Η κατάρα του Ορφανού - Η άνοδος του Κεναρντ (Κεφάλαιο 2)

Κάποιοι το αποκαλούσαν οδηγό του θανάτου, ωστόσο το Ντούμγκαρντ ήταν κάτι πολύ χειρότερο από αυτό. Ήταν το ζοφερό μονοπάτι της ίδιας της Κόλασης, ήταν ο χάρτης ή το αόρατο εκείνο χέρι που χάραζε τον δρόμο για τις κολασμένες ψυχές. Το Ντούμγκαρντ είχε γραφτεί με μελάνι άλικο, που μύριζε αίμα και αποσύνθεση. Κάθε του σελίδα ήταν και ένας φόνος, μία κραυγή. Αν το κρατούσες στα χέρια σου και πολύ κοντά στο πρόσωπό σου, θα ένιωθες στα σίγουρα τις ανάσες των νεκρών, το κλάμα τους και την απελπισία τους. Μέσα λοιπόν σε αυτές τις σελίδες φυλασσόταν το μυστικό για την επαναφορά ενός προσώπου πολύ σκοτεινού, ενός προσώπου που έγραψε τα πιο ισχυρά ξόρκια στη γλώσσα των ρούνων.

Αν αυτό το βιβλίο έπεφτε σε λάθος χέρια, εκτός από εκείνα στα οποία ήταν προγραμματισμένο να βρεθεί, τότε οι σελίδες του φαίνονταν λευκές και το εξώφυλλό του διέθεται ένα χρυσό μονότονο χρώμα. Τουναντίον, στα χέρια του προσώπου για το οποίο προοριζόταν έπαιρνε ζωή απεικονίζοντας το ζοφερό, το βέβηλο, το μιαρό του παρελθόν. Στα σκοτεινά και σχεδόν απάτητα εδάφη του Αντίστροφου Χρόνου, το Ντούμγκαρντ καρτερούσε τον ιδιοκτήτη του, βολεμένο στα σκελετωμένα χέρια του Θανάτου, της αμείλικτης μοίρας. Μα ο Θάνατος είναι σκληρός και δεν χωρούν διαπραγματεύσεις. Κατοικεί στα δάση των αμέτρητων προβολών και ψευδαισθήσεων, τα οποία είναι ικανά να τρελάνουν ακόμη και τους τυχαίους διαβάτες.

Κανένας μάγος, όσο σκοτεινός και γενναίος και αν ήταν, δεν τολμούσε να τα επισκεφθεί. Θα προτιμούσε χίλιες φορές, τα φριχτά καταγώγια της Ένταρταουν, με τα κακοτράχαλα σοκάκια της που μύριζαν ανθρώπινα ούρα και ακαθαρσίες.
Μα ακόμη και για τον ίδιο τον Θάνατο, τα εδάφη του Αντίστροφου Χρόνου, δεν ήταν τίποτε άλλο από μία φυλακή. Κάποτε είχε και εκείνος όνομα, οικογένεια και ιστορία, μα όλα αυτά χάθηκαν εξαιτίας της ιδιομορφίας της φύσης του και του παράνομου έρωτα των γονιών του που κατέληξαν δολοφονημένοι. Ο ίδιος ήταν ένας άνδρας με μία αλλόκοσμη εμφάνιση και ομορφιά, αν θα μπορούσε κάποιος δηλαδή να τον χαρακτηρίσει όμορφο. Λυγερόκορμος, με μάτια στο χρώμα του πάγου και μαλλιά μαύρα σαν τον έβενο. Χαρακτηριστικά ψυχρά και απόμακρα, όσο και η καρδιά του τώρα πια. Γητευτής της μαγείας των ρούνων, πλάσμα παντοδύναμο, περιφερόταν στις σκιές αυτού του τόπου, με μόνη του συντροφιά τους σιγανούς λυγμούς των ψυχών που διάβαιναν τα εδάφη αποκομμένες πια από το σώμα τους, προκειμένου να περάσουν στο επόμενο στάδιο. Την πνευματική διάσταση.



Εκείνο το βράδυ, καθώς επέστρεφα πίσω στον Οίκο μου, είχα διαρκώς το μυαλό μου σε εκείνο το ομολογουμένως παράξενο αγόρι. Όλα είχαν γίνει σχετικά γρήγορα και εγώ ένιωθα πως τελικά άδικα είχα πάει σε εκείνη τη βιβλιοθήκη, καθώς επέστρεφα δίχως πληροφορίες και με ένα καρούμπαλο για παράσημο. Η ώρα δεν ήταν περασμένη, καθώς πρόσεξα πως τα φώτα του Οίκου ήταν όλα ανοιχτά, σημάδι πως οι Γκρίζοι μάγοι είχαν συγκεντρωθεί είτε στο αναγνωστήριο του σπιτιού μας, είτε έτρωγαν το βραδινό που είχαν αρπάξει από την τραπεζαρία της Επινουά.

Τα βήματά μου ήταν σχετικά αργά, καθώς εκτός από το γεγονός πως ζαλιζόμουν εξαιτίας του χτυπήματος, μου άρεσε να βρίσκομαι σε εξωτερικό χώρο, τις όμορφες και ευωδιαστές νύχτες του φθινοπώρου. Λάτρευα με πάθος αυτήν τη γλυκιά εποχή της μελαγχολίας, που σιγά σιγά μας προετοίμαζε για τον χειμώνα, οδηγώντας την φύση όλη σε ανάπαυση. Σε αντίθεση με το κέντρο των μαγικών πόλεων, η εξοχή μας, όπως και οι κήποι της Επινουά με τα θερμοκήπια, όπου καλλιεργούνταν βότανα και αρωματικά φυτά, σού δημιουργούσαν μία απίστευτη ευφορία, καθώς μπορούσες να μυρίσεις με απόλυτη ακρίβεια, από το χώμα και τα φύλλα, μέχρι και τους μίσχους των λουλουδιών. Ωστόσο, το αγαπημένο μου θέαμα αυτήν την εποχή ήταν οι νεράϊδες του φθινοπώρου.

Καθώς βάδιζα, παρατηρούσα το ανάλαφρο πέταγμά τους, το κακαριστό τους γέλιο και τις σκανταλιές τους. Ανοίγοντας την παλάμη μου για να τις προσκαλέσω, είδα ένα κοριτσάκι να πετά με ταχύτητα και να προσγειώνεται στο χέρι μου. Τα υπέροχα πυρόξανθα μαλλιά της έπεφταν στους ώμους της, ενώ στην αγκαλά της κρατούσε ένα μικροσκοπικό καλάθι με τη γνωστή κολοκυθόσκονη. Ήταν ένα απαστράπτον υλικό σαν σκόνη, το οποίο το έφτιαχναν από τη χοντρή φλούδα της κίτρινης κολοκύθας και με αυτό, έβαφαν τα φύλλα, με το γνωστό πορτοκαλοκόκκινο χρώμα του φθινοπώρου.

Μη θέλοντας να επιστρέψω, μαγεμένη από τη μικρή παράσταση της μαγικής μας φύσης, πρόσεξα, πως μέσα στον μπροστινό κήπο του κοντινού μου θερμοκηπίου, υπήρχε κάποιος που καθόταν μονάχος του και μάλλον θαύμαζε την ίδια με εμένα διαδικασία του χρωματισμού των δασών και των κήπων. Προχωρώντας προς το μέρος του, κατάλαβα αμέσως πως ήταν ο Τόμας, το αγόρι της βιβλιοθήκης. Στάθηκα λοιπόν μπροστά από την τζαμαρία του θερμοκηπίου και χτύπησα ανάλαφρα την πόρτα. Για δευτερόλεπτα τον είδα να σαστίζει και πάλι, σαν να μην περίμενε πως θα τον πλησίαζα και θα του μιλούσα. Έπειτα όμως τα χαρακτηριστικά του χαλάρωσαν και ένα τεράστιο χαμόγελο αυλάκωσε το πρόσωπό του. Τα τέλεια, τα αψεγάδιαστα χαρακτηριστικά του μού δημιουργούσαν πάντοτε την ίδια ζαλάδα.

«Μπα, θα φταίει το χτύπημα, αποκλείεται να είναι η εμφάνισή μου» μου είπε σχεδόν σκασμένος στα γέλια και εγώ ένιωσα το πρόσωπό μου να φουντώνει.

«Για τον Θεό, ακούς τις σκέψεις μου;» τον ρώτησα πειραγμένη και ελαφρώς ντροπιασμένη.

«Αρχικά, να ανακοινώσω πως θα πρέπει να αρχίσω να συνηθίζω στην ιδέα της παρουσίας σου και στο γεγονός πως μου απευθύνεις τον λόγο. Καμιά φορά είμαι αφηρημένος και δεν δίνω ιδιαίτερη βάση στις ομιλίες, καθώς πιστεύω πως μάλλον, όχι, σχεδόν σίγουρα, δεν απευθύνονται σε εμένα» μου είπε και μπερδεύτηκα.

«Αρχικά, δεν απαντάς στην ερώτησή μου...» του είπα σταυρώνοντας τα χέρια μου μπροστά από το στήθος μου.

«Για το αν σε ακούω εννοείς; Ναι, ξεκάθαρα, αλλά μονάχα όταν θέλω. Μοιάζει με έναν διακόπτη. Ωστόσο, καθώς οι σκέψεις είναι προσωπικά δεδομένα, υπόσχομαι να μην το επαναλάβω. Απλώς σε είδα να στέκεσαι και να με κοιτάζεις για αρκετή ώρα και ειλικρινά μπήκα στον πειρασμό να ανοίξω τον διακόπτη, έστω και για μερικά δευτερόλεπτα, γιατί με έτρωγε η περιέργεια. Λέω και εγώ, άραγε θα σκέφτεται από μέσα της “τι ατυχία που έπεσα επάνω στον ξενέρωτο πάλι;”» μου είπε και γέλασα.

«Όπως είδες, δεν σκέφτηκα κάτι τέτοιο, το αντίθετο θα έλεγα. Ωστόσο, το να ακούς τις σκέψεις των άλλων είναι πάρα πολύ σπάνιο χάρισμα και απαιτεί πολύ εξάσκηση» μούγκρισα σχεδόν.

«Κοίτα, δεν υπάρχει τίποτε το άσχημο σε μία όμορφη σκέψη και ειλικρινά δεν παρεξηγούμαι, ούτε το παίρνω επάνω μου. Όσο για το θέμα της σπανιότητας του συγκεκριμένου χαρίσματος, θαρρώ πως έχεις δίκιο. Πράγματι, στη ζωή μου έχω κοπιάσει πολύ για να φτάσω σε αυτό το επίπεδο, όπως και το να μπορώ να επικοινωνώ σχεδόν όπως οι δράκοι, μιλώντας μέσα στο κεφάλι κάποιου και ας βρίσκεται σε απόσταση» συνέχισε και στριφογύρισα τα μάτια μου.

«Είσαι συνηθισμένος στα κοπλιμέντα φαντάζομαι. Η εμφάνισή σου δεν θα μπορούσε να περάσει απαρατήρητη, ούτε όμως και τα μαγικά σου χαρίσματα» απάντησα ειλικρινά.

