλαιο για να πας για ύπνο. Όταν τον κεφάλαιο τελειώνει απλά, χωρίς να σε ιντριγκάρει για την συνέχεια, κλείνεις το βιβλίο και πέφτεις για ύπνο. Αν παρόλα αυτά το κεφάλαιο ολοκληρώνεται με αγωνία, ένταση και μυστήριο, τότε ΠΡΕΠΕΙ να διαβάσεις και το επόμενο. Αν ο συγγραφέας έχει κάνει καλά την δουλειά του κάθε κεφάλαιο θα είναι έτσι και μέχρι το πρωί θα έχεις τελειώσει όλο το βιβλίο και δεν θα έχεις κοιμηθεί καθόλου. Λίγο υπερβολικά, αλλά αυτό είναι το νόημα. Το τέλος ενός βιβλίου και το τέλος ενός κεφαλαίου είναι το ίδιο, με την μόνη διαφορά ότι το ένα αφορά ολόκληρο το βιβλίο, ενώ το άλλο δέκα σελίδες, οπότε αναλογικά πρέπει να έχει μεγαλύτερη επίδραση πάνω στον αναγνώστη.


Το υπερβολικό "κρέμασμα" είναι θεμιτό; Το να τον αφήσεις γεμάτο απορίες για την συνέχεια και το να αφήσεις πολλά αναπάντητα ερωτήματα βοηθάει στη δημιουργία αγωνίας; (
Angelina S.)

Παν μέτρον άριστον έχουμε μάθει από τα προηγούμενα άρθρα και θα έρθω να συμφωνήσω. Το να αφήνεις τον αναγνώστη γεμάτο απορίες, όχι δεν είναι κακό, αν μιλάμε για ένα τέλος σε σειρά, όπου θα έρθει ένα επόμενο βιβλίο για να δώσει τις απαντήσεις, αλλά και πάλι όταν λέμε «γεμάτο απορίες» εννοούμε με ένα νορμάλ αριθμό ερωτήσεων, ώστε να μην υπάρχει ο κίνδυνος να έχουν μπερδευτεί όλα μέσα στο μυαλό του.

Και πάλι όμως, η μόνη ερώτηση που πρέπει να ‘χει ο αναγνώστης όταν φτάσει στην τελευταία σελίδα είναι «Πότε θα έχω στα χέρια μου το επόμενο;». Αυτό πετυχαίνεται με έναν συνδυασμό τεχνικών, πέρα από την αφήγηση μιας ενδιαφέρουσας ιστορίας. Αυτό που προτείνω εγώ είναι γρήγορη σκηνή με δράση και μερικά ανατροπές πριν κλείσεις το βιβλίο. Τώρα αν κάποιος άλλος θέλει να τελειώσει το βιβλίο «κρεμώντας» τον αναγνώστη, δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα. Παρόλα αυτά προσοχή, γιατί το έχω πάθει και είναι εξαιρετικά άσχημο:
ΜΗΝ ΚΟΒΕΤΕ ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΣΤΗΝ ΜΕΣΗ ΜΙΑ ΣΚΗΝΗΣ.
Αν ένας διάλογος σταματήσει στην μέση ή ένα γεγονός μείνει ανολοκλήρωτο, έχετε χάσει το παιχνίδι. Θέλουμε την αίσθηση του τέλους και το να σπάσετε τα νεύρα των αναγνωστών σας δεν βοηθάει. Επίσης μέχρι το επόμενο βιβλίο κανείς δεν θα θυμάται τι ειπώθηκε, οπότε εκτός και αν έχετε σκοπό να ξεκινήσει με την τελευταία σκηνή του προηγούμενο, μην το κάνετε.

Ενώ πρέπει να δώσεις ένα τέλος, πώς δημιουργείται προσμονή για το επόμενο; (Σπυριδούλα Μ.)
Για μένα, η προσμονή για το επόμενο βιβλίο και το συναίσθημα που περιγράφω παραπάνω, όπου ο αναγνώστης έχει την ανάγκη να διαβάσει το επόμενο βιβλίο εκείνη την στιγμή, είναι δύο εντελώς διαφορετικά πράγματα.
Το πρώτο, η προσμονή, επιτυγχάνεται συνολικά όταν το βιβλίο είναι καλογραμμένο, μπορείς να ταυτιστείς με τους χαρακτήρες, βυθίζεσαι στην ιστορία και γενικά σου αρέσει, άρα θες να μάθεις την συνέχεια. Το τέλος, στην συγκεκριμένη περίπτωση, είναι απλά άλλο ένα κομμάτι του βιβλίο. Σημαντικό μεν, αλλά δεν προσφέρει και τίποτα περισσότερο απ’ ό, τι η αρχή, για παράδειγμα.
Το δεύτερο τώρα, έχει να κάνει αποκλειστικά με τις τελευταίες σελίδες του εκάστοτε βιβλίου. Όπως ανέφερα παραπάνω, δεν πιστεύω ότι το να κόβετε τον διάλογο στην μέση έχει σωστά αποτελέσματα. Γι αυτό προτείνω τα εξής:
1)    Έντονη σκηνή πριν το κλείσιμο του βιβλίου (μεγάλη αποκάλυψη, σκηνή δράσης κλπ.) Κάτι που θα ταράξει την ζωή του πρωταγωνιστή.
2)    Συναισθήματα.
3)    Σωστό τελείωμα. Κόψτε τις σκηνές σας εκεί που πρέπει να κοπούν. Μην ζορίζετε τον εαυτό σας να γράψει περισσότερο ή λιγότερα απ’ όσο πρέπει.

Ποιό θεωρείται το ιδανικό τέλος ενός βιβλίου; Τι χαρακτηριστικά πρέπει να έχει; (Eirini V.)
Για μένα, όλα τα παραπάνω που ανέφερα. Προσωπικά μου αρέσει να τελειώνω τα βιβλία μου με μια έντονη σκηνή (σχεδόν πάντα κάποιος πεθαίνει). Το συναίσθημα δεν πρέπει να λείπει για κανένα λόγο και στην συγκεκριμένη περίπτωση είναι εύκολο να αποτυπωθεί στο χαρτί, δεδομένου ότι ο ίδιος ο συγγραφέας νιώθει κάπως παράξενα που το βιβλίο του τελειώνει. Και φυσικά η τελευταία σκηνή θα πρέπει να σου απαντήσει ό, τι πρέπει να απαντηθεί, να σου κρύψει ό, τι πρέπει να μείνει κριμένο και να σταματήσει στο σωστό σημείο, έχοντας καλύψει αυτά που πρέπει και χωρίς να το παρακάνει.


Αυτά από μένα. Βάλτε την φαντασία σας να δουλέψει και όλα θα γίνουν. Αν έχετε και άλλες ερωτήσεις που θέλετε να απαντήσω, αφήστε τες στα σχόλια.

Eve Fry