«Μεθυστική, αν και ενίοτε κάτι λιγότερο από “Γαληνοτάτη”, η Βενετία είναι χάρμα οφθαλμών, με περίτεχνα palazzi, γραφικά γεφυράκια και φιδωτά κανάλια βγαλμένα από αναγεννησιακό παραμύθι και εγώ ήμουν απλώς έτοιμη να το ζήσω. Να παγώσω για λίγο τον χρόνο και να περιπλανηθώ σε ένα μέρος διαφορετικό, όπου ο ρομαντισμός πλέκεται με τη θλίψη της βελούδινης ιταλικής νύχτας και την ιστορία αιώνων ατελείωτων».
Η απόφαση είχε παρθεί και από τους δύο. Θα μεταφερόμασταν στη Βενετία των απλών ανθρώπων και όχι των μάγων. Απόψε ήθελα απεγνωσμένα να τινάξω από επάνω μου τη μαγική μου ταυτότητα που μου θύμιζε τα όσα δεινά μας περίμεναν. Απόψε ήθελα να ζήσω σαν μία φυσιολογική κοπέλα, ανάμεσα σε άγνωστους απλούς ανθρώπους, που ήρθε με το αγόρι της για να ζήσει το όνειρο, το βελούδινο όνειρο. Η είσοδος για τον κόσμο των ανθρώπων μάς ήταν πλέον γνωστή, κάθε μας βήμα και μία ανάμνηση. Μία ανάμνηση που πονούσε, καθώς υπήρχε πάντοτε η κατάρα για να μας κρατά χώρια και να ορίζει τις ζωές μας.
Ο Σκορπιός κατάλαβε αμέσως πως η διαδρομή μας στις κατακόμβες έφερνε στο νου μου την εκδρομή. Μηχανικά πήρε το χέρι μου στο δικό του και κατόπιν το έφερε στα χείλη του.
«Μην ανησυχείς, Κένταλ μου. Όλα άλλαξαν πια. Μπορεί να άργησαν λίγο, αλλά άλλαξαν» μου είπε κάνοντάς με να κοκκινίσω.
Από τους Ανιχνευτές, οι οποίοι ήταν απεσταλμένοι του Κρίστοφερ για να μην συναντήσουμε εμπόδια, πήραμε τις νέες μας ταυτότητες, αποφασίζοντας να κρατήσουμε το αρχικό μας όνομα και να προσθέσουμε στο τέλος το δημοφιλές ιταλικό επίθετο Κολόμπο. Κοινώς, ήμασταν ένα νέο ζευγάρι που ταξίδευε στη γραφική Ιταλία. Βαθιά μέσα στα τούνελ οι δρόμοι διακλαδώνονταν και στα δεξιά μας είδα το τούνελ για Παρίσι, ευθεία εκείνο του Λονδίνου και αριστερά εκείνο που οδηγούσε στη Ρώμη. Φυσικά θα το επιλέγαμε ανεβαίνοντας βόρεια, με προορισμό τη Βενετία και καταλήγοντας ίσως να διακτινιστούμε. Ο Σκορπιός ήταν πολύ καλός σε αυτό, όπως και ο Άλαν. Έτσι, από το πολυφημισμένο Κολοσσαίο, το οποίο μόλις το αντίκρυσα, ήθελα να ουρλιάξω από ευτυχία, ο Σκορπιός έσφιξε τα χέρια του γύρω από την μέση μου και μου ψιθύρισε:
«Η επιθυμία σου προσταγή, δεσποινίς Κολόμπο»
Τότε, για ακόμη μία φορά, ένιωσα το σώμα μου να συρρικνώνεται και να τινάζεται με φόρα. Όταν άνοιξα ξανά τα μάτια μου, βρισκόμουν στην καρδιά της πόλης, στην πλατεία του Αγίου Μάρκου, με την ξακουστή βασιλική του εντέκατου αιώνα, γοητευτικό αμάγαλμα βυζαντινού ρυθμού. Ήταν νωρίς το απόγευμα, ο καιρός γλυκός ακόμη και ο κόσμος αρκετός. Για κάποιον λόγο εστίαζα στα πρόσωπα των ανθρώπων. Φαίνονταν ξέγνοιαστοι, χαρούμενοι και κάπου εκεί μέσα στο πλήθος, ένας όμορφος νεαρός με το πιο εντυπωσιακό χαμόγελο που είχα δει, στεκόταν ακίνητος, θαρρείς και έκανε παρέα στα μνημεία του τόπου. Με περίμενε, μόνο εμένα, με ένα κόκκινο τριαντάφυλλο στο χέρι. Τον πλησίασα ντροπαλά και σχεδόν δάκρυσα. Συγκινήθηκα στη θέα αυτού του χαμογελαστού προσώπου, που χρόνια ατελειώτα αναγκαζόταν να φορά τη δική του προσωπική βενετσιάνικη μάσκα του θυμού και της οργής, για να γλυτώσει τον πόνο ή τον θάνατο.
«Δικός σου για πάντα» μου είπε και με σήκωσε στην αγκαλιά του στριφογυρνώντας με στον αέρα. «Κένταλ Κας, θα ήθελες να γίνεις και επίσημα η κοπέλα μου;» με ρώτησε καθώς με κρατούσε στην αγκαλιά του· τα μαλλιά μου τα ανακάτευε ο αλμυρός αέρας.
«Θέλω όσο τίποτε στον κόσμο» του απάντησα σχεδόν μέσα στα χείλη του, καθώς τα φιλούσα απαλά, γλυκά, μη μπορώντας να τα χορτάσω. «Είσαι το πρώτο μου φιλί να ξέρεις» του είπα πειρακτικά.
«Και το δικό μου. Δεν το μετανιώνω στιγμή, δεν ήθελα να έχω τη γεύση κάποιας άλλης» μου απάντησε. «Έλα να σε ξεναγήσω στο παλάτι των Δόγηδων. Βλέπεις, πάντοτε λάτρευα την ιστορία και η Ιταλία είναι από μόνη της ιστορία ολόκληρη. Θα πάμε να δούμε τη γέφυρα των Στεναγμών της οποίας το όνομα έχει διπλή εξήγηση. Από τη μία υποστηρίζεται πως ονομάστηκε έτσι γιατί από εκεί περνούσαν για τελευταία φορά οι κρατούμενοι λίγο πριν την εκτέλεσή τους. Ήταν η τελευταία φορά που θα έβλεπαν το φως του ήλιου. Εγώ προτιμώ τη δεύτερη εκδοχή που θέλει τα ζευγάρια που περνούν από κάτω και φιλιούνται με φόντο το ηλιοβασίλεμα, να έχουν αιώνια αγάπη» μου είπε και ξεχυθήκαμε στην πόλη με τα εκατοντάδες κανάλια, καταλήγοντας για έναν καφέ στο περίφημο Φλοριάν, στην πλατεία του Αγίου Μάρκου.
Ειλικρινά, δεν χόρταινα να κοιτάζω τα κτήρια και παρακαλούσα τον Σκορπιό που βαστούσε πάντοτε το χέρι μου, να σταματήσουμε σε όλα τα μαγαζιά με τα μουράνο, τα υπέροχα έργα τέχνης από γυαλί. Για λίγο και φθάνοντας στη μαγική γέφυρα Ριάλτο, ο Σκορπιός μου είπε να χαζέψω τη θέα και θα επέστρεφε σύντομα. Στις απανωτές μου ερωτήσεις για τον μυστικό προορισμό του, δεν απάντησε ποτέ, μονάχα χαμογελούσε πονηρά και εγώ δεν χόρταινα να κοιτάζω τα τρυφερά του λακάκια, σε κάθε γκριμάτσα ευτυχίας. Για λίγο, άφησα τον κόσμο να με παρασύρει. Άνθρωποι από όλον τον πλανήτη, κάθε κουλτούρας έρχονταν για να απολαύσουν τη θλιμμένη, μα ρομαντική, σχεδόν πλωτή, πόλη.
Όταν τελικά τον είδα να επιστρέφει και ενώ ο ήλιος είχε ξεκινήσει την καθοδική του πορεία, ο Σκορπιός έπλεξε τα δάχτυλά του χεριού του με τα δικά μου και μου ζήτησε να κάνουμε την πιο όμορφη διαδρομή του κόσμου. Να επιβιβαστούμε από την Πιατσάλε Ρόμα, με κατεύθυνση το Ριάλτο και να ταξιδέψουμε στο Γκράντε Κανάλε με τη γόνδολα. Πλησιάζοντας τον γονδολιέρη, εκείνος έκανε μία υπόκλιση λέγοντας μας στα ιταλικά πως ήμασταν ένα γλυκό και όμορφο ζευγάρι. Καθίσαμε αγκαλιασμένοι στην πρωτότυπη βαρκούλα με τον Σκορπιό να με φιλά τρυφερά.
«Απόψε γεννήθηκα ξανά. Ένιωσα ένας άνθρωπος, ένας νέος στην ηλικία μου με το δικαίωμα να ερωτευτώ την κοπέλα της ζωής μου» μου είπε και τον είδα για λίγο να μετακινείται και να στήνεται απέναντί μου παλεύοντας να γονατίσει μέσα στη γόνδολα.
Από την τσέπη του έβγαλε τη θήκη ενός κοσμήματος. Το άνοιξε και είδα ένα πανέμορφο δαχτυλίδι, ασημένιο, με μικρά μπριγιαντάκια ολόγυρα.
«Ακόμη είμαστε μικροί για να σου ζητήσω να γίνεις η γυναίκα μου, ωστόσο αυτό το δαχτυλίδι σφραγίζει την ξεχωριστή μας σχέση. Σε αγαπώ και δεν έχω καμία αμφιβολία γι' αυτό, ποτέ μου δεν είχα. Με δέχεσαι λοιπόν; Δέχεσαι τον Σκορπιό Γκρερ, Σάμχαϊν, να γίνει ο επίσημος δεσμός σου;» με ρώτησε με μία διάθεση παιχνιδιού.
«Φυσικά και σε δέχομαι. Όπως σου είχα πει κάποτε και το εννοούσα, το μαύρο είναι απλώς ακόμη ένα χρώμα» του απάντησα και εκείνος βουρκωμένος με φίλησε τρυφερά, δεχόμενοι παράλληλα και το χειροκρότημα από τον γονδολιέρη που μας έκανε να γελάσουμε. «Απόψε θέλω να κοιμηθούμε μαζί» του ψιθύρισα στο αυτί και έχοντας φθάσει στο τέρμα της διαδρομής, βαλθήκαμε να αναζητούμε κατάλυμα μέσα στη νύχτα.
Ευτυχώς, καθώς ήταν φθινόπωρο ακόμη, βρήκαμε ένα ενοικιαζόμενο διαμέρισμα με θέα τα κανάλια της πόλης. Ήταν πεντακάθαρο και πολυτελές εσωτερικά, ενώ είδα τον Σκορπιό να ξαπλώνει στο κρεβάτι κατάκοπος. Εκείνη ακριβώς τη στιγμή, φανερώθηκε και το τραύμα κοντά στον αστράγαλό του το οποίο είχε αρχίσει να επουλώνεται.
Τον πλησίασα αργά κοιτώντας την ουλή του και με ήρεμες κινήσεις ανέβηκα στο κρεβάτι δίπλα του, αφήνοντας στο τραύμα ένα φιλί. Τη στιγμή που σήκωνα το κεφάλι μου, ο Σκορπιός το πήρε στα χέρια του φιλώντας παιχνιδιάρικα τη μύτη και το μέτωπό μου. Σιωπηλοί με τα χάδια και τα συναισθήματα να μας δείχνουν το δρόμο, μείναμε αγκαλιασμένοι να αφήνουμε φιλιά ο ένας στον άλλο. Τότε, καθώς ο Σκορπιός βρισκόταν από πάνω μου, για λίγο σταμάτησε και με κοίταξε στα μάτια, ενώ εγώ είδα στο κυανό του βλέμμα να καθρεπτίζεται ο έρωτας. Με αργές κινήσεις άγγιξα την μπλούζα του και την ανασήκωσα ελαφρώς.
«Είσαι σίγουρη;» με ρώτησε κομπιάζοντας και εγώ απλώς του χαμογέλασα.
Τότε, τον είδα να τραβά αργά το λευκό μου φούτερ, μένοντας για λίγο ακίνητος και θαυμάζοντας το σώμα μου φιλώντας κάθε του σημείο με αγάπη. Κατόπιν αφαιρέσαμε ένα ένα τα ρούχα μας και τότε ένιωσα τον φόβο και την αμηχανία της πρώτης φοράς. Ο Σκορπιός που το κατάλαβε, ξάπλωσε πίσω ανοίγοντας τα χέρια του για να με κλείσει στην αγκαλιά του.
«Μη φοβάσαι, αγάπη μου. Δεν θα γίνει τίποτε που δεν θέλεις» μου ψιθύρισε και αργά μου έδωσε τη θέση του τοποθετώντας στην κατάλληλη στάση το κορμί του. Ήταν και εκείνος αμήχανος, το ένιωθα αλλά μου άρεσε. Μου άρεσε που ξεκινούσαμε μαζί αυτό το μονοπάτι, που μονάχα εγώ και εκείνος θα περπατούσαμε. Ο έρωτάς μας ήταν το πιο όμορφο συναίσθημα, ένα συναίσθημα που συνοδευόταν από χιλιάδες φιλιά τρυφερότητας και από μία αγκαλιά στο τέλος, ώστε να απολαύσουμε την ένωση των σωμάτων μας. Εκείνος χάιδευε τις καμπύλες μου και εγώ έχοντας κλείσει τα μάτια μου δάκρυζα από ευτυχία. Τον ήθελα να μείνει έτσι για πάντα δίπλα μου.
«Θέλω να το σκάσουμε μαζί» του είπα ξαφνικά «Να μη γυρίσουμε πίσω, εκεί που μας περιμένει ο πόλεμος και ο θάνατος» μουρμούρισα μελαγχολικά.
«Αγάπη μου, μακάρι να μπορούσαμε, μα οι άνθρωποί μας μας χρειάζονται, ο κόσμος μάς χρειάζεται. Το μόνο που θα ήθελα προτού επιστρέψω είναι να ψάξω για τον βιολογικό μου πατέρα. Έμαθα πως ήταν άνθρωπος κανονικός και ζούσε στο Παρίσι. Θα ήθελα να τον βρω, να μάθω τις ρίζες μου ή τον λόγο που δεν με αναζήτησε ποτέ» μου είπε και εγώ παραμέρισα μία καστανόξανθη τούφα από το μέτωπό του.
«Θα το κάνουμε μαζί, αύριο κιόλας» του είπα.
Τα φώτα έσβησαν, το νερό των καναλιών μας νανούρισε και οι δύο μας βυθιστήκαμε στον πιο γλυκό ύπνο που είχαμε κάνει ποτέ.
Την επομένη το πρωί, οι θερμές και λαμπερές ηλιαχτίδες, έκαναν τα βλέφαρά μου να ανοίξουν, μόνο για να δω τον Σκορπιό να κοιμάται δίπλα μου γαλήνια. Για λίγα λεπτά, έμεινα να παρατηρώ τα χαρακτηριστικά του που είχαν γλυκάνει, γιατί μπορεί να κοιμόταν, ωστόσο ακόμη και έτσι το πρόσωπό του έλαμπε. Ευθύς το βλέμμα μου κατηφόρισε στο δαχτυλίδι που φορούσα και το έτριψα μηχανικά, ενώ σηκώθηκα κατευθυνόμενη προς το μισάνοιχτο παράθυρο. Η Βενετία έμοιαζε το ίδιο μαγική και ελκυστική ακόμη και στο φως της ημέρας. Δεν χόρταινα να παρατηρώ τον κόσμο και τα κανάλια της, μέχρι που ένιωσα τη ζεστασιά μίας αγκαλιάς, να με κλείνει μέσα της. Χαμογελώντας, γύρισα και κοίταξα τον αναμαλλιασμένο Σκορπιό. Ήταν όμορφος, όλες τις ώρες ήταν, ειδικά τώρα που επιτέλους είχε απαλλαγεί από το βάρος της κατάρας.
«Ήθελα να σου κάνω έκπληξη και να σου φέρω το πρωινό στο κρεβάτι, μα θαρρώ πως με πήρε ο ύπνος τελικά. Καλημέρα» μου είπε αφήνοντάς μου ένα φιλί.
«Πειράζει που δεν θέλω να φύγω και στεναχωριέμαι;» τον ρώτησα και εκείνος, παραμερίζοντας μία καστανή μου τούφα και χαμογελώντας μού είπε:
«Φυσικά και δεν πειράζει. Το ίδιο ακριβώς νιώθω και εγώ. Ξέρεις, έχω τόση ανάγκη να εκφράζομαι, να σου λέω διαρκώς πώς αισθάνομαι, κάτι που τόσα χρόνια αδυνατούσα να κάνω. Επομένως, αν γίνω κουραστικός, θέλω να μου το πεις. Για παράδειγμα, τώρα θα ήθελα να σου πω, πως νιώθω ότι είμαι ο πιο ευτυχισμένος άντρας του κόσμου. Έχω ξεχάσει ακόμη και το όνομά μου, γιατί σκέφτομαι διαρκώς εσένα και τη χθεσινή μας νύχτα, ενώ θέλω να το ξαναζήσω. Παράλληλα, θυμώνω γιατί ο χρόνος μας πιέζει και το Παρίσι μάς καλεί. Από τις πληροφορίες που έχω, ο πατέρας μου έμενε κοντά στο Πανεπιστήμιο της Σορβόννης και το όνομά του είναι Μπαστιέν Ντιμπουά» μου είπε και στα μάτια του διέκρινα μία λάμψη ελπίδας πως ίσως θα μπορούσε και εκείνος με την σειρά του να ανήκει σε κάποια οικογένεια.
Τελικά, παρά το γεγονός πως οι Γκρερ ξεκίνησαν με τις καλύτερες προδιαγραφές, βασιζόμενη πάντοτε στις αφηγήσεις του Τόμας, κατέληξαν διαιρεμένοι και δυστυχισμένοι να αναζητούν παθιασμένα μία οικογένεια και ένα στήριγμα τη στιγμή που στην ουσία είχαν ο ένας τον άλλο. Ο Άινταν είχε τον Σκορπιό και θα μπορούσαν να είναι αγαπημένοι και φυσικά οι δύο τους είχαν τον Σιμεόν, ενώ αν δεν είχε μπει στη μέση η Νορρίς που ζήλευε και παράλληλα ήθελε με έναν αρρωστημένο τρόπο τον νεαρό Κέναρντ στη ζωή της, εκείνος και ο Σιμεόν θα ήταν μέχρι σήμερα τα πιο δεμένα αδέλφια του κόσμου. Ωστόσο, έπρεπε να χωνέψω και να δεχτώ τη σκληρή πραγματικότητα.
Απρόθυμη μάζεψα τα ρούχα μου και έχοντας κάνει ένα ζεστό μπάνιο, κατέβηκα κάτω για να βρω τον Σκορπιό να με περιμένει με ένα κρουασάν ζεστό στο χέρι και ένα φιλί. Αποφασίσαμε να πάρουμε το τρένο για να απολαύσουμε τη διαδρομή μέχρι την Πρωτεύουσα του Φωτός. Για κάποιον λόγο είχα ένα κακό προαίσθημα και σπάνια έπεφτα έξω. Από μικρή είχα το ελάττωμα να προβλέπω τις άσχημες καταστάσεις, κάποτε με την μορφή μπερδεμένων οραμάτων τα οποία είχα καταφέρει ευτυχώς να μπλοκάρω. Πλέον μου απέμενε το προαίσθημα.
Ο Σκορπιός είχε την ιδέα να αναζητήσουμε στοιχεία του πατέρα του από το Πανεπιστήμιο, όπου δίδασκε χρόνια ολόκληρα. Φυσικά, οι συνάδελφοί του κάθε φορά που άκουγαν τον νεαρό να λέει πως είναι ο υιός του, άλλοτε δυσκολεύονταν να τον πιστέψουν, άλλοτε τον κοιτούσαν με οίκτο και άλλοτε με τρόμο. Όλα αυτά τα συναισθήματα μου οικοδομούσαν ένα παζλ που δεν μου άρεσε καθόλου. Φυσικά κανένας δεν φαινόταν διατεθειμένος να μας πει κάτι παραπάνω, μέχρι που η τύχη μας οδήγησε σε έναν κύριο μεγάλης ηλικίας, που όταν είδε τον Σκορπιό, αναγνώρισε αμέσως τον Μπαστιέν στα χαρακτηριστικά του. Έτσι, μετά λύπης μας έδωσε ένα χαρτάκι πάνω στο οποίο είχε σημειώσει πρόχειρα τη διεύθυνση, δίνοντάς μας παράλληλα και προφορικές οδηγίες για να βρούμε το σπίτι πιο εύκολα. Αφήνοντας πίσω μας το υπέροχο κτήριο του Πανεπιστημίου και περιπλανώμενοι στο μουντό αλλά πανέμορφο Παρίσι, χαζεύαμε τα αριστοκρατικά του κτήρια, όλα περίπου στο ίδιο χρώμα, μέχρι που φθάσαμε σε μία ξύλινη και αρχοντική πόρτα μπροστά. Εκείνος έμενε στον δεύτερο όροφο, διαμέρισμα είκοσι.
Καθώς προχωρούσαμε ένιωθα τη λαβή του Σκορπιού, ο οποίος δεν είχε αφήσει στιγμή το χέρι μου, να γίνεται πιο έντονη και η παλάμη του να ιδρώνει.
«Αυτό είναι» μου είπε, ενώ στεκόμασταν μπροστά από μία πόρτα με τον αριθμό είκοσι.
«Χτύπα και μην φοβάσαι» του είπα και τον είδα να χτυπά την πόρτα διστακτικά, για να του ανοίξει τελικά ένα κορίτσι γύρω στα δέκα.
«Ποιος είσαι;» τον ρώτησε στα γαλλικά κοιτάζοντάς τον ντροπαλά.
«Ψάχνω τον Μπαστιέν, μήπως τον είδες;» την ρώτησε όσο πιο πρόσχαρα μπορούσε και εκείνη στράφηκε στο εσωτερικό και φώναξε:
«Μπαμπά! Σε ψάχνουν» του είπε και ένιωσα τον Σκορπιό να ταράζεται.
«Ηρέμησε, σε παρακαλώ. Ήρθαμε για απαντήσεις» του είπα μέχρι που είδα μπροστά μου έναν κύριο και κυριολεκτικά τα έχασα.
Ήταν σαν να έβλεπα τον Σκορπιό σε μεγαλύτερη ηλικία. Η ομοιότητά τους ήταν εκπληκτική. Ωστόσο, δεν ήμουν η μόνη που το είχα παρατηρήσει καθώς τον είδα να χλωμιάζει στη θέα του υιού του.
«Παρακαλώ, πώς μπορώ να σας βοηθήσω;» ρώτησε δήθεν αθώα, παλεύοντας να κρύψει τον εκνευρισμό του.
«Θα μας αφήσεις να στεκόμαστε εδώ έξω; Τόσο αφιλόξενος είσαι, πατέρα;» του πέταξε ο Σκορπιός και ο άντρας απέναντί του άλλαξε ευθύς την έκφραση του προσώπου του.
«Δεν ξέρω για τι πράγμα μιλάς» του είπε απότομα.
«Και να μη γνωρίζεις, θαρρώ πως δεν είσαι αόμματος. Η ομοιότητά μας είναι εκπληκτική. Επομένως άφησέ μας να περάσουμε» του ψιθύρισε απειλητικά και εκείνος έχοντας χάσει τη μάχη με την επιμονή του Σκορπιού, άνοιξε απρόθυμα την πόρτα και μας έβαλε μέσα.
«Σε προειδοποιώ, πως αν κάνεις τίποτε που να φοβίσει την κόρη μου, θα το πληρώσεις» τον απείλησε ο Μπαστιέν και ειλικρινά πάλευα αρχικά να αποκωδικοποιήσω την αντίδρασή του.
«Σαν τι;» τον ρώτησε ο Σκορπιός παλεύοντας να συγκρατηθεί.
«Σαν αυτά τα τρελά που έκανε και η μάνα σου η μάγισσα!» του είπε και είδε για κακή του τύχη την μικρή του κόρη να τρέχει προς το μέρος του Σκορπιού.
«Ουάου! Κάνεις μαγικά;» τον ρώτησε έκπληκτη, μα εκείνος προτίμησε απλώς να χαμογελάσει αντί να απαντήσει, μέχρι που ο Μπαστιέν της ζήτησε να πάει μέσα στο δωμάτιό της. Τη στιγμή που άκουσε την πόρτα της να κλείνει, στράφηκε απότομα προς το μέρος του Σκορπιού κεραυνοβολώντας τον με το βλέμμα του.
«Πώς με βρήκες; Γιατί τώρα;» τον ρώτησε και ο Σκορπιός γέλασε ειρωνικά.
«Κανονικά, εγώ θα έπρεπε να θέτω τις ερωτήσεις, όπως ας πούμε, γιατί ποτέ σου δεν με έψαξες» γρύλισε χαμηλόφωνα.
«Όλα ξεκίνησαν, όταν η μητέρα σου, ήρθε για δεύτερη φορά στο Παρίσι για να με βρει. Γενικά μου έκρυβε την ταυτότητά της και την οικογένειά της, την οποία μου είχε συστήσει με τα χειρότερα λόγια. Αυτός ήταν και ο βασικός λόγος που ποτέ μου δεν τη ρώτησα, ούτε της ζήτησα να μου γνωρίσει τους δικούς της. Έπειτα, έμεινε έγκυος σε εσένα, ωστόσο προς το τέλος της εγκυμοσύνης της, τον όγδοο πια μήνα, ξεκίνησε να μου μιλά για έναν ακόμη υιό που είχε αποκτήσει από κάποιον άλλο γάμο, για τον οποίο είχε δεχτεί πιέσεις. Εγώ, φυσικά, οργισμένος της ζήτησα να μου πει την αλήθεια και τότε ξεκίνησε να μου αραδιάζει κάποια τρελά πράγματα για μαγικούς κόσμους και σατανικούς μάγους και πολέμους. Αρχικά τη λυπήθηκα, νόμιζα πως είχε χάσει το μυαλό της μέχρι που πάνω σε έναν καβγά, διέλυσε το τζάμι με μία μονάχα κίνηση του χεριού της, ενώ τα μάτια της άλλαξαν χρώμα. Έγιναν μαύρα σαν το κάρβουνο» ψιθύρισε σχεδόν, σαν να φοβόταν πως κάποια αόρατη παρουσία βρισκόταν μαζί μας στο δωμάτιο. «Όπως αντιλαμβάνεσαι, την έδιωξα. Δεν ήθελα ούτε το όνομά της να ξέρω. Είχε μπει μέσα της ο Σατανάς! Ήταν δαιμονισμένη!» ξεκίνησε να ουρλιάζει μέχρι που είδα τον Σκορπιό να σηκώνεται απότομα.
