
5 χρόνια μετά...
Έξω ήταν ακόμη σκοτάδι. Το αντιλαμβανόταν από τα υπέροχα βιτρώ που πότε-πότε άφηναν να περάσουν από μέσα τους τις ηλιαχτίδες. Όποτε δηλαδή είχε ήλιο, καθώς στο Γιαροζίλ, τη ρωσική μαγική πόλη, σπάνια υπήρχε ηλιοφάνεια κατά τους μήνες της χειμερινής περιόδου. Βρισκόταν με την αφρόκρεμα των Εβένινων, μέσα στο μεγάλο, εγκαταλελειμμένο παλάτι των τσάρων-μάγων του παρελθόντος. Έτσι γινόταν. Τους μισούς μήνες έμεναν στην Ένταρταουν και συγκεκριμένα εκείνος και ο Άϊνταν, στην έπαυλη του αδερφού του, που ήταν σχετικά κοντά στην πόλη και τους άλλους μισούς μετακόμιζαν μαζί με τους υπόλοιπους στα ανάκτορα του Πρόσχωβ, στις ρωσικές, παγωμένες εκτάσεις, όπου προπονούνταν σκληρά κάτω από φονικές, καιρικές συνθήκες. Οι μάγοι και οι κοινοί θνητοί γενικότερα, είχαν ιστορία σχεδόν παράλληλη και ας μην το αντιλαμβάνονταν. Όπως υπήρχαν τσάροι και βασιλικές οικογένειες στη Ρωσία του κάποτε και οι οποίοι φυσικά δολοφονήθηκαν, περίπου το ίδιο πράγμα είχε συμβεί και με την περίπτωση των μάγων. Στην ιστορία τη δική τους, οι γαλαζοαίματοι τσάροι ανήκαν κυρίως στη φυλή των Λευκών μάγων, των οποίων η μαγεία είχε να κάνει με την πνευματικότητα και τη φύση σε αρκετά μεγάλο βαθμό.
Καθώς, λοιπόν, το Γιαροζίλ βρισκόταν εξαιρετικά βόρεια, οι μάγοι αντλούσαν δυνάμεις από το Βόρειο Σέλας και τη χρωματική του παρέλαση, δημιουργώντας πετράδια παρόμοια με εκείνο του δράκου Βάλιμαρ, δίχως βέβαια τη δύναμη της νεκρανάστασης, τα οποία τα τοποθετούσαν σε ράβδους. Αυτός ήταν και ο λόγος που σε αρκετούς πίνακες, οι τσάροι απεικονίζονταν βαστώντας τις ράβδους τους και κατά πώς λεγόταν, το ίδιο συνέβαινε και με τον Κέναρντ. Με τα χρόνια, όμως, η ιστορία αυτή χάθηκε, το ίδιο και η τέχνη κατασκευής των πολύτιμων πετραδιών που χάριζαν στον μάγο μία επιπλέον δύναμη.
Αυτή τη στιγμή, ωστόσο, ο Σκορπιός βρισκόταν σε μία από τις βασιλικές κρεβατοκάμαρες, με τα διπλά κρεβάτια που διέθεταν ουρανό, τους φανταχτερούς πίνακες που απεικόνιζαν τις βασιλικές οικογένειες που είχαν μείνει στο παλάτι ακόμα και τους προηγούμενους αιώνες και φυσικά με τα απίθανα λουτρά, σμιλεμένα με χρυσές πέτρες και περίτεχνα σχέδια.