«Έχω να ακούσω καλό λόγο χρόνια τώρα, ωστόσο σε ευχαριστώ, εξάλλου και εσύ βρίσκεσαι στο ίδιο επίπεδο. Όμως, αρκετά με την ανταλλαγή κοπλιμέντων. Θα ήθελα να σου θέσω μία ερώτηση. Τι ήταν εκείνο που σε έριξε από το ράφι; Θέλω να πω, τι σου συνέβη;» με ρώτησε και προσπάθησα να σκεφτώ εκείνη τη στιγμή με καθαρό μυαλό, καθώς ακόμη και εγώ δεν μπορούσα να αποφανθώ με βεβαιότητα για το τι είχε πράγματι συμβεί.

«Λοιπόν, αναζητούσα ένα βιβλίο σχετικά με τις μεταμορφώσεις του σώματος, όταν άκουσα ψιθύρους σε μία βάρβαρη γλώσσα που δεν έβγαζε νόημα. Κατάλαβα αμέσως, πως ήταν οι ρούνοι και όταν τους είδα στον τοίχο, πάλεψα να τους αποκωδικοποιήσω και...» πήγα να πω, όταν είδα τον Τόμας να γουρλώνει τα ήδη τεράστια μάτια του.

«Θα πρέπει να είσαι τρελή! Αυτό που έκανες ήταν μία πολύ σοβαρή παρεκτροπή και μην το ξανακάνεις ποτέ σου!» μου φώναξε.

«Δεν έχεις άδικο, αλλά έτσι υπέθεσα πως ίσως διαβάσω κάποιο μήνυμα»

«Μέγα λάθος και ελπίζω το πέσιμο να μην σου στέρησε τη μνήμη, γιατί ακόμη δεν μου έχεις συστηθεί» μου είπε και τότε συνειδητοποίησα πως είχε δίκιο.

«Εμ, σωστά. Είμαι η Κένταλ Μορς» του είπα και τον είδα να ανασηκώνει το ένα του φρύδι.

«Έχω την εντύπωση πως ψεύδεσαι» μου αντιγύρισε και νευρίασα.

«Διάβασες το μυαλό μου πάλι;» ρώτησα εκνευρισμένη και τον είδα να χαμογελά.

«Το κακό με την σημερινή γενιά μάγων, είναι πως δεν έχει μάθει να διαβάζει αυτόν που έχει απέναντι. Με το ρήμα “διαβάζει” δεν εννοώ το μυαλό, εννοώ τον προσωπικό του χάρτη. Για παράδειγμα, η αύρα σου μιλάει για εσένα. Μου λέει πως είσαι Λευκή, όμως σου έχουν κάνει ξόρκι προστασίας προκειμένου να αποκρύψουν την ταυτότητά σου. Επομένως, αυτό με βάζει σε υποψίες, πως και εσύ με τη σειρά σου θα έχεις προσπαθήσει να μου κρύψεις την αλήθεια και γι' αυτό το συμπέρανα» πρόφερε με σιγουριά και με είδε να απελπίζομαι.

«Να πάρει, Τόμας! Νιώθω πως στριμώχνομαι» έσκουξα και τον είδα να με πλησιάζει.

«Κένταλ, αυτό είναι μία ανώριμη αντίδραση. Μη νιώθεις έτσι, απλώς προσπάθησε να το μπλοκάρεις, να το απωθήσεις και να μάθεις από αυτό. Ένας άνθρωπος διαθέτει επάνω του πληροφορίες. Είτε στο μυαλό του, που είναι ο εύκολος δρόμος, είτε στην αύρα του είτε στο σώμα του. Είναι κάτι σαν ταυτότητα» απάντησε.

«Έχεις δίκιο. Είμαι η Κένταλ Κας» πρόφερα ντροπιασμένη για ακόμη μία φορά, ωστόσο στην αποκάλυψη του πραγματικού μου επιθέτου τον είδα να ταράζεται.

«Εγγονή του Όσβαλντ; Δεν το ήξερα πως είχε και είναι και λογικό νομίζω. Λοιπόν, Κένταλ, για αρχή μείνε μακριά από τους ρούνους. Ό,τι και αν ακούσεις, μην δώσεις σημασία, όχι τώρα. Επίσης, μάθε να διαβάζεις τον χάρτη των άλλων και όχι την επιφάνεια. Θα σε βοηθήσει στη ζωή σου. Σε περίπτωση που έχεις απορίες σχετικά με κάποιο μάθημα, συνήθως τριγυρνώ στη βιβλιοθήκη. Είμαι ένα χρόνο μεγαλύτερός σου, αν κρίνω από το γεγονός πως φέτος ξεκινάς τα μαθήματα της σωματικής μεταμόρφωσης. Καλό βράδυ» μου είπε και καθώς περνούσε από δίπλα μου του ψιθύρισα ένα “επίσης”.

Την επομένη το πρωί έμοιαζα με μαραμένο τριαντάφυλλο, μιας που είχα κοιμηθεί ελάχιστες ώρες. Φυσικά κάτι τέτοιο δεν πέρασε απαρατήρητο, μήτε από την Κρίστι, μήτε από τον Άλαν που με είδε αργοτερα.

«Καλημέρα, φιλενάδα» άκουσα τη γάργαρη φωνή της Άρπιας. «Καλέ, τι είναι αυτοί οι κύκλοι εκεί πέρα;» με ρώτησε ξανά και εγώ πάλεψα να βρω άμεσα έναν καθρέπτη.

«Speculum» ψιθύρισα και μπροστά μου εμφανίστηκε ένας. Ομολογουμένως, είχα τα χάλια μου. «Δεν κοιμήθηκα καλά» της είπα τελικά «Σκεφτόμουν». Και εδώ που τα λέγαμε κάτι τέτοιο ήταν αλήθεια.

«Μα, τι στο καλό σκεφτόσουν; Πώς θα σώσουμε τον κόσμο από μία ντουζίνα και βάλε εξαγριωμένους Μαύρους; Ή μήπως από τον Κέναρντ τον ίδιο;» ρώτησε η Κρίστι που ακόμη και στην ιδέα ανατρίχιαζε.

«Βασικά, σκεφτόμουν κάποιον» της είπα και την είδα άξαφνα να τοποθετεί το χέρι της μπροστά από το στόμα.

«Τον αιώνιο κάποιον ή άλλο;» με ρώτησε πονηρά.

«Άλλον, αλλά ειλικρινά δεν είναι αυτό που νομίζεις» πετάχτηκα και την είδα να χασκογελά.

«Αμάν, βρε Κένταλ! Όλοι πια την ίδια φράση χρησιμοποιούν» μου είπε. « Έχει καταντήσει τρομερά κλισέ πια!» ξεκίνησε να γκρινιάζει, με εμένα να την καρφώνω με ένα πλάγιο βλέμμα.

«Εγώ την εννοώ και δεν με άφησες να ολοκληρώσω. Αυτόν τον κάποιον δεν τον σκεφτόμουν ερωτικά. Απλώς συνέβησαν παράξενα πράγματα χθες που βρισκόμουν στη βιβλιοθήκη. Για την ακρίβεια αναζητούσα ένα βιβλίο Μεταμορφώσεων για Αρχάριους, όταν άκουσα τους ρούνους να ψιθυρίζουν. Φοβήθηκα και ξεκίνησα να κοιτάζω γύρω μου, μέχρι που είδα λέξεις στους τοίχους και βλακωδώς πήγα να τις αποκωδικοποιήσω. Τότε ζαλίστηκα και έχασα τις αισθήσεις μου και κατέληξα στο αναρρωτήριο. Ωστόσο, όταν επέστρεψα, συνάντησα έναν νεαρό, λίγο πιο μεγάλο από εμάς. Αρχικά, το στυλ του και ο κλειστός του χαρακτήρας μού θύμισε τον Σκορπιό, μονάχα που εκείνος είναι πολύ πιο πρόσχαρος από τον Σκορπιό. Τον λένε Τόμας και είναι ίσως ο πιο ταλαντούχος μάγος για την ηλικία του. Διάβασε την αύρα μου αμέσως και το χειρότερο, διάβασε μέχρι και τις σκέψεις μου δίχως να μιλώ» τελείωσα και είδα την φίλη μου να με κοιτάζει με απορία ανάμεικτη με θαυμασμό.

«Τελικά, καταλήγω στο συμπέρασμα πως πάσχεις από κάποιο σύνδρομο και κολλάς με τους κλειστούς και ελαττωματικούς. Ωστόσο αυτό το ταλέντο, όπως και το γεγονός πως είναι “αναγνώστης” ειλικρινά είναι άξιο θαυμασμού» αποφάνθηκε και τη σκούντηξα.

«Μιλάω σοβαρά» της είπα.

«Καλά, θα τον γνωρίσω και θα σου πω, ωστόσο θα ήθελα να σε ρωτήσω. Με τον Άλαν όλα καλά;» με ρώτησε προβληματισμένα.

«Όλα μία χαρά, γιατί ρωτάς;» της είπα.

«Είναι εμφανές πως είναι ερωτευμένος μαζί σου χρόνια τώρα. Εσύ όμως ξέρω πως είσαι αλλού, απλώς είσαι αρκετά μικρή για να κολλάς σε μία τέτοια κατάσταση. Ο Σκορπιός είναι από την αντίπαλη πλευρά και οφείλεις να το δεχτείς» μου είπε και κατσούφιασα.

«Το έχω δεχτεί. Έχει γίνει απελπιστικά επικίνδυνος. Έχει καταστρέψει ένα ολόκληρο μαγικό χωριό. Έχει γίνει ένα με τον αδερφό του και φταίω εγώ γι'αυτό. Ίσως αν τον είχα πιστέψει τότε...» ξεκίνησα.

«Σταμάτα να επιρρίπτεις ευθύνες αποκλειστικά σε εσένα. Τα “αν” δεν έχουν κανένα νόημα τώρα πια, καθώς το παρελθόν ανήκει εκεί ακριβώς και τα πράγματα έτσι διαδραματίστηκαν. Άντε, προχώρα τώρα γιατί θα χάσουμε το πρωινό» την άκουσα να λέει και την ακολούθησα με την καρδιά μου να χτυπά ακανόνιστα.

Μπαίνοντας, στη μύτη μου επιτέθηκε η μυρωδιά από φρέσκο αρωματικό βούτυρο και εγώ το φανταζόμουν να πασπαλίζεται στο ψωμί μαζί με τη μαρμελάδα, όταν η φωνή του αδερφού μου με πέταξε έξω από το όνειρο.

«Σαν στραβοχυμένη μαρμελάδα μοιάζεις» μου είπε και ξαφνικά η προηγούμενη εικόνα φάνταζε με εφιάλτη. «Καλά, μάτι δεν έκλεισες;» με ρώτησε για να εισπράξει ένα επικριτικό βλέμμα από τον Άλαν που σηκώθηκε και με αγκάλιασε.

«Μην της μιλάς έτσι. Η Κένταλ είναι πάντοτε όμορφη» του είπε κλείνοντάς μου το μάτι.

«Άντρας την κράτησε ξύπνια» πετάχτηκε η φίλη μου και τη σκούντηξα.

«Μην μου πεις πάλι πως...» πήγε να πει ο Γουίλ.

