Η κατάρα του Ορφανού - Η άνοδος του Κέναρντ (Κεφάλαιο 8)

“Ο πόνος, το αίμα απ’ τις πληγές του και η εξάντληση του σώματός του από την δίψα και την
πείνα ωθούν το αστρικό σώμα του μάγου έξω απ’ το φυσικό του, για να περιπλανηθεί προς τα
κάτω στις αθέατες ρίζες του δέντρου όπου εμπνέεται τους ρούνους.” Απόσπασμα βιβλίου, Τα απόκρυφα των ρούνων.

Στο επικίνδυνο σημείο που είχαμε φτάσει, ο Τρόυ Γουντς μετά το τέλος του τρίτου μαθήματος Προβολών μάς μίλησε μισή ώρα για τους ρούνους. Αυτά τα συμπαντικά σύμβολα, αν χρησιμοποιούνταν για κακό σκοπό και από πλάσματα που δεν είχαν γεννηθεί με το χάρισμα της δυνατότητας της χρήσης τους, τότε τόσο ο μάγος που θα πάλευε να τους χρησιμοποιήσει, όσο και το άμεσο περιβάλλον γύρω του θα πάθαιναν μεγάλη ζημιά. Αφορμή του συγκεκριμένου μαθήματος στάθηκε, όπως ήταν φυσικό, η ανάσταση της φρικτής προσωπικότητας του Κέναρντ αλλά και αρκετές μαρτυρίες μαθητών για σύμβολα που σχηματίζονταν στους τοίχους και για φωνές που τους προσκαλούσαν να αποκωδικοποιήσουν το μήνυμα.

Στο άκουσμα της συγκεκριμένης ιστορίας ένιωσα το σώμα μου να ανατριχιάζει, καθώς στο μυαλό μου ήρθε η εικόνα του Τόμας και η δική του προσωπική ιστορία. Την ίδια ωστόσο έκφραση πόνου είχε και η Έλσα που έμοιαζε να το ζει όλο αυτό. Μπροστά μας και στο πλευρό του Τρόυ έστεκε ο Κρίστοφερ και μαζί τους η Μάντυ που είχε αναλάβει τα μαθήματα του Κρις στη δική του θέση. Μία ενδιαφέρουσα θεωρία θέλει τους ρούνους, τα σύμβολα αυτά να εκπροσωπούν και έναν δράκο. Τα πολύ παλαιά χρόνια, τότε που οι δράκοι ήταν πολύ περισσότεροι και λατρεύονταν σαν θεοί από τους μάγους, είχαν δημιουργήσει και από ένα σύμβολο που τους εκπροσωπούσε. Άλλος της Δύναμης, άλλος της Ενότητας, της Σοφίας, της Φύσης και η λίστα δεν είχε τελειωμό.

Οι μάγοι ωστόσο, σαν την πολυαγαπημένη Κριστίν, πήραν το αρχικό ρουνικό αλφάβητο των δράκων και πάλεψαν με βάση αυτό να δημιουργήσουν ένα δικό τους, διεστρεβλώνοντας το πρωτότυπο, με αποτέλεσμα το συγκεκριμένο ρουνικό αλφάβητο να κρύβει μέσα του τις σκοτεινές δυνάμεις της απληστίας και της δίψας των μάγων για δύναμη. Δυστυχώς η ιστορία δείχνει πως οι πρώτοι μάγοι που ανακατεύτηκαν με τους ρούνους ανήκαν στο είδος των Σάμχαϊν, ίσως γιατί από το χρώμα το μαύρο είχαν προέλθει οι μεγαλύτεροι μάγοι στην ιστορία και οι πιο προικισμένοι. Έβλεπα τον Κρις να εξηγεί την ιστορία μαζί με τον Τρόυ. Οι δύο τους είχαν μία αρμονική χημεία φιλίας· το χάρισμά μου το είχε διαβάσει. Στο τέλος του μαθήματος είδα τον Τρόυ να κάνει σήμα στους άλλους δύο καθηγητές να αποχωρήσουν. Ο ίδιος έκλεισε με μία κίνηση του χεριού του την πόρτα της αίθουσας και μας είπε:

«Θέλω να γνωρίζετε πως ζούμε σε καιρούς πολύ επικίνδυνους. Σε καιρούς που δεν ξέρουμε πού σταματά το ψέμα και πού ξεκινά η αλήθεια. Αυτό που θέλω από εσάς είναι να λέτε πάντοτε την αλήθεια και κυρίως σε εμάς τους καθηγητές, που είμαστε σύμμαχοί σας και δεύτεροι γονείς σας μιας και μένετε μέσα στα όρια της Επινουά, η οποία σας φιλοξενεί για έναν ολόκληρο χρόνο. Θα κάνω εγώ την αρχή και έπειτα θα δεχτώ τυχόν ερωτήσεις σας, τις οποίες είμαι πολύ πρόθυμος να απαντήσω. Ανήκω λοιπόν στους Σάμχαϊν. Είμαι Εβένινος μάγος και για χρόνια μελετώ τους ρούνους, παλεύοντας να καταλάβω την ιδιόμορφη φύσης τους. Δεν έχω καμία φιλοδοξία να τους χρησιμοποιήσω. Ο Κρίστοφερ το γνωρίζει πολύ καλά αυτό, μιας που γνωρίζει και εμένα χρόνια ολόκληρα. Ξέρω πώς νιώθετε για εμάς τους Μαύρους και πως οι γονείς σας ή οι φίλοι σας πιθανότατα σας έχουν μεγαλώσει με τη θεωρία της σατανικής μας φύσης. Η αλήθεια διαφέρει πολύ από τη θεωρία. Οι περισσότεροι είμαστε κυνηγημένα παιδιά που δεν τους δόθηκε ποτέ η ευκαιρία να ενσωματωθούν στην κοινωνία, η οποία μας απεχθάνεται δίχως να μας γνωρίζει. Έκαψαν το σπίτι μου κάποτε και εμένα κάηκε το χέρι μου, όταν ακόμη ήμουν μικρό παιδί, μόνο και μόνο επειδή ήμουν Μαύρος. Ο πόλεμος που έρχεται δεν θα σταματήσει, αν δεν πάψει και το μίσος μεταξύ μας. Το μαύρο είναι απλώς ένα χρώμα και τίποτε άλλο» τον άκουσα να λέει με φωνή ελαφρώς σπασμένη και σηκώθηκα επάνω.

«Πριν μερικές ημέρες, καθώς πήγαινα στο νεκροταφείο να επισκεφθώ τον τάφο των γονιών μου, παραλίγο να πέσω θύμα βιασμού από μάγους που δεν ήταν Εβένινοι. Ωστόσο, σώθηκα χάρη σε έναν Εβένινο που κατά τύχη ήταν εκεί γύρω» τελείωσα δίχως να αναφερθώ στο όνομα και στην ταυτότητα του σωτήρα μου και είδα τον Τρόυ να μου χαμογελά, ενώ όλοι οι μαθητές είχαν παγώσει.

Άλλοι ένιωθαν αμήχανα, άλλοι έκρυβαν έναν φόβο απέναντι στον καθηγητή μας και άλλοι ήταν στενόμυαλοι, σε σημείο να ζητήσουν να φύγουν από την αίθουσα, αρνούμενοι να κάνουν μάθημα με κάποιον που ανήκε στους Μαύρους. Τότε στη γωνία της αίθουσας πρόσεξα τον Τόμας. Φυσικά, καθώς δεν του είχα δώσει ενέργεια, ήταν αόρατος στα μάτια των υπόλοιπων εκτός από τα δικά μου. Το μάθημα σύντομα έλαβε τέλος και εγώ του έκανα με τρόπο σήμα να με περιμένει.

«Είναι εκείνος έτσι;» άκουσα τη φωνή του Άλαν.

«Ναι» απάντησα μονολεκτικά.

«Θέλω να τον δω» μου είπε και είδα την Κρίστι να τινάζεται.

«Και εγώ θέλω! Το παλικάρι μοιάζει με όνειρο θερινής νυκτός» συνέχισε και είδα τον Τόμας να κοκκινίζει ολόκληρος και κατόπιν να ξεσπά σε γέλια.

