Η κατάρα του Ορφανού - Η άνοδος του Κεναρντ (Κεφάλαιο 4)

«Ένα βήμα μπρος και ένα πίσω, σε έναν τόπο άγονο, του Θάνατου το λημέρι. Ένα βήμα μπρος και ένα πίσω, σε έναν τόπο απόκοσμο, σε μία Κόλαση όπου τριγυρνά ο Κριτής των Ψυχών, όπου οι σκιές χορεύουν αλλόκοσμα, όπου οι φωνές των Σειρήνων σε προσκαλούν με τα σαγηνευτικά τους ουρλιαχτά και εσύ αναρωτιέσαι: να κάνεις ένα βήμα μπρος ή ένα πίσω;».

Απόσπασμα από το βιβλίο της Ιστορίας της Μαγείας

Το μοναδικό πράγμα που ακουγόταν μέσα στο κεφάλι μου ήταν οι φωνές των γύρω μου. Έβλεπα τον Σκορπιό να κείτεται αναίσθητος δίχως την παραμικρή ένδειξη ζωής, εκτός ίσως από την ακανόνιστη αναπνοή του. Το δέρμα του είχε χλωμιάσει σε τέτοιο βαθμό, που οι φλέβες διαγράφονταν ολοκάθαρα σχηματίζοντας κυανά ρυάκια. Ο Άινταν φώναζε το όνομά του και εμένα η οργή μου γιγαντωνόταν. Εξαιτίας του βρισκόταν σε αυτήν την άθλια κατάσταση. Μέσα μου πάλευα να κατευνάσω την οργή μου για όλες τις προηγούμενες αποκαλύψεις. Αυτός ο άντρας ήταν θεοσκότεινος, καθώς, παρά το γεγονός πως κατανοούσα τον θυμό του, δεν μπορούσα να πιστέψω πως είχε καταραστεί ένα μωρό και είχε αφήσει μία γυναίκα άρρωστη να πεθάνει.

«Δεν θέλω ούτε να σε βλέπω» του πέταξα στα μούτρα καθώς ακολουθούσα την ομάδα των Εβένινων και συνέχισα «Ελπίζω μία ημέρα ο αδερφός σου να καταλάβει ποιος είσαι και να σε πετάξει από την ζωή του. Δεν σου αξίζει να τον έχεις δίπλα σου. Ο Σκορπιός, αν δεν είχε την κατάρα, θα ήταν ο καλύτερος άνθρωπος του κόσμου» τελείωσα και εκείνος με σταμάτησε.

«Και αξίζει σε εσένα δηλαδή; Που, ενώ γνωρίζεις το πρόβλημα, τού προκάλεσες συναισθήματα; Τον οδήγησες ηθελημένα σε μία νοητή αγχόνη!» μου φώναξε και εκεί που ετοιμαζόμουν να εξαπολύσω ξόρκι, είδα μία ομάδα Σάμχαϊν να με σημαδεύει. «Αφήστε την. Από τη στιγμή ωστόσο που θα φύγει από εδώ, είναι όλη δική σας. Δεν με απασχολεί η τύχη της. Εγώ της χάρισα την ελευθερία της, σε αντάλλαγμα για τη ζωή μου» τους είπε, όταν τον άκουσα να βγάζει μία περίεργη κραυγή. Μία κραυγή που ανήκε στη γλώσσα των δράκων.

Από μακριά,είδα τη λευκή δράκαινα, τη Λυρία μου. Πετούσε περήφανα και αγέρωχα, σωστή βασίλισσα των ουρανών.

“Κένταλ;” άκουσα τη γνώριμη φωνή της στο μυαλό μου. “Τι γυρεύεις εδώ;” με ρώτησε και ειλικρινά, ένιωσα το αίσθημα της προδοσίας να κυριαρχεί κάπου μέσα στην ψυχή μου. Η δική μου φίλη, υπάκουγε στο κάλεσμα του πιο αχώνευτου ανθρώπου που είχα γνωρίσει.

«Πάρε την Κένταλ και πήγαινέ την όπου σου ζητήσει, Λυρία» ακούστηκε η φωνή του Άινταν, μα εγώ δεν ήθελα να εγκαταλείψω τον Σκορπιό. Ωστόσο, έπρεπε να βιαστώ αν επιθυμούσα να τον βοηθήσω. Έπρεπε πάση θυσία να νικήσω την κατάρα του. Λίγο πριν φύγω, πλησίασα το ακίνητο σώμα του και το αγκάλιασα σφιχτά, έχοντας το πλεονέκτημα, πως καθώς δεν είχε τις αισθήσεις του, δεν θα μπορούσε να νιώσει τον πόνο των συναισθημάτων. Με τα χέρια μου, παραμέρισα τα ξανθά του μαλλιά, αφήνοντας ένα φιλί στα ωχρά του χείλη. “Θα γυρίσω, σου το υπόσχομαι. Ό,τι και να γίνει, δεν θα σε αφήσω να πονέσεις ποτέ ξανά” ψιθύρισα, καθώς τον εγκατέλειπα απρόθυμα.

Θλιμμένη, πλησίασα τη Λυρία και ανέβηκα στην πλάτη της απρόθυμα. Ο δράκος πέταξε ψηλά και εγώ πάλευα να συγκρατήσω τα δάκρυά μου που ήταν έτοιμα να ξεπηδήσουν.

“Κένταλ;” άκουσα ξανά την φωνή της και τότε τη χτύπησα με τα πόδια μου στα πλευρά.

«Νόμιζα πως ήμασταν φίλες! Πώς μπόρεσες να μου το κάνεις αυτό; Με αυτόν τον απαίσιο άνθρωπο, ε; Πώς μπόρεσες;» ξέσπασα.

Ειλικρινά, με όσα είχαν γίνει τις τελευταίες ώρες, ένιωθα την ψυχολογία μου να καταρρέει σαν τραπουλόχαρτο. Ένιωθα πως είχα αφήσει εκατό μέτωπα ανοιχτά, τα οποία αδυνατούσα να κλείσω. Ένιωσα ευθύς τη δυσφορία της φίλης μου καθώς και τη μικρή ύπαρξη ενοχής. Εμένα, ωστόσο, με είχε τυφλώσει για τα καλά το συναίσθημα.

“Αν μου δώσεις λίγο χρόνο, θα σου εξηγήσω πολλά. Έχεις δίκιο να αισθάνεσαι έτσι. Θα ήθελες να πάμε στο Μπέλντελ; Ο πατέρας μου θέλει να σε δει” μου είπε και απλώς ένευσα θετικά, αφήνοντας τον άνεμο να παρασύρει τις έγνοιες μου και τη θλίψη μου.

Οι πτήσεις μου χάριζαν την δυνατότητα να βρίσκομαι πάνω από τα σύννεφα. Μερικές φορές, συναντούσαμε χαμηλότερα τις ιπτάμενες άμαξες με τα Κέλαντερ, να μεταφέρουν κόσμο, ενώ άλλες φορές, έβλεπα τα χιλιάδες φώτα των πόλεων να αστράφτουν.

«Θα ήθελα να κάνω μία στάση στην Κόλνταουν» της είπα «Υπάρχει μήπως κάποιο πρόβλημα;» τη ρώτησα.

“Κανένα. Οι άνθρωποι το έχουν συνηθίσει το θέαμα των δράκων, παρά το γεγονός πως ο Βάλιμαρ σπανίως βγαίνει από το Μπέλντελ. Έχει γεράσει πια” μου είπε η δράκαινα και τελικά με άφησε σε ένα υψωματάκι.

Από μακριά, παρατηρούσα τους τεράστιους μύλους της βόρειας πόλης, ενώ δεν έβλεπα την ώρα να αγοράσω ένα καινούργιο ζευγάρι ρούχων, για την ακρίβεια, μία φούστα με χοντρό καλσόν και το αγαπημένο μου λευκό φούτερ με το οικόσημο των Λευκών μάγων, καθώς το προηγούμενο είχε σχεδόν καταστραφεί. Επόμενη στάση ήταν ένα ιδιόμορφο καφέ, το οποίο για τα δεδομένα των απλών ανθρώπων θα φάνταζε εξωπραγματικό. Ωστόσο, στην κοινωνία των μάγων αποτελούσε μία γνωστή αλυσίδα. Οι κούπες των διαφόρων ροφημάτων διάβαζαν τη διάθεσή σου και έτσι, πάνω στο ποτήρι αναδυόταν η συμβουλή της ημέρας.

Εγώ πήρα στα χέρια μου τον αγαπημένο μου καφέ, με ελαφριά γεύση πικρής σοκολάτας και φουντουκιού και έκατσα σε μία γωνία, με τους διάφορους θαμώνες να κοιτάζουν αδιάκριτα το οικόσημο της μπλούζας μου. Αδιαφορώντας, ξεκίνησα να διαβάζω τα μαγικά νέα που απεικονίζονταν επάνω στα τραπέζια, όταν κατάλαβα πως τα μάτια μου είχαν θολώσει από τα δάκρυα. Μου έλειπαν οι φίλοι μου, τα γέλια μας, η παρέα μας, όλα. Μου έλειπε εκείνος με τον οποίο είχα ονειρευτεί πολλές φορές να κάνουμε βόλτες στο λιμάνι της Βέρνια με φόντο το ηλιοβασίλεμα, απαλλαγμένοι από τον φόβο και τον κίνδυνο της κατάρας. Ωστόσο, το όνειρο παρέμενε μέχρι και σήμερα μονάχα ένα όνειρο.

Αποκαμωμένη, βγήκα έξω φορώντας ένα μακρύ, λευκό παλτό και κατευθύνθηκα στην ανηφόρα όπου με περίμενε η Λυρία. Σιωπηλή, ανέβηκα στην φολιδωτή της ράχη και άφησα το σώμα μου να πέσει ίδιο με νεκρό στην πλάτη της. Το Μπέλντελ απείχε λίγα χιλιόμετρα και η πτήση ήταν σύντομη. Κατά την κατάβαση στον πυρήνα, ξεκίνησα να βγάζω ό,τι περιττό ρούχο φορούσα, μέχρι που επιτέλους, έχοντας στρίψει σε εκατό υπόγεια μονοπάτια, φθάσαμε στο κέντρο της οικίας του βασιλιά όλων των δράκων. Καθώς τον κοιτούσα, μία ηρεμία ξεχύθηκε στην ψυχή μου. Αγαπούσα αυτήν την ήρεμη δύναμη και πηγή σοφίας, ενώ ένιωσα τα μουστάκια του να με αγγίζουν απαλά.

“Καλή μου Κένταλ. Πάνε τόσα χρόνια. Μεγάλωσες πολύ και ομόρφυνες, μα το βάρος που κουβαλάς εξακολουθεί να είναι μεγάλο. Ζήτησα να σε δω, καθώς γνωρίζω πως τα πράγματα κρέμονται από μία κλωστή και εσύ...” ξεκίνησε περνώντας τα μουστάκια του ξανά από επάνω μου “εσύ θέλεις να σώσεις μία ψυχή από μία κατάρα. Η κατάρα αυτή σχηματίζεται με ρούνους. Αυτά τα σύμβολα, τα οποία, αν δεν χρησιμοποιηθούν από τη φυλή μας, γίνονται σατανικά, οντότητες που μπορούν να καταπιούν την ψυχή σου”.

Ο Βάλιμαρ συνέχισε την αφήγηση και οι δύο μας είχαμε βγει έξω, σε ένα σημείο όπου εκείνος είχε ξαπλώσει και εγώ βρισκόμουν οκλαδόν μπροστά του.

“Κάπως έτσι καθόμασταν πριν από πολλά χρόνια, εγώ και ο νεαρός Κέναρντ. Πριν κάνει το λάθος να πέσει στα χέρια των ρούνων. Η ηρωική του πράξη τού κόστισε ακριβά και εγώ έχασα έναν καλό φίλο. Άκουσέ με, ξέρω πως έχεις έρθει για το νόμισμα που θα σου επιτρέψει την είσοδο στη φριχτή Περιφέρεια. Ελπίζω να είσαι σίγουρη για αυτήν την απόφαση. Αν δεν είχες σώσει την κόρη μου, δεν θα σ’ το έδινα, καθώς τέτοια νομίσματα σπανίζουν και είναι ενεργειακά πολύτιμα για εμένα και τον λαό μου. Ωστόσο, θα σ’ το δώσω ως ένδειξη σεβασμού απέναντί σου κι απέναντι στην καλή σου πράξη” τελείωσε και θαρρείς από τα σπλάχνα του, έβγαλε ένα ολόχρυσο νόμισμα, αστραφτερό, που πάνω του υπήρχε χαραγμένη η μορφή ενός δράκου. “Με αυτό θα μπορέσεις να περάσεις από την κεντρική Πύλη. Ωστόσο, αυτό είναι απλώς η αρχή. Μέσα εκεί, θα αμφισβητήσεις ακόμη και την ίδια σου τη λογική” μου είπε και σηκώθηκε, δίνοντας θέση στη Λυρία.