«Όχι! Και έλεος δεν έχει να κάνει με ερωτικό. Απλώς συνάντησα κάποιον παράξενο μαθητή χθες, που ωστόσο είναι διάνοια» ξεκίνησα να εξηγώ, ενώ με το βλέμμα μου τον αναζητούσα στα τραπέζια των μεγαλύτερων μαθητών. Ωστόσο, καθώς δεν γνώριζα καν το χρώμα του, μού ήταν αρκετά δύσκολος ο εντοπισμός του με αποτέλεσμα να πέσω πάνω στη σκυφτή φιγούρα του εφιάλτη των παιδικών μου χρόνων, του Νόαμ, ο οποίος απέστρεψε αμέσως το βλέμμα του.

«Να μας τον γνωρίσεις και εμάς τότε» συνέχισε ο Γουίλ και ένευσα καταφατικά. «Λοιπόν, εγώ θα σας δω αργότερα. Έχω Δρακολογία για Προχωρημένους» μας είπε ο αδερφός μου και καθώς και εμείς είχαμε το πρώτο μάθημα της Σωματικής Μεταμόρφωσης, μετακινηθήκαμε στον τρίτο όροφο, όπου συναντήσαμε και την Έλσα, τη Γκρίζα μάγισσα.

Μέσα στα χρόνια, η σχέση μας είχε αναπτυχθεί με την παράξενη αυτή κοπέλα, με τα πύρινα μαλλιά και τις πολλές φακίδες. Μερικοί την έκριναν αρνητικά, καθώς πίστευε πως είχε την ικανότητα να βλέπει φαντάσματα και να οραματίζεται εικόνες από το μέλλον. Γενικά, έπαιρνε πολύ υψηλή βαθμολογία στα μαθήματα Μεταφυσικής Δραστηριότητας και η ίδια είχε ισχυριστεί στο παρελθόν πως είχε δει μορφές απόκοσμες να τριγυρνούν τα βράδια στους διαδρόμους και να σχηματίζουν ρούνους στους τοίχους. Για κάποιον λόγο, εγώ την πίστευα. Εξάλλου, όπως λένε, από μικρό και από τρελό μαθαίνεις την αλήθεια.

«Καλημέρα!» μας χαιρέτησε πρόσχαρα και ιδιαίτερα τον Άλαν στον οποίο είχε και μία επιπλέον αδυναμία.

«Καλημέρα γυναίκα-φωτιά» τη χαιρέτησε ο Λευκός μάγος και την είδα να κοκκινίζει. Ωστόσο, ήταν αλήθεια πως ποτέ δεν την είχα δει να πλησιάζει παραπάνω κάποιο αγόρι.

Ειλικρινά, προσευχόμουν ο Άλαν να μπορούσε να τη δει διαφορετικά, καθώς εγώ τον θεωρούσα απλώς ως έναν πολύ καλό μου φίλο.

«Κένταλ μου; Όλα καλα;» με ρώτησε ελαφρώς ανήσυχα και ένευσα καταφατικά, μέχρι που η φωνή της καθηγήτριάς μας μάς διέκοψε.

«Καλημέρα παιδιά» είπε η Μάντυ καλοσυνάτα «Μαζί θα μάθουμε να μεταμορφώνουμε το σώμα μας σε κάποιο αντικείμενο ή ζώο. Ακόμη, η μεταμόρφωση σε άνθρωπο θεωρείται απελπιστικά προχωρημένη και δεν ενδείκνυται. Για αρχή, θα μάθετε να μεταμορφωνόσαστε σε κάποιο αντικείμενο στην περίπτωση που υπάρξει άμεσος κίνδυνος. Οι Άρπιες μπορούν να μεταμορφωθούν σε κάποιο φυτό ας πούμε. Είναι στη φύση τους και σίγουρα μπορούν να σας βοηθήσουν σήμερα» μας είπε και έστρεψα το βλέμμα μου στην Κριστιέλα που ξεροκατάπινε.

«Σώθηκε τώρα» μου ψιθύρισε, ωστόσο σηκώθηκε μαζί με ακόμη έναν νεαρό, ενώ ταυτόχρονα η καθηγήτρια εξηγούσε το πώς οι Άρπιες άλλαζαν το χρώμα του δέρματός τους, ανάλογα με τα συναισθήματά τους.

Λίγο αργότερα, ξεκινήσαμε να παλεύουμε τη μεταμόρφωσή μας σε ένα απλό κλαρί, πράγμα που απαιτούσε συγκέντρωση και φυσικά να φέρνουμε στο μυαλό μας την εικόνα του αντικειμένου. Ομολογουμένως, η Κρίστι τα πήγε περίφημα στη δοκιμασία, σε αντίθεση με τον Άλαν στου οποίου το κεφάλι είχε φυτρώσει ένα κλαρί, ενώ εγώ πέτυχα να μεταμορφωθώ η μισή. Η Έλσα αντιμετώπισε και εκείνη μερικές δυσκολίες, αλλά στο τέλος εγώ με τον Άλαν φάνηκε να έχουμε κάνει την καλύτερη δουλειά, με εκείνον να πετυχαίνει τελικά το δύσκολο αποτέλεσμα της μεταμόρφωσης σε κλαρί ανθισμένης αμυγδαλιάς που ήταν και η αγαπημένη του. Η Μάντυ φάνηκε να ενθουσιάζεται με το αποτέλεσμα του Άλαν, ο οποίος φυσικά είχε σπαταλήσει τον καλοκαιρινό του χρόνο σε διάβασμα και σκληρή μελέτη.

Η ώρα κύλησε ευχάριστα, ωστόσο το μάθημα της Μεταμόρφωσης κυριολεκτικά σε εξουθένωνε και φυσικά η εξουθένωση σε οδηγούσε στην πείνα. Οι τέσσερίς μας κατεβήκαμε στην τραπεζαρία για να συναντήσουμε και τον Γουίλ, όταν είδα τον Κρίστοφερ να παίρνει θέση στο μέσον της αίθουσας παρακαλώντας τους μαθητές να αποφύγουν τις άσκοπες μετακινήσεις, καθώς είχαν ανιχνευτεί Σάμχαϊν σε κοντινή απόσταση. Οι εφημερίδες μιλούσαν σχεδόν πάντοτε για εξαφανίσεις και δεν ήταν λίγες οι φορές που το πρόσωπο του Σκορπιού φιγουράριζε στα πρωτοσέλιδα. Είχε γίνει επικίνδυνος και έπρεπε βαθιά μέσα μου να το δεχτώ.

Στο μικρό απογευματινό διάλειμμα, η παρέα μας βρισκόταν γύρω από ένα τζάκι, καθώς τα βράδια έπεφτε υγρασία. Διαβάζαμε σιωπηλά, μέχρι που η φωνή του Γουίλ μάς απέσπασε την προσοχή.

«Κένταλ, νομίζω πως πρέπει να μιλήσουμε σοβαρά. Αυτό το κάθαρμα, ο Σκορπιός, έχει γίνει ένας επικίνδυνος σκοτεινός μάγος. Δεν είναι να παίζεις λοιπόν με την μοίρα τόσων ανθρώπων, έτσι δεν είναι;» με ρώτησε ο αδερφός μου και ξεροκατάπια.

«Έχεις δίκιο...» ακούστηκα ψιθυριστά.

«Πολύ καλά. Από τη στιγμή που έκανες κάποτε πολύ παρέα μαζί του, θα είχες ανακαλύψει το τρωτό του σημείο. Κάποια χαραμάδα, για να μπορέσουμε να μπούμε» μου είπε και ειλικρινά ήθελα να κλάψω.

«Τα συναισθήματα» πρόφερα με φωνή που έτρεμε «Τα θετικά συναισθήματα» τελείωσα και κλαίγοντας πετάχτηκα επάνω και ξεκίνησα να τρέχω δίχως να κοιτάξω πίσω μου. Δεν το άντεχα όλο αυτό, όχι.

Το κλάμα μου και η απελπισία μου με έκαναν να παραπατήσω, σε σημείο που θα προσγειωνόμουν με το κεφάλι στο πάτωμα, αν δύο χέρια δεν με άρπαζαν την κατάλληλη στιγμή. Σήκωσα το κεφάλι μου, για να ανταμώσω με αυτές τις δύο φανταχτερές λιμνοθάλασσες, που ήταν τα μάτια του Τόμας. Με κοιτούσε περίλυπα και δίχως να το σκεφτώ, τον αγκάλιασα τόσο σφιχτά, σε σημείο να τον πνίξω, ενώ το σώμα μου τρανταζόταν από τους λυγμούς.

«Σε γύρευα σήμερα. Όλο το πρωί...» του είπα παλεύοντας να αρθρώσω έστω και μία λέξη μέσα από τα κλάματά μου.

«Με βρήκες και από ότι φαίνεται την πιο κατάλληλη στιγμή. Δεν μου αρέσει να σε βλέπω έτσι. Θα ήθελες να πάμε μία βόλτα; Σου αρέσει να μαγειρεύεις στην ύπαιθρο; Γιατί έχω μερικές συμβουλές να σου δώσω» μου είπε, ενώ το χαμόγελό του φώτισε και την πιο σκοτεινή γωνία της ψυχής μου.

«Τόμας… Τι θα κάνω με τη ζωή μου;» ρώτησα δίχως να καρτερώ απάντηση. Δεν με ήξερε ούτε τον ήξερα, απλώς ήθελα να θέσω εκείνη την αόριστη ερώτηση.

«Όταν είσαι κύριος του εαυτού σου, έχεις πάντοτε επιλογές. Μπορεί η λύση ωστόσο να κρύβεται πίσω από την πιο δύσκολη. Κάπου εκεί χρειάζονται τα στηρίγματα. Εάν ποτέ θελήσεις να μου μιλήσεις, θα χαρώ να βοηθήσω. Πρώτα όμως, θα έρθεις μαζί μου να παρακολουθήσουμε τις ζάπιες να συλλέγουν το μέλι τους. Ο ήχος που κάνουν τα φτερά τους είναι πολύ καθησυχαστικός. Θυμάμαι τα καλοκαίρια, πήγαινα και έστηνα σκηνή μαζί με τα αδέρφια και τους γονείς μου, απολαμβάνοντας όλο το βράδυ αυτές τις υπέροχες μελωδίες της φύσης» μου απάντησε και τον αγκάλιασα ξανά, δίχως να μπορώ να σταματήσω τα δάκρυά μου.

«Είναι αυτό που χρειαζόμουν» του είπα και τη στιγμή που τον κρατούσα, μου ήρθε μία γνώριμη μυρωδιά. Μία μυρωδιά κανέλας και μπαχαρικών και ενός αντρικού αρώματος που ήταν γνωστό, αλλά αδυνατούσα να θυμηθώ από πού.

