Η κατάρα του ορφανού: Το πετράδι του Βαλιμάρ (Πρόλογος)

Έκανε πολύ κρύο εκείνο το βράδυ. Θυμάμαι τον εαυτό μου καθισμένο να κοιτάζει σιωπηλά τις σταγόνες της βροχής που έπεφταν με μανία στο τζάμι σαν να ήθελαν να το κάνουν θρύψαλα. Στο βάθος του ζοφερού και απόκοσμου εξαιτίας του καιρού ορίζοντα, στεκόταν πάντοτε μία έπαυλη. Στο παιδικό μου τότε μυαλό, έπαιρνε τερατώδεις μορφές και διαστάσεις. Είχα φθάσει σε σημείο να πιστέψω πως πιθανότατα ήταν στοιχειωμένη, καθώς σπανίως έβλεπα φώτα αναμμένα. Θαρρώ πως οι ένοικοι δεν αγαπούσαν ιδιαιτέρως το φως. Ήταν μάγοι του ερέβους, από εκείνους που τους ενδιέφερε να πουλήσουν και την ίδια τους την ψυχή για το δικό τους προσωπικό συμφέρον. Σάμχαιν, Σκιεροί, Σιωπηλοί. Έτσι τους αποκαλούσαμε οι υπόλοιποι. Ήταν η ανώτερη τάξη εδώ στη Βέρνια τα παλαιά τα χρόνια αλλά και σε ολόκληρο τον κόσμο, γιατί το αίμα τους προερχόταν από ισχυρούς κληρονόμους. Με το πέρασμα των χρόνων όμως, είχαν κατηγορηθεί για πολλά εγκλήματα, καθώς είχαν χρησιμοποιήσει τις δυνάμεις τους για κακό σκοπό. Μετά τον πόλεμο που ξέσπασε, όλα εκείνα τα εγκλήματα πήραν πια τη μορφή μύθων και θρύλων για εμάς τους νεότερους, τοποθετώντας τους Σάμχαϊν σε μία διάσταση μεταξύ της ύπαρξης και της ανυπαρξίας. Αργότερα, οι αφηγήσεις για εκείνους έφθασαν να μεταμορφωθούν σε τρομακτικά παραμύθια που αφηγούνταν τα παιδιά κάτω από τον ίσκιο των πλατάνων τα φθινοπωρινά βράδια. Όμως, οι Σάμχαιν ζούσαν ανάμεσά μας παρά το γεγονός πως το αίμα των ισχυρών προγόνων τους ολοένα και ξεθώριαζε. Κάποιοι είχαν επιβιώσει, το ένιωθα.

Το όνομά μου είναι Κένταλ και έχω έναν μεγαλύτερο αδερφό, τον Γουίλ. Μαζί χαζεύαμε την έπαυλη απέναντι, την οποία τώρα πια στοιχειώνει ακόμη ένα μυστικό. Το μυστικό μίας εγκύου που κατευθύνθηκε ένα βράδυ προς το μέρος του σπιτιού δίχως επιστροφή. Δεν γνωρίζω τι της συνέβη και κανένας στο χωριό δεν θέλει να το ψάξει. Ήταν νωρίς το βράδυ, όταν ο αδερφός μου την είδε να στέκεται κάτω από τη λάμπα που φώτιζε τον δρόμο. Μου είπε πως ήταν δύσμορφη πολύ, σε αντίθεση με τον ιδιοκτήτη του σπιτιού, τον Άινταν. Η στιγμή που στεκόταν κάτω από το φως έμελλε να είναι και η τελευταία της. Κανείς δεν την αναζήτησε από τότε και κανένας δεν την είδε ζωντανή ποτέ ξανά. Ο αδερφός μου, μάλιστα, ισχυρίζεται πως δύο ημέρες αργότερα άκουσε ουρλιαχτά, ενώ το αμέσως επόμενο βράδυ είδε μία μορφή να εγκαταλείπει το σπίτι τρέχοντας. Ωστόσο, τι σημασία είχε η ζωή των φρικαλέων γειτόνων μου, όταν η δική μου είχε μόλις τελειώσει; Δέκα λεπτά πριν, ενημερωθήκαμε για τον θάνατο των γονιών μας. Είχαν πέσει θύμα ξεκαθαρίσματος λογαριασμών. Φυσικά, ένα τέτοιο ξεκαθάρισμα μεταξύ μάγων σημαίνει ένα και μοναδικό πράγμα. Όλεθρος και θύματα αθώα, όπως οι γονείς μου.

Οι σταγόνες της βροχής συνέχιζαν να πέφτουν και να κυλούν στο τζάμι, όπως και τα δάκρυά μου. Οι παλιές, δερμάτινες βαλίτσες στέκονταν στην είσοδο του σπιτιού καρτερώντας εμένα και τον αδερφό μου να τις συνοδεύσουμε στο ορφανοτροφείο. Το χειρότερο από όλα ήταν πως θα έπρεπε να χωριστούμε, προσωρινά ευτυχώς, καθώς το δικό μου ήταν γεμάτο και δεν είχε άλλα διαθέσιμα δωμάτια. Με την πρώτη ευκαιρία θα έφερναν και τον αδερφό μου. Η καρδιά μου ράγιζε σταδιακά σε πολλά, μικρά κομμάτια στη θέα του σκυθρωπού Γουίλ.

«Σου υπόσχομαι πως με την πρώτη ευκαιρία θα σε φέρω στο δικό μου ή θα έρθω εγώ σε εσένα! Μας το ξεκαθάρισαν. Τελευταία, εξαιτίας των πολλών φόνων τα δύο μεγαλύτερα και πιο κοντινά μας ορφανοτροφεία γέμισαν» μου είπε και χαμογέλασα ψεύτικα.

Το Ντορθόριεν το αποκαλούσαν κολαστήριο, μονάχα που δεν γνώριζα τον λόγο μέχρι εκείνη την ημέρα.


Ιφιγένεια Μπακογιάννη