
Ασθμαίνοντας κατόρθωσα να φθάσω στο σταυροδρόμι όπου με περίμεναν οι δύο φίλοι μου. Μόλις με είδαν σε αυτήν την κατάσταση,αναμαλλιασμένη και φοβισμένη, έτρεξαν προς το μέρος μου ανήσυχα.
«Μα καλά, πόση ώρα έκανες στο Μούρκλιφ; Έγινε κάτι;» ξεκίνησε τις ερωτήσεις ο Άλαν, ο οποίος είχε διαβάσει την αύρα της ψυχής μου με σχετική ευκολία.
«Όχι, απλώς καθυστέρησα στο νεκροταφείο, με συνεπήρε το συναίσθημα, οι αναμνήσεις και το παρελθόν. Ξέρετε τώρα πώς είναι αυτά τα πράγματα» έσπευσα να δικαιολογηθώ και η Κριστιέλα με αγκάλιασε παρά το γεγονός πως δεν φάνηκαν να πείθονται ιδιαίτερα. Ωστόσο, καθώς οι επόμενες ώρες θα ήταν κρίσιμες, οι ερωτήσεις μπήκαν σε δεύτερη μοίρα.
«Λοιπόν, σφίξτε τις γροθιές σας και κρατηθείτε. Θα διακτινιστούμε σε μία λογική απόσταση από την Περιφέρεια. Όχι όμως πολύ κοντά, καθώς είναι έντονη η παρουσία των Σάμχαϊν και των Σέφο. Πιστέψτε με, δεν θέλετε να συναντήσουμε κανέναν Ιππότη του Θανάτου. Τουλάχιστον όχι πριν διαβούμε τη Σιδερένια Πύλη της Επαρχίας. Μετά βλέπουμε» ήταν οι τελευταίες κουβέντες του Άλαν και όλοι μαζί κρατηθήκαμε. Μία λάμψη μας τύλιξε και τα σώματά μας έγιναν άξαφνα άυλα.
Ειλικρινά δεν ήξερε πόσες ώρες ή και μέρες βρισκόταν σε αυτήν την κατάσταση. Ο Σκορπιός είχε ξεκινήσει από το σπίτι του Άινταν με προορισμό τη σκοτεινή και απόκοσμη Επαρχία, ωστόσο είχε τελικά καταλήξει παγιδευμένος σε έναν βούρκο στη μέση της ερημιάς. Για πρώτη φορά στη ζωή του ένιωσε την ανάγκη να κλάψει για να εκτονωθεί. Να εκτονώσει όλον εκείνο το θυμό που κόχλαζε μέσα του για όλα αυτά τα χρόνια τα χαμένα. Οι βάλτοι απορροφούσαν λαίμαργα τις μαγικές του δυνάμεις και ο ίδιος με το μισό του σώμα βυθισμένο στα νερά πάλευε να κρατηθεί από το σαπισμένο κουφάρι ενός δέντρου.
Δυστυχώς για εκείνον η κατάρα είχε ενεργοποιηθεί για ακόμη μία φορά. Είχε λάβει το σήμα πως ο Σκορπιός ήταν έτοιμος να προβεί σε καλή πράξη και το σαράκι της είχε ξεκινήσει την επιδρομή του κατατρώγοντάς τον. Παρά τον ψυχρό καιρό, ο ιδρώτας έσταζε από το μέτωπό του και ο οργανισμός του ήταν εξαντλημένος, μα δεν τον ένοιαζε. Ενάντια στους φρικτούς πόνους ο Σκορπιός είχε μονάχα ένα όπλο. Την αγάπη του για εκείνη την κοπέλα και τη θέλησή του να πετάξει με το ζόρι τη μάσκα του κακού, που τόσα χρόνια τον κρατούσε δέσμιο. Είχε σιχαθεί πια τον ίδιο του τον εαυτό. Είχε κάποτε αφήσει ένα αβοήθητο παιδί να το ρουφήξουν τα φαρμακερά χέρια, τότε σε εκείνη την εκδρομή με την Εμίλια. Φτάνει πια. Ο ίδιος δεν είχε γεννηθεί για να είναι δολοφόνος, ούτε κλέφτης αντικειμένων, όπως όταν ήταν μικρός και του έφταιγαν όλα. γιατί πολύ απλά δεν μπορούσε να είναι φυσιολογικός. Ήθελε να γυρίσει επιτέλους σελίδα, μακριά από τους Σάμχαϊν ή τον Κέναρντ. Ακόμη και αν η Κένταλ δεν πήγαινε να ζητήσει από τον Θάνατο τη σωτηρία του, θα το έκανε ο ίδιος και ας κατέληγε νεκρός. Εξάλλου, τελευταία φλέρταρε και ο ίδιος με την ιδέα του θανάτου σαν ύστατη λύση απαλλαγής από τα βάσανα.
Με ένα τράνταγμα τα πόδια μου πατήσανε ξανά στο έδαφος, μονάχα που η υφή του σε αυτήν την πλευρά του μαγικού κόσμου της Γαλλίας ήταν διαφορετική. Την ένιωθα κολλώδη, σαν να είχε μόλις βρέξει. Η Κριστιέλα συμμεριζόταν σιωπηλά την άποψή μου, ενώ ο Άλαν κοιτούσε τον σκοτεινό ουρανό που θαρρείς και μας ψιθύριζε κατάρες. Τόσο μουντός ήταν.
Εδώ οι ταμπέλες που σε καθοδηγούσαν στα γύρω μέρη ήταν ξύλινες και φαγωμένες από τα χρόνια. Φαινόταν πως η μεριά αυτή ρήμαζε, καθώς πλέον είχε περάσει εξ ολοκλήρου στα χέρια του κακού. Άξαφνα, ο ήχος από ένα κάρο που σερνόταν μας τράβηξε την προσοχή. Ήταν ένας ζητιάνος που ψαχούλευε στο έδαφος για τυχόν απομεινάρια φαγητού. Καμπουριαστός και σκελετωμένος, με τον αλλοτινό, εκρού μανδύα του να σέρνεται, συνέχισε την δυστυχισμένη του πορεία, δίχως να μας ρίξει ούτε μία ματιά.
«Θεέ μου, τι μέρος είναι αυτό;» αναρωτήθηκε η Κρίστι και κατόπιν κινηθήκαμε προς τα σκοτεινά δάση μπροστά μας.
Για κάποιον λόγο, στο εσωτερικό τους υπήρχε ένα αυτοσχέδιο μονοπάτι, ενώ παγκάκια συνόδευαν την πορεία μας. Βαδίζαμε προσεκτικά, παρατηρώντας δύο σκελετούς που κρέμονταν ίσια μπροστά μας, αγκαλιασμένοι. Μάλλον ήταν και η τελευταία κίνηση που πρόλαβαν να κάνουν. Οι τρίχες του σώματός μου είχαν σηκωθεί όλες τους από τον φόβο, μα τα πόδια μου προχωρούσαν λες και είχαν δική τους θέληση. Η μονότονη διαδρομή συνεχίστηκε για λίγο ακόμη, με τα ξερά και γκρίζα κουφάρια των δέντρων να μας περιτιγυρίζουν, όταν επιτέλους μπροστά μας, φάνηκε η τεράστια σιδερένια πύλη με μία αγαλμάτινη απομίμηση του Θανάτου να έχει προτάξει το χέρι της, περιμένοντας τον οβολό για να συνεχίσει το ταξίδι του ο διαβάτης.
Με τρεμάμενο χέρι έβγαλα το νόμισμα και το απίθωσα στην παλάμη του, για να τη δω να κλείνει απότομα και το χέρι να τραβιέται προς τα μέσα. Η Πύλη άνοιξε και η ομίχλη μας αγκάλιασε. Μόλις κάναμε το πρώτο μας βήμα προς τα μέσα, η πόρτα έκλεισε απότομα ξανά και σφραγίστηκε όπως πριν. Η αλήθεια, τη στιγμή εκείνη ένιωσα πως δεν υπήρχε επιστροφή και πως εκείνη η πόρτα είχε κλείσει πίσω μας για πάντα.
«Δεν μου αρέσει καθόλου όλο αυτό» έσκουξε η Κρίστι και ειλικρινά δεν μπορούσα να διαφωνήσω μαζί της.
Η ησυχία που επικρατούσε γύρω μας ήταν νεκρική, πράγμα που ενέτεινε περισσότερο την αγωνία μας και τον φόβο για τον κίνδυνο που καραδοκούσε σιωπηλός. Τότε, πίσω από τα μπροστινά μας δέντρα θα ορκιζόμουν πως είδα μία φιγούρα να στέκεται και να παρατηρεί. Με μία δεύτερη ματιά, βέβαια, είχε εξαφανιστεί και τότε είδα μπροστά μου δύο πρόσωπα απολύτως οικεία και αγαπημένα να ξεπροβάλλουν αργά και να βαδίζουν ανάλαφρα προς το μέρος μας. Ήταν οι γονείς μου. Καθώς ήμουν επηρεασμένη και από το νεκροταφείο, αρχικά τους πλησίασα δειλά προσπαθώντας να καταλάβω τι συνέβαινε, μα όταν είδα την μητέρα μου να χαμογελά και να με αποκαλεί “καρδούλα μου”, όπως τότε, δεν άντεξα και ξεσπώντας σε κλάσματα έτρεξα και την αγκάλιασα σφιχτά και απελπισμένα.
Εν συνεχεία, οι φιγούρες με προέτρεψαν να τις ακολουθήσω και το έκανα μαγνητισμένη, δίχως να συνειδητοποιήσω πως οι άλλοι δύο φίλοι μου είχαν χαθεί στο δικό τους οικογενειακό ή φιλικό παραλήρημα, το οποίο μας απομάκρυνε χώνοντάς μας όλο και πιο βαθιά σε αυτά τα αποτρόπαια δάση. Η παγίδα των παραισθήσεων είχε δουλέψει και με το παραπάνω πατώντας πάνω στα προσωπικά μας συναισθήματα και σε γεγονότα που μας είχαν στιγματίσει στη ζωή μας.
Ο Άλαν έβλεπε την μορφή του πατέρα του να τον καρτερά με την αγκαλιά ορθάνοιχτη και παρά το γεγονός πως στην αρχή πάλεψε να αντισταθεί, τελικά υπέθεσε πως ίσως η ψυχή του ζούσε και τριγυρνούσε σε αυτά τα μέρη, εγκλωβισμένη ακόμη σε έναν τόπο που αποτελούσε την είσοδο για την μεταθανάτια ζωή. Ξεκίνησε λοιπόν να τον ακολουθεί από απόσταση, όταν το μονοπάτι που τον βοηθούσε να βαδίζει στα μέρη αυτά είχε πλέον εξαφανιστεί, με εκείνον να νιώθει εκτεθειμένος σε άγνωστους και αόρατους κινδύνους. Η φιγούρα του πατέρα του είχε χαθεί πλέον και εκείνος είχε μείνει μονάχος του στο σκοτάδι, όταν ένας οξύς πόνος διαπέρασε το κρανίο του.
Οι ευτυχισμένες δικές μου στιγμές από την άλλη συνεχίζονταν ξυπνώντας μου παιδικές αναμνήσεις, όταν συνειδητοποίησα πως το θέαμα μπροστά μου είχε αλλάξει. Τα πρόσωπα των γονιών μου είχαν αντικατασταθεί από άσαρκα κρανία και τότε ετοιμάστηκα να εξαπολύσω ταραγμένη το πρώτο μου ξόρκι, όταν ένιωσα το χέρι του ενός πλάσματος να με αρπάζει. Ευθύς του το έκαψα και συνέχισα να τον χτυπώ, ωστόσο αυτό που δεν είχα καταλάβει ήταν πως όλα αυτά ήταν απλώς ένα θέατρο του παραλόγου, μονάχα προβολές και πως αντί να χτυπήσω δήθεν εκείνους, εγώ αυτοτραυματιζόμουν. Στην ουσία δεν υπήρχε τίποτε από όλα αυτά. Ήταν απλώς μία δημιουργία των Σέφο, των φυλάκων για να παίξουν με το μυαλό του θύματος και εγώ φυσικά είχα πέσει στην παγίδα. Με μάτια γουρλωμένα από έκπληξη, είδα τον καρπό μου ματωμένο και ειλικρινά ευχήθηκα να μην έχω τραυματίσει κάποια σοβαρή φλέβα. Αναστατωμένη κοίταξα τριγύρω μου, μα οι φίλοι μου δεν φαίνονταν πουθενά. Μονάχα μία κραυγή οικεία από το στόμα του Άλαν κήρυξε επίσημα την έναρξη του εφιάλτη μου.
«Άλαν!» ξεκίνησα να ουρλιάζω, ωστόσο το γεγονός πως δεν έβλεπα και δεν άκουγα την φίλη μου μου δημιουργούσε άγχος.
Το άγχος, ωστόσο, είναι μία έντονη ψυχική κατάσταση που έλκει τους Σέφο που τρέφονται από αυτό και το διασκεδάζουν περισσότερο. Προσπαθώντας να προχωρήσω μέσα στα σκοτάδια σε άγνωστη κατεύθυνση, έπεσα επάνω σε ένα κρεμασμένο κρανίο, γεγονός που πυροδότησε την αρρωστημένη μου φαντασία, οδηγώντας με να βλέπω παντού γύρω μου πτώματα, αίματα ή νεκροζώντανους να περπατούν νωχελικά προς το μέρος μου.
«Βοήθεια!» φώναξα και πισωπατώντας, έπεσα επάνω σε κάτι που μου φάνηκε σαν άνθρωπος πεσμένος στο έδαφος.
Ο πανικός είχε κάνει σε τέτοιο σημείο κατάληψη στην ψυχή μου, που κόλλησα το πρόσωπό μου στο πρώτο δέντρο που συνάντησα, αρνούμενη να γυρίσω και να κοιτάξω το πεσμένο σώμα, όταν το άκουσα να αναδεύεται. Τότε μόνο έστρεψα αργά το βλέμμα μου προς το σημείο εκείνο για να δω την Κρίστι βουτηγμένη στα αίματα.
«Θεέ μου» αναφώνησα και ευθύς έτρεξα προς το μέρος της να την σηκώσω. «Τι συνέβη; Τι έπαθες;» τη ρώτησα και εκείνη φτύνοντας αίμα, μου ψιθύρισε:
«Αυτοτραυματίστηκα. Νόμιζα πως χτυπούσα εκείνους, αλλά τελικά χτυπούσα εμένα και πάλι καλά που το συνειδητοποίησα εγκαίρως, αλλιώς θα ήμουν νεκρή τώρα. Ωστόσο, Κένταλ, φοβάμαι. Πήραν τον Άλαν κάποιοι, δεν πρόλαβα να τους δω. Τον έσυραν κυριολεκτικά και χάθηκε στα σκοτάδια. Άκουσα τις κραυγές του. Το ξέρεις πως δεν θα επιστρέψουμε ζωντανοί, έτσι δεν είναι; Θα πεθάνουμε σε αυτό το φρικτό μέρος με τις παραισθήσεις να οργιάζουν γύρω μας» τραύλισε και εγώ την αγκάλιασα, μόνο για να δω πως μας είχαν περικυκλώσει χιλιάδες Σέφο και Απρόσωποι κραδαίνοντας όπλα που έμοιαζαν με το διπλό σφυρί του Χάρου.