Αγαπούσα τον κήπο κατα τη διάρκεια των απογευματινών και βραδινών ωρών. Ο ήλιος, δεν είχε χαθεί τελείως πίσω από τον βράχο της Επινουά και τα ψαροπούλια έκρωζαν, πλησιάζοντας τους πυργίσκους της. Καθώς βαδίζαμε, ένιωθα τα δάκρυα να στεγνώνουν στα μάγουλά μου καθώς πάλευα να κλειδωσω τις άσχημες σκέψεις. Το ελαφρύ αεράκι τα στέγνωνε φυσικά και εγώ είχα αφεθεί πλήρως στην ευχάριστη συντροφιά του όμορφου και παράξενου νεαρού με την τόσο οικεία μυρωδιά. Ο Τόμας περπατούσε μπροστά μου ανάλαφρα και παιχνιδιάρικα, ωστόσο φρόντιζε πάντοτε να επιβεβαιώνει την παρουσία μου πίσω του.

«Μην μένεις πίσω μόνη σου» μου είπε, καθώς ρουφούσα τη μύτη μου παλεύοντας να αναπνεύσω.

«Δεν πειράζει. Καλύτερα να με σκοτώσουν οι Σάμχαϊν να ησυχάσω» του απάντησα και τον είδα να πεισμώνει, να κοντοστέκεται και να σταυρώνει τα χέρια του στο στήθος.

«Εντάξει, ήταν τόσο σοβαρό αυτό που έγινε;» με ρώτησε και ένευσα θετικά.

«Είμαι ο χειρότερος άνθρωπος που υπάρχει επάνω στη Γη» επέμεινα και τον είδα να μου χαμογελά παιχνιδιάρικα. Αυτή η γλυκιά γκριμάτσα του με καθησύχαζε και ας μην τον ήξερα καθόλου.

«Λοιπόν, με βεβαιότητα σου λέω πως δεν είσαι, τουλάχιστον όχι ο χειρότερος. Κλείσε τα μάτια σου και αφουγκράσου τον θόρυβο από τα φτερά αυτών των μικρών εντόμων για λίγο και ξέχασε το δράμα σου» μου είπε και πράγματι, έκλεισα τα μάτια μου για να συγκεντρωθώ στον ήχο των φτερών τους.

Τις άκουγα που πετούσαν γύρω μου, συλλέγοντας τη γύρη από τα λουλούδια, μα για ακόμη μία φορά το άρωμα του σώματος του νεαρού δίπλα μου, με έκανε να χάσω την αυτοσυγκέντρωσή μου.

«Συγγνώμη, αλλά τι άρωμα φοράς;» τον ρώτησα μήπως κατόρθωνε να με διαφωτίσει.

«Μία παλιά συνταγή κανέλλας και βανίλιας. Το φορούσαν όλοι στο σπίτι και ακολούθησα τον δρόμο τους. Όλοι εκτός από την μητέρα μου. Εκείνη αγαπούσε το τριαντάφυλλο» μου απάντησε, μα η φωνή του έκρυβε μία μελαγχολία στη θύμηση της οικογένειάς του.

«Αν δεν γίνομαι τελείως αδιάκριτη, πού βρίσκεται τώρα η οικογένειά σου;» τον ρώτησα και εκείνος για λίγο με κοίταξε, με τα κυανά του μάτια να γυαλίζουν ελαφρώς.

«Θαρρώ στη γη των αγγελικών ψυχών. Εκεί όπου δικαιωματικά ανήκουν. Τους έχασα όλους δυστυχώς, ωστόσο θα προτιμούσα να αλλάξουμε κουβέντα, αν δεν σε πειράζει» μου είπε αυτή τη φορά δίχως να με κοιτάζει. Τον καταλάβαινα απόλυτα. Και εγώ μισούσα να μιλώ για την ορφάνια μου. Έτσι, αποφάσισα να αλλάξω εντελώς θέμα.

«Ποιό είναι το χρώμα σου; Εννοώ, το μαγικό σου χρώμα» τον ρώτησα και με κοίταξε πονηρά.

«Διάβασέ το» απάντησε και ειλικρινά δεν ήξερα από πού να ξεκινήσω.Τον κοιτούσα για πολύ ώρα, ώσπου απελπίστηκε και αποφάσισε να μου το αποκαλύψει ο ίδιος. Άξαφνα, γύρω από το σώμα του εμφανίστηκε μία παράξενη, εβένινη ομίχλη, η οποία όσο περνούσε η ώρα, γινόταν όλο και πιο έντονη, ώσπου η αύρα των Σάμχαϊν τον περικύκλωσε. Τότε, για κάποιον λόγο πάγωσα και ξεκίνησα να πισωπατώ, ενώ ετοιμάστηκα να φύγω.

«Μισό λεπτό, πού πηγαίνεις;» με ρώτησε και για κάποιον λόγο ένιωσα να οργίζομαι.

«Με κορόϊδεψες! Όλο αυτό είναι παγίδα! Ποιος σε έστειλε; Λέγε!» ξεκίνησα να φωνάζω και τον είδα σε δευτερόλεπτα, να εξαφανίζεται και να εμφανίζεται μπροστά μου.

«Για να καταλάβω κάτι. Εχθές, εγώ καθόμουν όμορφα και καλά στη βιβλιοθήκη μου, δίχως να σε ενοχλώ και εσύ με πλησίασες για να με γνωρίσεις. Επομένως, αν με είχαν στείλει αυτοί οι άλλοι για να σε βγάλω από τη μέση, λογικά θα σε είχα πλησιάσει πρώτος. Εγώ δεν είχα προσέξει καν πως μου μιλούσες. Επίσης, λυπάμαι που κρίνεις τους άλλους από το χρώμα τους. Πίστευα πως εσύ δεν θα ήσουν τέτοιο άτομο» μου πέταξε και ήταν η σειρά του να μου γυρίσει την πλάτη, οδηγώντας με ωστόσο σε ξέσπασμα.

«Μην μου μιλάς εμένα για ρατσισμό! Εγώ ερωτεύτηκα έναν Μαύρο!» του ούρλιαξα και ξαφνικά τον είδα να σταματά. Το χαμόγελο είχε επιστρέψει στα χείλη του και πάλι.

«Να υποθέσω ο λόγος των δακρύων σου;» με ρώτησε και τον αγκάλιασα ξανά.

«Ποτέ μου δεν ενδιαφέρθηκα για το χρώμα. Ποτέ! Αλλά οδηγούμαι σε αδιέξοδο και κάνω το ένα λάθος πίσω από το άλλο» ξεκίνησα και μου έκανε νόημα να σωπάσω.

«Αρχικά, ηρέμησε και άφησέ με να σου πω μία ιστορία, που πιθανότατα δεν γνωρίζεις. Εγώ ωστόσο, το έχω ψάξει πολύ, ακόμη και σε απαγορευμένα βιβλία Ιστορίας της Μαγείας. Εκεί που γράφονται κομμάτια της ιστορίας, τα οποία, ο κόσμος των μάγων θέλει να παραμείνουν στην αφάνεια. Κάποτε, διευθύντρια της Σχολής αυτής, η πρώτη γυναίκα για την ακρίβεια, ήταν η Κριστίν Νορρίς. Αν ο Κέναρντ θεωρείται μία φορά σατανικός, αυτή ήταν δέκα. Ήταν Σάμχαϊν με απίστευτη δύναμη. Είχε δέσει τον εαυτό της με αυτήν τη Σχολή και αυτός είναι ο λόγος που παρά τους εξαγνισμούς, οι ρούνοι εξακολουθούν να υπάρχουν. Ήθελε διακαώς να αποκτήσει δύναμη την οποία θα αντλούσε μέσα από τα συγκεκριμένα σύμβολα. Τότε κανείς δεν γνώριζε πού ξεκινούσε και πού σταματούσε η δύναμή τους. Μονάχα οι δράκοι το γνώριζαν. Εκείνη, λοιπόν, αποφάσισε να δημιουργήσει και μία ομάδα οπαδών. Έψαξε να βρει τους καλύτερους μαθητές της Σχολής, αρχικά, ανεξαρτήτως χρώματος και αργότερα, αποκλειστικά Μαύρους. Πλησίασε και τον Όσβαλντ, τον παππού σου γιατί παρά το γεγονός πως ήταν Λευκός, είχε δύναμη και η Κριστίν αγαπούσε τα δυνατά πιόνια. Τους παγίδευσε λοιπόν, καθώς τα παιδιά δεν γνώριζαν τις επιπτώσεις των ρούνων, οι οποίοι ξεκίνησαν να τους καταπίνουν μέχρι που έπνιξαν την αληθινή τους ψυχή και κατέλαβαν το σώμα τους. Οι ίδιοι έγιναν σατανικοί, μα με υπερβολική δύναμη και κατέστρεψαν τον κόσμο. Όχι οι αληθινοί τους εαυτοί, μα οι ρούνοι στην ψυχή τους. Από εκεί και πέρα ξεκίνησε η ιστορία με τους Μαύρους, μα πριν από αυτό ο κόσμος των μάγων, είχε χρωματική αρμονία. Περιττό να σου πω πως ο παππούς σου γλίτωσε από την παγίδα της» μου είπε.

«Φοβάμαι» του είπα τελικά καθώς όλα αυτά μου ακούγονταν υπερβολικά, μα το κυριότερο ήταν, πως στο μυαλό μου ξεκίνησε να σχηματίζεται ακόμη μία σατανική φιγούρα. Εκείνη της Κριστίν.

«Τι φοβάσαι;» με ρώτησε.

«Τον Κέναρντ και αυτήν την Κριστίν» απάντησα τελικά και εκείνος με πλησίασε περισσότερο.

«Κανένας δεν είναι παντοδύναμος. Όλοι έχουν τα τρωτά τους σημεία και εσύ μπορείς να τους κερδίσεις» αποφάνθηκε και ξέσπασα σε γέλια.

«Τι είναι αυτά που λες; Δεν υπάρχει περίπτωση, εδώ δεν μπορώ να αγγίξω τον εγγονό του, τον Άϊνταν, πόσο μάλλον το απόλυτο κακό»

«Θα χτυπήσεις τη φωτιά με νερό. Και εγώ μπορώ να σε βοηθήσω να γίνεις ο καταρράκτης που θα απαλλάξει τον κόσμο από την πύρινη λαίλαπα ή τουλάχιστον που θα βοηθήσει αρκετά και ουσιωδώς» τελείωσε.

«Δηλαδή θα με διδάξεις;» τον ρώτησα.

«Μονάχα αν είσαι έτοιμη. Για σήμερα, ωστόσο, η Επινουά έχει προστασία. Αν θες τη γνώμη μου, αρκετά πρόχειρη, επομένως έχε το νου σου. Λοιπόν, σε αφήνω τώρα νομίζω πως είναι αργά» μου είπε δίχως ωστόσο να σχολιάσει σε ποιόν Οίκο έμενε.

Για λίγο έμεινα στον κήπο μονάχη μου, παρέα με τις νεράϊδες του φθινοπώρου που έβαφαν τα φύλλα των δέντρων, εισάγοντας τον κόσμο σε μία άλλη εποχή, όταν είδα τον Γουίλ να πλησιάζει κατηφής.

«Κένταλ, λυπάμαι για πριν. Γνωρίζω πως είχες αδυναμία σε αυτό το κάθαρμα, ωστόσο καταλήξαμε πως είσαι η μόνη μας λύση στο πρόβλημα» μου είπε και ένιωσα να δυσανασχετώ.