Με τα δάχτυλά του ακόμα ανοιχτά, είδε τα μαύρα σχέδια των ρούνων να ξεπηδούν από τις άκρες τους, αρχικά θολά, κατόπιν πιο έντονα. Συνεχίζοντας τη συγκέντρωσή του, έριξε τον σχηματισμένο ρούνο στον τοίχο, δημιουργώντας του αρχικά ρωγμές, μέχρι που καταστράφηκε ολοσχερώς. Ο Σκορπιός χαμογέλασε και δημιουργώντας άμεσα έναν νέο, έκανε τα χιλιάδες θρύψαλα να ενωθούν ξανά σε ένα τέλειο ψηφιδωτό. Λίγο αργότερα, οι σταγόνες της βροχής που ξεκίνησαν να πέφτουν με μανία στα τζάμια τού απέσπασαν την προσοχή, μα ο ίδιος, αντί να παραμείνει στο εσωτερικό της κρεβατοκάμαράς του, ξεκίνησε να βηματίζει προς τη μεριά του μπαλκονιού, μέχρι που το σώμα του, αφού έγινε τελικά άυλο, διαπέρασε τα τζάμια και εκείνος στάθηκε στην άκρη κοιτώντας τις αχανείς εκτάσεις πάγου της ψυχρής αυτής χώρας. Πάντοτε έκανε το ίδιο, όταν το μυαλό του ξεκινούσε το αναπάντεχο ταξίδι του στο παρελθόν και σε εκείνη την ημέρα που του είχε αλλάξει τόσο τη ζωή, όσο και την ίδια του την ψυχή. Τον είχε μεταμορφώσει, μονάχα που δεν ήταν για το καλύτερο. Τον είχε ποτίσει με τόσο σκοτάδι και δηλητήριο, που πλέον ένιωθε παρείσακτο το φως δίπλα του. Ο κόσμος τον αναγνώριζε επίσημα και τον φοβόταν. Αυτός και ο Άϊνταν είχαν πολλές φορές επιτεθεί σε μαγικά Υπουργεία βανδαλίζοντάς τα, ενώ συνέχιζαν να ελευθερώνουν Σάμχαϊν από τις φυλακές. Χρησιμοποιούσαν θύματα για αφαιμάξεις, φέρνοντας πιο κοντά στη ζωή τους Εβένινους του παρελθόντος. Ναι, όλα είχαν αλλάξει για εκείνον.
Ήταν μόλις έντεκα χρονών και είχαν επιστρέψει στην Επινουά, ύστερα από μία σκληρή διαπραγμάτευση με τον αδερφό του. Ο Σκορπιός ήξερε πολύ καλά πως ο Άϊνταν αντιπαθούσε την Κένταλ, ωστόσο δεν προχωρούσε στον αφανισμό της, καθώς ήθελε το αίμα της για να φέρει πίσω τον παππού τους, τον Κέναρντ. Ακόμη του ήταν δύσκολος ο χαρακτηρισμός «παππούς» γι’ αυτήν τη μίζερη και φρικτή προσωπικότητα. Δεν ένιωθε πως του ταίριαζε και ας σαγήνευε τον αδερφό του. Την ημέρα, λοιπόν, εκείνη που λίγο πριν είχε κοντέψει να χάσει τη ζωή του για χάρη της Λευκής εξαιτίας της κατάρας του, η Κένταλ τού είχε γυρίσει επιδεικτικά την πλάτη. Είχε προτιμήσει να πιστέψει εκείνον τον ηλίθιο τύπο, τον Νόαμ και όχι τον ίδιο που θα έδινε ό,τι πολυτιμότερο είχε για να την υπερασπιστεί και μάλιστα, το είχε κάνει ουκ ολίγες φορές.
Τότε, λοιπόν, είχε καταλάβει, πως ο Άϊνταν μέσα στην παράνοιά του είχε δίκιο. Πως οι Μαύροι θα ήταν πάντοτε Μαύροι για την υπόλοιπη κοινωνία. Εκείνη, λοιπόν, την ημέρα, είχε επιστρέψει στην έπαυλη του Άϊνταν και όχι πίσω στο Ντορθόριεν, με μία καρδιά κομματιασμένη, μα δεν ήταν ο μόνος. Στο ίδιο σπίτι, μα σε ένα άλλο δωμάτιο, άκουσε τον Άϊνταν να κλαίει γοερά εξαιτίας του Σιμεόν. Πράγματα έσπαγαν και γίνονταν θρύψαλα για αρκετή ώρα, με τον Άϊνταν να έχει βγει εκτός εαυτού και να ορκίζεται να πάρει εκδίκηση για την πολλοστή απόρριψη που είχε βιώσει στη ζωή του.