«Μα και εγώ είμαι δαιμονισμένος πατέρα» έφτυσε τις λέξεις, ενώ τα μάτια του ξεκίνησαν να αλλάζουν χρώμα. «Ωστόσο, προτού φύγω ή με πετάξεις έξω, να σου εξηγήσω πως η μητέρα μου την οποία έδιωξες σε μία κρίσιμη κατάσταση, δεν ήταν δαιμονισμένη, απλώς χαρισματική ή αν το θέλεις καλύτερα, διαφορετική. Ήταν μάγισσα, αλλά όχι σαν εκείνες των παραμυθιών τις κακές με τις σκούπες που κυνηγάνε τα παιδιά στα δάση. Οι μάγοι έχουμε αισθήματα και πληγωνόμαστε όπως οι κανονικοί άνθρωποι. Αγαπάμε, ερωτευόμαστε και απογοητευόμαστε από έναν πατέρα ας πούμε, που μας έκλεισε ουσιαστικά μόλις την πόρτα στο πρόσωπο. Εγώ ήρθα εδώ σήμερα με την ελπίδα να σε γνωρίσω και να μου πετάξεις μία όμορφη δικαιολογία, για τον λόγο που σε οδήγησε να μην με αναζητήσεις ποτέ. Είχα ανάγκη να την ακούσω. Η μητέρα μου πέθανε την ημέρα που γεννήθηκα και έτσι έμεινα ορφανός, χωρίς ούτε έναν συγγενή να έρθει ποτέ, έστω να με επισκεφθεί στο ίδρυμα. Έχω έναν ετεροθαλή αδερφό που μισώ, τον δεύτερο υιό της μητέρας μου από τον αναγκαστικό της γάμο και έτσι, εσύ ήσουν η τελευταία μου ελπίδα για οικογένεια που μόλις κατέρρευσε» του είπε με εμένα να σωπαίνω και τον Μπαστιέν να κατεβάζει το βλέμμα του.
«Κοίτα νεαρέ...»
«Σκορπιός. Έτσι με βάφτισαν τελικά οι σατανιστές» πρόφερε εκείνος ειρωνικά, η φωνή του έσταζε πίκρα.
«Ανήκω και εγώ στο είδος που… φοβάστε. Σας καταλαβαίνω. Καταλαβαίνω πως σε έναν απλό άνθρωπο είναι δύσκολο να του επιβάλεις να δεχτεί έναν κόσμο τόσο διαφορετικό, όμως είναι το παιδί σας και πιστέψτε με, δεν είναι σατανικό. Σας έχει ανάγκη, όπως και εσείς» πήγα να σώσω την κατάσταση, ωστόσο εκείνος, κοιτάζοντάς με με μία έκφραση αηδίας, στράφηκε ξανά στον Σκορπιό.
«Σκορπιέ, λυπάμαι πολύ μα δεν θέλω στη ζωή μου το επικίνδυνο είδος σας… αν αυτό υπάρχει δηλαδή και δεν είναι όλα κόλπα δικά σου και της μάγισσας μητέρας σου. Στεναχωριέμαι βέβαια για όσα πέρασες και να ξέρεις πως αυτή με έβαλε και ορκίστηκα έναν λέει απαράβατο όρκο πως δεν θα μιλήσω σε κανέναν για όλα αυτά, μα…» μουρμούρισε ο Μπαστιέν.
«Άσ’ το μην κουράζεσαι. Ούτε εγώ σε θέλω και λυπάμαι πολύ που αναστάτωσα την οικογένειά σου, γιατί εγώ δεν ανήκω σε αυτήν. Μου το έδειξες ξεκάθαρα. Πάμε, Κένταλ» μου είπε, όταν είδα τη μικρούλα να ανοίγει ξανά την πόρτα και να τρέχει στον Σκορπιό.
«Φεύγεις από τώρα; Μα, γιατί μπαμπά τον διώχνεις; Κάνε μου ένα μαγικό σε παρακαλώ» του ζήτησε επίμονα και ο Σκορπιός βούρκωσε.
Με μία κίνηση της εμφάνισε ένα μικρό τετραδιάκι και ένα στυλό, σαν πένα παλιά.
«Όταν θα είσαι στεναχωρημένη, θα γράφεις εδώ τις σκέψεις σου και το ημερολόγιο θα σου απαντά» της είπε και εκείνη το κοιτούσε εκστασιασμένη.
«Τι είναι αυτό που της έδωσες;» ρώτησε ο πατέρας του απότομα, έτοιμος να το αρπάξει «Μαγικό σκεύασμα;»
«Δεν είναι επικίνδυνο, αν αυτό σκέφτεσαι. Ωστόσο, η ετεροθαλής αδερφή μου δεν φταίει να πληρώσει τον φρικτό σου χαρακτήρα. Εσένα δεν θέλω ούτε να σε ξέρω, ωστόσο για εκείνη θέλω να μαθαίνω νέα της. Πρόσεχε γιατί αν της το πάρεις, θα το καταλάβω και τότε θα δεις τη φύση μου σε όλο της το μεγαλείο» του είπε στο αυτί για να μην τον ακούσει η μικρή.
Έπειτα, αγκαλιάζοντάς το κορίτσι το ρώτησε:
«Πώς σε λένε;»
«Σελίν και… Εσύ είσαι αδερφός μου στ’ αλήθεια;» απάντησε εκείνη ταραγμένη.
«Λοιπόν, Σελίν, κοίτα, ναι, είμαι αλλά...» πήγε να της πει για να τη δει να σταυρώνει τα χέρια της στο στήθος με πείσμα.
«Αλλά γιατί δεν ήρθες να με βρεις νωρίτερα;» τον ρώτησε και ο Σκορπιός σκέφτηκε πως τελικά αυτός ο κύκλος παραπόνων δεν θα έκλεινε ποτέ. Η μικρή στράφηκε στον πατέρα της. «Λέει αλήθεια;» τον ρώτησε και ο άντρας εξοργίστηκε.
«Ορίστε! Τι κατάλαβες τώρα που μας έκανες άνω κάτω;» του γρύλισε και τα μάτια του Σκορπιού ετοιμάστηκαν να μαυρίσουν, μονάχα που σκέφτηκε πως μπροστά του είχε ένα μικρό κορίτσι.
«Τουλάχιστον εκείνη έπρεπε να γνωρίζει» του απάντησε σχεδόν μουγκρίζοντας και με δεξιότητα τη σήκωσε στην αγκαλιά του και αιωρήθηκαν για λίγο μαζί με τη μικρή να ουρλιάζει από χαρά.
«Ουάου!» του φώναξε και εκείνος της χάιδεψε τα μαλλιά.
«Άκου, Σελίν, πρέπει όπως και ο πατέρας σου να κρατήσεις μυστικό το ότι υπάρχουν μάγοι. Είναι για την ασφάλειά μας. Όποτε νιώσεις μοναξιά, γράφε και… εγώ θα είμαι δίπλα σου. Τώρα που σε βρήκα δεν θα σε χάσω ξανά» της είπε κλείνοντάς της το μάτι και εκείνη τον αγκάλιασε.
«Το υπόσχεσαι;» τον ρώτησε.
«Φυσικά και ο όρκος ο μαγικός είναι ιερός να ξέρεις. Όσο για εσένα» μούγκρισε κοιτάζοντας τον πατέρα του «Με απογοήτευσες και να ξέρεις πως μόλις δέχτηκα ίσως μία από τις σοβαρότερες απορρίψεις στη ζωή μου» τελείωσε και βγαίνοντας του έκλεισε την πόρτα στο πρόσωπο.
Η φιγούρα του Κέναρντ όδευε αέρινη προς την Ένταρταουν και την νέα Σχολή των Σάμχαϊν, το Μπερζελόν, το οποίο ήταν η πρώτη Σχολή που δίδασκε το ρουνικό αλφάβητο, σε αντίθεση με την Επινουά που το θεωρούσε απαγορευμένο. Το δυστύχημα ήταν πως όλο και περισσότεροι εβένινοι εισχωρούσαν στα σπλάχνα αυτής της καταραμένης Σχολής, με υπεύθυνο τον Άινταν και στο πλευρό του την Άσα με αποτέλεσμα, οι μάγοι που διδάσκονταν το ρουνικό αλφάβητο, κατέληγαν να χάνουν τον εαυτό τους και να μετατρέπονται σε νεκροζώντανα πιόνια των συμβόλων. Όσοι έβλεπαν αυτό το απόκοσμο πτώμα να περπατά και γνωρίζοντας την ιστορία και την ταυτότητά του, ένιωθαν ένα δέος, ενώ ένας μάγος που τον κοίταξε για λίγη παραπάνω ώρα, βρέθηκε νεκρός σε δευτερόλεπτα από τη ράβδο του. Ένας βελούδινος μαύρος μανδύας τον τύλιγε και μία κουκούλα κάλυπτε τα χαρακτηριστικά του προσώπου του. Η ράβδος που βαστούσε ανήκε στα εξαφανισμένα, μαγικά εργαλεία, καθώς έφερε το πετράδι, ποτισμένο με μαγεία απευθείας από το Βόρειο Σέλας. Αυτό του έδινε μία επιπλέον δύναμη, όπως κάποτε και στους τσάρους.
Το Μπερζελόν είχε σαν σήμα μπροστά από την πύλη του τον ρούνο της ζωής. Σε όλους τους τοίχους ήταν ζωγραφισμένα σύμβολα και το περιβάλλον ήταν μουντό. Ο Κέναρντ, καθώς περπατούσε, άγγιζε ταυτόχρονα τους τοίχους ενεργοποιώντας κάθε ρούνο που ήταν ζωγραφισμένος. Ρουφούσε λαίμαργα την ενέργειά τους, διατηρώντας την ίδια άκαμπτη έκφραση.
«Σου υπόσχομαι, εγγονέ μου, πως αυτή η Σχολή θα γίνει το κέντρο του μαγικού κόσμου. Ο ανθρώπινος θα καταστραφεί, τι να τους κάνουμε εξάλλου; Μας θεωρούν δαιμονισμένους και μας κυνηγούν με παλούκωμα και ας είναι κατώτερο είδος σε όλα. Θα τους εξαφανίσουμε, θα είναι πολύ εύκολο. Τώρα όμως...» ξεκίνησε και μπαίνοντας σε μία αίθουσα, στάθηκε απέναντι από τον Άινταν «Θα μονομαχήσουμε εγώ και εσύ. Θέλω να δω τη δύναμή σου, θέλω να δω μέχρι πού μπορείς να φτάσεις και πιστεύω πως δεν θα απογοητευτώ. Στάσου απέναντί μου» τον πρόσταξε και ο Άινταν σιωπηλός και ψυχρός υπάκουσε.
Τη στιγμή που είδε την ενέργεια να ετοιμάζεται να ξεπηδήσει από τη ράβδο, ύψωσε και τα δύο του χέρια μπροστά, σχεδόν σαν να ειρωνευόταν τον Κέναρντ, καθώς το έκανε με πολύ αργές κινήσεις. Σαν να μην ένιωθε τον κίνδυνο, με ψυχραιμία απόλυτη όπως αυτή που αρμόζει σε έναν εκτελεστή. Άνοιξε διάπλατα τα δάχτυλά του και συγκέντρωσε όλη την ενέργεια των ρούνων της Σχολής. Οι δύο αντίπαλες ενέργειες συγκρούστηκαν μεταξύ τους με μανία, σχηματίζοντας σχεδόν έναν πίδακα, στο σημείο που εφάπτονταν. Κανένας τους δεν υποχωρούσε και ο Άινταν ξεκίνησε με το ένα του χέρι να σχηματίζει επιπλέον σύμβολα, ενώ με το άλλο συνέχιζε να αντιστέκεται. Σε δευτερόλεπτα, το σώμα του έγινε άυλο και ένα με τον αέρα γύρω τους, για να εμφανιστεί ξανά πίσω από τον Κέναρντ προσπαθώντας να τον αιφνιδιάσει, μονάχα που ο μάγος ήταν τρομερά γρήγορος και ισχυρός για να αντεπιτεθεί, με τον Άινταν να δημιουργεί με το ίδιο του το σώμα μία ασπίδα ισχυρή, αλλάζοντας διαρκώς την υφή του δέρματός του.
Φυσικά κάτι τέτοιο, για να μπορέσει κάποιος να το πετύχει, την ικανότητα δηλαδή να χειρίζεται το σώμα του τόσο καλά σε σημείο να το αλλάζει διαρκώς, απαιτεί χρόνια ατελείωτα σκληρής εξάσκησης. Η διαφορά ωστόσο ήταν πως ο Άινταν δεν πέρασε από σκληρή εκπαίδευση, μα από σκληρά και απάνθρωπα πειράματα. Για την ακρίβεια, στις αρχές, όταν ο Έβιν είχε πάρει εντολή από τον Κέναρντ να δοκιμάσει κάποιες καινούργιες ουσίες στον μικρό για να τον κάνει να αλλάξει την υφή του δέρματός του, το πείραμα είχε αποτύχει με αποτέλεσμα το σώμα του παιδιού να έχει καλυφθεί από μεγάλες πληγές που έτσουζαν, ενώ το δέρμα του ξεφλούδιζε ασταμάτητα. Προτού του δώσουν το αντίδοτο, δοκίμασαν ένα ενέσιμο υλικό, μα η ένεση, ειδικά όταν γίνεται σχεδόν πάνω σε πληγή, πονούσε φρικτά. Ευτυχώς για τον Άινταν, το υλικό λειτούργησε μετατρέποντας σχεδόν το δέρμα του σε πέτρα σκληρή, όπως ακριβώς συνέβαινε και τώρα. Ωστόσο, η συγκεκριμένη ανάμνηση ξεπήδησε από το μυαλό του με τη χρήση της ασπίδας και τον αποσυντόνισε, επιτρέποντας στη δύναμη του Κέναρντ να εισχωρήσει ελάχιστα.
«Σταματώ για σήμερα» του είπε ο Άινταν κοφτά, μα ο Κέναρντ δεν φάνηκε να συμμερίζεται την επιθυμία του.
Έτσι, τον πλησίασε με βήμα ταχύ και μπήκε μπροστά του.
«Ένας σωστός πολεμιστής, δεν λυγίζει ποτέ, Άινταν. Αν βρισκόσουν στο πεδίο της μάχης, η σκέψη σου θα σου στοίχιζε τη ζωή. Όταν πολεμάς, δεν πρέπει να αφήνεις τις ευαισθησίες να σε αποπροσανατολίζουν, το κατάλαβες;» μούγκρισε η μορφή σιγανά.
«Αυτό το λες γιατί δεν υπήρξες παρών στα βασανιστήριά μου. Είμαι ένα καθίκι γενικά και το γνωρίζω, με ελάχιστες ευαισθησίες. Είμαι όμως και άνθρωπος. Ένας άνθρωπος που λυπάται υπερβολικά τον μικρό και απροστάτευτο εαυτό του, ο οποίος υπέφερε και πονούσε και αρρώσταινε, μα κανείς δεν λύγισε μπροστά σε αυτό το θέαμα. Ας το αφήσουμε όμως για την ώρα, νομίζω πως η έπαυλη σε περιμένει. Χρόνια περιμένει την επιστροφή του ιδιοκτήτη της» πρόφερε ο Άινταν και ο Κέναρντ προσποιήθηκε πως τον καταλάβαινε.
«Μην ανησυχείς αγόρι μου. Μπορεί να πέρασες πολλά, αλλά να σκέφτεσαι πως άξιζαν τον κόπο, καθώς σήμερα μπροστά μου έχω τον πιο σπουδαίο πολεμιστή που θα μπορούσα να ζητήσω. Κανένας μάγος δεν με έχει αντιμετωπίσει στα ίσα. Οι δυνάμεις μας, είναι σχεδόν ίδιες και είμαι περήφανος για εσένα» είπε ο Κέναρντ και ο Άινταν πάλεψε να χαμογελάσει. Όχι, όλα αυτά που πέρασε δεν άξιζαν, ούτε τον κόπο, ούτε τα καλύτερά του χρόνια, ούτε τη στέρηση της παιδικής του ηλικίας. Κοίταξε για ακόμη μία φορά τον Κέναρντ που προπορευόταν με την ράβδο στο χέρι και ξαφνικά, ένα σαράκι αμφιβολίας τρύπωσε στην ψυχή του. Τα λόγια του Μπένταγκ, που κατηγορούσαν τον παππού του για όλα, ξεπήδησαν σαν ανάμνηση, αλλά ο Άινταν τα έδιωξε μονομιάς. Δεν έπρεπε και δεν μπορούσε να κάνει πίσω τώρα.
Η Επινουά είχε ντυθεί με όλα τα μαγικά χρώματα και σύμβολα από όλα τα μαγικά είδη που σπούδαζαν στη Σχολή. Αυτό γινόταν κάθε φορά που πλησίαζε η ώρα για τον ετήσιο χορό των μάγων. Σημαίες σε εκρού και πορφυρά, γκρίζα και λευκά χρώματα κρέμονταν από τις οροφές και τις σκάλες, με όλους να έχουν μία εορταστική διάθεση. Εγώ είχα αναγκαστεί να αποχωριστώ τον Σκορπιό, καθώς δεν επιτρεπόταν η είσοδος και η φοίτησή του στη Σχολή εξαιτίας του πρόσφατου εγκληματικού του παρελθόντος. Κατάκοπη προχώρησα απευθείας στον διάδρομο που οδηγούσε στο δωμάτιό μου, ενώ όταν άνοιξα την πόρτα, είδα έναν Τόμας ξαπλωμένο στον καναπέ, να κοιτάζει μελαγχολικά το παράθυρο. Όταν με αντίκρισε, τα καταγάλανα μάτια του έλαμψαν, με αυτόν τον σαγηνευτικό τρόπο, ενώ τα ίδια ακριβώς λακάκια με τον Σκορπιό, σχηματίστηκαν στα μάγουλά του.
«Κένταλ μου, είσαι καλά; Τι έγινε;» με ρώτησε, μα ευθύς τον είδα να κατεβάζει το κεφάλι του. «Επέστρεψε το γεροπτώμα, έτσι δεν είναι; Ο αχαλίνωτος, σαδομαζοχιστής εαυτός μου» γρύλισε πονεμένα, όταν είδα κοντά στον λαιμό του μία τεράστια μελανιά, σαν δυνατό χτύπημα.
«Τι είναι αυτό;» τον ρώτησα, μα δεν πήρα καμία απάντηση. «Κάποιος χτύπησε τον Κέναρντ και το ένιωσες και εσύ, έτσι δεν είναι; Νιώθεις ό,τι και εκείνος; Θέλω να μου πεις την αλήθεια, Τόμας» τον πίεσα.
«Αν σου μιλήσω ειλικρινά, τότε θα πάψεις να προσπαθείς να τον καταστρέψεις και δε θέλω. Πήγαν όλα καλά; Ο εγγονός μου είναι ελεύθερος;» με ρώτησε και ένιωσα το πρόσωπό μου να κοκκινίζει.
«Είναι ελεύθερος, ευτυχισμένος» απάντησα.
«Και ερωτευμένος μαζί σου. Χαίρομαι πολύ γι’αυτό. Έκανε την πιο σωστή επιλογή. Είσαι εξαιρετική κοπέλα. Ωστόσο, υπάρχει και κάτι άλλο που δεν μου λες και ξέρεις πως από εμένα δύσκολα κρύβεσαι. Ακούω, λοιπόν. Ποιο είναι το μελανό σημείο στην ιστορία, εκτός από το περιφερόμενο κουφάρι που είμαι βέβαιος πως ο ανυπότακτος, μεγάλος μου εγγονός ανέστησε» με ρώτησε.
«Αυτό ακριβώς είναι το μελανό σημείο. Ο εγγονός σου, ο Άινταν. Με μπερδεύει αυτή η προσωπικότητα. Είναι τόσο διχασμένη, που για πρώτη μου φορά δεν ξέρω πώς να νιώσω κάθε φορά που τον βλέπω μπροστά μου. Είναι σαν να έχω και μία νέα συναισθηματική εμπειρία. Λίγο πριν τη νεκρανάσταση, μου έσωσε τη ζωή από… βιασμό» ψιθύρισα τη λέξη και τον είδα να σαστίζει και να τρέχει προς το μέρος μου αγκαλιάζοντάς με. Αυτή η αγκαλιά είχε κάτι το λυτρωτικό, πάντοτε κάτι το οικείο. Είχε το άρωμα του Σιμεόν.
Με τα χέρια του, χάιδεψε απαλά τα μαλλιά μου, κάνοντάς με να ξεσπάσω σε κλάματα. Η ψυχή μου αδυνατούσε να δεχτεί την ύπαρξη ενός σατανικού Κέναρντ. Τρελαινόμουν που έπρεπε να αγαπώ και να μισώ κάποιον ταυτόχρονα. Όσο και αν δεν έμοιαζαν ούτε εσωτερικά, ούτε εξωτερικά, στο μυαλό μου μέσα ήταν το ίδιο άτομο. Δυσκολευόμουν να κάνω τον διαχωρισμό.
«Εάν κλάψεις ξανά εξαιτίας μου, δεν θα σου ξαναμιλήσω ποτέ και ας θέλω» με μάλωσε πειράζοντάς με και πάλεψα να αλλάξω το θέμα.
«Ξέρεις, πλησιάζει η γιορτή των φοιτητών και εγώ δεν θα έχω ταίρι. Ο Σκορπιός απαγορεύεται να μπει στη Σχολή, εξαιτίας όχι μόνο της φύσης του, αλλά κυρίως της φήμης του» του είπα περίλυπα.
«Και θέλεις να πιστέψω πως μία τόσο όμορφη κοπέλα όπως εσύ, δεν έχει έστω έναν φίλο για συνοδό;» με ρώτησε πονηρά.
«Λοιπόν, σκέφτηκα τον Άλαν, μα δεν θέλω να τον κρατώ άλλο πίσω στη ζωή του. Είναι ερωτευμένος μαζί μου και όλο αυτό θα τον πληγώσει. Προτιμώ να πάω μόνη μου» συνέχισα και τον είδα να κάθεται στο κρεβάτι μου σκεπτικός.
«Ξέρεις, τη χρονιά που ήταν ο δικός μου χορός και μάλιστα ως σχεδόν τελειόφοιτος, γιατί μου έμενε μία χρονιά ακόμη, ήταν η ημέρα που μου συνέβη και η επίθεση. Όπως σου είχα πει και παλαιότερα, είχα ζητήσει από την Έλσα να με συνοδεύσει και παρά το γεγονός πως κατά καιρούς, με είχαν πλησιάσει κοπέλες για να μου ζητήσουν συνοδεία, εγώ ήμουν σχετικά ντροπαλός και μαζεμένος. Είχα πολύ άγχος λοιπόν, αλλά παράλληλα αδημονούσα. Θυμάμαι, φορούσα ένα μπλε σκούρο κοστούμι, με λευκό πουκάμισο και μπορντό μαντήλι. Είχα βάλει τα δυνατά μου, μέχρι και μέντα είχα μασήσει. Ωστόσο, όπως φαντάζεσαι δεν ήταν γραφτό μου να πάω. Δέχτηκα την επίθεση από την Κριστίν λίγο πριν τον χορό, όταν ήμουν με την Έλσα» μου είπε και ειλικρινά λυπήθηκα.
Τότε, για κάποιον λόγο τον πλησίασα σιωπηλή και έπιασα το χέρι του κάνοντάς του νόημα να σωπάσει. Όλα γύρω μου έσβησαν για λίγο, σαν να είχε σταματήσει ο χρόνος. Ως και τα χρώματα έμοιαζαν θαμπά και ανακατεμένα. Τότε, ένιωσα τις φλέβες των χεριών μου να πάλλονται. Ένιωσα ενέργεια να βγαίνει από μέσα μου, η οποία είχε ξεκινήσει τη διαδρομή της από το σημείο της καρδιάς.
«Κένταλ,τι κάνεις; Δεν μπορείς…» άκουσα από κάπου μακριά τη φωνή του Τόμας, ωστόσο δεν πτοήθηκα λεπτό.
Αργά αργά, είδα τη φιγούρα του να ζωντανεύει, σαν να γινόταν πιο ζωηρός, ευδιάκριτος, πιο αληθινός. Η εξάντληση δεν άργησε να μου χτυπήσει την πόρτα και τα πόδια μου δεν άντεξαν το βάρος του σώματός μου. Με μία κίνηση ο Τόμας με άρπαξε και με ξάπλωσε στο κρεβάτι με τον ίδιο να προσπαθεί να με συνεφέρει.
«Κένταλ!» φώναζε και τη στιγμή που άνοιγα τα μάτια μου με κόπο ξανά, νιώθοντας έντονη ταχυπαλμία και ένα βάρος στο στήθος, είδα την Κρίστι να μπαίνει φουριόζα.
«Σε είδα που επέστρεψες, μα δεν μου απαντούσες στα χτυπήματα και…» κόπηκε η φράση της στη μέση. «Συγγνώμη, δεν ήξερα πως είχες παρέα. Τα έχω χάσει και εγώ με τόσους μνηστήρες πια...» πρόφερε και ο Τόμας με κοίταξε πλαγίως.
«Με βλέπεις;» τη ρώτησε.
«Γιατί τυφλή είμαι; Μεταξύ μας κιόλας, μα είσαι μπουμπουκάκι ανθηρό και αξιοπρόσεκτο. Έτσι θα έλεγε και μία γνωστή μου από τον δικό μας οίκο που το μάτι της πεταρίζει συχνά πυκνά» συμπλήρωσε και ο Τόμας ξέσπασε σε γέλια.