Τη στιγμή που η αίθουσα είχε αδειάσει, είδα τον Τρόυ να μαζεύει τα πράγματά του σκυθρωπός. Τον πλησίασα και ακούμπησα το χέρι μου στον ώμο του.

«Μην το βάζετε κάτω. Όλα θα αλλάξουν και θα κάνω ότι μπορώ γι’ αυτό» του είπα και τον είδα να φωτίζεται.

«Κένταλ, έχεις κάνει ήδη πολλά. Σε ευχαριστώ που με υπερασπίστηκες. Είσαι ξεχωριστό κορίτσι, όπως ο παππούς σου και ο πατέρας σου. Συνέχισε έτσι και θα φτάσεις πολύ ψηλά μία μέρα, όταν όλα τελειώσουν. Σήμερα, ωστόσο, σας θέλω όλους ξέγνοιαστους. Το πρόγραμμα περιλαμβάνει βόλτα και ψώνια στη Βέρνια. Θα είμαστε και εμείς εκεί για παρακολούθηση μήπως κάτι πάει στραβά. Σε μία ώρα θα μαζευτείτε στο προαύλιο. Θα φύγουμε με Κέλαντερ» μου είπε και όλοι μας τρέξαμε με προορισμό το δωμάτιό μου στον Οίκο των Γκρίζων.

Κλείνοντας πίσω μας την πόρτα, είδα τον Άλαν και την Κρίστι να κάθονται στον καναπέ, ενώ ένα ακόμη χτύπημα, σηματοδότησε τον ερχομό του Γουίλ. Καθώς τον είδα να στέκεται στο κατώφλι, πρόσεξα πως είχε αλλάξει, είχε ωριμάσει λίγο. Φαινόταν βαθιά προβληματισμένος, ωστόσο όλα λύνονταν πάντοτε μεταξύ μας με μία αγκαλιά.

«Μου έλειψες» μου είπε και χάιδεψα το μάγουλό του.

«Και εμένα. Σας μάζεψα όλους εδώ, γιατί θέλω να σας γνωρίσω κάποιον» έκανα τον πρόλογο και εκείνος χαμογέλασε.

«Κένταλ, ξέρω ήδη πολλά για την ιστορία που τόσο καιρό μας έκρυβες. Θα περιμένω λοιπόν» μου είπε και ξαφνιάστηκα, μα η παρουσία του Τόμας μου υπενθύμισε πως έπρεπε να του δώσω ενέργεια.

Έτσι, στάθηκα μπροστά του, ξεκινώντας να συγκεντρώνομαι. Το γνωστό μούδιασμα πλημμύρισε το κορμί μου και η ενέργεια ξεχύθηκε από μέσα μου. Αυτή τη φορά ήταν πιο εύκολο και λιγότερο ζημιογόνο για τον οργανισμό μου. Ο νεαρός μπροστά μου όλο και ζωντάνευε, τα χρώματά του έγιναν πιο έντονα, μέχρι που είδα τα δύο αγόρια να κοιτάζουν με το στόμα ανοιχτό.

«Αδύνατον», ψέλλισε ο Άλαν καθώς τον κοιτούσε «Δεν μπορώ να πιστέψω πως εσύ, ένα απλό αγόρι όπως εμείς, είσαι το ίδιο άτομο με εκείνο το πλάσμα που παραλίγο να μας σκοτώσει»

«Ε, όχι και απλό αγόρι σαν εσάς» πετάχτηκε η Άρπια και ο Τόμας της έδωσε ένα φιλί στο μάγουλο κάνοντάς την να κοκκινίσει ολόκληρη και τον αδερφό μου να αφρίσει.

«Όχι, Άλαν, δεν είμαι το ίδιο πράγμα με αυτό που κυκλοφορεί. Το δυστύχημα είναι πως εγώ είμαι ό,τι απέμεινε από τον αληθινό Κέναρντ, ενώ αυτός είναι πολύ πιο ζωντανός από εμένα. Εγώ είμαι σχεδόν μία σκιά, ενω αυτός είναι υπαρκτός, ζωντανός οργανισμός. Καλά, ας πούμε σαν ένα κουφάρι που αναπνέει» τελείωσε ο Τόμας.