“Ξέρω πως είσαι θυμωμένη μαζί μου. Ωστόσο, εγώ δεν θέλω να είμαστε έτσι. Άκουσε, Κένταλ, η ζωή των αδερφών Γκρερ είναι περίπλοκη. Ο Άινταν μπορεί να φαίνεται κακός και δολοφόνος, ωστόσο ξέρω πως κάτω από αυτό υπάρχει μία καλή καρδιά, η οποία εμποδίζεται από την σκιά αυτού που έρχεται. Όταν με απήγαγε και με πήγε στην έπαυλη, του φώναξα πως φοβόμουν. Τότε, εκείνος δέχτηκε να με πάρει και να με κοιμήσει στην αγκαλιά του. Με τάϊσε, με φρόντισε, γιατί όποτε βλέπει παιδιά σε δύσκολη θέση σκέφτεται τον εαυτό του. Πέρασε δύσκολα, Κένταλ. Η μητέρα του τον εγκατέλειψε όταν ήταν παιδί και ο πατέρας του τον εκμεταλλευόταν κάνοντάς του φρικτά πειράματα και προσπαθώντας να δημιουργήσει μία παντοδύναμη, φονική μηχανή. Δεν σ’ τα λέω για να τον λυπηθείς, ωστόσο προσπάθησε να καταλάβεις. Όλοι του γύρισαν την πλάτη, ακόμη και ο Σιμεόν. Αυτός υπέφερε και η μητέρα του ζούσε τον έρωτά της με τον πατέρα του αδερφού του. Η ζήλεια τον οδήγησε στην κατάρα. Μου έχει πει την ιστορία” τελείωσε, μα ειλικρινά δυσκολευόμουν να τον δω με καλό μάτι, έστω και έτσι. Γνώριζε για την δολοφονία των γονιών μου, αυτός την είχε δρομολογήσει, ήμουν σίγουρη.

«Λυρία, θέλω να πάω στην Επινουά. Πρέπει να βρω τους φίλους μου» της είπα αποφεύγοντας να σχολιάσω την ομολογουμένως θλιβερή ιστορία του κακότροπου γείτονά μου.

Ο δράκος υπάκουσε και με εμένα στη ράχη του, πέταξε ψηλά με προορισμό το σπίτι μου. Ναι, έτσι αποκαλούσα την Επινουά, καθώς το Ντορθόριεν είχε περάσει πια στα χέρια της Άσα εδώ και πέντε χρόνια.

Η θερμοκρασία, όσο πλησιάζαμε νοτιότερα την πόλη της Γαλλίας, είχε αρχίσει να ανεβαίνει. Η Λυρία με άφησε στις τεράστιες εκτάσεις των κήπων της Επινουά. Κοιτάζοντας το πέτρινο ρολόι που έστεκε στον διάδρομο που οδηγούσε στην Σχολή, κατάλαβα πως θα είχαν όλοι μάθημα. Ευθύς, πετάχτηκαν Ανιχνευτές που φυλούσαν τον χώρο της Σχολής και αρπάζοντάς με μέ πέρασαν από ειδικό τεστ ενέργειας, ώστε να βεβαιωθούν για την ταυτότητά μου. Αμέσως μετά, με οδήγησαν στο γραφείο του Κρίστοφερ, ο οποίος αναπήδησε στη θέα μου.

«Κένταλ! Για τον Θεό, είσαι εντάξει; Σε αναζητούσαμε σε όλη τη χώρα» μου είπε.

«Είμαι καλά» του είπα απλώς.

«Πες μας τι συνέβη. Είναι απαραίτητο, καθώς πρέπει να γνωρίζουμε. Πού ακριβώς βρισκόσουν και τι είδες; Σου έκαναν μήπως κακό; Χρησιμοποίησαν κάποια απαγορευμένη κατάρα ίσως;» ξεκίνησε να με ρωτά, ωστόσο δεν ήθελα να του πω ούτε λέξη γιατί θα έριχνα λάδι στην φωτιά και δεν ήθελα, όχι τώρα. Καλούμουν να φέρω εις πέρας μία πολύ σπουδαία αποστολή, ιδιαιτέρως επικίνδυνη και με αρκετές πιθανότητες αποτυχίας. Ωστόσο, δεν ήθελα να ανακατέψω τους καθηγητές μου. Έπρεπε να διαβώ μονάχη μου εκείνο το κακοτράχαλο μονοπάτι.

«Θα μπορούσαμε να μιλήσουμε αργότερα; Είμαι τρομερά κουρασμένη και τα μάτια μου σχεδόν κλείνουν» δικαιολογήθηκα, ελπίζοντας πως θα καταλάβαινε «Είμαι σε κατάσταση σοκ ακόμη» επέμεινα και είδα ένα θλιμμένο χαμόγελο να σχηματίζεται στο πρόσωπό του.

«Νιώθω πως δεν θέλεις να μου μιλήσεις για όσα έζησες και για την ώρα θα σε σεβαστώ. Ωστόσο, θα ήθελα να ξέρεις πως σε όλο αυτό είμαι μαζί σου και όχι εναντίον σου. Δεν είμαι τυχαία φίλος με τον Σιμεόν, Κένταλ, και σε γνωρίζω τόσα πολλά χρόνια που σε νιώθω σαν δικό μου άνθρωπο πια» τελείωσε και με άφησε να αποχωρήσω από το γραφείο του αποφασίζοντας να κατευθυνθώ στο παρατηρητήριο. Ανεβαίνοντας, αντίκρισα τον Τόμας ξαπλωμένο στους καναπέδες με θέα τον ωκεανό. Τη στιγμή που ανέβαινα και το τελευταίο σκαλοπάτι, τον είδα που αναδεύτηκε στην θέση του, καρφώνοντάς με με αυτό το βλέμμα, στο οποίο απορώ ποια γυναίκα ήταν ικανή να αντισταθεί.

«Κένταλ» άκουσα τη γλυκιά φωνή του και αμέσως έτρεξα για να χωθώ στην αγκαλιά του. Κάπου εκεί, το γνώριμο άρωμά του με καθησύχασε για ακόμη μία φορά.

«Πώς γίνεται να με ηρεμείς με μία μονάχα αγκαλιά;» τον ρώτησα και εκείνος έκρυψε το κεφάλι του στα μαλλιά μου.

«Μίλησες με τον φίλο σου;» με ρώτησε.

«Όχι ακόμη, έχουν μάθημα. Αλήθεια, γιατί δεν μπορείς να με συνοδεύσεις εσύ; Και τι εννοούσες με την λέξη κουβαλητής;» ξεκίνησα ξανά τις ερωτήσεις.

«Κένταλ, νομίζω πως δεν είναι η ώρα...» πήγε να μου πει, αλλά τον διέκοψα.

«Η ώρα είναι τέλεια. Όλοι έχουν βραδινό μάθημα και εγώ δεν μπορώ άλλο τα μυστικά. Αν θέλεις να είμαστε φίλοι, πρέπει να με εμπιστευθείς» πρόφερα.

«Μα, Κένταλ δεν είναι τόσο απλό...» συνέχισε «Κάποιες αλήθειες είναι δυσβάσταχτες. Τρομακτικές και εσύ θα φύγεις από δίπλα μου. Τόσα χρόνια σε περίμενα, περίμενα κάποιον να με ακούσει, γιατί πολύ απλά κανένας δεν μπορούσε ούτε να με δει, ούτε να με ακούσει» τελείωσε και ομολογώ, πως το πρόσωπό μου ξεκίνησε να χλωμιάζει και τα χέρια μου να παγώνουν.

«Δεν σε καταλαβαίνω. Τι εννοείς πως κανένας δεν μπορούσε να σε δει;» τον ρώτησα.

«Αυτό ακριβώς. Πως κανένας δεν μπορούσε. Η τύχη μου άλλαξε με εσένα. Μπόρεσες να με δεις γιατί συνδεθήκαμε με την αυτόματη προσπάθεια αποκωδικοποίησης των ρούνων. Αυτό σου επέτρεψε να με δεις. Αν είχες παρακολουθήσει έστω και το πρώτο μάθημα των προβολών, θα το ήξερες αλλά η αιχμαλωσία σου σε κράτησε πίσω. Αφού λοιπόν αποφάσισες να ανοίξεις τον ασκό του Αιόλου, τότε ακολούθησέ με στην Αίθουσα των Αρχείων» μου είπε και για πρώτη φορά δίστασα. Δεν ήξερα αν έπρεπε να πάω, καθώς είχα ξαφνικά ένα πολύ άσχημο προαίσθημα. Καθώς τον ακολουθούσα, πάλευα να καταλάβω γιατί έπρεπε να πάμε εκεί κάτω. Σε μία αίθουσα όπου βρίσκονταν οι πληροφορίες για όλους τους μαθητές της Σχολής από την πρώτη κιόλας ημέρα λειτουργίας της.

Μολαταύτα, έπρεπε να το κάνω. Το είχα ξεκινήσει και έπρεπε να το τελειώσω. Οι δύο μας προχωρούσαμε στον διάδρομο, ωστόσο κανείς δεν φαινόταν να τον προσέχει. Ξεκίνησα να σκέφτομαι πως πιθανότατα ήταν κάποιο φάντασμα, αλλά ακόμη και αυτή η θεωρία με ανατρίχιαζε. Με αρκετή ευκολία, άνοιξε την πόρτα της αποθήκης των αρχείων, πράγμα που απαιτούσε μαεστρία, ωστόσο στη δική του περίπτωση όλα φαίνονταν εύκολα.

Με μία κίνηση άναψε το φως και ξεκίνησε να βαδίζει προς τα πίσω ράφια, ενώ εγώ έβλεπα τις ημερομηνίες να περνούν. Έπειτα από είκοσι λεπτά, καθώς η αίθουσα ήταν τεράστια, φθάσαμε μπροστά από κάποια ξύλινα ράφια και ο Τόμας έπιασε στα χέρια του ένα βιβλίο σκονισμένο πια.

«Το βιβλίο της χρονιάς μου. Της χρονιάς που ήμουν δεκαεπτά, όσο με βλέπεις δηλαδή αυτή τη στιγμή» άκουσα τη φωνή του μονάχα που μέσα της κρυβόταν ένα τρέμουλο. Είχε άγχος και ήταν εμφανές, ωστόσο εγώ είχα περισσότερο.

Πήρα το βιβλίο στα χέρια μου και το ξεφύλλισα, όταν έπεσα επάνω στη φωτογραφία ενός νεαρού που κρατούσε ένα βραβείο. Ήταν εκείνος. Από πάνω διάβασα το όνομα και ο πανικός μου χτύπησε την πόρτα. Έκλεισα με φόρα το βιβλίο, το οποίο έπεσε από τα χέρια μου και μαζί του και εγώ στο πάτωμα με τον Τόμας να με αρπάζει την κατάλληλη στιγμή. Τότε, συνειδητοποίησα από πού ήξερα την μυρωδιά του αρώματός του.

«Το όνομά μου, ολόκληρο, είναι Τόμας Κέναρντ Γκρερ. Ωστόσο, σου είπα μονάχα το πρώτο για να αποφύγω το εγκεφαλικό επεισόδιο» προσπάθησε να με πειράξει, αλλά για εμένα όλα είχαν σκοτεινιάσει. Το άρωμα ήταν ίδιο με εκείνο που φορούσε ο Σιμεόν. Ήταν το άρωμα του σπιτιού του και το προσωπικό του.

«Δεν μπορεί...» ψιθύρισα προτού λιποθυμήσω.

Eιλικρινά δεν ήξερα πόσος χρόνος είχε περάσει, ωστόσο υπέθετα πως στα σίγουρα μου είχαν κάνει το ξόρκι της ψυχικής καταστολής. Αυτό βοηθούσε ιδιαίτερα, όταν βρισκόσουν ένα βήμα πριν την κρίση πανικού. Λειτουργούσε σαν ηρεμιστικό, απλώς είχε πολύ πιο άμεσα και ισχυρά αποτέλεσματα. Μέσα στη θολούρα του ξορκιού, άκουγα το όνομα Τόμας Κέναρντ Γκρερ. Μα, γιατί; Ποιος ήταν και τι σχέση είχε με τον Γκρερ; Κατόπιν, κάποιος με καλούσε από μακριά. Μου φώναζε να συνέλθω, μα ο εαυτός μου είχε κουλουριαστεί σε μία γωνία και δεν εννοούσε να την εγκαταλείψει με τίποτε.

Όταν τελικά κατόρθωσα να ανοίξω επιτέλους τα μάτια μου που έτσουζαν, τα πάντα γύρω μου ήταν ακόμη θολά. Η εικόνα, ωστόσο, μου ήταν γνώριμη, καθώς το πρώτο πράγμα που αντίκρισα ήταν δύο ολοστρόγγυλα, κυανά μάτια και ένα τρυφερό χαμόγελο. Για λίγο χαμογέλασα και εγώ στη θέα του, νιώθοντας σαν να είχα μεθύσει. Σύντομα όμως συνειδητοποίησα πως βρισκόμουν ξαπλωμένη στην αγκαλιά του Τόμας. Μάλλον το σκηνικό που διαδραματίστηκε λίγο πριν ανήκε στο ονειρικό φάσμα.

«Είδα ένα παράξενο όνειρο» ξεκίνησα μασώντας τα λόγια μου, εξαιτίας της πρόσφατης λιποθυμίας «Μου είπες λέει εσύ πως ήσουν ο Κέναρντ» συνέχισα μισογελώντας και τον είδα να αποστρέφει το βλέμμα του θλιμμένος. “Να πάρει! Γιατί δεν γελούσε; Γιατί δεν το έβρισκε γελοίο όλο αυτό;” αναρωτήθηκε το υποσυνείδητο.