Τη στιγμή εκείνη ωστόσο, και λίγο πριν ο κλοιός σφίξει γύρω μας, ένιωσα έναν δυνατό άνεμο να σηκώνεται και το έδαφος να παγώνει. Μέσα στη σιγαλιά, βήματα βαριά ακούγονταν θαρρείς από το υπερπέραν. Είδα τα βρωμερά πλάσματα που βρίσκονταν γύρω μας να μαζεύονται και να καμπουριάζουν από το φόβο τους, αφήνοντας σιγανές κραυγές μονάχα, σαν να εκλιπαρούσαν για έλεος. Μέσα από τα γυμνά δέντρα σαν τον βασιλιά των ανέμων εμφανίστηκε μία γιγντόσωμη μορφή, μάλλον ενός άντρα ανατριχιαστικού και συνάμα εντυπωσιακού. Φορούσε ένα λεπτό μαύρο ύφασμα που έντυνε το κορμί του από τη μέση και κάτω. Το υπέροχο σμιλευμένο του σώμα νόμιζες πως αιωρούταν, πως πετούσε. Στο κεφάλι του φορούσε ένα σιδερένιο στέμμα απλό, που όμως στα δικά μου μάτια συμβόλιζε τη φυλακή. Στα χέρια του, τα οποία λες και μαύριζαν από ένα σημείο και μετά, βαστούσε μία ράβδο. Τα μάτια του είχαν το χρώμα του πάγου, μα και την ψυχρότητά του. Δεν έκρυβαν ίχνος συναισθήματος.
Σιωπηλός και με μία κίνηση διέταξε τους Σέφο να εξαφανιστούν και εκείνοι υποχώρησαν δίχως δεύτερη σκέψη. Τότε οι ματιές μας αντάμωσαν και η καρδιά μου σταμάτησε. Το συναίσθημα που ένιωσα ήταν πρωτόγνωρο, τρομακτικό. Ένιωσα γυμνή. Ένιωσα πως με απογύμνωνε από κάθε ανάμνηση, από κάθε σκέψη, το βλέμμα του κοφτερό και αμείλικτο. Ο ίδιος δεν μίλησε καθόλου, μονάχα μας έκανε σήμα να τον ακολουθήσουμε πιο βαθιά μέσα στα σκοτάδια, μέσα στην άβυσσο. Κοίταξα πίσω μου αναζητώντας έστω και μία αδύναμη ηλιαχτίδα που να μου δώσει ελπίδα. Τίποτε όμως δεν υπήρχε, πέραν του μολυβένιου, μουντού ουρανού.
Ένιωθε την καρδιά του ολοένα και πιο αδύναμη, ωστόσο ο Σκορπιός ήθελε να πεθάνει ηρωικά. Δεν θα επέτρεπε στον βάλτο να ρουφήξει λαίμαργα το κορμί του. Όχι. Απόψε θα τα κατάφερνε γιατί έπρεπε, έπρεπε να προστατέψει την Κένταλ. Απόδιωξε ωστόσο τη σκέψη της και πάλεψε με τις τελευταίες του δυνάμεις να δημιουργήσει έναν ρούνο. Εκείνον της ξηρασίας. Το σκέφτηκε, έφερε το σύμβολο στο μυαλό του και με το ένα του χέρι έσπασε ένα κλαρί, αρκετά μακρύ ώστε να φθάνει μέχρι την όχθη και τρέμοντας ξεκίνησε να ζωγραφίζει τον ρούνο ευχόμενος να έπιανε το κόλπο του.
Πράγματι, δευτερόλεπτα αργότερα, το σύμβολο έλαμψε και κατόπιν εξαφανίστηκε δίνοντας τη θέση του στην άμμο και ρουφώντας μονομιάς όλο το βρωμόνερο του βάλτου. Ο Σκορπιός ασθμαίνοντας έμεινε να κείτεται ανάσκελα για λίγο. Αισθανόταν εξαντλημένος και παρά το γεγονός πως είχε ξεφορτωθεί τον βάλτο, είχε στην πλάτη του εκείνη την κατάρα που του έσκιζε το στήθος σαν άγριο θηρίο. Τα μάτια του τα ένιωθε ξηρά και άυπνα, ενώ ο ίδιος είχε να φάει στα σίγουρα ένα διήμερο. Παίρνοντας όμως μία βαθιά εισπνοή, σηκώθηκε με κόπο και κοίταξε τον ζοφερό ορίζοντα. Αν έκρινε από τον ουρανό, τότε βρισκόταν σχετικά κοντά, καθώς στα δεξιά του διέκρινε τα χαλάσματα της Ένταρταουν και ευθεία στο βάθος της αχνοφαίνονταν τα απόκοσμα δάση της φρικτής Περιφέρειας. Έσφιξε τις γροθιές του με μανία. Απόψε θα ήταν ή όλα ή τίποτα.
Ακολουθούσα την επιβλητική, αέρινη φιγούρα ανάμεσα από τα γυμνά δέντρα. Η Κριστιέλα φοβόταν ακόμη και να αναπνεύσει, ενώ η μυρωδιά της νεκρής σάρκας πλανιόταν στον αέρα. Καθώς βαδίζαμε, πρόσεξα στα δεξιά μου έναν μεγάλο, μισοσπασμένο τάφο. Για λίγο λοξοδρόμησα, για να διαβάσω την μαρμάρινη επιγραφή και εκεί πάγωσα. Το όνομα Κέναρντ Γκρερ φιγουράριζε στην πλάκα του τάφου. Κάπου εκεί σκέφτηκα τον Τόμας. Εκείνος ήταν ο αληθινός Κέναρντ, αυτός ήταν απλώς μία φρικτή απομίμηση, ένα τερατώδες κακέκτυπο. Για δευτερόλεπτα αφαιρέθηκα και είδα τον Θάνατο να κοντοστέκεται, πάντοτε σιωπηλός και παγερός. Με ένα του βλέμμα και μόνο με έκανε να συνεχίσω να τον ακολουθώ αναντήρητα, ώσπου φθάσαμε σε ένα κτίσμα σαν μαυσωλείο. Ακριβώς μπροστά του υπήρχε μία εστία και ο Θάνατος φθάνοντας ακριβώς απέναντί της άναψε μία φωτιά.
Κατόπιν, πατώντας γερά στη γη, με πλησίασε, ενώ η Άρπια δίπλα μου ήταν έτοιμη να λιποθυμήσει.
«Πλησίασε, Κένταλ Κας» ακούστηκε η φωνή του περισσότερο σαν απόκοσμος ψίθυρος. Φυσικά δεν τόλμησα να τον ρωτήσω από πού ήξερε την ταυτότητά μου. Έκανα δύο βήματα πιο κοντά «Δεν ήρθες σήμερα τυχαία εδώ και αυτό είναι εμφανές. Λοιπόν, είμαι έτοιμος να σε ακούσω» πρόφερε και δίχως να μπορώ να κρατηθώ, τον ρώτησα:
«Πώς σε λένε;» ήταν μία ανθρώπινη ερώτηση απέναντι σε ένα τόσο μυστηριώδες πλάσμα, του οποίου όμως την θλιβερή ιστορία τύχαινε να γνωρίζω. Τον είδα να με κοιτάζει μέσα στα μάτια και για δευτερόλεπτα, μου φάνηκε πως το γαλάζιο του πάγου διέτρεξε κάποιο συναίσθημα.
«Κάποτε είχα πράγματι ένα όνομα. Μα τώρα πια δεν έχει σημασία. Ευχαριστώ που με ρώτησες, αν και δεν το περίμενα. Βλέπεις, όλοι εδώ έρχονται αποκλειστικά για να ζητήσουν. Φυσικά, όσοι ζητούν περιττά πράγματα, καταλήγουν να κάνουν παρέα στα πτώματα που κρέμονται, όμως εσύ έχεις μέσα σου ανθρωπιά και πόνο πολύ. Γνωρίζω τι λένε όμως κάπου μέσα μου, νιώθω ακόμη την ανάγκη να εμφανιστεί κάποιος και να ρωτήσει για εμένα. Θα ήθελες να μου πεις τον λόγο της επίσκεψής σου;» ρώτησε λίγο πιο μαλακά αυτή τη φορά, δίχως να εγκαταλείπει το ψυχρό του βλέμμα.
«Π-πού είναι ο Άλαν;» τόλμησα να ρωτήσω.
«Σου ζήτησα να μου πεις τον λόγο που βρίσκεσαι εδώ» άκουσα ξανά την ψυχρή του φωνή και ήξερα πως έπρεπε να μαζέψω το κουράγιο μου και να ξεστομίσω επιτέλους τον λόγο. Αλλά δεν πρόλαβα.
«Εγώ είμαι ο λόγος που ήρθε» άκουσα τη γνωστή, παγερή φωνή του Σκορπιού, μονάχα που ήταν και η μόνη του κουβέντα, προτού σωριαστεί στο έδαφος βαστώντας το στήθος του. Το πρόσωπο και το σώμα του γεμάτο αμυχές και ξεραμένο αίμα.
«Σκορπιός Γκρερ. Ένα γενναίο αγόρι. Κανένας δεν κατόρθωσε να διασχίσει την Περιφέρεια μονάχος του, κανένας εκτός από έναν» μουρμούρισε ο Θάνατος ψυχρά και έστρεψε το βλέμμα του, εκείνο το κενό του πάγου, επάνω μου.
«Έχω έρθει για να σου ζητήσω να σπάσεις την κατάρα του Σκορπιού» ακούστηκε η φωνή μου, σταθερή και σίγουρη. Έτσι με είχε συμβουλέψει ο Τόμας να κάνω. Να σταθώ μπροστά του και να το ζητήσω με θάρρος.
«Είσαι σίγουρη πως το θέλεις;» ήρθε η ερώτηση, πιο πολύ για να σπάσει το ηθικό μου.
«Ναι. Θα έδινα και τη ζωή μου ευχαρίστως, για να δω τον Σκορπιό να χαμογελά δίχως να πονά άλλο πια. Θα την έδινα εδώ και τώρα» του τόνισα την κάθε λέξη.
«Πράγματι, θα το έκανες, μα δεν χρειάζεται. Γκρερ, σήκω επάνω και πλησίασε στην εστία» διέταξε τον Σκορπιό και εκείνος με κόπο ξεκίνησε να βαδίζει.
«Έχεις περάσει μία ζωή πόνου. Μία ζωή που σε κράτησε μακριά από τους ανθρώπους. Μπορώ να σε καταλάβω. Γιατί έχω περάσει και εγώ μία ζωή στη μοναξιά. Ωστόσο, υπάρχει ένα τίμημα, το τίμημα της αλήθειας και η αλήθεια μερικές φορές είναι σκληρή και αμείλικτη. Η εστία θα σου δείξει το πρόσωπο που σου έβαλε την Ανάμοραν» είπε ο Θάνατος και ένιωσα το αίμα μου να αδειάζει. Όχι, αυτό δεν γινόταν να συμβεί.
«Είναι απαραίτητο;» ρώτησα έτοιμη να κλάψω, μα ο Θάνατος με κάρφωσε έτοιμος να με σκοτώσει με ένα και μόνο βλέμμα, όταν είδα τον Σκορπιό να κοιτάζει την εστία αποφασισμένος.
«Ας είναι λοιπόν. Είμαι έτοιμος να αντιμετωπίσω την αλήθεια κατάματα, αρκεί αυτό να μου χαρίσει την ελευθερία» απάντησε και ο Θάνατος ένευσε.
Πήρε στα χέρια του τη ράβδο και την έβαλε στην άκρη της εστίας. Κατόπιν φύσηξε τον καπνό και ξεκίνησε να μουρμουρίζει λόγια που μετατράπηκαν σε ψίθυρους σκοτεινούς. Είδα τον Σκορπιό να γονατίζει στη γη ουρλιάζοντας, ενώ η Κρίστι με είχε αγκαλιάσει σφιχτά κλαίγοντας γοερά. Το σώμα του νεαρού συνέχισε να χτυπιέται, θαρρείς και το είχε καταλάβει μία ξένη ύπαρξη. Λίγο πριν το τέλος, είδα μία μαύρη σκιά να βγαίνει μέσα από το σώμα του. Μία σκιά που πέταξε προς την εστία και βούτηξε στη φλόγα της. Τότε, μέσα από την μορφή του πυρός, φάνηκε ολοκάθαρα το πρόσωπο του Άινταν, μέχρι που δευτερόλεπτα μετά χάθηκε και αυτό.
Η ανάσα μου είχε κοπεί κυριολεκτικά, ο Θάνατος συνέχισε να στέκεται αγέρωχος και ο Σκορπιός πεσμένος στο έδαφος κοιτούσε μαρμαρωμένος το πρόσωπο του αδερφού του. Του αδερφού που πίστευε πως είχε. Η φιγούρα του Θανάτου ξεκίνησε να ξεθωριάζει μπροστά μας, μέχρι που χάθηκε. Είχε εκπληρώσει την επιθυμία μου και ο ρόλος του είχε λάβει τέλος. Τότε άκουσα τον Σκορπιό να λέει με πικρία:
«Αναθεματισμένο καθίκι!» μούγκρισε, μα ο θυμός ή ο ψυχικός πόνος είχαν πάψει να του προκαλούν κακό και αυτό τον ξάφνιασε. Συνάμα με την οργή του είχε να αντιμετωπίσει και μία κατάσταση πρωτόγνωρη. Αυτή της ελευθερίας.
«Σκορπιέ;» τον φώναξε η Κριστιέλα αβέβαια και για πρώτη φορά τον είδα να χαμογελά αβίαστα, αφήνοντας για λίγο στην άκρη την υπόθεση του Άινταν...
«Γειά σου, πρασινομούρα» της είπε πειρακτικά για να την αγκαλιάσει παιχνιδιάρικα λίγο πριν στραφεί σε εμένα.
«Κένταλ μου...» μου είπε, μα ένα ξόρκι διέσχισε τον ουρανό και πέντε φιγούρες μαύρες και αέρινες εμφανίστηκαν γύρω από την εστία. Η μεσαία βαστούσε στο χέρι της ένα βιβλίο. Ένα απόκοσμο βιβλίο. Η έκτη που ερχόταν από τα βάθη των γυμνών δασών έσερνε ένα σώμα. Ένα οικείο σώμα.
«Άλαν!» ούρλιαξα, μα οι άλλες πέντε φιγούρες γέλασαν ειρωνικά και ξεκίνησαν να αποκαλύπτουν τα πρόσωπά τους. Μου ήταν όλοι γνωστοί εκτός από έναν. Ήταν η Άσα, ο Νόαμ, ο Χάζελ και ο Άινταν που κρατούσε τον Άλαν συνοδευόμενοι από ακόμη έναν άγνωστο Σάμχαϊν. Τελικά αυτοί οι προδότες, είχαν ταχθεί με το μέρος του εχθρού. Τότε είδα τα μάτια του Σκορπιού να μαυρίζουν και να γίνονται κάρβουνα.
«Εσύ, άθλιε» του είπε κοφτά «που θέλεις να αποκαλείσαι αδερφός μου, πώς μπόρεσες να μου το κάνεις αυτό, ε; Πώς μπόρεσες να καταραστείς ένα βρέφος;» του ούρλιαξε και άξαφνα, είδα τον Άινταν να τα χάνει.
«Εσύ του το είπες, Λευκή;» μου γρύλισε ξαφνιασμένος και χαμένος στον πανικό, μα ο Σκορπιός μίλησε ξανά.
«Μη γελιέσαι. Η Κένταλ δεν είναι σαν εσένα. Η ίδια η κατάρα μου αποκάλυψε το πρόσωπό σου, λίγο πριν εγκαταλείψει το σώμα μου. Σε μισώ, Άινταν, από τα βαθη της ψυχής μου και ορκίζομαι, θα μου το πληρώσεις πολύ ακριβά αυτό» πρόφερε ο Σκορπιός, κάθε του λέξη κοφτερή σαν μαχαίρι, ποτισμένη με πόνο, μίσος και πικρία.
Ο Άινταν με τα μάτια κατεβασμένα στη γη ψιθύρισε απλώς ένα συγγνώμη, μα αυτό δεν άγγιξε τον Σκορπιό ούτε στο ελάχιστο. Λάμψεις ξεπήδησαν από τα δάχτυλά του, μα ο Άινταν δεν μπήκε στον κόπο να αμυνθεί και η μία τον βρήκε στο στήθος.
«Σταμάτα, Σκορπιέ!»του φώναξα.
