Η κατάρα του ορφανού - Το πετράδι του Βαλιμάρ (Κεφάλαιο 1)

Η στρογγυλή, ξύλινη άμαξα σερνόταν στον χωματόδρομο αγκομαχώντας στις λάσπες. Η βροχή είχε επιτέλους κοπάσει, αφήνοντας πίσω της την χαρακτηριστική μυρωδιά του φθινοπώρου και του νοτισμένου με μπόλικο νερό, φρέσκου χώματος. Σε όλη τη διαδρομή με τον Γουίλ δεν είχαμε ανταλλάξει ούτε μία λέξη. Ήμουν θυμωμένη μαζί του, καθώς περίμενα πως σαν μεγαλύτερος αδερφός θα πατούσε πόδι, θα αντιστεκόταν, ώστε να μην χρειαστεί να χωριστούμε ούτε για μία ημέρα. Ωστόσο, εκείνος ήταν μονάχα δώδεκα και εγώ εννέα. Ανήλικοι δηλαδή, έρμαια της πολιτείας και των αποφάσεών της. Οι παππούδες μας δυστυχώς δεν ζούσαν, για να μας αναλάβουν. Για την ακρίβεια, δεν προλάβαμε καν να τους γνωρίσουμε. Σκοτώθηκαν στον πόλεμο. Σε εκείνον τον φριχτό πόλεμο στον οποίο προσπάθησαν να αποδείξουν πως οι μάγοι, οι άνθρωποι, οι Άρπιες καθώς και όλα τα μαγικά και μη πλάσματα μπορούσαν να ζουν αρμονικά.

Μολαταύτα, απέτυχαν με τον σκοτεινό και παντοδύναμο εκπρόσωπο των Σάμχαϊν, Κέναρντ Γκρέρ να αποκεφαλίζει τον λευκό μάγο Όσβαλντ Κας. Ευτυχώς για όλους, ο ένας του υιός, ο Κάρολους και οι δυνάμεις των υπόλοιπων πλασμάτων αναχαίτισαν τον Κέναρντ καίγοντας σχεδόν όλους τους υπηκόους του για παραδειγματισμό. Ο φόβος και το μίσος βασίλεψαν ανάμεσα στους μάγους για πολλά χρόνια, παρασέρνοντας στην καταστροφή και τα υπόλοιπα μαγικά και μη πλάσματα, ενώ ταυτόχρονα μία φοβερή αρρώστια που ονομαζόταν πανούκλα θέρισε τον κόσμο που πάλευε να συνέλθει από την καταστροφή. Οι οπαδοί των λευκών μάγων, που πρέσβευαν τη δικαιοσύνη και την ισότητα ανάμεσα σε όλα τα πλάσματα ανεξαιρέτως, προσπάθησαν να σβήσουν τους κληρονόμους των δυνάμεων των Σάμχαϊν με τον οποιοδήποτε τρόπο, θεωρώντας τους σατανικούς και καλλιεργώντας μετέπειτα την ιδέα πως αυτή η γενιά των κληρονόμων δεν υπήρξε ποτέ, παρά μονάχα στους μύθους.

Η ιστορία ωστόσο της μαγείας είναι τόσο παλιά, όσο και η ανθρώπινη. Για την ακρίβεια είναι κομμάτι της, αφού οι μάγοι δεν είναι όντα υπερφυσικά που έρχονται από κάποιον άλλο πλανήτη. Στον ίδιο ζούσαμε πάντα, απλώς το δικό μας κομμάτι γης αναγκαστικά χωρίστηκε από εκείνο των απλών ανθρώπων, προκειμένου να διασφαλιστεί η αρμονία, ιδιαίτερα μετά τον πόλεμο που είχε ξεσπάσει. Ο χωρισμός του μαγικού κόσμου από τον υπόλοιπο πραγματοποιήθηκε με τη σύμπραξη των εκπροσώπων και των δύο φυλών, των μάγων και των ανθρώπων. Ωστόσο, οι δίοδοι επικοινωνίας δεν έκλεισαν ποτέ ολοκληρωτικά, επιτρέποντας έτσι τις ελεγχόμενες μετακινήσεις από τον έναν τόπο στον άλλο, ανάλογα με τη χώρα. Η διαφορά όμως ήταν πως μονάχα εμείς είχαμε το δικαίωμα να επισκεπτόμαστε τον απλό κόσμο υπό την αυστηρή εντολή των πρωθυπουργών και αρχηγών των κρατών, να μην γνωστοποιούμε την ιδιαιτερότητά μας και να έχουμε μία άλλη ταυτότητα για όσο θα διαρκούσε το ταξίδι μας. Δεν ήθελαν οι απλοί άνθρωποι να αναστατωθούν πιστεύοντας σε μάγους καλούς ή και κακούς και άλλες τέτοιες δεισιδαιμονίες. Εξάλλου, η τελευταία και πιο πρόσφατη προσπάθεια, που είχε γίνει, κατέληξε στο κυνήγι των μαγισσών του Σάλεμ και στο παλούκωμα και κάψιμο δεκάδων συνανθρώπων μας αλλά και πολλών απλών ανθρώπων που θεωρούνταν ύποπτοι δίχως να διαθέτουν μαγικές ιδιότητες.

Με βάση αυτά τα γεγονότα, φθάσαμε στο σήμερα και στην απόλυτη ανάγκη να κρυβόμαστε, φοβούμενοι την οργή του κόσμου και με τις διόδους να φυλάσσονται πάντα, ώστε οι μετακινήσεις να είναι ελεγχόμενες. Η δική μας δίοδος επικοινωνίας λοιπόν ήταν οι παρισινές κατακόμβες. Αυτός ο απόκοσμος κόσμος του θανάτου, τα πολλαπλά τούνελ με τα χιλιάδες οστά να κοσμούν τους τοίχους ένωναν τη Βέρνια με το Παρίσι. Η αλήθεια, ήταν όνειρό μου να το επισκεφθώ. Να περπατήσω στα γραφικά σοκάκια του, να ακούσω τους ύμνους της Παναγίας των Παρισίων και να επισκεφθώ τη Βασιλική της Ιερής καρδιάς στην καλλιτεχνική γειτονιά της Μονμάρτης. Η μητέρα μου είχε πάει πολλές φορές και συχνά μου αφηγούνταν ιστορίες ή μου έφερνε να δοκιμάσω τα πολύχρωμα μακαρόν.

Στην ανάμνηση των γονιών μου, τα μάτια μου βούρκωσαν και είδα τον Γουίλ να με κοιτάζει με θλίψη.

«Όλα θα πάνε καλά, Κένταλ» μου είπε «το Ντορθόριεν είναι ένα από τα καλύτερα ορφανοτροφεία και μην ακούς τις φήμες. Φαντάζομαι πως τις διαδίδουν κλασικά οι χαμηλότερες τάξεις των Αρπίων, για να φοβίζουν τον κόσμο, όπως κάνουν και με το θέμα των Σάμχαϊν» μου είπε.

«Οι Σάμχαϊν υπάρχουν και το ξέρεις και εσύ πολύ καλά. Δεν είναι μονάχα παραμύθια της μαμάς» απάντησα δίχως να γνωρίζω τότε πόσο δίκιο είχα και πως οι Σάμχαϊν είχαν κατακτήσει στα κρυφά, τις υψηλότερες θέσεις εξουσίας, τόσο της Βέρνια όσο και του Κλίφγκειτ, που βρισκόταν στο Λονδίνο.