«Γιατί, Κένταλ, είναι αλήθεια. Μία αλήθεια που έχει γεύση πικρή και ήταν ο λόγος που επέλεξα να μου σου αποκαλύψω τίποτε αν δεν ήσουν έτοιμη να το δεχτείς. Βέβαια, θαρρώ πως μία τέτοια αποκάλυψη θα σε έπιανε απροετοίμαστη όποια στιγμή και αν γινόταν» μίλησε ξανά έχοντας διαβάσει τις σκέψεις μου.

«Πάλι το έκανες! Μπήκες στο μυαλό μου!» του φώναξα.

«Πράγματι, αλλά κατάλαβέ με! Έχω άγχος να δω τι σκέφτεσαι για εμένα τώρα πια...» πήγε να μου πει, ενώ εγώ ευθύς τινάχτηκα από πάνω του και πάλεψα να σταθώ στα πόδια μου, όταν τον είδα να προσπαθεί να με στηρίξει.

«Μη με αγγίζεις! Μην τολμήσεις να με αγγίξεις ποτέ ξανά» φώναξα προτάσσοντας το χέρι μου σαν απειλή, όταν τον είδα να μου κάνει σήμα να μιλώ πιο σιγά.

«Θα σε περάσουν για παράφρονα. Ξεχνάς πως κανένας άλλος δεν με βλέπει;» με μάλωσε, μα εμένα ένα ειρωνικό γέλιο σκαρφάλωσε στον λαιμό μου.

«Πίστεψέ με, μπροστά στην πληροφορία του ποιος είσαι, όλα τα άλλα φαίνονται σαν ένα τίποτα. Έχω ήδη παραφρονήσει με όλα αυτά, ωστόσο για τελευταία φορά σου δίνω την ευκαιρία να το πάρεις πίσω και να μου πεις την αλήθεια για το ποιος είσαι» του είπα και τον είδα να υιοθετεί ένα βλέμμα κουταβίσιο, εκείνο της γλυκιάς αντρικής ικεσίας.

«Δεν μπορώ να κάνω κάτι τέτοιο, γιατί πολύ απλά είναι η αλήθεια. Το είδες και μόνη σου στις φωτογραφίες. Είμαι το ίδιο άτομο, ωστόσο μπορείς να μαντέψεις ποιος είναι ο καστανός νεαρός που στέκεται δίπλα μου αγκαλιάζοντάς με;» με ρώτησε και εγώ δυσανασχετώντας, έριξα μία προσεκτική ματιά στο αγόρι, ωστόσο η φυσιογνωμία του μου ήταν άγνωστη.

«Λοιπόν, ποιος ήταν;» τον ρώτησα κάπως αυστηρά.

«Ο Όσβαλντ Κας. Το γειτονάκι μου και ο καλύτερός μου φίλος. Θαρρώ, αν κρίνω από τα χρόνια, ο παππούς σου» μου απάντησε και τα μάτια μου γέμισαν ευθύς δάκρυα παρακαλώντας σιωπηλά να μου κάνει κάποιος αυτό το ξόρκι της καταστολής ξανά.

«Δεν… δεν καταλαβαίνω τίποτε απολύτως. Νιώθω να πνίγομαι…» ψιθύρισα και εκείνος μου έπιασε το χέρι χαμογελώντας καθησυχαστικά.

Σε ικετεύω, μπορείς να με ακούσεις; Ειλικρινά, σου υπόσχομαι να μη σε ενοχλήσω ποτέ ξανά. Ωστόσο αυτήν την ιστορία πρέπει να την ξέρεις γιατί αφορά και εσένα. Το παρελθόν της οικογένειάς σου» ξεκίνησε, ωστόσο εμένα ο θυμός μου κόχλαζε ακόμη.

«Ειλικρινά, το θεωρείς τόσο απλό όλο αυτό; Πώς να σε ξεχάσω; Δηλαδή, αυτός που όλος ο κόσμος μισεί και φοβάται, αρμενίζει στη Σχολή και εγώ να σφυρίζω αδιάφορη; Να κάνω πως δεν έμαθα τίποτε;» συνέχισα και είδα τα μάτια του να βουρκώνουν.

«Κένταλ, το πρόβλημα είναι πως δεν έχω ιδέα για τον Κέναρντ εκεί έξω. Δεν ξέρω τι κάνει, δεν ξέρω ποιος είναι, ούτε αν όλα αυτά τα χρόνια παντρεύτηκε και ποια. Είναι σαν να ζούμε δύο διαφορετικές ζωές. Σε παρακαλώ, άφησέ με να σου μιλήσω» μου είπε και για κάποιον λόγο, θεώρησα ειλικρινή την αντίδρασή του. Ξεφυσώντας, είπα απλώς ένα εντάξει. «Δεν μπορούμε όμως εδώ, η ιστορία είναι μεγάλη και θα μας πάρει ώρα» πρόφερε.

«Πολύ καλά, τότε πάμε στο δωμάτιό μου, στον Οίκο των Γκρίζων, έχω σαλονάκι μικρό στο δωμάτιο για να καθίσουμε. Εσένα δεν σε βλέπουν και όσο για εμένα, αν πετύχω γνωστό, θα παραστήσω την άρρωστη. Όχι πως δεν είμαι δηλαδή...» πέταξα τη σπόντα.

«Εγώ σε βρίσκω υπέροχη πάντως, έστω και στα πρόθυρα της κατάρρευσης. Μου θυμίζεις σε δυναμισμό το γειτονάκι μου» μου χαμογέλασε παιχνιδιάρικα βουρκωμένος από την ανάμνηση του Όσβαλντ και φυσικά εισέπραξε μία σκουντιά, αν και πολύ θα ήθελα να ήταν χαστούκι.

Οι δύο μας ή για την ακρίβεια, μονάχη μου, περπατήσαμε μέχρι την αυλή και ευτυχώς δεν συναντήσαμε κανέναν. Μονάχα μερικές νεράιδες που χοροπηδούσαν ξέγνοιαστες. Το ουράνιο στερέωμα ήταν πεντακάθαρο και τα άστρα λαμποκοπούσαν, δίνοντάς μου δύναμη να πάρω μία βαθιά φρέσκια ανάσα. Ο Κέναρντ ή ο Τόμας στάθηκε δίπλα μου και ύψωσε και εκείνος το βλέμμα του στον ουρανό.

«Κάποια καλοκαίρια, εγώ, ο Σιμεόν και ο Γουίλφρεντ στήναμε τις μαγικές μας σκηνές στις τεράστιες εκτάσεις με τις κερασιές, κάνοντας το ξόρκι που μας έδινε πρόσβαση να βλέπουμε τα αστέρια. Οι γονείς μας γύρευαν, αλλά ποιος νοιαζόταν; Τότε κανένας. Όλα ήταν όμορφα, όλα…» δεν μπόρεσε να αποσώσει τη φράση του, όταν ξεκίνησε να κλαίει μπροστά μου, κάνοντάς με για πρώτη φορά να λυγίσω. Τι είδους σταυρό κουβαλούσε; Έπρεπε να μάθω και αυτό σκόπευα να κάνω. Το κουβάρι αυτής της ιστορίας, έπρεπε να ξεκινήσει να ξετυλίγεται.

Παρατηρώντας το εσωτερικό του Οίκου μας, έτρεξα σαν τον κλέφτη μέχρι το δωμάτιο, με τον Κέναρντ να ακολουθεί και εμένα να παλεύω να συνηθίσω την προσφώνηση. Ευθύς κλείδωσα καλά την πόρτα και έβαλα επιπλέον προειδοποιητικό ξόρκι, σε περίπτωση που κάποιος, στεκόταν απλώς στο κατώφλι. Ο Τόμας ή ο Κέναρντ σωριάστηκε στον καναπέ, βαστώντας στο χέρι του το βιβλίο της χρονιάς του. Εγώ πάλι έκατσα απέναντί του έχοντας μπλέξει τα δάχτυλά μου μεταξύ τους από την αμηχανία.

«Η ιστορία, όπως προείπα, είναι μεγάλη. Ας μην ξεκινήσω από τότε που μου άλλαζαν ακόμη την πάνα» τον άκουσα να λέει και εμένα μου ξέφυγε ένα πλάγιο χαμόγελο.

«Θα ήθελα να τα μάθω όλα» τον πείραξα κάπως.

«Καλά, τη λεπτομέρεια της πάνας την προσπερνώ. Η μητέρα μου λεγόταν Βικτουάρ Γκρερ και ο πατέρας μου Όσμπορν Γκρερ. Εκείνος ήταν Σάμχαϊν και η μητέρα μου Πορφυρή. Ναι, μη με κοιτάς λοξά. Έζησα τις εποχές που το χρώμα δεν είχε καμία απολύτως σημασία. Τα δύο μου αδέρφια λοιπόν, ο Γουίλφρεντ και ο Σιμεόν ήταν και οι δύο Πορφυροί από την μητέρα μου. Εγώ είμαι ο μεγαλύτερος και ο Σιμεόν ο μικρότερος. Έχουμε τρία χρόνια διαφορά και με τον Γουίλφρεντ ένα. Ο μεσαίος αδερφός μου, ο Γουίλ, ήταν πάντοτε ένα παιδί κλειστό. Είχαμε καλές σχέσεις, μα σπανίως συμμετείχε στα παιχνίδια μου. Εγώ έβγαινα στην αυλή, έπαιζα με τα χώματα, λερωνόμουν. Ο Γουίλφρεντ ήταν καθωσπρέπει. Όταν ήταν να γεννηθεί ο Σιμεόν, είχα παρακαλέσει την μητέρα μου να με πάρει μαζί της για να τον δω πρώτος εγώ. Ο Γουίλφρεντ ήταν σε μαγικό, παιδικό σταθμό και εγώ στο νήπιο. Πράγματι, ήμουν δίπλα της όταν γεννήθηκε ο Σιμεόν και είδα αμέσως την πορφυρή του αύρα, να λάμπει γύρω του»

«Μπορούσες από τότε;» τον ρώτησα έκπληκτη, διακόπτοντάς τον.

«Ναι, ήταν χάρισμα. Περίμενα λοιπόν με αγωνία να φτάσει η ημέρα που θα τον παίρναμε στο σπίτι. Από τότε, οι δύο μας ήμασταν αχώριστοι. Δίιπλα μου σπάνια έκλαιγε και αυτό ξεκούραζε τη μητέρα μας τα βράδια, καθώς της είχα ζητήσει να τοποθετήσει την κούνια δίπλα από το κρεβάτι μου. Έτσι, με το ένα μου χέρι κρατούσα το μικροσκοπικό δικό του μέχρι που αποκοιμιόταν».

Κάπου εκεί, τον είδα να κάνει παύση ξανά, για να σκουπίσει ένα δάκρυ και εγώ για να σκουπίσω ένα δικό μου. Παλεύοντας να συνεχίσει, αναστέναξε ξανά.

«Παίζαμε μαζί μεγαλώνοντας όλη μέρα. Κάποτε, ερχόταν και ο Γουίλφρεντ ο οποίος παραδόξως, δεν ζήλευε την ιδιαίτερη σχέση μας. Σαν οικογένεια δεν ήμασταν ιδιαίτερα ευκατάστατοι, αλλά και πάλι είχαμε όλα όσα θέλαμε. Ο πατέρας μας δούλευε σαν καθηγητής στην Σαβανά Επίν, τη δεύτερη μαγική Σχολή που υπήρχε τότε και η μητέρα μας ήταν κάτι σαν βοτανολόγος» συνέχισε και κάπου εκεί, κατάλαβα την αγάπη του Σιμεόν για τα βότανα.

«Η μητέρα μας έμενε σπίτι για να μας μεγαλώσει, ωστόσο δεν μας έλειψε ποτέ και τίποτε. Ήμασταν μία οικογένεια δεμένη και αγαπημένη. Ακριβώς δίπλα μας, μία ημέρα μετακόμισε μία άλλη οικογένεια που είχαν ένα παιδί στην ηλικία μου κοντά, τον Όσβαλντ Κας» μου είπε και ταράχτηκα.

«Τον παππού μου έτσι δεν είναι; Από τότε γίνατε φίλοι;» τον ρώτησα και ένευσε θετικά.

«Ναι. Γίναμε αμέσως φίλοι και πολλές φορές με καλούσε τα μεσημέρια για φαγητό, όποτε η δική μας μητέρα μαγείρευε κάτι που δεν μου άρεσε. Ήταν ευφυής όσο και εγώ και ταιριάξαμε. Έγινε ο καλύτερός μου φίλος και συνέχισε να είναι και στην Επινουά. Κάποια στιγμή, όταν βρισκόμασταν για καφέ με την παρέα μας, έλαβα ένα μήνυμα πως ο Σιμεόν δεν ήταν καλά στην υγεία του. Τα νεφρά του έπαψαν να λειτουργούν καλά και χρειαζόταν επειγόντως μεταμόσχευση. Δεν το σκέφτηκα ούτε δευτερόλεπτο. Ευτυχώς, ήμουν συμβατός δότης και το σώμα του δέχτηκε αμέσως το μόσχευμα. Δεν το θεωρήσαμε τυχαίο. Για εμάς ήταν η απόδειξη του ιδιαίτερου δεσίματός μας και της αγάπης μας» σταμάτησε πάλι και σηκώθηκε επάνω υψώνοντας την μπλούζα του.

Κάτω χαμηλά στην μέση του υπήρχε το σημάδι της ουλής της επέμβασης. Καθώς μου το έδειχνε, το σώμα του τρανταζόταν από τους συνεχείς λυγμούς που πάλευε μάταια να τους κρατήσει μέσα του. Με το χέρι μου χάϊδεψα απαλά το σημείο της ουλής του και κατεβάζοντάς του την μπλούζα, τον αγκάλιασα καθώς εκείνος ήταν γυρισμένος πλάτη. Μαζί καθίσαμε στον καναπέ, με εκείνον να έχει τοποθετήσει το κεφάλι του στα πόδια μου και να συνεχίζει την ιστορία.