Ωστόσο, ο Σκορπιός ήταν ακόμη παιδί τότε και τα συναισθήματά του ήταν μπερδεμένα, θολά. Η καρδιά του καιγόταν και βούλιαζε εξαιτίας της Κένταλ, που δεν του είχε αφήσει κανένα περιθώριο σκέψης για τον Σιμεόν. Αργότερα, πληροφορήθηκε, πως τελικά ο μακρινός του θείος έφυγε τόσο από τη Σχολή, όσο και από το Υπουργείο, ενώ στη δίκη που πραγματοποιήθηκε εξαιτίας της παράνομης πράξης της πλαστοπροσωπίας, τελικά είχε κατορθώσει να αθωωθεί, πληρώνοντας, ωστόσο, ένα πολύ βαρύ πρόστιμο. Φυσικά την είχε γλιτώσει εξαιτίας του Κρίστοφερ, ο οποίος πήρε τη δική του θέση, εκείνη του διευθυντή της Επινουά, ενώ αντικαταστάθηκε άμεσα από μία νέα, Εκρού μάγισσα, τη Μέντυ Στόκον που δίδασκε στη θέση του. Οι πηγές του τον είχαν επίσης πληροφορήσει πως και η Κένταλ δεν επέστρεψε ποτέ ξανά στο ίδρυμα, μήτε ο αδερφός της, ο Γουίλ, μήτε και αυτή η πρασινομούρα Άρπια. Υποψιαζόταν, λοιπόν, πως βρίσκονταν όλοι τους υπό τη σκέπη του Σιμεόν, ενώ ο ίδιος για να μπορέσει να ζήσει, καλλιεργούσε με τη βοήθεια των Ντουένον σπάνια, μαγικά βότανα στους κήπους του νέου του σπιτιού και τα πουλούσε στις αγορές της Βέρνια.
Αυτό, ωστόσο, που μερικές φορές τον τρόμαζε, ήταν οι απόκοσμες εμφανίσεις του πολυαγαπημένου τους παππού όλα αυτά τα χρόνια, από τότε που ο αδερφός του κρατούσε στα χέρια του το πετράδι. Καθώς δεν είχε ακόμη επιστρέψει από τους νεκρούς, οι δύο τους επικοινωνούσαν μαζί του κυρίως μέσω του μυαλού ή μέσω της φωτιάς ή ακόμα και με τη δημιουργία των ρούνων στους τοίχους.
Ρούνοι, τα σύμβολα-θάνατος για όσους δεν ήταν Ότουρθ, μονάχα που αυτό θα το καταλάβαιναν στο μέλλον. Μέχρι τότε, οι δράκοι που γεννιόνταν με τη γνώση τους και συγκεκριμένα η Λυρία, που ήταν η αρχηγός τους και έχοντας πια μεγαλώσει, είχαν ξεκινήσει ξανά τα ταξίδια τους στον ουρανό, έχοντας μία πιο φιλική αντιμετώπιση από την πλευρά των μάγων.
Κάπου μέσα στη σκέψη του και στη θωριά του κόσμου που βυθιζόταν στο σκοτάδι της τρομοκρατίας των Σάμχαϊν, τριγυρνούσε και η Εμίλια. Την είχε αναζητήσει, καθώς ήξερε πως ήταν καλά, μα όσες φορές και αν είχε ρωτήσει τον αδερφό του, δεν είχε πάρει κάποια απάντηση. Ως παντοδύναμος αναγνώστης μυαλού, ο Σκορπιός είχε εισβάλει στα κρυφά πολλές φορές στο μυαλό του Άϊνταν και είχε κατορθώσει να ανασύρει μία ανάμνησή του με την Εμίλια στο Παρίσι. Βαθιά μέσα του ήξερε πως ο Άϊνταν ήταν ερωτευμένος μαζί της και με την καρδιά του ταγμένη σε εκείνη την γυναίκα και ας μην του είχε ομολογήσει ποτέ αυτήν την αλήθεια και ας είχαν περάσει πέντε χρόνια.
Γύρισε απότομα και αντίκρυσε το μουσκεμένο του είδωλο στα τζάμια, που είχαν τώρα μετατραπεί σε καταρράκτες εξαιτίας της καταιγίδας που μαινόταν. Ήταν ψηλός, με ανοιχτές, όμορφες πλάτες, ξανθά, κοντά μαλλιά και υπέροχα, κυανά μάτια. Άραγε, εκείνη πώς να έμοιαζε; Θα εξακολουθούσε να έχει τη γλύκα εκείνη της σοκολάτας, όπως τότε που ήταν ακόμη μικρό κορίτσι; Ποιος να ήξερε, δεν την είχε αναζητήσει ποτέ, δεν ήθελε, δεν τον ένοιαζε, τη μισούσε.