Η ξύλινη άμαξα με τα ακέφαλα άλογα, τα οποία εμείς τα ονομάζαμε Γκέρμπιλ, σταμάτησε στην αρχή ενός καταπράσινου λόφου, στην κορυφή του οποίου δέσποζε ένα πέτρινο και επιβλητικό κτίριο σαν παλιό αρχοντικό. Ο συνοδός μας στην άμαξα, ο οποίος ήταν υπάλληλος του δημαρχείου της Βέρνια, μου έκανε σήμα να κατέβω. Είχε κοντό ανάστημα, μικρά, κυανά μάτια, τα οποία έρχονταν σε αντίθεση με την τεράστια μύτη του και το παράξενο, τριγωνικό καπέλο που φορούσε. Ανήκε στους γνώμους, οι οποίοι είχαν τα σπίτια τους κάτω από τη γη και οι περισσότεροι εργάζονταν ως υπάλληλοι, είτε στα υπουργεία, είτε στα δημαρχεία και γενικά σε διάφορες υπηρεσίες. Ποτέ τους δεν είχαν αρχηγική θέση, καθώς η νοημοσύνη τους ήταν ένα σκαλί πιο κάτω από τους μάγους και τους ανθρώπους γενικότερα.

Απρόθυμα, πήρα στα χέρια μου τη μικρή, δερμάτινη βαλίτσα μου και προτού κατέβω, σφιχταγκάλιασα τον αδερφό μου.

«Μου υπόσχεσαι πως θα έρθεις σε ένα μήνα;» τον ρώτησα αθώα.

«Η εγγραφή μου στο ορφανοτροφείο έχει γίνει κανονικά, απλώς περιμένουν να πραγματοποιηθεί μία υιοθεσία, για να αδειάσει το δωμάτιο και να έρθω. Μην ανησυχείς. Μονάχα θέλω να προσέχεις και να τρως, γιατί ξέρω πως όταν είσαι στεναχωρημένη, τρως ελάχιστα» συμπλήρωσε και εγώ πάλεψα να κρατήσω τα δάκρυά μου. Δεν ήθελα να με δει σε αυτήν την κατάσταση. Έπρεπε και οι δύο να φανούμε δυνατοί.

Λίγα δευτερόλεπτα αργότερα, κατέβηκα με τη βοήθεια του μικροκαμωμένου άντρα και μαζί ξεκινήσαμε να ανεβαίνουμε τη χωμάτινη ανηφόρα που οδηγούσε στο ορφανοτροφείο ή καλύτερα στο μόνιμο σπίτι μου από εδώ και μπρός. Εκτός φυσικά, αν εγώ και ο αδερφός μου είχαμε την τύχη να υιοθετηθούμε από κάποια καλή οικογένεια. Τα παπούτσια μου κολλούσαν διαρκώς στις λάσπες, καθώς πάλευα να περπατήσω ανηφορίζοντας και με την σκιά αυτού του επιβλητικού κτιρίου να μου βαραίνει τη διάθεση. Φθάνοντας μπροστά στην πόρτα και παρατηρώντας τον άντρα να βγάζει από την τσέπη του σακακιού του κάποια χαρτιά, άρπαξε στα χέρια του το τεράστιο, μεταλλικό χερούλι της και το χτύπησε δυνατά στην επιφάνειά της.

«Μη φοβάσαι» μου είπε περίλυπα, βλέποντάς με να τρέμω.

Τότε, στο κατώφλι φάνηκε μία νεαρή γυναίκα, ντυμένη με ένα σκούρο, πορφυρό, βελούδινο φόρεμα.

«Καλώς την!» μου είπε όσο πιο πρόσχαρα γινόταν. «Είχαμε ενημερωθεί για την άφιξή σου και έτσι φροντίσαμε να ετοιμάσουμε μία υποδοχή. Συνολικά φιλοξενούνται εδώ τριάντα παιδιά. Ελάτε, περάστε» είπε χαμογελαστά και με το που πάτησα το πόδι μου στον κεντρικό του χώρο, με τον τεράστιο, κρυστάλλινο πολυέλαιο να κρέμεται πάνω από το κεφάλι μου, είδα ένα γκρούπ παιδιών μαζεμένο να με περιμένει.

Για κάποιον λόγο, μάλλον για να αποβάλω το άγχος, ξεκίνησα να μετρώ τα παιδιά. Το έκανα τρεις, γρήγορες φορές, μα πάντοτε μου έλειπε ένα.

«Κυρία, τα παιδιά είναι είκοσι εννέα» της είπα ντροπαλά και την είδα να σκοτεινιάζει.

«Έχεις δίκιο. Πάντοτε μας λείπει ένας» τελείωσε και για κάποιο λόγο η κουβέντα της αυτή έμεινε χαραγμένη στο μυαλό μου.

«Γεια σου, Κένταλ, καλωσήρθες» ακούστηκε χορωδιακά η φωνή των παιδιών, τα οποία είχαν παραταχτεί στα σκαλοπάτια και είχαν καρφώσει το βλέμμα τους επάνω μου με περιέργεια.

«Λοιπόν, Κένταλ, θα πάρεις το δωμάτιο με το νούμερο δύο. Είναι στον πρώτο όροφο. Εμένα με λένε Εμίλια Κλαρκ και είμαι η διευθύντρια. Αν χρειαστείς κάτι, ή νιώσεις άσχημα μέχρι να προσαρμοστείς, το δικό μου δωμάτιο είναι στο ισόγειο και συγκεκριμένα στην καφέ, σκούρα πόρτα δεξιά από τις κουζίνες και τα μαγειρεία. Θα σε βοηθήσω με τα πράγματά σου και αύριο το πρωί θα περάσει από εδώ ο Ανιχνευτής με τον ορό της αλήθειας» τελείωσε και εγώ αναστέναξα βαριά.

Είχα ακούσει για τους Ανιχνευτές και το είχα βιώσει, γνωρίζοντας πως το χρώμα μου ήταν το εκρού. Έτσι μου είχαν πει τότε. Οι Ανιχνευτές ήταν φυσικά μάγοι, οι οποίοι έρχονταν συνήθως στις τάξεις των πρωτοετών μάγων, προκειμένου να βρουν το είδος στο οποίο ανήκαμε. Αν το χρώμα έβγαινε μαύρο, αυτό θα σήμαινε πως το παιδί ήταν απόγονος των Σάμχαϊν. Οι Ανιχνευτές τότε, αναγκάζονταν να το απομακρύνουν από το σχολείο, προτού εξελιχθεί σε απειλή για το είδος μας. Το τι θα απογίνονταν τελικά αυτά τα παιδιά, δεν το γνώριζε κανείς και φυσικά κανείς δεν ρωτούσε.

Οι κουπαστές της κεντρικής, αρχοντικής ξύλινης σκάλας κατέληγαν στη μορφή του κεφαλιού λέοντα. Η αλήθεια, αν τις κοιτούσες στο μισοσκόταδο, σου προκαλούσαν ένα ρίγος, σαν να παγώνει άξαφνα το κορμί σου εξαιτίας ενός ύπουλου ρεύματος. Ο διάδρομος του πρώτου ορόφου ήταν φαρδύς και ευρύχωρος με χιλιάδες πορτραίτα να κοσμούν τους τοίχους δεξιά και αριστερά. Η Εμίλια, βαστώντας το μεταλλικό κλειδί στο χέρι της και τη βαλίτσα μου στο άλλο, άνοιξε την πόρτα του δωματίου μου. Η αλήθεια, το είχα φανταστεί μονότονο, με λιγοστά έπιπλα και συγκεκριμένα μονάχα με ένα μονό κρεβάτι και μία ντουλάπα για τα ρούχα μου. Τουναντίον, το συγκεκριμένο δωμάτιο έμοιαζε σαν ένα παραμυθένιο δάσος, με το κρεβάτι μου σε σχήμα κορμού δέντρου και τη λάμπα από πάνω να μοιάζει με ανοιχτό, λιλά νυχτολούλουδο. Στη συρόμενη ντουλάπα μου επάνω ήταν ζωγραφισμένα λιβάδια, με κινούμενες ζάπιες ή όπως αποκαλούσαν οι απλοί άνθρωποι ένα συγγενές έντομο, πυγολαμπίδες.