«Γιατί όλοι σας σήμερα με θεωρείτε ως τον σωτήρα του κόσμου;» ρώτησα και τον είδα να ξαφνιάζεται.

«Δεν ήξερα πως είχες και άλλες ανήθικες προτάσεις» μου είπε πειρακτικά, μα σύντομα σοβάρεψε. «Λυπάμαι που θα στο ζητήσω, μα θα γίνεις το δόλωμα» κατέληξε και γούρλωσα τα μάτια.

«Τι θέλεις να πεις;» τον ρώτησα ενώ ταυτόχρονα τιναζόμουν επάνω.

«Σήμερα, περιμένουν επίθεση από τους Μαύρους και ο δικός σου θα πρωτοστατεί»

«Και λοιπόν;» ρώτησα ξανά προσπαθώντας να καταλάβω πού ακριβώς μας οδηγούσε αυτή η κουβέντα.

«Λοιπόν, θα τον αφήσεις να σε πάρει μαζί του. Μονάχα εσύ του προκαλείς συναισθήματα και το ξέρουμε. Θα τον παγιδεύσεις και θα αφήσεις μετά την κατάρα να κάνει τη δουλειά της. Μην ξεχνάς πως πιθανότατα οι σημερινοί του σύμμαχοι σκότωσαν τους γονείς μας και ο ίδιος αφάνισε ένα ολόκληρο χωριό. Δεν τον αποκαλείς και το καλύτερο παιδί. Ξέρω πως θα είναι απελπιστικά δύσκολο μα βασιζόμαστε επάνω σου, προκειμένου να βγάλουμε από τη μέση έναν καλό στρατιώτη και έπειτα θα προχωρήσουμε και στον καλύτερο» τελείωσε «Δέχεσαι;» με ρώτησε, ωστόσο η απάντηση ήταν μονόδρομος.

Δεν μπορούσα να αγαπώ ένα τέρας και ο Σκορπιός δεν ήταν πλέον δέκα χρονών. Όσο και αν με έπνιγε, έπρεπε να υπερασπιστώ τον κόσμο και η λύση ήταν μονάχα μία. Ο Σκορπιός έπρεπε να φύγει από τη μέση και εγώ ήμουν η μόνη λύση. Πώς όμως θα μπορούσα να σκοτώσω έναν άνθρωπο αργά και βασανιστικά και μάλιστα από την στιγμή που έτρεφα βαθιά αισθήματα γι’ αυτόν; Πώς θα άντεχα να τον βλέπω να σέρνεται και να σφαδάζει από τον πόνο, ενώ εγώ θα χαιρόμουν; Έφερα με κόπο στο μυαλό μου την εικόνα των γονιών μας. Την μητέρα μου και τον πατέρα μου. Μου έλειπαν τόσο πολύ. Ώρες ώρες ένιωθα τη μορφή τους να ξεθωριάζει στη μνήμη μου και αυτό με στεναχωρούσε.

Όμως,έπρεπε να ξεκινήσω να μπαίνω στον ρόλο του εκτελεστή. Έπρεπε και ξαφνικά ένιωσα την ανάγκη να δω ξανά τον Τόμας. Για κάποιον λόγο τον θεωρούσα ένα ώριμο στήριγμά μου και ας τον ήξερα μονάχα λίγες μέρες. Λίγα λεπτά αργότερα, από το βάθος του ορίζοντα, άκουσα κραυγές. Η επίθεση ξεκινούσε και ο χρόνος μου τελείωνε.




Το Βερθάλ, είχε μία τελείως διαφορετική όψη κατά τη διάρκεια του φθινοπώρου. Παρά το γεγονός πως ο καιρός ήταν μουντός και το κρύο τσουχτερό, κατά τις βραδινές ώρες το συγκεκριμένο μέρος είχε μία όψη μαγική που του έδινε την εμφάνιση ενός πιθανού χωριού του Αϊ Βασίλη. Η Εμίλια είχε αποκτήσει μεγάλη σύνδεση με τα παιδιά του ιδρύματος, ύστερα από τόσα χρόνια, ενώ πολλά είχαν μεγαλώσει, συνεχίζοντας τη ζωή τους στην Επινουά και επιστρέφοντας τις γιορτές και τα καλοκαίρια. Ήταν μικρό για ίδρυμα, πολύ μικρότερο από το Ντορθόριεν και η κατάσταση ήταν πιο ελεγχόμενη. Εκείνη η ημέρα ήταν μία από τις πολλές που πήγαινε στο σπίτι του Σύλβαν. Ο νεαρός μάγος είχε συνέλθει από εκείνο το μοιραίο χτύπημα, μα ένα λευκό σημάδι στο πρόσωπο είχε μείνει για να του υπενθυμίζει πως η φιλία του με τον Άϊνταν είχε πεταχτεί στα σκουπίδια.

Μόλις άκουσε το κουδούνι του, έτρεξε αμέσως να υποδεχτεί την καλύτερή του φίλη πλέον, ενώ αρπάζοντάς την από τη μέση, τη σήκωσε ψηλά στριφογυρνώντας τη μερικές φορές.

«Ξέρω πως ως μάγος μπορώ να σε σηκώσω δίχως τα χέρια μου, αλλά έτσι έχει περισσότερη πλάκα» της είπε «Τι καλό μου φέρνεις; Θα με παχύνεις στο τέλος» διαμαρτυρήθηκε παιχνιδιάρικα.

«Παραλίγο να μη στο έφερνα, καθώς έτσι όπως με γυρνούσες θα το έτρωγε το πάτωμα τελικά. Είναι κολοκυθόπιτα. Το έχουν οι μέρες εξάλλου» του είπε και εκείνος διέταξε δύο πιάτα να έρθουν πετώντας από την κουζίνα, ενώ το τραπέζι στρώθηκε μονάχο του.

«Θυμήθηκες τίποτε; Ξέρω σε έχω ρωτήσει εκατό φορές όλα αυτά τα χρόνια και καταντά κουραστικό, απλώς προτιμώ να μην χάνω την ελπίδα μου» την ρώτησε και ξεφύσησε.

«Σύλβαν, μου θέτεις πράγματι την ίδια ερώτηση εδώ και πέντε χρόνια. Δεν πτοείσαι καθόλου;» τον ρώτησε.

«Όχι, παρά το γεγονός πως έχουμε δοκιμάσει τα πάντα, μέχρι και ύπνωση» παραδέχτηκε ηττημένος «Ο χρόνος μας πιέζει και τα εγκλήματα λυμαίνονται τον κόσμο. Η άνοδος του Κέναρντ είναι πιο κοντά από ποτέ και κάτι τέτοιο, θα γίνει από το χέρι αυτουνού που δεν θυμάσαι!» σχεδόν φώναξε.

«Και εμένα με αγχώνει η ιδέα, ωστόσο γνωρίζεις πως το ξόρκι αφαίρεσης της μνήμης δεν αντιστρέφεται» συνέχισε την κουβέντα, όταν άκουσαν ένα χτύπημα στην πόρτα.

Ανοίγοντάς την, είδαν ένα μικρόσωμο πλάσμα να στέκει στο κατώφλι βήχοντας. Ήταν ο Μπένταγκ.

«Σε ξέρω εσένα» του είπε ο Σύλβαν «Είσαι το Ντουένον που μεγάλωσε τον Άϊνταν» πρόφερε και ο Μπένταγκ υποκλίθηκε.

«Μάλιστα, είναι ολόσωστες οι πληροφορίες σου. Ωστόσο, πρέπει να συστηθώ και στη δεσποινίδα από εδώ» είπε το γέρικο πλάσμα και εμφάνισε ένα άνθος πίσω από την πλάτη του προσφέροντάς το με ευγένεια. «Εσύ πρέπει να είσαι η Εμίλια» της είπε και εκείνη παραξενεμένη ένευσε θετικά.

«Πέρασε μέσα, μη στέκεσαι. Έχουμε και κολοκυθόπιτα και τζάκι αναμένο» του είπε ο Σύλβαν κοιτάζοντας την κοπέλα πλαγίως.

«Εσύ είχες καλή εξέλιξη πάντως, σε αντίθεση με τον ξεροκέφαλο, δεύτερο υιό μου, τον Άϊνταν. Αυτό να το ξέρεις, πως με στεναχώρησε τόσο πολύ, σε σημείο που αρρώστησα. Χρόνια τώρα σκέφτομαι τι να κάνω για να τον βοηθήσω και πώς. Τελικά, πρόσφατα κατέληξα πως η λύση βρίσκεται εδώ μπροστά μου» είπε ο Μπένταγκ κοιτάζοντας την Εμίλια.

«Εγώ έχω καταλήξει πριν από εσένα, ωστόσο, η κοπέλα αδυνατεί να θυμηθεί και εγώ αδυνατώ να τη βοηθήσω. Βλέπεις, ο κανακάρης σου τα έκανε μούσκεμα και μου άφησε στο πρόσωπο αυτό για στολίδι» μούγκρισε ο Σύλβαν δείχνοντας την ουλή και ο Μπένταγκ, κούνησε αποδοκιμαστικά το κεφάλι.

«Λοιπόν, λάβετε την πίτα και φύγαμε για το σπίτι σου» είπε απευθυνόμενος στην Εμίλια και συνέχισε «Για να σε προλάβω, το γιατί θα το μάθεις σύντομα» τελείωσε και οι τρεις τους κλείδωσαν την πόρτα με μία κίνηση και ξεκίνησαν να βαδίζουν στα πέτρινα μονοπάτια, τα οποία γλιστρούσαν εξαιτίας των πεσμένων φύλλων. Το θέαμα της φύσης ήταν ειδυλλιακό, με μερικά Γκέρμπιλ να τρέχουν στις πλαγιές ευθεία μπροστά τους, σκίζοντας κυριολεκτικά τον άνεμο. Φθάνοντας στο σπίτι της Εμίλια, ο Μπένταγκ, έμεινε να το θαυμάζει, καθώς η θέα του στο χείλος του γκρεμού ήταν μοναδική.

Ανέβηκαν ταχύτατα στο σαλόνι, όπου η κοπέλα σέρβιρε τσάι με πυρόχορτο και την αιώνια πίτα που ταξίδευε από σπίτι σε σπίτι. Ο Μπένταγκ, αφού πήρε την έγκρισή της, άναψε ένα ειδικό πούρο και τους ζήτησε να τον ακούσουν με προσοχή.