Ιφιγένεια Μπακογιάννη
Έξω ήταν ακόμη σκοτάδι. Το αντιλαμβανόταν από τα υπέροχα βιτρώ που πότε-πότε άφηναν να περάσουν από μέσα τους τις ηλιαχτίδες. Όποτε δηλαδή είχε ήλιο, καθώς στο Γιαροζίλ, τη ρωσική μαγική πόλη, σπάνια υπήρχε ηλιοφάνεια κατά τους μήνες της χειμερινής περιόδου. Βρισκόταν με την αφρόκρεμα των Εβένινων, μέσα στο μεγάλο, εγκαταλελειμμένο παλάτι των τσάρων-μάγων του παρελθόντος. Έτσι γινόταν. Τους μισούς μήνες έμεναν στην Ένταρταουν και συγκεκριμένα εκείνος και ο Άϊνταν, στην έπαυλη του αδερφού του, που ήταν σχετικά κοντά στην πόλη και τους άλλους μισούς μετακόμιζαν μαζί με τους υπόλοιπους στα ανάκτορα του Πρόσχωβ, στις ρωσικές, παγωμένες εκτάσεις, όπου προπονούνταν σκληρά κάτω από φονικές, καιρικές συνθήκες. Οι μάγοι και οι κοινοί θνητοί γενικότερα, είχαν ιστορία σχεδόν παράλληλη και ας μην το αντιλαμβάνονταν. Όπως υπήρχαν τσάροι και βασιλικές οικογένειες στη Ρωσία του κάποτε και οι οποίοι φυσικά δολοφονήθηκαν, περίπου το ίδιο πράγμα είχε συμβεί και με την περίπτωση των μάγων. Στην ιστορία τη δική τους, οι γαλαζοαίματοι τσάροι ανήκαν κυρίως στη φυλή των Λευκών μάγων, των οποίων η μαγεία είχε να κάνει με την πνευματικότητα και τη φύση σε αρκετά μεγάλο βαθμό.
Καθώς, λοιπόν, το Γιαροζίλ βρισκόταν εξαιρετικά βόρεια, οι μάγοι αντλούσαν δυνάμεις από το Βόρειο Σέλας και τη χρωματική του παρέλαση, δημιουργώντας πετράδια παρόμοια με εκείνο του δράκου Βάλιμαρ, δίχως βέβαια τη δύναμη της νεκρανάστασης, τα οποία τα τοποθετούσαν σε ράβδους. Αυτός ήταν και ο λόγος που σε αρκετούς πίνακες, οι τσάροι απεικονίζονταν βαστώντας τις ράβδους τους και κατά πώς λεγόταν, το ίδιο συνέβαινε και με τον Κέναρντ. Με τα χρόνια, όμως, η ιστορία αυτή χάθηκε, το ίδιο και η τέχνη κατασκευής των πολύτιμων πετραδιών που χάριζαν στον μάγο μία επιπλέον δύναμη.
Αυτή τη στιγμή, ωστόσο, ο Σκορπιός βρισκόταν σε μία από τις βασιλικές κρεβατοκάμαρες, με τα διπλά κρεβάτια που διέθεταν ουρανό, τους φανταχτερούς πίνακες που απεικόνιζαν τις βασιλικές οικογένειες που είχαν μείνει στο παλάτι ακόμα και τους προηγούμενους αιώνες και φυσικά με τα απίθανα λουτρά, σμιλεμένα με χρυσές πέτρες και περίτεχνα σχέδια.