«Είναι φανταστικό» ψιθύρισα σχεδόν στον εαυτό μου, κοιτάζοντας με λαχτάρα γύρω μου. Σαν το σπίτι μου δεν ήταν, αλλά τουλάχιστον με έκανε να νιώθω άνετα.

«Να έχεις το νου σου, γιατί το πρωί οι γλυκιές, φτερωτές ζάπιες δίνουν τη θέση τους σε άλλα ζώα του δάσους» μου είπε γλυκά.

«Και κουνελάκια;» ρώτησα μαζεμένα.

«Τα πάντα θα δεις, αρκεί να κάνεις ησυχία, όταν θα φανούν, για να μην τα τρομάξεις» συμπλήρωσε εκείνη.

«Μιλάτε σαν να πρόκειται για αληθινά ζωάκια» της είπα.

«Κένταλ μου, θα έπρεπε να ξέρεις πως στον κόσμο που ζούμε, τα πάντα παίρνουν άλλη μορφή. Μπορούν να ζωντανέψουν ανά πάσα στιγμή» τελείωσε χαμογελώντας και κατόπιν πήρε στα χέρια της ένα ροζ χαρτί, όπου πάνω του ήταν γραμμένο το πρόγραμμα της ημέρας. «Για σήμερα έχασες το δείπνο, αλλά μη σε νοιάζει, οι κουζίνες ήταν ενήμερες και έτσι σου φυλάξαμε φαγητό. Σου αρέσει η κρεατόσουπα;» με ρώτησε γλυκά και εγώ ένευσα καταφατικά.

Η Εμίλια μου χαμογέλασε και εγώ της υποσχέθηκα να βρίσκομαι στην τραπεζαρία σε δέκα λεπτά, έχοντας πρώτα τακτοποιήσει τα πράγματά μου. Η πόρτα ήταν έτοιμη να κλείσει, όταν τη συγκράτησε ένα άλλο κορίτσι που μπήκε μέσα και στάθηκε μπροστά μου.

«Γεια σου, είμαι η Κριστιέλα και μένω στο διπλανό δωμάτιο. Είμαι Άρπια, εσύ;» με ρώτησε και τότε την είδα άξαφνα να αλλάζει όψη, με το δέρμα της να υιοθετεί ένα παράξενο, μπεζ χρώμα, ενώ πράσινα, μικρά ποτάμια που έμοιαζαν με φλέβες, ζωγραφίστηκαν θαρρείς στο αλλοτινό, λευκό της δέρμα. Ένα λεπτό αργότερα, η μορφή της είχε επανέλθει.

Η Κριστιέλα, ήταν ένα ψηλό και αδύνατο κορίτσι, ένα χρόνο πιο μεγάλο από εμένα. Τα μαλλιά της ήταν καστανά, ίσια, ωστόσο δεν την αποκαλούσες όμορφη. Η εμφάνισή της ήταν ιδιαίτερη, όπως άλλωστε όλων των Αρπίων ή αλλιώς των παιδιών του δάσους.

«Με λένε Κένταλ και είμαι εκρού μάγισσα. Πόσο καιρό μένεις εδώ; » τη ρώτησα.

«Μπορώ να πω, πως εδώ γεννήθηκα. Οι γονείς μου με άφησαν όταν ήμουν βρέφος. Είχαν λέει άλλα έξι παιδιά και εγώ περίσσευα. Οι παππούδες μου ήταν μεγάλοι σε ηλικία και δεν μπορούσαν να με αναλάβουν» πρόφερε θλιμμένα.

«Μα, αυτό είναι απαίσιο» της είπα νευριασμένα.

«Το ξέρω. Εσύ γιατί βρίσκεσαι εδώ;» με ρώτησε.

«Έχασα τους γονείς μου και οι παππούδες μου δεν ζουν πια. Χάθηκαν στον πόλεμο»

«Θεούλη μου…» την άκουσα να μονολογεί σχεδόν. «Λοιπόν, Κένταλ, αφού γίναμε φίλες τώρα, θα σε δω αύριο στο πρωινό» πρόφερε χαρούμενη, μα εμένα για κάποιον λόγο με έτρωγε μία ερώτηση.

«Κριστιέλα, είναι καλά εδώ;» τη ρώτησα τελικά, για να τη δω να παγώνει για λίγο στη θέση της.

«Είναι… εντάξει» προσπάθησε να απαντήσει διπλωματικά, ωστόσο, εμένα το εντάξει δεν μου αρκούσε.

«Απλώς εντάξει;» την πίεσα.

«Κοίτα, Κένταλ, δεν κάνει να είσαι περίεργη εδώ. Όσο πιο πολλά ρωτάς, τόσο το χειρότερο» είπε με φωνή που έτρεμε ελαφρώς.

«Ποιο είναι αυτό το παιδί που δεν εμφανίστηκε ποτέ;» της πέταξα, για να τη δω να με κοιτάζει με το στόμα ανοιχτό.

«Μίλα πιο σιγά» με μάλωσε. «Αυτό το… παιδί μένει απέναντί σου, στο τρία. Δεν μιλά σχεδόν ποτέ, δεν έχει φίλους και μερικοί τον αποφεύγουν κιόλας. Δηλαδή και εγώ προσπαθώ να μην τον κοιτάζω. Να μη στρέφω το βλέμμα μου προς το μέρος του, ούτε κατά λάθος, μα αν το κάνω, ζητώ πάντα συγγνώμη» πάλεψε να βρει τα λόγια της εξαιτίας του φόβου που διαφαινόταν στα μάτια της.

Σταύρωσα τα χέρια μου μπροστά στο στήθος μου και τότε πίσω ακριβώς από την Κριστιέλα, η πόρτα του δωματίου νούμερο τρία, είχε μισανοίξει με μόνη θέα το σκοτάδι που έβγαινε από μέσα του. Κάπου εκεί όμως, κρυμμένο στις σκιές, βρισκόταν ένα αγόρι. Το μόνο που κατόρθωσα να διακρίνω, καθώς το ίδιο φάνηκε πως στεκόταν ακίνητο σαν άψυχη κούκλα, ήταν τα καλοχτενισμένα του, ξανθά μαλλιά. Λίγα δευτερόλεπτα αργότερα, η πόρτα του έκλεισε με τρόπο ευγενικό, σχεδόν αθόρυβο. Η μικρή Άρπια μπροστά μου, φάνηκε να πανικοβάλλεται.

«Άκου τη συμβουλή μου και προσπάθησε να τον αποφεύγεις. Καλό βράδυ» τελείωσε, για να με αφήσει ξανά μόνη μου, παρέα με τις σκέψεις μου, καθώς και την αίσθηση της άγνωστης απειλής, καλά κρυμμένης στις σκιές του δωματίου με τον αριθμό τρία.