«Μην ανακατεύεσαι. Αυτό αφορά εμένα και το καθίκι τον αδερφό μου» απάντησε όταν είδα τον Άλαν να συνέρχεται και την Κριστιέλα να τρέχει.
Η Άσα πάλεψε να τους καταραστεί, αλλά ο ρούνος του Σκορπιού ήταν γρηγορότερος.
«Άσε τον Άλαν ήσυχο τώρα, αλλιώς ορκίζομαι θα σου κόψω τον λαιμό και ξέρεις πολύ καλά πως μπορώ» γρύλισε ο Σκορπιός και ο Άινταν έκανε νόημα στην Άσα να σταματήσει.
Ο Σκορπιός, διαλυμένος ψυχολογικά, συνέχισε να κοιτάζει με οργή τον αδερφό του. Από τα μάτια του κυλούσαν δάκρυα λυτρωτικά, δάκρυα καταπιεσμένα για χρόνια ατελείωτα, όπως και κάθε είδος συναισθήματος.
«Τελικά καλά έκανε η μητέρα μας και σε παράτησε. Είχε δει μάλλον το καθίκι που θα γινόσουν ή που ήσουν. Με καταδίκασες σε μία ζωή πόνου και απομόνωσης. Ήμουν μωρό που να σε πάρει. Πώς τολμούσες και με κοιτούσες στα μάτια μετά από όλα αυτά; Παρίστανες δήθεν τον αγαπησιάρη αδερφό και με άφησες να πιστέψω πως είχα βρει μία οικογένεια, ένα στήριγμα. Ωστόσο, είσαι ένας προδότης και θα σε μισώ μέχρι να σε σκοτώσω. Εύχομαι να πεθάνεις μονάχος σου, χωρίς φίλους, χωρίς στήριγμα, χωρίς κανέναν. Αυτή είναι η δική μου ευχή και κατάρα. Γιατί όλα τα όμορφα τα διαλύεις, όπως διέλυσες και εμένα. Δεν σου αξίζει η ευτυχία» συνέχισε ο Σκορπιός την επίθεση για να δω τον Άινταν να βουρκώνει και εμένα να παλεύω να σταματήσω τον χείμαρρο παραπόνου, απειλών και απίστευτα βαριών λέξεων που εκτοξεύονταν από το στόμα ενός Σκορπιού που αδυνατούσε να ελέγξει τα συναισθήματά του.
Με πολύ κόπο, του γύρισε την πλάτη και κατευθύνθηκε στον Άλαν. Δίνοντάς του το χέρι, τον βοήθησε να σηκωθεί και στράφηκε για τελευταία φορά στους Σάμχαϊν και μάγους που στέκονταν πίσω του.
«Εγώ διάλεξα την πλευρά μου και εσύ θα με βρεις απέναντί σου. Δεν σε φοβάμαι, έχω σχεδόν την ίδια δύναμη με εσένα και τον πολυαγαπημένο μας παππού. Μην με ενοχλήσεις ποτέ ξανά, εμείς οι δύο σαν αδέρφια τελειώσαμε για πάντα» ήταν οι τελευταίες του κουβέντες και μας έκανε νόημα να τον ακολουθήσουμε. «Έχετε το νου σας στις ψευδαισθήσεις. Εγώ έπεσα στην παγίδα. Πίστεψα πως είχα αδερφό» μας είπε και οι τέσσερίς μας πήραμε τον δρόμο της επιστροφής, σκυφτοί και αμίλητοι.
Ο Άινταν έμεινε γονυπετής δίπλα στην εστία που είχε πλέον σβήσει. Mε τα δύο του χέρια βαστούσε το κεφάλι του αδυνατώντας να πιστέψει αυτό που είχε μόλις συμβεί. Η Άσα προσπάθησε να τον πλησιάσει και να ακουμπήσει το χέρι της στον ώμο του για παρηγοριά. Εκείνος, ωστόσο, τραβήχτηκε πίσω σαν να τον είχε κάψει πυρακτωμένο σίδερο. Ξαφνικά συνειδητοποίησε πως είχε μείνει ολομόναχος. Ο Μπένταγκ, ο μοναδικός άξιος να αποκαλείται πατέρας του, είχε φύγει από την ζωή εξαιτίας του χτυπήματος που δέχτηκε και το οποίο επίσπευσε τον θάνατό του. Ο αδερφός του πάλι είχε μόλις ανακαλύψει την τερατώδη του φύση και δικαίως του είχε γυρίσει την πλάτη. Πεσμένος σχεδόν στο έδαφος, ένιωσε να τον πλησιάζει η κρίση πανικού. Να σφίγγει γύρω από τον λαιμό του μία αόρατη μέγγενη. Τότε, σχεδόν θολωμένος εξαπέλυσε ένα ξόρκι σκοτώνοντας ακαριαία έναν από τους παρευρισκόμενους.
Οι υπόλοιποι και μέσα σε αυτούς οι δύο γκρίζοι μαθητές της Επινουά, απλώς έσκυψαν το κεφάλι υποτακτικά και ο Άινταν, με τα χαρακτηριστικά του τραβηγμένα, αλλοιωμένα και σκληρά πήρε το Ντούμγκαρντ στα χέρια του. Το καταραμένο εγχειρίδιο,ο οποίο ήταν γραμμένο με αίμα και από τα ίδια τα χέρια του Κέναρντ όσο φυλασσόταν στον τάφο του. Θα τον έφερνε πίσω. Θα έφερνε πίσω το μοναδικό μέλος της διαλυμένης του οικογένειας, δίχως να υπολόγιζει ωστόσο το ζοφερό μέλλον που διαγραφόταν μετά από μία τέτοια κίνηση. Πλέον, το τιμόνι της λογικής είχε πιάσει η απελπισία, η απόγνωση και η οργή που κόχλαζε. Ο κόσμος θα το πλήρωνε ακριβά. Θα πλήρωνε για τον θάνατο του Ντουένον, για όλα.
Η αφαίμαξη του νεκρού σώματος ξεκίνησε με ξόρκι φτιαγμένο από τους πιο σκοτεινούς ρούνους. Ο ουρανός σκοτείνιασε περισσότερο και χοντρές ψιχάλες βροχής ξεκίνησαν να πέφτουν. Οι Σέφο σέρνονταν αναστατωμένοι και το πτώμα μπροστά τους άδειαζε σαν να ήταν γεμάτο με αέρα, μέχρι που πήρε την μορφή μίας γιγάντιας σταφίδας. Το αίμα στοιβαζόταν παραμένοντας μετέωρο και ο Άινταν συνέχισε να διαβάζει τους στίχους του βιβλίου, σχηματίζοντας παράλληλα ένα άστρο και μπαίνοντας στη μέση, ενώ στα χέρια του κρατούσε το πετράδι των δράκων.
Σαν απόκοσμη, φριχτή πομπή, οι υπόλοιποι και η Άσα όδευσαν προς τον τάφο του Κέναρντ. Κατόπιν τον περικύκλωσαν και το αίμα πότισε την ταφόπλακα κάνοντας το σύμβολο του άστρου που υπήρχε χαραγμένο επάνω να στριφογυρίσει. Τότε, ο Άινταν εμφάνισε ένα φιαλίδιο με το αίμα του Άλαν, του Λευκού μάγου. Το τοποθέτησε σε μία μικρή εσοχή και περίμενε σχεδόν με κομμένη την ανάσα. Η κακοκαιρία και οι άνεμοι δυνάμωναν ώρα με την ώρα, όταν άξαφνα άκουσαν χτύπους μέσα από τον τάφο. Για την ακρίβεια ήταν οι χτύποι μίας καρδιάς, μίας σάπιας καρδιάς. Ρωγμές ξεκίνησαν να οργώνουν το θαμπό μάρμαρο και ανάσες βαριές ακούγονταν, προερχόμενες από την ταφική άβυσσο. Δευτερόλεπτα αργότερα, η πλάκα υποχώρησε, έπεσε στο λασπωμένο έδαφος και έγινε κομμάτια. Ένα σχεδόν άσαρκο χέρι, με νύχια γαμψά και βρώμικα ξεπετάχτηκε από τα σκοτάδια.
Η έντονη οσμή της σαπίλας ήταν ανατριχιαστική, σχεδόν ανυπόφορη. Ένα δεύτερο άσαρκο χέρι αρπάχτηκε από την άκρη του τάφου δίνοντας ώθηση σε ένα ψηλόλιγνο σώμα, πληγιασμένο και ντυμένο με κουρέλια μαύρα να σηκωθεί. Το πρόσωπό του πάλευε να μοιάσει με ανθρώπινο, ωστόσο το στόλιζε μία μακριά γενειάδα κρύβοντας μερικώς την απόκοσμη όψη του. Τεντώθηκε προσεκτικά, σαν να πάλευε να φέρει τα οστά του στη θέση τους, ενώ τα μάτια του έμοιαζαν με δύο γούβες οι οποίες όμως μέσα τους έκρυβαν δύο κυανούς σβώλους. Απότομα γύρισε το κεφάλι του και καρφώνοντας τον Άινταν ξεκίνησε να οσφραίνεται τον αέρα.
«Πόσα χρόνια άραγε, περίμενα υπομονετικά τη στιγμή που θα εγκατέλειπα την προσωρινή μου φυλακή; Και εσύ αγαπημένε μου εγγονέ, ήρθες. Ήρθες να βοηθήσεις τον παππού σου, την οικογένειά σου, τις ρίζες των Γκρερ. Χρόνια απλώς σου μιλούσα, σαν φάντασμα, σαν απόηχος, μα τώρα μπορώ επιτέλους και σε αντικρύζω από κοντά. Είμαι περήφανος για εσένα» σχεδόν σύρριξε σαν το φίδι, ωστόσο ο Άινταν τον κοιτούσε απεγνωσμένα σαν να βρισκόταν υπό την επήρεια ναρκωτικών. «Σταθείτε!» τους διέταξε ο Κέναρντ, καθώς στεκόταν μπροτά τους βαστώντας τη ράβδο του. Αρχικά, έριξε ένα ομολογουμένως υποτιμητικό βλέμμα στους δύο νεαρούς της Ασημένιας Πένας, καθώς δεν ήταν Σάμχαϊν και ο Νόαμ από τον φόβο του αισθανόταν ένα βήμα πριν να αδειάσει όλο το περιεχόμενο του στομαχιού του. Είχα φανταστεί πολλές φορές αυτήν τη στιγμή, ωστόσο η πραγματικότητα ξεπερνούσε κάθε νοσηρή φαντασία.
«Υπάρχουν Λευκοί εδώ. Τους νιώθω. Υπάρχει η καταραμένη αυτή γενιά του Όσβαλντ!» ούρλιαξε με μανία και υψώνοντας τη ράβδο, κάλεσε το πυρ το οποίο το κατηύθυνε προς την μεριά των παιδιών, που πάλευαν να βγουν από την Περιφέρεια.
Οι κραυγές του Γκρερ, οι σατανικές, έσκιζαν τω σωθικά μου. Μου ήταν αδύνατο να πιστέψω πως ο εφιάλτης των παιδικών και εφηβικών μου χρόνων αποκτούσε σάρκα και οστά. Φοβόμουν, φοβόμουν πολύ και άξαφνα είδα ένα πύρινο ρεύμα να έρχεται επάνω μας. Σε κλάσματα ο Σκορπιός τινάχτηκε μπροστά σχηματίζοντας έναν ρούνο προστασίας απορροφώντας το αμέσως.
«Είναι ο Κέναρντ» μας είπε και ξεκινήσαμε να τρέχουμε, παρατηρώντας σκιές και μορφές να κινούνται ανάμεσα στα γυμνά δέντρα. Ήταν Σάμχαϊν και ήταν πολλοί. Στο βάθος διέκρινα την πύλη που σηματοδοτούσε την έξοδο, ωστόσο προτού προλάβουμε να φθάσουμε, μία ψηλόλιγνη απόκοσμη φιγούρα με τον σκισμένο της μαύρο μανδύα να ανεμίζει εμφανίστηκε μπροστά μας και δίπλα της, η γνωστή μορφή του Άινταν, σιωπηλή και σκληρή.
«Σκορπιέ μου, πόσο χαίρομαι που σε γνωρίζω. Ακόμη ένας απόγονος της γενιάς των Γκρερ» σύρριξε κοιτάζοντάς τον μέσα στα μάτια και συνέχισε « Έλα μαζί μας. Είσαι ένας Σάμχαϊν, ένα Γκρερ» ξεκίνησε ο Κέναρντ, ωστόσο, τα μάτια τα κυανά του Σκορπιού, τα κατάπιε η άβυσσος.
«Δεν είμαι ένας Σάμχαϊν, είμαι ένας μάγος. Εξαιτίας σου οι εβένινοι θεωρούνται όλοι τους κόκκινο πανί για τον κόσμο. Ωστόσο, εγώ εκεί θέλω να ανήκω, στον κόσμο και στους φίλους μου. Εσύ είσαι ένας εγληματίας και το ίδιο ισχύει και γι' αυτόν που στέκεται δίπλα σου. Ελάτε, λοιπόν, είμαι έτοιμος πια να σας αντιμετωπίσω. Η κατάρα έσπασε και τώρα θα πάρετε μία γεύση από αυτό που πραγματικά είμαι ικανός να κάνω» τους είπε και ειλικρινά με είχε συγκινήσει η γενναιότητά του.
Κοιτούσε στα μάτια αυτό το κτήνος, το σάπιο, χωρίς ίχνος φόβου. Ο Κέναρντ στένεψε τα μάτια του και χτύπησε τη ράβδο του στο έδαφος, δημιουργώντας δύο φίδια, ενώ ο Σκορπιός, από την άλλη, έβγαλε μέσα από τη γη ένα κοφτερό ακόντιο και εκτοξεύοντάς το, εκείνο διαπέρασε το ένα φίδι σκοτώνοντάς το ακαριαία. Τότε ο Κέναρντ εξαπέλυσε ενέργεια εναντίον του και ο Σκορπιός πάλεψε να φτιάξει ασπίδα, δίχως αποτέλεσμα. Η ενέργεια τον χτύπησε και εκείνος βρέθηκε στο έδαφος, ενώ μία δεύτερη ξεπήδησε από την κορυφή της ράβδου με στόχο εμένα.
«Με λυπεί ιδιαίτερα αυτό που κάνω εγγονέ μου. Με αναγκάζεις να στραφώ ενάντια στο ίδιο μου το αίμα, τη στιγμή που εσύ στέκεσαι δίπλα σε μία Λευκή» γρύλισε ο Κέναρντ.
Τότε, ένας δυνατός αέρας σηκώθηκε, σαν θύελλα που τράβηξε στο εσωτερικό της την ενέργεια. Είδα τον Κέναρντ να πισωπατά ξαφνιασμένος, όταν η ενέργεια ξεκίνησε να παίρνει μορφή και μπροστά μου στάθηκε ο Σιμεόν.
Για λίγο, ο Κέναρντ έμεινε να τον κοιτάζει σιωπηλός.
«Αδερφέ μου, πόσα χρόνια πέρασαν από την τελευταία μας συνάντηση. Ήρθες να με δεις; Επιτέλους, όλη η χαρούμενη οικογένεια μαζεμένη» ακούστηκε η ειρωνική φωνή του ζοφερού μάγου και είδα τον Σιμεόν να παλεύει με τους ίδιους του τους δαίμονες, με τις αναμνήσεις του, καλές και κακές. Τον ένιωθα έτοιμο να ουρλιάξει ή να κλάψει και η καρδιά μου ράγιζε σε πολλά κομμάτια γι’ αυτόν τον αγαπημένο μου άνθρωπο.
Δίπλα του, εμφανίστηκε ο Κρίστοφερ και παραδίπλα ο Τρόυ που κοίταξε πλαγίως εμένα και τον Άλαν.
«Αυτό με τις προβολές δεν έπιασε. Όχι σε εμένα τουλάχιστον» πρόφερε απειλητικά, όταν τον είδα να καρφώνει τον Άινταν.
