Η κατάρα του Ορφανού - Η άνοδος του Κεναρντ (Κεφάλαιο 3)

Όση λάμψη έκρυβε η Βέρνια, ακόμα και το μουντό Κλίφγκεϊτ του Λονδίνου, τόση κατήφεια και σιωπή έκρυβαν τα σκοτεινά προάστια της γαλλικής πόλης. Κοντά στα σύνορα του απόκοσμου κρατιδίου, όπως θα χαρακτηριζόταν πια η Ένταρταουν, βρισκόνταν η Σιδερένια Πύλη που οδηγούσε στην Περιφέρεια του Αντίστροφου Χρόνου, το άντρο των ψυχών που είχαν διαπράξει ανοσιουργήματα, ειδεχθείς και απεχθέστατες πράξεις αλλά και όσων φωτεινών ψυχών απλώς περνούσαν από κει, δίχως να παραμένουν, προκειμένου να μεταβούν στην επόμενη πνευματική ζωή.

Όπως ακριβώς ίσχυε με τα πιστεύω των κοινών ανθρώπων, έτσι ακριβώς και στην περίπτωση του μαγικού κόσμου, υπήρχε αυτό που θα λέγαμε Κόλαση και Παράδεισος. Η διαφορά ήταν πως η Κόλαση δεν βρισκόταν σε ένα αόριστο μέρος κάπου στα έγκατα της Γης αλλά επάνω σε αυτήν. Διέθετε σχεδόν αυτό που θα λέγαμε σάρκα και οστά, ήταν πραγματική και μπορούσε να την επισκεφθεί ο οποιοσδήποτε, καταλήγοντας ωστόσο να μην επιστρέψει ποτέ πίσω. Σύνορά της, που την ξεχώριζαν από την υπόλοιπη πόλη, ήταν η Σιδερένια Πύλη. Με μια πρώτη ματιά και στη θέα των ξύλινων πάγκων για να κάθεται ο κόσμος, θα έλεγες πως επρόκειτο απλώς για ένα εγκαταλελειμμένο μέρος, παράξενο και απόκοσμο.

Στην πραγματικότητα ήταν κάτι πολύ χειρότερο από αυτό. Ήταν ένα μέρος όπου βασίλευε ο Κριτής των Ψυχών, ο Θάνατος. Μία οντότητα ούτε καλή ούτε κακή. Ένα πλάσμα στο φάσμα του γκρίζου, το οποίο ήταν ικανό να σου τρελάνει την ψυχή και να την παγιδεύσει για πάντα στην Περιφέρεια, αν έκρινε την ύπαρξη έστω και της παραμικρής ασέβειας. Περιφερόταν μερόνυχτα επιβλέποντας τα μαυσωλεία, τους τάφους των πιο καταραμένων και σκοτεινών μάγων που υπήρξαν ποτέ στην ιστορία. Ωστόσο, κάπου ανάμεσα στα γυμνά και μαυρισμένα δέντρα, κάτω από ένα κλαρί στο οποίο είχε κάποτε τοποθετηθεί μία θηλιά και όπου σήμερα κρέμονταν άτσαλα απλώς τα κόκκαλα του νεκρού, βρισκόταν ένας τάφος μισοσπασμένος. Από μέσα του ακουγόταν ο χτύπος μίας καρδιάς. Μιας μαύρης καρδιάς που ακόμη και τον ίδιο τον Θάνατο ανατρίχιαζε. Ο Κέναρντ καρτερούσε την ανάστασή του και ο Θάνατος είχε ετοιμαστεί για να υποδεχτεί έναν παράτολμο νεαρό μάγο.







Στο διάδρομο της Επινουά επικρατούσε αναταραχή. Ο Γουίλ, καθώς και η υπόλοιπη παρέα, γνώριζαν πως η Κένταλ βρισκόταν στα χέρια των Σάμχαϊν, ωστόσο υπολόγιζαν πως ήταν το καλύτερο σχέδιο για την εξόντωση του Σκορπιού. Στα αναρρωτήρια ο Κρίστοφερ έστεκε στο προσκεφάλι του Άρθουρ στον οποίο οι Ναΰρι έβαζαν αλοιφές για να μη μολυνθούν οι πληγές. Δίπλα του η Μάντυ φαινόταν να περνά την ίδια αγωνία.

«Τελικά τον αγαπάς, έτσι δεν είναι;» ρώτησε τον Κρίστοφερ που δεν είχε τραβήξει λεπτό το βλέμμα του από την κουκουβάγια.

«Δεν έχεις ακούσει πως τα ετερώνυμα έλκονται; Δεν γνωρίζω το γιατί, μα αυτή η κουκουβάγια είναι διαφορετική από τις άλλες. Δεν ξέρω ωστόσο πώς να σου το εξηγήσω αυτό καλύτερα» της είπε αστειευόμενος.

«Τρελο-Κρίστοφερ, λυπάμαι που σε απογοητεύω, αλλά δεν είσαι καθόλου ο τύπος μου» ακούστηκε βραχνά η φωνή του Άρθουρ και οι δύο μάγοι γέλασαν.

«Όπως είσαι πεσμένος, καλό θα ήταν να προσέχεις τα λόγια σου» πρόφερε ο Κρίστοφερ και ανακουφισμένος από την εξέλιξη της υγείας του πουλιού, έκανε σήμα τόσο στην Μάντυ όσο και στην Κέντρα που στεκόταν στο κατώφλι της αίθουσας, να τον ακολουθήσουν στο γραφείο του διευθυντή.

Ειδοποιώντας και τον γνώμο καθηγητή, οι τέσσερίς τους εισήλθαν στην τεράστια αίθουσα κλείνοντας την πόρτα πίσω τους.

«Σας κάλεσα, γιατί συμβαίνουν πολλά και σοβαρά πράγματα. Αρχικά, θα πρέπει να πάρουμε παρουσίες όλων των μαθητών καθώς με το χάος που προκλήθηκε, πολύ φοβάμαι πως ίσως υπάρχουν απώλειες. Οι Σάμχαϊν έφυγαν πολύ ξαφνικά και ανησυχώ. Επίσης, θα πρέπει να αντικατασταθεί άμεσα η Φάνινγκ. Νομίζω έγινε ξεκάθαρη πλέον η στάση της και η θέση της. Τη ρούφηξε το σκοτάδι των ρούνων» ξεκίνησε να λέει.

«Πάντοτε είχε την τάση να ακολουθεί αυτήν την πορεία. Δεν θα έλεγα λοιπόν πως λοξοδρόμησε τώρα στα γεράματα» πετάχτηκε η Κέντρα.

«Συμφωνώ, ωστόσο τώρα που ανέφερες τους ρούνους, συνέβη κάτι περίεργο. Τη στιγμή που η Άσα με είχε στριμώξει με ρουνικά ξόρκια πνίγοντάς με, μια άλλη δύναμη τράβηξε τα ξόρκια πίσω και κατόρθωσα να ανασάνω. Δεν μπόρεσα να διακρίνω κάποιον, αν και μεταξύ μας δεν υπήρχε κανένας άλλος τριγύρω εκτός ίσως από τον Άρθουρ» τελείωσε ο Κρίστοφερ και όλοι κοιτάχτηκαν μεταξύ τους.

«Αυτό είναι πραγματικά πολύ περίεργο. Ωστόσο, αυτή η Σχολή είναι γεμάτη μυστικά σε τέτοιο σημείο, που έχω αρχίσει να πιστεύω πως κακώς αγνοήσαμε την ανοικοδόμηση της Σαβανά Επίν. Θα ήμασταν πιο ασφαλείς εκεί. Γνωρίζουμε πως η Επινουά έπεσε κάποτε στα χέρια μιας πολύ ισχυρής μάγισσας, εξίσου ισχυρής με τον Κέναρντ» είπε ο Τζέιμι. «Η Επινουά υπήρξε πάντοτε το άντρο των Σάμχαϊν» τελείωσε και όλοι συμφώνησαν σιωπηλά, ωστόσο η σχολική χρονιά είχε ξεκινήσει και κατά πώς φαινόταν, όχι με τις καλύτερες προδιαγραφές.

Στον έβδομο όροφο της Σχολής, βρισκόταν αυτό που όλοι ονόμαζαν Παρατηρητήριο. Ήταν ένας όροφος κωνικός με ξύλινο πάτωμα και καναπέδες ολόγυρα για όσους μαθητές επιθυμούσαν να θαυμάσουν τη θέα από ψηλά. Τα φωσφορούχα κιτροπούλια, πλάσματα της νύχτας, ήταν ορατά καθώς πετούσαν συνήθως σε μεγάλο υψόμετρο. Σε αυτούς τους καναπέδες βρισκόταν ξαπλωμένος ο Τόμας παρέα με ένα βιβλίο. Η ημέρα είχε περάσει και εκείνος δεν είχε δει καθόλου την Κένταλ, ενώ μετά την επίθεση των Μαύρων, είχε αρχίσει να ανησυχεί για την τύχη της, καθώς ήξερε πως για την ανάσταση ενός σκοτεινού μάγου, χρειαζόταν και το ισχυρό αίμα ενός Λευκού.