Τακτοποιώντας τα ρούχα μου όσο πιο γρήγορα μπορούσα, έριξα μία τελευταία ματιά στο μαγικό δάσος που κοσμούσε την ντουλάπα μου, για να διακρίνω τα λαμπερά μάτια μίας λευκής αλεπούς, να με κοιτάζουν με περιέργεια. Της κούνησα το χέρι μου, για να της τραβήξω την προσοχή και εκείνη πισωπάτησε φοβισμένη.

Ανόρεχτη, κατέβηκα τα σκαλιά, για να με υποδεχτεί μία μυρωδιά κανέλας και μπαχαρικών.

Οι μαγείρισσες, ήταν όλες τους κόμπολτς, μικρόσωμα πλάσματα, με κόκκινα, κοντά μαλλιά και τεράστια αυτιά, συγγενείς με τους γνώμους, μονάχα που ζούσαν στα ορεινά. Καθώς το ορφανοτροφείο ήταν απομονωμένο στους λόφους, τα κόμπολτς είχαν πιάσει δουλειά στα μαγειρεία. Ήταν άριστοι κυνηγοί και το κρέας το μαγείρευαν με ιδιαίτερη μαεστρία.

«Κάτσε, κοριτσάκι» μου είπε η μία με τη βραχνή της φωνή και κατόπιν με πλησίασε ζητώντας μου να φορέσω μία λευκή ποδιά, προκειμένου να μην λερωθώ.

Της χαμογέλασα ντροπαλά, για να την ευχαριστήσω, όταν τη στιγμή που ετοιμάστηκα να βάλω μία κουταλιά στο στόμα μου, είδα ένα αγόρι να κάθεται αμίλητο και ανέκφραστο στην άλλη άκρη της τραπεζαρίας και να γευματίζει μονάχο του. Ένιωσα την καρδιά μου να χτυπά ακανόνιστα εξαιτίας του φόβου, ενώ παράλληλα πάλευα να τραβήξω το περίεργο βλέμμα μου από πάνω του, έχοντας στο μυαλό μου τα λόγια της Κριστιέλας. Το κακό όμως είχε γίνει. Το αγόρι γύρισε απότομα προς τη μεριά μου και με κάρφωσε με τα δύο του ψυχρά, κυανά μάτια και τα καλοχτενισμένα του, σκούρα μαλλιά. Ήταν ένα πανέμορφο αγόρι, χαμένο ωστόσο σε μία παγερή, σκιώδη άβυσσο.

Νιώθοντας ένα ψυχρό κύμα κατά μήκος της ραχοκοκαλιάς μου, πάλεψα με μανία να αποστρέψω το βλέμμα μου από πάνω του, ωστόσο με μεγάλη μου ανακούφιση, το είχε κάνει εκείνος πρώτος. Σιωπηλά συνεχίσαμε το γεύμα μας, με εμένα να δυσκολεύομαι ακόμη και να καταπιώ από το άγχος της παρουσίας του. Τη στιγμή εκείνη, ευχήθηκα να είχα δίπλα μου τον Γουίλ. Να με αγκάλιαζε και να μου ψιθύριζε πως όλα θα πήγαιναν καλά. Συνέχισα το γεύμα μου αμήχανη, μα το αγόρι στην άλλη άκρη του τραπεζιού είχε εξαφανιστεί με τον ίδιο απόκοσμα αθόρυβο τρόπο με τον οποίο είχε εμφανιστεί. Δεν είχε κάνει τον κόπο να συστηθεί, ούτε φυσικά να επικοινωνήσει μαζί μου, εκτός ίσως από εκείνο το φευγαλέο, σκληρό για τα δεδομένα ενός δεκάχρονου αγοριού, βλέμμα.

Οι μαγείρισσες κόμπολτς με καρτερούσαν στωικά να ολοκληρώσω το γεύμα μου και κατόπιν να μαζέψουν και να πλύνουν το πιάτο μου, για να πάρουν και εκείνες τον δρόμο για τον γυρισμό. Τα μικροσκοπικά τους σπίτια χτίζονταν συνήθως πλάι στις καρυδιές, καθώς τα κόμπολτς κατανάλωναν μεγάλες ποσότητες καρυδιών και μάλιστα, έφτιαχναν με αυτά γλυκά του κουταλιού. Ήμουν βέβαιη πως τα γύρω δάση μας ήταν γεμάτα καρυδιές, καθώς τις είδα έπειτα από λίγα λεπτά να κατηφορίζουν με ρυθμό τον λοφίσκο, κατευθυνόμενες στα δέντρα. Η κούραση με είχε καταβάλει για τα καλά, όταν ανεβαίνοντας τις σκάλες παρατήρησα την κυρία Εμίλια, να κάθεται σε μία γκρίζα, αναπαυτική πολυθρόνα και να διαβάζει απορροφημένη ένα βιβλίο. Ήμουν έτοιμη να συνεχίσω τον δρόμο μου, όταν την άκουσα να με φωνάζει.

«Κένταλ μου, όλα εντάξει; Το φαγητό ήταν καλό;» με ρώτησε καλοσυνάτα, προσπαθώντας να με κάνει να νιώσω άνετα.

«Όλα μια χαρά, κυρία Εμίλια. Είχα και παρέα στο φαγητό, αν και όχι τόσο καλοσυνάτη» συμπλήρωσα κάπως σκεπτική και την είδα να αντιλαμβάνεται αμέσως ποιον εννοούσα.

«Κάθε μέρα τρώει την ίδια ώρα, ξέχωρα από τους υπόλοιπους. Συγγνώμη, αν σε αναστάτωσε» μου είπε.

«Πώς τον λένε;» τη ρώτησα με αγωνία, καθώς με αυτόν τον τρόπο μαθαίνοντας δηλαδή το όνομα, ήταν σαν να τραβούσα και την κουρτίνα του μυστηρίου που πλαισίωνε εκείνο το αγόρι.

«Τον λένε Σκορπιό. Είναι πολλά χρόνια εδώ, ίσως από νεογέννητο. Ένα βράδυ μας χτύπησαν την πόρτα και τη στιγμή που την ανοίξαμε, βρήκαμε ένα καλάθι με ένα νεογέννητο αγοράκι που κοιμόταν. Σχεδόν ποτέ δεν ακούσαμε το κλάμα του, παρά μόνον όταν τον παίρναμε αγκαλιά, για να τον ταΐσουμε. Από μωρό, δυσκολευόταν με τις αγκαλιές, ενώ μεγαλώνοντας εξελίχθηκε σε ένα δύσκολο παιδί, μοναχικό. Σε εμάς συμπεριφέρεται ευγενικά και τυπικά. Είναι ένα έξυπνο αγόρι, γκρίζος μάγος. Η αλήθεια, αναζητήσαμε την οικογένειά του, αλλά δεν καταφέραμε να βρούμε κάποια χρήσιμη πληροφορία. Μην του δίνεις σημασία, δεν φταις εσύ, απλώς ο ίδιος δεν αγαπά τη συντροφιά των συνομίληκών του» ήταν και οι τελευταίες της κουβέντες, μα εγώ τότε, καθώς ήμουν μονάχα εννέα, δεν μπόρεσα να καταλάβω τον κίνδυνο που κρυβόταν πίσω από τα λόγια της εκείνα.