«Λίγο μετά την ανάρρωσή μας, οι δύο μας πήγαμε μία βόλτα στο λιμάνι της Βέρνια. Εκεί δώσαμε έναν όρκο ιερό για τους μάγους. Πως ό,τι και να συνέβαινε ποτέ δεν θα πολεμούσαμε ο ένας τον άλλο. Ο όρκος σφραγίστηκε στην αιωνιότητα. Έπειτα, η ζωή μας στη Σχολή κυλούσε ομαλά. Εγώ και ο Όσβαλντ σαρώναμε τα βραβεία και τους επαίνους δίχως να υπολογίζουμε μία μορφή σατανική που βρισκόταν μάλιστα στο τιμόνι της Επινουά. Της Κριστίν Νορρίς. Γενικά, λόγω της εμφάνισής μου, είχα πολλές κατακτήσεις, αλλά σ'αυτό βοηθούσε και ο χαρακτήρας μου. Ωστόσο, εγώ είχα μάτια για μία και μόνο κοπέλα, την Έλσγουερθ Λίαλ» μου είπε και τινάχτηκα ξανά. Πόσα χτυπήματα να άντεχα πλέον; «Κένταλ μου, την επόμενη φορά, ειδοποίησέ με μονάχα, γιατί την έφαγα με το γόνατο» μου παραπονέθηκε.

«Κέναρντ, πες μου πως είναι μία απλή συνωνυμία. Γιατί αυτό το όνομα που ανέφερες, είναι στην τάξη μου. Πώς γίνεται;» τον ρώτησα ξανά και χαμογέλασε πικρά.

«Όλα γίνονται, άμα υπάρχει φθόνος. Η Έλσα, λοιπόν, στα δικά μου τα μάτια τουλάχιστον, ήταν η πιο όμορφη κοπέλα του κόσμου, μα υπερβολικά ντροπαλή. Το ίδιο και εγώ. Έτσι λοιπόν, ένα απόγευμα, την πέτυχα στα θερμοκήπια, όπου είχαμε βρεθεί και εμείς. Είδα πως της άρεσε να παρατηρεί τις ζάπιες και έτσι ξεκίνησα να της μιλώ γι' αυτές και για το πώς συλλέγουν την γύρη. Δεν ήταν η πρώτη φορά που μιλήσαμε, αφού την είχα πλησιάσει από την έναρξη των μαθημάτων. Ήταν από τη μαγική πόλη Μίντοουσορ της Σκωτίας. Μείναμε λοιπόν εκεί πολλές ώρες, με εκείνη να με ρωτά, τι της είχε βρει ο πιο δημοφιλής και όμορφος μαθητής της Σχολής. Εγώ της είχα απαντήσει πως για να μάθαινε, θα έπρεπε να έρθει στο ραντεβού μας. Εκείνη χαμογέλασε και εγώ ήμουν ο πιο ευτυχισμένος άντρας, όταν αργότερα με πέτυχε η Νορρίς στον διάδρομο. Γενικά, είχε κολλήματα μαζί μου και το καταλάβαινα. Με κοιτούσε συνέχεια, με παρακολουθούσε, ωστόσο είχα καταλάβει πως πάλευε να αποκωδικοποιήσει τους ρούνους, τη στιγμή που εγώ είχα αναλάβει μαζί με τον παππού σου και τους φίλους μου, μία εργασία για την προστασία των μάγων απέναντι στο σατανικό αλφάβητο. Ήταν Σάμχαϊν λοιπόν η Νορρίς και διψούσε υπερβολικά για δύναμη. Εγώ και η παρέα μου, ο Ραφαέλλο από την Ιταλία και Γκρίζος μάγος και η μία από τις δίδυμες Σάμχαϊν, η Καμίλ, γιατί η αδερφή της ήταν στο πλευρό των πολέμιών μου, την παρακολουθούσαμε πότε πότε. Εκείνη λοιπόν είχε ψάξει στην αίθουσα που βρεθήκαμε και εμείς πριν λίγο όλα μας τα στοιχεία και είχε βρει, ποιοι ήταν οι καλύτεροι μαθητές της Επινουά. Μέσα σε αυτούς ήταν και ο Όσβαλντ, αλλά δεν είχαν σχέσεις πολλές, ενώ με εμάς είχε περισσότερες, προτού καταλάβουμε ποια ήταν στην πραγματικότητα. Όταν λοιπόν με πέτυχε, με φώναξε στο γραφείο της με μία γελοία πρόφαση, και ευθύς το κλείδωσε. Εκεί, μου ρίχτηκε, πάλεψε να με φιλήσει, ενώ εγώ την απώθησα αηδιασμένος, φωνάζοντάς της πως η καρδιά μου ανήκε στην Έλσα. Αυτό ήταν το τραγικό μου λάθος. Την ημέρα του ραντεβού μας και ενώ συναντηθήκαμε στην βιβλιοθήκη, η Κριστίν εξαπέλυσε τους ρούνους οι οποίοι ξεκίνησαν να εξαπλώνονται στους τοίχους. Τότε, αντανακλαστικά έκανα το δικό σου λάθος. Το λάθος που παραλίγο να κάνεις δηλαδή. Μπήκα στον κόπο να τους αποκωδικοποιήσω για να τους αποκρούσω στην προσπάθεια μου να προστατέψω την Έλσα. Την Έλσα, την οποία καταράστηκε η Κριστίν να μην πεθάνει ποτέ, παρά να υποφέρει με την απώλειά μου και την εξέλιξή μου στην ιστορία. Την άφησε στάσιμη ηλικιακά» μου είπε και κάπου εκεί κατάλαβα γιατί παλαιότερα την θεωρούσα μεγαλύτερη για την ηλικία της και μου φαινόταν παράξενο.

«Οι ρούνοι, από την άλλη, εισχώρησαν στο σώμα μου και ξεκίνησαν να με καταλαμβάνουν. Άλλαζα, το ένιωθα. Έγινα πιο οξύθυμος, κλειστός, έγινα κάποιος άλλος. Αυτή η σατανική οντότητα παραμέριζε την ψυχή μου, ωστόσο, σε μία τελευταία μου προσπάθεια και καθώς ήμουν πολύ ισχυρός μάγος για την ηλικία μου, έφτιαξα μία προβολή λίγο πριν τελειώσουν όλα και με καταλάβει τελείως η οντότητα. Έσωσα, κοινώς, ένα είκοσι τοις εκατό του εαυτού μου. Το έκανα προβολή, κοινώς έβγαλα ένα κομμάτι της ψυχής μου και το εναπόθεσα στην Σχολή. Αυτό μου επιτρέπει να κινούμαι μονάχα στα όρια της Σχολής, να βλέπω τους πάντες, αλλά να μην μπορούν να με δουν. Ξέρω, λοιπόν, πως έχω δύο εγγόνια, έχω δει τον Άινταν φοιτητή, όπως και τον Σκορπιό. Έχω δει τον Σιμεόν, που καταστράφηκε εξαιτίας μου, αλλά δεν ξέρω τίποτε για τα όσα έκανε ο εαυτός μου, αυτό το ογδόντα τοις εκατό που κινείται από τους ρούνους. Ούτε ξέρω ποια παντρεύτηκε, ποια είναι τα παιδιά μου. Δεν γνωρίζω τίποτε που λαμβάνει χώρα εκτός της Σχολής. Γι' αυτό δεν μπορώ να σε συνοδεύσω. Ο μόνος τρόπος είναι κάποια στιγμή και με πολύ εξάσκηση να μου διοχετεύσεις την ενέργειά σου, ώστε να μου δώσεις υπόσταση. Σε παρακαλώ όμως, πες μου τι τέρας υπήρξα; Γιατί είμαι σίγουρος πως έχω κάνει πολλά και αναρίθμητα εγκλήματα» με ρώτησε και ειλικρινά δεν ήξερα από πού να αρχίσω και το κυριότερο πώς να ξεστομίσω αυτές τις αλήθειες.

«Ήσουν ο αρχηγός ενός φρικτού πολέμου, υπέρ της επικράτησης των Εβένινων μάγων. Σκότωσες τον Όσβαλντ, στράφηκες ενάντια στον Σιμεόν, βασάνισες τον εγγονό σου Άινταν, ο οποίος μίσησε τον Σκορπιό εξαιτίας αυτού και τον καταράστηκε με την Ανάμοραν. Κοινώς, τα διέλυσες όλα και είσαι υπεύθνος για τον διχασμό του μαγικού κόσμου» του τα είπα περιληπτικά και τον είδα να τραβά τα μαλλιά του κλαίγοντας.

«Εγώ; Βασάνισα τα εγγόνια μου; Θεέ μου! Κένταλ, άκουσέ με. Από αύριο ξεκινάμε μαθήματα. Μαθήματα για το πώς θα με σκοτώσεις» μου είπε και συνέχισε «Ξέρω πως θα επιστρέψει εκείνο το σάπιο σώμα, ωστόσο μη φοβηθείς. Εγώ θα είμαι εδώ για εσένα. Αν ζούσαμε στην εποχή μου, ίσως σε ερωτευόμουν, ωστόσο προέχει η ευτυχία του εγγονού μου. Ξέρω πόσο αγαπάς τον Σκορπιό και είμαι πολύ χαρούμενος που βρέθηκες στη ζωή του. Λοιπόν, θα με ακολουθήσεις στα μαθήματα;» με ρώτησε και τα μάτια μου βούρκωσαν ξανά. Δεν απάντησα, δεν είπα λέξη. Μονάχα τον αγκάλιασα και ξέσπασα σε κλάματα γοερά.

Δεν ήξερα πόση ώρα έκλαιγα, μα είχα πάντοτε δύο χέρια να μου σκουπίζουν τρυφερά τα δάκρυα που κυλούσαν από τα ωχρά μου μάγουλα. Οι πληροφορίες που είχα δεχτεί τα τελευταία εικοσιτετράωρα ήταν πολλές και σοβαρές. Κοιτούσα τον πανέμορφο νεαρό άνδρα απέναντί μου, με τα ολοστρόγγυλα, μελαγχολικά, κυανά μάτια και αδυνατούσα να πιστέψω πως έστω και ένα κομμάτι του ανήκε στο πλάσμα της Κολάσεως. Με αργές κινήσεις, με πλησίασε δίνοντάς μου το βιβλίο της χρονιάς του.

«Είχα σαρώσει πολλά βραβεία τότε και μάλλον γι’ αυτό είχα μπει στο στόχαστρο της Κριστίν. Καλά, αυτός ήταν ο ένας λόγος. Ο άλλος ήταν η μεγαλομανία της και η πίστη της στην ανωτερότητα των Εβένινων» μου είπε παλεύοντας να ελαφρύνει το κλίμα, δίχως αποτέλεσμα. «Ξέρεις, έχω δει τον Άινταν. Όταν εκείνος σπούδαζε στην Επινουά, η προβολή μου τριγυρνούσε στο κάστρο της Σχολής από τότε και από πιο πριν ακόμη. Τον θυμάμαι πάντοτε λιγομίλητο και μετρημένο, ένα παιδί που είχε αποβάλει την ανεμελιά από πολύ νωρίς. Τώρα αντιλαμβάνομαι το γιατί. Φταίει ο τερατόμορφος εαυτός μου. Παρακολουθούσα τις κουβέντες του Σιμεόν και κατάλαβα πως ήταν ένας Γκρερ. Μερικές φορές προσπάθησα να μπω στο μυαλό του και να τον διαβάσω, να δω τι του συνέβαινε αλλά ο Άινταν ήταν ισχυρός πολύ και είχε πάντοτε προστασία. Στην ουσία, μου μοιάζει πολύ. Μονάχα που δεν μοιάζει σε αυτό που πραγματικά υπήρξα. Οι δυνάμεις μας, ωστόσο, είναι σχεδόν ισάξιες. Ποιος ξέρει τι πέρασε αυτό το πλάσμα; Μακάρι να μπορούσα να τον βοηθήσω» τον άκουσα να αναρωτιέται.

«Είδα κομμάτια του παρελθόντος του. Είδα κάτι φρικτό, του έκαναν βασανιστήρια και πειράματα. Μάλιστα, πρόσφατα που βρισκόμουν μαζί του στη Ρωσία, ξαφνικά τον βρήκα πεσμένο στο πάτωμα, να χάνει τα μαλλιά του και να σφαδάζει από τους πόνους. Τον βοήθησα, παρά το γεγονός πως δεν τον συμπαθώ καθόλου» μου ξέφυγε η κουβέντα, ωστόσο δεν το μετάνιωσα. Ήταν η αλήθεια.

«Νομίζω πως εσείς οι δύο κάνατε λάθος αρχή. Είναι κρίμα να μην μπορεί να δει αυτό που εγώ βλέπω. Μία υπέροχη κοπέλα τόσο εσωτερικά, όσο και εξωτερικά. Φαντάζομαι πως ο Κέναρντ τού έκανε καλή πλύση εγκεφάλου. Εννοώ ο γηραιός εαυτός μου» ξεκίνησε.