«Όπως σου είπα και πριν, μού πήρε πολλά χρόνια, προκειμένου να σκεφτώ να έρθω να σε βρω. Τα πράγματα γίνονται επικίνδυνα και εσύ, δίχως τις αναμνήσεις σου, καλώς ή κακώς, ήσουν προστατευμένη. Ωστόσο, με βάση και τη συμβουλή του σοφού εγγονού μου, ήρθα ως εδώ για να επαναφέρω τη μνήμη σου» έκανε μία παύση καθώς τους είδε να τον κοιτάζουν με το στόμα ανοιχτό. «Δεν με γνωρίζετε, ωστόσο να ξέρετε πως τα Ντουένον χρησιμοποιούν ένα θαυματουργό είδος μαγείας, αρκεί να το ανακαλύψουν και να το εξελίξουν. Από πάντα έκανα δώρα στους άλλους, τα οποία μελλοντικά θα τους χρησίμευαν και σε κάτι. Στη γυναίκα μου, ας πούμε, το αγριοτριαντάφυλλο, της θύμισε την επέτειό μας την κατάλληλη στιγμή. Σε άλλους δωρίζω εργαλεία, τα οποία χρησιμοποιούν, όταν η ζωή τα φέρνει έτσι που τους είναι απαραίτητα, κοινώς έχω το χάρισμα της πρόβλεψης. Το ίδιο ακριβώς συνέβη και με εσένα, νεαρή μου, τη νύχτα εκείνη στο Παρίσι, όταν ως καλλιτέχνης παρακάλεσα να σας ζωγραφίσω. Τελικά, να που ήρθε η στιγμή το σκίτσο αυτό να φανεί χρήσιμο» της είπε και ειλικρινά η κοπέλα δυσκολευόταν να θυμηθεί.

«Πραγματικά, δεν μπορώ να καταλάβω πώς ήξερες πού να μας βρεις, αλλά θαρρώ πως θα πάρω τις απαντήσεις μου. Μισό λεπτό» του είπε έπειτα από λίγο και ξεκίνησε να ψάχνει τον σάκο της διεξοδικά.

Αρχικά, δεν εντόπισε τίποτε, σύντομα όμως ο ήχος ενός χαρτιού την έκανε να ψάξει και σε μία εσωτερική θήκη που παρέμενε κλειστή. Από μέσα τράβηξε ένα χαρτί διπλωμένο και ευθύς το έδωσε στον Μπένταγκ, καθώς για κάποιον λόγο φοβόταν ακόμη και να το κρατήσει. Το Ντουένον το πήρε στα χέρια του με προσοχή και το ξεδίπλωσε.

«Θέλω να παραμείνεις ψύχραιμη. Εγώ δεν θα φύγω από εδώ, αν δεν σιγουρευτώ πως όλα θα γίνουν όπως πρέπει, πάνω από όλα για εσένα και την ασφάλειά σου» της είπε και της παρέδωσε την ζωγραφιά «κοίταξέ την προσεκτικά. Μην αποστρέψεις το βλέμα σου ούτε για μία στιγμή» την προέτρεψε και εκείνη το πήρε στα χέρια της αβέβαια και το κοίταξε.

Τότε, άξαφνα μία έκρηξη συνέβη στο μυαλό της που την έκανε σχεδόν να χάσει την όρασή της, ενώ γεγονότα ξεκίνησαν να στροβιλίζονται με πρώτο τη στιγμή του σκίτσου. Είδε ξεκάθαρα τον καλλιτέχνη στη Μονμάρτη και μετά σκηνές από το ποταμόπλοιο και την αιχμαλωσία της, τον Σιμεόν να της μιλά για τις υποψίες του για το πρόσωπο του Άϊνταν και έπειτα την ίδια να χάνεται στη ζοφερή έπαυλη, με τον Άϊνταν αργότερα να της εξομολογείται τα πάντα για τα απίστευτα βασανιστήρια που είχε βιώσει στα χέρια του πατέρα του, ενώ είδε την καρέκλα εκείνη στο υπόγειο, αλλά και τα γράμματα που είχε γράψει ο Άϊνταν με παραλήπτη την μητέρα του. Οι εικόνες ξεχύθηκαν ξανά, δείχνοντάς της το ορφανοτροφείο και τον δεκάχρονο Σκορπιό, την Κένταλ και μετά επέστρεψαν στο Παρίσι και στη σκηνή στο εγκαταλειμμένο αρχοντικό με τον Άϊνταν να τη φιλά τρυφερά και έπειτα τους δύο να βρίσκονται στο κρεβάτι στην έπαυλη με εκείνον να της μιλά για τον Σκορπιό. Κάπου εκεί προστέθηκε και η ανάμνηση με τον Άϊνταν στο σπίτι της εδώ. Εκείνο το βράδυ ήθελε απίστευτα να κάνουν έρωτα, αλλά εκείνος προτιμούσε να έχει τις αναμνήσεις της, αλλιώς δεν είχε νόημα. Φεύγοντας, της είχε αφήσει ένα γράμμα, ένα αναθεματισμένο γράμμα. Βουβά δάκρυα κύλησαν από το πρόσωπό της και τα χείλη της ξεκίνησαν να τρέμουν, ενώ η ίδια να ιδρώνει.

«Πώς μπόρεσε;» ψέλλισε μονάχα, καθώς οι λυγμοί της έκοψαν την ανάσα.




Ολόκληρη η Σχολή τρανταζόταν και ο ουρανός εξέπεμπε μία παράξενη λάμψη. Από πίσω μου άκουσα τη φωνή του Κρίστοφερ που ούρλιαζε στους μαθητές να μπουν μέσα στη Σχολή και άλλους να παραμείνουν στους Οίκους τους. Η μοναδική, που στεκόταν στην αυλή, ήμουν εγώ, καθώς έπρεπε τα πάντα να πάνε σύμφωνα με το σχέδιο. Μολαταύτα, χρειαζόμουν άμυνα αλλιώς θα σκοτωνόμουν. Δευτερόλεπτα αργότερα, μαύρες φιγούρες όργωναν τον ουρανό. Τα ξόρκια διαδέχονταν το ένα το άλλο, μα μία φιγούρα ήταν ο αρχηγός όλων, καθώς προπορευόταν πάντα.

Οι καθηγητές μας είχαν βγει στο προαύλιο με τελευταίο τον Κρις, που έτρεχε στους διαδρόμους να προλάβει το κακό, όταν έπεσε πάνω σε έναν μαυροντυμένο μάγο. Ευθύς προέταξε τα χέρια του σε στάση άμυνας, όταν μία λάμψη πήγε να τον χτυπήσει, την οποία απώθησε και κατόπιν, πάλεψε να παγιδεύσει τον αντίπαλο σε πύρινο κλοιό. Η φιγούρα ωστόσο ήταν ταχύτατη και ξεκίνησε να περπατά στους τοίχους και στο ταβάνι, αφήνοντας το σώμα της να πέσει παραλίγο επάνω του. Με μία κίνηση αίλουρου, ο Κρις την άρπαξε από τον λαιμό, αφαιρώντας μία μάσκα σαν βενετσιάνικη, για να δει το πρόσωπο της Άσα.

«Τώρα πέθανες» της μούγκρισε, αλλά αυτή χαμογέλασε απόκοσμα και άξαφνα μετατράπηκε σε σκόνη, η οποία συντέθηκε λίγο παρακάτω. Η γυναίκα ξεκίνησε να χρησιμοποιεί ρούνους, οι οποίοι άρχισαν να ρουφάνε την ενέργειά του, μέχρι τη στιγμή που κάποια άλλη δύναμη άρχισε να τους σβήνει κάνοντας της Άσα να αναρωτηθεί τι συνέβαινε. Τότε, ο Κρις πήρε μία βαθιά ανάσα παλεύοντας να ρουφήξει οξυγόνο, ενώ είδε τον Άρθουρ να πετά και να της επιτίθεται. Με μία κίνηση η Άσα τον τραυμάτισε και το πουλί σωριάστηκε στο έδαφος σπαράζοντας, με τον Κρις να ουρλιάζει το όνομά του και την Άσα τελικά να πηδά από το παράθυρο και να χάνεται στον ορίζοντα.

Εγώ, χρησιμοποιώντας λευκό φως και με τον Γουίλ στο πλευρό μου, πάλευα να αφοπλίσω μερικούς Σάμχαϊν που βαστούσαν αρχαίες ράβδους, όταν μπροστά μου προσγειώθηκε με ιδιαίτερη μαεστρία μία φιγούρα μαυροφορεμένη. Το πρόσωπό της δεν φαινόταν, το κάλυπταν οι σκιές. Τότε, την είδα να τραβά πίσω το μαύρο ένδυμα και ήρθα αντιμέτωπη με δύο σκληρά κυανά μάτια. Ένιωσα τα πόδια μου να λυγίζουν. Μπορεί να είχαν περάσει πέντε χρόνια, αλλά αυτά τα μάτια θα τα αναγνώριζα οπουδήποτε. Με αγωνία τότε και άθελά μου, αναζήτησα μέσα τους το συναίσθημα και, όταν δεν βρήκα, παρά μονάχα το μίσος, ένιωσα την καρδιά μου να κομματιάζεται. Απρόθυμα, ετοιμάστηκα να αμυνθώ.

«Γεια σου, Κένταλ» άκουσα τη φωνή του, την υπέροχη αντρική του φωνή. «Επιτέλους συναντιόμαστε. Τι; Δεν θα μου γυρίσεις την πλάτη, όπως έκανες και τότε; Μάλλον όχι, καθώς τώρα έχεις μπροστά σου αυτό που πάντα πίστευες πως ήμουν. Ένα κάθαρμα Εβένινος!» άκουσα τις φωνές του και μην έχοντας τι να πω, έσφιξα απλώς τις γροθιές μου, έτοιμη να εξαπολύσω το ξόρκι μου και το ίδιο έκανε και εκείνος.

Στα χέρια και των δύο η αντίστοιχη ενέργεια δυνάμωνε. Η δική μου είχε ένα λαμπερό, λευκό χρώμα και η δική του, το μαύρο του ερέβους. Τον έβλεπα να με κοιτάζει με μίσος, χαμένος στον κυκεώνα των σκέψεών του, μέχρι που η ενέργειά του εξαπολύθηκε και το ίδιο και η δική μου, σηκώνοντας σκόνη, παρασέρνοντας δέντρα και ό,τι άλλο είχε βρεθεί στο διάβα μας. Τα μάτια του είχαν μετατραπεί σε δύο ολόμαυρα πηγάδια με πάτο τους την άβυσσο. Τα κοιτούσα και δεν τα αναγνώριζα, πάλευα μάλλον να γεφυρώσω μάταια αυτά τα πέντε χρόνια που είχαν περάσει σε μία μονάχα στιγμή, ωστόσο κάτι τέτοιο ήταν φυσικά αδύνατον. Καθώς όμως ήταν πια θέμα επιβίωσης, γρήγορα ανέκαμψα και ξεκίνησα να συγκεντρώνω δύναμη για ακόμη μία φορά. Το ίδιο σκηνικό επαναλήφθηκε πολλές φορές, μα ο νεαρός απέναντί μου φάνηκε να μην τον αγγίζει τίποτε. Από το μέτωπό μου κυλούσε ιδρώτας, ενώ η ανάσα μου έβγαινε πλέον κοφτή. Η επόμενη προσπάθειά μου με οδήγησε να χάσω τις αισθήσεις μου και να καταρρεύσω, καθώς είχα εξαντλήσει τις δυνάμεις μου και τα αποθέματά μου. Προτού σωριαστώ στο έδαφος, άκουσα ένα ειρωνικό γέλιο, ενώ το πρόσωπο του Σκορπιού είχε σχηματίσει ένα σατανικό χαμόγελο.