«Σε ευχαριστώ για το ομολογουμένως εύστοχο κοπλιμέντο. Είμαι ο Τόμας, γνωστός και ως Κέναρντ καλύτερα» της είπε περιχαρής με εμένα να τον κοιτάζω με νόημα.
«Τι λέει καλέ αυτός; Ήπιε πρωί πρωί;» με ρώτησε η Άρπια, αλλά στο τέλος της κόπηκε το γέλιο «Όχι! Είσαι… μη μου πεις πως είσαι η προβολή; Αυτός που μας έδειξε η Κένταλ στο άλμπουμ; Ο Κέναρντ Γκρερ… το πτώμα που παραλίγο να μας σκοτώσει στα δάση της σαπίλας» ξεκίνησε τον δραματικό, ακατάπαυστο μονόλογο και συνέχισε «Είσαι ίδιος ο Σκορπιός στο καστανό του. Απίστευτο» τελείωσε και ο Τόμας την πλησίασε.
«Ειλικρινά, λυπάμαι για όλα. Η φίλη σου από εδώ» είπε δείχοντας εμένα «Είναι τόσο τρελή και παράτολμη που μου έδωσε μόλις την ενέργειά της. Έγινε ο κουβαλητής μου, ώστε να είμαι ορατός. Μόνο μία Λευκή με ταλέντο θα μπορούσε να το κάνει, δίχως να χάσει την πρώτη φορά τη ζωή της ή να πέσει σε κώμα, ας πούμε» με μάλωσε και στάθηκα μπροστά του χαμογελώντας.
«Θέλω μία χάρη από εσένα» του είπα.
«Ποτέ δεν λες σε μία γυναίκα “εντάξει”, αν δεν έχεις ακούσει πρώτα τη χάρη» μου απάντησε χαχανίζοντας.
«Θέλω να με συνοδέψεις στον χορό» τελείωσα και τον είδα να με κοιτά μαρμαρωμένος, με την Κρίστι να έχει μείνει άναυδη.
«Κένταλ, άσε και κάποιον από την οικογένεια ελεύθερο» μου πέταξε γελώντας εκείνη, αλλά κατανοώντας τη βαθύτερη σχέση μου με αυτήν τη πλευρά του Κέναρντ.
Συγκινημένος, με πλησίασε και έπιασε το χέρι μου.
«Δεν είναι ανάγκη, ξέρεις. Μην πιέζεσαι από οίκτο για εμένα» μου είπε και τον σκούντηξα.
«Όχι, Τόμας. Ξέρω πως ο Σκορπιός δεν μπορεί να με συνοδέψει και ξέρω πως ο Άλαν νιώθει για εμένα πράγματα. Μου ζήτησες να βρω ένα φίλο για να έρθει μαζί μου. Δεν θα μπορούσα να βρω καλύτερο. Θα βάλεις εκείνο το μπλε κοστούμι και θα πάμε μαζί, δίχως την αποκρουστική Νορρίς αυτή τη φορά» τελείωσα και ο Τόμας με αγκάλιασε σφιχτά.
«Δέχομαι τότε».
Ο Σύλβαν ξενυχτούσε μερόνυχτα με την Κύβελη στο πλευρό του να σκούζει συχνά εξαιτίας της έλλειψης προσοχής. Τελικά, κατόρθωσε να εντοπίσει μία πληροφορία που ήθελε την ύπαρξη μίας ακόμη έπαυλης σε ένα χωριό της Γαλλίας, όπου φημολογείτο πως ο Κέναρντ πήγαινε κατά περιόδους, σχεδιάζοντας την επόμενη κίνησή του. Κρατώντας στο μυαλό του το πολύτιμο νέο, βγήκε από το σπίτι του στο σιωπηλό, εξαιτίας του κρύου και της πάχνης, Βερθάλ. Καθώς έβγαινε από τα στενά δρομάκια με τα μουλιασμένα φύλλα προς την κεντρική πλατεία, είδε τον κόσμο να περπατά ή και να στέκεται, διαβάζοντας εφημερίδες. Οι περισσότερες από αυτές, μιλούσαν για την ανάσταση και την άνοδο του Κέναρντ.
Αγανακτισμένος, έκατσε για λίγο σε ένα πεζούλι, εκεί όπου άλλοτε λειτουργούσε ένα συντριβάνι με άρωμα γαρδένιας και το νερό ξεπηδούσε γάργαρο και μυρωδάτο από το στόμα ενός δράκου. Παρακολουθούσε τον κόσμο γύρω του βλέποντας στα πρόσωπά τους το ίδιο μούδιασμα, την ίδια αμηχανία, όπως και τότε που ο ίδιος ήταν παιδί και οι Μαύροι θεωρούνταν εγκληματίες, τρελοί και βδελύγματα της κοινωνίας. Τώρα, η ανάσταση της πιο εγκληματικής φιγούρας με σήμα του τον μαύρο πήγασο των Σάμχαϊν φάνηκε να ξυπνά εκ νέου όλα αυτά τα συναισθήματα. Με κομμένη την όρεξή του, περπάτησε μέχρι ένα φούρνο, που έφτιαχνε τόσο λιχουδιές για ανθρώπους, όσο και για δράκους ή άλλα μαγικά πλάσματα.
Με την Κύβελη στον ώμο, την οποία φάνηκε να θαυμάζουν οι περαστικοί, μπήκε στον φούρνο αγοράζοντας μερικά μπισκότα με τζίντζερ για τον ίδιο και ειδικά με πατζαρόριζα για το ζώο. Η πωλήτρια, ωστόσο, φάνηκε σκεπτική απέναντί του, σχεδόν απέφευγε να τον κοιτάξει, όταν άκουσε φωνές που έρχονταν από την πλατεία και είδε τέσσερις μαυροφορεμένες φιγούρες να έχουν φθάσει στο χωριό βαστώντας στα χέρια τους από μία εφημερίδα. Ευθύς, βγήκε έξω, παλεύοντας να αναγνωρίσει τους μάγους που στέκονταν παρατεταγμένοι. Ο ένας ήταν ο Ρέτζι Κράμερ από το Τολέδο και η άλλη η Λετίσια Σιλς. Τους άλλους δύο δεν τους γνώριζε. Του Ρέτζι το κορμί ήταν γεμάτο με αποκρουστικά τατουάζ που έφθαναν να καλύπτουν μέχρι και το πρόσωπό του.
Ο κόσμος γύρω τους κοιτούσε φοβισμένος, όταν τελικά η Λετίσια πήρε τον λόγο:
«Φαντάζομαι πως ήδη θα γνωρίζετε, ότι ο αρχηγός μας και μέντορας, ο Κέναρντ Γκρερ, επέστρεψε από τον τάφο που εσείς τον βάλατε. Οι Σάμχαϊν υπάρχουν, πάντοτε υπήρχαν και κινούνται ανάμεσά σας. Μπορεί να μας χώσατε στη φυλακή, να μας βασανίσατε, να μας κάψατε, να μας απαρνήθηκαν οι ίδιες μας οι οικογένειες απλώς γιατί ήμασταν μαύροι στο χρώμα, μα τώρα θα το πληρώσετε ακριβά. Ωστόσο, ο Κέναρντ, ως πονόψυχος μάγος σάς καλεί να τον ακολουθήσετε, αν όχι, ο δρόμος για εσάς είναι παλούκωμα και κάψιμο» τελείωσε τον λόγο της και οι άλλοι τρεις γέλασαν.
Μολαταύτα, κανένας δεν έκανε ούτε μισό βήμα προς το μέρος τους. Τότε, ένα αγοράκι πορφυρό στο χρώμα, βαστώντας δήθεν ένα σπαθί στο χέρι, πήγε να τους επιτεθεί, με τη μητέρα του να τρέχει προς το μέρος του και τον Ρέτζι να σηκώνει το χέρι του, έτοιμος να εξαπολύσει κάποιο ισχυρό ξόρκι εναντίον τους. Ο Σύλβαν, τότε, κινήθηκε ταχύτατα, μπαίνοντας μπροστά και τινάζοντας την μητέρα μακριά για να αποφύγει το ξόρκι, έβαλε το κορμί του ασπίδα για να προστατεύσει τον μικρό.
Ο Ρέτζι, με μάτια που γυάλιζαν και κεφάλι ξυρισμένο και καλυμμένο εξίσου με τατουάζ, ξεκίνησε να γελά απόκοσμα.
«Για δες. Ένας προδότης ανάμεσά μας. Τι συμβαίνει, Σύλβαν, ξαφνικά πήρες το μέρος των υπόλοιπων; Ξεχνάς μήπως πως βρισκόσουν στο διπλανό κελί από εμένα, λίγο πριν μας βρει ο αφέντης Άινταν και μας ελευθερώσει; Εξαιτίας αυτής της κοινωνίας, εσύ έτρωγες για χρόνια από τα σκουπίδια. Τρεφόσουν με τα αποφάγια τους και αρρώσταινες, τυλιγμένος με μύγες και ακαθαρσίες. Θα έπρεπε να ντρέπεσαι που παίρνεις το μέρος τους. Εξάλλου, αν πραγματικά σε δέχονταν, δεν θα αναγκαζόσουν να ζεις με την κάλυψη του Γκρίζου. Λέω ψέματα; Φανερώσου λοιπόν και άσε την κοινωνία να σε δεχτεί όπως είσαι» τον προκάλεσε και ο Σύλβαν ένιωσε άξαφνα στριμωγμένος.
Βαθιά μέσα του γνώριζε πως η αλήθεια βρισκόταν κάπου στην μέση. Πως το μίσος για τους Μαύρους είχε καλλιεργηθεί στην κοινωνία για χρόνια και πως με κάποιον τρόπο έπρεπε να σταματήσει. Ο πόλεμος δεν ήταν ο σωστός τρόπος. Ο πόλεμος σε έκανε να βλέπεις τον αδερφό σου σαν εχθρό, να ζεις αιχμάλωτος του εαυτού σου, των πιστεύω σου, αλλά και των πιστεύω των άλλων, διαιωνίζοντας τις ρατσιστικές αντιλήψεις περι υπεροχής και κατωτερότητας. Ο Σύλβαν, ωστόσο, ήθελε να βάλει τέλος σε όλο αυτό και να κάνει τον κόσμο να δει, πως το μαύρο ήταν απλώς ένα χρώμα και πως εγκληματίες υπήρχαν παντού και το χρώμα τους ποίκιλλε. Κάνοντας ένα βήμα μπροστά, πέταξε από πάνω του την κάλυψη του Γκρίζου και άφησε την μαύρη αύρα του να ξεχυθεί.
«Είμαι Σάμχαϊν και αυτή είναι η αλήθεια. Ωστόσο, δεν συμμερίζομαι τις αντιλήψεις του Κέναρντ. Δεν θέλω να είμαι πιόνι κανενός, θέλω απλώς να ζήσω ελεύθερος και να εργαστώ, να αποκτήσω οικογένεια, όπως ένας φυσιολογικός άνθρωπος. Δεν θέλω άλλο να κρύβομαι και να ζω αποκλεισμένος. Πιστέψτε με, υπάρχουν πολλοί σαν εμένα» προσπάθησε να πείσει τον κόσμο, κατά πως φάνηκε όμως δίχως αποτέλεσμα.
Αρκετοί εξαγριώθηκαν και άξαφνα, ξόρκια ξεκίνησαν να πέφτουν από παντού, με τους τέσσερις Σάμχαϊν να αποχωρούν αφήνοντάς τον μόνο του ενάντια στο εξαγριωμένο πλήθος. Ο Σύλβαν, δημιουργώντας ταχύτατα ασπίδα, ξεκίνησε να τρέχει εξαφανίζοντας σχεδόν το σώμα του στο δευτερόλεπτο. Δεν ήθελε να τους επιτεθεί, είχε βάλει στόχο να παλέψει, προκειμένου να αλλάξει την εικόνα των Σάμχαϊν. Όταν βρισκόταν πλέον σε ασφαλές περιβάλλον, χαμένος σε ένα δάσος με μόνη του συντροφιά την Κύβελη και ένα μοναχικό σπίτι που κάπνιζε, άφησε το σώμα του να πέσει στη γη κλαίγοντας.
«Τελικά, είσαι η μόνη που δεν θα με κρίνεις ποτέ» είπε απευθυνόμενος στο ζωάκι και χαϊδεύοντάς το. «Εσύ με δέχτηκες, έτσι ακριβώς όπως είμαι γιατί το μόνο που ήθελες, ήταν μία συντροφιά και εγώ το ίδιο. Εσύ και η Εμίλια που θα της χρωστώ για πάντα. Κατά τα άλλα, ανοίγεται ξανά μπροστά μου ο δρόμος της μοναξιάς και της φτώχιας όπως και τότε που ζητιάνευα για να ζήσω σκαλίζοντας σκουπίδια στις χωματερές. Γιατί μόνο έτσι θα είμαι ελεύθερος, αλλιώς θα πρέπει να ζω πάντοτε με τον μανδύα ενός άλλου για να μην προκαλώ αποστροφή» τελείωσε τον μονόλογο, όταν ένιωσε ένα άγγιγμα στον ώμο του που τον έκανε να τιναχτεί.
Δίπλα του εμφανίστηκε η γυναίκα με το αγοράκι που είχε σώσει πρωτύτερα. Ο Σύλβαν σηκώθηκε απότομα από τη θέση του και την κοίταξε αμίλητος και αμήχανος. Μπροστά του είχε μία όμορφη γυναίκα, με καστανά, μακριά μαλλιά, Πορφυρή μάγισσα. Φορούσε ένα εκρού φόρεμα και από πάνω ένα γκρίζο παλτό. Για λίγο στάθηκαν αμίλητοι, όταν τελικά εκείνη έγειρε μπροστά και τον αγκάλιασε.
«Σε ευχαριστώ που έσωσες τη ζωή μου και τη ζωή του γιού μου. Δεν σε ακολούθησα, απλώς μένω εδώ, στο σπίτι που βλέπεις και περνώντας έτυχε να σε ακούσω. Λυπάμαι πολύ για τη συμπεριφορά των συγχωριανών μου. Βλέπεις, εγώ έτυχε να έχω μία αδερφή κάποτε που ήταν Εβένινη όπως εσύ και είχε μια παρόμοια ιστορία. Οι γονείς μου την έδιωξαν από το σπίτι και λίγο αργότερα, έμαθα πως πέθανε εξαιτίας της πανούκλας που κάποτε θέριζε, κυρίως τα άτομα που ήταν άστεγα. Καταλαβαίνεις πώς ένιωσα στη σκέψη και μόνο, πως ένα μωρό σχεδόν, ένα μικρό παιδί, πέθανε με φρικτό τρόπο, άρρωστο και αβοήθητο επειδή απλώς ήταν Σάμχαϊν και όχι επειδή ήταν δολοφόνος. Είμαι η Άρντα Ουαντάνο, ο πατέρας μου ήταν Ισπανός. Εσένα πώς σε λένε;» τον ρώτησε και εκείνος την κοίταξε καρφώνοντας τα μαύρα του μάτια στα δικά της καστανά.
«Σύλβαν Νίψον» αποκρίθηκε και είδε τον μικρό να τρέχει και να τον αγκαλιάζει.
«Αυτός είναι ο Τζάκι και να ξέρεις πως τα παιδιά έχουν ένστικτο και αναγνωρίζουν την καλοσύνη στον άνθρωπο. Μην στέκεσαι εδώ έξω, έχει πολύ κρύο και υγρασία. Θα ήθελες να έρθεις στο σπίτι μας;» τον ρώτησε.
«Ο άντρας σας δεν θα έχει πρόβλημα;» τη ρώτησε κοκκινίζοντας.
«Ο μπαμπάς του Τζάκι έχει πεθάνει. Σκοτώθηκε σε εργατικό ατύχημα στο χημείο όπου δούλευε» απάντησε η κοπέλα.
«Ειλικρινά λυπάμαι πολύ» αποκρίθηκε ο νεαρός με τα μακριά, σχεδόν λευκά μαλλιά.
Αμίλητος, αποφάσιε να την ακολουθήσει, για να τον αγκαλιάσει λίγο αργότερα η θέρμη του σπιτιού της.
Το εσωτερικό του ήταν ό,τι πιο όμορφο είχε δει ποτέ του. Το τζάκι με το ανάγλυφο γλυπτό να το στολίζει έκαιγε θερμαίνοντας τον χώρο, ενώ όλα τα έπιπλα, ήταν παραδοσιακά και με χρώματα έντονα. Ένα κλασσικό, επαρχιακό, μαγικό σπίτι, του οποίου η κουπαστή της σκάλας ήταν το σώμα ενός δράκου.
«Μπορείς να μείνεις για όσο θέλεις. Μέχρι να δούμε πού οδεύει η κατάσταση» του είπε η Άρντα.
«Θα μείνω για λίγο, μα έπειτα θα πρέπει να βγω και να πολεμήσω για όσα πιστεύω. Δεν αντέχω άλλο να κρύβομαι» της απάντησε και εκείνη χαμογέλασε.
«Δεν θα μπορούσα ποτέ μου να εμποδίσω έναν τέτοιο σκοπό. Είναι όμορφο να ξέρεις πως δεν είσαι η μόνη που κουβαλάς αυτές τις απόψεις. Κάθισε, θα σου φέρω κάτι να φας» του είπε και για λίγο έπιασε τον εαυτό της να λοξοκοιτάζει το όμορφο πρόσωπο του νεαρού Σάμχαϊν.
Βαδίζαμε με το κεφάλι σκυφτό, εγώ, ο Άλαν και η Κρίστι, με προορισμό το γραφείο του Κρίστοφερ.
«Πόσους βαθμούς λέτε να μας αφαιρέσουν;» άκουσα τη φωνή του Άλαν, ο οποίος αιωνίως σκιζόταν για την υψηλή βαθμολογία.
«Πάψε, Άλαν, γιατί με όσα έγιναν, προβλέπεται να μένουμε στον ίδιο έτος για πολλά χρόνια. Ωστόσο καλύτερα αμόρφωτη, παρά ακέφαλη εξαιτίας του Κέναρντ» απάντησε η Άρπια, η οποία ωστόσο αδυνατούσε να ξεχάσει την παρουσία του Τόμας.
Σταθήκαμε μπροστά από την αιώνια, επιβλητική πόρτα με την κουκουβάγια και χτυπήσαμε, όταν ακούσαμε την χαρακτηριστική φωνή του Κρίστοφερ να λέει «Είμαστε ανοιχτά». Συγκρατώντας ένα γέλιο μπήκαμε, ενώ είδα τον Άρθουρ να τινάζεται φουσκώνοντας τα λευκά φτερά του κοντά στον λαιμό.
«Καλώς τα παιδιά του σκότους. Λίγο ακόμη και θα τον ξεκάνετε αυτόν τον τύπο που παριστάνει τον καθηγητή και διευθυντή σας» έκρωξε και ο Κρίστοφερ τον κοίταξε με βλέμμα που τον κεραυνοβολούσε. Λίγο αργότερα, στο γραφείο μπήκε και ο Τρόυ, εντυπωσιακός όπως πάντα. «Συμπληρώθηκε το παρεάκι των φωστήρων τώρα» μουρμούρισε η κουκουβάγια και στράφηκε προς το μέρος μου ανήσυχη «Λευκό κορίτσι, είσαι καλά;» με ρώτησε και ένευσα θετικά αμίλητη ενώ ο Τρόυ του έκανε σήμα να πηγαίνει. Έπειτα μας κοίταξε και τους τρεις προσεκτικά.
«Αρχικά, θα ήθελα να μου εξηγήσει κάποιος ο πιο χαρισματικός στον λόγο την αιτία που σας έκανε να βρεθείτε σε ένα τόσο απόκοσμο μέρος, όπως η Περιφέρεια, και μάλιστα μία ανάσα μακριά από τον Κέναρντ» έθεσε την πλάγια ερώτηση και εγώ πήρα τον λόγο.
«Κύριε Γούντς, δεν θα σας πω ψέματα και ας με αποβάλετε»
«Καλά ξεκινάς, δεσποινίς Κας» μου είπε τονίζοντας το επίθετό μου το αληθινό.
«Εγώ φταίω και εγώ παρέσυρα τους φίλους μου. Ο λόγος που πήγα ως εκεί, ήταν για να βοηθήσω τον Σκορπιό Γκρερ να απαλλαγεί από την κατάρα που τόσα χρόνια κουβαλούσε. Ήταν ριψοκίνδυνο το ξέρω, μα...» πήγα να συνεχίσω, ωστόσο ο Κρίστοφερ με διέκοψε.
«Κένταλ, αυτό που κάνατε ήταν απαράδεκτο. Η κατάρα που αναφέρεις μου είναι άγνωστη, ωστόσο, θυμάμαι πως στο παρελθόν, εγώ και ο Σιμεόν είχαμε αναρωτηθεί πολλές φορές για το τι συνέβαινε με εκείνο το ιδιαίτερο και θλιμμένο αγόρι» μου είπε και συνέχισα.
«Ονομάζεται Ανάμοραν και λειτουργεί ως φυλακή των θετικών συναισθημάτων, αλλιώς το τίμημα είναι θάνατος. Γι’αυτό ο Σκορπιός φερόταν έτσι. Αλλά αυτό ήταν άδικο για εκείνον» είπα με παράπονο και είδα τον Τρόυ να χαμογελά αχνά, πιστεύοντας πως δεν τον είχα προσέξει, τη στιγμή που ο Κρίστοφερ μπροστά μου άφριζε. Τον καταλάβαινα. Είχε την ευθύνη μας και απόψε θα μπορούσαμε να έχουμε σκοτωθεί.
Ερχόμενος κοντά μου, στάθηκε μπροστά μου ακριβώς τοποθετώντας τα χέρια του μπροστά από το στήθος του.
«Μας κοροϊδέψατε όμως, προσπαθώντας να δημιουργήσετε προβολές ώστε να μην αντιληφθούμε την απουσία σας. Τι θα γινόταν όμως, αν πράγματι δεν είχαμε έρθει για να σας βοηθήσουμε; Θα μπορούσατε να αντιμετωπίσετε μόνοι σας τον Κέναρντ; Σας έχω μεγαλώσει και τους τρεις. Σας θυμάμαι μικρά παιδιά να έρχεστε στη Σχολή και σας έχω πει εκατομμύρια φορές, πως θα είμαι δίπλα σας σε ό,τι χρειαστείτε. Εσείς όμως, προτιμήσατε το δρόμο του ψέματος που παραλίγο να σας στοιχίσει τη ζωή» τελείωσε ξεφυσώντας και ο Τρόυ έκανε ακόμη ένα βήμα προς το μέρος μας.
«Εγώ θα ξεκινήσω λέγοντάς σας μία μεγάλη αλήθεια. Πως είμαι Εβένινος, Σάμχαϊν και καθηγητής σας. Γνωρίζω πως οι Μαύροι θεωρούνται σατανικά και κακοποιά στοιχεία, ωστόσο στέκομαι μπροστά σας λέγοντάς σας την αλήθεια. Θέλω και εσείς να κάνετε το ίδιο από εδώ και μπρος» μας είπε χαμογελώντας πλατιά και η Κρίστι με τον Άλαν τον κοίταξαν εντυπωσιασμένοι. Κάπου εκεί έκανα μονάχα μία σκέψη που με γέμισε ελπίδα. Πως κάποτε το μαύρο θα ήταν απλώς ένα χρώμα και τίποτε περισσότερο.
«Ένας Σάμχαϊν, καθηγητής της Επινουά. Προοδευτικό, κύριε Κρίστοφερ» πρόφερε η Κρίστι.
«Βλακώδες θέλεις να πεις. Μην βαφτίζουμε τώρα και τη χαζομάρα πρόοδο» έσκουξε η αιώνια φωνή του Άρθουρ από το ανοιχτό παράθυρο, ο οποίος ωστόσο φάνηκε να συμμερίζεται την σκέψη τη δική μου καταβάθος. Το καταλάβαινα από την παράξενη αύρα αυτού του μαγικού πλάσματος.
«Εσύ ή εγώ;» ρώτησε τον Κρίστοφερ ο Τρόυ που τον κοίταξε συνωμοτικά.
«Δικός σου» απάντησε ο Εκρού μάγος, για να δει τον Τρόυ να εξαπολύει μία μικρή λάμψη και να του μαδάει αυτομάτως όλο του το κεφάλι αφήνοντας μονάχα ένα πούπουλο στην κορυφή.
«Αυτό αποτελεί απλώς μία προειδοποίηση» έσκουξε ο Τρόυ και το πουλί εξαφανίστηκε αγκομαχώντας εκνευρισμένο, με εμάς να έχουμε πεθάνει στα γέλια.
«Εσείς, σοβαρευτείτε. Για την ώρα χάνετε πέντε βαθμούς από τον συνολικό του χρόνου. Είστε ελεύθεροι να πάτε στο κέντρο της Βέρνια απόψε για να αγοράσετε βραδινούς μανδύες. Θα είμαστε και οι καθηγητές μαζί σας για ασφάλεια» είπε ο Κρίστοφερ, με εμάς να φεύγουμε κατηφείς, εξαιτίας της μειωμένης βαθμολογίας μας, αλλά γελαστοί μετά την αποκάλυψη του Τρόυ και το πρώτο βήμα, για το άνοιγμα του κόσμου στους Εβένινους και πάλι.
Την ίδια ώρα, ο Γουίλ βρισκόταν στο χημείο, σκεπτόμενος πως είχε απομακρυνθεί αρκετά από την αδερφή του. Παραδόξως, στην ίδια αίθουσα βρισκόταν και η Έλσα, παρά το γεγονός πως ήταν μικρότερη. Οι γνώσεις της είχαν κριθεί κάτι παραπάνω από επαρκείς, προκειμένου να μπει στην τάξη μαζί με τους τελειόφοιτους. Ο Γουίλ λάτρευε την χημεία και την παρασκευή μαγικών φίλτρων, κυρίως για ιατρικούς λόγους. Παρακολουθούσε τα μαθήματα, σχεδόν με ευλάβεια, ενώ ο καθηγητής ήταν ένας Ναΰρι, όπως και οι νοσοκόμες της Σχολής. Συνεργαζόταν σχεδόν πάντοτε με την Έλσα, μιας και όλοι την απέφευγαν καθώς την θεωρούσαν παράξενη εξαιτίας της κλίσης της στη μεταφυσική.