Τουναντίον, πάλευα να κατανοήσω τους λόγους που θα μπορούσαν να οδηγήσουν ένα παιδί στην απομόνωση. Σκέφτηκα αρχικά τον φόβο. Πως πιθανότατα φοβόταν κάτι και γι' αυτό παρέμενε κλεισμένος στον δικό του κόσμο. Ωστόσο, σύντομα παραιτήθηκα, καθώς η κούραση κέρδιζε ολοένα και περισσότερο έδαφος. Το δωμάτιό μου με περίμενε με τις χνουδωτές, φτερωτές ζάπιες να ζουζουνίζουν ευτυχισμένες, προκαλώντας έναν παράξενο θόρυβο που σε νανούριζε γλυκά. Τη στιγμή που τα μάτια μου ήταν έτοιμα να κλείσουν, άκουσα την πόρτα του δωματίου τρία να ανοίγει σιγανά, τρίζοντας ελαφρώς. Τα μάτια μου στράφηκαν άθελά τους στη σκιά που φαινόταν σταματημένη έξω από το δικό μου δωμάτιο. Ένιωσα την καρδιά μου να βροντοχτυπά ξανά μέχρι που η σκιά αποχώρησε και εγώ έστρεψα το σώμα μου στο πλάι, για να παραδοθώ σε έναν ύπνο βαθύ.

Οι πρωινές ηλιαχτίδες με χτύπησαν απότομα στο πρόσωπο και εγώ τέντωσα το σώμα μου, για να ξεπιαστώ. Πλησίασα την ντουλάπα μου, για να δω τα μικροσκοπικά ζωάκια του δάσους να απομακρύνονται τρομαγμένα. Ένα δυνατό χτύπημα στην πόρτα, συνόδευσε και την είσοδο της Κριστιέλα στο δωμάτιό μου.

«Καλημέρα! Είπα να περάσω από εσένα πρώτα, για να πάμε μαζί στο πρωινό» μου δήλωσε πρόσχαρα, ενώ την είδα να φορά ένα σκούρο, καφέ φόρεμα ως το γόνατο και από κάτω ένα σχετικά χοντρό καλσόν στο χρώμα των φύλλων.

«Αυτή είναι η στολή μας; » την ρώτησα δείχνοντας τα ρούχα της.

«Δε θα το έλεγα. Εδώ ο καθένας φορά τα ρούχα που εκπροσωπούν το είδος του. Εγώ είμαι Άρπια και όλοι μας στη φυλή μου φοράμε τα συγκεκριμένα χρώματα. Οι μάγοι φορούν τα δικά τους. Σε εσένα θα δώσουν στολή, αφού πρώτα τελειώσουν μαζί σου οι Ανιχνευτές» μου απάντησε,

«Πονάει λίγο» της είπα.

«Η ένεση ναι, είναι αλήθεια, καθώς και το υγρό που χύνεται στις φλέβες σου, προκειμένου να δείξει το είδος σου. Για την ώρα, φόρεσε τα χθεσινά σου ρούχα για λίγο και έλα να κατεβούμε, γιατί πεινάω» δήλωσε πειρακτικά.

«Ξέρεις, χθες γνώρισα και… τον Σκορπιό» της είπα και την είδα να παγώνει.

«Τι εννοείς; Σου μίλησε; Αδύνατον» ξεκίνησε να μονολογεί σχεδόν.

«Όχι, η αλήθεια είναι ότι δεν ανταλλάξαμε ούτε μία κουβέντα. Μάλλον δεν συμπαθεί κανέναν. Έτσι μου είπε η κυρία Εμίλια» της είπα.

«Ναι… και πολλά άλλα. Αχ, Κένταλ, άκουσέ με και μην κάνεις του κεφαλιού σου. Μείνε μακριά από αυτό το αγόρι. Σε συμπαθώ και γι' αυτό σου το λέω. Άντε, πάμε τώρα» τελείωσε και με άρπαξε.

Τη στιγμή που κατηφορίζαμε, παρακολουθήσαμε πως κανένα από τα παιδιά δεν μιλούσε. Ο Σκορπιός καθόταν μονάχος του στην άκρη της μεγάλης τραπεζαρία, με το κόκκινο, βελούδινο τραπεζομάντηλο. Βάλθηκα να μετρώ αγχωμένα για ακόμη μία φορά τα παιδιά, για να μου λείπει στο τέλος ένα.

«Λείπει ο Νίκολας» άκουσα τη φωνή της Κριστιέλας.

«Ο Νίκολας είναι άρρωστος» μας ψιθύρισε στο αυτί σχεδόν ένα κορίτσι με καστανές μπούκλες, που έπεφταν ανάλαφρα στους ώμους της.

Τη στιγμή εκείνη, θυμήθηκα το άνοιγμα της πόρτας με τον αριθμό τρία. Του δωματίου του Σκορπιού. Δεν μπορούσα να αντιληφθώ τον λόγο, αλλά μέσα στο μυαλό μου είχα συνδέσει απόλυτα την απουσία του αγοριού με την κίνηση του Σκορπιού. Τότε, σαν να είχε διαβάσει τη σκέψη μου, είδα ένα απόκοσμο χαμόγελο να σχηματίζεται στα χείλη του αγοριού, ενώ το ίδιο δεν έστρεψε ούτε λεπτό το βλέμμα του επάνω μας.

Το πρωινό ήταν κάτι παραπάνω από ικανοποιητικό. Τα πιο πολλά παιδιά στην ηλικία μας είχαμε την ικανότητα να μετακινούμε αντικείμενα κατά βούληση. Το ίδιο συνέβαινε και στο σπίτι μου κατά τη διάρκεια των γευμάτων. Έχοντας απορροφηθεί από τη συζήτησή μου με την Κριστιέλα, δεν πρόσεξα δύο ψηλούς άντρες που στέκονταν στην είσοδο του ιδρύματος. Ήταν οι Ανιχνευτές. Γεροδεμένοι, γκρι μάγοι, με περιποιημένους μανδύες. Η κυρία Εμίλια μου έκανε σήμα να πλησιάσω, με όλα τα βλέμματα των παιδιών να καρφώνονται άξαφνα επάνω μου.

«Μην έχεις κανένα άγχος γλυκιά μου» την άκουσα να μου λέει και εγώ τους ακολούθησα σε ένα δωμάτιο μικρό, με μία πολυθρόνα στη μέση κι ένα τεράστιο, περσικό χαλί να καλύπτει το πάτωμα.

Οι δύο άντρες, με κοίταξαν καλοσυνάτα και ο ένας βαστώντας στα χέρια του τη σύριγγα με το υγρό της αλήθειας, το χορήγησε στις φλέβες μου.

Ο πόνος ήταν ανυπόφορος, καθώς το υγρό κυλούσε στον οργανισμό μου, κάνοντας τα μάτια μου να αλλάξουν χρώμα και τους δύο άντρες, μαζί με την διευθύντρια, να με κοιτάζουν με δέος.

«Κένταλ, τι σου είχαν πει πως ήσουν την πρώτη φορά που σου χορήγησαν το υγρό της αλήθειας; » με ρώτησε ο ένας.

«Εκρού μάγισσα» του απάντησα με μάτια δακρυσμένα.

«Τότε, είτε έκαναν λάθος, πράγμα απίθανο, είτε σου είπαν ψέματα. Είσαι λευκή μάγισσα και αυτό είναι ιδιαιτέρως σπάνιο» ήταν η τελευταία κουβέντα του άντρα, με εμένα να μην γνωρίζω, αν έπρεπε να χαρώ ή να πανικοβληθώ.