Όταν άνοιξα ξανά με κόπο τα μάτια μου, δίχως να γνωρίζω πόσες ώρες είχαν περάσει από τη στιγμή που λιποθύμησα, ένιωσα το σώμα μου αδύναμο, ενώ η κάθε μου κίνηση μού χάριζε και έναν πόνο. Μόλις κατάφερα να ανακτήσω πλήρως τις αισθήσεις μου, κατάλαβα πως βρισκόμουν πεσμένη σε ένα παγωμένο πάτωμα, ενώ από το στόμα μου έβγαιναν ατμοί από το κρύο. Ασυναίσθητα, τύλιξα τα χέρια μου γύρω από το σώμα μου και πάλεψα να σηκωθώ τρεκλίζοντας. Το βλέμμα μου πλανήθηκε γρήγορα στον σιωπηλό χώρο, κάνοντάς με να καταλάβω πως βρισκόμουν σε ένα κτίριο, πιθανότατα εγκαταλελειμμένο. Από μακριά, ακούστηκαν βήματα και για κάποιον λόγο, πισωπάτησα τρομαγμένη και κόλλησα στον τοίχο, όταν από τα κάγκελα που με εγκλώβιζαν, εμφανίστηκε μία ψηλόλιγνη σιλουέτα. Φτάνοντας σχεδόν μπροστά μου, αναγνώρισα τα ψυχρά, μα σχεδόν τέλεια χαρακτηριστικά του. Τα σμαραγδένια του μάτια έλαμπαν στο σκοτάδι.

«Για δες ποιά μας ήρθε… η Λευκή γειτόνισσα» άκουσα την ειρωνική χροιά του Άϊνταν, ωστόσο τον αντιπαθούσα σε τέτοιο βαθμό που ακόμη και η ιδέα της ύπαρξής του με εκνεύριζε.

«Θέλεις να πεις πως με πήρατε με το ζόρι. Τι έγινε, Άϊνταν; Ίδιος και απαράλλαχτος βλέπω, καθίκι όπως τότε» μούγκρισα εξοργίζοντάς τον στο λεπτό.

«Σκάσε, αλλιώς θα το μετανιώσεις πικρά. Να ξέρεις, πως το κελί σου φυλάσσεται από ρουνικά μάγια, επομένως είσαι καταδικασμένη. Επίσης, εκτός του ότι μου είσαι απεχθέστατη, προφανώς το ίδιο συμβαίνει και με τον αδερφό μου, ο οποίος αρνείται να κατέβει να σε δει, ακόμη και αν ήταν για να σε φτύσει. Φυσικά, γνωρίζω το γιατί, το θυμάμαι…» ξεκίνησε να μου λέει και ένιωσα το αίμα μου να κοχλάζει.

«Δεν σε αφορούν τα προσωπικά μας θέματα!» του φώναξα «Και τώρα πες μου, πού στο ανάθεμα είμαι» έδωσα την προσταγή.

«Στα ανάκτορα Πρόσχωβ των τσάρων, στη Ρωσία, στην πόλη Γιαροζίλ. Καλό κρύο σου εύχομαι εδώ μέσα, γιατί να ξέρεις πως το βράδυ η θερμοκρασία πέφτει επικίνδυνα πολύ» μου είπε με ένα χαιρέκακο χαμόγελο, αιώνια σχηματισμένο στο όμορφο πρόσωπό του.

“Κατάρα!” σκέφτηκα και έκατσα ξανά στο έδαφος. Το σχέδιο δεν θα έλεγα πως πήγαινε σύμφωνα με τον προγραμματισμό μας, καθώς ο Σκορπιός δεν ήθελε ούτε να με βλέπει. Από την άλλη, έπρεπε να παραδεχτώ τουλάχιστον στον εαυτό μου, πως μέσα μου ένιωθα τόση παραίτηση, που δεν είχα πλέον καμία όρεξη να θέσω σε εφαρμογή κανένα απολύτως σχέδιο εξόντωσης.

Ο Άϊνταν, ωστόσο, κατευθύνθηκε αμέσως στην τεράστια αίθουσα της βιβλιοθήκης, παλεύοντας να βρει τη λύση, σε αυτήν την καταραμένη κατάρα που κάποτε είχε βάλει στο βρέφος. Από το μυαλό του περνούσαν οι στιγμές των τελευταίων πέντε χρόνων. Αρχικά, η συγκατοίκησή του με τον Σκορπιό ήταν αμήχανη. Τα δύο αδέρφια δεν γνώριζαν καθόλου ο ένας τις συνήθειες και τον χαρακτήρα του άλλου, πράγμα που αρχικά τους δυσκόλευε. Αργότερα όμως, κατάλαβε πως είχαν αρκετά κοινά σημεία, ιδιαίτερα στο φαγητό, όταν και οι δύο έτρωγαν με όρεξη οτιδήποτε είχε να κάνει με ζυμαρικό. Ο Άϊνταν, καθώς είχε την ευθύνη του αδερφού του, φρόντιζε να υπάρχει πάντοτε στο σπίτι φαγητό, ενώ μία φορά που ο μικρός είχε αποφασίσει να κατέβει από την κουπαστή της σκάλας τσουλώντας, είχε γλιστρήσει καθώς δεν πρόλαβε να αιωρηθεί. Μέχρι να βεβαιωθεί πως ήταν εντάξει, του Άϊνταν η καρδιά είχε χάσει δέκα χτύπους. Ωστόσο, η κατάρα δυσκόλευε το αδερφικό τους δέσιμο, καθώς κρατούσε τον μικρό μακριά από την εκδήλωση των συναισθημάτων. Αυτό, όπως επίσης και κάποιες κρίσεις πόνου, έδωσαν στον Άϊνταν να καταλάβει το τραγικό του λάθος, καθώς πλέον δεν ήθελε δίπλα του έναν στρατιώτη, αλλά τον αδερφό του.

«Την είδες;» άκουσε την ψυχρή φωνή του Σκορπιού και βγήκε απότομα από τις σκέψεις του.

«Τη Λευκή; Ναι. Θρασύτατη όπως πάντα και με μεγάλο στόμα. Απορώ τι της βρήκες…» του πέταξε και ο Σκορπιός σοκαρίστηκε.

«Τι είναι αυτά που λες;» του φώναξε.

«Κοίταξε, έχω τα διπλά σου χρόνια, δύο μάτια και ένα κοφτερό μυαλό. Δεν θέλει και πολύ για να το καταλάβω, πως πέντε χρόνια πριν σου κομμάτιασε την καρδιά και της το φυλάς μέχρι και σήμερα. Πρόσεχε όμως… Ξέρεις πως δεν τη χωνεύω και ελπίζω να μην γίνει η αιτία για τραγωδίες. Ωστόσο, την χρειαζόμαστε για την αφαίμαξη που έχει δρομολογηθεί και τελοσπάντων, αν είναι να με κοιτάζεις έτσι, πήγαινε και μίλησέ της ή χαστούκισέ την, δεν με νοιάζει!» ξεκίνησε και ο Σκορπιός του είπε απλά:

«Και εσύ;» τον ρώτησε και ο Άϊνταν απέστρεψε το βλέμμα του. «Τι σε εμποδίζει να είσαι με αυτήν που αγαπάς, αδερφέ; Τόσα χρόνια μαραζώνεις και έχεις καταντήσει ένα ψυχρό και μίζερο πλάσμα. Αν μη τι άλλο, η Εμίλια είναι η χαρά του Θεού. Ξέρω πως ποτέ μου δεν θα μπορέσω να της εκφράσω τα συναισθήματά μου, ωστόσο εσύ είσαι αδικαιολόγητος» του είπε.

«Η Εμίλια θα εχει προχωρήσει τη ζωή της. Αυτό ήθελα και εγώ εξάλλου, γι’ αυτό της αφαίρεσα τη μνήμη. Γιατί εγώ είμαι λίγος και επικίνδυνος και μαζί μου δεν θα έχει ποτέ μία γλυκιά ζωή, όπως την ονειρεύεται» ήταν οι τελευταίες του κουβέντες, προτού σηκωθεί απότομα και φύγει.

Ο Σκορπιός έμεινε για λίγο ακίνητος να κοιτάζει τις νιφάδες που έπεφταν αργά. Το κρύο ήταν υπερβολικό και το μυαλό του γυρνούσε στην εικόνα της Κένταλ. Ωστόσο, κάθε φορά που τη σκεφτόταν, ένιωθε έναν πόνο στο στήθος του. Αδυνατούσε να της συγχωρέσει εκείνη την προδοσία. Μολαταύτα, ξεφυσώντας πήρε την απόφαση να κατέβει μέχρι το δωμάτιο που βρισκόταν εκείνη αιχμάλωτη.




Άκουσα ξανά βήματα. Αυτή τη φορά, ο ήχος τους ήταν αλλιώτικος. Λίγο ασταθής. Παλεύοντας να διακρίνω τον επισκέπτη, σύρθηκα μέχρι την άκρη, μερικά εκατοστά πριν από τα κάγκελα. Τότε, τον είδα. Αυτά τα κυανά, ολόλαμπρα μάτια του πιο πονεμένου παιδιού που είχα γνωρίσει ποτέ. Τον είδα να με πλησιάζει αμίλητος και τεντώνοντας το χέρι του με μία κίνηση και έναν σχηματισμό ενός συμβόλου, αφαίρεσε τα κάγκελα και εξακολουθώντας να μένει αμίλητος, ήρθε και στάθηκε μπροστά μου. Για λίγα δευτερόλεπτα, κοιτούσαμε ο ένας τον άλλο σιωπηλοί, μέχρι που ένα ξαφνικό χαστούκι προσγειώθηκε στο πρόσωπό μου από το πουθενά.