«Σε βλέπω ελαφρώς πεσμένο» του είπε η κοπέλα, ενώ παρασκεύαζαν ένα φίλτρο σε μορφή ζελέ, το οποίο χρησίμευε στην καταπολέμηση κάθε πόνου στο κορμί, ενώ η μετατροπή του από ρευστό σε σχεδόν στερεό ήταν αρκετά δύσκολη.
«Η αλήθεια, νιώθω πως απογοήτευσα την Κένταλ σαν αδερφός. Ίσως την πίεσα γιατί φοβήθηκα τον Σκορπιό. Δεν ξέρω αν πρέπει να τον εμπιστευθώ» της εξομολογήθηκε και εκείνη τον κοίταξε γλυκά.
«Θα σου πω κάτι και ας το θεωρήσεις παράλογο. Οι Γκρερ δεν είναι αυτό που ο κόσμος νομίζει. Δεν είναι σατανικοί, ούτε έχουν τα γονίδια της κακίας και του μίσους. Κάποτε, πριν από πολλά χρόνια, ήταν μία υπέροχη οικογένεια και σε αυτήν ανήκε τόσο ο Σιμεόν, όσο και ο Κέναρντ και ο Γουίλφρεντ. Ο Κέναρντ ήταν ένα χαρισματικό και όμορφο αγόρι, ενώ όλοι τότε στη Σχολή πάλευαν να πάρουν λίγη από την λάμψη του. Ωστόσο, η ίδια λάμψη που τον έφερε στην κορυφή, η ίδια τον οδήγησε στον γκρεμό. Η διευθύντρια της Επινουά τότε, η Κριστίν Νορρίς, ήταν Μαύρη και αδηφάγα με τις γνώσεις των ρούνων. Παγίδεψε τον Κέναρντ, γιατί τον ποθούσε και απέτυχε στο να τον ξελογιάσει» προσπάθησε να πει, όταν δάκρυα ξεκίνησαν να κυλάνε από τα μάτια της και τα χέρια της άρχισαν να τρέμουν, με τον Γουίλ να την κοιτάζει σοκαρισμένος και να ζητά άδεια από τον καθηγητή να βγουν για λίγο από την αίθουσα.
«Είσαι καλά;» την ρώτησε ενώ βρίσκονταν έξω από την τάξη και εκείνη συνέχισε, σαν να μην τον είχε ακούσει ποτέ, σαν να επιθυμούσε απλώς να πετάξει εκείνο το βάρος από πάνω της.
«Ο Κέναρντ ήταν δεκαεπτά και εκείνη σαράντα»
«Μα, ο Κέναρντ μπροστά της ήταν ένα νεαρό αγόρι. Πώς...;» απάντησε ο Γουίλ.
«Δεν ξέρω. Αυτό που ξέρω, είναι πως το απόγευμα που ο Κέναρντ παγιδεύτηκε ήμουν μαζί του. Θα με συνόδευε σε εκείνον τον ετήσιο χορό της Σχολής, μα δεν πρόλαβε. Οι ρούνοι τον κατάπιαν εξαιτίας της Νορρίς, μετατρέποντάς τον στο σημερινό τέρας και εμένα με καταράστηκε να παγώσει η ηλικία μου από τότε, για να υποφέρω βλέποντας την κατάντια εκείνου που κάποτε ερωτεύτηκα με όλη μου την ψυχή. Ο Κέναρντ εκείνο το βράδυ προσπάθησε να με σώσει από την επίθεση των ρούνων, βάζοντας το κορμί του μπροστά για ασπίδα, με αποτέλεσμα να τον καταλάβουν. Με έσωσε, μα το πλήρωσε ακριβά» τελείωσε και ο Γουίλ δεν μπορούσε να αρθρώσει ούτε μισή κουβέντα.
«Τι είναι αυτά που λες; Πώς είναι δυνατόν; Εσύ και εκείνος… Θέλω να πω, είσαι από το παρελθόν;» ξεκίνησε τις ερωτήσεις.
«Ναι, εγώ. Δεν σου έκανε εντύπωση η εμφάνισή μου που μένει ίδια και απαράλλαχτη;» τον ρώτησε και ο νεαρός ξεκίνησε να σκέφτεται.
«Τώρα που το αναφέρεις, δεν έχεις και άδικο. Αλλά και πάλι, μου λες δηλαδή πως ο αυθεντικός Κέναρντ ήταν καλός;» την ρώτησε.
«Ήταν πολύ καλός και μάλιστα με τον Όσβαλντ ήταν κολλητοί και γείτονες. Ήταν ένα παιδί λαμπερό. Γι’αυτό σου λέω να μην φοβάσαι τον Σκορπιό. Έχει καλά γονίδια» του είπε.
«Και ο Άινταν; Ο φρικτός μας γείτονας; Γιατί είμαι βέβαιος πως τον έζησες και αυτόν σαν μαθητή εδώ, αφού υπάρχεις από την εποχή του Κέναρντ» πρόφερε ο Γουίλ.
«Ο Άινταν είναι μία άλλη ιστορία και υποψιάζομαι λυπηρή. Ως μαθητής δεν είχε τη λάμψη του Κέναρντ ή τον δυναμισμό του Σκορπιού. Σε αυτό δεν θα σου πω ψέματα. Είχε μία σκοτεινιά και υπερβολική δύναμη. Ήταν εξίσου δυνατός με τον παππού του, αυτό είναι σίγουρο, μα το έδειχνε όπου και αν χρειαζόταν. Δεν ανοιγόταν σχεδόν ποτέ, δεν μπορούσες να διαβάσεις τα συναισθήματά του γιατί πολύ απλά το πρόσωπό του ήταν σχεδόν πάντοτε ανέκφραστο. Τότε, δεν τον χαρακτήριζες ούτε καλό ούτε κακό, τον τύλιγε ένα μυστήριο που θυμάμαι πως γοήτευε τις γυναίκες, γιατί ο Άινταν είναι όμορφος άντρας και με στυλ προσεγμένο. Εκείνος όμως δεν γύρισε ποτέ του να κοιτάξει κάποια κοπέλα. Τον ενδιέφεραν μονάχα τα μαθήματά του» τελείωσε και ο Γουίλ αναστέναξε αλλάζοντας ευθύς το θέμα.
«Τι θα απογίνεις όμως εσύ; Σαν ύπαρξη όταν όλα τελειώνουν και φυσικά, αν τελειώσουν;» τη ρώτησε ο νεαρός μα εκείνη κούνησε τους ώμους της ανήξερα.
«Δεν έχω ιδέα» του απάντησε και τελικά αποφάσισαν να μπουν στην αίθουσα για να συνεχίσουν το μάθημα της χημείας.
Ο Κέναρντ επέστρεψε επιτέλους πίσω στη ζοφερή του έπαυλη. Από μακριά, το σπίτι των Κας είχε μείνει ένα ερείπιο να σέρνεται στον χρόνο, κουβαλώντας τις αναμνήσεις της ζωής μίας οικογένειας. Το σπίτι του, ωστόσο, γουργούρισε ευχαριστημένο σε σημείο που μέχρι και ο Άινταν ανατρίχιασε.
Το πλάσμα κοιτούσε ολόγυρα με βλέμμα σκοτεινό και τρελαμένο, πάντοτε βαστώντας τη ράβδο στο δεξί του χέρι. Όλα ήταν όπως ακριβώς τα είχε αφήσει. Με το ένα του χέρι, ακούμπησε στον τοίχο και ρούνοι μαύροι, ρούνοι που όμως έσταζαν αίμα σχηματίστηκαν σαν να αναδύονταν από το τσιμέντο. Ο Κέναρντ έκλεισε τα μάτια θαρρείς και έκανε διαλογισμό. Διάβαζε την ιστορία του σπιτιού, αυτά που είχε να του αφηγηθεί κατά την απουσία του.
«Η κόρη μου πέθανε εδώ μέσα» κατέληξε τελικά και ο Άινταν τον κοίταξε ατάραχος.
«Αυτή μπορεί να ήταν κόρη σου, αλλά δεν ήταν μάνα για εμένα. Με εγκατέλειψε» του είπε και ο μάγος χαμογέλασε απόκοσμα.
«Ήταν μία δειλή, δύσμορφη γυναίκα. Εγκατέλειψε και εμένα. Έτσι γίνεται, εγγονέ μου. Τους δυνατούς και διαφορετικούς, τους αφήνουν πίσω. Εγώ δεν θα σε αφήσω» του είπε, ωστόσο πρόσεξε στον καναπέ μπροστά του, ένα μπαστούνι να στέκεται ακουμπισμένο «Τι είναι αυτό;» ρώτησε κάπως κοφτά τον Άϊνταν.
«Είναι το μπαστούνι του Μπένταγκ, του πατέρα μου» απάντησε εξίσου κοφτά και εκείνος, ενώ εκεί φάνηκε, πόσο αυτή η απόκοσμη φιγούρα που είχε δίπλα του, αδυνατούσε να συμμεριστεί τα συναισθήματά του και ας κατέβαλλε προσπάθειες για να φανεί το αντίθετο.
«Ο Μπένταγκ ήταν κάποτε ο κηπουρός μας και εσύ αποκαλείς πατέρα αυτό το κατώτερο πλάσμα;» τον ρώτησε, ωστόσο μπροστά του είδε έναν Άινταν οργισμένο που σχεδόν είχε αλλάξει μορφή.
Τα μάτια του είχαν υιοθετήσει το χρώμα της ώχρας του δράκου και τα χέρια του σφίγγονταν σε γροθιές, σε σημείο να ματώσουν.
«Τον Μπένταγκ δεν επιτρέπεται να τον πιάνει κανένας στο στόμα του και να σπιλώνει την μνήμη του. Ούτε εσύ ούτε ο Θεός ο ίδιος!» ούρλιαξε και άξαφνα αέρας δυνατός ξεκίνησε να εισέρχεται στον χώρο, κάνοντας πόρτες και παράθυρα να χτυπούν φρενιασμένα σε σημείο το ένα να σπάσει. Ο Άινταν βρισκόταν στο μέσον μίας θύελλας, με μάτια σκοτεινά πια στο χρώμα του κάρβουνου, χέρια υψωμένα και διάθεση να μην αφήσει τίποτε όρθιο.
Μπροστά του ο Κέναρντ, αρχικά ατάραχος, πάλεψε να κατευνάσει τις δυνάμεις του, σύντομα όμως διαπίστωσε πως ο Άινταν, είχε πράγματι γίνει εκείνος ο τέλειος και παντοδύναμος στρατιώτης. Έτσι προτίμησε απλώς να τον αφήσει να ξεσπάσει. Ο νεαρός κυριολεκτικά διέλυε ό,τι έβρισκε, μέχρι που στάθηκε στο κατώφλι βαστώντας το μπαστούνι του Μπένταγκ.
«Στη δική σας την απουσία, εκείνος ήταν πάντοτε δίπλα μου. Μπορεί να είσαι ο παππούς μου, μα σου απαγορεύω να πιάσεις ξανά το όνομά του στο στόμα σου, αλλιώς δεν θα διστάσω να τα διαλύσω όλα εδώ μέσα. Όσα δηλαδή απέμειναν. Μην παίζεις λοιπόν με εμένα. Έχω πάψει να είμαι μία απλή μαριονέτα» τελείωσε και εξαφανίστηκε.
Ξεκίνησε να τρέχει δίχως να κοιτάζει πίσω του δίχως να νοιάζεται. Το μόνο πράγμα που σιγόβραζε μέσα του ήταν η οργή και το πένθος που είχε τόσο μάταια παλέψει να πνίξει. Μάλλον πίστευε πως οι εξελίξεις που έτρεχαν, θα προλάβαιναν να σκεπάσουν τον θάνατο του καλύτερου φίλου και πατέρα του, του Ντουένον με τη χρυσή καρδιά. Γύρω του ο άνεμος λυσσομανούσε, μα ο Άινταν έστεκε πάντοτε περήφανος κόντρα σε αυτόν. Το σώμα του δηλαδή, καθώς ο αδήρητος χαρακτήρας του είχε πια ρωγμές επάνω του, έσπαγε αργά, όπως και η καρδιά του σε χίλια κομμάτια.
Με κόπο, πλησίασε μία λίμνη και κοίταξε το είδωλό του. Η αντανάκλασή του ήταν θολή, διακεκομμένη.
“Ποιος είμαι επιτέλους;” αναρωτήθηκε “Τι είμαι; Ένα φρικτό, αισχροποιό τέρας ή ένας δυστυχισμένος άνθρωπος;”
Περπατώντας και αδιαφορώντας για τους γύρω του που βάδιζαν ανέμελα, έπεσε καταλάθος επάνω σε μία ηλικιωμένη μάγισσα και την εγγονή της που πήγαιναν βόλτα. Μόλις ύψωσαν το βλέμμα τους και τον αντίκρισαν, πάγωσαν, ενώ η μικρή βάλθηκε να κλαίει. Όλοι αναγνώριζαν το πρόσωπό του και όλοι το φοβούνταν σαν τον πιο σκοτεινό εφιάλτη, όπως και του παππού του.
«Σας παρακαλούμε, κύριε Γκρερ, δείξτε έλεος. Ένα κοριτσάκι είναι μονάχα» ξεκίνησε τις ικεσίες η ηλικιωμένη κλαίγοντας ξαφνιάζοντάς τον περισσότερο.
Με τα λαμπερά, σμαραγδένια μάτια του, σάρωσε τα πρόσωπά τους και στάθηκε στο πονεμένο βλέμμα του κοριτσιού. Μέσα στο μυαλό του, εικόνες του παρελθόντος αναδεύτηκαν από τα άδυτα της ψυχής του, για να βγουν στην επιφάνεια. Ένα δεκάχρονο αγοράκι, να κλαίει και να ικετεύει γονατιστό να το λυπηθούν οι βασανιστές του. Ήταν εκείνος και οι αναμνήσεις του προκαλούσαν ρίγη και πόνο, μέχρι που έκανε κάτι για πρώτη φορά στη ζωή του. Ξέσπασε σε κλάματα, μπροστά σε αυτές τις δύο άγνωστες γυναίκες. Δάκρυα κύλησαν αβίαστα από το αλαβάστρινο πρόσωπό του, ενώ λέξεις και φράσεις πάλευαν να σχηματιστούν ανάμεσα από τους λυγμούς. Είχε σχεδόν γονατίσει μπροστά τους ανήμπορος, χαμένος στον κυκεώνα του παραληρήματός του. Οι δύο γυναίκες είχαν μείνει παγωμένες και αμήχανες μη γνωρίζοντας τι να κάνουν ή πώς να αντιδράσουν.
«Ε-εγώ κυρία μου, δεν θα μπορούσα να πειράξω ποτέ ένα παιδί. Υπήρξα και εγώ παιδί ξέρετε. Μονάχα που εμένα κανένας δεν με πήρε από το χέρι για να με πάει μία βόλτα στο πάρκο, όπως εσείς την εγγονή σας. Δεν είμαι δολοφόνος παιδιών, είμαι απλώς ένας δυστυχισμένος άνθρωπος» τελείωσε, αφήνοντάς τες να τον κοιτάζουν με οίκτο. Το σιχαινόταν αυτό το συναίσθημα στα πρόσωπα των άλλων, όμως η ψυχολογία του κατέρρεε ώρα με την ώρα και το γνώριζε.
Τις άφησε να συνεχίσουν το δρόμο τους και ο ίδιος ξεκίνησε να τρέχει, σπάζοντας στο διάβα του δέντρα και κλαδιά, γδέρνοντας τους κορμούς και ό,τι άλλο έβρισκε. Ήθελε να ξεσπάσει οπωσδήποτε κάπου και γι'αυτό κατέστρεφε ό,τι έβλεπε μπροστά του, πέφτοντας στο τέλος στο έδαφος και κρατώντας σφιχτά στην αγκαλιά του το μπαστούνι του Μπένταγκ. Τα δάχτυλά του είχαν ματώσει, μα δεν τον ένοιαζε. Αν μπορούσε, θα έβαζε τέλος στην άθλια ζωή του. Με κινήσεις αργές, ξεκίνησε να σκάβει ένα λάκκο στο υγρό χώμα. Μόλις ολοκλήρωσε τη δουλειά του, εναπόθεσε προσεκτικά το μπαστούνι και το κάλυψε με φρέσκο χώμα.
“Εις το επανιδείν, πατέρα μου αγαπημένε. Είθε η αγκαλιά του ουρανού να σε τυλίξει, ζεστή και φιλόξενη, όσο ήταν και η δική σου κάθε φορά που το είχα ανάγκη” τελείωσε και άφησε επάνω ένα μικρό μπουμπούκι.
Καθώς σηκωνόταν ξανά, κοίταξε τον ορίζοντα και με όση δύναμη του απέμενε, συνέχισε να τρέχει με προορισμό το Βερθάλ. Κάθε του βήμα, ήταν και το σπρώξιμο της ανάγκης να φθάσει επιτέλους στον προορισμό του. Στο σπίτι που βρισκόταν χτισμένο στους πρόποδες του γκρεμού. Με γρήγορες δρασκελιές, διέσχισε την πλατεία, ενώ ο κόσμος τον κοιτούσε με απέχθεια και τρόμο. Όλοι αναγνώριζαν το πρόσωπό του το ποιος ήταν και ο φόβος διαπερνούσε το κορμί τους. Τον Άινταν ωστόσο δεν τον ένοιαζε, καθώς ήδη βρισκόταν στο μικρό, μαγικό μονοπάτι που οδηγούσε στο σπίτι της Εμίλια.
Καθώς έφτανε, πρόσεξε πως τα φώτα του σαλονιού ήταν ανοιχτά. Για δευτερόλεπτα, φοβήθηκε, μήπως η κοπέλα είχε κάποια παρέα, μα αν έκρινε από τη φιγούρα της που πηγαινοερχόταν, μάλλον ήταν ολομόναχη. Με την καρδιά του να χτυπά, έτοιμη να σπάσει, στάθηκε στο κατώφλι της πόρτας που είχε για σχέδιο μπροστά της το πρόσωπο ενός δράκου της Ανατολής. Τη χτύπησε αδύναμα και άκουσε τα βήματα της Εμίλια να πλησιάζουν, μέχρι που η πόρτα άνοιξε και μπροστά του στάθηκε εκείνη εμφανώς έκπληκτη για το θέαμα που είχε μπροστά της.
«Άινταν; Μα, τι γυρεύεις τέτοια ώρα εδώ;» τον ρώτησε ταραγμένη από την φυσική του κατάσταση και εκείνος βουρκωμένος, το μόνο που της απάντησε, ήταν:
«Αγάπη».
Η Εμίλια, βάζοντας το χέρι της μπροστά από το στόμα της, έτρεξε και τον αγκάλιασε σφιχτά.
«Τότε, ήρθες στο σωστό μέρος» του είπε και μπήκαν σπίτι μαζί, ενώ εκείνη τον οδήγησε στο σαλόνι, μπροστά από το τζάκι. «Έχεις τα χάλια σου. Άινταν, τι σου συμβαίνει; Μίλησέ μου, που να πάρει επιτέλους. Άνοιξε την ψυχή σου, να σε βοηθήσω προσπαθώ» του είπε απεγνωσμένα.
«Ξέρεις πως τον Μπένταγκ τον έχασα, το ίδιο και τον Σκορπιό που μου γύρισε δικαίως την πλάτη. Έφερα πίσω τον Κέναρντ, γιατί τον είχα ανάγκη. Είχα ανάγκη από μία οικογένεια, ένα στήριγμα του δικού μου αίματος, μα κάθε φορά που τον κοιτάζω νομίζω πως δίπλα μου έχω έναν ξένο. Εμίλια, δεν ξέρω ποιος είμαι ή τι κάνω πλεον. Το μόνο που γνωρίζω, είναι πως… πως είχα την ανάγκη να έρθω και να σε δω» τελείωσε και η κοπέλα άπλωσε το χέρι της σιωπηλή και χάιδεψε το πρόσωπό του.
Εκείνος έκλεισε τα μάτια του, το κορμί του έτρεμε από την νευρικότητα και την αμηχανία.
«Τα χέρια σου, είναι γεμάτα πληγές» του είπε η Εμίλια και σηκώνοντας την παλάμη του, ξεκίνησε να φιλά τα τραύματά του ένα ένα.
Εκείνος της χαμογέλασε, σχεδόν βούρκωσε.
«Το κορμί αυτό έχει δεχτεί μόνο ξύλο και ελάχιστες αγκαλιές. Κάποτε σου διέγραψα τη μνήμη, γιατί φοβήθηκα. Όχι μόνο για εσένα και τη ζωή σου, αλλά και τις ευθύνες που θα είχα, αν έμπαινα σε μία σχέση μαζί σου. Ξέρεις, δεν έχω τολμήσει να συνάψω σχέση με κάποια κοπέλα, ποτέ μου δεν έκανα έρωτα, δεν μπορούσα. Όλα έμοιαζαν να σταματούν κάπου, σαν κάτι να με εμπόδιζε να προχωρήσω. Από τη μία, ντρεπόμουν για το σώμα μου, που θα μαρτυρούσε τα φρικτά μου βασανιστήρια και από την άλλη, φοβόμουν τις παρενέργειες αυτών των πειραμάτων. Υπήρξε κάποτε, μία επιπλοκή στον οργανισμό μου. Ένα πείραμα δεν πήγε καλά και αυτό είχε σαν αποτέλεσμα να πάθει ζημιά το ουροποιητικό μου σύστημα. Ουρούσα στο κρεβάτι μου πολλές φορές ή σε στιγμές που ίσως βρισκόμουν έξω, γιατί είχα ακράτεια. Ναι, ο άντρας που βλέπεις μπροστά σου, αυτός ο Πρίγκιπας του Σκότους, όπως με αποκαλούν συχνά, δεν είναι τίποτε άλλο, από ένα δυστυχισμένο και ξεχασμένο από τον κόσμο παιδί, που περίμενε την αγάπη» έκανε μία παύση και η Εμίλια συντετριμμένη, κινήθηκε και χώθηκε στην αγκαλιά του, έτσι όπως κάθονταν οκλαδόν, αρχικά ο ένας απέναντι από τον άλλο.
«Θέλω να είμαι μαζί σου» του ψιθύρισε, με την ανάσα της να κόβεται.
«Μπορείς; Το αντέχεις; Αντέχεις κάποιον σαν εμένα που κουβαλά μέσα του τόσο πόνο, τόσα προβλήματα; Που τα βράδια φωνάζει και κλαίει γιατι βλέπει εφιάλτες; Θέλω και εγώ να είμαι μαζί σου. Δεν αντέχω στη σκέψη να σε αγκαλιάζει κάποιος άλλος. Είμαι ερωτευμένος μαζί σου. Σε ερωτεύτηκα ως Ντουγκλάς στην εξόρμησή μας στο Παρίσι. Τότε που με έκανες να νιώσω για λίγο άνθρωπος, φυσιολογικός. Άντρας και παιδί ανέμελο μαζί. Σε ερωτεύτηκα για τον χαρακτήρα σου και την αθωότητά σου, μα φοβάμαι. Ακόμη και εγώ που τίποτε δεν με αγγίζει, φοβάμαι μήπως σε χάσω ή μήπως με αφήσεις και φύγεις. Η αστάθεια μου προκαλεί νευρικότητα και ξέρω, πως οι επιλογές μου δεν σε βρίσκουν σύμφωνη και δεν σε αδικώ. Αγαπάς, εκείνον που μισώ, τον Σιμεόν. Πολεμάς για τους υπόλοιπους μάγους και εγώ για τους Σάμχαϊν...» πήγε να πει και εκείνη τον διέκοψε.
«Πολεμώ για την αγάπη στον κόσμο αλλά και την δική σου. Ελπίζω όμως πως την έχω τελικά κατακτήσει» του είπε και ο Άινταν χαμογελώντας, ξεκίνησε να τη φιλά αρχικά στο λαιμό.
Με αργές κινήσεις, της αφαίρεσε τη λευκή, μακρυμάνικη μπλούζα που φορούσε, χαϊδεύοντας και φιλώντας τα χέρια της, από τον καρπό ως τον ώμο της.
«Απόψε, είσαι δική μου και θέλω και εγώ να γίνω δικός σου, το θέλω πολύ» της είπε και με μία κίνηση ξεκούμπωσε μαγικά το πουκάμισό του και άφησε τα χέρια της ελεύθερα να περιπλανηθούν στο στέρνο του και τις χιλιάδες ουλές που στόλιζαν το κορμί του. Η Εμίλια φίλησε κάθε του πληγή και κατόπιν τα χείλη του, μέχρι που εκείνος τη σήκωσε ελαφρώς, ξαπλώνοντάς την στο γούνινο χαλί. Οι δύο τους αφαίρεσαν και τα υπόλοιπα ρούχα, αφήνοντας το σώμα τους γυμνό. Η Εμίλια διέκρινε το άγχος στο πρόσωπο και τις κινήσεις του. Απλώνοντας τα χέρια της τον προσκάλεσε στην αγκαλιά της, το πρόσωπό του στάθηκε για λίγο στο ύψος του στήθους της.
«Μαζί θα προχωρήσουμε. Σε αγαπώ» του είπε φιλώντας τον απαλά και εκείνος πήρε θέση ανάμεσά της μην εγκαταλείποντας λεπτό τα χείλη της.
Εκείνη τυλίχτηκε γύρω του, παλεύοντας να τον νιώσει όσο περισσότερο μπορούσε. Ο έρωτας του έδωσε φτερά και τον γέμισε με την πληρότητα της αγάπης. Οι κινήσεις τους ήταν αργές, πάλευαν να χορτάσουν τα λεπτά που περνούσαν, με μόνο ήχο τις ανάσες τους που έβγαιναν βαθιές και κοφτές.
Ολοκληρώνοντας, ξάπλωσαν αγκαλιά μπροστά στο θερμό τζάκι. Ο Άινταν χάιδευε τρυφερά τα μαλλιά της που μύριζαν γαρδένια και έκαναν την καρδιά του να χτυπά γρήγορα.