«Ο Άινταν ήταν για χρόνια γείτονάς μας. Από τότε τον φοβόμουν και τον αντιπαθούσα. Ωστόσο, από κοντά, όταν τον ζεις, μοιάζει λίγο πιο ανθρώπινος. Έχει κόλλημα με τον Κέναρντ, τον έξω εννοώ. Θεωρεί πως μονάχα εκείνος τον αγαπά, όταν όλοι του έχουν γυρίσει την πλάτη. Ωστόσο, εγώ πρέπει να βοηθήσω τον Σκορπιό. Η κατάρα πρέπει να φύγει» πρόφερα και είδα ξανά την ταραχή να επιστρέφει στο βλέμμα του.

«Τότε, Κένταλ Κας, στάσου μπροστά στον Θάνατο και ζήτησέ του το με την ίδια αποφασιστικότητα. Μη λυγίσεις ούτε στο ελάχιστο. Αν δεν είσαι βέβαιη, σε προτρέπω να μην πας. Ωστόσο, πρόσεχε γιατί η Περιφέρεια είναι γεμάτη προβολές και ψευδαισθήσεις, καθώς και κινδύνους θανάσιμους» μου είπε και οι δύο μας ασυναίσθητα κοιτάξαμε το ρολόι. «Θα πρέπει να φύγω, να σε αφήσω να ξεκουραστείς» μου είπε.

«Και εσύ πού θα κοιμηθείς;» τον ρώτησα.

«Κάπου θα βρω. Χρόνια κάπου βρίσκω» μου απάντησε, ωστόσο εγώ του άρπαξα ευθύς το χέρι.

«Μείνε εδώ, αν θέλεις. Ο καναπές είναι άνετος και εγώ θα έχω παρέα. Δεν είμαι σε καλή ψυχολογική κατάσταση και αύριο πρωί, θα μιλήσω με τον Άλαν. Φαντάζομαι τον γνωρίζεις, αφού βρίσκεσαι στη Σχολή χρόνια τώρα» πρόφερα.

«Τον Λευκό; Φυσικά. Ωστόσο, θα ήθελα μία χάρη. Να σκεφτείς αυτό που σου είπα για τα μαθήματα εξόντωσής μου και να παλέψουμε μαζί να μάθεις, πώς να μου δίνεις ενέργεια για να αποκτήσω υπόσταση τις φορές που θα είναι απαραίτητο. Μου έχει λείψει ο Σιμεόν και πρέπει να τον πείσω να σπάσει τον όρκο μας και να με πολεμήσει. Δεν έχει άλλη επιλογή, όχι εδώ που φτάσαμε» μου είπε περίλυπα και τότε μία απορία σκαρφάλωσε στο μυαλό μου, την οποία ήθελα να αποσιωπήσω, ωστόσο η περιέργεια με νικούσε.

«Αν, αν ο Κέναρντ χτυπηθεί, εσύ θα πονέσεις; Θέλω να πω, αν εξαπολύσω ξόρκι εναντίον του, εσύ θα το νιώσεις;» τον ρώτησα, μα εκείνος απλώς μου χαμογέλασε θλιμμένα.

«Μη βαραίνεις άλλο την ψυχή σου. Είναι αργά και χρειάζεσαι ξεκούραση» μου είπε απλά και απίθωσε ένα φιλί στο μέτωπό μου. «Αν χρειαστείς κάτι, ξύπνησέ με και μη διστάσεις» τελείωσε και τον είδα να αφαιρεί την μπλούζα του και να χώνεται κάτω από τα σκεπάσματα που του είχα στρώσει.

Καθώς ήμουν ένα ράκος ψυχολογικά, ξάπλωσα και εγώ συνεχίζοντας ωστόσο το πικρό μου κλάμα. Το μονοπάτι που είχε χαραχτεί για εμένα, ήταν δύσκολο και επίπονο. Το γνώριζα, μα έπρεπε να κάνω την καρδιά μου πέτρα και να παλέψω για όλους όσους αγαπούσα.




Ο Σκορπιός βρισκόταν ξαπλωμένος σε ένα κρεβάτι, σε κομματώδη κατάσταση. Το στήθος του είχε φουσκώσει και η ανάσα του έβγαινε με δυσκολία. Είχε ξεπεράσει κατά πολύ τα όρια που είχαν μπει εξαιτίας της κατάρας. Ο Άινταν είχε μείνει στο πλάι του όλη την ώρα, καρτερώντας τον στρατό του να μαζευτεί και να αποχωρήσουν για την Ένταρταουν και την έπαυλή του. Οι Σάμχαϊν έμοιαζαν με μαύρο καπνό στον ουρανό καθώς μετακινούνταν και ο Άινταν, έχοντας ετοιμαστεί, άρπαξε το χέρι του Σκορπιού προκειμένου να μεταφερθούν στην έπαυλη απευθείας.

Τη στιγμή που τα σώματά τους μεταφέρθηκαν στην αυλή του σπιτιού και καθώς ο Άινταν προχωρούσε προς την πόρτα έχοντας τον αναίσθητο Σκορπιό στην αγκαλιά του, είδε ένα μικρόσωμο πλάσμα να στέκεται στο κατώφλι και να καπνίζει μία πίπα βήχοντας.

«Μπένταγκ;» τον φώναξε και το Ντουένον στράφηκε προς το μέρος του.

«Επιτέλους! Σε περίμενα μέρες ατελείωτες να φανείς. Τι έπαθε ο Σκορπιός;» τον ρώτησε με αγωνία.

«Θα… Σου εξηγήσω. Μη στέκεσαι έξω, έλα μέσα γρήγορα και θα σου ετοιμάσω εγώ ό,τι θέλεις» του είπε ο νεαρός μάγος.

«Μακάρι να ήσουν το ίδιο γλυκός και φιλόξενος με όλους, παλιόπαιδο. Θα με σκάσεις μία μέρα» ξεκίνησε το Ντουένον τη μουρμούρα και ο Άινταν χαμογέλασε μετά από πολύ καιρό.

Αφού τοποθέτησε τον Σκορπιό στο δωμάτιό του, έτρεξε κάτω και όρμηξε στο Ντουένον αγκαλιάζοντάς τον σφιχτά.

«Μπένταγκ μου, δεν είσαι καλά στην υγεία σου. Το νιώθω και αυτό με στεναχωρεί. Κάθισε δίπλα στο τζάκι, θα σου φέρω εγώ κουβέρτα να ζεσταθείς και θα σου φτιάξω τσάι καταπραϋντικό για τον βήχα σου» του είπε και κατόπιν του άρπαξε την πίπα και την έσπασε «Και έλεος με αυτό το μαραφέτι πλέον!» τον μάλωσε και ευθύς ξεκίνησε να διατάζει τα αντικείμενα της κουζίνας.

Το σπίτι γουργούριζε ικανοποιημένο καθώς η ημέρα επιστροφής του μαύρου αφέντη πλησίαζε. Ο Άινταν καθόταν μονάχα με ένα μακό μπλουζάκι και ένα παντελόνι φόρμας δίπλα από τον Μπένταγκ, τον οποίο κρατούσε αγκαλιά με το ένα χέρι.

«Μη μου ξεκινάς τις γλύκες, μικρέ Γκρερ, για να γλιτώσεις την κατσάδα! Με αρρώστησες, να ξέρεις. Ο λόγος που η υγεία μου έχει τα χάλια της είναι εξαιτίας της στεναχώριας μου. Έδιωξες από δίπλα σου, αρχικά, μία εξαίσια κοπέλα που σε λάτρευε και έπειτα έναν πολύ καλό φίλο, επειδή υπερασπίστηκε ένα κοριτσάκι που εσύ, το τονίζω, εσύ, ήσουν έτοιμος να σκοτώσεις. Πες μου, νεαρέ, πάσχεις από σχιζοφρένεια ή ο παππούλης σε έχει τρελάνει τελείως; Τι είναι αυτά τα πράγματα;» ξεκίνησε και ο Άινταν έκανε δήθεν πως κρυβόταν με την κουβέρτα, μονάχα που εισέπραξε μία σφαλιάρα από το Ντουένον.

«Το κοριτσάκι μεγάλωσε και έγινε μία απαίσια γλωσσού. Από μικρή ήταν εφιάλτης, γιατί, εκτός από το γεγονός πως είναι μία Κας, μού έκοβε και τα τριαντάφυλλα. Πρόσφατα το ξεκαθαρίσαμε το θέμα αυτό. Όσο για τον Σύλβαν, έχω μετανιώσει για το γεγονός πως του μίλησα άσχημα, μα δεν τον τραυμάτισα εγώ. Μπήκε μπροστά τη στιγμή που ήμουν έτοιμος να ψήσω τη μικρή γειτόνισσα. Όσο για τον Κέναρντ, σου έχω πει πως δεν θέλω να το συζητώ. Κοίταξε πώς ζούμε οι Σάμχαϊν και θα καταλάβεις» απάντησε ο Άινταν.

«Ξεχνάς εσκεμμένα ένα πρόσωπο» ξερόβηξε το Ντουένον.

«Τίποτε δεν σου ξεφεύγει. Η Εμίλια είναι ένα άλλο θέμα» πήγε να πει, μα ο Μπένταγκ τον διέκοψε.

«Για την ακρίβεια, η Εμίλια είναι το θέμα και οφείλω να σου πω κάτι και ας νευριάσεις. Της χάρισα πίσω τη μνήμη της» του πέταξε και ο Άινταν τινάχτηκε επάνω.

«Πώς στην ευχή το πέτυχες αυτό; Ποιανού η μετενσάρκωση είσαι; Και γιατί το έκανες; Γιατί;» ξεκίνησε να φωνάζει, αλλά του ήρθε και δεύτερη σφαλιάρα.

«Γιατί ο κάθε άνθρωπος έχει δικαίωμα να αποφασίζει ο ίδιος για τη ζωή του. Ξέρω πως εν μέρει ήθελες να την προστατέψεις, ωστόσο αυτό είναι το ένα κομμάτι. Ουσιαστικά, φοβήθηκες την απόρριψη. Φοβήθηκες πως θα επέλεγε τους φίλους της και τον Σιμεόν, ωστόσο να ξέρεις πως για την Εμίλια αυτά είναι δύο διαφορετικά πράγματα. Ο Σιμεόν είναι αδερφικός φίλος και εσύ ο έρωτας της ζωής της. Δεν είχες το δικαίωμα να της στερήσεις την επιλογή, Άινταν» του είπε κοφτά και τον είδε να βουρκώνει και να σηκώνεται από τον καναπέ.

«Δεν μπορώ να υποστηρίξω μία σχέση, Μπένταγκ. Έχω προβλήματα, ψυχολογικά και σωματικά. Έχω διαφορετικά πιστεύω. Η Εμίλια είναι μία υπέροχη κοπέλα που όμως της αξίζει να είναι με κάποιον φυσιολογικό, νεαρό άνδρα. Εγώ δεν είμαι. Το παρελθόν μου έχει αφήσει ουλές στην ψυχή. Είμαι νευρικός, φοβικός, δεν μπορώ τον πολύ κόσμο και τον θόρυβο, ανά διαστήματα χάνω τα μαλλιά μου και με πιάνουν κρίσεις, έχω ένα παρελθόν μελανό. Δεν είναι εύκολο, δεν μπορώ. Κάποτε θα θέλει οικογένεια ίσως. Πώς θα της προσφέρω αυτήν την ευκαιρία, όταν εγώ ο ίδιος πέταξα τον νεογέννητο αδερφό μου; Δεν μπόρεσα να τον μεγαλώσω και τον άφησα στο ίδρυμα, γιατί από την μία ήμουν ανίκανος και από την άλλη είχα άρνηση. Δεν είμαι καλός άνθρωπος, Μπένταγκ, και έκανες λάθος» τελείωσε αφήνοντάς τον μονάχο του και τρέχοντας στο δωμάτιό του. Το μόνο που του είπε πριν εξαφανιστεί στα σκαλιά, ήταν:

«Μπορείς να μείνεις, εάν θέλεις».

Όλο το βράδυ ο Άινταν έμεινε σχεδόν ξάγρυπνος στο πλευρό του Σκορπιού, ο οποίος ίδρωνε συνέχεια και δεν έλεγε να ανοίξει τα μάτια του. Ο νεαρός μάγος τον κοιτούσε με αγανάκτηση,νιώθοντας παράλληλα τύψεις, πως η κατάσταση του αδερφού του ήταν αποκλειστικά δικό του δημιούργημα.

“Σε παρακαλώ, άνοιξε τα μάτια σου. Μη με αφήσεις. Εγώ φταίω γαμώτο!” σκέφτηκε και αφήνοντας στο μέτωπό του μία βρεγμένη και δροσερή πετσέτα, ξεκίνησε να κατεβαίνει τα σκαλιά αργά ξεφυσώντας παράλληλα, όταν αντίκρυσε το Ντουένον να στέκεται στο παράθυρο και να κοιτάζει τη φύση με τα υπέροχα χρώματα του φθινοπώρου. Ήταν το δίχως άλλο μία υπέροχη εποχή, όπου η μαγεία έκανε την εμφάνισή της σε όλες τις διαστάσεις. Από τους χορούς των μικροσκοπικών νεράιδων που χρωμάτιζαν τα φύλλα, μέχρι και τους εορτασμούς με κεντρικό θέμα την κολοκύθα. Κάπου κάπου, το σώμα του τρανταζόταν από τον βήχα. Είχε γεράσει πολύ και πλέον ήταν οφθαλμοφανές πως η κούραση των χρόνων είχε αρχίσει να τον επηρεάζει. Ο Άινταν χαμογελώντας τον πλησίασε και άφησε ένα φιλί στο μάγουλό του. Όταν το Ντουένον γύρισε προς την μεριά του, τα μάτια του ήταν βουρκωμένα. Ο Άινταν, δίχως δεύτερη σκέψη, άνοιξε τα χέρια του και τον έκλεισε τρυφερά στην αγκαλιά του.