Οι δύο νέοι κοιτάχτηκαν, μα το βλέμμα του Άινταν παρέμεινε σκοτεινό.
«Τελικά, είσαι ένας προδότης Γουντς. Επέλεξες ξεκάθαρα την μεριά του Σιμεόν, του άλλου προδότη. Εκείνου που μου γύρισε την πλάτη, τόσο εμένα όσο και του αδερφού του» μούγκρισε ο Άινταν.
«Ειλικρινά δεν ξέρω τι είδους πλύση εγκεφάλου έχεις υποστεί. Ωστόσο, εγώ δεν ήρθα εδώ για να σε πολεμήσω» του απάντησε για να ακούσει τον Άινταν να ψιθυρίσει ένα “Θα αναγκαστείς”.
Αυτό που ακολούθησε ήταν μία βροχή από ξόρκια, τα οποία έπεφταν από παντού, ενώ ο Σκορπιός μέσα στην αναταραχή φώναξε του Σιμεόν πως θα μας έβγαζε εκείνος έξω. Εξάλλου ήταν Ότουρθ και η μορφή του ευρωπαϊκού δράκου αντικατέστησε την ανθρώπινη με τους τρεις μας να πηδάμε επάνω στη ράχη του και εκείνον να παλεύει να πετάξει σε έναν ουρανό που είχε κατακλυστεί από ρούνους και ξόρκια, ενώ ένα τον χτύπησε άσχημα στο πόδι. Ο δράκος όμως πήρε ύψος αμέσως και πέταξε πάνω από τα σύννεφα. Σε έναν άλλον κόσμο, ήσυχο και ειρηνικό. Μολαταύτα, όλα τώρα ξεκινούσαν, το γνώριζα, το ένιωθα και έπρεπε να είμαστε δυνατοί.
Καθώς πετούσαμε και ο άνεμος φιλούσε το πρόσωπό μου, για λίγο προσπάθησα να βγάλω από το μυαλό μου τα φρικτά γεγονότα που είχα ζήσει εκεί πίσω. Ο Άλαν είχε μελανιάσει σχεδόν, ενώ μία τεράστια ουλή στον λαιμό του, μαρτυρούσε τα βασανιστήριά του. Από κάτω μας φάνηκαν τα φώτα της Βέρνια και εγώ έδωσα οδηγίες στον Σκορπιό προκειμένου να βρει το σπίτι του Σιμεόν. Το σπίτι όπου ζούσα για χρόνια μαζί με την Κριστιέλα και τον αδερφό μου.
Ενώ προσγειωνόμασταν, είδα το εξωτερικό φωτάκι να λάμπει, σημάδι πως κάποιος ήταν ήδη μέσα. Ο Σκορπιός λίγο πριν πατήσει το πόδι του στο έδαφος πήρε ανθρώπινη μορφή. Αρχικά, τον είδα να κοιτάζει κάπως αμήχανα το σπίτι του Σιμεόν, στη συνέχεια όμως προχώρησε ανοίγοντας την αυλόπορτα, για να τον υποδεχτεί ο Μόρθιλ, το ίδιο και εμάς που ακολουθούσαμε. Φαινόταν ταλαιπωρημένος και θλιμμένος και το πρόσωπό του ωχρό. Είχε χάσει εκείνο το παιχνιδιάρικο, το παιδικό χαμόγελο.
«Τι συνέβη;»τον ρώτησα καθώς τον πλησίαζα.
«Χάσαμε τον παππού. Ο Μπένταγκ δεν ζει πια» μου είπε και είδα τον Σκορπιό να ξαφνιάζεται.
Υπέθεσα πως έκανε την ίδια σκέψη με εμένα. Υπέθεσα πως σκέφτηκε πως ο Άινταν έχασε ακόμη ένα σημαντικό πρόσωπο από τη ζωή του. Ωστόσο, καθώς προχωρούσαμε, η πόρτα άνοιξε για να μας υποδεχτεί η Εμίλια. Όταν την είδα, μου φάνηκε πως ήταν απλώς ένα όνειρο, ωστόσο η σκηνή που διαδραματιζόταν μπροστά μου ήταν απίστευτη. Είδα τον Σκορπιό να σταματά απότομα και να κοιτά την γυναίκα μπροστά του, με λατρεία και συγκίνηση. Είδα αυτά τα υπέροχα μάτια να υγραίνουν και να φωτίζονται από την προσμονή της επικείμενης αγκαλιάς. Τότε κατάλαβα πως καμία κατάσταση στη ζωή δεν είναι δεδομένη. Σε εμένα η δυνατότητα να χαμογελώ μου είχε χαριστεί, απλόχερα από την ημέρα που γεννήθηκα. Για τον Σκορπιό όμως δεν ίσχυε το ίδιο και αυτό με σόκαρε, καθώς έβλεπα τον άντρα αυτόν μπροστά μου να κλαίει και να συγκινείται, σαν ένα μωρό παιδί, να τρέχει και να αγκαλιάζει σφιχτά την Εμίλια, φωνάζοντάς της “Είμαι ελεύθερος”.
Αρχικά, η Εμίλια φάνηκε μπερδεμένη, σαν να μην καταλάβαινε τι γινόταν. Ωστόσο, μία ματιά από τον Σκορπιό ήταν αρκετή για να συνεννοηθούν δίχως λέξεις. Εκείνη πήρε το πρόσωπό του και το έκλεισε στα χέρια της χαϊδεύοντάς τον και φιλώντας τον.
«Αγοράκι μου όμορφο...» την άκουσα να λέει, όταν είδα τον Σκορπιό να βγάζει από την τσέπη του εκείνο το πάνινο τόπι, που κάποτε πριν από πολλά χρόνια του είχε αγοράσει από την Βέρνια.
«Σήμερα, μπορώ επιτέλους να σε κοιτάζω στα μάτια και να σου λέω ευχαριστώ. Ευχαριστώ για την μητέρα που υπήρξες για εμένα. Ευχαριστώ που στάθηκες δίπλα μου, ως το καλύτερο στήριγμα που θα μπορούσα να ζητήσω. Το κυριότερο όμως είναι, πως επιτέλους μπορώ να σου πω πόσο σε αγαπώ γλυκιά μου μαμά. Γιατί για εμένα, αυτό είσαι. Δεν γνώρισα κάποια άλλη, δεν πρόλαβα. Εξάλλου, αυτός ο τίτλος σε ποιον άλλο θα μπορούσε να ταιριάζει, αν όχι σε εσένα; Εσύ με φρόντιζες, εσύ με τάιζες, εσύ έριχνες τον πυρετό μου, μου τραγουδούσες και με νανούριζες. Μου έμαθες να είμαι ένας σωστός άντρας και ξέρω πως σε απογοήτευσα. Δεν είχα όμως άλλη επιλογή, κάποιος φρόντισε να μου την στερήσει. Σου ορκίζομαι όμως, πως ήρθε η σειρά μου να σε στηρίξω και να σταθώ δίπλα σου για όσο και όποτε με χρειαστείς. Μέσα σε αυτό το πάνινο τόπι, βρίσκεται τυλιγμένη η καρδιά σου και η αγάπη σου για εμένα. Το κράτησα δίπλα μου, πάνω μου, πάντοτε, να μου θυμίζει κάτι από εσένα. Ποιο παιδί δεν θέλει να έχει κάτι από την οικογένειά του μαζί του;» τελείωσε κάνοντας εμένα και την Κρίστι να κλάψουμε και τον Άλαν να τον κοιτάξει με κατανόηση.
Του έλειπε ο πατέρας του και το ήξερα, το ένιωθα. Η Εμίλια έμεινε αγκαλιασμένη με τον Σκορπιό για λίγο ακόμη κλαίγοντας σιωπηλά.
«Ήξερα από πάντα ποιος πραγματικά είσαι. Ποια μητέρα δεν γνωρίζει το παιδί της; Είχα ακούσει εκείνα τα σιωπηλά “ευχαριστώ” και “σ’ αγαπώ” και ας μην εκφράστηκαν ποτέ με λέξεις. Τώρα όμως μπορούν. Σ’αγαπώ, Σκορπιέ» του είπε συγκινώντας τον περισσότερο και μετά ήρθε η σειρά μου.
«Έχεις γίνει μία κούκλα. Μου έλειψες»μου ψιθύρισε χαϊδεύοντας τα μαλλιά μου και έπειτα κάλεσε και την Κριστιέλα για μία ομαδική αγκαλιά.
«Τι θα γίνει με το ίδρυμα;» την ρώτησε η φίλη μου.
«Για την ώρα, δεν ξέρω τι να κάνω. Οι καιροί είναι δύσκολοι και ο Κέναρντ...»
«Ζωντανός» συμπλήρωσε ο Σκορπιός «Ζωντανός και στο πλευρό του σιχαμένου του Άινταν. Αυτός φταίει, Εμίλια, για την κατάρα, αυτός φταίει!» της φώναξε, μα ευθύς κατάλαβε πως η Εμίλια το γνώριζε ήδη. «Δεν μπορεί… Το ήξερες και τον κάλυπτες; Δηλαδή, θέλεις να μου πεις, πως τον αγαπας ακόμη και ας είναι ένα σιχαμένο φρικιό;» φώναξε ξανά και εγώ πάγωσα, παρά το γεγονός πως κάποτε, πριν από χρόνια είχα δει την Εμίλια να τον κοιτάζει σαν μαγνητισμένη. Μαγνητισμένη από την ομορφιά και το σκοτάδι του, το μυστήριο που τον τύλιγε.
«Δεν μπορώ να σου πω ψέματα, Σκορπιέ, μα τον αδερφό σου τον αγαπώ, αλλά γιατί γνωρίζω πράγματα, που ίσως εσύ να μην άκουσες ποτέ σου. Αν του έδινες την ευκαιρία...» πήγε να του πει.
«Όχι. Δεν θέλω να τον δω ποτέ ξανά. Με καταδίκασε σε μία ζωή μίζερη, Εμίλια. Να μην μπορώ να εκδηλώνω τα συναισθήματά μου, να αναγκάζομαι να συμπεριφέρομαι άσχημα, για να ξεσπώ την οργή των καταπιεσμένων συναισθημάτων μου. Ζούσα έναν εφιάλτη, ήμουν δεμένος με αλυσίδες» της απάντησε, όταν ακούσαμε την πόρτα να τρίζει και τον Σιμεόν παρέα με τους υπόλοιπους καθηγητές να μπαίνουν.
Στη θέα τους, ο Σκορπιός κατέβασε το κεφάλι και κίνησε να φύγει, όταν το χέρι του Σιμεόν τον σταμάτησε.
«Πού πηγαίνεις;» τον ρώτησε.
«Φεύγω» απάντησε κάπως αμήχανα ο Σκορπιός.
«Από πού; Από το σπίτι σου;» πρόφερε ο Σιμεόν, μόνο για να δει τον Σκορπιό να υψώνει το βλέμμα του με δυσπιστία. «Είσαι οικογένειά μου, Σκορπιέ. Σε έχω ουσιαστικά μεγαλώσει, δεν θα μπορούσα λεπτό να φανταστώ, πως θα σε άφηνα να φύγεις. Αυτό το λάθος, δεύτερη φορά δεν επαναλαμβάνεται. Μπορείς να μείνεις για όσο το θελήσεις, στον επάνω όροφο, έχει απομείνει ένα δωμάτιο κενό. Μπορείς να το πάρεις και να το διακοσμήσεις όπως επιθυμείς»
«Θα μείνει και η Εμίλια μαζί μας;» ρώτησε ο νεαρός αθώα.
«Μωρό μου, θα γυρίσω στο Βερθάλ. Τουλάχιστον μέχρι να δούμε τι θα γίνει από εδώ και πέρα» πρόφερε η κοπέλα.
«Εμείς οι πέντε θα τα πουμε όλοι μαζί στο γραφείο μου στην Επινουά» άκουσα την αυστηρή φωνή του Κρις και με τον Άλαν και την Κρίστι γνωρίζαμε πως είχαμε βρει για τα καλά τον μπελά μας.
Ενώ όλοι οι υπόλοιποι είχαν καθίσει στο σαλόνι προκειμένου να απολαύσουν ένα ζεστό κανελάτο, εγώ είδα μία μικρή χάρτινη σαϊτα να φτερουγίζει και να προσγειώνεται στην αγκαλιά μου.
«Θα με βοηθήσεις να διακοσμήσω το δωμάτιό μου;» έλεγε το γράμμα με την υπογραφή του ονόματος του Σκορπιού.
Χαμογελώντας κρυφά, απομακρύνθηκα αργά και διακριτικά από την παρέα και ανέβηκα στις μύτες τα σκαλιά, χτυπώντας ανάλαφρα τη δεύτερη πόρτα. Ευθύς με υποδέχτηκε ένα μπουμπούκι τριαντάφυλλου, ενώ μόλις το πήρα, εκείνο άνοιξε και άνθισε στην παλάμη του χεριού μου. Τα δάχτυλα του χεριού του Σκορπιού μπλέχτηκαν με τα δικά μου καλώντας με μέσα. Αργά, έκλεισε την πόρτα και για λίγο μείναμε να κοιταζόμαστε σιωπηλοί.
«Ξέρεις πόσες φορές ονειρεύτηκα αυτήν τη σκηνή; Πόσες φορές ήθελα απλώς να σε αγγίξω για να σε χαϊδέψω δίχως να πονώ; Από την πρώτη στιγμή που σε είδα στο Ντορθόριεν μου έκανες εντύπωση και προσπάθησα να σου τραβήξω την προσοχή με λάθος τρόπο. Ήθελα να έχω έναν ρόλο στη ζωή σου, έστω και αρνητικό. Άλλες πάλι φορές, με έπνιγε το παράπονο που δεν μπορούσα να σου χαμογελάσω ή να σε αγκαλιάσω όπως ο Άλαν. Ωστόσο, τα συναισθήματά μου ήταν πέρα και πάνω από τους φόβους μου. Για την ακρίβεια, δεν φοβάμαι τίποτε, εκτός από ένα πράγμα. Το να μην σε έχω. Εσύ όμως την ημέρα που με απέρριψες ήταν σαν να με σκότωνες, σαν να μου επιβεβαίωνες τους φόβους μου. Πέρασα πέντε χρόνια να παλεύω να σε μισήσω, μα όταν σε είδα ξανά στην Επινουά, κατάλαβα ευθύς πως είχα χάσει την μάχη με τον εαυτό μου. Όταν σε είδα να κρυώνεις στο κελί στη Ρωσία, η καρδιά μου σφίχτηκε. Το μόνο που ήθελα ήταν να έρθω και να κουλουριαστώ και εγώ μαζί σου, πλάι σου και να κοιμηθούμε αγκαλιά. Σε αγαπώ...» ήταν η τελευταία του κουβέντα, προτού το βήμα μου με οδηγήσει στο φιλί μας.
Ήταν όμορφο, βαθύ και αρχάριο. Ήταν σαν να παλεύαμε να βρούμε το ακριβές σημείο, όπου τα σώματά μας κούμπωναν απόλυτα και τέλεια. Τα χέρια του μπλεγμένα στα μαλλιά μου, με χάιδευαν τρυφερά.
«Μην με αφήσεις ποτέ...» του ψιθύρισα και εκείνος άφησε ένα φιλί στο μέτωπό μου.
«Δεν πρόκειται. Σε περίμενα για όλη μου τη ζωή, την οποία ευχαρίστως θα έδινα για εσένα όσες φορές και αν μου το ζητούσες» μου είπε και αγκαλιάζοντάς με σφιχτά, μου έθεσε μία ερώτηση:
«Αν αυτή τη στιγμή, είχες τη δυνατότητα να βρεθείς κάπου, πού θα ήθελες να πάς;» με ρώτησε και η πρώτη απάντηση που μου ήρθε, ήταν:
«Στη Βενετία».