Στη σκέψη και μόνο ένιωσε την καρδιά του να χτυπά ακανόνιστα. Παρά το γεγονός πως δεν τη γνώριζε καιρό, δεν δυσκολεύτηκε καθόλου να διαβάσει την ιστορία της και ας μην το είχε καταλάβει η ίδια. Ήταν μια κοπέλα όμορφη και καλή, που είχε ορφανέψει από πολύ μικρή. Γλυκό και καλό παιδί, μα με ένα αγκάθι να την πονά, ένα αγκάθι ενός έρωτα που φαινόταν χαμένος. Στη σκέψη χαμογέλασε. Μακάρι όλα τα αγκάθια να ήταν απλώς χαμένοι έρωτες, καθώς υπήρχαν και κάποια πολύ χειρότερα που δύσκολα έβρισκαν γιατρειά. Τέτοια αγκάθια ήταν καρφωμένα στη δική του ψυχή και η επαφή του με την Κένταλ έκανε την ύπαρξή τους λίγο πιο υποφερτή.




Ο Σιμεόν είχε μόλις επιστρέψει στο σπίτι του με τον Μόρθιλ να καθαρίζει τα διάφορα βότανα και να τα ξεχωρίζει. Χαιρέτησε τον Πορφυρό μάγο, του οποίου όμως το χαμόγελο έσβησε μόλις μπήκε τελικά στο σπίτι και κάθισε βαρύς στην πολυθρόνα. Διέταξε την τσαγιέρα του να ξεκινήσει να ετοιμάζει ένα τσάι ηρεμιστικό και ο ίδιος με μία κίνηση έπιασε στα χέρια του ένα χοντρό βιβλίο, ένα οικογενειακό άλμπουμ, στο οποίο οι φωτογραφίες εμφανίζονταν μονάχα, όταν αναγνώριζε οικογενειακό μέλος.

Για πρώτη φορά, έπειτα από χρόνια ξεκίνησε και πάλι να κλαίει.

«Πόσο πολύ μου λείπετε… Ήμασταν μία υπέροχη οικογένεια. Γιατί; Θα πάρω άραγε ποτέ μου μία απάντηση σε αυτά τα “γιατί”; Μεγαλώσαμε δεμένοι, από καλούς γονείς… Τι άλλαξε, Κέναρντ; Τι σκατά άλλαξε; Εσύ ήσουν πάντοτε το πρότυπό μου, το στήριγμά μου, ο φίλος και ο αδερφός μου φυσικά. Μετά τη μεταστροφή σου όμως μας πήρε όλους η κατηφόρα. Τα δευτερανήψια μου μεγάλωσαν μακριά μου, ο ένας σε ορφανοτροφείο και ο άλλος βασανισμένος με εμένα να του έχω γυρίσει την πλάτη. Η πρώτη μου ανηψιά σκοτώθηκε, πάντοτε αδύναμη να σταθεί στα πόδια της και να διεκδικήσει τη ζωή της μποστά σου. Το διανοείσαι; Εσύ, τύραννος; Εσύ που πολεμούσες για την ισότητα και τη δικαιοσύνη από παιδί; Που είχες φίλους από όλα τα χρώματα; Που ο πρώτος και μοναδικός σου έρωτας ήταν μία μάγισσα της Ασημένιας Πένας; Ο Γουίλφρεντ έπεσε νεκρός, μάλλον από τα χέρια του Άινταν και εσύ… μου χάρισες το νεφρό σου και χάθηκες στο σκοτάδι, αφήνοντάς με με έναν όρκο τον οποίο πρέπει να σπάσω. Γιατί θα σε πολεμήσω, Κέναρντ, θα το κάνω γιατί δεν έχω άλλη επιλογή και μόνο εγώ ξέρω αν μπορώ ή αν ακόμη μου έρχονται μνήμες από τότε που κοιμόμουν στο κρεβάτι μαζί σου, γιατί ήμουν μικρός και φοβόμουν ή από τότε που προτιμούσες να μείνεις νηστικός, προκειμένου να φάω και δεύτερο πιάτο από το αγαπημένο μου φαγητό» Σκέφτηκε και σχεδόν το σώμα του τραντάχτηκε από τους λυγμούς.

Τότε, ένα λεπτό χέρι απλώθηκε. Ήταν του Μόρθιλ που τον κοιτούσε βουρκωμένος.

«Μην κλαις, γιατί θα βάλω και εγώ τα κλάματα. Σου λείπουν όλοι και το ξέρω…» του είπε και ο Σιμεόν τον αγκάλιασε σφιχτά.

«Γεροκαμώματα. μη δίνεις σημασία» πρόφερε ο μάγος, όταν άκουσαν έναν χτύπο στην πόρτα που τους παραξένεψε, αφού δεν καρτερούσαν κάποιον.

Τη στιγμή που ο Σιμεόν έδινε διαταγή για να ανοίξει, στο κατώφλι φάνηκε πρώτος ο Μπένταγκ και πίσω του η Εμίλια. Ο Πορφυρός μάγος για λίγο στάθηκε αμίλητος από το σοκ, μέχρι που με φωνές παράτησε το άλμπουμ και την πολυθρόνα και έτρεξε να την αγκαλιάσει. Η κοπέλα, με μάτια ήδη κλαμένα, τον έσφιξε επάνω της κλαίγοντας και φωνάζοντας το όνομά του ξανά και ξανά.

«Σιμεόν μου! Γύρισα, καλέ μου φίλε! Επέστρεψα!» του φώναζε και εκείνος αμίλητος, απλώς συνέχιζε να την κρατά αγκαλιά.

«Θεέ μου! Μου φαίνεται σαν ψέμα όλο αυτό. Νιώθω σαν χθες που είχα έρθει στο Ντορθόριεν, προκειμένου να σου μιλήσω για τις υποψίες μου για τον Γουέτμορ…»

«Γκρερ» του είπε η Εμίλια. «Σιμεόν, τα ξέρω όλα και πολλά περισσότερα από όσα μπορώ να αντέξω. Ξέρω για εσένα, ξέρω ποιος είσαι στ’ αλήθεια, μα αυτό δεν αλλάζει κάτι. Μου τα είπε όλα ο Μπένταγκ, ο οποίος με βοήθησε να βρω ξανά τη μνήμη μου» του είπε και ο Σιμεόν παραξενεύτηκε.

«Μα, γιατί την είχες χάσει; Πού ήσουν; Τι συνέβη εκείνο το βράδυ που εξαφανίστηκες;» ξεκίνησε τις ερωτήσεις και η Εμίλια του ζήτησε να καθίσουν γιατί η ιστορία ήταν πολύ μεγάλη.

«Πήγα να βρω απαντήσεις στην έπαυλη του Άινταν και εγκλωβίστηκα. Ο Άινταν με αιχμαλώτισε και… Η ιστορία είναι τεράστια. Είδα την καρέκλα των βασανιστηρίων του. Όλων όσων τράβηξε από τον πατέρα του, τον Έβιν. Μου μίλησε για τα γράμματα που έστελνε στη μάνα του εκλιπαρώντας την να έρθει να τον πάρει. Μου μίλησε για την υιοθεσία του Σκορπιού. Στην αρχή ήταν ένας σκληρός και αλύγιστος άντρας. Μέχρι που μια ημέρα τον είδα να χάνει τα μαλλιά του και να σφαδάζει στο πάτωμα από τους φρικτούς πόνους, τις παρενέργειες των πειραμάτων. Τον βοήθησα να σωθεί και από τότε ήρθαμε πιο κοντά σε σημείο που τον ερωτεύτηκα, τον αγάπησα και εκείνος φάνηκε να ανταποκρίνεται. Βγήκαμε ραντεβού στο Παρίσι, χορέψαμε. Ήταν ξέγνοιαστος, τρυφερός. Ένας άντρας φυσιολογικός. Ξέρω πως σου ακούγονται όλα τρελά, αλλά υπάρχει και αυτός ο Άινταν. Κάτω από τη μάσκα του εγκληματία, υπάρχει ένα παιδί που περιμένει και θέλει να αγαπηθεί» τελείωσε και ο Σιμεόν είχε βάλει το χέρι του μπροστά από το στόμα του, όση ώρα την άκουγε.

«Απίστευτο. Όλα αυτά μου φαίνονται τρελά, ωστόσο ο Άινταν δεν γνώρισε καλοσύνη πέραν του αδερφού μου, του Γουίλφρεντ, τον οποίο...» ξεκίνησε ο Σιμεόν.

«Τον οποίο δεν σκότωσε ο Άινταν και είμαι βέβαιος γι’ αυτό. Άκουγα τα κλάματά του όλο το βράδυ, όταν πέθανε ο αδερφός σου» πετάχτηκε ο Μπένταγκ.

«Τότε, τι συνέβη;» ρώτησε ο Σιμεόν.

«Μονάχα ο Άινταν έχει την απάντηση και δεν έχω ιδέα πού βρίσκεται. Η έπαυλη είναι κλειστή και σκοτεινή» απάντησε το Ντουένον.

«Πρέπει να τον βρω» ξεκίνησε η Εμίλια.

«Εσύ κάτσε ήσυχη, γιατί θα στην πάρω πίσω τη μνήμη. Όλα θα γίνουν τη σωστή στιγμή. Για την ώρα αυτή η ησυχία είναι ύποπτη» είπε το Ντουένον.

«Χθες η Επινουά δέχτηκε επίθεση και ο Κρίστοφερ μού είπε πως είδε τον Σκορπιό» είπε ο Σιμεόν.