«Μπένταγκ μου, γιατί κλαις;» τον ρώτησε και το Ντουένον ανταπέδωσε την αγκαλιά του.

«Γιατί σε αγαπώ πολύ, κάθε μέρα και περισσότερο και γιατί θέλω να είσαι καλά. Θέλω αυτό που βλέπω εγώ αυτή τη στιγμή να έχουν την τύχη να το γνωρίσουν και οι υπόλοιποι. Η αγάπη και η καλοσύνη δεν είναι αδυναμία αλλά η μεγαλύτερη δύναμη» του είπε κάνοντάς τον να συγκινηθεί.

«Θα σου πω μία λέξη που ποτέ πριν δεν κατάφερα να ξεστομίσω. Σε αγαπώ πολύ, Μπένταγκ, και για εμένα είσαι όλη μου η ζωή. Είσαι ο πατέρας που ποτέ δεν είχα, ο καλύτερός μου φίλος, είσαι ο παππούς που διαβάζει τα παραμύθια τα βράδια και ο θείος που, όταν έρχεται στο σπίτι, πάντοτε φέρνει έστω και ένα μικρό δώρο στον αγαπημένο του ανηψιό. Είσαι όλοι αυτοί οι ρόλοι μαζί και σε αγαπώ όσο δεν φαντάζεσαι. Ωστόσο, αυτό που μου ζητάς, ξέρεις πως είναι δύσκολο» του ψιθύρισε και το Ντουένον ξεκίνησε να κλαίει.

«Δεν σε άκουσα ποτέ πριν να ξεστομίζεις αυτές τις κουβέντες. Είναι η πρώτη φορά» του είπε φανερά συγκινημένος, τρέμοντας ακόμη.

«Ίσως, γιατί ποτέ πριν δεν είχα ξεκαθαρίσει μέσα μου κάποια πράγματα. Όταν εχθές σου είπα πως δεν είμαι καλός άνθρωπος, το εννοούσα. Ο λόγος που ο Σκορπιός βρίσκεται σε αυτήν την κατάσταση είναι εξαιτίας μου. Πριν από δεκαέξι χρόνια ήρθε και με βρήκε η μητέρα μου. Ήταν έγκυος στον Σκορπιό και θα τον γεννούσε από στιγμή σε στιγμή. Την ημέρα που με επισκέφτηκε, οι επιπτώσεις των πειραμάτων ήταν σε έξαρση. Οι φλέβες μου είχαν φουσκώσει, έκανα εμετούς, τα μαλλιά μου είχαν αρχίσει να πέφτουν και εγώ πάλευα να συνθέσω το πιο βαρύ παυσίπονο. Μέχρι και πυρετό είχα ανεβάσει. Όταν λοιπόν την είδα να στέκεται μπροστά μου με τον καρπό της από έναν άλλον άντρα, από τον έρωτα που ζούσε όσο εγώ υπέφερα, θόλωσα, ζήλεψα και την μίσησα περισσότερο. Ήταν ήδη άρρωστη, αλλά εγώ δεν την βοήθησα, την άφησα να πεθάνει μόλις τελικά γέννησε τον αδερφό μου. Για ώρες κοιτούσα το νεογέννητο. Ήταν αδύναμο, φοβισμένο. Δεν μπορώ να σου περιγράψω τα συναισθήματά μου καθώς τον κοιτούσα. Τον μισούσα, γιατί πίστευα πως μου είχε κλέψει την ευτυχία και ταυτόχρονα τον αγαπούσα, γιατί ήταν κομμάτι δικό μου, οικογένεια. Αλλά δεν μπορούσα να τον μεγαλώσω, δεν γινόταν. Ωστόσο, η ζήλεια υπερίσχυσε στο τέλος και του έβαλα την Ανάμοραν, την κατάρα που σε αποτρέπει να νιώθεις θετικά συναισθήματα. Ναι, έκανα αυτό το έγκλημα. Προσπάθησα να το διορθώσω, δεν ήξερα πώς, και έτσι το εμπιστεύτηκα στην Κένταλ πριν από λίγες μέρες. Κάποια που τον αγαπά τόσο όσο εκείνη, είμαι βέβαιος πως μπορεί να λύσει την κατάρα, γιατί ξέρω πως πρέπει να επισκεφτεί τον Θάνατο και να το αποφασίσει έπειτα εκείνος. Αν η Κένταλ δεν μπορεί να τη λύσει, τότε δεν μπορεί κανείς. Έπειτα, είναι η Εμίλια. Για εκείνη ένιωσα πρωτόγνωρα συναισθήματα, έντονα, λυτρωτικά, αλλά με φόβισαν. Δεν μπορώ να ανοιχτώ όσο θέλω, δεν το αντέχω. Η Εμίλια δεν μπορεί να βρίσκεται δίπλα μου. Χρειάζεται έναν άντρα που να της παρέχει ασφάλεια και εγώ έχω περάσει τόσα στη ζωή μου, που κατήντησα ένας άνθρωπος φοβικός. Τα βράδια αναβιώνουν οι εφιάλτες μου. Ξέρεις τι σημαίνει αυτό; Πως ουρλιάζω και κλαίω γιατί θυμάμαι τότε που μέσα στο κρύο και την παγωνιά με ξυπνούσαν, ακόμη και ημίγυμνο, και μου τρυπούσαν τις φλέβες μου για να δουν πώς θα αντιδράσει ο οργανισμός μου. Έτρωγα ξύλο, αν δεν καθόμουν ή αν φώναζα. Ήμουν δέκα, όταν ξεκίνησαν οι παρενέργειες, αλλά κανείς δεν νοιάστηκε για εμένα. Απλώς καταλάβαιναν πως το πείραμα δεν πήγε όπως ήθελαν και συνέχιζαν με άλλο. Ο Γουίλφρεντ ήταν ο μόνος που με έβγαζε βόλτα που και που, μα το χειρότερο...» πήγε να του πει, ωστόσο τα δάκρυα ξεκίνησαν να βρέχουν τα μάγουλά του. Ο Άινταν γονάτισε στο έδαφος σπαράζοντας από το κλάμα με τον Μπένταγκ να παλεύει να μην ξεσπάσει και εκείνος. «Το χειρότερο, Μπένταγκ, ήταν πως τα πειράματα είχαν πειράξει το ουροποιητικό μου σύστημα, με αποτέλεσμα να είμαι έφηβος και να βρέχω το κρεβάτι μου. Ξέρεις τι σημαίνει αυτό; Πως όλος μου ο ανδρισμός διαλύθηκε. Δεν ήθελα να έχω καμία σχέση με γυναίκα και ποτέ. Κλείστηκα τόσο πολύ στον εαυτό μου από φόβο μήπως ρεζιλευόμουν, που δεν γύρισα να κοιτάξω ποτέ μου κάποια κοπέλα. Η Εμίλια ήταν η πρώτη που τόλμησα να φιλήσω, παλεύοντας να απωθήσω τον φόβο, μήπως μετά από τόσα χρόνια, μου συνέβαινε ξανά. Η αλήθεια, δεν το ‘χω ξαναπάθει, αλλά φοβάμαι. Ναι, αυτός ο παντοδύναμος νεαρός Σάμχαϊν που βλέπεις και που όλος ο κόσμος τρέμει, έβρεχε το κρεβάτι του στα δεκαπέντε. Ποια γυναίκα θα έμενε μαζί μου, αν το ανακάλυπτε; Θα με κορόιδευαν και θα με έβριζαν. Εγώ προτίμησα να με μισούν. Αυτό δεν το έχω εξομολογηθεί ποτέ μου και σε κανέναν. Σε νιώθω σαν πατέρα μου και σε αγαπώ παραπάνω και από τη μάνα που με γέννησε. Σε εμπιστεύομαι τυφλά και είσαι ο μόνος που έχω, ο μόνος που μου έχει απομείνει να με αγαπά και να νοιάζεται δίχως όρους και όρια. Αν μου ζητούσαν να δώσω τη ζωή μου για εσένα, θα το έκανα χωρίς δεύτερη σκέψη. Γι'αυτό, σε παρακαλώ, θέλω να προσέχεις την υγεία σου, γιατί αν πάθεις κάτι, θα τρελαθώ» τελείωσε και το Ντουένον, είχε μαρμαρώσει από τα απανωτά σοκ της πιο βαθιάς εξομολόγησης που είχε ακούσει ποτέ του.

Μπροστά του, έβλεπε μονάχα ένα παιδί, παγιδευμένο στο σώμα ενός ενήλικα. Ο Άινταν είχε ξεγυμνώσει τον εαυτό του, ως εκεί που πήγαινε δίχως να τον απασχολούν τα σχόλια. Είχε κουλουριαστεί κυριολεκτικά δίπλα του αναζητώντας μονάχα μία αγκαλιά. Μία αγκαλιά που κανένας δεν του έδωσε ποτέ, εκτός από τον ίδιο και τον Πορφυρό μάγο Γουίλφρεντ. Μέχρι τώρα ο Μπένταγκ δεν είχε συνειδητοποιήσει τη σοβαρότητα της κατάστασης. Το πόσο πολύ είχε υποφέρει αυτός ο άντρας και τον εξευτελισμό της υπόληψής του. Τώρα, μπορούσε να του δικαιολογήσει πολλά και πάλευε να σκεφτεί, πώς θα τον βοηθούσε να το ξεπεράσει, δίχως να αποκαλύψει ποτέ και σε κανέναν το τραγικό του μυστικό. Από την άλλη, ήταν και το θέμα του Σκορπιού και της ισχυρής κατάρας που κουβαλούσε. Ίσως η μόνη ελπίδα, να ήταν πράγματι η Λευκή μάγισσα. Η ελπίδα για μία ισορροπημένη σχέση ανάμεσα στα δύο αδέρφια.

Παλεύοντας να φανεί δυνατός, τον προέτρεψε να σηκωθεί.

«Αγάπη μου, υιέ μου, φτάνουν τα δάκρυα. Σήμερα το πρωινό είναι δικό μας. Πρώτα θα με πας στον αδερφό σου, γιατί είμαι καλός στα γιατροσόφια και έπειτα θα ήθελα να μου αφιερώσεις τον χρόνο σου. Θέλω σήμερα το πρωί να παίξουμε και να τρέξουμε δίχως να σε νοιάζει τίποτε. Θέλω να γίνεις το παιδί που δεν υπήρξες τότε και να ξέρεις πως για εμένα είσαι υιός μου. Δεν έχει καμία απολύτως σημασία η διαφορά του είδους ή του μεγέθους μας. Σε μεγάλωσα από νήπιο, σε είδα να ομορφαίνεις και να αναπτύσσεσαι, μοιραστήκαμε τα πάντα. Μπορείς να με λες πατέρα, αν θέλεις, φυσικά» ολοκλήρωσε και ο Άινταν τον αγκάλιασε σφιχτά.

«Νομίζω πως μία βόλτα πατέρα και υιού θα μου κάνει καλό» του απάντησε κλείνοντάς του το μάτι και έχοντας βρει ξανά το χαμένο του κουράγιο και χαμόγελο.

Το σώμα του ξεκίνησε να χαλαρώνει ξανά και οι τεντωμένοι του μύες σαν να είχαν άξαφνα ξεφουσκώσει. Έτσι τους ένιωθε μετά από τόσες ώρες αφόρητου πόνου και μουδιάσματος των άκρων του. Ο Σκορπιός αναδεύτηκε για λίγο στη θέση του και προσεκτικά άνοιξε τα μάτια του. Η θαμπή ατμόσφαιρα του δωματίου προκαλούσε τσούξιμο και δάκρυα. Καθώς πάλευε να γυρίσει το κεφάλι του προς τα δεξιά, αντίκρισε μία μικροσκοπική, σκυφτή φιγούρα, που διάβαζε την μαγική εφημερίδα με το όνομα “Αύρα”.

«Καλησπέρα, νεαρέ. Ξύπνησες, βλέπω. Πώς αισθάνεσαι;» οι απανωτές ερωτήσεις του πλάσματος τού προκαλούσαν νευρικότητα.

«Υποθέτω καλύτερα» ήρθε η λακωνική απάντηση εκ μέρους του και συνέχισε «Εσύ είσαι Ντουένον, έτσι;» ρώτησε κοιτάζοντας τον Μπένταγκ πλαγίως.

«Πολύ σωστά μάντεψες. Με λένε Μπένταγκ και είμαι, ας πούμε, κάτι σαν θετός πατέρας του αδερφού σου. Είχα χάσει χρόνια ολόκληρα τα ίχνη σας κι έτσι δεν κατάφερα να σας εντοπίσω νωρίτερα. Εσύ πρέπει να είσαι ο Σκορπιός, ο μικρός αδερφός του Άινταν» πρόφερε το πλάσμα, μα η έκφραση στο πρόσωπο του Σκορπιού παρέμεινε ψυχρή.

Δίχως να προλάβει ωστόσο να απαντήσει, άκουσε τον γνώριμο ήχο του βηματισμού του αδερφού του.

«Πώς είσαι Σκορπιέ;» τον ρώτησε ο Άινταν με έκδηλη την αγωνία στο βλέμμα αλλά και στο ηχόχρωμα της φωνής του.