Ήταν νωρίς το πρωί και ο Άινταν Γουέτμορ, έχοντας επιβιβαστεί στην ξύλινη άμαξα, κατευθυνόταν στο κέντρο της Βέρνια, στο Υπουργείο των Μάγων της Γαλλίας. Η πόλη απλωνόταν γύρω του και εκείνος στριφογυρνούσε στο χέρι του τη μικρή, χρυσή κάρτα της ταυτότητάς του. Ο θόρυβος της πόλης τού προκαλούσε νευρικότητα, καθώς είχε συνηθίσει την απομόνωση και την απόλυτη ησυχία της έπαυλής του, ειδικά τώρα που και οι τελευταίοι γείτονές του, αποτελούσαν παρελθόν.

Η αλήθεια ήταν πως η δουλειά στο Υπουργείο ήταν δύσκολη υπόθεση. Οι περισσότεροι μάγοι ανήκαν στην κατηγορία των γκρίζων, μιας και ο τελευταίος λευκός μάγος, ο Κάρολους Κας, υιός του Όσβαλντ Κας και νικητής στη μάχη του με τον Μαύρο μάγο Σάμχαϊν, Κέναρντ Γκρερ, είχε σκοτωθεί στον πόλεμο, όπως και η γυναίκα του. Είχαν αρρωστήσει και οι δύο βαριά από την πανούκλα και έτσι τους ήταν δύσκολο έως αδύνατο να αμυνθούν. Ένας μάγος, εξάλλου, προκειμένου να γιατρευτεί, ρίχνει τον οργανισμό του σε μία περίοδο εσωτερικής ίασης και έτσι αδυνατεί να χρησιμοποιήσει τις δυνάμεις του. Κανείς και ποτέ δεν έμαθε το όνομα των δολοφόνων των δύο τελευταίων λευκών μάγων της ιστορίας. Στη θέση τους, οι γκρι μάγοι, καθώς και οι εκρού και οι πορφυροί πάλευαν με νύχια και με δόντια να συνεχίσουν το έργο τους, την ύπαρξη γαλήνης, ισότητας και ισορροπίας σε έναν κόσμο που παρέμενε αθέατος για τους υπόλοιπους ανθρώπους που δεν διέθεταν μαγικές ικανότητες.

Ο Άινταν ήταν ο νεότερος μάγος στη θέση του υπουργού Εσωτερικών Υποθέσεων. Συνήθως οι υπουργοί επιλέγονταν ανάμεσα από τους γηραιούς μάγους όλων των χρωμάτων, καθώς το κάθε χρώμα αντιστοιχούσε και σε μία διαφορετική ιδιότητα.

Οι γκρίζοι μάγοι ήταν κυρίως των γραμμάτων. Τους αποκαλούσαν μερικές φορές και μάγους της ασημένιας πένας, του πρώτου δηλαδή μέσου γραφής της μαγικής κοινότητας. Η ασημένια πένα ήταν και το έμβλημα της φορεσιάς τους. Διδάσκονταν φιλοσοφία και ρητορική σε αντίθεση με τους πορφυρούς που ήταν των θετικών επιστημών, κατασκευαστές των σπάνιων χημικών φίλτρων. Το δικό τους σήμα ήταν ένα τρίγωνο, με έναν μικρότερο κύκλο στο μέσον του. Οι τελευταίοι, που ανήκαν στην κατηγορία των εκρού μάγων, ασχολούνταν με το βιολογικό κομμάτι, την θεραπεία των ασθενειών και την μελέτη της εξέλιξης των ειδών, μαγικών και μη, μέσα στην ιστορία του κόσμου. Φυσικά, όλοι φοιτούσαν σε ένα κοινό σχολείο, όπως και οι Άρπιες και οι γνώμοι, που θεωρούνταν παρακλάδια του μαγικού είδους. Ωστόσο, οι δυνάμεις τους ήταν υποδεέστερες.

Εν συνεχεία, στο Υπουργείο της Βέρνια εργαζόταν ακόμη ένα είδος μαγικών πλασμάτων, τα Γουέντιγκος. Άντρες και γυναίκες με λευκά μαλλιά και γενικότερα χαρακτηριστικά πλασμάτων που πάσχουν από αλμπινισμό, των οποίων το μέτωπο κοσμούσε ένα κέρατο μονόκερου, ενώ τα αυτιά τους είχαν ζωώδη χαρακτηριστικά. Τα πλάσματα του συγκεκριμένου είδους είχαν απίστευτη μνήμη και παρατηρητικότητα, με αποτέλεσμα να εργάζονται στην είσοδο των υπουργείων ως φύλακες και ελεγκτικοί μηχανισμοί, ενώ εργάζονταν και στον τομέα Δ.Ε, κοινώς στον τομέα Διαλεύκανσης Εγκλημάτων. Ο Βαν Μπάμφορντ ήταν το δεξί χέρι του Άινταν στη θέση του Υπουργείου Εσωτερικών Υποθέσεων.

Κατεβαίνοντας λοιπόν από την ξύλινη άμαξα, ο Άινταν, φορώντας πάντοτε ένα μακρύ, γκρίζο κοστούμι και μαύρα, καλογιαλισμένα παπούτσια, προχώρησε προς την είσοδο του υπουργείου, αφού πρώτα συνάντησε το διαπεραστικό βλέμμα των δύο Γουέντιγκος που τον χαιρέτησαν τυπικά και με σεβασμό.

«Καλημέρα, Άινταν» ακούστηκε η τραχιά, ήσυχη φωνή του Σιμεόν Ο’ Κάιν.

Ο πορφυρός μάγος τον πλησίασε καλοσυνάτα, καθώς οι δύο τους υπήρξαν μαθητής και δάσκαλος της γαλλικής σχολής Επινουά και μάλιστα λαμπρά αστέρια, ο καθένας στον τομέα του.

«Γεια σου, Σιμεόν. Ενημερώθηκα πως σήμερα θα δεχτούμε την επίσκεψη του Προέδρου της Γαλλίας, ενώ από το πρωί, επικρατεί μία αναστάτωση στο Υπουργείο. Έχει συμβεί κάτι;» ρώτησε ο Άινταν, μα για κάποιον λόγο ο γέρος μάγος, λοξοκοιτώντας τους δύο Ανιχνευτές που στέκονταν λίγα μέτρα μακριά τους, του απάντησε απλώς :

«Τίποτε το ιδιαίτερο. Ξέρεις πως η έλλειψη καφέ στα γραφεία, δημιουργεί γκρίνιες και σήμερα άργησε η παραγγελία εξαιτίας της κίνησης. Τόσο η κίνηση στους δρόμους, όσο και η εναέρια κυκλοφορία των αυτοκινήτων, είναι πολύ αυξημένες» τελείωσε με τον Άινταν να ανασηκώνει τους ώμους και να μπαίνει τελικά στο γραφείο του.

Εκεί, ο βοηθός του τινάχτηκε στην κυριολεξία όρθιος.

«Κύριε Γουέτμορ, δεν σας κατάλαβα» ψελλισε.

«Λογικό, Βαν, αφού κοιμάσαι όρθιος και εδώ μέσα συμβαίνουν σημεία και τέρατα κάτω από τη μύτη μας» του απάντησε ο Άινταν.

«Μα, κύριε..Εγώ δεν…» πήγε να πει, ωστόσο μία κίνηση από τη μεριά του Άινταν, τον έκανε να διπλωθεί στα δύο και να ξεκινήσει να χτυπιέται στο πάτωμα βγάζοντας άηχες κραυγές.

«Γνωρίζεις πολύ καλά, πως με μία μου μονάχα κίνηση μπορώ να σου σπάσω τα κόκκαλα. Ο γέρος μου αμόλησε μία ηλίθια δικαιολογία, προκειμένου να μπαλώσει τον χαμό και το σούσουρο που επικρατεί εδώ μέσα» γρύλισε ο μάγος.