«Φύγαμε τότε» ήρθε η ανταπάντηση και εγώ τον φίλησα τρυφερά.
Ιφιγένεια Μπακογιάννη
«Μα καλά, πόση ώρα έκανες στο Μούρκλιφ; Έγινε κάτι;» ξεκίνησε τις ερωτήσεις ο Άλαν, ο οποίος είχε διαβάσει την αύρα της ψυχής μου με σχετική ευκολία.
«Όχι, απλώς καθυστέρησα στο νεκροταφείο, με συνεπήρε το συναίσθημα, οι αναμνήσεις και το παρελθόν. Ξέρετε τώρα πώς είναι αυτά τα πράγματα» έσπευσα να δικαιολογηθώ και η Κριστιέλα με αγκάλιασε παρά το γεγονός πως δεν φάνηκαν να πείθονται ιδιαίτερα. Ωστόσο, καθώς οι επόμενες ώρες θα ήταν κρίσιμες, οι ερωτήσεις μπήκαν σε δεύτερη μοίρα.
«Λοιπόν, σφίξτε τις γροθιές σας και κρατηθείτε. Θα διακτινιστούμε σε μία λογική απόσταση από την Περιφέρεια. Όχι όμως πολύ κοντά, καθώς είναι έντονη η παρουσία των Σάμχαϊν και των Σέφο. Πιστέψτε με, δεν θέλετε να συναντήσουμε κανέναν Ιππότη του Θανάτου. Τουλάχιστον όχι πριν διαβούμε τη Σιδερένια Πύλη της Επαρχίας. Μετά βλέπουμε» ήταν οι τελευταίες κουβέντες του Άλαν και όλοι μαζί κρατηθήκαμε. Μία λάμψη μας τύλιξε και τα σώματά μας έγιναν άξαφνα άυλα.
Ειλικρινά δεν ήξερε πόσες ώρες ή και μέρες βρισκόταν σε αυτήν την κατάσταση. Ο Σκορπιός είχε ξεκινήσει από το σπίτι του Άινταν με προορισμό τη σκοτεινή και απόκοσμη Επαρχία, ωστόσο είχε τελικά καταλήξει παγιδευμένος σε έναν βούρκο στη μέση της ερημιάς. Για πρώτη φορά στη ζωή του ένιωσε την ανάγκη να κλάψει για να εκτονωθεί. Να εκτονώσει όλον εκείνο το θυμό που κόχλαζε μέσα του για όλα αυτά τα χρόνια τα χαμένα. Οι βάλτοι απορροφούσαν λαίμαργα τις μαγικές του δυνάμεις και ο ίδιος με το μισό του σώμα βυθισμένο στα νερά πάλευε να κρατηθεί από το σαπισμένο κουφάρι ενός δέντρου.
Δυστυχώς για εκείνον η κατάρα είχε ενεργοποιηθεί για ακόμη μία φορά. Είχε λάβει το σήμα πως ο Σκορπιός ήταν έτοιμος να προβεί σε καλή πράξη και το σαράκι της είχε ξεκινήσει την επιδρομή του κατατρώγοντάς τον. Παρά τον ψυχρό καιρό, ο ιδρώτας έσταζε από το μέτωπό του και ο οργανισμός του ήταν εξαντλημένος, μα δεν τον ένοιαζε. Ενάντια στους φρικτούς πόνους ο Σκορπιός είχε μονάχα ένα όπλο. Την αγάπη του για εκείνη την κοπέλα και τη θέλησή του να πετάξει με το ζόρι τη μάσκα του κακού, που τόσα χρόνια τον κρατούσε δέσμιο. Είχε σιχαθεί πια τον ίδιο του τον εαυτό. Είχε κάποτε αφήσει ένα αβοήθητο παιδί να το ρουφήξουν τα φαρμακερά χέρια, τότε σε εκείνη την εκδρομή με την Εμίλια. Φτάνει πια. Ο ίδιος δεν είχε γεννηθεί για να είναι δολοφόνος, ούτε κλέφτης αντικειμένων, όπως όταν ήταν μικρός και του έφταιγαν όλα. γιατί πολύ απλά δεν μπορούσε να είναι φυσιολογικός. Ήθελε να γυρίσει επιτέλους σελίδα, μακριά από τους Σάμχαϊν ή τον Κέναρντ. Ακόμη και αν η Κένταλ δεν πήγαινε να ζητήσει από τον Θάνατο τη σωτηρία του, θα το έκανε ο ίδιος και ας κατέληγε νεκρός. Εξάλλου, τελευταία φλέρταρε και ο ίδιος με την ιδέα του θανάτου σαν ύστατη λύση απαλλαγής από τα βάσανα.
Με ένα τράνταγμα τα πόδια μου πατήσανε ξανά στο έδαφος, μονάχα που η υφή του σε αυτήν την πλευρά του μαγικού κόσμου της Γαλλίας ήταν διαφορετική. Την ένιωθα κολλώδη, σαν να είχε μόλις βρέξει. Η Κριστιέλα συμμεριζόταν σιωπηλά την άποψή μου, ενώ ο Άλαν κοιτούσε τον σκοτεινό ουρανό που θαρρείς και μας ψιθύριζε κατάρες. Τόσο μουντός ήταν.
Εδώ οι ταμπέλες που σε καθοδηγούσαν στα γύρω μέρη ήταν ξύλινες και φαγωμένες από τα χρόνια. Φαινόταν πως η μεριά αυτή ρήμαζε, καθώς πλέον είχε περάσει εξ ολοκλήρου στα χέρια του κακού. Άξαφνα, ο ήχος από ένα κάρο που σερνόταν μας τράβηξε την προσοχή. Ήταν ένας ζητιάνος που ψαχούλευε στο έδαφος για τυχόν απομεινάρια φαγητού. Καμπουριαστός και σκελετωμένος, με τον αλλοτινό, εκρού μανδύα του να σέρνεται, συνέχισε την δυστυχισμένη του πορεία, δίχως να μας ρίξει ούτε μία ματιά.
«Θεέ μου, τι μέρος είναι αυτό;» αναρωτήθηκε η Κρίστι και κατόπιν κινηθήκαμε προς τα σκοτεινά δάση μπροστά μας.
Για κάποιον λόγο, στο εσωτερικό τους υπήρχε ένα αυτοσχέδιο μονοπάτι, ενώ παγκάκια συνόδευαν την πορεία μας. Βαδίζαμε προσεκτικά, παρατηρώντας δύο σκελετούς που κρέμονταν ίσια μπροστά μας, αγκαλιασμένοι. Μάλλον ήταν και η τελευταία κίνηση που πρόλαβαν να κάνουν. Οι τρίχες του σώματός μου είχαν σηκωθεί όλες τους από τον φόβο, μα τα πόδια μου προχωρούσαν λες και είχαν δική τους θέληση. Η μονότονη διαδρομή συνεχίστηκε για λίγο ακόμη, με τα ξερά και γκρίζα κουφάρια των δέντρων να μας περιτιγυρίζουν, όταν επιτέλους μπροστά μας, φάνηκε η τεράστια σιδερένια πύλη με μία αγαλμάτινη απομίμηση του Θανάτου να έχει προτάξει το χέρι της, περιμένοντας τον οβολό για να συνεχίσει το ταξίδι του ο διαβάτης.
Με τρεμάμενο χέρι έβγαλα το νόμισμα και το απίθωσα στην παλάμη του, για να τη δω να κλείνει απότομα και το χέρι να τραβιέται προς τα μέσα. Η Πύλη άνοιξε και η ομίχλη μας αγκάλιασε. Μόλις κάναμε το πρώτο μας βήμα προς τα μέσα, η πόρτα έκλεισε απότομα ξανά και σφραγίστηκε όπως πριν. Η αλήθεια, τη στιγμή εκείνη ένιωσα πως δεν υπήρχε επιστροφή και πως εκείνη η πόρτα είχε κλείσει πίσω μας για πάντα.
«Δεν μου αρέσει καθόλου όλο αυτό» έσκουξε η Κρίστι και ειλικρινά δεν μπορούσα να διαφωνήσω μαζί της.
Η ησυχία που επικρατούσε γύρω μας ήταν νεκρική, πράγμα που ενέτεινε περισσότερο την αγωνία μας και τον φόβο για τον κίνδυνο που καραδοκούσε σιωπηλός. Τότε, πίσω από τα μπροστινά μας δέντρα θα ορκιζόμουν πως είδα μία φιγούρα να στέκεται και να παρατηρεί. Με μία δεύτερη ματιά, βέβαια, είχε εξαφανιστεί και τότε είδα μπροστά μου δύο πρόσωπα απολύτως οικεία και αγαπημένα να ξεπροβάλλουν αργά και να βαδίζουν ανάλαφρα προς το μέρος μας. Ήταν οι γονείς μου. Καθώς ήμουν επηρεασμένη και από το νεκροταφείο, αρχικά τους πλησίασα δειλά προσπαθώντας να καταλάβω τι συνέβαινε, μα όταν είδα την μητέρα μου να χαμογελά και να με αποκαλεί “καρδούλα μου”, όπως τότε, δεν άντεξα και ξεσπώντας σε κλάσματα έτρεξα και την αγκάλιασα σφιχτά και απελπισμένα.
Εν συνεχεία, οι φιγούρες με προέτρεψαν να τις ακολουθήσω και το έκανα μαγνητισμένη, δίχως να συνειδητοποιήσω πως οι άλλοι δύο φίλοι μου είχαν χαθεί στο δικό τους οικογενειακό ή φιλικό παραλήρημα, το οποίο μας απομάκρυνε χώνοντάς μας όλο και πιο βαθιά σε αυτά τα αποτρόπαια δάση. Η παγίδα των παραισθήσεων είχε δουλέψει και με το παραπάνω πατώντας πάνω στα προσωπικά μας συναισθήματα και σε γεγονότα που μας είχαν στιγματίσει στη ζωή μας.
Ο Άλαν έβλεπε την μορφή του πατέρα του να τον καρτερά με την αγκαλιά ορθάνοιχτη και παρά το γεγονός πως στην αρχή πάλεψε να αντισταθεί, τελικά υπέθεσε πως ίσως η ψυχή του ζούσε και τριγυρνούσε σε αυτά τα μέρη, εγκλωβισμένη ακόμη σε έναν τόπο που αποτελούσε την είσοδο για την μεταθανάτια ζωή. Ξεκίνησε λοιπόν να τον ακολουθεί από απόσταση, όταν το μονοπάτι που τον βοηθούσε να βαδίζει στα μέρη αυτά είχε πλέον εξαφανιστεί, με εκείνον να νιώθει εκτεθειμένος σε άγνωστους και αόρατους κινδύνους. Η φιγούρα του πατέρα του είχε χαθεί πλέον και εκείνος είχε μείνει μονάχος του στο σκοτάδι, όταν ένας οξύς πόνος διαπέρασε το κρανίο του.
Οι ευτυχισμένες δικές μου στιγμές από την άλλη συνεχίζονταν ξυπνώντας μου παιδικές αναμνήσεις, όταν συνειδητοποίησα πως το θέαμα μπροστά μου είχε αλλάξει. Τα πρόσωπα των γονιών μου είχαν αντικατασταθεί από άσαρκα κρανία και τότε ετοιμάστηκα να εξαπολύσω ταραγμένη το πρώτο μου ξόρκι, όταν ένιωσα το χέρι του ενός πλάσματος να με αρπάζει. Ευθύς του το έκαψα και συνέχισα να τον χτυπώ, ωστόσο αυτό που δεν είχα καταλάβει ήταν πως όλα αυτά ήταν απλώς ένα θέατρο του παραλόγου, μονάχα προβολές και πως αντί να χτυπήσω δήθεν εκείνους, εγώ αυτοτραυματιζόμουν. Στην ουσία δεν υπήρχε τίποτε από όλα αυτά. Ήταν απλώς μία δημιουργία των Σέφο, των φυλάκων για να παίξουν με το μυαλό του θύματος και εγώ φυσικά είχα πέσει στην παγίδα. Με μάτια γουρλωμένα από έκπληξη, είδα τον καρπό μου ματωμένο και ειλικρινά ευχήθηκα να μην έχω τραυματίσει κάποια σοβαρή φλέβα. Αναστατωμένη κοίταξα τριγύρω μου, μα οι φίλοι μου δεν φαίνονταν πουθενά. Μονάχα μία κραυγή οικεία από το στόμα του Άλαν κήρυξε επίσημα την έναρξη του εφιάλτη μου.
«Άλαν!» ξεκίνησα να ουρλιάζω, ωστόσο το γεγονός πως δεν έβλεπα και δεν άκουγα την φίλη μου μου δημιουργούσε άγχος.
Το άγχος, ωστόσο, είναι μία έντονη ψυχική κατάσταση που έλκει τους Σέφο που τρέφονται από αυτό και το διασκεδάζουν περισσότερο. Προσπαθώντας να προχωρήσω μέσα στα σκοτάδια σε άγνωστη κατεύθυνση, έπεσα επάνω σε ένα κρεμασμένο κρανίο, γεγονός που πυροδότησε την αρρωστημένη μου φαντασία, οδηγώντας με να βλέπω παντού γύρω μου πτώματα, αίματα ή νεκροζώντανους να περπατούν νωχελικά προς το μέρος μου.
«Βοήθεια!» φώναξα και πισωπατώντας, έπεσα επάνω σε κάτι που μου φάνηκε σαν άνθρωπος πεσμένος στο έδαφος.
Ο πανικός είχε κάνει σε τέτοιο σημείο κατάληψη στην ψυχή μου, που κόλλησα το πρόσωπό μου στο πρώτο δέντρο που συνάντησα, αρνούμενη να γυρίσω και να κοιτάξω το πεσμένο σώμα, όταν το άκουσα να αναδεύεται. Τότε μόνο έστρεψα αργά το βλέμμα μου προς το σημείο εκείνο για να δω την Κρίστι βουτηγμένη στα αίματα.
«Θεέ μου» αναφώνησα και ευθύς έτρεξα προς το μέρος της να την σηκώσω. «Τι συνέβη; Τι έπαθες;» τη ρώτησα και εκείνη φτύνοντας αίμα, μου ψιθύρισε:
«Αυτοτραυματίστηκα. Νόμιζα πως χτυπούσα εκείνους, αλλά τελικά χτυπούσα εμένα και πάλι καλά που το συνειδητοποίησα εγκαίρως, αλλιώς θα ήμουν νεκρή τώρα. Ωστόσο, Κένταλ, φοβάμαι. Πήραν τον Άλαν κάποιοι, δεν πρόλαβα να τους δω. Τον έσυραν κυριολεκτικά και χάθηκε στα σκοτάδια. Άκουσα τις κραυγές του. Το ξέρεις πως δεν θα επιστρέψουμε ζωντανοί, έτσι δεν είναι; Θα πεθάνουμε σε αυτό το φρικτό μέρος με τις παραισθήσεις να οργιάζουν γύρω μας» τραύλισε και εγώ την αγκάλιασα, μόνο για να δω πως μας είχαν περικυκλώσει χιλιάδες Σέφο και Απρόσωποι κραδαίνοντας όπλα που έμοιαζαν με το διπλό σφυρί του Χάρου.