«Μείνε απόψε» του ζήτησε εκείνη.
«Μπορώ να μείνω για πάντα;» αποκρίθηκε εκείνος.
Ιφιγένεια Μπακογιάννη
Η απόφαση είχε παρθεί και από τους δύο. Θα μεταφερόμασταν στη Βενετία των απλών ανθρώπων και όχι των μάγων. Απόψε ήθελα απεγνωσμένα να τινάξω από επάνω μου τη μαγική μου ταυτότητα που μου θύμιζε τα όσα δεινά μας περίμεναν. Απόψε ήθελα να ζήσω σαν μία φυσιολογική κοπέλα, ανάμεσα σε άγνωστους απλούς ανθρώπους, που ήρθε με το αγόρι της για να ζήσει το όνειρο, το βελούδινο όνειρο. Η είσοδος για τον κόσμο των ανθρώπων μάς ήταν πλέον γνωστή, κάθε μας βήμα και μία ανάμνηση. Μία ανάμνηση που πονούσε, καθώς υπήρχε πάντοτε η κατάρα για να μας κρατά χώρια και να ορίζει τις ζωές μας.
Ο Σκορπιός κατάλαβε αμέσως πως η διαδρομή μας στις κατακόμβες έφερνε στο νου μου την εκδρομή. Μηχανικά πήρε το χέρι μου στο δικό του και κατόπιν το έφερε στα χείλη του.
«Μην ανησυχείς, Κένταλ μου. Όλα άλλαξαν πια. Μπορεί να άργησαν λίγο, αλλά άλλαξαν» μου είπε κάνοντάς με να κοκκινίσω.
Από τους Ανιχνευτές, οι οποίοι ήταν απεσταλμένοι του Κρίστοφερ για να μην συναντήσουμε εμπόδια, πήραμε τις νέες μας ταυτότητες, αποφασίζοντας να κρατήσουμε το αρχικό μας όνομα και να προσθέσουμε στο τέλος το δημοφιλές ιταλικό επίθετο Κολόμπο. Κοινώς, ήμασταν ένα νέο ζευγάρι που ταξίδευε στη γραφική Ιταλία. Βαθιά μέσα στα τούνελ οι δρόμοι διακλαδώνονταν και στα δεξιά μας είδα το τούνελ για Παρίσι, ευθεία εκείνο του Λονδίνου και αριστερά εκείνο που οδηγούσε στη Ρώμη. Φυσικά θα το επιλέγαμε ανεβαίνοντας βόρεια, με προορισμό τη Βενετία και καταλήγοντας ίσως να διακτινιστούμε. Ο Σκορπιός ήταν πολύ καλός σε αυτό, όπως και ο Άλαν. Έτσι, από το πολυφημισμένο Κολοσσαίο, το οποίο μόλις το αντίκρυσα, ήθελα να ουρλιάξω από ευτυχία, ο Σκορπιός έσφιξε τα χέρια του γύρω από την μέση μου και μου ψιθύρισε:
«Η επιθυμία σου προσταγή, δεσποινίς Κολόμπο»
Τότε, για ακόμη μία φορά, ένιωσα το σώμα μου να συρρικνώνεται και να τινάζεται με φόρα. Όταν άνοιξα ξανά τα μάτια μου, βρισκόμουν στην καρδιά της πόλης, στην πλατεία του Αγίου Μάρκου, με την ξακουστή βασιλική του εντέκατου αιώνα, γοητευτικό αμάγαλμα βυζαντινού ρυθμού. Ήταν νωρίς το απόγευμα, ο καιρός γλυκός ακόμη και ο κόσμος αρκετός. Για κάποιον λόγο εστίαζα στα πρόσωπα των ανθρώπων. Φαίνονταν ξέγνοιαστοι, χαρούμενοι και κάπου εκεί μέσα στο πλήθος, ένας όμορφος νεαρός με το πιο εντυπωσιακό χαμόγελο που είχα δει, στεκόταν ακίνητος, θαρρείς και έκανε παρέα στα μνημεία του τόπου. Με περίμενε, μόνο εμένα, με ένα κόκκινο τριαντάφυλλο στο χέρι. Τον πλησίασα ντροπαλά και σχεδόν δάκρυσα. Συγκινήθηκα στη θέα αυτού του χαμογελαστού προσώπου, που χρόνια ατελειώτα αναγκαζόταν να φορά τη δική του προσωπική βενετσιάνικη μάσκα του θυμού και της οργής, για να γλυτώσει τον πόνο ή τον θάνατο.
«Δικός σου για πάντα» μου είπε και με σήκωσε στην αγκαλιά του στριφογυρνώντας με στον αέρα. «Κένταλ Κας, θα ήθελες να γίνεις και επίσημα η κοπέλα μου;» με ρώτησε καθώς με κρατούσε στην αγκαλιά του· τα μαλλιά μου τα ανακάτευε ο αλμυρός αέρας.
«Θέλω όσο τίποτε στον κόσμο» του απάντησα σχεδόν μέσα στα χείλη του, καθώς τα φιλούσα απαλά, γλυκά, μη μπορώντας να τα χορτάσω. «Είσαι το πρώτο μου φιλί να ξέρεις» του είπα πειρακτικά.
«Και το δικό μου. Δεν το μετανιώνω στιγμή, δεν ήθελα να έχω τη γεύση κάποιας άλλης» μου απάντησε. «Έλα να σε ξεναγήσω στο παλάτι των Δόγηδων. Βλέπεις, πάντοτε λάτρευα την ιστορία και η Ιταλία είναι από μόνη της ιστορία ολόκληρη. Θα πάμε να δούμε τη γέφυρα των Στεναγμών της οποίας το όνομα έχει διπλή εξήγηση. Από τη μία υποστηρίζεται πως ονομάστηκε έτσι γιατί από εκεί περνούσαν για τελευταία φορά οι κρατούμενοι λίγο πριν την εκτέλεσή τους. Ήταν η τελευταία φορά που θα έβλεπαν το φως του ήλιου. Εγώ προτιμώ τη δεύτερη εκδοχή που θέλει τα ζευγάρια που περνούν από κάτω και φιλιούνται με φόντο το ηλιοβασίλεμα, να έχουν αιώνια αγάπη» μου είπε και ξεχυθήκαμε στην πόλη με τα εκατοντάδες κανάλια, καταλήγοντας για έναν καφέ στο περίφημο Φλοριάν, στην πλατεία του Αγίου Μάρκου.
Ειλικρινά, δεν χόρταινα να κοιτάζω τα κτήρια και παρακαλούσα τον Σκορπιό που βαστούσε πάντοτε το χέρι μου, να σταματήσουμε σε όλα τα μαγαζιά με τα μουράνο, τα υπέροχα έργα τέχνης από γυαλί. Για λίγο και φθάνοντας στη μαγική γέφυρα Ριάλτο, ο Σκορπιός μου είπε να χαζέψω τη θέα και θα επέστρεφε σύντομα. Στις απανωτές μου ερωτήσεις για τον μυστικό προορισμό του, δεν απάντησε ποτέ, μονάχα χαμογελούσε πονηρά και εγώ δεν χόρταινα να κοιτάζω τα τρυφερά του λακάκια, σε κάθε γκριμάτσα ευτυχίας. Για λίγο, άφησα τον κόσμο να με παρασύρει. Άνθρωποι από όλον τον πλανήτη, κάθε κουλτούρας έρχονταν για να απολαύσουν τη θλιμμένη, μα ρομαντική, σχεδόν πλωτή, πόλη.
Όταν τελικά τον είδα να επιστρέφει και ενώ ο ήλιος είχε ξεκινήσει την καθοδική του πορεία, ο Σκορπιός έπλεξε τα δάχτυλά του χεριού του με τα δικά μου και μου ζήτησε να κάνουμε την πιο όμορφη διαδρομή του κόσμου. Να επιβιβαστούμε από την Πιατσάλε Ρόμα, με κατεύθυνση το Ριάλτο και να ταξιδέψουμε στο Γκράντε Κανάλε με τη γόνδολα. Πλησιάζοντας τον γονδολιέρη, εκείνος έκανε μία υπόκλιση λέγοντας μας στα ιταλικά πως ήμασταν ένα γλυκό και όμορφο ζευγάρι. Καθίσαμε αγκαλιασμένοι στην πρωτότυπη βαρκούλα με τον Σκορπιό να με φιλά τρυφερά.
«Απόψε γεννήθηκα ξανά. Ένιωσα ένας άνθρωπος, ένας νέος στην ηλικία μου με το δικαίωμα να ερωτευτώ την κοπέλα της ζωής μου» μου είπε και τον είδα για λίγο να μετακινείται και να στήνεται απέναντί μου παλεύοντας να γονατίσει μέσα στη γόνδολα.
Από την τσέπη του έβγαλε τη θήκη ενός κοσμήματος. Το άνοιξε και είδα ένα πανέμορφο δαχτυλίδι, ασημένιο, με μικρά μπριγιαντάκια ολόγυρα.
«Ακόμη είμαστε μικροί για να σου ζητήσω να γίνεις η γυναίκα μου, ωστόσο αυτό το δαχτυλίδι σφραγίζει την ξεχωριστή μας σχέση. Σε αγαπώ και δεν έχω καμία αμφιβολία γι' αυτό, ποτέ μου δεν είχα. Με δέχεσαι λοιπόν; Δέχεσαι τον Σκορπιό Γκρερ, Σάμχαϊν, να γίνει ο επίσημος δεσμός σου;» με ρώτησε με μία διάθεση παιχνιδιού.
«Φυσικά και σε δέχομαι. Όπως σου είχα πει κάποτε και το εννοούσα, το μαύρο είναι απλώς ακόμη ένα χρώμα» του απάντησα και εκείνος βουρκωμένος με φίλησε τρυφερά, δεχόμενοι παράλληλα και το χειροκρότημα από τον γονδολιέρη που μας έκανε να γελάσουμε. «Απόψε θέλω να κοιμηθούμε μαζί» του ψιθύρισα στο αυτί και έχοντας φθάσει στο τέρμα της διαδρομής, βαλθήκαμε να αναζητούμε κατάλυμα μέσα στη νύχτα.
Ευτυχώς, καθώς ήταν φθινόπωρο ακόμη, βρήκαμε ένα ενοικιαζόμενο διαμέρισμα με θέα τα κανάλια της πόλης. Ήταν πεντακάθαρο και πολυτελές εσωτερικά, ενώ είδα τον Σκορπιό να ξαπλώνει στο κρεβάτι κατάκοπος. Εκείνη ακριβώς τη στιγμή, φανερώθηκε και το τραύμα κοντά στον αστράγαλό του το οποίο είχε αρχίσει να επουλώνεται.
Τον πλησίασα αργά κοιτώντας την ουλή του και με ήρεμες κινήσεις ανέβηκα στο κρεβάτι δίπλα του, αφήνοντας στο τραύμα ένα φιλί. Τη στιγμή που σήκωνα το κεφάλι μου, ο Σκορπιός το πήρε στα χέρια του φιλώντας παιχνιδιάρικα τη μύτη και το μέτωπό μου. Σιωπηλοί με τα χάδια και τα συναισθήματα να μας δείχνουν το δρόμο, μείναμε αγκαλιασμένοι να αφήνουμε φιλιά ο ένας στον άλλο. Τότε, καθώς ο Σκορπιός βρισκόταν από πάνω μου, για λίγο σταμάτησε και με κοίταξε στα μάτια, ενώ εγώ είδα στο κυανό του βλέμμα να καθρεπτίζεται ο έρωτας. Με αργές κινήσεις άγγιξα την μπλούζα του και την ανασήκωσα ελαφρώς.
«Είσαι σίγουρη;» με ρώτησε κομπιάζοντας και εγώ απλώς του χαμογέλασα.
Τότε, τον είδα να τραβά αργά το λευκό μου φούτερ, μένοντας για λίγο ακίνητος και θαυμάζοντας το σώμα μου φιλώντας κάθε του σημείο με αγάπη. Κατόπιν αφαιρέσαμε ένα ένα τα ρούχα μας και τότε ένιωσα τον φόβο και την αμηχανία της πρώτης φοράς. Ο Σκορπιός που το κατάλαβε, ξάπλωσε πίσω ανοίγοντας τα χέρια του για να με κλείσει στην αγκαλιά του.
«Μη φοβάσαι, αγάπη μου. Δεν θα γίνει τίποτε που δεν θέλεις» μου ψιθύρισε και αργά μου έδωσε τη θέση του τοποθετώντας στην κατάλληλη στάση το κορμί του. Ήταν και εκείνος αμήχανος, το ένιωθα αλλά μου άρεσε. Μου άρεσε που ξεκινούσαμε μαζί αυτό το μονοπάτι, που μονάχα εγώ και εκείνος θα περπατούσαμε. Ο έρωτάς μας ήταν το πιο όμορφο συναίσθημα, ένα συναίσθημα που συνοδευόταν από χιλιάδες φιλιά τρυφερότητας και από μία αγκαλιά στο τέλος, ώστε να απολαύσουμε την ένωση των σωμάτων μας. Εκείνος χάιδευε τις καμπύλες μου και εγώ έχοντας κλείσει τα μάτια μου δάκρυζα από ευτυχία. Τον ήθελα να μείνει έτσι για πάντα δίπλα μου.
«Θέλω να το σκάσουμε μαζί» του είπα ξαφνικά «Να μη γυρίσουμε πίσω, εκεί που μας περιμένει ο πόλεμος και ο θάνατος» μουρμούρισα μελαγχολικά.
«Αγάπη μου, μακάρι να μπορούσαμε, μα οι άνθρωποί μας μας χρειάζονται, ο κόσμος μάς χρειάζεται. Το μόνο που θα ήθελα προτού επιστρέψω είναι να ψάξω για τον βιολογικό μου πατέρα. Έμαθα πως ήταν άνθρωπος κανονικός και ζούσε στο Παρίσι. Θα ήθελα να τον βρω, να μάθω τις ρίζες μου ή τον λόγο που δεν με αναζήτησε ποτέ» μου είπε και εγώ παραμέρισα μία καστανόξανθη τούφα από το μέτωπό του.
«Θα το κάνουμε μαζί, αύριο κιόλας» του είπα.
Τα φώτα έσβησαν, το νερό των καναλιών μας νανούρισε και οι δύο μας βυθιστήκαμε στον πιο γλυκό ύπνο που είχαμε κάνει ποτέ.
Την επομένη το πρωί, οι θερμές και λαμπερές ηλιαχτίδες, έκαναν τα βλέφαρά μου να ανοίξουν, μόνο για να δω τον Σκορπιό να κοιμάται δίπλα μου γαλήνια. Για λίγα λεπτά, έμεινα να παρατηρώ τα χαρακτηριστικά του που είχαν γλυκάνει, γιατί μπορεί να κοιμόταν, ωστόσο ακόμη και έτσι το πρόσωπό του έλαμπε. Ευθύς το βλέμμα μου κατηφόρισε στο δαχτυλίδι που φορούσα και το έτριψα μηχανικά, ενώ σηκώθηκα κατευθυνόμενη προς το μισάνοιχτο παράθυρο. Η Βενετία έμοιαζε το ίδιο μαγική και ελκυστική ακόμη και στο φως της ημέρας. Δεν χόρταινα να παρατηρώ τον κόσμο και τα κανάλια της, μέχρι που ένιωσα τη ζεστασιά μίας αγκαλιάς, να με κλείνει μέσα της. Χαμογελώντας, γύρισα και κοίταξα τον αναμαλλιασμένο Σκορπιό. Ήταν όμορφος, όλες τις ώρες ήταν, ειδικά τώρα που επιτέλους είχε απαλλαγεί από το βάρος της κατάρας.
«Ήθελα να σου κάνω έκπληξη και να σου φέρω το πρωινό στο κρεβάτι, μα θαρρώ πως με πήρε ο ύπνος τελικά. Καλημέρα» μου είπε αφήνοντάς μου ένα φιλί.
«Πειράζει που δεν θέλω να φύγω και στεναχωριέμαι;» τον ρώτησα και εκείνος, παραμερίζοντας μία καστανή μου τούφα και χαμογελώντας μού είπε:
«Φυσικά και δεν πειράζει. Το ίδιο ακριβώς νιώθω και εγώ. Ξέρεις, έχω τόση ανάγκη να εκφράζομαι, να σου λέω διαρκώς πώς αισθάνομαι, κάτι που τόσα χρόνια αδυνατούσα να κάνω. Επομένως, αν γίνω κουραστικός, θέλω να μου το πεις. Για παράδειγμα, τώρα θα ήθελα να σου πω, πως νιώθω ότι είμαι ο πιο ευτυχισμένος άντρας του κόσμου. Έχω ξεχάσει ακόμη και το όνομά μου, γιατί σκέφτομαι διαρκώς εσένα και τη χθεσινή μας νύχτα, ενώ θέλω να το ξαναζήσω. Παράλληλα, θυμώνω γιατί ο χρόνος μας πιέζει και το Παρίσι μάς καλεί. Από τις πληροφορίες που έχω, ο πατέρας μου έμενε κοντά στο Πανεπιστήμιο της Σορβόννης και το όνομά του είναι Μπαστιέν Ντιμπουά» μου είπε και στα μάτια του διέκρινα μία λάμψη ελπίδας πως ίσως θα μπορούσε και εκείνος με την σειρά του να ανήκει σε κάποια οικογένεια.
Τελικά, παρά το γεγονός πως οι Γκρερ ξεκίνησαν με τις καλύτερες προδιαγραφές, βασιζόμενη πάντοτε στις αφηγήσεις του Τόμας, κατέληξαν διαιρεμένοι και δυστυχισμένοι να αναζητούν παθιασμένα μία οικογένεια και ένα στήριγμα τη στιγμή που στην ουσία είχαν ο ένας τον άλλο. Ο Άινταν είχε τον Σκορπιό και θα μπορούσαν να είναι αγαπημένοι και φυσικά οι δύο τους είχαν τον Σιμεόν, ενώ αν δεν είχε μπει στη μέση η Νορρίς που ζήλευε και παράλληλα ήθελε με έναν αρρωστημένο τρόπο τον νεαρό Κέναρντ στη ζωή της, εκείνος και ο Σιμεόν θα ήταν μέχρι σήμερα τα πιο δεμένα αδέλφια του κόσμου. Ωστόσο, έπρεπε να χωνέψω και να δεχτώ τη σκληρή πραγματικότητα.
Απρόθυμη μάζεψα τα ρούχα μου και έχοντας κάνει ένα ζεστό μπάνιο, κατέβηκα κάτω για να βρω τον Σκορπιό να με περιμένει με ένα κρουασάν ζεστό στο χέρι και ένα φιλί. Αποφασίσαμε να πάρουμε το τρένο για να απολαύσουμε τη διαδρομή μέχρι την Πρωτεύουσα του Φωτός. Για κάποιον λόγο είχα ένα κακό προαίσθημα και σπάνια έπεφτα έξω. Από μικρή είχα το ελάττωμα να προβλέπω τις άσχημες καταστάσεις, κάποτε με την μορφή μπερδεμένων οραμάτων τα οποία είχα καταφέρει ευτυχώς να μπλοκάρω. Πλέον μου απέμενε το προαίσθημα.
Ο Σκορπιός είχε την ιδέα να αναζητήσουμε στοιχεία του πατέρα του από το Πανεπιστήμιο, όπου δίδασκε χρόνια ολόκληρα. Φυσικά, οι συνάδελφοί του κάθε φορά που άκουγαν τον νεαρό να λέει πως είναι ο υιός του, άλλοτε δυσκολεύονταν να τον πιστέψουν, άλλοτε τον κοιτούσαν με οίκτο και άλλοτε με τρόμο. Όλα αυτά τα συναισθήματα μου οικοδομούσαν ένα παζλ που δεν μου άρεσε καθόλου. Φυσικά κανένας δεν φαινόταν διατεθειμένος να μας πει κάτι παραπάνω, μέχρι που η τύχη μας οδήγησε σε έναν κύριο μεγάλης ηλικίας, που όταν είδε τον Σκορπιό, αναγνώρισε αμέσως τον Μπαστιέν στα χαρακτηριστικά του. Έτσι, μετά λύπης μας έδωσε ένα χαρτάκι πάνω στο οποίο είχε σημειώσει πρόχειρα τη διεύθυνση, δίνοντάς μας παράλληλα και προφορικές οδηγίες για να βρούμε το σπίτι πιο εύκολα. Αφήνοντας πίσω μας το υπέροχο κτήριο του Πανεπιστημίου και περιπλανώμενοι στο μουντό αλλά πανέμορφο Παρίσι, χαζεύαμε τα αριστοκρατικά του κτήρια, όλα περίπου στο ίδιο χρώμα, μέχρι που φθάσαμε σε μία ξύλινη και αρχοντική πόρτα μπροστά. Εκείνος έμενε στον δεύτερο όροφο, διαμέρισμα είκοσι.
Καθώς προχωρούσαμε ένιωθα τη λαβή του Σκορπιού, ο οποίος δεν είχε αφήσει στιγμή το χέρι μου, να γίνεται πιο έντονη και η παλάμη του να ιδρώνει.
«Αυτό είναι» μου είπε, ενώ στεκόμασταν μπροστά από μία πόρτα με τον αριθμό είκοσι.
«Χτύπα και μην φοβάσαι» του είπα και τον είδα να χτυπά την πόρτα διστακτικά, για να του ανοίξει τελικά ένα κορίτσι γύρω στα δέκα.
«Ποιος είσαι;» τον ρώτησε στα γαλλικά κοιτάζοντάς τον ντροπαλά.
«Ψάχνω τον Μπαστιέν, μήπως τον είδες;» την ρώτησε όσο πιο πρόσχαρα μπορούσε και εκείνη στράφηκε στο εσωτερικό και φώναξε:
«Μπαμπά! Σε ψάχνουν» του είπε και ένιωσα τον Σκορπιό να ταράζεται.
«Ηρέμησε, σε παρακαλώ. Ήρθαμε για απαντήσεις» του είπα μέχρι που είδα μπροστά μου έναν κύριο και κυριολεκτικά τα έχασα.
Ήταν σαν να έβλεπα τον Σκορπιό σε μεγαλύτερη ηλικία. Η ομοιότητά τους ήταν εκπληκτική. Ωστόσο, δεν ήμουν η μόνη που το είχα παρατηρήσει καθώς τον είδα να χλωμιάζει στη θέα του υιού του.
«Παρακαλώ, πώς μπορώ να σας βοηθήσω;» ρώτησε δήθεν αθώα, παλεύοντας να κρύψει τον εκνευρισμό του.
«Θα μας αφήσεις να στεκόμαστε εδώ έξω; Τόσο αφιλόξενος είσαι, πατέρα;» του πέταξε ο Σκορπιός και ο άντρας απέναντί του άλλαξε ευθύς την έκφραση του προσώπου του.
«Δεν ξέρω για τι πράγμα μιλάς» του είπε απότομα.
«Και να μη γνωρίζεις, θαρρώ πως δεν είσαι αόμματος. Η ομοιότητά μας είναι εκπληκτική. Επομένως άφησέ μας να περάσουμε» του ψιθύρισε απειλητικά και εκείνος έχοντας χάσει τη μάχη με την επιμονή του Σκορπιού, άνοιξε απρόθυμα την πόρτα και μας έβαλε μέσα.
«Σε προειδοποιώ, πως αν κάνεις τίποτε που να φοβίσει την κόρη μου, θα το πληρώσεις» τον απείλησε ο Μπαστιέν και ειλικρινά πάλευα αρχικά να αποκωδικοποιήσω την αντίδρασή του.
«Σαν τι;» τον ρώτησε ο Σκορπιός παλεύοντας να συγκρατηθεί.
«Σαν αυτά τα τρελά που έκανε και η μάνα σου η μάγισσα!» του είπε και είδε για κακή του τύχη την μικρή του κόρη να τρέχει προς το μέρος του Σκορπιού.
«Ουάου! Κάνεις μαγικά;» τον ρώτησε έκπληκτη, μα εκείνος προτίμησε απλώς να χαμογελάσει αντί να απαντήσει, μέχρι που ο Μπαστιέν της ζήτησε να πάει μέσα στο δωμάτιό της. Τη στιγμή που άκουσε την πόρτα της να κλείνει, στράφηκε απότομα προς το μέρος του Σκορπιού κεραυνοβολώντας τον με το βλέμμα του.
«Πώς με βρήκες; Γιατί τώρα;» τον ρώτησε και ο Σκορπιός γέλασε ειρωνικά.
«Κανονικά, εγώ θα έπρεπε να θέτω τις ερωτήσεις, όπως ας πούμε, γιατί ποτέ σου δεν με έψαξες» γρύλισε χαμηλόφωνα.
«Όλα ξεκίνησαν, όταν η μητέρα σου, ήρθε για δεύτερη φορά στο Παρίσι για να με βρει. Γενικά μου έκρυβε την ταυτότητά της και την οικογένειά της, την οποία μου είχε συστήσει με τα χειρότερα λόγια. Αυτός ήταν και ο βασικός λόγος που ποτέ μου δεν τη ρώτησα, ούτε της ζήτησα να μου γνωρίσει τους δικούς της. Έπειτα, έμεινε έγκυος σε εσένα, ωστόσο προς το τέλος της εγκυμοσύνης της, τον όγδοο πια μήνα, ξεκίνησε να μου μιλά για έναν ακόμη υιό που είχε αποκτήσει από κάποιον άλλο γάμο, για τον οποίο είχε δεχτεί πιέσεις. Εγώ, φυσικά, οργισμένος της ζήτησα να μου πει την αλήθεια και τότε ξεκίνησε να μου αραδιάζει κάποια τρελά πράγματα για μαγικούς κόσμους και σατανικούς μάγους και πολέμους. Αρχικά τη λυπήθηκα, νόμιζα πως είχε χάσει το μυαλό της μέχρι που πάνω σε έναν καβγά, διέλυσε το τζάμι με μία μονάχα κίνηση του χεριού της, ενώ τα μάτια της άλλαξαν χρώμα. Έγιναν μαύρα σαν το κάρβουνο» ψιθύρισε σχεδόν, σαν να φοβόταν πως κάποια αόρατη παρουσία βρισκόταν μαζί μας στο δωμάτιο. «Όπως αντιλαμβάνεσαι, την έδιωξα. Δεν ήθελα ούτε το όνομά της να ξέρω. Είχε μπει μέσα της ο Σατανάς! Ήταν δαιμονισμένη!» ξεκίνησε να ουρλιάζει μέχρι που είδα τον Σκορπιό να σηκώνεται απότομα.