«Ανακάμπτω, ωστόσο πού είναι η Κένταλ; Γιατί βρίσκομαι εδώ; Πες μου...» ξεκίνησε τις απανωτές ερωτήσεις ο νεαρός Σάμχαϊν, ενώ είδε άξαφνα τον Άινταν να σφίγγει τα χείλη του αμήχανα. «Λέγε πού βρίσκεται» τον διέταξε και εκείνος κατάλαβε πως εάν ήθελε η σχέση τους να γίνει πιο ουσιαστική, έπρεπε να αφήσει στην άκρη τα ψέματα.

«Λογικά, θα ετοιμάζεται να επισκεφτεί την Περιφέρεια του Αντίστροφου Χρόνου, τον τόπο του Θανάτου» του απάντησε ελαφρώς απρόθυμα, για να δει το χρώμα του προσώπου του νεαρού να στραγγίζει.

«Γιατί; Γιατί στο ανάθεμα να πάει εκεί; Θα πεθάνει, είναι βέβαιο» ξεκίνησε να ωρύεται, μόνο για να νιώσει ξανά εκείνον τον πόνο που θαρρείς και ράγιζε τα οστά του στέρνου του.

«Γιατί θέλει να σε απαλλάξει από την Κατάρα και μονάχα εκεί βρίσκεται η λύση. Στον πιο απόκοσμο τόπο, τον τόπο των Αντίστροφων Ονείρων, τον τόπο που γεννιούνται μονάχα οι εφιάλτες» ήρθε η ανταπάντηση και ο Σκορπιός ανακάθισε με αγωνία.

«Φεύγω. Δεν θα την αφήσω μονάχη της εκεί έξω» τους δήλωσε με αποφασιστικότητα, μα ο Άινταν μπήκε μπροστά του.

«Ούτε να το σκέφτεσαι αυτό. Εάν πας ως εκεί με σκοπό να την υπερασπιστείς, είναι βέβαιο πως θα καταλήξεις νεκρός και ο θάνατός σου θα επέλθει αργά και βασανιστικά» προσπάθησε να τον συνετίσει, αλλά μάταια.

«Είπα, φεύγω. Προτιμώ τον αργό και βασανιστικό θάνατο, παρά μία ζωή κενή, δίχως συναισθήματα και εγώ είμαι ερωτευμένος μαζί της. Η ζωή μου είναι εκείνη και αν είναι να χαθεί, τότε θα την συνοδεύσω στον Παράδεισο» ολοκλήρωσε βήχοντας και ευθύς τινάχτηκε επάνω, αρπάζοντας το μπουφάν του από την κοντινή μπερζέρα και κατεβαίνοντας τα σκαλιά με φόρα.

Το επόμενο πράγμα που άκουσε ο Άινταν ήταν η πόρτα που έκλεινε. Με τα δύο του χέρια ξεκίνησε να τραβά τα μαλλιά του με πρόθεση να τα ξεριζώσει.

«Καταλαβαίνεις τώρα, γιατί υποστήριξα πριν πως είμαι ένα φρικιό; Συνειδητοποιείς τι έκανα στον αδερφό μου;» ξεκίνησε να φωνάζει και ο Μπένταγκ, τον αγκάλιασε σφιχτά, καθώς κουλουριαζόταν εκ νέου στο πάτωμα.

«Σε αγαπώ όπως και να έχει, καθώς τα βιώματά σου σε οδήγησαν στο σήμερα και ήταν φρικτά, αποτρόπαια, αγόρι μου. Ντύσου να βγούμε έξω και μετά μπορούμε να ξεκινήσουμε το σχέδιο της επόμενής μας κίνησης. Κάτι μου λέει πως ο Σκορπιός θα είναι μία χαρά. Δεν μπορείς να τον σταματήσεις, ούτε να τον εμποδίσεις, καθώς τα πράγματα θα γίνουν χειρότερα» του είπε το Ντουένον και οι δύο τους ετοιμάστηκαν να αποχωρήσουν.




Το πρωινό με υποδέχτηκε με έναν ήλιο ολόλαμπρο και τον Τόμας να κοιμάται ήρεμα στον καναπέ του δωματίου μου. Ντύθηκα όσο πιο γρήγορα μπορούσα φορώντας τη στολή της Λευκής μάγισσας και ετοίμασα τα βιβλία μου της Προβολής. Το συγκεκριμένο μάθημα θεωρούταν από τα πιο σημαντικά και εγώ είχα ήδη χάσει μία διάλεξη. Για λίγο κοίταξα τον νεαρό που κοιμόταν γαλήνια και ένα αίσθημα μελαγχολίας σάρωσε την ψυχή μου. Ήταν τόσο άδικη η πορεία της ζωής του. Εκείνος, ο Σιμεόν και ο Γουίλφρεντ υπήρξαν τρία δεμένα αδέρφια από μία όμορφη οικογένεια, τόσο εσωτερικά, όσο και εξωτερικά. Είχαν όνειρα όπως όλοι μας και ειδικά ο Κέναρντ ήταν ταλέντο ζηλευτό. Ίσως γι’αυτό κατέληξε ένα αόρατο, περιπλανώμενο σώμα, δίχως υπόσταση. Τα φωτεινά αστέρια είχαν πάντοτε εχθρούς που ήθελαν να ρουφήξουν τη λάμψη τους. Που τα φθονούσαν για την καλοσύνη και τη διαφορετικότητα. Ασυναίσθητα του χάιδεψα τα καστανά του μαλλιά και τον ένιωσα να αναδεύεται στη θέση του, ανοίγοντας διστακτικά τα κυανά του μάτια.

«Καλημέρα» μουρμούρισε νυσταγμένα «Ήταν ο ωραιότερος ύπνος της ζωή μου. Επιτέλους, μετά από τόσα χρόνια απέκτησα μία φίλη και… συγκάτοικο» μου είπε, ωστόσο εγώ ένιωσα τα μάτια μου βαριά, ενώ δάκρυα ξεχύθηκαν ξανά, βουβά, ασταμάτητα.

Τελευταία, ένιωθα διαρκώς μία κατάρρευση κυρίως συναισθηματική. Ένιωθα σαν να βρίσκομαι σε ένα συνεχές αδιέδοξο, σε έναν στενό και σκοτεινό διάδρομο, με υψωμένα τα τείχη, δίχως σωτηρία. Ήξερα, πως αν έβλαπτα τον Κέναρντ, πιθανότατα θα το ένιωθε και ο Τόμας. Η σκέψη αυτή μου πίεζε το στέρνο σε σημείο που πνιγόμουν. Τότε, ένιωσα τα χέρια του να τυλίγονται απαλά γύρω από τον λαιμό μου.

«Σε παρακαλώ, δεν αντέχω να σε βλέπω σε αυτήν την κατάσταση. Σου είπα κάποια πράγματα με σκοπό να βοηθήσω εσένα, αλλά και όλο τον μαγικό κόσμο να ζήσει ειρηνικά. Κάτι τέτοιο είναι δύσκολο και επίπονο, το αναγνωρίζω. Ωστόσο, θέλει δύναμη. Σκέψου πως στο τέλος θα ζήσεις ελεύθερη και πως το μαύρο θα είναι απλώς, ακόμη ένα χρώμα. Πως δεν θα υπάρχουν φυλακές γεμάτες παιδιά Σάμχαϊν. Σε παρακαλώ, πήγαινε στο μάθημά της Προβολής, γιατί είναι σημαντικό» μου είπε και εγώ ανασαίνοντας βαριά πήρα στα χέρια μου το ογκώδες βιβλίο και βγήκα έξω, ψιθυρίζοντάς του απλά “Έχει καφέ στο πρώτο ντουλάπι, αν χρειαστείς. Τις εντολές στην καφετιέρα τις γνωρίζεις”, ενώ είδα το χαμόγελο να φωτίζει το πρόσωπό του. Καθώς έκλεινα την πόρτα πίσω μου, ένιωσα πως αυτόν τον νεαρό παραδόξως τον αγαπούσα. Είχα μαζί του μία παράξενη σύνδεση, μία επικοινωνία μοναδική. Ήταν ένα άτομο με δύο προσωπικότητες και διπλή παρουσία, ενώ εγώ καλούμουν να τις διαχωρίσω τόσο στο μυαλό όσο και στην ψυχή μου.

Βαδίζοντας προς τη Σχολή, ένιωσα την μυρωδιά των κρίνων έντονη να γαργαλά την μύτη μου. Αυτό μού δημιούργησε μία προσωρινή ευφορία, σε σημείο που με έκανε να αφαιρεθώ πλήρως.

«Κένταλ μου, είσαι καλά; Κόντεψα να τρελαθώ!» άκουσα τη φωνή της Κρίστι, κάπου στο βάθος του μυαλού μου. Τρομοκρατημένη, γύρισα και την κοίταξα, ενώ εκείνη ευθύς με αγκάλιασε. «Τι συνέβη; Τι έγινε με το σχέδιο; Πώς βρέθηκες εσύ ξανά πίσω; Ο Σκορπιός;» ξεκίνησε να με ρωτά και για λίγο κοντοστάθηκα μπροστά της.

«Μη μου θυμώσεις, μα το σχέδιο ναυάγησε προτού καν τεθεί σε εφαρμογή. Δεν μπορώ, Κρίστι, δεν μπορώ να του κάνω κακό, τον αγαπώ και με αγαπά και εκείνος. Με φίλησε… για πρώτη φορά και μετά… Μετά χάθηκε, λιποθύμησε από τους πόνους. Λίγο αργότερα, ο Άινταν με πήρε για μία βόλτα, μου εξήγησε για την κατάρα και νομίζω πως ξέρω πού βρίσκεται η λύση. Τώρα πια ξέρω...» μονολόγησα σχεδόν.

«Κένταλ, ειλικρινά σε καταλαβαίνω. Όταν το σκέφτηκα, μου φάνηκε απάνθρωπο αυτό που σε βάλαμε να κάνεις. Ξέρω πώς είναι να είσαι ερωτευμένη με κάποιον… Είμαι και εγώ» ξεκίνησε κοκκινίζοντας και ευθύς τη διέκοψα.

«Με τον Γουίλ;» την ρώτησα και ένευσε θετικά «Έχω δει πώς σε κοιτάζει. Πιστεύω πως αρέσεις και σε εκείνον, ωστόσο, μερικές φορές τα αγόρια δυσκολεύονται στην έκφραση των συναισθημάτων τους» της είπα και είδα την ανακούφιση να διατρέχει προσωρινά το πρόσωπό της.

«Το θέμα μας τώρα είσαι εσύ. Σε ξέρω πολλά χρόνια, σχεδόν μεγαλώσαμε μαζί και είσαι σαν αδερφή μου. Τελευταία, ωστόσο, νιώθω πως υπάρχει και κάτι άλλο που σε απασχολεί. Σου έχω πει πως μπορείς να μοιράζεσαι τα πάντα μαζί μου και να μου έχεις εμπιστοσύνη. Έχω καταλάβει όλα αυτά τα χρόνια πως το φορτίο του Λευκού μάγου ζυγίζει πολλά κιλά» μου είπε χαριτολογώντας και συνέχισε «Μίλα μου ωστόσο για την κατάρα. Πώς έμαθες την λύση και πού βρίσκεται;»

«Στο πρώτο σκέλος της ερώτησης θα απαντήσω μετά το μάθημα. Όσο για το δεύτερο, στην Περιφέρεια του Αντίστροφου Χρόνου» τελείωσα και χλώμιασε.

«Όχι, Κένταλ, δεν μπορείς, δεν πρέπει να πας εκεί. Όχι...» ξεκίνησε.

«Κρίστι, το έχω αποφασίσει. Μετά το μάθημα, έλα μαζί με τον Άλαν στη βιβλιοθήκη. Για την ώρα έχω μάθημα Προβολής» της είπα και την είδα να στέκεται πίσω μου και να με κοιτάζει θλιμμένα. Αυτό μου ράγιζε την καρδιά. Πως γύρω μου επικρατούσε τελευταία μονάχα η θλίψη, αποσαθρώνοντας μέρα με τη μέρα την ψυχή μου.

Στην τραπεζαρία είδα τον Άλαν, ο οποίος με το που με αντίκρυσε πετάχτηκε όρθιος και με αγκάλιασε σφιχτά.

«Κένταλ μου… Κόντεψα να τρελαθώ από την αγωνία μου με τα ηλίθια σχέδιά μας» μου ψιθύρισε και εγώ του ανακάτεψα τα μαλλιά παιχνιδιάρικα.

«Μη φοβάσαι. Είμαι καλά τώρα, ωστόσο μετά από το μάθημα, θα χρειαστώ εσένα και την Κρίστι στην βιβλιοθήκη. Όλες τις ερωτήσεις για την σύντομη περιπέτειά μου στην παγωμένη Ρωσία θα τις απαντήσω εκεί, μαζί με πολλά άλλα» συμπλήρωσα για να προλάβω τον καταιγισμό των αποριών του, που ήταν έτοιμες να ξεπηδήσουν από το μυαλό και το στόμα του.

«Εντάξει, νομίζω πως μπορώ να περιμένω μέχρι τότε. Είσαι έτοιμη για την πρώτη σου επαφή με τις προβολές; Θέλω να πω, πως έχασες το προηγούμενο μάθημα και όχι τίποτε άλλο, αλλά εκτός από την ύλη, ενδιαφέρον έχει και ο νέος καθηγητής. Τουλάχιστον έτσι υποστήριζει όλος ο μαγικός, θηλυκός πληθυσμός» πρόφερε κατσουφιάζοντας, ενώ η Άρπια μου έριξε ένα πλάγιο βλέμμα.