Τη στιγμή εκείνη ωστόσο, και λίγο πριν ο κλοιός σφίξει γύρω μας, ένιωσα έναν δυνατό άνεμο να σηκώνεται και το έδαφος να παγώνει. Μέσα στη σιγαλιά, βήματα βαριά ακούγονταν θαρρείς από το υπερπέραν. Είδα τα βρωμερά πλάσματα που βρίσκονταν γύρω μας να μαζεύονται και να καμπουριάζουν από το φόβο τους, αφήνοντας σιγανές κραυγές μονάχα, σαν να εκλιπαρούσαν για έλεος. Μέσα από τα γυμνά δέντρα σαν τον βασιλιά των ανέμων εμφανίστηκε μία γιγντόσωμη μορφή, μάλλον ενός άντρα ανατριχιαστικού και συνάμα εντυπωσιακού. Φορούσε ένα λεπτό μαύρο ύφασμα που έντυνε το κορμί του από τη μέση και κάτω. Το υπέροχο σμιλευμένο του σώμα νόμιζες πως αιωρούταν, πως πετούσε. Στο κεφάλι του φορούσε ένα σιδερένιο στέμμα απλό, που όμως στα δικά μου μάτια συμβόλιζε τη φυλακή. Στα χέρια του, τα οποία λες και μαύριζαν από ένα σημείο και μετά, βαστούσε μία ράβδο. Τα μάτια του είχαν το χρώμα του πάγου, μα και την ψυχρότητά του. Δεν έκρυβαν ίχνος συναισθήματος.
Σιωπηλός και με μία κίνηση διέταξε τους Σέφο να εξαφανιστούν και εκείνοι υποχώρησαν δίχως δεύτερη σκέψη. Τότε οι ματιές μας αντάμωσαν και η καρδιά μου σταμάτησε. Το συναίσθημα που ένιωσα ήταν πρωτόγνωρο, τρομακτικό. Ένιωσα γυμνή. Ένιωσα πως με απογύμνωνε από κάθε ανάμνηση, από κάθε σκέψη, το βλέμμα του κοφτερό και αμείλικτο. Ο ίδιος δεν μίλησε καθόλου, μονάχα μας έκανε σήμα να τον ακολουθήσουμε πιο βαθιά μέσα στα σκοτάδια, μέσα στην άβυσσο. Κοίταξα πίσω μου αναζητώντας έστω και μία αδύναμη ηλιαχτίδα που να μου δώσει ελπίδα. Τίποτε όμως δεν υπήρχε, πέραν του μολυβένιου, μουντού ουρανού.
Ένιωθε την καρδιά του ολοένα και πιο αδύναμη, ωστόσο ο Σκορπιός ήθελε να πεθάνει ηρωικά. Δεν θα επέτρεπε στον βάλτο να ρουφήξει λαίμαργα το κορμί του. Όχι. Απόψε θα τα κατάφερνε γιατί έπρεπε, έπρεπε να προστατέψει την Κένταλ. Απόδιωξε ωστόσο τη σκέψη της και πάλεψε με τις τελευταίες του δυνάμεις να δημιουργήσει έναν ρούνο. Εκείνον της ξηρασίας. Το σκέφτηκε, έφερε το σύμβολο στο μυαλό του και με το ένα του χέρι έσπασε ένα κλαρί, αρκετά μακρύ ώστε να φθάνει μέχρι την όχθη και τρέμοντας ξεκίνησε να ζωγραφίζει τον ρούνο ευχόμενος να έπιανε το κόλπο του.
Πράγματι, δευτερόλεπτα αργότερα, το σύμβολο έλαμψε και κατόπιν εξαφανίστηκε δίνοντας τη θέση του στην άμμο και ρουφώντας μονομιάς όλο το βρωμόνερο του βάλτου. Ο Σκορπιός ασθμαίνοντας έμεινε να κείτεται ανάσκελα για λίγο. Αισθανόταν εξαντλημένος και παρά το γεγονός πως είχε ξεφορτωθεί τον βάλτο, είχε στην πλάτη του εκείνη την κατάρα που του έσκιζε το στήθος σαν άγριο θηρίο. Τα μάτια του τα ένιωθε ξηρά και άυπνα, ενώ ο ίδιος είχε να φάει στα σίγουρα ένα διήμερο. Παίρνοντας όμως μία βαθιά εισπνοή, σηκώθηκε με κόπο και κοίταξε τον ζοφερό ορίζοντα. Αν έκρινε από τον ουρανό, τότε βρισκόταν σχετικά κοντά, καθώς στα δεξιά του διέκρινε τα χαλάσματα της Ένταρταουν και ευθεία στο βάθος της αχνοφαίνονταν τα απόκοσμα δάση της φρικτής Περιφέρειας. Έσφιξε τις γροθιές του με μανία. Απόψε θα ήταν ή όλα ή τίποτα.
Ακολουθούσα την επιβλητική, αέρινη φιγούρα ανάμεσα από τα γυμνά δέντρα. Η Κριστιέλα φοβόταν ακόμη και να αναπνεύσει, ενώ η μυρωδιά της νεκρής σάρκας πλανιόταν στον αέρα. Καθώς βαδίζαμε, πρόσεξα στα δεξιά μου έναν μεγάλο, μισοσπασμένο τάφο. Για λίγο λοξοδρόμησα, για να διαβάσω την μαρμάρινη επιγραφή και εκεί πάγωσα. Το όνομα Κέναρντ Γκρερ φιγουράριζε στην πλάκα του τάφου. Κάπου εκεί σκέφτηκα τον Τόμας. Εκείνος ήταν ο αληθινός Κέναρντ, αυτός ήταν απλώς μία φρικτή απομίμηση, ένα τερατώδες κακέκτυπο. Για δευτερόλεπτα αφαιρέθηκα και είδα τον Θάνατο να κοντοστέκεται, πάντοτε σιωπηλός και παγερός. Με ένα του βλέμμα και μόνο με έκανε να συνεχίσω να τον ακολουθώ αναντήρητα, ώσπου φθάσαμε σε ένα κτίσμα σαν μαυσωλείο. Ακριβώς μπροστά του υπήρχε μία εστία και ο Θάνατος φθάνοντας ακριβώς απέναντί της άναψε μία φωτιά.
Κατόπιν, πατώντας γερά στη γη, με πλησίασε, ενώ η Άρπια δίπλα μου ήταν έτοιμη να λιποθυμήσει.
«Πλησίασε, Κένταλ Κας» ακούστηκε η φωνή του περισσότερο σαν απόκοσμος ψίθυρος. Φυσικά δεν τόλμησα να τον ρωτήσω από πού ήξερε την ταυτότητά μου. Έκανα δύο βήματα πιο κοντά «Δεν ήρθες σήμερα τυχαία εδώ και αυτό είναι εμφανές. Λοιπόν, είμαι έτοιμος να σε ακούσω» πρόφερε και δίχως να μπορώ να κρατηθώ, τον ρώτησα:
«Πώς σε λένε;» ήταν μία ανθρώπινη ερώτηση απέναντι σε ένα τόσο μυστηριώδες πλάσμα, του οποίου όμως την θλιβερή ιστορία τύχαινε να γνωρίζω. Τον είδα να με κοιτάζει μέσα στα μάτια και για δευτερόλεπτα, μου φάνηκε πως το γαλάζιο του πάγου διέτρεξε κάποιο συναίσθημα.
«Κάποτε είχα πράγματι ένα όνομα. Μα τώρα πια δεν έχει σημασία. Ευχαριστώ που με ρώτησες, αν και δεν το περίμενα. Βλέπεις, όλοι εδώ έρχονται αποκλειστικά για να ζητήσουν. Φυσικά, όσοι ζητούν περιττά πράγματα, καταλήγουν να κάνουν παρέα στα πτώματα που κρέμονται, όμως εσύ έχεις μέσα σου ανθρωπιά και πόνο πολύ. Γνωρίζω τι λένε όμως κάπου μέσα μου, νιώθω ακόμη την ανάγκη να εμφανιστεί κάποιος και να ρωτήσει για εμένα. Θα ήθελες να μου πεις τον λόγο της επίσκεψής σου;» ρώτησε λίγο πιο μαλακά αυτή τη φορά, δίχως να εγκαταλείπει το ψυχρό του βλέμμα.
«Π-πού είναι ο Άλαν;» τόλμησα να ρωτήσω.
«Σου ζήτησα να μου πεις τον λόγο που βρίσκεσαι εδώ» άκουσα ξανά την ψυχρή του φωνή και ήξερα πως έπρεπε να μαζέψω το κουράγιο μου και να ξεστομίσω επιτέλους τον λόγο. Αλλά δεν πρόλαβα.
«Εγώ είμαι ο λόγος που ήρθε» άκουσα τη γνωστή, παγερή φωνή του Σκορπιού, μονάχα που ήταν και η μόνη του κουβέντα, προτού σωριαστεί στο έδαφος βαστώντας το στήθος του. Το πρόσωπο και το σώμα του γεμάτο αμυχές και ξεραμένο αίμα.
«Σκορπιός Γκρερ. Ένα γενναίο αγόρι. Κανένας δεν κατόρθωσε να διασχίσει την Περιφέρεια μονάχος του, κανένας εκτός από έναν» μουρμούρισε ο Θάνατος ψυχρά και έστρεψε το βλέμμα του, εκείνο το κενό του πάγου, επάνω μου.
«Έχω έρθει για να σου ζητήσω να σπάσεις την κατάρα του Σκορπιού» ακούστηκε η φωνή μου, σταθερή και σίγουρη. Έτσι με είχε συμβουλέψει ο Τόμας να κάνω. Να σταθώ μπροστά του και να το ζητήσω με θάρρος.
«Είσαι σίγουρη πως το θέλεις;» ήρθε η ερώτηση, πιο πολύ για να σπάσει το ηθικό μου.
«Ναι. Θα έδινα και τη ζωή μου ευχαρίστως, για να δω τον Σκορπιό να χαμογελά δίχως να πονά άλλο πια. Θα την έδινα εδώ και τώρα» του τόνισα την κάθε λέξη.
«Πράγματι, θα το έκανες, μα δεν χρειάζεται. Γκρερ, σήκω επάνω και πλησίασε στην εστία» διέταξε τον Σκορπιό και εκείνος με κόπο ξεκίνησε να βαδίζει.
«Έχεις περάσει μία ζωή πόνου. Μία ζωή που σε κράτησε μακριά από τους ανθρώπους. Μπορώ να σε καταλάβω. Γιατί έχω περάσει και εγώ μία ζωή στη μοναξιά. Ωστόσο, υπάρχει ένα τίμημα, το τίμημα της αλήθειας και η αλήθεια μερικές φορές είναι σκληρή και αμείλικτη. Η εστία θα σου δείξει το πρόσωπο που σου έβαλε την Ανάμοραν» είπε ο Θάνατος και ένιωσα το αίμα μου να αδειάζει. Όχι, αυτό δεν γινόταν να συμβεί.
«Είναι απαραίτητο;» ρώτησα έτοιμη να κλάψω, μα ο Θάνατος με κάρφωσε έτοιμος να με σκοτώσει με ένα και μόνο βλέμμα, όταν είδα τον Σκορπιό να κοιτάζει την εστία αποφασισμένος.
«Ας είναι λοιπόν. Είμαι έτοιμος να αντιμετωπίσω την αλήθεια κατάματα, αρκεί αυτό να μου χαρίσει την ελευθερία» απάντησε και ο Θάνατος ένευσε.
Πήρε στα χέρια του τη ράβδο και την έβαλε στην άκρη της εστίας. Κατόπιν φύσηξε τον καπνό και ξεκίνησε να μουρμουρίζει λόγια που μετατράπηκαν σε ψίθυρους σκοτεινούς. Είδα τον Σκορπιό να γονατίζει στη γη ουρλιάζοντας, ενώ η Κρίστι με είχε αγκαλιάσει σφιχτά κλαίγοντας γοερά. Το σώμα του νεαρού συνέχισε να χτυπιέται, θαρρείς και το είχε καταλάβει μία ξένη ύπαρξη. Λίγο πριν το τέλος, είδα μία μαύρη σκιά να βγαίνει μέσα από το σώμα του. Μία σκιά που πέταξε προς την εστία και βούτηξε στη φλόγα της. Τότε, μέσα από την μορφή του πυρός, φάνηκε ολοκάθαρα το πρόσωπο του Άινταν, μέχρι που δευτερόλεπτα μετά χάθηκε και αυτό.
Η ανάσα μου είχε κοπεί κυριολεκτικά, ο Θάνατος συνέχισε να στέκεται αγέρωχος και ο Σκορπιός πεσμένος στο έδαφος κοιτούσε μαρμαρωμένος το πρόσωπο του αδερφού του. Του αδερφού που πίστευε πως είχε. Η φιγούρα του Θανάτου ξεκίνησε να ξεθωριάζει μπροστά μας, μέχρι που χάθηκε. Είχε εκπληρώσει την επιθυμία μου και ο ρόλος του είχε λάβει τέλος. Τότε άκουσα τον Σκορπιό να λέει με πικρία:
«Αναθεματισμένο καθίκι!» μούγκρισε, μα ο θυμός ή ο ψυχικός πόνος είχαν πάψει να του προκαλούν κακό και αυτό τον ξάφνιασε. Συνάμα με την οργή του είχε να αντιμετωπίσει και μία κατάσταση πρωτόγνωρη. Αυτή της ελευθερίας.
«Σκορπιέ;» τον φώναξε η Κριστιέλα αβέβαια και για πρώτη φορά τον είδα να χαμογελά αβίαστα, αφήνοντας για λίγο στην άκρη την υπόθεση του Άινταν...
«Γειά σου, πρασινομούρα» της είπε πειρακτικά για να την αγκαλιάσει παιχνιδιάρικα λίγο πριν στραφεί σε εμένα.
«Κένταλ μου...» μου είπε, μα ένα ξόρκι διέσχισε τον ουρανό και πέντε φιγούρες μαύρες και αέρινες εμφανίστηκαν γύρω από την εστία. Η μεσαία βαστούσε στο χέρι της ένα βιβλίο. Ένα απόκοσμο βιβλίο. Η έκτη που ερχόταν από τα βάθη των γυμνών δασών έσερνε ένα σώμα. Ένα οικείο σώμα.
«Άλαν!» ούρλιαξα, μα οι άλλες πέντε φιγούρες γέλασαν ειρωνικά και ξεκίνησαν να αποκαλύπτουν τα πρόσωπά τους. Μου ήταν όλοι γνωστοί εκτός από έναν. Ήταν η Άσα, ο Νόαμ, ο Χάζελ και ο Άινταν που κρατούσε τον Άλαν συνοδευόμενοι από ακόμη έναν άγνωστο Σάμχαϊν. Τελικά αυτοί οι προδότες, είχαν ταχθεί με το μέρος του εχθρού. Τότε είδα τα μάτια του Σκορπιού να μαυρίζουν και να γίνονται κάρβουνα.
«Εσύ, άθλιε» του είπε κοφτά «που θέλεις να αποκαλείσαι αδερφός μου, πώς μπόρεσες να μου το κάνεις αυτό, ε; Πώς μπόρεσες να καταραστείς ένα βρέφος;» του ούρλιαξε και άξαφνα, είδα τον Άινταν να τα χάνει.
«Εσύ του το είπες, Λευκή;» μου γρύλισε ξαφνιασμένος και χαμένος στον πανικό, μα ο Σκορπιός μίλησε ξανά.
«Μη γελιέσαι. Η Κένταλ δεν είναι σαν εσένα. Η ίδια η κατάρα μου αποκάλυψε το πρόσωπό σου, λίγο πριν εγκαταλείψει το σώμα μου. Σε μισώ, Άινταν, από τα βαθη της ψυχής μου και ορκίζομαι, θα μου το πληρώσεις πολύ ακριβά αυτό» πρόφερε ο Σκορπιός, κάθε του λέξη κοφτερή σαν μαχαίρι, ποτισμένη με πόνο, μίσος και πικρία.
Ο Άινταν με τα μάτια κατεβασμένα στη γη ψιθύρισε απλώς ένα συγγνώμη, μα αυτό δεν άγγιξε τον Σκορπιό ούτε στο ελάχιστο. Λάμψεις ξεπήδησαν από τα δάχτυλά του, μα ο Άινταν δεν μπήκε στον κόπο να αμυνθεί και η μία τον βρήκε στο στήθος.
«Σταμάτα, Σκορπιέ!»του φώναξα.
«Μην ανακατεύεσαι. Αυτό αφορά εμένα και το καθίκι τον αδερφό μου» απάντησε όταν είδα τον Άλαν να συνέρχεται και την Κριστιέλα να τρέχει.