Με τα δάχτυλά του ακόμα ανοιχτά, είδε τα μαύρα σχέδια των ρούνων να ξεπηδούν από τις άκρες τους, αρχικά θολά, κατόπιν πιο έντονα. Συνεχίζοντας τη συγκέντρωσή του, έριξε τον σχηματισμένο ρούνο στον τοίχο, δημιουργώντας του αρχικά ρωγμές, μέχρι που καταστράφηκε ολοσχερώς. Ο Σκορπιός χαμογέλασε και δημιουργώντας άμεσα έναν νέο, έκανε τα χιλιάδες θρύψαλα να ενωθούν ξανά σε ένα τέλειο ψηφιδωτό. Λίγο αργότερα, οι σταγόνες της βροχής που ξεκίνησαν να πέφτουν με μανία στα τζάμια τού απέσπασαν την προσοχή, μα ο ίδιος, αντί να παραμείνει στο εσωτερικό της κρεβατοκάμαράς του, ξεκίνησε να βηματίζει προς τη μεριά του μπαλκονιού, μέχρι που το σώμα του, αφού έγινε τελικά άυλο, διαπέρασε τα τζάμια και εκείνος στάθηκε στην άκρη κοιτώντας τις αχανείς εκτάσεις πάγου της ψυχρής αυτής χώρας. Πάντοτε έκανε το ίδιο, όταν το μυαλό του ξεκινούσε το αναπάντεχο ταξίδι του στο παρελθόν και σε εκείνη την ημέρα που του είχε αλλάξει τόσο τη ζωή, όσο και την ίδια του την ψυχή. Τον είχε μεταμορφώσει, μονάχα που δεν ήταν για το καλύτερο. Τον είχε ποτίσει με τόσο σκοτάδι και δηλητήριο, που πλέον ένιωθε παρείσακτο το φως δίπλα του. Ο κόσμος τον αναγνώριζε επίσημα και τον φοβόταν. Αυτός και ο Άϊνταν είχαν πολλές φορές επιτεθεί σε μαγικά Υπουργεία βανδαλίζοντάς τα, ενώ συνέχιζαν να ελευθερώνουν Σάμχαϊν από τις φυλακές. Χρησιμοποιούσαν θύματα για αφαιμάξεις, φέρνοντας πιο κοντά στη ζωή τους Εβένινους του παρελθόντος. Ναι, όλα είχαν αλλάξει για εκείνον.
Ήταν μόλις έντεκα χρονών και είχαν επιστρέψει στην Επινουά, ύστερα από μία σκληρή διαπραγμάτευση με τον αδερφό του. Ο Σκορπιός ήξερε πολύ καλά πως ο Άϊνταν αντιπαθούσε την Κένταλ, ωστόσο δεν προχωρούσε στον αφανισμό της, καθώς ήθελε το αίμα της για να φέρει πίσω τον παππού τους, τον Κέναρντ. Ακόμη του ήταν δύσκολος ο χαρακτηρισμός «παππούς» γι’ αυτήν τη μίζερη και φρικτή προσωπικότητα. Δεν ένιωθε πως του ταίριαζε και ας σαγήνευε τον αδερφό του. Την ημέρα, λοιπόν, εκείνη που λίγο πριν είχε κοντέψει να χάσει τη ζωή του για χάρη της Λευκής εξαιτίας της κατάρας του, η Κένταλ τού είχε γυρίσει επιδεικτικά την πλάτη. Είχε προτιμήσει να πιστέψει εκείνον τον ηλίθιο τύπο, τον Νόαμ και όχι τον ίδιο που θα έδινε ό,τι πολυτιμότερο είχε για να την υπερασπιστεί και μάλιστα, το είχε κάνει ουκ ολίγες φορές.
Τότε, λοιπόν, είχε καταλάβει, πως ο Άϊνταν μέσα στην παράνοιά του είχε δίκιο. Πως οι Μαύροι θα ήταν πάντοτε Μαύροι για την υπόλοιπη κοινωνία. Εκείνη, λοιπόν, την ημέρα, είχε επιστρέψει στην έπαυλη του Άϊνταν και όχι πίσω στο Ντορθόριεν, με μία καρδιά κομματιασμένη, μα δεν ήταν ο μόνος. Στο ίδιο σπίτι, μα σε ένα άλλο δωμάτιο, άκουσε τον Άϊνταν να κλαίει γοερά εξαιτίας του Σιμεόν. Πράγματα έσπαγαν και γίνονταν θρύψαλα για αρκετή ώρα, με τον Άϊνταν να έχει βγει εκτός εαυτού και να ορκίζεται να πάρει εκδίκηση για την πολλοστή απόρριψη που είχε βιώσει στη ζωή του.