«Το μωρό μου; Είναι καλά; Ολόκληρο παλικάρι θα έγινε! Μου το έμπλεξε το παιδί μου, αυτός ο...» ξεκίνησε η Εμίλια.

«Αυτός, τον οποίο λατρεύεις και ας είσαι θυμωμένη μαζί του. Είναι παλιόπαιδο και το ξέρω. Χρόνια τον κυνηγάω να γίνει άνθρωπος. Αλλά ας όψεται ο παππούλης του, ο τρισκατάρατος! Συγγνώμη, Σιμεόν, ήταν αδερφός σου» άκουσε τον Μπένταγκ.

«Καταλαβαίνω, γιατί και εγώ έτσι νιώθω. Η οργή και ο πόνος με έφτασαν και εμένα σε αυτά τα σημεία. Πρέπει να τον βρούμε άμεσα όμως, ίσως η Λυρία να γνωρίζει. Έχει δέσιμο μαζί του. Εξάλλου, έχουν έστω και κατά το ήμισι το ίδιο αίμα» αποφάνθηκε ο Πορφυρός και όλοι τους έμειναν για να γευματίσουν σπίτι του, σκεπτόμενοι το επόμενο βήμα.




Το κρύο ήταν κυριολεκτικά αφόρητο και εγώ καθώς είχα έρθει από την Βέρνια ή καλύτερα, με είχαν σύρει με το ζόρι εδώ, δεν φορούσα τίποτε άλλο, πέρα από ένα λευκό φούτερ. Καθώς περπατούσαμε στην αυλή με τον Άινταν να προηγείται και να φορά μπότες ειδικές και ένα μοντέρνο μαύρο παλτό, εγώ είχα μείνει πίσω τρέμοντας και παλεύοντας να ζεσταθώ, όταν τον είδα να στρέφει το κεφάλι του απότομα και να με κοιτά υποτιμητικά.

«Τόσες είναι οι αντοχές σου; Οι Σάμχαϊν προπονούνται ακόμη και γυμνοί» μου είπε δείχνοντάς μου μία ομάδα ανδρών που εξαπέλυαν ξόρκια ο ένας στον άλλο.

«Εγώ, από ότι φαίνεται, είμαι ο αδύναμος κρίκος. Όσο για το γυμνοί εύχομαι να μην εννοείς όπως τους έπλασε ο Θεός» έκρωξα και τον είδα να μειδιά.

«Τσάμπα η φήμη του Όσβαλντ δηλαδή. Όσο για τη γύμνια, δεν βρίσκω τίποτε το πρόστυχο στο ανθρώπινο σώμα» κατέληξε και τον είδα να βγάζει το παλτό του.

«Δεν πιστεύω να γδυθείς;» φώναξα και εκείνος στριφογύρισε τα μάτια του με απόγνωση.

«Ειλικρινά το αντιπαρέρχομαι αυτό που είπες και σταμάτα να με κοιτάς σαν χρυσόψαρο. Πάρ’ το, δεν έχω ανάγκη εγώ, εξάλλου είμαι Ότουρθ και οι αντοχές μου είναι περισσότερες» μου είπε σχεδόν δίχως να με κοιτάζει και προσφέροντάς μου το πανωφόρι του.

Τότε, για δευτερόλεπτα μπήκα στο μυαλό του, καθώς ήταν αφηρημένος αφήνοντάς μου έτσι ένα παραθυράκι.

Τον είδα λοιπόν σε μικρή ηλικία. Σε κάποιον φώναζε να τον αφήσει, κάποιος τον κρατούσε με το ζόρι σε ένα σημείο και στο κορμί του έμπηγαν βελόνες. Ταραγμένη, πετάχτηκα έξω, καθώς τον είδα να τινάζει το κεφάλι του, σαν κάτι να τον ενοχλούσε.

«Λοιπόν, θαρρώ πως η βόλτα σου τελειώνει. Πάμε πίσω» μου είπε κοφτά και πλησιάζοντας την είσοδο του ανακτόρου είδα τον Σκορπιό να έρχεται.

Με μία κίνηση έδωσα το παλτό στον Άινταν, ο οποίος όμως πιάνοντάς το, έχασε την ισορροπία του και βρέθηκε ξαπλωμένος στον πάγο, παρασέρνοντας και εμένα που το βαστούσα από την άλλη. Την ώρα που σηκωνόταν, μία τούφα εξείχε, ενώ τα σχεδόν μαύρα του μαλλιά είχαν γεμίσει χιόνι. Το θέαμα μού προκάλεσε ένα αυθόρμητο γέλιο, που πάλεψα να πνίξω, προτού μία χιονόμπαλα προσγειωθεί στο πρόσωπό μου.

«Με βρίσκεις αστείο;» μου είπε ο Άινταν θυμωμένα, όταν στη προσπάθεια να ξανασηκωθεί, κατέληξε ξανά στον πάγο, προκαλώντας μου περισσότερο γέλιο.

Τότε, καθισμένος προέταξε τα χέρια του, μαγνητίζοντάς με προς το μέρος του, μόνο για να με αρπάξει και να με χώσει στο χιόνι. Για κάποιον λόγο, δεν φοβήθηκα, καθώς είδα ένα ανεπαίσθητο χαμόγελο να σχηματίζεται για δύο κλάσματα του δευτερολέπτου και να χάνεται ξανά. «Φεύγω» μας ανακοίνωσε και αιωρούμενος, εξαφάνισε το σώμα του για να το μεταφέρει αλλού.

Τότε, είδα τον Σκορπιό να με πλησιάζει, πετώντας μου μία χιονόμπαλα με δύναμη.

«Άουτς!» διαμαρτυρήθηκα.

«Από το να σε χαστουκίσω πάλι, άφησέ με να σε καταδιώκω με χιονόμπαλες» μου είπε κάπως απότομα.

«Τόσο πολύ με μισείς;» ρώτησα και τον είδα να με πλησιάζει γρήγορα και να στέκεται μπροστά μου, χιλιοστά μακριά από το πρόσωπό μου σε σημείο που ένιωθα τη ζεστή του ανάσα.

«Τόσο ηλίθια είσαι;»




Η Επινουά είχε υποστεί αρκετές ζημιές κυρίως στον χώρο της τραπεζαρίας, όπου μερικά μοναστηριακά τραπέζια βρέθηκαν κυριολεκτικά απανθρακωμένα και η μυρωδιά είχε απλωθεί παντού στον χώρο. Οι καθηγητές τριγυρνούσαν στους διαδρόμους με γρήγορους βηματισμούς, προκειμένου να εντοπίσουν τυχόν τραυματίες. Αυτό το αναθεματισμένο ξόρκι προφύλαξης δεν ήταν αρκετό για να κρατήσει τους εβένινους μακριά, οι οποίοι είχαν το μοναδικό χάρισμα της πτήσης που τους έδινε πάντοτε το προβάδισμα. Ο Κρίστοφερ είχε στοιχίσει όλους τους μαθητές στην αυλή και πάλευε μαζί με τους άλλους καθηγητές να τους μετρήσει.

«Είναι η τρίτη φορά που επαναλαμβάνω τη διαδικασία. Λείπει η Κένταλ. Πρέπει να απευθυνθούμε στο Υπουργείο και να στείλουν παντού Ανιχνευτές. Πρέπει να τη βρούμε!» φώναξε και ευθύς ο Τζέιμι έτρεξε να σημάνει τον συναγερμό, ώστε να ειδοποιηθεί άμεσα το Υπουργείο της Βέρνια. Από λεπτό σε λεπτό θα έφθαναν στη Σχολή Ανιχνευτές οι οποίοι θα λάμβαναν και επίσημα την εντολή να αναζητήσουν την Κένταλ. Η Κρίστι μαζί με τον Άλαν και τον Γουίλ παρέμεναν σιωπηλοί, βυθισμένοι στην ενοχή τους.

«Νομίζω πως ήταν παρακινδυνευμένο αυτό που κάναμε» ξεκίνησε ο Άλαν για να δει τον Γουίλ να αγανακτεί.

«Όλοι μαζί το αποφασίσαμε και τώρα εσύ κάνεις πίσω;» τον ρώτησε, όταν είδε το πρόσωπο του Άλαν να σκοτεινιάζει, πράγμα σπάνιο για εκείνον.

«Γουίλ, σταμάτα πια να εθελοτυφλείς» ξεκίνησε ο Άλαν «Ξέρεις, έχω περάσει μία ζωή λατρεύοντας την αδερφή σου. Θα έδινα τα πάντα για να είναι η κοπέλα μου. Θυμάμαι, όταν ακόμη ήμασταν παιδιά και την αντίκρισα στη Βέρνια, στο κέντρο, ένιωσα πως ήταν το άλλο μου μισό. Αργότερα, όντας ο μοναδικός Λευκός μάγος, είχα πιστέψει πως ήταν καρμικό το γεγονός πως ήταν και εκείνη Λευκή. Ωστόσο, η καρδιά της χρόνια τώρα έχει επιλέξει. Τον Σκορπιό. Αυτόν αγαπά, αυτόν θέλει και εσύ την έβαλες σαν δόλωμα να βασανίσει εκείνον που αγαπά. Ξέρω πως ο Σκορπιός έχει γίνει εγκληματίας, ωστόσο, όσο παράλογο και αν ακούγεται, η καρδιά δεν διαγράφει εύκολα. Όπως εγώ δεν έσβησα ποτέ την Κένταλ, έτσι και εκείνη δεν έσβησε ποτέ τον Σκορπιό» τελείωσε και με το βλέμμα του γεμάτο πικρία αποχώρησε, αφήνοντας την Κριστιέλα βουρκωμένη και τον Γουίλ με βλέμμα κατεβασμένο να έχει παγιδευτεί μέσα στις ίδιες του τις σκέψεις.