Η Άσα πάλεψε να τους καταραστεί, αλλά ο ρούνος του Σκορπιού ήταν γρηγορότερος.
«Άσε τον Άλαν ήσυχο τώρα, αλλιώς ορκίζομαι θα σου κόψω τον λαιμό και ξέρεις πολύ καλά πως μπορώ» γρύλισε ο Σκορπιός και ο Άινταν έκανε νόημα στην Άσα να σταματήσει.
Ο Σκορπιός, διαλυμένος ψυχολογικά, συνέχισε να κοιτάζει με οργή τον αδερφό του. Από τα μάτια του κυλούσαν δάκρυα λυτρωτικά, δάκρυα καταπιεσμένα για χρόνια ατελείωτα, όπως και κάθε είδος συναισθήματος.
«Τελικά καλά έκανε η μητέρα μας και σε παράτησε. Είχε δει μάλλον το καθίκι που θα γινόσουν ή που ήσουν. Με καταδίκασες σε μία ζωή πόνου και απομόνωσης. Ήμουν μωρό που να σε πάρει. Πώς τολμούσες και με κοιτούσες στα μάτια μετά από όλα αυτά; Παρίστανες δήθεν τον αγαπησιάρη αδερφό και με άφησες να πιστέψω πως είχα βρει μία οικογένεια, ένα στήριγμα. Ωστόσο, είσαι ένας προδότης και θα σε μισώ μέχρι να σε σκοτώσω. Εύχομαι να πεθάνεις μονάχος σου, χωρίς φίλους, χωρίς στήριγμα, χωρίς κανέναν. Αυτή είναι η δική μου ευχή και κατάρα. Γιατί όλα τα όμορφα τα διαλύεις, όπως διέλυσες και εμένα. Δεν σου αξίζει η ευτυχία» συνέχισε ο Σκορπιός την επίθεση για να δω τον Άινταν να βουρκώνει και εμένα να παλεύω να σταματήσω τον χείμαρρο παραπόνου, απειλών και απίστευτα βαριών λέξεων που εκτοξεύονταν από το στόμα ενός Σκορπιού που αδυνατούσε να ελέγξει τα συναισθήματά του.
Με πολύ κόπο, του γύρισε την πλάτη και κατευθύνθηκε στον Άλαν. Δίνοντάς του το χέρι, τον βοήθησε να σηκωθεί και στράφηκε για τελευταία φορά στους Σάμχαϊν και μάγους που στέκονταν πίσω του.
«Εγώ διάλεξα την πλευρά μου και εσύ θα με βρεις απέναντί σου. Δεν σε φοβάμαι, έχω σχεδόν την ίδια δύναμη με εσένα και τον πολυαγαπημένο μας παππού. Μην με ενοχλήσεις ποτέ ξανά, εμείς οι δύο σαν αδέρφια τελειώσαμε για πάντα» ήταν οι τελευταίες του κουβέντες και μας έκανε νόημα να τον ακολουθήσουμε. «Έχετε το νου σας στις ψευδαισθήσεις. Εγώ έπεσα στην παγίδα. Πίστεψα πως είχα αδερφό» μας είπε και οι τέσσερίς μας πήραμε τον δρόμο της επιστροφής, σκυφτοί και αμίλητοι.
Ο Άινταν έμεινε γονυπετής δίπλα στην εστία που είχε πλέον σβήσει. Mε τα δύο του χέρια βαστούσε το κεφάλι του αδυνατώντας να πιστέψει αυτό που είχε μόλις συμβεί. Η Άσα προσπάθησε να τον πλησιάσει και να ακουμπήσει το χέρι της στον ώμο του για παρηγοριά. Εκείνος, ωστόσο, τραβήχτηκε πίσω σαν να τον είχε κάψει πυρακτωμένο σίδερο. Ξαφνικά συνειδητοποίησε πως είχε μείνει ολομόναχος. Ο Μπένταγκ, ο μοναδικός άξιος να αποκαλείται πατέρας του, είχε φύγει από την ζωή εξαιτίας του χτυπήματος που δέχτηκε και το οποίο επίσπευσε τον θάνατό του. Ο αδερφός του πάλι είχε μόλις ανακαλύψει την τερατώδη του φύση και δικαίως του είχε γυρίσει την πλάτη. Πεσμένος σχεδόν στο έδαφος, ένιωσε να τον πλησιάζει η κρίση πανικού. Να σφίγγει γύρω από τον λαιμό του μία αόρατη μέγγενη. Τότε, σχεδόν θολωμένος εξαπέλυσε ένα ξόρκι σκοτώνοντας ακαριαία έναν από τους παρευρισκόμενους.
Οι υπόλοιποι και μέσα σε αυτούς οι δύο γκρίζοι μαθητές της Επινουά, απλώς έσκυψαν το κεφάλι υποτακτικά και ο Άινταν, με τα χαρακτηριστικά του τραβηγμένα, αλλοιωμένα και σκληρά πήρε το Ντούμγκαρντ στα χέρια του. Το καταραμένο εγχειρίδιο,ο οποίο ήταν γραμμένο με αίμα και από τα ίδια τα χέρια του Κέναρντ όσο φυλασσόταν στον τάφο του. Θα τον έφερνε πίσω. Θα έφερνε πίσω το μοναδικό μέλος της διαλυμένης του οικογένειας, δίχως να υπολόγιζει ωστόσο το ζοφερό μέλλον που διαγραφόταν μετά από μία τέτοια κίνηση. Πλέον, το τιμόνι της λογικής είχε πιάσει η απελπισία, η απόγνωση και η οργή που κόχλαζε. Ο κόσμος θα το πλήρωνε ακριβά. Θα πλήρωνε για τον θάνατο του Ντουένον, για όλα.
Η αφαίμαξη του νεκρού σώματος ξεκίνησε με ξόρκι φτιαγμένο από τους πιο σκοτεινούς ρούνους. Ο ουρανός σκοτείνιασε περισσότερο και χοντρές ψιχάλες βροχής ξεκίνησαν να πέφτουν. Οι Σέφο σέρνονταν αναστατωμένοι και το πτώμα μπροστά τους άδειαζε σαν να ήταν γεμάτο με αέρα, μέχρι που πήρε την μορφή μίας γιγάντιας σταφίδας. Το αίμα στοιβαζόταν παραμένοντας μετέωρο και ο Άινταν συνέχισε να διαβάζει τους στίχους του βιβλίου, σχηματίζοντας παράλληλα ένα άστρο και μπαίνοντας στη μέση, ενώ στα χέρια του κρατούσε το πετράδι των δράκων.
Σαν απόκοσμη, φριχτή πομπή, οι υπόλοιποι και η Άσα όδευσαν προς τον τάφο του Κέναρντ. Κατόπιν τον περικύκλωσαν και το αίμα πότισε την ταφόπλακα κάνοντας το σύμβολο του άστρου που υπήρχε χαραγμένο επάνω να στριφογυρίσει. Τότε, ο Άινταν εμφάνισε ένα φιαλίδιο με το αίμα του Άλαν, του Λευκού μάγου. Το τοποθέτησε σε μία μικρή εσοχή και περίμενε σχεδόν με κομμένη την ανάσα. Η κακοκαιρία και οι άνεμοι δυνάμωναν ώρα με την ώρα, όταν άξαφνα άκουσαν χτύπους μέσα από τον τάφο. Για την ακρίβεια ήταν οι χτύποι μίας καρδιάς, μίας σάπιας καρδιάς. Ρωγμές ξεκίνησαν να οργώνουν το θαμπό μάρμαρο και ανάσες βαριές ακούγονταν, προερχόμενες από την ταφική άβυσσο. Δευτερόλεπτα αργότερα, η πλάκα υποχώρησε, έπεσε στο λασπωμένο έδαφος και έγινε κομμάτια. Ένα σχεδόν άσαρκο χέρι, με νύχια γαμψά και βρώμικα ξεπετάχτηκε από τα σκοτάδια.
Η έντονη οσμή της σαπίλας ήταν ανατριχιαστική, σχεδόν ανυπόφορη. Ένα δεύτερο άσαρκο χέρι αρπάχτηκε από την άκρη του τάφου δίνοντας ώθηση σε ένα ψηλόλιγνο σώμα, πληγιασμένο και ντυμένο με κουρέλια μαύρα να σηκωθεί. Το πρόσωπό του πάλευε να μοιάσει με ανθρώπινο, ωστόσο το στόλιζε μία μακριά γενειάδα κρύβοντας μερικώς την απόκοσμη όψη του. Τεντώθηκε προσεκτικά, σαν να πάλευε να φέρει τα οστά του στη θέση τους, ενώ τα μάτια του έμοιαζαν με δύο γούβες οι οποίες όμως μέσα τους έκρυβαν δύο κυανούς σβώλους. Απότομα γύρισε το κεφάλι του και καρφώνοντας τον Άινταν ξεκίνησε να οσφραίνεται τον αέρα.
«Πόσα χρόνια άραγε, περίμενα υπομονετικά τη στιγμή που θα εγκατέλειπα την προσωρινή μου φυλακή; Και εσύ αγαπημένε μου εγγονέ, ήρθες. Ήρθες να βοηθήσεις τον παππού σου, την οικογένειά σου, τις ρίζες των Γκρερ. Χρόνια απλώς σου μιλούσα, σαν φάντασμα, σαν απόηχος, μα τώρα μπορώ επιτέλους και σε αντικρύζω από κοντά. Είμαι περήφανος για εσένα» σχεδόν σύρριξε σαν το φίδι, ωστόσο ο Άινταν τον κοιτούσε απεγνωσμένα σαν να βρισκόταν υπό την επήρεια ναρκωτικών. «Σταθείτε!» τους διέταξε ο Κέναρντ, καθώς στεκόταν μπροτά τους βαστώντας τη ράβδο του. Αρχικά, έριξε ένα ομολογουμένως υποτιμητικό βλέμμα στους δύο νεαρούς της Ασημένιας Πένας, καθώς δεν ήταν Σάμχαϊν και ο Νόαμ από τον φόβο του αισθανόταν ένα βήμα πριν να αδειάσει όλο το περιεχόμενο του στομαχιού του. Είχα φανταστεί πολλές φορές αυτήν τη στιγμή, ωστόσο η πραγματικότητα ξεπερνούσε κάθε νοσηρή φαντασία.
«Υπάρχουν Λευκοί εδώ. Τους νιώθω. Υπάρχει η καταραμένη αυτή γενιά του Όσβαλντ!» ούρλιαξε με μανία και υψώνοντας τη ράβδο, κάλεσε το πυρ το οποίο το κατηύθυνε προς την μεριά των παιδιών, που πάλευαν να βγουν από την Περιφέρεια.
Οι κραυγές του Γκρερ, οι σατανικές, έσκιζαν τω σωθικά μου. Μου ήταν αδύνατο να πιστέψω πως ο εφιάλτης των παιδικών και εφηβικών μου χρόνων αποκτούσε σάρκα και οστά. Φοβόμουν, φοβόμουν πολύ και άξαφνα είδα ένα πύρινο ρεύμα να έρχεται επάνω μας. Σε κλάσματα ο Σκορπιός τινάχτηκε μπροστά σχηματίζοντας έναν ρούνο προστασίας απορροφώντας το αμέσως.
«Είναι ο Κέναρντ» μας είπε και ξεκινήσαμε να τρέχουμε, παρατηρώντας σκιές και μορφές να κινούνται ανάμεσα στα γυμνά δέντρα. Ήταν Σάμχαϊν και ήταν πολλοί. Στο βάθος διέκρινα την πύλη που σηματοδοτούσε την έξοδο, ωστόσο προτού προλάβουμε να φθάσουμε, μία ψηλόλιγνη απόκοσμη φιγούρα με τον σκισμένο της μαύρο μανδύα να ανεμίζει εμφανίστηκε μπροστά μας και δίπλα της, η γνωστή μορφή του Άινταν, σιωπηλή και σκληρή.
«Σκορπιέ μου, πόσο χαίρομαι που σε γνωρίζω. Ακόμη ένας απόγονος της γενιάς των Γκρερ» σύρριξε κοιτάζοντάς τον μέσα στα μάτια και συνέχισε « Έλα μαζί μας. Είσαι ένας Σάμχαϊν, ένα Γκρερ» ξεκίνησε ο Κέναρντ, ωστόσο, τα μάτια τα κυανά του Σκορπιού, τα κατάπιε η άβυσσος.
«Δεν είμαι ένας Σάμχαϊν, είμαι ένας μάγος. Εξαιτίας σου οι εβένινοι θεωρούνται όλοι τους κόκκινο πανί για τον κόσμο. Ωστόσο, εγώ εκεί θέλω να ανήκω, στον κόσμο και στους φίλους μου. Εσύ είσαι ένας εγληματίας και το ίδιο ισχύει και γι' αυτόν που στέκεται δίπλα σου. Ελάτε, λοιπόν, είμαι έτοιμος πια να σας αντιμετωπίσω. Η κατάρα έσπασε και τώρα θα πάρετε μία γεύση από αυτό που πραγματικά είμαι ικανός να κάνω» τους είπε και ειλικρινά με είχε συγκινήσει η γενναιότητά του.
Κοιτούσε στα μάτια αυτό το κτήνος, το σάπιο, χωρίς ίχνος φόβου. Ο Κέναρντ στένεψε τα μάτια του και χτύπησε τη ράβδο του στο έδαφος, δημιουργώντας δύο φίδια, ενώ ο Σκορπιός, από την άλλη, έβγαλε μέσα από τη γη ένα κοφτερό ακόντιο και εκτοξεύοντάς το, εκείνο διαπέρασε το ένα φίδι σκοτώνοντάς το ακαριαία. Τότε ο Κέναρντ εξαπέλυσε ενέργεια εναντίον του και ο Σκορπιός πάλεψε να φτιάξει ασπίδα, δίχως αποτέλεσμα. Η ενέργεια τον χτύπησε και εκείνος βρέθηκε στο έδαφος, ενώ μία δεύτερη ξεπήδησε από την κορυφή της ράβδου με στόχο εμένα.
«Με λυπεί ιδιαίτερα αυτό που κάνω εγγονέ μου. Με αναγκάζεις να στραφώ ενάντια στο ίδιο μου το αίμα, τη στιγμή που εσύ στέκεσαι δίπλα σε μία Λευκή» γρύλισε ο Κέναρντ.
Τότε, ένας δυνατός αέρας σηκώθηκε, σαν θύελλα που τράβηξε στο εσωτερικό της την ενέργεια. Είδα τον Κέναρντ να πισωπατά ξαφνιασμένος, όταν η ενέργεια ξεκίνησε να παίρνει μορφή και μπροστά μου στάθηκε ο Σιμεόν.
Για λίγο, ο Κέναρντ έμεινε να τον κοιτάζει σιωπηλός.
«Αδερφέ μου, πόσα χρόνια πέρασαν από την τελευταία μας συνάντηση. Ήρθες να με δεις; Επιτέλους, όλη η χαρούμενη οικογένεια μαζεμένη» ακούστηκε η ειρωνική φωνή του ζοφερού μάγου και είδα τον Σιμεόν να παλεύει με τους ίδιους του τους δαίμονες, με τις αναμνήσεις του, καλές και κακές. Τον ένιωθα έτοιμο να ουρλιάξει ή να κλάψει και η καρδιά μου ράγιζε σε πολλά κομμάτια γι’ αυτόν τον αγαπημένο μου άνθρωπο.
Δίπλα του, εμφανίστηκε ο Κρίστοφερ και παραδίπλα ο Τρόυ που κοίταξε πλαγίως εμένα και τον Άλαν.
«Αυτό με τις προβολές δεν έπιασε. Όχι σε εμένα τουλάχιστον» πρόφερε απειλητικά, όταν τον είδα να καρφώνει τον Άινταν.
Οι δύο νέοι κοιτάχτηκαν, μα το βλέμμα του Άινταν παρέμεινε σκοτεινό.