«Κανείς δεν γνωρίζει απολύτως τίποτε, παρά μονάχα πως οι δύο Ανιχνευτές που επέστρεψαν από το ορφανοτροφείο βρίσκονταν κλεισμένοι μία ώρα στο γραφείο του και συζητούσαν» απάντησε το πλάσμα.

«Και γιατί δεν έβαλες ένα έλμ στην πόρτα; Τώρα πώς θα μάθουμε τη συζήτηση που προηγήθηκε;» ρώτησε χάνοντας μέρος της υπομονής του.

«Κύριε Γουέτμορ, δεν μπορούσα, καθώς πολλά μάτια ήταν καρφωμένα επάνω μου. Θα το βάλω όμως, μόλις κατορθώσω να περάσω απαρατήρητος» απολογήθηκε ο νεαρός.

«Να το κάνεις και σύντομα σε παρακαλώ» ξεκίνησε ο Άινταν και συνέχισε «Επίσης, πληροφορήθηκα πως θα μας επισκεφθεί ο Πρόεδρος της Γαλλίας. Θαρρώ πως οι δικοί μου παραβίασαν κάποιον κανόνα στα ανθρώπινα εδάφη και έγιναν αντιληπτοί» μούγκρισε ο μάγος.

«Οι αρπαγές ανθρώπων για θυσίες, είναι δύσκολο πράγμα, θα έπρεπε να το γνωρίζετε» συνέχισε ο Βαν.

«Ναι, αλλά μονάχα έτσι θα αποκτήσω τη δύναμη που μου λείπει και που στερήθηκα, όταν ξεκίνησαν να κυνηγούν τους Σάμχαϊν, γιατί μας θεωρούσαν σατανικούς. Η αλήθεια είναι πως μας ζήλευαν γιατί η δύναμή μας είναι συγκριτικά πολύ ανώτερη, ακόμη και από των λευκών. Έτσι, προσπάθησαν να αφανίσουν τις ρίζες μας, μα απέτυχαν παταγωδώς» τελείωσε και έχοντας κρυφτεί, πίσω από ένα βουνό χαρτιών συνέχισε τον μονόλογό του. “Δεν θα μάθουν ποτέ τι συνέβη στους πολυαγαπημένους μας γείτονες”.




Καθόμουν ζαλισμένη ακόμη στην καρέκλα, με την Εμίλια να μου προσφέρει ένα ποτήρι με νερό και να με κοιτάζει προβληματισμένη.

«Δεν καταλαβαίνω γιατί μου είπαν ψέματα» παραπονέθηκα πικραμένη.

«Ίσως το έκαναν, για να σε προστατέψουν. Βλέπεις, τα παλιά τα χρόνια η μάχη μεταξύ των δύο ισχυρών φυλών μάγων μαινόταν σε άσχημο βαθμό. Ο μαγικός κόσμος είχε διχαστεί και οι γονείς σου πίστεψαν πως θα έπρεπε στο μέλλον να κρύψουν την ταυτότητά σου. Ωστόσο, τα χρόνια τα δύσκολα πέρασαν και εσύ είσαι ένα λαμπρό αστέρι που έχει έρθει στον κόσμο για να του δώσει ξανά ελπίδα. Δεν θα πρέπει να φοβάσαι, μήτε να ντρέπεσαι για την καταγωγή σου. Μόνο περηφάνεια πρέπει να νιώθεις» τελείωσε η γυναίκα και από την ντουλάπα με τα σκαλιστά, χρυσά παιδιά πίσω της έβγαλε μία ολόλευκη φορεσιά και την κοίταξε συγκινημένη «Ήρθε επιτέλους η στιγμή της να βγει από το σκοτάδι της κλεισούρας» είπε και μου την έδωσε να τη φορέσω.

Βγαίνοντας από το δωμάτιο και κατευθυνόμενη στο δικό μου, παρατήρησα τον Σκορπιό να απομακρύνεται ταχύτατα, από ένα δωμάτιο από το οποίο είχε μόλις βγει. Τότε, κάρφωσε επάνω μου τα μάτια του με μίσος, ενώ ορκιζόμουν πως τον άκουσα να ψιθυρίζει σχεδόν στον εαυτό του “Λευκή Μάγισσα”.

Προσπαθώντας να μην δώσω συνέχεια σε αυτήν την ομολογουμένως απρόοπτη συνάντηση, μπήκα στο δωμάτιό μου, προκειμένου να αλλάξω ρούχα. Στο κομοδίνο μου ωστόσο, είχα αφήσει από το προηγούμενο βράδυ το ένα και μοναδικό ενθύμιο από την οικογένειά μου. Ένα χρυσό φυλαχτό με μία παλιά, οικογενειακή φωτογραφία. Ασυναίσθητα, έκανα μία κίνηση για να το πιάσω, όταν με τρόμο διαπίστωσα πως είχε κάνει φτερά, προς άγνωστους προορισμούς. Αγχωμένη ξεκίνησα να το αναζητώ παντού, όταν η πόρτα άνοιξε και στο κατώφλι φάνηκε η Κριστιέλα.

«Ουάου, Κένταλ, είσαι λευκή μάγισσα. Δεν έχεις ιδέα τι σημαίνει αυτό, έτσι;» με ρώτησε.

«Η αλήθεια, όχι» απάντησα με ειλικρίνεια.

«Σημαίνει πως θα πάρεις σίγουρα μία καλή δουλειά στο υπουργείο και ίσως διδάξεις μελλοντικά και στο Επινουά. Είσαι πολύ τυχερή, αλήθεια και εγώ επίσης που είσαι φίλη μου» ξεκίνησε να λέει, για να ακούσουμε ακόμη έναν δειλό χτύπο στην πόρτα και για να εμφανιστεί ένα αγόρι χλωμό και ταλαιπωρημένο.

«Γεια, με λένε Νίκολας» μου είπε δειλά.

«Είμαι η Κένταλ και χαίρομαι που είσαι καλά» του είπα και χαμογέλασε μελαγχολικά.

«Σε γνωρίζω, όλοι πλέον γνωρίζουν το όνομά σου»

«Το φοβόμουν» πρόσθεσα.

«Εγώ πάλι, δεν φοβάμαι καθόλου τώρα πια. Θα μπορείς να αντιμετωπίζεις αυτόν τον...» ξεκίνησε να λέει.

«Το Σκορπιό εννοείς;» τον διέκοψα ρωτώντας και το αγόρι απλώς ένευσε θετικά.

«Ναι, αυτόν» μου απάντησε «Ξέρεις, τον είδα να βγαίνει από το δωμάτιό σου, βαστώντας ένα κολιέ. Έτσι κάνει πάντα. Κλέβει τα αντικείμενα των άλλων και ύστερα τους απειλεί ή ζητά ανταλλάγματα, για να τα δώσει πίσω. Έτσι λοιπόν, όταν τον είδα να βγαίνει, τον ρώτησα τι ακριβώς κρατούσε, μα εκείνος δίχως να μου απαντήσει, ύψωσε τα χέρια του, μου έκανε κάποιο ξόρκι και με ανάγκασε να κάνω εμετό όλο το βράδυ» ολοκλήρωσε το αγόρι θλιμμένα.