«Είμαι απαίσιος αδερφός, έτσι δεν είναι;» ρώτησε την Κρίστι η οποία, άπλωσε το χέρι της και χάιδεψε τρυφερά το μάγουλό του.

«Όχι, δεν είσαι. Έχεις περάσει και εσύ πολλά. Από μικρός έχασες τους γονείς σου και προσπάθησες να γίνεις ο προστάτης της Κένταλ. Σε καταλαβαίνω. Θα πάω μία βόλτα στη Σχολή, μάλλον στη βιβλιοθήκη. Θα βρεθούμε σε μία ώρα στον κήπο» του είπε και αποχώρησε.

Κατευθυνόμενη στην μεγάλη και επιβλητική αίθουσα, η οποία της είχε αφήσει το τραύμα της θλιβερής επίθεσης των αγαλμάτων της, αντίκρισε λίγο πριν φθάσει την κοκκινομάλλα φίλη τους, την Έλσα, να κάθεται σκυθρωπή μπροστά από το παράθυρο, σχηματίζοντας διάφορες δήθεν ζωγραφιές στο θαμπό τζάμι με τα χέρια της, αδιαφορώντας για την ύπαρξη των άλλων. Η Άρπια την πλησίασε και σιωπηλή έκατσε δίπλα στο ιδιόμορφο κορίτσι.

«Ενοχλώ;» τη ρώτησε ευγενικά και η Έλσα τινάχτηκε, θαρρείς και την είχε μόλις πετάξει από κάποιο όνειρο.

«Φυσικά και όχι, Κρίστι. Ξέρεις πως αγαπώ πολύ την συντροφιά των άλλων. Δεν είναι συχνή εξάλλου» της είπε και η Κρίστη την αγκάλιασε.

«Ειλικρινά, δεν τους καταλαβαίνω τους άλλους. Είσαι μία κοπέλα εντυπωσιακή. Θέλω να πω, δεν βλέπεις συχνά αυτό το φουντωτό πυρόξανθο μαλλί, σε ένα όμορφο πρόσωπο με γαλανά μάτια, όπως το δικό σου» ξεκίνησε κάνοντας την Έλσα να χαμογελάσει «Επομένως, τι τους ενοχλεί, οι καλές σου επιδόσεις στη Μεταφυσική;» ρώτησε σχεδόν στον αέρα και η Έλσα, μετακινήθηκε ένα εκατοστό πιο κοντά της.

«Τους ενοχλεί, αυτό που δεν μπορούν να καταλάβουν και μερικές φορές δεν τους αδικώ. Ακόμη και εγώ, που αριστεύω σε αυτό το μάθημα, αδυνατώ να τα καταλάβω όλα. Νομίζω πως έχεις προσέξει την συμπεριφορά μου. Ορισμένες φορές, μοιάζω μεγαλύτερη από την ηλικία μου» της είπε και η Άρπια σταύρωσε τα χέρια της.

«Και πού είναι το κακό σε αυτό;» τη ρώτησε «Η ωριμότητα σε έναν άνθρωπο είναι τεράστιο και σπάνιο προσόν στις μέρες μας. Δεν απαντάται συχνά»

«Το κακό, Κρίστι, δεν είναι η ωριμότητα του μυαλού μου αλλά και της ηλικίας μου. Η πραγματική μου εικόνα και ταυτότητα είναι εντελώς διαφορετικές» ξεκίνησε και η Άρπια την κοίταξε συνοφρυωμένη.

«Κάπου εδώ ξεκινώ και σε χάνω» της απάντησε έχοντας σχηματίσει ένα τόξο με το φρύδι της.

«Άκου, η ιστορία, είναι τραγικά μεγάλη και θλιβερή και δυσβάσταχτη. Ωστόσο, να ξέρεις πως εδώ μέσα, δεν είμαστε μόνες μας. Κυκλοφορεί αυτή, Κρίστι, απλώς δεν γίνεται ορατή πάντα. Οι ρούνοι ψιθυρίζουν και της μεταφέρουν μυστικά, καθώς είναι η κυρά τους. Αναφέρομαι στην Κριστίν Νορρίς. Επομένως, κράτησε αυτά που σου είπα κάπου στο βάθος του μυαλού σου και όταν βρεθούμε εκτός Σχολής και με την παρουσία της Κένταλ, θα πρέπει να μιλήσουμε» της είπε η κοπέλα και η Άρπια ένιωσε να τρομοκρατείται.

«Τελευταία, το όνομα αυτής της γυναίκας φιγουράρει πιο πολύ και από του Κέναρντ»πρόφερε.

«Είναι ο ένας προέκταση του άλλου. Αν ο ένας έρθει, θα έρθει και ο άλλος, ίσως όχι με ανθρώπινη μορφή, όπως τη φανταζόμαστε, αλλά με απόκοσμη και εφιαλτική, χειρότερη και από αυτή του πτώματος του Κέναρντ τη στιγμή που θα βγαίνει από τον τάφο. Παρεμπιπτόντως, το όνομά μου και το χρώμα μου είναι αληθινά» ολοκλήρωσε και έφυγε κλείνοντάς της το μάτι.

“Θεέ μου” συλλογίστηκε η Άρπια “Πρέπει να βρω την Κένταλ, πρέπει να την ειδοποιήσω, αλλά...” η σκέψη της κόπηκε, όταν σκέφτηκε πως η θέση της φίλης της ήταν δυσκολότερη. Ανάμεσα στα αδέρφια Γκρερ, εκείνη θα πάλευε να βρει την ισορροπία. Για κάποιον λόγο όμως, η Κρίστι ήταν αισιόδοξη. Η φίλη της είχε μεγάλη καρδιά και μέσα της πίστευε πως εκείνος ο ανορθόδοξος έρωτας, ανάμεσα σε εκείνη και το πιο παράξενο παιδί που είχε γνωρίσει σύντομα θα άνθιζε ξανά. Με λίγη τύχη, ίσως και να κατάφερναν να διαλύσουν την κατάρα. Ίσως τελικά, αυτό να ήταν και το σωστό μονοπάτι για μία μελλοντική νίκη απέναντι σε δύο σκοτεινές μορφές που καρτερούσαν το εξιτήριο από την Κόλαση.




Ένιωσα την καρδιά μου να βροντοχτυπά και ξαφνικά μέσα στο μυαλό μου, ήταν σαν να άκουγα και τη δική του. Όλες μου οι αρνητικές σκέψεις έσβησαν μπροστά στο θέαμα αυτών των δύο, θυμωμένων κυανών ματιών, μέσα στα οποία όμως κατόρθωσα να διακρίνω και κάτι άλλο επιτέλους. Τη στεναχώρια για τις πράξεις μου. Παλεύοντας με νύχια και με δόντια να μην ενδώσω έστω και σε μία αγκαλιά, πισωπάτησα γιατί φοβήθηκα για εκείνον. Φοβήθηκα να μην πονέσει και ο Σκορπιός, φάνηκε να διάβασε τις σκέψεις μου.

«Ίσως είναι και καλύτερα έτσι. Καλύτερα και για τους δύο. Προτιμώ να είμαι οργισμένος μαζί σου, παρά να θέλω να σου προσφέρω ένα χάδι, ένα φιλί γλυκό, μία ρομαντική βόλτα μόνο οι δύο μας και όπου μας βγάλει, και να μην μπορώ γιατί θα πεθάνω. Προτιμώ να σε χαστουκίζω παρά… Παρά να νιώθω την ανάγκη να σου κάνω έρωτα για πρώτη φορά μέχρι το ξημέρωμα» πήγε να πει και τον ένιωσα να υποφέρει, καθώς κρατούσε το στήθος του σφιχτά. «Προτιμώ να σε αποφεύγω» είπε πιο απότομα, ενώ τα δικά μου μάγουλα, ήταν μουσκεμένα από βουβά δάκρυα απόγνωσης. Το μόνο που κατάφερα να του πω ήταν:

«Ξέρω πως το παλάτι φρουρείται από μάγια ισχυρά. Μη με κλειδώσεις σε εκείνο το δωμάτιο, σε παρακαλώ. Υπόσχομαι σε ό,τι τιμή μου έχει απομείνει απέναντί σου, πως δεν θα σε ενοχλήσω, ούτε θα το σκάσω. Εξάλλου, οι Σάμχαϊν το επιτηρούν από παντού πρωί και βράδυ» του είπα και είδα την ανάσα του να επιστρέφει στον γνωστό ρυθμό της.

«Ορθώς το έθεσες το θέμα της τιμής. Θα σου υποδείξω ένα δωμάτιο στον πρώτο όροφο, όπου θα μπορείς να μένεις. Το δικό μου βρίσκεται στον τρίτο, όπως και του Άινταν, αλλά αυτός νυχτοπερπατά γενικά. Επομένως, ο τρίτος όροφος για εσένα είναι απαγορευμένος» μου είπε αυστηρά και αποχώρησε κάνοντάς μου νόημα να τον ακολουθήσω.