«Τελικά, είσαι ένας προδότης Γουντς. Επέλεξες ξεκάθαρα την μεριά του Σιμεόν, του άλλου προδότη. Εκείνου που μου γύρισε την πλάτη, τόσο εμένα όσο και του αδερφού του» μούγκρισε ο Άινταν.
«Ειλικρινά δεν ξέρω τι είδους πλύση εγκεφάλου έχεις υποστεί. Ωστόσο, εγώ δεν ήρθα εδώ για να σε πολεμήσω» του απάντησε για να ακούσει τον Άινταν να ψιθυρίσει ένα “Θα αναγκαστείς”.
Αυτό που ακολούθησε ήταν μία βροχή από ξόρκια, τα οποία έπεφταν από παντού, ενώ ο Σκορπιός μέσα στην αναταραχή φώναξε του Σιμεόν πως θα μας έβγαζε εκείνος έξω. Εξάλλου ήταν Ότουρθ και η μορφή του ευρωπαϊκού δράκου αντικατέστησε την ανθρώπινη με τους τρεις μας να πηδάμε επάνω στη ράχη του και εκείνον να παλεύει να πετάξει σε έναν ουρανό που είχε κατακλυστεί από ρούνους και ξόρκια, ενώ ένα τον χτύπησε άσχημα στο πόδι. Ο δράκος όμως πήρε ύψος αμέσως και πέταξε πάνω από τα σύννεφα. Σε έναν άλλον κόσμο, ήσυχο και ειρηνικό. Μολαταύτα, όλα τώρα ξεκινούσαν, το γνώριζα, το ένιωθα και έπρεπε να είμαστε δυνατοί.
Καθώς πετούσαμε και ο άνεμος φιλούσε το πρόσωπό μου, για λίγο προσπάθησα να βγάλω από το μυαλό μου τα φρικτά γεγονότα που είχα ζήσει εκεί πίσω. Ο Άλαν είχε μελανιάσει σχεδόν, ενώ μία τεράστια ουλή στον λαιμό του, μαρτυρούσε τα βασανιστήριά του. Από κάτω μας φάνηκαν τα φώτα της Βέρνια και εγώ έδωσα οδηγίες στον Σκορπιό προκειμένου να βρει το σπίτι του Σιμεόν. Το σπίτι όπου ζούσα για χρόνια μαζί με την Κριστιέλα και τον αδερφό μου.
Ενώ προσγειωνόμασταν, είδα το εξωτερικό φωτάκι να λάμπει, σημάδι πως κάποιος ήταν ήδη μέσα. Ο Σκορπιός λίγο πριν πατήσει το πόδι του στο έδαφος πήρε ανθρώπινη μορφή. Αρχικά, τον είδα να κοιτάζει κάπως αμήχανα το σπίτι του Σιμεόν, στη συνέχεια όμως προχώρησε ανοίγοντας την αυλόπορτα, για να τον υποδεχτεί ο Μόρθιλ, το ίδιο και εμάς που ακολουθούσαμε. Φαινόταν ταλαιπωρημένος και θλιμμένος και το πρόσωπό του ωχρό. Είχε χάσει εκείνο το παιχνιδιάρικο, το παιδικό χαμόγελο.
«Τι συνέβη;»τον ρώτησα καθώς τον πλησίαζα.
«Χάσαμε τον παππού. Ο Μπένταγκ δεν ζει πια» μου είπε και είδα τον Σκορπιό να ξαφνιάζεται.
Υπέθεσα πως έκανε την ίδια σκέψη με εμένα. Υπέθεσα πως σκέφτηκε πως ο Άινταν έχασε ακόμη ένα σημαντικό πρόσωπο από τη ζωή του. Ωστόσο, καθώς προχωρούσαμε, η πόρτα άνοιξε για να μας υποδεχτεί η Εμίλια. Όταν την είδα, μου φάνηκε πως ήταν απλώς ένα όνειρο, ωστόσο η σκηνή που διαδραματιζόταν μπροστά μου ήταν απίστευτη. Είδα τον Σκορπιό να σταματά απότομα και να κοιτά την γυναίκα μπροστά του, με λατρεία και συγκίνηση. Είδα αυτά τα υπέροχα μάτια να υγραίνουν και να φωτίζονται από την προσμονή της επικείμενης αγκαλιάς. Τότε κατάλαβα πως καμία κατάσταση στη ζωή δεν είναι δεδομένη. Σε εμένα η δυνατότητα να χαμογελώ μου είχε χαριστεί, απλόχερα από την ημέρα που γεννήθηκα. Για τον Σκορπιό όμως δεν ίσχυε το ίδιο και αυτό με σόκαρε, καθώς έβλεπα τον άντρα αυτόν μπροστά μου να κλαίει και να συγκινείται, σαν ένα μωρό παιδί, να τρέχει και να αγκαλιάζει σφιχτά την Εμίλια, φωνάζοντάς της “Είμαι ελεύθερος”.
Αρχικά, η Εμίλια φάνηκε μπερδεμένη, σαν να μην καταλάβαινε τι γινόταν. Ωστόσο, μία ματιά από τον Σκορπιό ήταν αρκετή για να συνεννοηθούν δίχως λέξεις. Εκείνη πήρε το πρόσωπό του και το έκλεισε στα χέρια της χαϊδεύοντάς τον και φιλώντας τον.
«Αγοράκι μου όμορφο...» την άκουσα να λέει, όταν είδα τον Σκορπιό να βγάζει από την τσέπη του εκείνο το πάνινο τόπι, που κάποτε πριν από πολλά χρόνια του είχε αγοράσει από την Βέρνια.
«Σήμερα, μπορώ επιτέλους να σε κοιτάζω στα μάτια και να σου λέω ευχαριστώ. Ευχαριστώ για την μητέρα που υπήρξες για εμένα. Ευχαριστώ που στάθηκες δίπλα μου, ως το καλύτερο στήριγμα που θα μπορούσα να ζητήσω. Το κυριότερο όμως είναι, πως επιτέλους μπορώ να σου πω πόσο σε αγαπώ γλυκιά μου μαμά. Γιατί για εμένα, αυτό είσαι. Δεν γνώρισα κάποια άλλη, δεν πρόλαβα. Εξάλλου, αυτός ο τίτλος σε ποιον άλλο θα μπορούσε να ταιριάζει, αν όχι σε εσένα; Εσύ με φρόντιζες, εσύ με τάιζες, εσύ έριχνες τον πυρετό μου, μου τραγουδούσες και με νανούριζες. Μου έμαθες να είμαι ένας σωστός άντρας και ξέρω πως σε απογοήτευσα. Δεν είχα όμως άλλη επιλογή, κάποιος φρόντισε να μου την στερήσει. Σου ορκίζομαι όμως, πως ήρθε η σειρά μου να σε στηρίξω και να σταθώ δίπλα σου για όσο και όποτε με χρειαστείς. Μέσα σε αυτό το πάνινο τόπι, βρίσκεται τυλιγμένη η καρδιά σου και η αγάπη σου για εμένα. Το κράτησα δίπλα μου, πάνω μου, πάντοτε, να μου θυμίζει κάτι από εσένα. Ποιο παιδί δεν θέλει να έχει κάτι από την οικογένειά του μαζί του;» τελείωσε κάνοντας εμένα και την Κρίστι να κλάψουμε και τον Άλαν να τον κοιτάξει με κατανόηση.
Του έλειπε ο πατέρας του και το ήξερα, το ένιωθα. Η Εμίλια έμεινε αγκαλιασμένη με τον Σκορπιό για λίγο ακόμη κλαίγοντας σιωπηλά.
«Ήξερα από πάντα ποιος πραγματικά είσαι. Ποια μητέρα δεν γνωρίζει το παιδί της; Είχα ακούσει εκείνα τα σιωπηλά “ευχαριστώ” και “σ’ αγαπώ” και ας μην εκφράστηκαν ποτέ με λέξεις. Τώρα όμως μπορούν. Σ’αγαπώ, Σκορπιέ» του είπε συγκινώντας τον περισσότερο και μετά ήρθε η σειρά μου.
«Έχεις γίνει μία κούκλα. Μου έλειψες»μου ψιθύρισε χαϊδεύοντας τα μαλλιά μου και έπειτα κάλεσε και την Κριστιέλα για μία ομαδική αγκαλιά.
«Τι θα γίνει με το ίδρυμα;» την ρώτησε η φίλη μου.
«Για την ώρα, δεν ξέρω τι να κάνω. Οι καιροί είναι δύσκολοι και ο Κέναρντ...»
«Ζωντανός» συμπλήρωσε ο Σκορπιός «Ζωντανός και στο πλευρό του σιχαμένου του Άινταν. Αυτός φταίει, Εμίλια, για την κατάρα, αυτός φταίει!» της φώναξε, μα ευθύς κατάλαβε πως η Εμίλια το γνώριζε ήδη. «Δεν μπορεί… Το ήξερες και τον κάλυπτες; Δηλαδή, θέλεις να μου πεις, πως τον αγαπας ακόμη και ας είναι ένα σιχαμένο φρικιό;» φώναξε ξανά και εγώ πάγωσα, παρά το γεγονός πως κάποτε, πριν από χρόνια είχα δει την Εμίλια να τον κοιτάζει σαν μαγνητισμένη. Μαγνητισμένη από την ομορφιά και το σκοτάδι του, το μυστήριο που τον τύλιγε.
«Δεν μπορώ να σου πω ψέματα, Σκορπιέ, μα τον αδερφό σου τον αγαπώ, αλλά γιατί γνωρίζω πράγματα, που ίσως εσύ να μην άκουσες ποτέ σου. Αν του έδινες την ευκαιρία...» πήγε να του πει.
«Όχι. Δεν θέλω να τον δω ποτέ ξανά. Με καταδίκασε σε μία ζωή μίζερη, Εμίλια. Να μην μπορώ να εκδηλώνω τα συναισθήματά μου, να αναγκάζομαι να συμπεριφέρομαι άσχημα, για να ξεσπώ την οργή των καταπιεσμένων συναισθημάτων μου. Ζούσα έναν εφιάλτη, ήμουν δεμένος με αλυσίδες» της απάντησε, όταν ακούσαμε την πόρτα να τρίζει και τον Σιμεόν παρέα με τους υπόλοιπους καθηγητές να μπαίνουν.
Στη θέα τους, ο Σκορπιός κατέβασε το κεφάλι και κίνησε να φύγει, όταν το χέρι του Σιμεόν τον σταμάτησε.
«Πού πηγαίνεις;» τον ρώτησε.
«Φεύγω» απάντησε κάπως αμήχανα ο Σκορπιός.
«Από πού; Από το σπίτι σου;» πρόφερε ο Σιμεόν, μόνο για να δει τον Σκορπιό να υψώνει το βλέμμα του με δυσπιστία. «Είσαι οικογένειά μου, Σκορπιέ. Σε έχω ουσιαστικά μεγαλώσει, δεν θα μπορούσα λεπτό να φανταστώ, πως θα σε άφηνα να φύγεις. Αυτό το λάθος, δεύτερη φορά δεν επαναλαμβάνεται. Μπορείς να μείνεις για όσο το θελήσεις, στον επάνω όροφο, έχει απομείνει ένα δωμάτιο κενό. Μπορείς να το πάρεις και να το διακοσμήσεις όπως επιθυμείς»
«Θα μείνει και η Εμίλια μαζί μας;» ρώτησε ο νεαρός αθώα.
«Μωρό μου, θα γυρίσω στο Βερθάλ. Τουλάχιστον μέχρι να δούμε τι θα γίνει από εδώ και πέρα» πρόφερε η κοπέλα.
«Εμείς οι πέντε θα τα πουμε όλοι μαζί στο γραφείο μου στην Επινουά» άκουσα την αυστηρή φωνή του Κρις και με τον Άλαν και την Κρίστι γνωρίζαμε πως είχαμε βρει για τα καλά τον μπελά μας.
Ενώ όλοι οι υπόλοιποι είχαν καθίσει στο σαλόνι προκειμένου να απολαύσουν ένα ζεστό κανελάτο, εγώ είδα μία μικρή χάρτινη σαϊτα να φτερουγίζει και να προσγειώνεται στην αγκαλιά μου.
«Θα με βοηθήσεις να διακοσμήσω το δωμάτιό μου;» έλεγε το γράμμα με την υπογραφή του ονόματος του Σκορπιού.
Χαμογελώντας κρυφά, απομακρύνθηκα αργά και διακριτικά από την παρέα και ανέβηκα στις μύτες τα σκαλιά, χτυπώντας ανάλαφρα τη δεύτερη πόρτα. Ευθύς με υποδέχτηκε ένα μπουμπούκι τριαντάφυλλου, ενώ μόλις το πήρα, εκείνο άνοιξε και άνθισε στην παλάμη του χεριού μου. Τα δάχτυλα του χεριού του Σκορπιού μπλέχτηκαν με τα δικά μου καλώντας με μέσα. Αργά, έκλεισε την πόρτα και για λίγο μείναμε να κοιταζόμαστε σιωπηλοί.
«Ξέρεις πόσες φορές ονειρεύτηκα αυτήν τη σκηνή; Πόσες φορές ήθελα απλώς να σε αγγίξω για να σε χαϊδέψω δίχως να πονώ; Από την πρώτη στιγμή που σε είδα στο Ντορθόριεν μου έκανες εντύπωση και προσπάθησα να σου τραβήξω την προσοχή με λάθος τρόπο. Ήθελα να έχω έναν ρόλο στη ζωή σου, έστω και αρνητικό. Άλλες πάλι φορές, με έπνιγε το παράπονο που δεν μπορούσα να σου χαμογελάσω ή να σε αγκαλιάσω όπως ο Άλαν. Ωστόσο, τα συναισθήματά μου ήταν πέρα και πάνω από τους φόβους μου. Για την ακρίβεια, δεν φοβάμαι τίποτε, εκτός από ένα πράγμα. Το να μην σε έχω. Εσύ όμως την ημέρα που με απέρριψες ήταν σαν να με σκότωνες, σαν να μου επιβεβαίωνες τους φόβους μου. Πέρασα πέντε χρόνια να παλεύω να σε μισήσω, μα όταν σε είδα ξανά στην Επινουά, κατάλαβα ευθύς πως είχα χάσει την μάχη με τον εαυτό μου. Όταν σε είδα να κρυώνεις στο κελί στη Ρωσία, η καρδιά μου σφίχτηκε. Το μόνο που ήθελα ήταν να έρθω και να κουλουριαστώ και εγώ μαζί σου, πλάι σου και να κοιμηθούμε αγκαλιά. Σε αγαπώ...» ήταν η τελευταία του κουβέντα, προτού το βήμα μου με οδηγήσει στο φιλί μας.
Ήταν όμορφο, βαθύ και αρχάριο. Ήταν σαν να παλεύαμε να βρούμε το ακριβές σημείο, όπου τα σώματά μας κούμπωναν απόλυτα και τέλεια. Τα χέρια του μπλεγμένα στα μαλλιά μου, με χάιδευαν τρυφερά.
«Μην με αφήσεις ποτέ...» του ψιθύρισα και εκείνος άφησε ένα φιλί στο μέτωπό μου.
«Δεν πρόκειται. Σε περίμενα για όλη μου τη ζωή, την οποία ευχαρίστως θα έδινα για εσένα όσες φορές και αν μου το ζητούσες» μου είπε και αγκαλιάζοντάς με σφιχτά, μου έθεσε μία ερώτηση:
«Αν αυτή τη στιγμή, είχες τη δυνατότητα να βρεθείς κάπου, πού θα ήθελες να πάς;» με ρώτησε και η πρώτη απάντηση που μου ήρθε, ήταν:
«Στη Βενετία».
«Φύγαμε τότε» ήρθε η ανταπάντηση και εγώ τον φίλησα τρυφερά.
Ιφιγένεια Μπακογιάννη