«Μα και εγώ είμαι δαιμονισμένος πατέρα» έφτυσε τις λέξεις, ενώ τα μάτια του ξεκίνησαν να αλλάζουν χρώμα. «Ωστόσο, προτού φύγω ή με πετάξεις έξω, να σου εξηγήσω πως η μητέρα μου την οποία έδιωξες σε μία κρίσιμη κατάσταση, δεν ήταν δαιμονισμένη, απλώς χαρισματική ή αν το θέλεις καλύτερα, διαφορετική. Ήταν μάγισσα, αλλά όχι σαν εκείνες των παραμυθιών τις κακές με τις σκούπες που κυνηγάνε τα παιδιά στα δάση. Οι μάγοι έχουμε αισθήματα και πληγωνόμαστε όπως οι κανονικοί άνθρωποι. Αγαπάμε, ερωτευόμαστε και απογοητευόμαστε από έναν πατέρα ας πούμε, που μας έκλεισε ουσιαστικά μόλις την πόρτα στο πρόσωπο. Εγώ ήρθα εδώ σήμερα με την ελπίδα να σε γνωρίσω και να μου πετάξεις μία όμορφη δικαιολογία, για τον λόγο που σε οδήγησε να μην με αναζητήσεις ποτέ. Είχα ανάγκη να την ακούσω. Η μητέρα μου πέθανε την ημέρα που γεννήθηκα και έτσι έμεινα ορφανός, χωρίς ούτε έναν συγγενή να έρθει ποτέ, έστω να με επισκεφθεί στο ίδρυμα. Έχω έναν ετεροθαλή αδερφό που μισώ, τον δεύτερο υιό της μητέρας μου από τον αναγκαστικό της γάμο και έτσι, εσύ ήσουν η τελευταία μου ελπίδα για οικογένεια που μόλις κατέρρευσε» του είπε με εμένα να σωπαίνω και τον Μπαστιέν να κατεβάζει το βλέμμα του.
«Κοίτα νεαρέ...»
«Σκορπιός. Έτσι με βάφτισαν τελικά οι σατανιστές» πρόφερε εκείνος ειρωνικά, η φωνή του έσταζε πίκρα.
«Ανήκω και εγώ στο είδος που… φοβάστε. Σας καταλαβαίνω. Καταλαβαίνω πως σε έναν απλό άνθρωπο είναι δύσκολο να του επιβάλεις να δεχτεί έναν κόσμο τόσο διαφορετικό, όμως είναι το παιδί σας και πιστέψτε με, δεν είναι σατανικό. Σας έχει ανάγκη, όπως και εσείς» πήγα να σώσω την κατάσταση, ωστόσο εκείνος, κοιτάζοντάς με με μία έκφραση αηδίας, στράφηκε ξανά στον Σκορπιό.
«Σκορπιέ, λυπάμαι πολύ μα δεν θέλω στη ζωή μου το επικίνδυνο είδος σας… αν αυτό υπάρχει δηλαδή και δεν είναι όλα κόλπα δικά σου και της μάγισσας μητέρας σου. Στεναχωριέμαι βέβαια για όσα πέρασες και να ξέρεις πως αυτή με έβαλε και ορκίστηκα έναν λέει απαράβατο όρκο πως δεν θα μιλήσω σε κανέναν για όλα αυτά, μα…» μουρμούρισε ο Μπαστιέν.
«Άσ’ το μην κουράζεσαι. Ούτε εγώ σε θέλω και λυπάμαι πολύ που αναστάτωσα την οικογένειά σου, γιατί εγώ δεν ανήκω σε αυτήν. Μου το έδειξες ξεκάθαρα. Πάμε, Κένταλ» μου είπε, όταν είδα τη μικρούλα να ανοίγει ξανά την πόρτα και να τρέχει στον Σκορπιό.
«Φεύγεις από τώρα; Μα, γιατί μπαμπά τον διώχνεις; Κάνε μου ένα μαγικό σε παρακαλώ» του ζήτησε επίμονα και ο Σκορπιός βούρκωσε.
Με μία κίνηση της εμφάνισε ένα μικρό τετραδιάκι και ένα στυλό, σαν πένα παλιά.
«Όταν θα είσαι στεναχωρημένη, θα γράφεις εδώ τις σκέψεις σου και το ημερολόγιο θα σου απαντά» της είπε και εκείνη το κοιτούσε εκστασιασμένη.
«Τι είναι αυτό που της έδωσες;» ρώτησε ο πατέρας του απότομα, έτοιμος να το αρπάξει «Μαγικό σκεύασμα;»
«Δεν είναι επικίνδυνο, αν αυτό σκέφτεσαι. Ωστόσο, η ετεροθαλής αδερφή μου δεν φταίει να πληρώσει τον φρικτό σου χαρακτήρα. Εσένα δεν θέλω ούτε να σε ξέρω, ωστόσο για εκείνη θέλω να μαθαίνω νέα της. Πρόσεχε γιατί αν της το πάρεις, θα το καταλάβω και τότε θα δεις τη φύση μου σε όλο της το μεγαλείο» του είπε στο αυτί για να μην τον ακούσει η μικρή.
Έπειτα, αγκαλιάζοντάς το κορίτσι το ρώτησε:
«Πώς σε λένε;»
«Σελίν και… Εσύ είσαι αδερφός μου στ’ αλήθεια;» απάντησε εκείνη ταραγμένη.
«Λοιπόν, Σελίν, κοίτα, ναι, είμαι αλλά...» πήγε να της πει για να τη δει να σταυρώνει τα χέρια της στο στήθος με πείσμα.
«Αλλά γιατί δεν ήρθες να με βρεις νωρίτερα;» τον ρώτησε και ο Σκορπιός σκέφτηκε πως τελικά αυτός ο κύκλος παραπόνων δεν θα έκλεινε ποτέ. Η μικρή στράφηκε στον πατέρα της. «Λέει αλήθεια;» τον ρώτησε και ο άντρας εξοργίστηκε.
«Ορίστε! Τι κατάλαβες τώρα που μας έκανες άνω κάτω;» του γρύλισε και τα μάτια του Σκορπιού ετοιμάστηκαν να μαυρίσουν, μονάχα που σκέφτηκε πως μπροστά του είχε ένα μικρό κορίτσι.
«Τουλάχιστον εκείνη έπρεπε να γνωρίζει» του απάντησε σχεδόν μουγκρίζοντας και με δεξιότητα τη σήκωσε στην αγκαλιά του και αιωρήθηκαν για λίγο μαζί με τη μικρή να ουρλιάζει από χαρά.
«Ουάου!» του φώναξε και εκείνος της χάιδεψε τα μαλλιά.
«Άκου, Σελίν, πρέπει όπως και ο πατέρας σου να κρατήσεις μυστικό το ότι υπάρχουν μάγοι. Είναι για την ασφάλειά μας. Όποτε νιώσεις μοναξιά, γράφε και… εγώ θα είμαι δίπλα σου. Τώρα που σε βρήκα δεν θα σε χάσω ξανά» της είπε κλείνοντάς της το μάτι και εκείνη τον αγκάλιασε.
«Το υπόσχεσαι;» τον ρώτησε.
«Φυσικά και ο όρκος ο μαγικός είναι ιερός να ξέρεις. Όσο για εσένα» μούγκρισε κοιτάζοντας τον πατέρα του «Με απογοήτευσες και να ξέρεις πως μόλις δέχτηκα ίσως μία από τις σοβαρότερες απορρίψεις στη ζωή μου» τελείωσε και βγαίνοντας του έκλεισε την πόρτα στο πρόσωπο.
Η φιγούρα του Κέναρντ όδευε αέρινη προς την Ένταρταουν και την νέα Σχολή των Σάμχαϊν, το Μπερζελόν, το οποίο ήταν η πρώτη Σχολή που δίδασκε το ρουνικό αλφάβητο, σε αντίθεση με την Επινουά που το θεωρούσε απαγορευμένο. Το δυστύχημα ήταν πως όλο και περισσότεροι εβένινοι εισχωρούσαν στα σπλάχνα αυτής της καταραμένης Σχολής, με υπεύθυνο τον Άινταν και στο πλευρό του την Άσα με αποτέλεσμα, οι μάγοι που διδάσκονταν το ρουνικό αλφάβητο, κατέληγαν να χάνουν τον εαυτό τους και να μετατρέπονται σε νεκροζώντανα πιόνια των συμβόλων. Όσοι έβλεπαν αυτό το απόκοσμο πτώμα να περπατά και γνωρίζοντας την ιστορία και την ταυτότητά του, ένιωθαν ένα δέος, ενώ ένας μάγος που τον κοίταξε για λίγη παραπάνω ώρα, βρέθηκε νεκρός σε δευτερόλεπτα από τη ράβδο του. Ένας βελούδινος μαύρος μανδύας τον τύλιγε και μία κουκούλα κάλυπτε τα χαρακτηριστικά του προσώπου του. Η ράβδος που βαστούσε ανήκε στα εξαφανισμένα, μαγικά εργαλεία, καθώς έφερε το πετράδι, ποτισμένο με μαγεία απευθείας από το Βόρειο Σέλας. Αυτό του έδινε μία επιπλέον δύναμη, όπως κάποτε και στους τσάρους.
Το Μπερζελόν είχε σαν σήμα μπροστά από την πύλη του τον ρούνο της ζωής. Σε όλους τους τοίχους ήταν ζωγραφισμένα σύμβολα και το περιβάλλον ήταν μουντό. Ο Κέναρντ, καθώς περπατούσε, άγγιζε ταυτόχρονα τους τοίχους ενεργοποιώντας κάθε ρούνο που ήταν ζωγραφισμένος. Ρουφούσε λαίμαργα την ενέργειά τους, διατηρώντας την ίδια άκαμπτη έκφραση.
«Σου υπόσχομαι, εγγονέ μου, πως αυτή η Σχολή θα γίνει το κέντρο του μαγικού κόσμου. Ο ανθρώπινος θα καταστραφεί, τι να τους κάνουμε εξάλλου; Μας θεωρούν δαιμονισμένους και μας κυνηγούν με παλούκωμα και ας είναι κατώτερο είδος σε όλα. Θα τους εξαφανίσουμε, θα είναι πολύ εύκολο. Τώρα όμως...» ξεκίνησε και μπαίνοντας σε μία αίθουσα, στάθηκε απέναντι από τον Άινταν «Θα μονομαχήσουμε εγώ και εσύ. Θέλω να δω τη δύναμή σου, θέλω να δω μέχρι πού μπορείς να φτάσεις και πιστεύω πως δεν θα απογοητευτώ. Στάσου απέναντί μου» τον πρόσταξε και ο Άινταν σιωπηλός και ψυχρός υπάκουσε.
Τη στιγμή που είδε την ενέργεια να ετοιμάζεται να ξεπηδήσει από τη ράβδο, ύψωσε και τα δύο του χέρια μπροστά, σχεδόν σαν να ειρωνευόταν τον Κέναρντ, καθώς το έκανε με πολύ αργές κινήσεις. Σαν να μην ένιωθε τον κίνδυνο, με ψυχραιμία απόλυτη όπως αυτή που αρμόζει σε έναν εκτελεστή. Άνοιξε διάπλατα τα δάχτυλά του και συγκέντρωσε όλη την ενέργεια των ρούνων της Σχολής. Οι δύο αντίπαλες ενέργειες συγκρούστηκαν μεταξύ τους με μανία, σχηματίζοντας σχεδόν έναν πίδακα, στο σημείο που εφάπτονταν. Κανένας τους δεν υποχωρούσε και ο Άινταν ξεκίνησε με το ένα του χέρι να σχηματίζει επιπλέον σύμβολα, ενώ με το άλλο συνέχιζε να αντιστέκεται. Σε δευτερόλεπτα, το σώμα του έγινε άυλο και ένα με τον αέρα γύρω τους, για να εμφανιστεί ξανά πίσω από τον Κέναρντ προσπαθώντας να τον αιφνιδιάσει, μονάχα που ο μάγος ήταν τρομερά γρήγορος και ισχυρός για να αντεπιτεθεί, με τον Άινταν να δημιουργεί με το ίδιο του το σώμα μία ασπίδα ισχυρή, αλλάζοντας διαρκώς την υφή του δέρματός του.
Φυσικά κάτι τέτοιο, για να μπορέσει κάποιος να το πετύχει, την ικανότητα δηλαδή να χειρίζεται το σώμα του τόσο καλά σε σημείο να το αλλάζει διαρκώς, απαιτεί χρόνια ατελείωτα σκληρής εξάσκησης. Η διαφορά ωστόσο ήταν πως ο Άινταν δεν πέρασε από σκληρή εκπαίδευση, μα από σκληρά και απάνθρωπα πειράματα. Για την ακρίβεια, στις αρχές, όταν ο Έβιν είχε πάρει εντολή από τον Κέναρντ να δοκιμάσει κάποιες καινούργιες ουσίες στον μικρό για να τον κάνει να αλλάξει την υφή του δέρματός του, το πείραμα είχε αποτύχει με αποτέλεσμα το σώμα του παιδιού να έχει καλυφθεί από μεγάλες πληγές που έτσουζαν, ενώ το δέρμα του ξεφλούδιζε ασταμάτητα. Προτού του δώσουν το αντίδοτο, δοκίμασαν ένα ενέσιμο υλικό, μα η ένεση, ειδικά όταν γίνεται σχεδόν πάνω σε πληγή, πονούσε φρικτά. Ευτυχώς για τον Άινταν, το υλικό λειτούργησε μετατρέποντας σχεδόν το δέρμα του σε πέτρα σκληρή, όπως ακριβώς συνέβαινε και τώρα. Ωστόσο, η συγκεκριμένη ανάμνηση ξεπήδησε από το μυαλό του με τη χρήση της ασπίδας και τον αποσυντόνισε, επιτρέποντας στη δύναμη του Κέναρντ να εισχωρήσει ελάχιστα.
«Σταματώ για σήμερα» του είπε ο Άινταν κοφτά, μα ο Κέναρντ δεν φάνηκε να συμμερίζεται την επιθυμία του.
Έτσι, τον πλησίασε με βήμα ταχύ και μπήκε μπροστά του.
«Ένας σωστός πολεμιστής, δεν λυγίζει ποτέ, Άινταν. Αν βρισκόσουν στο πεδίο της μάχης, η σκέψη σου θα σου στοίχιζε τη ζωή. Όταν πολεμάς, δεν πρέπει να αφήνεις τις ευαισθησίες να σε αποπροσανατολίζουν, το κατάλαβες;» μούγκρισε η μορφή σιγανά.
«Αυτό το λες γιατί δεν υπήρξες παρών στα βασανιστήριά μου. Είμαι ένα καθίκι γενικά και το γνωρίζω, με ελάχιστες ευαισθησίες. Είμαι όμως και άνθρωπος. Ένας άνθρωπος που λυπάται υπερβολικά τον μικρό και απροστάτευτο εαυτό του, ο οποίος υπέφερε και πονούσε και αρρώσταινε, μα κανείς δεν λύγισε μπροστά σε αυτό το θέαμα. Ας το αφήσουμε όμως για την ώρα, νομίζω πως η έπαυλη σε περιμένει. Χρόνια περιμένει την επιστροφή του ιδιοκτήτη της» πρόφερε ο Άινταν και ο Κέναρντ προσποιήθηκε πως τον καταλάβαινε.
«Μην ανησυχείς αγόρι μου. Μπορεί να πέρασες πολλά, αλλά να σκέφτεσαι πως άξιζαν τον κόπο, καθώς σήμερα μπροστά μου έχω τον πιο σπουδαίο πολεμιστή που θα μπορούσα να ζητήσω. Κανένας μάγος δεν με έχει αντιμετωπίσει στα ίσα. Οι δυνάμεις μας, είναι σχεδόν ίδιες και είμαι περήφανος για εσένα» είπε ο Κέναρντ και ο Άινταν πάλεψε να χαμογελάσει. Όχι, όλα αυτά που πέρασε δεν άξιζαν, ούτε τον κόπο, ούτε τα καλύτερά του χρόνια, ούτε τη στέρηση της παιδικής του ηλικίας. Κοίταξε για ακόμη μία φορά τον Κέναρντ που προπορευόταν με την ράβδο στο χέρι και ξαφνικά, ένα σαράκι αμφιβολίας τρύπωσε στην ψυχή του. Τα λόγια του Μπένταγκ, που κατηγορούσαν τον παππού του για όλα, ξεπήδησαν σαν ανάμνηση, αλλά ο Άινταν τα έδιωξε μονομιάς. Δεν έπρεπε και δεν μπορούσε να κάνει πίσω τώρα.
Η Επινουά είχε ντυθεί με όλα τα μαγικά χρώματα και σύμβολα από όλα τα μαγικά είδη που σπούδαζαν στη Σχολή. Αυτό γινόταν κάθε φορά που πλησίαζε η ώρα για τον ετήσιο χορό των μάγων. Σημαίες σε εκρού και πορφυρά, γκρίζα και λευκά χρώματα κρέμονταν από τις οροφές και τις σκάλες, με όλους να έχουν μία εορταστική διάθεση. Εγώ είχα αναγκαστεί να αποχωριστώ τον Σκορπιό, καθώς δεν επιτρεπόταν η είσοδος και η φοίτησή του στη Σχολή εξαιτίας του πρόσφατου εγκληματικού του παρελθόντος. Κατάκοπη προχώρησα απευθείας στον διάδρομο που οδηγούσε στο δωμάτιό μου, ενώ όταν άνοιξα την πόρτα, είδα έναν Τόμας ξαπλωμένο στον καναπέ, να κοιτάζει μελαγχολικά το παράθυρο. Όταν με αντίκρισε, τα καταγάλανα μάτια του έλαμψαν, με αυτόν τον σαγηνευτικό τρόπο, ενώ τα ίδια ακριβώς λακάκια με τον Σκορπιό, σχηματίστηκαν στα μάγουλά του.
«Κένταλ μου, είσαι καλά; Τι έγινε;» με ρώτησε, μα ευθύς τον είδα να κατεβάζει το κεφάλι του. «Επέστρεψε το γεροπτώμα, έτσι δεν είναι; Ο αχαλίνωτος, σαδομαζοχιστής εαυτός μου» γρύλισε πονεμένα, όταν είδα κοντά στον λαιμό του μία τεράστια μελανιά, σαν δυνατό χτύπημα.
«Τι είναι αυτό;» τον ρώτησα, μα δεν πήρα καμία απάντηση. «Κάποιος χτύπησε τον Κέναρντ και το ένιωσες και εσύ, έτσι δεν είναι; Νιώθεις ό,τι και εκείνος; Θέλω να μου πεις την αλήθεια, Τόμας» τον πίεσα.
«Αν σου μιλήσω ειλικρινά, τότε θα πάψεις να προσπαθείς να τον καταστρέψεις και δε θέλω. Πήγαν όλα καλά; Ο εγγονός μου είναι ελεύθερος;» με ρώτησε και ένιωσα το πρόσωπό μου να κοκκινίζει.
«Είναι ελεύθερος, ευτυχισμένος» απάντησα.
«Και ερωτευμένος μαζί σου. Χαίρομαι πολύ γι’αυτό. Έκανε την πιο σωστή επιλογή. Είσαι εξαιρετική κοπέλα. Ωστόσο, υπάρχει και κάτι άλλο που δεν μου λες και ξέρεις πως από εμένα δύσκολα κρύβεσαι. Ακούω, λοιπόν. Ποιο είναι το μελανό σημείο στην ιστορία, εκτός από το περιφερόμενο κουφάρι που είμαι βέβαιος πως ο ανυπότακτος, μεγάλος μου εγγονός ανέστησε» με ρώτησε.
«Αυτό ακριβώς είναι το μελανό σημείο. Ο εγγονός σου, ο Άινταν. Με μπερδεύει αυτή η προσωπικότητα. Είναι τόσο διχασμένη, που για πρώτη μου φορά δεν ξέρω πώς να νιώσω κάθε φορά που τον βλέπω μπροστά μου. Είναι σαν να έχω και μία νέα συναισθηματική εμπειρία. Λίγο πριν τη νεκρανάσταση, μου έσωσε τη ζωή από… βιασμό» ψιθύρισα τη λέξη και τον είδα να σαστίζει και να τρέχει προς το μέρος μου αγκαλιάζοντάς με. Αυτή η αγκαλιά είχε κάτι το λυτρωτικό, πάντοτε κάτι το οικείο. Είχε το άρωμα του Σιμεόν.
Με τα χέρια του, χάιδεψε απαλά τα μαλλιά μου, κάνοντάς με να ξεσπάσω σε κλάματα. Η ψυχή μου αδυνατούσε να δεχτεί την ύπαρξη ενός σατανικού Κέναρντ. Τρελαινόμουν που έπρεπε να αγαπώ και να μισώ κάποιον ταυτόχρονα. Όσο και αν δεν έμοιαζαν ούτε εσωτερικά, ούτε εξωτερικά, στο μυαλό μου μέσα ήταν το ίδιο άτομο. Δυσκολευόμουν να κάνω τον διαχωρισμό.
«Εάν κλάψεις ξανά εξαιτίας μου, δεν θα σου ξαναμιλήσω ποτέ και ας θέλω» με μάλωσε πειράζοντάς με και πάλεψα να αλλάξω το θέμα.
«Ξέρεις, πλησιάζει η γιορτή των φοιτητών και εγώ δεν θα έχω ταίρι. Ο Σκορπιός απαγορεύεται να μπει στη Σχολή, εξαιτίας όχι μόνο της φύσης του, αλλά κυρίως της φήμης του» του είπα περίλυπα.
«Και θέλεις να πιστέψω πως μία τόσο όμορφη κοπέλα όπως εσύ, δεν έχει έστω έναν φίλο για συνοδό;» με ρώτησε πονηρά.
«Λοιπόν, σκέφτηκα τον Άλαν, μα δεν θέλω να τον κρατώ άλλο πίσω στη ζωή του. Είναι ερωτευμένος μαζί μου και όλο αυτό θα τον πληγώσει. Προτιμώ να πάω μόνη μου» συνέχισα και τον είδα να κάθεται στο κρεβάτι μου σκεπτικός.
«Ξέρεις, τη χρονιά που ήταν ο δικός μου χορός και μάλιστα ως σχεδόν τελειόφοιτος, γιατί μου έμενε μία χρονιά ακόμη, ήταν η ημέρα που μου συνέβη και η επίθεση. Όπως σου είχα πει και παλαιότερα, είχα ζητήσει από την Έλσα να με συνοδεύσει και παρά το γεγονός πως κατά καιρούς, με είχαν πλησιάσει κοπέλες για να μου ζητήσουν συνοδεία, εγώ ήμουν σχετικά ντροπαλός και μαζεμένος. Είχα πολύ άγχος λοιπόν, αλλά παράλληλα αδημονούσα. Θυμάμαι, φορούσα ένα μπλε σκούρο κοστούμι, με λευκό πουκάμισο και μπορντό μαντήλι. Είχα βάλει τα δυνατά μου, μέχρι και μέντα είχα μασήσει. Ωστόσο, όπως φαντάζεσαι δεν ήταν γραφτό μου να πάω. Δέχτηκα την επίθεση από την Κριστίν λίγο πριν τον χορό, όταν ήμουν με την Έλσα» μου είπε και ειλικρινά λυπήθηκα.
Τότε, για κάποιον λόγο τον πλησίασα σιωπηλή και έπιασα το χέρι του κάνοντάς του νόημα να σωπάσει. Όλα γύρω μου έσβησαν για λίγο, σαν να είχε σταματήσει ο χρόνος. Ως και τα χρώματα έμοιαζαν θαμπά και ανακατεμένα. Τότε, ένιωσα τις φλέβες των χεριών μου να πάλλονται. Ένιωσα ενέργεια να βγαίνει από μέσα μου, η οποία είχε ξεκινήσει τη διαδρομή της από το σημείο της καρδιάς.
«Κένταλ,τι κάνεις; Δεν μπορείς…» άκουσα από κάπου μακριά τη φωνή του Τόμας, ωστόσο δεν πτοήθηκα λεπτό.
Αργά αργά, είδα τη φιγούρα του να ζωντανεύει, σαν να γινόταν πιο ζωηρός, ευδιάκριτος, πιο αληθινός. Η εξάντληση δεν άργησε να μου χτυπήσει την πόρτα και τα πόδια μου δεν άντεξαν το βάρος του σώματός μου. Με μία κίνηση ο Τόμας με άρπαξε και με ξάπλωσε στο κρεβάτι με τον ίδιο να προσπαθεί να με συνεφέρει.
«Κένταλ!» φώναζε και τη στιγμή που άνοιγα τα μάτια μου με κόπο ξανά, νιώθοντας έντονη ταχυπαλμία και ένα βάρος στο στήθος, είδα την Κρίστι να μπαίνει φουριόζα.
«Σε είδα που επέστρεψες, μα δεν μου απαντούσες στα χτυπήματα και…» κόπηκε η φράση της στη μέση. «Συγγνώμη, δεν ήξερα πως είχες παρέα. Τα έχω χάσει και εγώ με τόσους μνηστήρες πια...» πρόφερε και ο Τόμας με κοίταξε πλαγίως.
«Με βλέπεις;» τη ρώτησε.
«Γιατί τυφλή είμαι; Μεταξύ μας κιόλας, μα είσαι μπουμπουκάκι ανθηρό και αξιοπρόσεκτο. Έτσι θα έλεγε και μία γνωστή μου από τον δικό μας οίκο που το μάτι της πεταρίζει συχνά πυκνά» συμπλήρωσε και ο Τόμας ξέσπασε σε γέλια.
«Σε ευχαριστώ για το ομολογουμένως εύστοχο κοπλιμέντο. Είμαι ο Τόμας, γνωστός και ως Κέναρντ καλύτερα» της είπε περιχαρής με εμένα να τον κοιτάζω με νόημα.