«Τότε, θα πρέπει να μιλήσουμε στην κυρία Εμίλια» βροντοφώναξα. «Αυτός είναι κλέφτης και πρέπει να το μάθει»

«Μα, το έχω κάνει ήδη. Της είπα πως μας κλέβει τα πράγματά μας και εκείνη μπήκε μέσα στο δωμάτιό του, έψαξε παντού και δεν βρήκε τίποτε απολύτως. Καταλαβαίνεις πως εκτός από τις ειρωνείες του συγκεκριμένου, έπρεπε να ανεχτώ και τις κατηγορίες της διευθύντριας» τελείωσε κατσουφιάζοντας.

«Εγώ δεν τον φοβάμαι. Θα πάω και θα ζητήσω πίσω το φυλαχτό μου. Μου το έδωσε η μαμά μου» ήταν η τελευταία μου δήλωση και άνοιξα την πόρτα, για να σταθώ μπροστά από το δωμάτιο με τον αριθμό τρία.

Τα δευτερόλεπτα που στεκόμουν μέχρι να πάρω την τελική απόφαση να χτυπήσω, ένιωθα τις παλάμες των χεριών μου να ιδρώνουν από το άγχος. Τελικά, πήρα την απόφαση να ανοίξω μόνη μου, μιας και κανένας άλλος δεν φαινόταν να το κάνει στη δική μου θέση. Τελικά, η πόρτα υποχώρησε με ένα ελαφρύ τρίξιμο και ένα ψυχρό αεράκι με υποδέχτηκε. Σε αντίθεση με το δικό μου δωμάτιο, αυτό του αγοριού έμοιαζε φτωχικό και άβολο, με ένα μονάχα απλό, ξύλινο κρεβάτι να στέκει στη γωνία και μία προσεγμένη, συρόμενη ντουλάπα. Τη στιγμή που κατευθυνόμουν προς το μέρος της, το βήμα μου έκανε το πάτωμα να τρίξει παραπάνω από το φυσιολογικό, πράγμα που μου δημιούργησε υποψίες πως πιθανότατα σε κάποιο σημείο ήταν κούφιο.

Καθώς το ένστικτό μου ήταν πάντοτε αλάνθαστο, μία κίνηση του χεριού μου επιβεβαίωσε τις υποψίες μου. Χαρούμενη πως είχα ανακαλύψει τα κλοπιμαία, άρπαξα με το χέρι μου, την μικρή ξύλινη λωρίδα που ελαφρώς εξείχε, μόνο και μόνο για να συγκρουστώ με την απογοήτευση. Η επόμενή μου κίνηση θα ήταν η ντουλάπα, η οποία σε αντίθεση με την δική μου, διόλου μαγική ήταν. Αντιθέτως, στη θέση του μαγικού δάσους υπήρχαν καθρέπτες, οι οποίοι προς μεγάλη μου ατυχία απεικόνιζαν τώρα τον Σκορπιό να στέκεται εξαγριωμένος ακριβώς από πίσω μου. Με κόπο σηκώθηκα και έστρεψα το βλέμμα μου στο κενό συναισθημάτων δικό του.

«Τι γυρεύεις εδώ;» ήταν η πρώτη φορά που άκουγα τη φωνή του. Μία κατά τα άλλα γλυκιά, παιδική σχεδόν φωνή, που έκρυβε όμως σκληρότητα.

«Ήρθα να πάρω πίσω αυτό που μου έκλεψες!» τσίριξα, για να δω τα κυανά του μάτια να σκουραίνουν και να με κοιτάζουν με ειρωνεία.

«Το γεγονός πως είσαι μία προικισμένη, λευκή μάγισσα δε σου δίνει το δικαίωμα να εισβάλλεις στο δωμάτιό μου και να με κατηγορείς. Έχω κιόλας φωνάξει την κυρία Εμίλια να ξέρεις» μου είπε κάνοντάς με να νιώσω τον χειρότερο άνθρωπο του κόσμου.

Πράγματι, ένα λεπτό αργότερα φάνηκε στο κατώφλι η διευθύντρια με τα χέρια σταυρωμένα στη μέση της.

«Θα μπορούσε κάποιος να μου εξηγήσει τον λόγο όλης αυτής της φασαρίας;» πρόφερε εκνευρισμένα.

«Μάλιστα, κυρία, εγώ» πετάχτηκε χαιρέκακα ο Σκορπιός.

«Σε ακούω λοιπόν, νεαρέ» είπε η Εμίλια.

«Λοιπόν, βρήκα δίχως προειδοποίηση, το συγκεκριμένο κορίτσι να ψάχνει τα πράγματά μου. Βλέπετε και εσείς πως το πάτωμα στο συγκεκριμένο σημείο, έχει υποχωρήσει» πρόσθεσε, για να τα βάλω με τον εαυτό μου που δεν είχα σκεφτεί να βάλω το ξύλινο κομμάτι πίσω.

«Πράγματι» διαπίστωσε η Εμίλια.

«Κένταλ, γιατί έψαχνες τα πράγματα του Σκορπιού; Οι κανονισμοί απαγορεύουν να εισβάλλουμε στα δωμάτια δίχως να είναι μέσα και ο ένοικος» μου είπε και εγώ κατέβασα ντροπιασμένη το κεφάλι.

«Η αλήθεια είναι πως μπήκα, γιατί πίστευα πως μου είχε κλέψει κάτι» ακούστηκε ψιθυριστά η φωνή μου.

«Έχεις αποδείξεις γι’ αυτό; » με ρώτησε σχετικά καλοσυνάτα και εγώ κούνησα το κεφάλι μου αρνητικά.

«Ωραία, ζήτα λοιπόν συγγνώμη γι’ αυτή σου την πράξη σε παρακαλώ» πήγε να μου πει, ενώ εγώ με το βλέμμα εκλιπαρούσα τον Νίκολας να μιλήσει, για να με υπερασπιστεί. Φυσικά, μάταια έτρεφα ελπίδες, αφού όλοι στο ορφανοτροφείο φοβούνταν το συγκεκριμένο αγόρι. Σφίγγοντας τα χέρια μου από θυμό, προσπάθησα να προφέρω με κόπο την λέξη “συγγνώμη” η οποία εμφανώς και δεν άξιζε στο συγκεκριμένο άτομο,

Κοιτάζοντάς με ειρωνικά, ζήτησε ευγενικά και μελιστάλακτα από την κυρία Εμίλια να φύγει και κατόπιν έκλεισε την πόρτα πίσω του, εγκλωβίζοντάς με μέσα. Αρχικά με κοιτούσε, όπως το αρπακτικό που ζυγίζει το μελλοντικό του θήραμα. Τα δύο κυανά του μάτια γυρνούσαν γύρω μου λαίμαργα έτοιμα να με σκοτώσουν με την πρώτη ευκαιρία. Τη στιγμή εκείνη, μέσα από την μπλούζα του, εμφάνισε το φυλαχτό μου. Το έφερε μπροστά από το πρόσωπό του και με κοίταξε με ειρωνεία.

«Αυτό δεν θα το πάρεις ποτέ λευκή μάγισσα. Στη θέση σου, δεν θα ξαναπατούσα ποτέ το πόδι μου εδώ και να ξέρεις πως η τιμωρία σου έχει δρομολογηθεί ήδη» ήταν οι τελευταίες του κουβέντες με εμένα να νιώθω την καρδιά μου να σφίγγεται από τρόμο αλλά και από θυμό. Θυμό γι’ αυτό το εμφανισιακά αγγελικό αγόρι με τον τόσο σκοτεινό χαρακτήρα, όμοιο με τον πυθμένα της Αβύσσου.





Ιφιγένεια Μπακογιάννη