«Μπορεί να μην κάνω προβολές, ωστόσο έχει δίκιο. Ο Τρόυ Γούντς είναι Θεός και πολύ καλός καθηγητής» μου είπε η φίλη μου και εγώ πίνοντας μία γενναία γουλιά γάλα καρύδας, σηκώθηκα μαζί με τον Άλαν για να κατευθυνθώ σε μία μεριά της Σχολής που δεν είχα βρεθεί ποτέ πριν. Ακριβώς από πίσω μου, προχωρούσαν ο Νόαμ με τον Χάζελ που για κάποιον λόγο είχαν υιοθετήσει μία περίεργη συμπεριφορά.

«Αυτοί οι δύο, όσο πάει, γίνονται και χειρότεροι. Ωστόσο, κάτι περίεργο φαίνεται να τους συμβαίνει, καθώς εκτός από το γεγονός πως δεν μιλάνε καθόλου, πράγμα που είναι καλύτερο για εμάς βέβαια, έχω την εντύπωση πως νυχτοπερπατούν» άκουσα τη φωνή του Άλαν, ωστόσο ο Νόαμ μας προσπέρασε γρήγορα σκουντώντας με απότομα. Τότε ήταν που είδα μία παράξενη λάμψη στο βλέμμα του. Μία μαύρη λάμψη και ας μην ανήκε στους Σάμχαϊν.

Ο διάδρομος ήταν γεμάτος με καθρέπτες και αυτό φημολογούταν πως βοηθούσε στις προβολές, κυρίως τους αρχάριους. Το κάτοπτρο σε βοηθούσε να δημιουργήσεις μία προβολή, ενώ ταυτόχρονα είχες εικόνα του ειδώλου σου. Κοινώς, δεν χρειαζόταν να φανταστείς τον εαυτό σου και είχες όλο το χρόνο και τη δύναμη να αφοσιωθείς στην προβολή. Καθώς προχωρούσαμε, ένιωσα ένα παράξενο αεράκι να φυσά, σαν να υπήρχε ρεύμα. Ωστόσο, γύρω μας όλα τα παράθυρα ήταν κλειστά. Κοίταξα τους τοίχους του διαδρόμου καθώς προχωρούσαμε, μονάχα για να διακρίνω τα καταραμένα σύμβολα να σχηματίζονται. Ο Άλαν ξεκίνησε να νιώθει και εκείνος παράξενα, εστιάζοντας ταυτόχρονα, όπως και εγώ, το βλέμμα του στους ρούνους που σχηματίζονταν δεξιά και αριστερά μας. Αυτομάτως, του άρπαξα το χέρι αποτρέποντάς τον να μπει στον κόπο να ασχοληθεί μαζί τους.

«Μην τους κοιτάζεις. Το μόνο που θέλουν είναι να τραβήξουν την προσοχή μας, ώστε να προσπαθήσουμε να τους αποκωδικοποιήσουμε. Μην το κάνεις, προσπάθησε να τους αγνοήσεις» ξεκίνησα να τον συμβουλεύω, μα τα σύμβολα σχηματίζονταν όλο και πιο έντονα, όλο και πιο γρήγορα, σαν να χόρευαν ρυθμικά.

Με τον Άλαν κρατούσαμε το κεφάλι μας που βούιζε, καθώς τα ξόρκια πάλευαν να εισχωρήσουν στον οργανισμό μας, μέχρι που άξαφνα τα πάντα έπαψαν και η νεκρική σχεδόν ησυχία του απομονωμένου διαδρόμου επέστρεψε. Μπροστά μου στεκόταν ένας άντρας με γκρίζα αμφίεση και τα πιο παράξενα, κυανά μάτια που είχα δει, τα οποία έμοιαζαν σχεδόν να φωσφορίζουν στο μισοσκόταδο. Ο άντρας είχε ακουμπήσει το χέρι του στον τοίχο, δίχως να κοιτάζει τα σύμβολα, τα οποία θαρρείς και είχαν λιώσει με το άγγιγμά του.

«Καλησπέρα, παιδιά, είμαι ο Τρόυ Γούντς και καθηγητής σας των Προβολών» συστήθηκε, ωστόσο για κάποιον λόγο, εμείς μείναμε να τον κοιτάζουμε δίχως να αρθρώνουμε λέξη. «Πρέπει να είστε οι δύο Λευκοί, γι’ αυτό οι ρούνοι έκαναν πάρτυ δίπλα σας» συμπλήρωσε και εμείς αλληλοκοιταχτήκαμε.

«Τι εννοείτε;» ρώτησε έπειτα από λίγο ο Άλαν.

«Μα είναι εμφανές. Οι ρούνοι έχουν αδυναμία στους Λευκούς μάγους, καθώς δημιουργήθηκαν από την ακριβώς αντίθετη ενέργεια. Ωστόσο και παρά το γεγονός πως αυτές οι πληροφορίες είναι εκτός ύλης, οφείλω να σας ξεκαθαρίσω μερικά πράγματα. Το ρουνικό αλφάβητο έχει δύο μορφές. Εκείνο που χρησιμοποιείται από τους δράκους και τους ελάχιστους Ότουρθ και το άλλο που δημιούργησαν οι σκοτεινοί μάγοι πατώντας πάνω στο σχέδιο του αρχικού. Φυσικά οι δράκοι μπορούν με μεγάλη ευκολία να διαβάσουν και τα δύο, αλλά το αρχικό ρουνικό αλφάβητο είναι το δικό τους. Όσο το χρησιμοποιούν, κανείς δεν κινδυνεύει. Ο αληθινός κίνδυνος βρίσκεται σε εκείνο που δημιουργήθηκε από τους μάγους και αν χρησιμοποιηθεί από κάποιον σκοτεινό Μαύρο ή άλλον μάγο εκτός από τους δράκους, τα αποτελέσματα είναι ολέθρια. Κοινώς, οι μάγοι έφτιαξαν μία φονική μηχανή που, αντί να τους βοηθήσει, τελικά καταστρέφει και τους ίδιους. Η αλαζονεία, βλέπετε, πληρώνεται. Και τώρα μπείτε στην αίθουσα γιατί έχετε αργήσει» ολοκλήρωσε ο Τρόυ και ειλικρινά δεν ήξερα τι να σχολιάσω με όλο αυτό το ξαφνικό βουνό πληροφοριών, το οποίο με είχε αφήσει να αναρωτιέμαι για τον παράξενο άντρα που είχα μπροστά μου.

«Κάτι τέτοια φιλοσοφημένα λέει και οι γυναίκες λιώνουν» μου ειπε ο Άλαν ο οποίος πρόσθεσε «Η αύρα του δεν είναι ξεκάθαρη. Προσπάθησα να τον διαβάσω, όπως κάνω με όλες τις καινούργιες γνωριμίες, μα βρήκα τοίχο. Αυτό με βάζει σε υποψίες» μου είπε και ομολογουμένως, ένιωσα πως είχε διαβάσει τις σκέψεις μου. Από τότε που γνώρισα τον Τόμας, πάλευα να διαβάσω και εγώ την ιστορία του μάγου που είχα απέναντί μου μέσω της αύρας του. Η ιστορία του Τρόυ δεν ήταν ξεκάθαρη και αυτό με οδηγούσε στο συμπέρασμα πως πιθανότατα ήταν ένας καμουφλαρισμένος Σάμχαιν.

Κάπου εδώ, τα λόγια του Τόμας ήχησαν ξανά στο μυαλό μου. Πως κάποτε θα ερχόταν η εποχή που το μαύρο θα ήταν απλώς ένα χρώμα. Επομένως, το γεγονός της καταγωγής του δεν θα έπρεπε να με απασχολεί.

Μόλις καθίσαμε όλοι, ο Τρόυ πήρε ξανά τον λόγο.

«Καθώς η συμμαθήτριά σας απουσίαζε, θα ήθελα να επαναλάβω τη βασική θεωρία των Προβολών, διηγούμενός σας ξανά και με συντομία την ιστορία τους» ξεκίνησε και στράφηκε προς το μέρος μου « Το όνομά σου;» με ρώτησε.

«Κένταλ Μορς» απάντησα καθώς δεν ήθελα να συστήνομαι με το αληθινό μου επίθετο.

«Λοιπόν, Κένταλ, η προβολή είναι ένα πολυ ισχυρό είδος μαγείας που ελάχιστοι έχουν καταφέρει. Απαιτεί δύναμη και ενέργεια, ενώ μας είναι χρήσιμη κυρίως σε ακραίες καταστάσεις. Για παράδειγμα, σε περίπτωση που το σώμα κάποιου μάγου έχει καταληφθεί από τους ρούνους, αυτός είναι δυνατόν να δημιουργήσει μία προβολή, να στείλει δηλαδή ένα κομμάτι της ψυχής του έξω από το σώμα του. Αυτό, είναι κάτι πολύ δύσκολο και πολύ σπάνιο. Να θυμάσαι πως οι προβολές δεν είναι ορατές από εμάς, εκτός αν συνδεθούμε μαζί τους. Η σύνδεση είναι ένα τυχαίο γεγονός και ακόμη δεν έχουμε ανακαλύψει από ποιες κινήσεις προέρχεται»

Ο Τρόυ συνέχιζε να μιλά, ωστόσο εγώ είχα πάψει να τον ακούω. Όλα όσα είχαν μόλις ειπωθεί, μου θύμιζαν την υπόθεση τη δική μου και του Κέναρντ ή Τόμας. Πράγματι, η σύνδεσή μας ήταν εντελώς τυχαία, όταν ουσιαστικά παλέψαμε και οι δύο ταυτόχρονα να αποκωδικοποιήσουμε με το ίδιο ξόρκι τους ρούνους. Ωστόσο, ο Τρόυ δεν θα μάθαινε ποτέ και τίποτε από εμένα, δεν τον εμπιστευόμουν, όχι ακόμη. Καθώς λοιπόν η θεωρία έφθανε στο τέλος της, εγώ σήκωσα το χέρι μου για να θέσω μία ερώτηση που με έκαιγε και φυσικά ο Τρόυ μου έδωσε τον λόγο.

«Θα ήθελα να σας ρωτήσω κάτι» ξεκίνησα «Αν οι προβολές είναι κομμάτια της ψυχής, όπως είπατε, τότε πώς μπορούμε να τις κάνουμε ορατές ή να τις κάνουμε να μας ακολουθήσουν οπουδήποτε; Καθώς αναφέρατε λίγο πριν πως μία προβολή μπορεί και κινείται μονάχα στα όρια που επέλεξε να δημιουργηθεί» τον ρώτησα και τον είδα να εντυπωσιάζεται.

«Καταπληκτική ερώτηση. Λοιπόν, θα πρέπει να γίνει μεταβίβαση ενέργειας από έναν εν ζωή μάγο στην προβολή. Φυσικά, αυτό απαιτεί αρκετά αποθέματα ενέργειας και πολύ καλή εξάσκηση. Ωστόσο, ας περάσουμε στην πράξη. Θα πρέπει να δημιουργήσετε, αρχικά, το πλαίσιο μίας προβολής. Όμως θα ήθελα να είστε προσεκτικοί και να μην αφαιρεθείτε λεπτό. Αν το κάνετε, κινδυνεύετε να χάσετε ακόμη και κομμάτι της ψυχής σας και κάτι τέτοιο φυσικά δεν το επιθυμούμε. Προσοχή, λοιπόν» τελείωσε και ο καθένας μας στήθηκε για αρχή μπροστά από ένα κάτοπτρο για διευκόλυνση.

Εγώ είχα συγκεντρωθεί απόλυτα, ξεχνώντας την ύπαρξη όλων. Ήμουν αποφασισμένη να βοηθήσω τον Τόμας και η αποτυχία δεν είχε χώρο. Πράγματι, κοιτούσα τον εαυτό μου, ενώ ταυτόχρονα διοχέτευα ενέργεια στα άκρα μου. Η αυτοσυγκέντρωσή μου είχε φθάσει στο μέγιστο επίπεδο, όταν είδα δίπλα μου να εμφανίζεται το χλωμό είδωλο του εαυτού μου, το οποίο τρεμόπαιξε για δευτερόλεπτα και εξαφανίστηκε. Τότε, άκουσα το χειροκρότημα του Τρόυ, ο οποίος είχε εκστασιαστεί.

«Αυτό ήταν το πιο πετυχημένο είδωλο που είδα για αρχάριο. Μπράβο, Κένταλ» μου είπε και είδα τον Άλαν από δίπλα μου να χαμογελάει. Εν συνεχεία, ακολούθησαν τρεις ακόμη δοκιμές, όλες πετυχημένες από μέρους μου, σε σημείο που μετά το τέλος του μαθήματος, ο Τρόυ με κάλεσε στο γραφείο του.

Ομολογουμένως, τον ακολούθησα απρόθυμα και καθώς μπαίναμε, είδα στην βιβλιοθήκη του χιλιάδες πένες, λες και έκανε συλλογή. Όταν έκλεισε πίσω μας η πόρτα, άκουσα την ερώτησή του.

«Κένταλ, θα ήθελα να σε ρωτήσω κάτι και να είσαι ειλικρινής. Έχεις έρθει ποτέ σου σε επαφή με προβολή;»





Ιφιγένεια Μπακογιάννη