«Τι λέει καλέ αυτός; Ήπιε πρωί πρωί;» με ρώτησε η Άρπια, αλλά στο τέλος της κόπηκε το γέλιο «Όχι! Είσαι… μη μου πεις πως είσαι η προβολή; Αυτός που μας έδειξε η Κένταλ στο άλμπουμ; Ο Κέναρντ Γκρερ… το πτώμα που παραλίγο να μας σκοτώσει στα δάση της σαπίλας» ξεκίνησε τον δραματικό, ακατάπαυστο μονόλογο και συνέχισε «Είσαι ίδιος ο Σκορπιός στο καστανό του. Απίστευτο» τελείωσε και ο Τόμας την πλησίασε.
«Ειλικρινά, λυπάμαι για όλα. Η φίλη σου από εδώ» είπε δείχοντας εμένα «Είναι τόσο τρελή και παράτολμη που μου έδωσε μόλις την ενέργειά της. Έγινε ο κουβαλητής μου, ώστε να είμαι ορατός. Μόνο μία Λευκή με ταλέντο θα μπορούσε να το κάνει, δίχως να χάσει την πρώτη φορά τη ζωή της ή να πέσει σε κώμα, ας πούμε» με μάλωσε και στάθηκα μπροστά του χαμογελώντας.
«Θέλω μία χάρη από εσένα» του είπα.
«Ποτέ δεν λες σε μία γυναίκα “εντάξει”, αν δεν έχεις ακούσει πρώτα τη χάρη» μου απάντησε χαχανίζοντας.
«Θέλω να με συνοδέψεις στον χορό» τελείωσα και τον είδα να με κοιτά μαρμαρωμένος, με την Κρίστι να έχει μείνει άναυδη.
«Κένταλ, άσε και κάποιον από την οικογένεια ελεύθερο» μου πέταξε γελώντας εκείνη, αλλά κατανοώντας τη βαθύτερη σχέση μου με αυτήν τη πλευρά του Κέναρντ.
Συγκινημένος, με πλησίασε και έπιασε το χέρι μου.
«Δεν είναι ανάγκη, ξέρεις. Μην πιέζεσαι από οίκτο για εμένα» μου είπε και τον σκούντηξα.
«Όχι, Τόμας. Ξέρω πως ο Σκορπιός δεν μπορεί να με συνοδέψει και ξέρω πως ο Άλαν νιώθει για εμένα πράγματα. Μου ζήτησες να βρω ένα φίλο για να έρθει μαζί μου. Δεν θα μπορούσα να βρω καλύτερο. Θα βάλεις εκείνο το μπλε κοστούμι και θα πάμε μαζί, δίχως την αποκρουστική Νορρίς αυτή τη φορά» τελείωσα και ο Τόμας με αγκάλιασε σφιχτά.
«Δέχομαι τότε».
Ο Σύλβαν ξενυχτούσε μερόνυχτα με την Κύβελη στο πλευρό του να σκούζει συχνά εξαιτίας της έλλειψης προσοχής. Τελικά, κατόρθωσε να εντοπίσει μία πληροφορία που ήθελε την ύπαρξη μίας ακόμη έπαυλης σε ένα χωριό της Γαλλίας, όπου φημολογείτο πως ο Κέναρντ πήγαινε κατά περιόδους, σχεδιάζοντας την επόμενη κίνησή του. Κρατώντας στο μυαλό του το πολύτιμο νέο, βγήκε από το σπίτι του στο σιωπηλό, εξαιτίας του κρύου και της πάχνης, Βερθάλ. Καθώς έβγαινε από τα στενά δρομάκια με τα μουλιασμένα φύλλα προς την κεντρική πλατεία, είδε τον κόσμο να περπατά ή και να στέκεται, διαβάζοντας εφημερίδες. Οι περισσότερες από αυτές, μιλούσαν για την ανάσταση και την άνοδο του Κέναρντ.
Αγανακτισμένος, έκατσε για λίγο σε ένα πεζούλι, εκεί όπου άλλοτε λειτουργούσε ένα συντριβάνι με άρωμα γαρδένιας και το νερό ξεπηδούσε γάργαρο και μυρωδάτο από το στόμα ενός δράκου. Παρακολουθούσε τον κόσμο γύρω του βλέποντας στα πρόσωπά τους το ίδιο μούδιασμα, την ίδια αμηχανία, όπως και τότε που ο ίδιος ήταν παιδί και οι Μαύροι θεωρούνταν εγκληματίες, τρελοί και βδελύγματα της κοινωνίας. Τώρα, η ανάσταση της πιο εγκληματικής φιγούρας με σήμα του τον μαύρο πήγασο των Σάμχαϊν φάνηκε να ξυπνά εκ νέου όλα αυτά τα συναισθήματα. Με κομμένη την όρεξή του, περπάτησε μέχρι ένα φούρνο, που έφτιαχνε τόσο λιχουδιές για ανθρώπους, όσο και για δράκους ή άλλα μαγικά πλάσματα.
Με την Κύβελη στον ώμο, την οποία φάνηκε να θαυμάζουν οι περαστικοί, μπήκε στον φούρνο αγοράζοντας μερικά μπισκότα με τζίντζερ για τον ίδιο και ειδικά με πατζαρόριζα για το ζώο. Η πωλήτρια, ωστόσο, φάνηκε σκεπτική απέναντί του, σχεδόν απέφευγε να τον κοιτάξει, όταν άκουσε φωνές που έρχονταν από την πλατεία και είδε τέσσερις μαυροφορεμένες φιγούρες να έχουν φθάσει στο χωριό βαστώντας στα χέρια τους από μία εφημερίδα. Ευθύς, βγήκε έξω, παλεύοντας να αναγνωρίσει τους μάγους που στέκονταν παρατεταγμένοι. Ο ένας ήταν ο Ρέτζι Κράμερ από το Τολέδο και η άλλη η Λετίσια Σιλς. Τους άλλους δύο δεν τους γνώριζε. Του Ρέτζι το κορμί ήταν γεμάτο με αποκρουστικά τατουάζ που έφθαναν να καλύπτουν μέχρι και το πρόσωπό του.
Ο κόσμος γύρω τους κοιτούσε φοβισμένος, όταν τελικά η Λετίσια πήρε τον λόγο:
«Φαντάζομαι πως ήδη θα γνωρίζετε, ότι ο αρχηγός μας και μέντορας, ο Κέναρντ Γκρερ, επέστρεψε από τον τάφο που εσείς τον βάλατε. Οι Σάμχαϊν υπάρχουν, πάντοτε υπήρχαν και κινούνται ανάμεσά σας. Μπορεί να μας χώσατε στη φυλακή, να μας βασανίσατε, να μας κάψατε, να μας απαρνήθηκαν οι ίδιες μας οι οικογένειες απλώς γιατί ήμασταν μαύροι στο χρώμα, μα τώρα θα το πληρώσετε ακριβά. Ωστόσο, ο Κέναρντ, ως πονόψυχος μάγος σάς καλεί να τον ακολουθήσετε, αν όχι, ο δρόμος για εσάς είναι παλούκωμα και κάψιμο» τελείωσε τον λόγο της και οι άλλοι τρεις γέλασαν.
Μολαταύτα, κανένας δεν έκανε ούτε μισό βήμα προς το μέρος τους. Τότε, ένα αγοράκι πορφυρό στο χρώμα, βαστώντας δήθεν ένα σπαθί στο χέρι, πήγε να τους επιτεθεί, με τη μητέρα του να τρέχει προς το μέρος του και τον Ρέτζι να σηκώνει το χέρι του, έτοιμος να εξαπολύσει κάποιο ισχυρό ξόρκι εναντίον τους. Ο Σύλβαν, τότε, κινήθηκε ταχύτατα, μπαίνοντας μπροστά και τινάζοντας την μητέρα μακριά για να αποφύγει το ξόρκι, έβαλε το κορμί του ασπίδα για να προστατεύσει τον μικρό.
Ο Ρέτζι, με μάτια που γυάλιζαν και κεφάλι ξυρισμένο και καλυμμένο εξίσου με τατουάζ, ξεκίνησε να γελά απόκοσμα.
«Για δες. Ένας προδότης ανάμεσά μας. Τι συμβαίνει, Σύλβαν, ξαφνικά πήρες το μέρος των υπόλοιπων; Ξεχνάς μήπως πως βρισκόσουν στο διπλανό κελί από εμένα, λίγο πριν μας βρει ο αφέντης Άινταν και μας ελευθερώσει; Εξαιτίας αυτής της κοινωνίας, εσύ έτρωγες για χρόνια από τα σκουπίδια. Τρεφόσουν με τα αποφάγια τους και αρρώσταινες, τυλιγμένος με μύγες και ακαθαρσίες. Θα έπρεπε να ντρέπεσαι που παίρνεις το μέρος τους. Εξάλλου, αν πραγματικά σε δέχονταν, δεν θα αναγκαζόσουν να ζεις με την κάλυψη του Γκρίζου. Λέω ψέματα; Φανερώσου λοιπόν και άσε την κοινωνία να σε δεχτεί όπως είσαι» τον προκάλεσε και ο Σύλβαν ένιωσε άξαφνα στριμωγμένος.
Βαθιά μέσα του γνώριζε πως η αλήθεια βρισκόταν κάπου στην μέση. Πως το μίσος για τους Μαύρους είχε καλλιεργηθεί στην κοινωνία για χρόνια και πως με κάποιον τρόπο έπρεπε να σταματήσει. Ο πόλεμος δεν ήταν ο σωστός τρόπος. Ο πόλεμος σε έκανε να βλέπεις τον αδερφό σου σαν εχθρό, να ζεις αιχμάλωτος του εαυτού σου, των πιστεύω σου, αλλά και των πιστεύω των άλλων, διαιωνίζοντας τις ρατσιστικές αντιλήψεις περι υπεροχής και κατωτερότητας. Ο Σύλβαν, ωστόσο, ήθελε να βάλει τέλος σε όλο αυτό και να κάνει τον κόσμο να δει, πως το μαύρο ήταν απλώς ένα χρώμα και πως εγκληματίες υπήρχαν παντού και το χρώμα τους ποίκιλλε. Κάνοντας ένα βήμα μπροστά, πέταξε από πάνω του την κάλυψη του Γκρίζου και άφησε την μαύρη αύρα του να ξεχυθεί.
«Είμαι Σάμχαϊν και αυτή είναι η αλήθεια. Ωστόσο, δεν συμμερίζομαι τις αντιλήψεις του Κέναρντ. Δεν θέλω να είμαι πιόνι κανενός, θέλω απλώς να ζήσω ελεύθερος και να εργαστώ, να αποκτήσω οικογένεια, όπως ένας φυσιολογικός άνθρωπος. Δεν θέλω άλλο να κρύβομαι και να ζω αποκλεισμένος. Πιστέψτε με, υπάρχουν πολλοί σαν εμένα» προσπάθησε να πείσει τον κόσμο, κατά πως φάνηκε όμως δίχως αποτέλεσμα.
Αρκετοί εξαγριώθηκαν και άξαφνα, ξόρκια ξεκίνησαν να πέφτουν από παντού, με τους τέσσερις Σάμχαϊν να αποχωρούν αφήνοντάς τον μόνο του ενάντια στο εξαγριωμένο πλήθος. Ο Σύλβαν, δημιουργώντας ταχύτατα ασπίδα, ξεκίνησε να τρέχει εξαφανίζοντας σχεδόν το σώμα του στο δευτερόλεπτο. Δεν ήθελε να τους επιτεθεί, είχε βάλει στόχο να παλέψει, προκειμένου να αλλάξει την εικόνα των Σάμχαϊν. Όταν βρισκόταν πλέον σε ασφαλές περιβάλλον, χαμένος σε ένα δάσος με μόνη του συντροφιά την Κύβελη και ένα μοναχικό σπίτι που κάπνιζε, άφησε το σώμα του να πέσει στη γη κλαίγοντας.
«Τελικά, είσαι η μόνη που δεν θα με κρίνεις ποτέ» είπε απευθυνόμενος στο ζωάκι και χαϊδεύοντάς το. «Εσύ με δέχτηκες, έτσι ακριβώς όπως είμαι γιατί το μόνο που ήθελες, ήταν μία συντροφιά και εγώ το ίδιο. Εσύ και η Εμίλια που θα της χρωστώ για πάντα. Κατά τα άλλα, ανοίγεται ξανά μπροστά μου ο δρόμος της μοναξιάς και της φτώχιας όπως και τότε που ζητιάνευα για να ζήσω σκαλίζοντας σκουπίδια στις χωματερές. Γιατί μόνο έτσι θα είμαι ελεύθερος, αλλιώς θα πρέπει να ζω πάντοτε με τον μανδύα ενός άλλου για να μην προκαλώ αποστροφή» τελείωσε τον μονόλογο, όταν ένιωσε ένα άγγιγμα στον ώμο του που τον έκανε να τιναχτεί.
Δίπλα του εμφανίστηκε η γυναίκα με το αγοράκι που είχε σώσει πρωτύτερα. Ο Σύλβαν σηκώθηκε απότομα από τη θέση του και την κοίταξε αμίλητος και αμήχανος. Μπροστά του είχε μία όμορφη γυναίκα, με καστανά, μακριά μαλλιά, Πορφυρή μάγισσα. Φορούσε ένα εκρού φόρεμα και από πάνω ένα γκρίζο παλτό. Για λίγο στάθηκαν αμίλητοι, όταν τελικά εκείνη έγειρε μπροστά και τον αγκάλιασε.
«Σε ευχαριστώ που έσωσες τη ζωή μου και τη ζωή του γιού μου. Δεν σε ακολούθησα, απλώς μένω εδώ, στο σπίτι που βλέπεις και περνώντας έτυχε να σε ακούσω. Λυπάμαι πολύ για τη συμπεριφορά των συγχωριανών μου. Βλέπεις, εγώ έτυχε να έχω μία αδερφή κάποτε που ήταν Εβένινη όπως εσύ και είχε μια παρόμοια ιστορία. Οι γονείς μου την έδιωξαν από το σπίτι και λίγο αργότερα, έμαθα πως πέθανε εξαιτίας της πανούκλας που κάποτε θέριζε, κυρίως τα άτομα που ήταν άστεγα. Καταλαβαίνεις πώς ένιωσα στη σκέψη και μόνο, πως ένα μωρό σχεδόν, ένα μικρό παιδί, πέθανε με φρικτό τρόπο, άρρωστο και αβοήθητο επειδή απλώς ήταν Σάμχαϊν και όχι επειδή ήταν δολοφόνος. Είμαι η Άρντα Ουαντάνο, ο πατέρας μου ήταν Ισπανός. Εσένα πώς σε λένε;» τον ρώτησε και εκείνος την κοίταξε καρφώνοντας τα μαύρα του μάτια στα δικά της καστανά.
«Σύλβαν Νίψον» αποκρίθηκε και είδε τον μικρό να τρέχει και να τον αγκαλιάζει.
«Αυτός είναι ο Τζάκι και να ξέρεις πως τα παιδιά έχουν ένστικτο και αναγνωρίζουν την καλοσύνη στον άνθρωπο. Μην στέκεσαι εδώ έξω, έχει πολύ κρύο και υγρασία. Θα ήθελες να έρθεις στο σπίτι μας;» τον ρώτησε.
«Ο άντρας σας δεν θα έχει πρόβλημα;» τη ρώτησε κοκκινίζοντας.
«Ο μπαμπάς του Τζάκι έχει πεθάνει. Σκοτώθηκε σε εργατικό ατύχημα στο χημείο όπου δούλευε» απάντησε η κοπέλα.
«Ειλικρινά λυπάμαι πολύ» αποκρίθηκε ο νεαρός με τα μακριά, σχεδόν λευκά μαλλιά.
Αμίλητος, αποφάσιε να την ακολουθήσει, για να τον αγκαλιάσει λίγο αργότερα η θέρμη του σπιτιού της.
Το εσωτερικό του ήταν ό,τι πιο όμορφο είχε δει ποτέ του. Το τζάκι με το ανάγλυφο γλυπτό να το στολίζει έκαιγε θερμαίνοντας τον χώρο, ενώ όλα τα έπιπλα, ήταν παραδοσιακά και με χρώματα έντονα. Ένα κλασσικό, επαρχιακό, μαγικό σπίτι, του οποίου η κουπαστή της σκάλας ήταν το σώμα ενός δράκου.
«Μπορείς να μείνεις για όσο θέλεις. Μέχρι να δούμε πού οδεύει η κατάσταση» του είπε η Άρντα.
«Θα μείνω για λίγο, μα έπειτα θα πρέπει να βγω και να πολεμήσω για όσα πιστεύω. Δεν αντέχω άλλο να κρύβομαι» της απάντησε και εκείνη χαμογέλασε.
«Δεν θα μπορούσα ποτέ μου να εμποδίσω έναν τέτοιο σκοπό. Είναι όμορφο να ξέρεις πως δεν είσαι η μόνη που κουβαλάς αυτές τις απόψεις. Κάθισε, θα σου φέρω κάτι να φας» του είπε και για λίγο έπιασε τον εαυτό της να λοξοκοιτάζει το όμορφο πρόσωπο του νεαρού Σάμχαϊν.
Βαδίζαμε με το κεφάλι σκυφτό, εγώ, ο Άλαν και η Κρίστι, με προορισμό το γραφείο του Κρίστοφερ.
«Πόσους βαθμούς λέτε να μας αφαιρέσουν;» άκουσα τη φωνή του Άλαν, ο οποίος αιωνίως σκιζόταν για την υψηλή βαθμολογία.
«Πάψε, Άλαν, γιατί με όσα έγιναν, προβλέπεται να μένουμε στον ίδιο έτος για πολλά χρόνια. Ωστόσο καλύτερα αμόρφωτη, παρά ακέφαλη εξαιτίας του Κέναρντ» απάντησε η Άρπια, η οποία ωστόσο αδυνατούσε να ξεχάσει την παρουσία του Τόμας.
Σταθήκαμε μπροστά από την αιώνια, επιβλητική πόρτα με την κουκουβάγια και χτυπήσαμε, όταν ακούσαμε την χαρακτηριστική φωνή του Κρίστοφερ να λέει «Είμαστε ανοιχτά». Συγκρατώντας ένα γέλιο μπήκαμε, ενώ είδα τον Άρθουρ να τινάζεται φουσκώνοντας τα λευκά φτερά του κοντά στον λαιμό.
«Καλώς τα παιδιά του σκότους. Λίγο ακόμη και θα τον ξεκάνετε αυτόν τον τύπο που παριστάνει τον καθηγητή και διευθυντή σας» έκρωξε και ο Κρίστοφερ τον κοίταξε με βλέμμα που τον κεραυνοβολούσε. Λίγο αργότερα, στο γραφείο μπήκε και ο Τρόυ, εντυπωσιακός όπως πάντα. «Συμπληρώθηκε το παρεάκι των φωστήρων τώρα» μουρμούρισε η κουκουβάγια και στράφηκε προς το μέρος μου ανήσυχη «Λευκό κορίτσι, είσαι καλά;» με ρώτησε και ένευσα θετικά αμίλητη ενώ ο Τρόυ του έκανε σήμα να πηγαίνει. Έπειτα μας κοίταξε και τους τρεις προσεκτικά.
«Αρχικά, θα ήθελα να μου εξηγήσει κάποιος ο πιο χαρισματικός στον λόγο την αιτία που σας έκανε να βρεθείτε σε ένα τόσο απόκοσμο μέρος, όπως η Περιφέρεια, και μάλιστα μία ανάσα μακριά από τον Κέναρντ» έθεσε την πλάγια ερώτηση και εγώ πήρα τον λόγο.
«Κύριε Γούντς, δεν θα σας πω ψέματα και ας με αποβάλετε»
«Καλά ξεκινάς, δεσποινίς Κας» μου είπε τονίζοντας το επίθετό μου το αληθινό.
«Εγώ φταίω και εγώ παρέσυρα τους φίλους μου. Ο λόγος που πήγα ως εκεί, ήταν για να βοηθήσω τον Σκορπιό Γκρερ να απαλλαγεί από την κατάρα που τόσα χρόνια κουβαλούσε. Ήταν ριψοκίνδυνο το ξέρω, μα...» πήγα να συνεχίσω, ωστόσο ο Κρίστοφερ με διέκοψε.
«Κένταλ, αυτό που κάνατε ήταν απαράδεκτο. Η κατάρα που αναφέρεις μου είναι άγνωστη, ωστόσο, θυμάμαι πως στο παρελθόν, εγώ και ο Σιμεόν είχαμε αναρωτηθεί πολλές φορές για το τι συνέβαινε με εκείνο το ιδιαίτερο και θλιμμένο αγόρι» μου είπε και συνέχισα.
«Ονομάζεται Ανάμοραν και λειτουργεί ως φυλακή των θετικών συναισθημάτων, αλλιώς το τίμημα είναι θάνατος. Γι’αυτό ο Σκορπιός φερόταν έτσι. Αλλά αυτό ήταν άδικο για εκείνον» είπα με παράπονο και είδα τον Τρόυ να χαμογελά αχνά, πιστεύοντας πως δεν τον είχα προσέξει, τη στιγμή που ο Κρίστοφερ μπροστά μου άφριζε. Τον καταλάβαινα. Είχε την ευθύνη μας και απόψε θα μπορούσαμε να έχουμε σκοτωθεί.
Ερχόμενος κοντά μου, στάθηκε μπροστά μου ακριβώς τοποθετώντας τα χέρια του μπροστά από το στήθος του.
«Μας κοροϊδέψατε όμως, προσπαθώντας να δημιουργήσετε προβολές ώστε να μην αντιληφθούμε την απουσία σας. Τι θα γινόταν όμως, αν πράγματι δεν είχαμε έρθει για να σας βοηθήσουμε; Θα μπορούσατε να αντιμετωπίσετε μόνοι σας τον Κέναρντ; Σας έχω μεγαλώσει και τους τρεις. Σας θυμάμαι μικρά παιδιά να έρχεστε στη Σχολή και σας έχω πει εκατομμύρια φορές, πως θα είμαι δίπλα σας σε ό,τι χρειαστείτε. Εσείς όμως, προτιμήσατε το δρόμο του ψέματος που παραλίγο να σας στοιχίσει τη ζωή» τελείωσε ξεφυσώντας και ο Τρόυ έκανε ακόμη ένα βήμα προς το μέρος μας.
«Εγώ θα ξεκινήσω λέγοντάς σας μία μεγάλη αλήθεια. Πως είμαι Εβένινος, Σάμχαϊν και καθηγητής σας. Γνωρίζω πως οι Μαύροι θεωρούνται σατανικά και κακοποιά στοιχεία, ωστόσο στέκομαι μπροστά σας λέγοντάς σας την αλήθεια. Θέλω και εσείς να κάνετε το ίδιο από εδώ και μπρος» μας είπε χαμογελώντας πλατιά και η Κρίστι με τον Άλαν τον κοίταξαν εντυπωσιασμένοι. Κάπου εκεί έκανα μονάχα μία σκέψη που με γέμισε ελπίδα. Πως κάποτε το μαύρο θα ήταν απλώς ένα χρώμα και τίποτε περισσότερο.
«Ένας Σάμχαϊν, καθηγητής της Επινουά. Προοδευτικό, κύριε Κρίστοφερ» πρόφερε η Κρίστι.
«Βλακώδες θέλεις να πεις. Μην βαφτίζουμε τώρα και τη χαζομάρα πρόοδο» έσκουξε η αιώνια φωνή του Άρθουρ από το ανοιχτό παράθυρο, ο οποίος ωστόσο φάνηκε να συμμερίζεται την σκέψη τη δική μου καταβάθος. Το καταλάβαινα από την παράξενη αύρα αυτού του μαγικού πλάσματος.
«Εσύ ή εγώ;» ρώτησε τον Κρίστοφερ ο Τρόυ που τον κοίταξε συνωμοτικά.
«Δικός σου» απάντησε ο Εκρού μάγος, για να δει τον Τρόυ να εξαπολύει μία μικρή λάμψη και να του μαδάει αυτομάτως όλο του το κεφάλι αφήνοντας μονάχα ένα πούπουλο στην κορυφή.
«Αυτό αποτελεί απλώς μία προειδοποίηση» έσκουξε ο Τρόυ και το πουλί εξαφανίστηκε αγκομαχώντας εκνευρισμένο, με εμάς να έχουμε πεθάνει στα γέλια.
«Εσείς, σοβαρευτείτε. Για την ώρα χάνετε πέντε βαθμούς από τον συνολικό του χρόνου. Είστε ελεύθεροι να πάτε στο κέντρο της Βέρνια απόψε για να αγοράσετε βραδινούς μανδύες. Θα είμαστε και οι καθηγητές μαζί σας για ασφάλεια» είπε ο Κρίστοφερ, με εμάς να φεύγουμε κατηφείς, εξαιτίας της μειωμένης βαθμολογίας μας, αλλά γελαστοί μετά την αποκάλυψη του Τρόυ και το πρώτο βήμα, για το άνοιγμα του κόσμου στους Εβένινους και πάλι.
Την ίδια ώρα, ο Γουίλ βρισκόταν στο χημείο, σκεπτόμενος πως είχε απομακρυνθεί αρκετά από την αδερφή του. Παραδόξως, στην ίδια αίθουσα βρισκόταν και η Έλσα, παρά το γεγονός πως ήταν μικρότερη. Οι γνώσεις της είχαν κριθεί κάτι παραπάνω από επαρκείς, προκειμένου να μπει στην τάξη μαζί με τους τελειόφοιτους. Ο Γουίλ λάτρευε την χημεία και την παρασκευή μαγικών φίλτρων, κυρίως για ιατρικούς λόγους. Παρακολουθούσε τα μαθήματα, σχεδόν με ευλάβεια, ενώ ο καθηγητής ήταν ένας Ναΰρι, όπως και οι νοσοκόμες της Σχολής. Συνεργαζόταν σχεδόν πάντοτε με την Έλσα, μιας και όλοι την απέφευγαν καθώς την θεωρούσαν παράξενη εξαιτίας της κλίσης της στη μεταφυσική.