Φυσικά οι τσιρίδες του Άινταν έφθασαν στα αυτιά μου, τη στιγμή που ο Σκορπιός του παρουσίαζε τα νέα δεδομένα.

«Σε λίγο θα την μετατρέψουμε σε φιλοξενούμενη όπως πάει! Ξεχνάς γιατί βρίσκεται εδώ;» του φώναζε σε έξαλλη κατάσταση.

«Και οι μελλοθάνατοι έχουν επιθυμίες» απάντησε ο Σκορπιός σαρκαστικά και ο Άινταν ξερόβηξε.

«Έστω, αλλά να μην τη δω μπροστά μου» του πέταξε, μα ο Σκορπιός τον αγνόησε οδηγώντας με στο νέο μου δωμάτιο, το οποίο ανήκε κάποτε σε φιλοξενούμενους των τσάρων.

Η πρώτη μου δουλειά, μόλις ο Σκορπιός έκλεισε την πόρτα, ήταν να ορμήσω στο λουτρό και να κάνω ένα χλιαρό μπάνιο, καθώς ζεστό νερό δεν υπήρχε. Το φούτερ μου ήταν σε κακή κατάσταση, αλλά δεν είχα άλλη επιλογή. Στο μυαλό μου, ο τρίτος όροφος μου είχε απαγορευτεί και έτσι αποφάσισα να περπατήσω πρώτα στον δικό μου και μετά στον δεύτερο. Στον διάδρομο που ήταν στρωμένος με ένα παλιό, βρώμικο, χοντρό χαλί, υπήρχαν χιλιάδες πόρτες που ανήκαν όλες τους πιθανότατα σε άλλα δωμάτια. Η ώρα ήταν σχετικά περασμένη και εγώ είχα ανέβει στον δεύτερο με την ελπίδα να έβλεπα και κάτι άλλο, εκτός από βασιλικά δωμάτια. Τότε, από μία πόρτα είδα πως αχνοφαινόταν λίγο φως και η ίδια ήταν μισάνοιχτη. Διστακτικά στην αρχή, πάτησα στις μύτες και ευτυχώς το χαλί βοηθούσε ώστε να παραμείνω αθόρυβη.

Για λίγο, στάθηκα στο κατώφλι λοξοκοιτώντας, όταν είδα τον Άινταν να έχει ανοίξει τελείως το πουκάμισό του το μαύρο και να κάθεται σε μία πολυθρόνα βαριανασαίνοντας. Κάπου εκεί, δεν ήξερα αν έπρεπε να χαρώ, ή όχι. Φαινόταν να υποφέρει, ενώ στο πάτωμα μπροστά του ήταν πεσμένες τούφες μαλλιών. Το θέαμα με σόκαρε, ωστόσο σκεφτόμουν πως αν ερχόταν το δικό του τέλος, πιθανότατα ο Κέναρντ δεν θα ανασταινόταν ποτέ. Παλεύοντας να αγνοήσω το θέαμα, υποχώρησα και ξεκίνησα να κατεβαίνω τα σκαλιά, όταν άκουσα έναν σιγανό λυγμό, τόσο σπαρακτικό σαν να έβγαινε αργά η ψυχή του. Στο μυαλό μου ήρθε η εικόνα που είχα ανασύρει από το δικό του. Τις βελόνες που τον τρυπούσαν και τα ουρλιαχτά του, ενώ το σάλιο μου μού στάθηκε απότομα στον λαιμό. Μπορεί αυτός να ήταν μαύρος στην ψυχή, εγώ όμως δεν ήμουν. Δεν άντεχα να ακούω αυτούς τους σιγανούς λυγμούς πόνου. Μετανιωμένη επέστρεψα, όπου τον βρήκα πεσμένο κάτω, να σπαρταρά και να παλεύει να ανασάνει.

«Άινταν!» του φώναξα, μα τα μάτια του ήταν έτοιμα να κλείσουν «Κοίτα με!» του είπα όταν πήρα μία απάντηση:

«Φύγε και άσε με να πεθάνω» ήταν οι μόνες λέξεις που κατόρθωσε να πει, ενώ το φούτερ μου είχε μουσκέψει από τον ιδρώτα του. Λίγο αργότερα αίμα ξεκίνησε να στάζει από την μύτη του.

«Άσε τους εγωισμούς και λέγε!» του φώναξα προσπαθώντας να φανώ ψύχραιμη.

«Μπουκάλι… μπάνιο...» πρόφερε και εγώ έτρεξα με φόρα να ειδοποιήσω τον Σκορπιό.

Ανέβαινα δύο δύο τα σκαλιά μέχρι τον τρίτο όροφο, φωνάζοντας το όνομα του Σκορπιού, όταν τον είδα να εμφανίζεται ημίγυμνος και νυσταγμένος.

«Τι συνέβη; Τι έγινε;» με ρώτησε ταραγμένος και ευθύς του ζήτησα να μου υποδείξει πού βρισκόταν το μπάνιο του κακότροπου αδερφού του.«Κένταλ, τι στο ανάθεμα συνέβη;» με ρώτησε ξανά, όταν χάνοντας τα λόγια μου και παλέυοντας να τα ξαναβρώ, του εξήγησα πως είδα τον αδερφό του να σπαρταρά στο πάτωμα, σαν να έχει πάθει κρίση επιληψίας. Στο άκουσμα αυτής της είδησης, τον είδα να εξαφανίζεται και να επιστρέφει δευτερόλεπτα μετά βαστώντας ένα αντικείμενο.

Εγώ με την σειρά μου, αρπάζοντας στα χέρια μου, το μικρό χρυσό μπουκαλάκι, ξεκίνησα να κατεβαίνω ξανά τα σκαλιά με τον Σκορπιό να με ακολουθεί, όταν μπαίνοντας στο δωμάτιο, βρήκαμε τον Άινταν αναίσθητο, με το σώμα του να έχει υιοθετήσει ένα παράξενο, ωχρό χρώμα, τα χείλη του να έχουν μελανιάσει, ενώ μία λίμνη αίματος κάλυπτε το σημείο που βρισκόταν το κεφάλι του.

«Πιάσε τον γρήγορα και πάμε στο μπάνιο!» μου είπε ο Σκορπιός, ο οποίος όμως ξεκίνησε να νιώθει δυσφορία. Η καλή του πράξη γυρνούσε αργά και βασανιστικά εναντίον του.

Το πρώτο μπάνιο βρισκόταν περίπου στην μέση του ορόφου και μέχρι να φθάσουμε, παρατηρούσα τον Σκορπιό να ιδρώνει εξίσου με τον αδερφό του, ενώ σε μερικά σημεία σκόνταφτε βαστώντας το στήθος του.

«Θεέ μου… Άντεξε… πώς θα μπορέσω να τον μετακινήσω μόνη μου; Πού είναι οι άλλοι;» ρώτησα με αγωνία.

«Στο απέναντι κτήριο και δεν έχουμε χρόνο για χάσιμο» μου είπε, όταν τον είδα μπροστά στην μπανιέρα να καταρρέει με εμένα να ανοίγω τον νερό, να αφαιρώ το πουκάμισο του απαισιότατου και να καταλήγω να μπαίνω και εγώ στην μπανιέρα προκειμένου να τον σύρω μέσα και να αδειάσω το περιεχόμενο του μπουκαλιού, το οποίο είχε μία έντονη μυρωδιά.

Μόλις κατόρθωσα να τον τοποθετήσω, έχοντας ρίξει το φάρμακο στο νερό, είδα το χρώμα του να επανέρχεται σχεδόν αμέσως. Βρεγμένη και αναστατωμένη, πήδηξα έξω, όταν είδα έναν Σκορπιό ζαλισμένο ακόμη και έναν Άινταν να επανέρχεται.

«Ειδοποίησέ με, μόλις συνέλθει τελείως. Είναι ριψοκίνδυνο για εμένα όλο αυτό… Θα είμαι εδώ δίπλα και… θα μπορούσες να τον είχες αφήσει να πεθάνει. Τον μισείς και αυτό θα σε απάλλασσε από πολλά» μου είπε ο Σκορπιός και τον κοίταξα περίλυπα.

«Θα μπορούσα, ωστόσο οι λυγμοί του μού έσκιζαν την καρδιά και εγώ δεν είμαι δολοφόνος. Δεν μπορούσα να τον αφήσω και ας υποψιάζομαι τα χειρότερα γι' αυτόν και ας μην τον συμπαθώ καθόλου» τελείωσα και ο Σκορπιός δίχως να απαντά, με άφησε μονάχη μου για λίγο, με έναν κακόκεφο Άινταν, του οποίου ο εγωισμός είχε μόλις τσακιστεί μπροστά μου.

«Μπορείς να πάρεις ανάσα;» τον ρώτησα, ωστόσο εκείνος με κάρφωσε με αυτά τα σμαραγδένια, ανέκφραστα μάτια του.

«Εσύ ήσουν το κοριτσάκι που έμπαινες κάποτε κρυφά στον κήπο μου και έκοβες τα λιγοστά μου τριαντάφυλλα, έτσι δεν είναι;» με ρώτησε και σταύρωσα τα χέρια μου στο στήθος.