Ωστόσο, ο Σκορπιός ήταν ακόμη παιδί τότε και τα συναισθήματά του ήταν μπερδεμένα, θολά. Η καρδιά του καιγόταν και βούλιαζε εξαιτίας της Κένταλ, που δεν του είχε αφήσει κανένα περιθώριο σκέψης για τον Σιμεόν. Αργότερα, πληροφορήθηκε, πως τελικά ο μακρινός του θείος έφυγε τόσο από τη Σχολή, όσο και από το Υπουργείο, ενώ στη δίκη που πραγματοποιήθηκε εξαιτίας της παράνομης πράξης της πλαστοπροσωπίας, τελικά είχε κατορθώσει να αθωωθεί, πληρώνοντας, ωστόσο, ένα πολύ βαρύ πρόστιμο. Φυσικά την είχε γλιτώσει εξαιτίας του Κρίστοφερ, ο οποίος πήρε τη δική του θέση, εκείνη του διευθυντή της Επινουά, ενώ αντικαταστάθηκε άμεσα από μία νέα, Εκρού μάγισσα, τη Μέντυ Στόκον που δίδασκε στη θέση του. Οι πηγές του τον είχαν επίσης πληροφορήσει πως και η Κένταλ δεν επέστρεψε ποτέ ξανά στο ίδρυμα, μήτε ο αδερφός της, ο Γουίλ, μήτε και αυτή η πρασινομούρα Άρπια. Υποψιαζόταν, λοιπόν, πως βρίσκονταν όλοι τους υπό τη σκέπη του Σιμεόν, ενώ ο ίδιος για να μπορέσει να ζήσει, καλλιεργούσε με τη βοήθεια των Ντουένον σπάνια, μαγικά βότανα στους κήπους του νέου του σπιτιού και τα πουλούσε στις αγορές της Βέρνια.
Αυτό, ωστόσο, που μερικές φορές τον τρόμαζε, ήταν οι απόκοσμες εμφανίσεις του πολυαγαπημένου τους παππού όλα αυτά τα χρόνια, από τότε που ο αδερφός του κρατούσε στα χέρια του το πετράδι. Καθώς δεν είχε ακόμη επιστρέψει από τους νεκρούς, οι δύο τους επικοινωνούσαν μαζί του κυρίως μέσω του μυαλού ή μέσω της φωτιάς ή ακόμα και με τη δημιουργία των ρούνων στους τοίχους.
Ρούνοι, τα σύμβολα-θάνατος για όσους δεν ήταν Ότουρθ, μονάχα που αυτό θα το καταλάβαιναν στο μέλλον. Μέχρι τότε, οι δράκοι που γεννιόνταν με τη γνώση τους και συγκεκριμένα η Λυρία, που ήταν η αρχηγός τους και έχοντας πια μεγαλώσει, είχαν ξεκινήσει ξανά τα ταξίδια τους στον ουρανό, έχοντας μία πιο φιλική αντιμετώπιση από την πλευρά των μάγων.
Κάπου μέσα στη σκέψη του και στη θωριά του κόσμου που βυθιζόταν στο σκοτάδι της τρομοκρατίας των Σάμχαϊν, τριγυρνούσε και η Εμίλια. Την είχε αναζητήσει, καθώς ήξερε πως ήταν καλά, μα όσες φορές και αν είχε ρωτήσει τον αδερφό του, δεν είχε πάρει κάποια απάντηση. Ως παντοδύναμος αναγνώστης μυαλού, ο Σκορπιός είχε εισβάλει στα κρυφά πολλές φορές στο μυαλό του Άϊνταν και είχε κατορθώσει να ανασύρει μία ανάμνησή του με την Εμίλια στο Παρίσι. Βαθιά μέσα του ήξερε πως ο Άϊνταν ήταν ερωτευμένος μαζί της και με την καρδιά του ταγμένη σε εκείνη την γυναίκα και ας μην του είχε ομολογήσει ποτέ αυτήν την αλήθεια και ας είχαν περάσει πέντε χρόνια.
Γύρισε απότομα και αντίκρυσε το μουσκεμένο του είδωλο στα τζάμια, που είχαν τώρα μετατραπεί σε καταρράκτες εξαιτίας της καταιγίδας που μαινόταν. Ήταν ψηλός, με ανοιχτές, όμορφες πλάτες, ξανθά, κοντά μαλλιά και υπέροχα, κυανά μάτια. Άραγε, εκείνη πώς να έμοιαζε; Θα εξακολουθούσε να έχει τη γλύκα εκείνη της σοκολάτας, όπως τότε που ήταν ακόμη μικρό κορίτσι; Ποιος να ήξερε, δεν την είχε αναζητήσει ποτέ, δεν ήθελε, δεν τον ένοιαζε, τη μισούσε.
Ιφιγένεια Μπακογιάννη