«Σε βλέπω ελαφρώς πεσμένο» του είπε η κοπέλα, ενώ παρασκεύαζαν ένα φίλτρο σε μορφή ζελέ, το οποίο χρησίμευε στην καταπολέμηση κάθε πόνου στο κορμί, ενώ η μετατροπή του από ρευστό σε σχεδόν στερεό ήταν αρκετά δύσκολη.
«Η αλήθεια, νιώθω πως απογοήτευσα την Κένταλ σαν αδερφός. Ίσως την πίεσα γιατί φοβήθηκα τον Σκορπιό. Δεν ξέρω αν πρέπει να τον εμπιστευθώ» της εξομολογήθηκε και εκείνη τον κοίταξε γλυκά.
«Θα σου πω κάτι και ας το θεωρήσεις παράλογο. Οι Γκρερ δεν είναι αυτό που ο κόσμος νομίζει. Δεν είναι σατανικοί, ούτε έχουν τα γονίδια της κακίας και του μίσους. Κάποτε, πριν από πολλά χρόνια, ήταν μία υπέροχη οικογένεια και σε αυτήν ανήκε τόσο ο Σιμεόν, όσο και ο Κέναρντ και ο Γουίλφρεντ. Ο Κέναρντ ήταν ένα χαρισματικό και όμορφο αγόρι, ενώ όλοι τότε στη Σχολή πάλευαν να πάρουν λίγη από την λάμψη του. Ωστόσο, η ίδια λάμψη που τον έφερε στην κορυφή, η ίδια τον οδήγησε στον γκρεμό. Η διευθύντρια της Επινουά τότε, η Κριστίν Νορρίς, ήταν Μαύρη και αδηφάγα με τις γνώσεις των ρούνων. Παγίδεψε τον Κέναρντ, γιατί τον ποθούσε και απέτυχε στο να τον ξελογιάσει» προσπάθησε να πει, όταν δάκρυα ξεκίνησαν να κυλάνε από τα μάτια της και τα χέρια της άρχισαν να τρέμουν, με τον Γουίλ να την κοιτάζει σοκαρισμένος και να ζητά άδεια από τον καθηγητή να βγουν για λίγο από την αίθουσα.
«Είσαι καλά;» την ρώτησε ενώ βρίσκονταν έξω από την τάξη και εκείνη συνέχισε, σαν να μην τον είχε ακούσει ποτέ, σαν να επιθυμούσε απλώς να πετάξει εκείνο το βάρος από πάνω της.
«Ο Κέναρντ ήταν δεκαεπτά και εκείνη σαράντα»
«Μα, ο Κέναρντ μπροστά της ήταν ένα νεαρό αγόρι. Πώς...;» απάντησε ο Γουίλ.
«Δεν ξέρω. Αυτό που ξέρω, είναι πως το απόγευμα που ο Κέναρντ παγιδεύτηκε ήμουν μαζί του. Θα με συνόδευε σε εκείνον τον ετήσιο χορό της Σχολής, μα δεν πρόλαβε. Οι ρούνοι τον κατάπιαν εξαιτίας της Νορρίς, μετατρέποντάς τον στο σημερινό τέρας και εμένα με καταράστηκε να παγώσει η ηλικία μου από τότε, για να υποφέρω βλέποντας την κατάντια εκείνου που κάποτε ερωτεύτηκα με όλη μου την ψυχή. Ο Κέναρντ εκείνο το βράδυ προσπάθησε να με σώσει από την επίθεση των ρούνων, βάζοντας το κορμί του μπροστά για ασπίδα, με αποτέλεσμα να τον καταλάβουν. Με έσωσε, μα το πλήρωσε ακριβά» τελείωσε και ο Γουίλ δεν μπορούσε να αρθρώσει ούτε μισή κουβέντα.
«Τι είναι αυτά που λες; Πώς είναι δυνατόν; Εσύ και εκείνος… Θέλω να πω, είσαι από το παρελθόν;» ξεκίνησε τις ερωτήσεις.
«Ναι, εγώ. Δεν σου έκανε εντύπωση η εμφάνισή μου που μένει ίδια και απαράλλαχτη;» τον ρώτησε και ο νεαρός ξεκίνησε να σκέφτεται.
«Τώρα που το αναφέρεις, δεν έχεις και άδικο. Αλλά και πάλι, μου λες δηλαδή πως ο αυθεντικός Κέναρντ ήταν καλός;» την ρώτησε.
«Ήταν πολύ καλός και μάλιστα με τον Όσβαλντ ήταν κολλητοί και γείτονες. Ήταν ένα παιδί λαμπερό. Γι’αυτό σου λέω να μην φοβάσαι τον Σκορπιό. Έχει καλά γονίδια» του είπε.
«Και ο Άινταν; Ο φρικτός μας γείτονας; Γιατί είμαι βέβαιος πως τον έζησες και αυτόν σαν μαθητή εδώ, αφού υπάρχεις από την εποχή του Κέναρντ» πρόφερε ο Γουίλ.
«Ο Άινταν είναι μία άλλη ιστορία και υποψιάζομαι λυπηρή. Ως μαθητής δεν είχε τη λάμψη του Κέναρντ ή τον δυναμισμό του Σκορπιού. Σε αυτό δεν θα σου πω ψέματα. Είχε μία σκοτεινιά και υπερβολική δύναμη. Ήταν εξίσου δυνατός με τον παππού του, αυτό είναι σίγουρο, μα το έδειχνε όπου και αν χρειαζόταν. Δεν ανοιγόταν σχεδόν ποτέ, δεν μπορούσες να διαβάσεις τα συναισθήματά του γιατί πολύ απλά το πρόσωπό του ήταν σχεδόν πάντοτε ανέκφραστο. Τότε, δεν τον χαρακτήριζες ούτε καλό ούτε κακό, τον τύλιγε ένα μυστήριο που θυμάμαι πως γοήτευε τις γυναίκες, γιατί ο Άινταν είναι όμορφος άντρας και με στυλ προσεγμένο. Εκείνος όμως δεν γύρισε ποτέ του να κοιτάξει κάποια κοπέλα. Τον ενδιέφεραν μονάχα τα μαθήματά του» τελείωσε και ο Γουίλ αναστέναξε αλλάζοντας ευθύς το θέμα.
«Τι θα απογίνεις όμως εσύ; Σαν ύπαρξη όταν όλα τελειώνουν και φυσικά, αν τελειώσουν;» τη ρώτησε ο νεαρός μα εκείνη κούνησε τους ώμους της ανήξερα.
«Δεν έχω ιδέα» του απάντησε και τελικά αποφάσισαν να μπουν στην αίθουσα για να συνεχίσουν το μάθημα της χημείας.
Ο Κέναρντ επέστρεψε επιτέλους πίσω στη ζοφερή του έπαυλη. Από μακριά, το σπίτι των Κας είχε μείνει ένα ερείπιο να σέρνεται στον χρόνο, κουβαλώντας τις αναμνήσεις της ζωής μίας οικογένειας. Το σπίτι του, ωστόσο, γουργούρισε ευχαριστημένο σε σημείο που μέχρι και ο Άινταν ανατρίχιασε.
Το πλάσμα κοιτούσε ολόγυρα με βλέμμα σκοτεινό και τρελαμένο, πάντοτε βαστώντας τη ράβδο στο δεξί του χέρι. Όλα ήταν όπως ακριβώς τα είχε αφήσει. Με το ένα του χέρι, ακούμπησε στον τοίχο και ρούνοι μαύροι, ρούνοι που όμως έσταζαν αίμα σχηματίστηκαν σαν να αναδύονταν από το τσιμέντο. Ο Κέναρντ έκλεισε τα μάτια θαρρείς και έκανε διαλογισμό. Διάβαζε την ιστορία του σπιτιού, αυτά που είχε να του αφηγηθεί κατά την απουσία του.
«Η κόρη μου πέθανε εδώ μέσα» κατέληξε τελικά και ο Άινταν τον κοίταξε ατάραχος.
«Αυτή μπορεί να ήταν κόρη σου, αλλά δεν ήταν μάνα για εμένα. Με εγκατέλειψε» του είπε και ο μάγος χαμογέλασε απόκοσμα.
«Ήταν μία δειλή, δύσμορφη γυναίκα. Εγκατέλειψε και εμένα. Έτσι γίνεται, εγγονέ μου. Τους δυνατούς και διαφορετικούς, τους αφήνουν πίσω. Εγώ δεν θα σε αφήσω» του είπε, ωστόσο πρόσεξε στον καναπέ μπροστά του, ένα μπαστούνι να στέκεται ακουμπισμένο «Τι είναι αυτό;» ρώτησε κάπως κοφτά τον Άϊνταν.
«Είναι το μπαστούνι του Μπένταγκ, του πατέρα μου» απάντησε εξίσου κοφτά και εκείνος, ενώ εκεί φάνηκε, πόσο αυτή η απόκοσμη φιγούρα που είχε δίπλα του, αδυνατούσε να συμμεριστεί τα συναισθήματά του και ας κατέβαλλε προσπάθειες για να φανεί το αντίθετο.
«Ο Μπένταγκ ήταν κάποτε ο κηπουρός μας και εσύ αποκαλείς πατέρα αυτό το κατώτερο πλάσμα;» τον ρώτησε, ωστόσο μπροστά του είδε έναν Άινταν οργισμένο που σχεδόν είχε αλλάξει μορφή.
Τα μάτια του είχαν υιοθετήσει το χρώμα της ώχρας του δράκου και τα χέρια του σφίγγονταν σε γροθιές, σε σημείο να ματώσουν.
«Τον Μπένταγκ δεν επιτρέπεται να τον πιάνει κανένας στο στόμα του και να σπιλώνει την μνήμη του. Ούτε εσύ ούτε ο Θεός ο ίδιος!» ούρλιαξε και άξαφνα αέρας δυνατός ξεκίνησε να εισέρχεται στον χώρο, κάνοντας πόρτες και παράθυρα να χτυπούν φρενιασμένα σε σημείο το ένα να σπάσει. Ο Άινταν βρισκόταν στο μέσον μίας θύελλας, με μάτια σκοτεινά πια στο χρώμα του κάρβουνου, χέρια υψωμένα και διάθεση να μην αφήσει τίποτε όρθιο.
Μπροστά του ο Κέναρντ, αρχικά ατάραχος, πάλεψε να κατευνάσει τις δυνάμεις του, σύντομα όμως διαπίστωσε πως ο Άινταν, είχε πράγματι γίνει εκείνος ο τέλειος και παντοδύναμος στρατιώτης. Έτσι προτίμησε απλώς να τον αφήσει να ξεσπάσει. Ο νεαρός κυριολεκτικά διέλυε ό,τι έβρισκε, μέχρι που στάθηκε στο κατώφλι βαστώντας το μπαστούνι του Μπένταγκ.
«Στη δική σας την απουσία, εκείνος ήταν πάντοτε δίπλα μου. Μπορεί να είσαι ο παππούς μου, μα σου απαγορεύω να πιάσεις ξανά το όνομά του στο στόμα σου, αλλιώς δεν θα διστάσω να τα διαλύσω όλα εδώ μέσα. Όσα δηλαδή απέμειναν. Μην παίζεις λοιπόν με εμένα. Έχω πάψει να είμαι μία απλή μαριονέτα» τελείωσε και εξαφανίστηκε.
Ξεκίνησε να τρέχει δίχως να κοιτάζει πίσω του δίχως να νοιάζεται. Το μόνο πράγμα που σιγόβραζε μέσα του ήταν η οργή και το πένθος που είχε τόσο μάταια παλέψει να πνίξει. Μάλλον πίστευε πως οι εξελίξεις που έτρεχαν, θα προλάβαιναν να σκεπάσουν τον θάνατο του καλύτερου φίλου και πατέρα του, του Ντουένον με τη χρυσή καρδιά. Γύρω του ο άνεμος λυσσομανούσε, μα ο Άινταν έστεκε πάντοτε περήφανος κόντρα σε αυτόν. Το σώμα του δηλαδή, καθώς ο αδήρητος χαρακτήρας του είχε πια ρωγμές επάνω του, έσπαγε αργά, όπως και η καρδιά του σε χίλια κομμάτια.
Με κόπο, πλησίασε μία λίμνη και κοίταξε το είδωλό του. Η αντανάκλασή του ήταν θολή, διακεκομμένη.
“Ποιος είμαι επιτέλους;” αναρωτήθηκε “Τι είμαι; Ένα φρικτό, αισχροποιό τέρας ή ένας δυστυχισμένος άνθρωπος;”
Περπατώντας και αδιαφορώντας για τους γύρω του που βάδιζαν ανέμελα, έπεσε καταλάθος επάνω σε μία ηλικιωμένη μάγισσα και την εγγονή της που πήγαιναν βόλτα. Μόλις ύψωσαν το βλέμμα τους και τον αντίκρισαν, πάγωσαν, ενώ η μικρή βάλθηκε να κλαίει. Όλοι αναγνώριζαν το πρόσωπό του και όλοι το φοβούνταν σαν τον πιο σκοτεινό εφιάλτη, όπως και του παππού του.
«Σας παρακαλούμε, κύριε Γκρερ, δείξτε έλεος. Ένα κοριτσάκι είναι μονάχα» ξεκίνησε τις ικεσίες η ηλικιωμένη κλαίγοντας ξαφνιάζοντάς τον περισσότερο.
Με τα λαμπερά, σμαραγδένια μάτια του, σάρωσε τα πρόσωπά τους και στάθηκε στο πονεμένο βλέμμα του κοριτσιού. Μέσα στο μυαλό του, εικόνες του παρελθόντος αναδεύτηκαν από τα άδυτα της ψυχής του, για να βγουν στην επιφάνεια. Ένα δεκάχρονο αγοράκι, να κλαίει και να ικετεύει γονατιστό να το λυπηθούν οι βασανιστές του. Ήταν εκείνος και οι αναμνήσεις του προκαλούσαν ρίγη και πόνο, μέχρι που έκανε κάτι για πρώτη φορά στη ζωή του. Ξέσπασε σε κλάματα, μπροστά σε αυτές τις δύο άγνωστες γυναίκες. Δάκρυα κύλησαν αβίαστα από το αλαβάστρινο πρόσωπό του, ενώ λέξεις και φράσεις πάλευαν να σχηματιστούν ανάμεσα από τους λυγμούς. Είχε σχεδόν γονατίσει μπροστά τους ανήμπορος, χαμένος στον κυκεώνα του παραληρήματός του. Οι δύο γυναίκες είχαν μείνει παγωμένες και αμήχανες μη γνωρίζοντας τι να κάνουν ή πώς να αντιδράσουν.
«Ε-εγώ κυρία μου, δεν θα μπορούσα να πειράξω ποτέ ένα παιδί. Υπήρξα και εγώ παιδί ξέρετε. Μονάχα που εμένα κανένας δεν με πήρε από το χέρι για να με πάει μία βόλτα στο πάρκο, όπως εσείς την εγγονή σας. Δεν είμαι δολοφόνος παιδιών, είμαι απλώς ένας δυστυχισμένος άνθρωπος» τελείωσε, αφήνοντάς τες να τον κοιτάζουν με οίκτο. Το σιχαινόταν αυτό το συναίσθημα στα πρόσωπα των άλλων, όμως η ψυχολογία του κατέρρεε ώρα με την ώρα και το γνώριζε.
Τις άφησε να συνεχίσουν το δρόμο τους και ο ίδιος ξεκίνησε να τρέχει, σπάζοντας στο διάβα του δέντρα και κλαδιά, γδέρνοντας τους κορμούς και ό,τι άλλο έβρισκε. Ήθελε να ξεσπάσει οπωσδήποτε κάπου και γι'αυτό κατέστρεφε ό,τι έβλεπε μπροστά του, πέφτοντας στο τέλος στο έδαφος και κρατώντας σφιχτά στην αγκαλιά του το μπαστούνι του Μπένταγκ. Τα δάχτυλά του είχαν ματώσει, μα δεν τον ένοιαζε. Αν μπορούσε, θα έβαζε τέλος στην άθλια ζωή του. Με κινήσεις αργές, ξεκίνησε να σκάβει ένα λάκκο στο υγρό χώμα. Μόλις ολοκλήρωσε τη δουλειά του, εναπόθεσε προσεκτικά το μπαστούνι και το κάλυψε με φρέσκο χώμα.
“Εις το επανιδείν, πατέρα μου αγαπημένε. Είθε η αγκαλιά του ουρανού να σε τυλίξει, ζεστή και φιλόξενη, όσο ήταν και η δική σου κάθε φορά που το είχα ανάγκη” τελείωσε και άφησε επάνω ένα μικρό μπουμπούκι.
Καθώς σηκωνόταν ξανά, κοίταξε τον ορίζοντα και με όση δύναμη του απέμενε, συνέχισε να τρέχει με προορισμό το Βερθάλ. Κάθε του βήμα, ήταν και το σπρώξιμο της ανάγκης να φθάσει επιτέλους στον προορισμό του. Στο σπίτι που βρισκόταν χτισμένο στους πρόποδες του γκρεμού. Με γρήγορες δρασκελιές, διέσχισε την πλατεία, ενώ ο κόσμος τον κοιτούσε με απέχθεια και τρόμο. Όλοι αναγνώριζαν το πρόσωπό του το ποιος ήταν και ο φόβος διαπερνούσε το κορμί τους. Τον Άινταν ωστόσο δεν τον ένοιαζε, καθώς ήδη βρισκόταν στο μικρό, μαγικό μονοπάτι που οδηγούσε στο σπίτι της Εμίλια.
Καθώς έφτανε, πρόσεξε πως τα φώτα του σαλονιού ήταν ανοιχτά. Για δευτερόλεπτα, φοβήθηκε, μήπως η κοπέλα είχε κάποια παρέα, μα αν έκρινε από τη φιγούρα της που πηγαινοερχόταν, μάλλον ήταν ολομόναχη. Με την καρδιά του να χτυπά, έτοιμη να σπάσει, στάθηκε στο κατώφλι της πόρτας που είχε για σχέδιο μπροστά της το πρόσωπο ενός δράκου της Ανατολής. Τη χτύπησε αδύναμα και άκουσε τα βήματα της Εμίλια να πλησιάζουν, μέχρι που η πόρτα άνοιξε και μπροστά του στάθηκε εκείνη εμφανώς έκπληκτη για το θέαμα που είχε μπροστά της.
«Άινταν; Μα, τι γυρεύεις τέτοια ώρα εδώ;» τον ρώτησε ταραγμένη από την φυσική του κατάσταση και εκείνος βουρκωμένος, το μόνο που της απάντησε, ήταν:
«Αγάπη».
Η Εμίλια, βάζοντας το χέρι της μπροστά από το στόμα της, έτρεξε και τον αγκάλιασε σφιχτά.
«Τότε, ήρθες στο σωστό μέρος» του είπε και μπήκαν σπίτι μαζί, ενώ εκείνη τον οδήγησε στο σαλόνι, μπροστά από το τζάκι. «Έχεις τα χάλια σου. Άινταν, τι σου συμβαίνει; Μίλησέ μου, που να πάρει επιτέλους. Άνοιξε την ψυχή σου, να σε βοηθήσω προσπαθώ» του είπε απεγνωσμένα.
«Ξέρεις πως τον Μπένταγκ τον έχασα, το ίδιο και τον Σκορπιό που μου γύρισε δικαίως την πλάτη. Έφερα πίσω τον Κέναρντ, γιατί τον είχα ανάγκη. Είχα ανάγκη από μία οικογένεια, ένα στήριγμα του δικού μου αίματος, μα κάθε φορά που τον κοιτάζω νομίζω πως δίπλα μου έχω έναν ξένο. Εμίλια, δεν ξέρω ποιος είμαι ή τι κάνω πλεον. Το μόνο που γνωρίζω, είναι πως… πως είχα την ανάγκη να έρθω και να σε δω» τελείωσε και η κοπέλα άπλωσε το χέρι της σιωπηλή και χάιδεψε το πρόσωπό του.
Εκείνος έκλεισε τα μάτια του, το κορμί του έτρεμε από την νευρικότητα και την αμηχανία.
«Τα χέρια σου, είναι γεμάτα πληγές» του είπε η Εμίλια και σηκώνοντας την παλάμη του, ξεκίνησε να φιλά τα τραύματά του ένα ένα.
Εκείνος της χαμογέλασε, σχεδόν βούρκωσε.
«Το κορμί αυτό έχει δεχτεί μόνο ξύλο και ελάχιστες αγκαλιές. Κάποτε σου διέγραψα τη μνήμη, γιατί φοβήθηκα. Όχι μόνο για εσένα και τη ζωή σου, αλλά και τις ευθύνες που θα είχα, αν έμπαινα σε μία σχέση μαζί σου. Ξέρεις, δεν έχω τολμήσει να συνάψω σχέση με κάποια κοπέλα, ποτέ μου δεν έκανα έρωτα, δεν μπορούσα. Όλα έμοιαζαν να σταματούν κάπου, σαν κάτι να με εμπόδιζε να προχωρήσω. Από τη μία, ντρεπόμουν για το σώμα μου, που θα μαρτυρούσε τα φρικτά μου βασανιστήρια και από την άλλη, φοβόμουν τις παρενέργειες αυτών των πειραμάτων. Υπήρξε κάποτε, μία επιπλοκή στον οργανισμό μου. Ένα πείραμα δεν πήγε καλά και αυτό είχε σαν αποτέλεσμα να πάθει ζημιά το ουροποιητικό μου σύστημα. Ουρούσα στο κρεβάτι μου πολλές φορές ή σε στιγμές που ίσως βρισκόμουν έξω, γιατί είχα ακράτεια. Ναι, ο άντρας που βλέπεις μπροστά σου, αυτός ο Πρίγκιπας του Σκότους, όπως με αποκαλούν συχνά, δεν είναι τίποτε άλλο, από ένα δυστυχισμένο και ξεχασμένο από τον κόσμο παιδί, που περίμενε την αγάπη» έκανε μία παύση και η Εμίλια συντετριμμένη, κινήθηκε και χώθηκε στην αγκαλιά του, έτσι όπως κάθονταν οκλαδόν, αρχικά ο ένας απέναντι από τον άλλο.
«Θέλω να είμαι μαζί σου» του ψιθύρισε, με την ανάσα της να κόβεται.
«Μπορείς; Το αντέχεις; Αντέχεις κάποιον σαν εμένα που κουβαλά μέσα του τόσο πόνο, τόσα προβλήματα; Που τα βράδια φωνάζει και κλαίει γιατι βλέπει εφιάλτες; Θέλω και εγώ να είμαι μαζί σου. Δεν αντέχω στη σκέψη να σε αγκαλιάζει κάποιος άλλος. Είμαι ερωτευμένος μαζί σου. Σε ερωτεύτηκα ως Ντουγκλάς στην εξόρμησή μας στο Παρίσι. Τότε που με έκανες να νιώσω για λίγο άνθρωπος, φυσιολογικός. Άντρας και παιδί ανέμελο μαζί. Σε ερωτεύτηκα για τον χαρακτήρα σου και την αθωότητά σου, μα φοβάμαι. Ακόμη και εγώ που τίποτε δεν με αγγίζει, φοβάμαι μήπως σε χάσω ή μήπως με αφήσεις και φύγεις. Η αστάθεια μου προκαλεί νευρικότητα και ξέρω, πως οι επιλογές μου δεν σε βρίσκουν σύμφωνη και δεν σε αδικώ. Αγαπάς, εκείνον που μισώ, τον Σιμεόν. Πολεμάς για τους υπόλοιπους μάγους και εγώ για τους Σάμχαϊν...» πήγε να πει και εκείνη τον διέκοψε.
«Πολεμώ για την αγάπη στον κόσμο αλλά και την δική σου. Ελπίζω όμως πως την έχω τελικά κατακτήσει» του είπε και ο Άινταν χαμογελώντας, ξεκίνησε να τη φιλά αρχικά στο λαιμό.
Με αργές κινήσεις, της αφαίρεσε τη λευκή, μακρυμάνικη μπλούζα που φορούσε, χαϊδεύοντας και φιλώντας τα χέρια της, από τον καρπό ως τον ώμο της.
«Απόψε, είσαι δική μου και θέλω και εγώ να γίνω δικός σου, το θέλω πολύ» της είπε και με μία κίνηση ξεκούμπωσε μαγικά το πουκάμισό του και άφησε τα χέρια της ελεύθερα να περιπλανηθούν στο στέρνο του και τις χιλιάδες ουλές που στόλιζαν το κορμί του. Η Εμίλια φίλησε κάθε του πληγή και κατόπιν τα χείλη του, μέχρι που εκείνος τη σήκωσε ελαφρώς, ξαπλώνοντάς την στο γούνινο χαλί. Οι δύο τους αφαίρεσαν και τα υπόλοιπα ρούχα, αφήνοντας το σώμα τους γυμνό. Η Εμίλια διέκρινε το άγχος στο πρόσωπο και τις κινήσεις του. Απλώνοντας τα χέρια της τον προσκάλεσε στην αγκαλιά της, το πρόσωπό του στάθηκε για λίγο στο ύψος του στήθους της.
«Μαζί θα προχωρήσουμε. Σε αγαπώ» του είπε φιλώντας τον απαλά και εκείνος πήρε θέση ανάμεσά της μην εγκαταλείποντας λεπτό τα χείλη της.
Εκείνη τυλίχτηκε γύρω του, παλεύοντας να τον νιώσει όσο περισσότερο μπορούσε. Ο έρωτας του έδωσε φτερά και τον γέμισε με την πληρότητα της αγάπης. Οι κινήσεις τους ήταν αργές, πάλευαν να χορτάσουν τα λεπτά που περνούσαν, με μόνο ήχο τις ανάσες τους που έβγαιναν βαθιές και κοφτές.
Ολοκληρώνοντας, ξάπλωσαν αγκαλιά μπροστά στο θερμό τζάκι. Ο Άινταν χάιδευε τρυφερά τα μαλλιά της που μύριζαν γαρδένια και έκαναν την καρδιά του να χτυπά γρήγορα.
«Μείνε απόψε» του ζήτησε εκείνη.
«Μπορώ να μείνω για πάντα;» αποκρίθηκε εκείνος.
Ιφιγένεια Μπακογιάννη