«Θα το παραδεχτώ, μονάχα αν παραδεχτείς και εσύ πως ήσουν ο κακιασμένος γείτονας που μου έσκισε την μπάλα» του είπα και ένα αμυδρό χαμόγελο αυλάκωσε το πρόσωπό του.

«Εγώ ήμουν. Για κάποιον λόγο. ωστόσο, ήξερα πως εσύ μπορούσες να δεις την αληθινή όψη της έπαυλής μου. Ποτέ σου δεν πλησίαζες όπως ο αδερφός σου, εκτός αν ήταν για να κόψεις τριαντάφυλλα και...» πήγε να πει, έχοντας βγει από την μπανιέρα, μα εμένα τα μάτια μου βούρκωσαν.

«Και να τα δώσω στην μητέρα μου» τελείωσα τη φράση του και άξαφνα τα μάτια μου έλαμψαν λευκά και τον κοίταξαν με μίσος.

«Εσύ τη σκότωσες, έτσι; Και τους δύο! Πες μου!» ξεκίνησα να φωνάζω, όταν είδα τον Σκορπιό να μπαίνει, για να με συγκρατήσει.

Ο Άινταν με κοίταξε ψυχρά για ακόμη μία φορά.

«Δεν το έκανα εγώ, ωστόσο την εντολή δολοφονίας τους τη γνώριζα. Θέλαμε την καταστροφή του πατέρα σου, του τελευταίου Κας. Ξέρω πως δεν σε λένε Μορς στο επίθετο, το ξέρω από τότε που ήσουν βρέφος» τελείωσε και αποχώρησε για το δωμάτιό του βρεγμένος και αδύναμος, ενώ εγώ συνέχιζα να ουρλιάζω και να χτυπιέμαι. Ο Σκορπιός πάλευε να με συγκρατήσει, μέχρι που έμεινα πεσμένη στο πάτωμα να κλαίω μονάχη μου.

«Θα επιστρέψω για εσένα» τον άκουσα να μου λέει βήχοντας, μα εγώ δεν κουνήθηκα από τη θέση μου, δεν μπορούσα.

Ήταν πλέον σχεδόν ξημερώματα, μα παρά την κούρασή μου από το κλάμα, η υπερένταση κέρδιζε έδαφος. Αποφάσισα να πάω μία βόλτα προς τις τεράστιες βεράντες, όπου είδα τον Άινταν να κάθεται και να κοιτάζει την θέα. Φυσικά, κατάλαβε αμέσως πως τον πλησίαζα, καθώς έστρεψε το κεφάλι του ελαφρώς προς το μέρος μου και έπειτα ξανά προς το άπειρο.

«Λυπάμαι για τους γονείς σου. Από εμένα, είσαι ελεύθερη. Μεθαύριο φεύγεις από εδώ. Αν τύχει να σκοτωθείς στη μάχη, εγώ δεν θα φέρω ευθύνη. Ο πόλεμος έρχεται και επιτέλους οι Σάμχαϊν θα δικαιωθούν και θα πάψουν να θεωρούνται παράσιτα» μου είπε.

«Και πώς θα τους δικαιώσεις; Αποδεικνύοντας πως είναι αυτό που όλοι πιστεύουν;» του είπα κοφτά, φτύνοντας τα λόγια μου.

«Αν δεν πολεμήσουμε, θα αφανιστούμε. Όμως εμείς οι δύο πρέπει να συζητήσουμε κάτι» ξεκίνησε και τον πλησίασα. Από κοντά ήταν λιγότερο τρομακτικός και όσο τον ζούσα περισσότερο ανθρώπινος, παρά το παρελθόν του και τα εγκλήματα. Δεν είχε και πολύ σχέση με εκείνον τον ψυχρό και τρομακτικό, απόκοσμο γείτονα. «Πρόκειται για τον αδερφό μου» τελείωσε και ένιωσα την καρδιά μου να χτυπά δυνατά. «Θα σπάσει σε λίγο...» τον άκουσα να μου σχολιάζει και ένιωσα το πρόσωπό μου να κοκκινίζει ολόκληρο. «Όχι εδώ. Θα πάμε μία βόλτα και από όσο γνωρίζω, έχεις ανέβει ξανά σε πλάτη δράκου. Τύλιξε τα χέρια σου γύρω από τον λαιμό μου και κρατήσου» μου είπε αργά και κοφτά και εγώ υπάκουσα, όταν τον ένιωσα να μεταμορφώνεται και ξαφνικά βρέθηκα στη σκληρή ράχη ενός γιγαντόσωμου δράκου.

Ο Άινταν άνοιξε τα φτερά του και πέταξε στον παγωμένο ορίζοντα. Για ακόμη μία φορά, η αίσθηση της πτήσης με χαλάρωσε σε σημείο που κόντεψα να ξεχάσω ακόμη και τον συνοδό μου. Τα σύννεφα μάς χάιδευαν και μάς φιλούσαν, αφήνοντας στο δέρμα μας μία παγωμένη αίσθηση. Η πτήση συνεχιζόταν, με της άγονες και παγωμένες κοιλάδες να δίνουν τη θέση τους στις πρώτες στέγες σπιτιών των απομακρυσμένων χωριών της Ρωσίας. Πνιγμένα στην απεραντοσύνη αυτής της γιγάντιας χώρας, πάλευαν να τη στολίσουν σαν χάντρες πάνω σε ένα απέραντο ύφασμα.

Αποφασίσαμε τελικά να προσγειωθούμε σε μία μαγική, ρώσικη πόλη που έκανε την εμφάνισή της πίσω από μία κοφτερή βουνοκορφή. Καθώς ήταν σχεδόν τέσσερις τα ξημερώματα, οι χιονισμένοι δρόμοι ήταν άδειοι, μα ο Άινταν με διαβεβαίωσε πως ένας και μοναδικός φούρνος με τα περίφημα στρογγυλά ψωμάκια φρούτων έμενε ανοιχτός όλη την ημέρα. Ο ίδιος τον επισκεπτόταν συχνά. Πράγματι, το μαγαζάκι ήταν φωτισμένο και μία κοντή γυναίκα γνώμος ξεφούρνιζε χαμογελαστή φρέσκα ψωμάκια με βατόμουρα. Πήραμε δύο και συνεχίσαμε να περπατάμε, όταν φθάσαμε μπροστά από μία τεράστια, παγωμένη λίμνη. Στον ορίζοντα, το φεγγάρι μας αποχαιρετούσε και μία μικρή, φωτεινή γραμμή στο χρώμα των ρόδων, εκείνη της ανατολής, έκανε την εμφάνισή της. Ο Άινταν έσπασε την σιωπή και πήρε τον λόγο.

«Γνωρίζω πως αγαπάς τον αδερφό μου και ας έκανες εκείνο το λάθος, όταν ήσασταν παιδιά. Να ξέρεις, μπορεί να είναι απότομος σαν χαρακτήρας, μα έχει καλή καρδιά και σε αγαπά απόλυτα. Θα σε συγχωρέσει, απλώς θέλει χρόνο. Ωστόσο, υπάρχει ένα πρόβλημα, εκείνο της κατάρας» μου είπε και για κάποιον λόγο τα χέρια μου ξεκίνησαν να τρέμουν. «Εγώ ευθύνομαι» πρόφερε με δυσκολία αυτήν την φορά και το ψωμί μου έπεσε από τα χέρια, ενώ τινάχτηκα επάνω για να μην πέσω από το παγκάκι που καθόμουν.

«Τι… τι εννοείς; Δεν… Δεν μπορεί. Γιατί; Γιατί, μα γιατί να το κάνεις; Στον αδερφό σου; Θέλω να πω, είναι αδερφός σου και βλέπω πως σ' αγαπάει και εσύ τον καταδίκασες στο χειρότερο βασανιστήριο! Ήταν απάνθρωπο! Πώς μπόρεσες;» ξεκίνησα να ουρλιάζω, ενώ ετοιμάστηκα να του επιτεθώ.

Ήμουν σε έξαλλη κατάσταση. Μετάνιωσα μέχρι και το γεγονός πως πριν λίγο τον είχα βοηθήσει. Εκείνος μού κράτησε τα χέρια, απορροφώντας την ενέργειά μου ώστε να μην προλάβω να εξαπολύσω ξόρκι.

«Άκουσέ με και μετά με χτυπάς ελεύθερα. Ξέρω πως δεν έχω δικαιολογία για το γεγονός πως καταράστηκα ένα βρέφος. Το έκανα για να εκδικηθώ την μητέρα μου που με παράτησε στο έλεος, του σκηνικού που είδες να διαδραματίζεται στο δωμάτιο. Πέρασα μία ζωή με πόνο και φόβο και έτσι, όταν ήρθε εκείνο το βράδυ έγκυος στο σπίτι μου, αφού η ζωή μου είχε πια καταστραφεί, από τη ζήλεια μου καταράστηκα το βρέφος, ώστε με αυτόν τον τρόπο μελλοντικά να μπορώ να το ελέγχω. Να έχω έναν αδερφό στρατιώτη. Ωστόσο, στην πορεία κατάλαβα πως έκανα λάθος. Αγάπησα αυτό το παιδί. Είχαμε ανάγκη ο ένας τον άλλο, εγώ τον είχα. Την ανάγκη της οικογένειας. Έψαξα να βρω τρόπο να λύσω την κατάρα και δεν τα κατάφερα. Ίσως γιατί δεν είναι γραφτό να λυθεί από εμένα, ίσως τις απαντήσεις να μην τις έχω και ίσως να μπορείς εσύ να τις βρεις. Γι'αυτό σου μίλησα. Ωστόσο, αν θέλεις να με καρφώσεις στον Σκορπιό...».