«Όσο και αν σε πόνεσε, πίστεψέ με δεν ένιωσες ούτε το ένα τρίτο του πόνου που εσύ μου προκάλεσες εκείνη την ημέρα» μούγκρισε και για πρώτη φορά, έχασα τη φωνή μου. Τα μάτια μου έπεσαν στο πάτωμα και έμεινα έτσι, να βαστώ απλά τη μία πλευρά του προσώπου μου. «Την ημέρα εκείνη στο ηφαίστειο Μπέλντελ, τότε που ο αδερφός μου παραλίγο να σε σκοτώσει, εγώ έτρεξα να σε υπερασπιστώ παρά το πρόβλημά μου. Καθώς έτρεχα, με στόχο μου μία καλή πράξη, το στήθος μου σκιζόταν στα δύο με έναν πόνο τόσο ισχυρό, σχεδόν όσο και αυτός της γέννας για μία γυναίκα. Ήταν λες και άνοιγαν το σώμα μου με πριόνι. Ξέρεις τι σημαίνει αυτό, για ένα παιδί έντεκα χρονών; Όχι. Εμένα ωστόσο δεν με απασχολούσε το αν θα ζούσα, αλλά το αν θα ζούσες εσύ. Την ίδια μέρα, λίγο αργότερα ήρθα σε αντιπαράθεση με αυτόν τον ηλίθιο τον Νόαμ, ο οποίος με δούλευε και με αποκαλούσε φρικιό, ενώ με απείλησε πως όταν εγώ θα κατέληγα στη φυλακή εξαιτίας του χρώματός μου, εκείνος θα έκανε κακό σε εσένα. Τη στιγμή λοιπόν που πήγα να του δώσω ένα μάθημα για τα λεγόμενά του, περνούσε τυχαία ο Άλαν και καταλάθος τον χτύπησα. Ούτε το ήθελα ούτε το είχα σχεδιάσει και ξέρεις γιατί; Γιατί ο Άλαν μου περνούσε αδιάφορος ως προσωπικότητα. Δεν είχα τίποτε να ζηλέψω από αυτόν, ούτε τη δύναμή του ούτε τα αισθήματά του για εσένα, γιατί ήξερα. Βλέπεις, δεν είσαι η μόνη που μπορεί να διαβάζει τους άλλους. Μπορώ και εγώ και με τεράστια ευκολία. Ήξερα λοιπόν πως τον Άλαν τον αγαπούσες σαν φίλο, ενώ εμένα… Εμένα διαφορετικά. Δεν είχα λοιπόν κανέναν εμφανή λόγο να θέλω να τον χτυπήσω, δεν είμαι μία διαταραγμένη προσωπικότητα, απλώς ένας άνθρωπος, που η ζωή του στερεί το δικαίωμα να μπορεί να εκφραστεί ελεύθερα. Εγώ λοιπόν σού απέδειξα τι σήμαινες για εμένα πολλές φορές, αλλά τελικά και εσύ το έκανες. Μου απέδειξες πως ήμουν έναν τίποτα, από τη στιγμή που πίστεψες τον Νόαμ, ένα καθίκι που σε απεχθανόταν και σε υποτιμούσε. Ήρθα λοιπόν ως εδώ, για να σου πω πως πλέον η συγγνώμη σου δεν έχει καμία σημασία γιατί θα έχει ειπωθεί μετά από τα σημερινά μου λόγια. Εγώ δεν χρειάστηκα ποτέ μου αποδείξεις για το ποια ήσουν, το ήξερα. Εσύ όμως δεν με εμπιστεύθηκες ποτέ σου. Καλό σου βράδυ και…» πήγε να πει με φωνή σπασμένη, ενώ το ένα του χέρι κρατούσε το στήθος του διακριτικά. «Μετακινήσου στη γωνία, έχει λιγότερα ρεύματα» ολοκλήρωσε βήχοντας ελαφρώς και γυρνώντας μου την πλάτη εξαφανίστηκε.

Όλη τη νύχτα, σκεφτόμουν πως μου άξιζε. Κάθε του κουβέντα με έκοβε σαν λεπίδα, ωστόσο ήταν η πικρή αλήθεια. Τελικά, εκείνος είχε περισσότερο θάρρος από εμένα, καθώς δεν δίστασε να σταθεί μπροστά μου και να μου τρίψει στη μούρη όλα μου τα λάθη. Πράγματι, εκείνος είχε παλέψει για να σταθεί ανάμεσα σε εμένα και στον αδερφό του, αψηφώντας τον κίνδυνο στον οποίο εξέθετε τον εαυτό του. Το ίδιο είχε κάνει και το βράδυ εκείνο που με βοήθησε να βγω από τον εφιάλτη, τον οποίο κάποιος με δόλιο τρόπο είχε φυτέψει στην ψυχή μου.

Τελικά, αν έκανα μία ώριμη αναδρομή στο παιδικό μας παρελθόν, θα ανακάλυπτα πολλές από τις στιγμές, που ο Σκορπιός με είχε γλιτώσει από φασαρίες, θανάσιμες φασαρίες. Ωστόσο, εγώ υποτίθεται πως είχα έρθει ως εδώ, με τη μορφή του δολώματος, προκειμένου να σώσω τον κόσμο από έναν ακόμη Σάμχαϊν. Τελικά κατέληξα, πως το χρώμα δεν έπαιζε κανέναν ρόλο. Ο πόλεμος που σιγόβραζε είχε ξεκινήσει από μία παρεξήγηση και μία γενίκευση της φύσης των Μαύρων. Δεν ήταν όλοι τους σατανικοί. Ο Σκορπιός που είδα δεν ήταν σατανικός, αλλά ένας απλός, πληγωμένος νεαρός άντρας. Ένας άντρας που υπήρξε αφοσιωμένος στον παιδικό του έρωτα, που τον είχε προδώσει με τον χειρότερο τρόπο. Αν ήθελα να σταματήσω αυτό που ερχόταν, έπρεπε να δείξω στον κόσμο την ανθρώπινη πλευρά των Σάμχαϊν.

Βέβαια, κάτι τέτοιο με τον Άϊνταν φάνταζε αδύνατον, αλλά σε αυτό το σημείο έρχονταν τα λόγια του Τόμας να χωθούν σαν σφήνα στο μυαλό μου. Πώς πρέπει πάντοτε να παλεύω να διαβάσω την ιστορία του άλλου. Έτσι, έπρεπε λοιπόν να κάνω και με αυτόν τον ψυχρό άντρα, ο οποίος τώρα στεκόταν στο κελί μου μπροστά και με κοιτούσε σιωπηλός.

«Μέρα» του είπα.

«Το βλέπω και εγώ. Τώρα όσο για το αν θα είναι καλή, θα φανεί» άκουσα την αιώνια, ειρωνική φωνή του Άϊνταν και τότε μου ήρθε η ριψοκίνδυνη ιδέα, να παλέψω να μπω στο μυαλό του, όταν θα είναι αφηρημένος και δεν θα το προσέξει. Μπορεί να μην μπορούσα να μιλήσω σαν τους δράκους μέσα στο μυαλό των άλλων, όμως οι Λευκοί μάγοι με εξάσκηση και λίγο χάρισμα ήταν ικανοί να διαβάσουν την σκέψη των άλλων, όπως και οι Εβένινοι «Με διαταγή του αδερφού μου σού έφερα κάτι» συνέχισε και εγώ είδα λίγο ψωμί με τυρί.

Σιωπηλή έσκυψα και το πήρα, δίχως να τον κοιτάζω.

«Τι συμβαίνει Λευκή; Σου έφαγε η γάτα τη γλώσσα σήμερα; Χθες κελαηδούσες και με αποκάλεσες με περισσή ευχαρίστηση καθίκι. Μάλλον το χαστούκι του αδερφού μου σε ίσιωσε» τον άκουσα ξανά και το γνωστό αίσθημα της οργής με επισκέφτηκε, ωστόσο πάλεψα να το συγκρατήσω, καθώς τον είδα να αποχωρεί.

Μασούλησα απρόθυμα το γεύμα μου, ενώ δάκρυα ξεκίνησαν να τρέχουν ξανά από τα μάτια μου. Πώς τα είχα κάνει έτσι; Με το στομάχι μου δεμένο σε κόμπο, παράτησα το πιάτο μου στην άκρη και κουλουριάστηκα ξανά στη γωνία του κελιού μου. Εκεί που τα ρεύματα του αέρα ήταν λιγότερα. Δευτερόλεπτα μετά, το σκοτάδι της θλίψης με τύλιξε και οι λυγμοί με έπνιξαν, όταν άκουσα ξανά βήματα.

«Τι συμβαίνει, Κένταλ; Συνειδητοποίησες ξαφνικά τα όσα σου είπα χθές;» άκουσα τον Σκορπιό και ειλικρινά, ένιωσα ξανά την τιμωρία του μαστιγίου να επιστρέφει.

«Ξέρω πως δεν έχει καμία σημασία πια, μα συγγνώμη. Δεν μπορώ να κάνω, ούτε να πω κάτι άλλο, καθώς δεν θα έχει σημασία» προσπάθησα να του πω, ωστόσο εκείνος χαμογέλασε πικρά.

«Ξέρεις τι ήταν εκείνο που με σκότωσε; Πως εγώ ήμουν πρόθυμος να δώσω τη ζωή μου για εσένα, ενώ εσύ δεν ήσουν πρόθυμη ούτε καν να ανοίξεις το στόμα σου και να με υπερασπιστείς απέναντι στον Νόαμ. Όχι απέναντι στον αδερφό σου, αλλά στον Νόαμ, Κένταλ, ένα κομπλεξικό και ανήθικο παιδί. Αυτό δεν μπόρεσα και δεν ξέρω αν θα μπορέσω ποτέ μου να το καταπιώ. Γνωρίζεις πως είσαι εδώ για αφαίμαξη, έτσι δεν είναι;» με ρώτησε και ένευσα θετικά. «Λοιπόν, να ξέρεις πως λυπάμαι γι’ αυτήν την κατάληξη» ολοκλήρωσε και τότε μου ήρθε στο μυαλό μία αυθόρμητη ερώτηση.

«Θες πραγματικά να επιστρέψει εκείνος; Ο Κέναρντ, εννοώ, ο παππούς σου».

«Εγώ δεν είμαι ο Άϊνταν. Βλέπεις, ο αδερφός μου του έχει αδυναμία, γιατί επιθυμεί διακαώς να νιώσει τη συγγενική αγάπη. Εμένα όλο αυτό μου περνά αδιάφορο γιατί δεν το έχω ανάγκη. Σε αντίθεση με εκείνον, εγώ δεν επιθυμώ να αγαπηθώ, αλλά να αγαπήσω. Θέλω να μπορώ να χαμογελάσω χωρίς να πονάω, να έχω φίλους να μοιράζομαι, έστω και αποκλειστικά Σάμχαϊν, αφού ο υπόλοιπος κόσμος μας μισεί. Στη ζωή μου αγαπήθηκα πολύ, ευτυχώς, από μία γυναίκα, την Εμίλια. Ένιωσα τι σημαίνει να έχεις κάποιον δίπλα σου, σε αντίθεση με τον Άϊνταν. Έτσι δεν προσμένω από κάποιον νεκρό παππού να μου δώσει αγάπη» τελείωσε και ειλικρινά πόνεσε η ψυχή μου.

«Σε παρακαλώ, μπορείς να με βγάλεις από εδώ για λίγο; Απλώς να περπατήσω υπό την αυστηρή επίβλεψη έστω κάποιου. Σε ικετεύω, αν δεν ξεσπάσω θα τρελαθώ» τον παρακάλεσα, όταν άκουσα κάποιον να λέει από πίσω:

«Ούτε να το σκέφτεσαι». Ήταν η φωνή του Άϊνταν και πρόσεξα ένα πονηρό χαμόγελο στο πρόσωπο του Σκορπιού.

«Λοιπόν, μπορείς να πας για περπάτημα, αλλά θα σε προσέχει ο αδερφός μου» μου ανακοίνωσε ο Σκορπιός και είδα τον Άϊνταν να τον καρφώνει απότομα.

«Όχι! Αποκλείεται...» ξεκίνησε.

«Δεν δέχομαι όχι, Άϊνταν. Ως και οι κρατούμενοι στις φυλακές προαυλίζονται. Λοιπόν, δική σου» του πέταξε και έφυγε με εμένα να τον κοιτάζω τρέμοντας.

«Αν θες να σε βγάλω από εδώ, τότε σταμάτα να κλαις» μου είπε και ξαφνιάστηκα. Για κάποιον λόγο, δεν περίμενα να ακούσω αυτήν την κουβέντα.

«Γ-γιατί;» τόλμησα να ρωτήσω.

«Γιατί δυσκολεύομαι να το διαχειριστώ» ήρθε η απάντηση, αφήνοντάς με άναυδη.





Ιφιγένεια Μπακογιάννη