«Όχι!» φώναξα κλαμένη «Ο Σκορπιός δεν θα μάθει ποτέ. Δεν πρέπει. Είσαι δυστυχώς η μόνη οικογένεια που έχει και το τονίζω, “δυστυχώς”, γιατί δεν σου αξίζει» πρόφερα όσο πιο σκληρά μπορούσα. «Θέλω να φύγουμε. Ξαφνικά, νομίζω πως θέλω να μείνω μόνη μου. Να σκεφτώ άμεσα μια λύση, μια λύση για να του χαρίσω μία φυσιολογική ζωή τη στιγμή που εσύ του την στέρησες» του είπα δίχως να τον κοιτάζω στα μάτια.

«Η Ανάμοραν είναι μια πολύ παλιά κατάρα. Αρχαία και σχεδόν άγνωστη» ήταν οι τελευταίες του κουβέντες προτού μεταμορφωθεί ξανά σε δράκο, ώστε να πάρουμε τον δρόμο της επιστροφής.

Σε όλη τη διαδρομή για τα ανάκτορα δεν ανταλλάξαμε ούτε μία κουβέντα. Ήθελα όσο τίποτε να απομακρυνθώ από κοντά του. Ο θυμός μου θα ξέσπαγε, αν δεν έφευγα καθώς στο μυαλό μου γυρνούσαν όλες εκείνες οι φορές, που ο Σκορπιός είχε πονέσει, που είχε λυγίσει. Το θάρρος του και η θέλησή του για ζωή όμως πάντοτε κέρδιζε. Έπρεπε να σκεφτώ λοιπόν, έπρεπε να βρω βοήθεια άμεσα. Τότε, ένα ανατριχιαστικό αεράκι με διαπέρασε. Ένιωσα κάθε τρίχα του κορμιού μου να σηκώνεται. Στους τοίχους γύρω μου, σχηματίζονταν ρούνοι που ψιθύριζαν. Ένιωσα τον ήχο μίας σατανικής ανάσας, σαν μία οντότητα δαιμονική να με προσπερνά και να κατευθύνεται στον επάνω όροφο. Ακολουθούσε τον Άινταν.

Ταραγμένη, ακολούθησα και εγώ εκείνο το ρεύμα αέρα που οδηγούσε σε μία τεράστια αίθουσα βασιλικής τραπεζαρίας. Είδα τον Άινταν να στέκεται μπροστά από ένα αναμένο τζάκι. Μπροστά του, φάνηκε να ορθώνεται μία ψηλόλιγνη σκιά, μία παραμορφωμένη σκιά που τον καλούσε.

“Άινταν... Η ώρα πλησιάζει. Το νιώθεις; Επιτέλους θα σμίξουμε οι δύο μας. Η οικογένεια των Γκρερ θα μεγαλώσει τώρα που ήρθε και ο Σκορπιός. Υπομονή, παλικάρι μου, όταν σε δω θα σε αγκαλιάσω” είπε η απόκοσμη φωνή και ένιωσα το κεφάλι μου να με πονά φρικτά. Ένιωσα πως η αύρα, ή η ενέργεια των ρούνων πάλευε να εισχωρήσει μέσα μου.

“Βοήθεια” ψιθύρισα από μέσα μου.

Τότε, μία άλλη γνώριμη φωνή μίλησε στο μυαλό μου.

«Κένταλ; Με ακούς; Είμαι σίγουρος πως με ακούς. Φύγε από εκεί, τρέχα τώρα» με πρόσταξε η φωνή.

«Τόμας;» ρώτησα.

«Ναι, εγώ. Σε άκουσα που ζήτησες βοήθεια. Μάλλον ίσως να το θέλεις, έχεις συνδεθεί μαζί μου. Ωστόσο, νιώθω την παρουσία του απαισιότατου πτώματος εκεί γύρω. Μα, πού είσαι; Άκουσέ με, από τότε που πάλεψες να αποκωδικοποιήσεις τους ρούνους, τότε στη βιβλιοθήκη, ταυτόχρονα το πάλεψα και εγώ. Αυτό δημιούργησε μία σύνδεση μεταξύ μας, άνοιξε τις μαγικές διόδους επικοινωνίας χωρίς να είναι απαραίτητη η φυσική παρουσία» μου είπε ενω εγώ έτρεχα ήδη μακριά από την αίθουσα.

«Αυτό που μου λες απαιτεί πολύ ενέργεια. Πολύ δύναμη, καθώς είναι δύσκολο να βρεις την δίοδο πνευματικής επικοινωνίας» του είπα ασθμαίνοντας.

«Με εμένα μιλάς. Σου έχω δείξει πως είμαι χαζός ή αδύναμος;» με ρώτησε τσαχπίνικα και τότε απλώς του είπα κάτι που ένιωθα αυθόρμητα:

«Μου λείπεις. Θα ήθελα να ήσουν εδώ να με βοηθήσεις. Εσύ έχεις πάντα τη λύση και δεν ξέρω πώς το κάνεις» ολοκλήρωσα και τον άκουσα να γελά.

«Κένταλ, όλα καλά θα πάνε. Απλώς ένιωσα την αγωνία σου και την αύρα των ρούνων, ισχυρών ρούνων» μου είπε ο Τόμας.

«Τον είδα… Τόμας, τον είδα» τραύλισα.

«Τον έξω από εδώ;» με ρώτησε.

«Τον Κέναρντ» ψιθύρισα.

« Ναι και εγώ σε αυτόν αναφερόμουν. Κένταλ, αυτό είναι σοβαρό. Βγες έξω από το κτήριο. Εκεί οι ρούνοι δεν θα σε βρουν. Μεταφέρονται μέσω αντικειμένων, μέσω τοίχων. Βγες στον αέρα» ήταν η τελευταία του κουβέντα, προτού διακοπεί η επαφή μας.

Βγήκα έξω τρέχοντας σχεδόν, με την εικόνα της σκιάς του Κέναρντ στο μυαλό μου. Αυτή η ενέργεια, η αύρα των ρούνων, λειτουργούσε σαν μία ζωντανή οντότητα που πάλευε να σε καταπιεί με την πρώτη ευκαιρία. Ήταν ανατριχιαστικό και συνάμα απόκοσμο. Το χιόνι είχε ξεκινήσει να πέφτει απαλά, κολλώντας πάνω στα μαλλιά μου και μουσκεύοντάς τα. Φοβισμένη, συγκεντρώθηκα, προκειμένου να καλέσω τον Τόμας.

“Είσαι εδώ;” έθεσα την ερώτηση σχεδόν στον εαυτό μου, καταβάλλοντας υπεράνθρωπες προσπάθειες να συγκεντρωθώ. “Σε παρακαλώ, απάντησέ μου, πρέπει να σου πω κάτι πολύ σοβαρό” ξεκίνησα να εκλιπαρώ τον αέρα, όταν άκουσα το γνωστό χαχανητό του στο μυαλό μου.

«Εδώ είμαι, μη φοβάσαι. Μπορεί να μας χωρίζουν ίσως και χιλιόμετρα, μα είμαι εδώ. Βγήκες έξω όπως σου είπα;» με ρώτησε με αγωνία και του απάντησα θετικά. «Είμαι όλος δικός σου λοιπόν. Καταρχάς, πού βρίσκεσαι;» με ρώτησε ξανά.

«Στο Γιαροζίλ, Ρωσία, στα ανάκτορα Πρόσχωβ» του απάντησα.

«’Ωστε, τα ανάκτορα τα εγκαταλελειμμένα των τσάρων μετατράπηκαν σε άντρο των Σάμχαϊν;» ρώτησε μα σύντομα, ξέσπασε σε γέλια «Λες και εγώ δεν είμαι Σάμχαϊν...» συμπλήρωσε περίλυπα, και τότε μου γεννήθηκαν χιλιάδες ερωτήσεις για εκείνον και τη ζωή του.

«Αλήθεια, πώς την γλίτωσες; Θέλω να πω, πώς και δεν σε στρατολόγησαν ή στη Σχολή δεν σε πήραν χαμπάρι;» τον ρώτησα και ξεφύσησε.

«Έχω όλες τις απαντήσεις στις ερωτήσεις σου και ειλικρινά, όταν κρίνω πως είσαι έτοιμη για να τις αντέξεις, σου υπόσχομαι να πάρουμε αυτήν την θλιβερή ιστορία από την αρχή» μου είπε και μόρφασα.

«Θλιβερή ακούω...»σχολίασα.

«Ναι, Κένταλ. Θλιβερή και απαίσια. Κουβαλάω έναν μεγάλο σταυρό και πραγματικά είχα αρχίσει να απογοητεύομαι πως δεν θα βρεθεί κανένας να με βοηθήσει. Εκείνο το βράδυ όμως στη βιβλιοθήκη, όταν σε είδα να με πλησιάζεις και να μου μιλάς, ήταν ίσως η πιο λυτρωτική στιγμή της ζωής μου. Όμως, αρκετά με τα δικά μου, σε ακούω, καθώς είμαι εδώ για να σου προσφέρω εξίσου την βοήθειά μου, όσο μπορώ και μου επιτρέπεται» μου απάντησε και ειλικρινά ήθελα να τον αγκαλιάσω, καθώς ένιωθα το βάρος της ψυχής του στις πλάτες μου.

Ευθύς, έκατσα οκλαδόν και ξεκίνησα να του αφηγούμαι την ιστορία του Σκορπιού, αψηφώντας το κρύο και το χιόνι που έπεφτε πυκνό. Ο Τόμας με άκουγε σιωπηλός και με απόλυτη προσοχή και προσήλωση, αφήνοντας πότε πότε αναστεναγμούς.

«Οι νεαροί Γκρερ παγιδευμένοι στη δύνη όλης αυτής της κόλασης» είπε τελικά και φαντάστηκα πως από την στιγμή που είναι μαθητής της Επινουά, σίγουρα τους έχει δει και ειδικά τον Σκορπιό. «Αυτό που μου αφηγείσαι είναι φρικτό» ολοκλήρωσε δίνοντας βάση στο θέμα της κατάρας.

«Γνωρίζεις την Ανάμοραν; Γνωρίζεις αν υπάρχει κάποιος τρόπος να την αφαιρέσω από τον Σκορπιό;» τον ρώτησα και όταν άκουσα το μεγάλο “ναι”, τα ουρλιαχτά της χαράς μου κόντευαν να ακουστούν μέχρι την Βέρνια.

«Δεν θα είναι εύκολο, ωστόσο» τον άκουσα ξανά και ο ενθουσιασμός μου εξανεμίστηκε, επιστρέφοντάς με στη γη. «Αρχικά, καθώς μιλάμε για μία πανάρχαια κατάρα, σε σημείο που θα πρέπει να συγχαρώ τον νεαρό Άινταν για τις σατανικές του γνώσεις, η λύση της βρίσκεται σε πλάσματα εξίσου αρχαία. Αρχικά, θα χρειαστείς ένα νόμισμα από τους δράκους και κατόπιν...» πήγε να μου πει, μα κόμπιασε «Θα πρέπει να πας στην Περιφέρεια του Αντίστροφου Χρόνου. Ο Θάνατος θα κρίνει αν αυτή η κατάρα αξίζει να λυθεί ή όχι. Καθώς πρόκειται για μία πράξη μιαρή, ο Θάνατος μονάχα θα μπορέσει να τη λύσει. Αν όμως, κρίνει πως δεν αξίζει, τότε η ζωή σου θα τερματιστεί επιτόπου. Όμως, για να φθάσεις μέχρι το άντρο του Βασιλιά των Ψυχών, πρέπει να διασχίσεις την Περιφέρεια και πίστεψέ με, δεν το θέλεις, όχι μόνη σου. Δεν θα σου το επιτρέψω» μου είπε αυστηρά.

«Τότε, έλα εσύ μαζί μου» του ζήτησα και αναστέναξε ξανά.

«Δεν μπορώ, δυστυχώς δεν μπορώ να βγω έξω από την Σχολή, εκτός αν εσύ με βοηθήσεις, ωστόσο κάτι τέτοιο απαιτεί εξάσκηση για να γίνεις ο κουβαλητής μου. Έχεις κάποιον στο μυαλό σου, εκτός από τον Σκορπιό;» με ρώτησε και ευθύς σκέφτηκα τον Άλαν.

«Έχω και μόλις αφεθώ ελεύθερη, θα έρθω να σας βρω. Σε ευχαριστώ τόσο πολύ για όλα. Θα σου το χρωστώ για πάντα» του είπα.

«Το “για πάντα” είναι σχετικό μικρή μου. Σε αφήνω και… να προσέχεις πολύ σε παρακαλώ» πρόφερε.

«Και εσύ το ίδιο» του είπα και άπλωσα το χέρι μου στον αέρα σαν να προσπαθούσα να τον αγγίξω, δίχως όμως να προσέξω τον ερχομό του Σκορπιού.

«Κένταλ, σε ποιον μιλάς; Στον αέρα;» με ρώτησε ελαφρώς ταραγμένος.

«Σε έναν φίλο. Σκορπιέ, η κατάρα λύνεται» του είπα, μα τον είδα να τρομοκρατείται.

«Μα πώς σου ήρθε τώρα αυτό; Μην παίζεις με αυτά τα πράγματα, Κένταλ. μη μου δίνεις ελπίδες, μη λες μεγάλες κουβέντες. Χρόνια ψάχνω σε όλα τα βιβλία και δεν έχω βρει τίποτε» γρύλισε.

«Έχω την απάντηση. Αυτός ο φίλος που σου είπα μόλις με βοήθησε. Είναι εκπληκτικός μάγος και γνωρίζει τα πάντα» πρόφερα ενθουσιασμένη, ωστόσο το πρόσωπό του συσπάστηκε.

«Φίλος ή η σχέση σου; Ό,τι και να είναι δηλαδή, δεν με απασχολεί. Τόσα χρόνια είναι λογικό να έχεις κάποιον. Εγώ ούτως ή άλλως είμαι άχρηστος, από την στιγμή που δεν θα μπορέσω ποτέ μου να εκφραστώ. Εξάλλου και εσύ κάποτε αυτό μου έδειξες, πως σου είμαι περιττός» μου είπε και τον έσπρωξα με δύναμη.

«Δεν εννοείς τίποτε από όσα λες! Ξέρω πόσο πολύ σε πονά και πόσο σε ενοχλεί ακόμη και η ιδέα του να είμαι με κάποιον άλλον. Επίσης, εγώ τόσα χρόνια δεν διανοήθηκα να κοιτάξω κάποιον, δεν μπορούσα και δεν ήθελα» του φώναξα και τον είδα να με κοιτάζει βαριανασαίνοντας. Είχα καταλάβει πως του προκαλούσα συναισθήματα, άρα και πόνο. «Καλύτερα να σταματήσουμε αυτήν τη συζήτηση αμέσως» του είπα αποφασιστικά και πήγα να γυρίσω όταν το χέρι του με άρπαξε.

«Όχι» μου είπε κοφτά. «Δεν θέλω να σταματήσω» τελείωσε και αρπάζοντάς με, με κόλλησε σε έναν πέτρινο τοίχο και κατόπιν, κόλλησε επάνω μου το σώμα του. Είδα τους μύες του κορμιού του να συσπώνται από τον πόνο και τον ιδρώτα να κυλά από το μέτωπό του αργά. «Σε αγαπώ, Κένταλ Κας» πρόφερε σχεδόν ψιθυριστά και κόλλησε τα χείλη του στα δικά μου.

Τα δύο του τρεμάμενα χέρια παραμέρισαν τις τούφες των μαλλιών μου και με δάκρυα στα μάτια εξαιτίας των φριχτών πόνων της κατάρας με φίλησε απαλά και τρυφερά και ας τελείωνε ο χρόνος του. Η καρδιά μου κόντεψε να εκραγεί, όταν άκουσα πάλι την φωνή του.

«Χρόνια περίμενα αυτήν τη στιγμή. Τώρα, μπορώ να πεθάνω επιτέλους ήσυχα» πρόφερε πνίγοντας έναν λυγμό και όταν είδα το πρόσωπό του, κόντεψα να ουρλιάξω. Τα μάτια του είχαν μελανιάσει και από τη μύτη του, ξεκίνησε την πορεία του, ένα λεπτό ερυθρό ρυάκι. Τον αγκάλιασα σφιχτά κλαίγοντας γοερά.

«Σε αγαπώ. Σε παρακαλώ, σταμάτα, θα πεθάνεις» του ψιθύρισα.

«Μα ακόμη δεν έχεις καταλάβει; Δεν με νοιάζει η ζωή μου και δεν τη θέλω χωρίς εσένα. Με σκότωσες την ημέρα εκείνη που μου γύρισες την πλάτη, ωστόσο, όταν αγαπάς βαθιά και αληθινά, συγχωρείς και εγώ δεν άντεξα να μη σε συγχωρέσω. Στην αγάπη και στον έρωτα δεν χωράνε εγωισμοί, όχι στη δική μου αγάπη τουλάχιστον» ολοκλήρωσε και τον είδα να καταρρέει στο έδαφος.

Προτού κλείσει τα μάτια του, τον άκουσα να μου ψιθυρίζει.

«Μωρό μου, είσαι τόσο όμορφη».

Αυτή ήταν και η τελευταία του κουβέντα. Ένιωσα τους σφυγμούς του να πέφτουν και το κορμί του να παγώνει.

«Σκορπιέ!» ούρλιαξα, όταν είδα από μακριά τον Άινταν να τρέχει, το ίδιο και δύο ακόμη Σάμχαϊν. «Βοήθεια!» ούρλιαξα και τους είδα όλους να μαζεύονται γύρω του και να κάνουν ξόρκια διοχέτευσης ενέργειας. Αν ο Σκορπιός πάθαινε κάτι, δεν θα το συγχωρούσα ποτέ στον εαυτό μου.





Ιφιγένεια Μπακογιάννη