«Δηλαδή, εσύ δεν ξέρεις πως παντρεύτηκες; Πως είχες μία κόρη, μία γυναίκα, δύο εγγόνια;» ξεκίνησε ο Γουίλ τις ερωτήσεις και είδα τον Τόμας να αγχώνεται.

«Όχι, δεν γνωρίζω τι έχει κάνει το σώμα μου εκεί έξω. Η προβολή μου δημιουργήθηκε εδώ μέσα και ήμουν πολύ αδύναμος για να βγω εκτός των ορίων της Σχολής. Επομένως, ο άλλος Κέναρντ μοιάζει με έναν δίδυμο αδερφό. Οι ζωές μας είναι ξεχωριστές και εγώ δεν γνωρίζω τίποτε για εκείνον. Τώρα που το ανέφερες, απορώ ποια γυναίκα τον παντρεύτηκε. Καμιά το ίδιο χτυπημένη από την τρέλα θαρρώ» πρόφερε με πικρία.

«Και τώρα;» ρώτησε ο Άλαν.

«Τώρα, θα συνοδεύσω εγώ την Κένταλ στον χορό, αργότερα νομίζω πως πρέπει να πω δύο κουβέντες με κάποιον. Με τον μεγάλο μου εγγονό. Χρόνια τον παρακολουθώ, για όσο ήταν φοιτητής εδώ. Γνωρίζω την εμμονή του με εμένα, τον κακό μου εαυτό, όπως γνωρίζω πως έχει περάσει πολλά, αλλά δεν είμαι σίγουρος τι. Αν λοιπόν θέλουμε να πολεμήσουμε το κακό, τότε θα πρέπει να πάμε στη ρίζα του. Το κακό για τον Άινταν ξεκίνησε από εμένα και σε εμένα θα τελειώσει. Θα σας δώσω μία διεύθυνση, ενός σπιτιού που είχε η οικογένειά μου. Θέλω να πάτε εκεί και να αναζητήσετε αποδείξεις που θα ενοχοποιούν τον Κέναρντ στα μάτια του Άινταν. Τα υπόλοιπα, θα τα αναλάβω εγώ» τελείωσε και κάνοντας παύση, τα δύο αγόρια έφυγαν για να ετοιμαστούν, το ίδιο και η Κρίστι.

Εγώ ήμουν έτοιμη φορώντας ένα λευκό παντελόνι και ένα τζιν πουκάμισο, ενώ ζήτησα από τον Γουίλ να δανείσει δικά του ρούχα στον Τόμας, ο οποίος όπως συνήθως, με μία κίνηση έβγαλε μπροστά μου την μπλούζα του νιώθοντας τελείως άνετα, ενώ πάλεψε να χτενίσει τα σχεδόν μαύρα του μαλλιά. Στο τέλος, έμοιαζε με έναν όμορφο νεαρό άνδρα και εγώ παρακαλούσα να μην τον θυμηθεί κανένας και έχουμε πρόβλημα.

Σταθήκαμε μπροστά στο κατώφλι και τον είδα να μου προσφέρει το μπράτσο του. Το έπιασα με τρυφερότητα και εκείνος μου χαμογέλασε ντροπαλά.

«Είσαι έτοιμη; Δεν βλέπω την ώρα να δω τον κόσμο ξανά, έξω από τα όρια της Σχολής και... δεν βλέπω την ώρα να χορέψω μαζί σου. Δεν γνωρίζεις τι σημαίνει η μοναξιά χρόνων ατελείωτων, η στέρηση των φίλων και της οικογένειας. Μίας τόσο αγαπημένης οικογένειας, όπως ήταν η δική μου. Από τη μία στιγμή στην άλλη έπρεπε να δεχτώ την ιδέα πως δεν θα έβλεπα ξανά τη μητέρα και τον πατέρα μου και πως ο άλλος μου εαυτός θα γυρνούσε σπίτι αλλαγμένος, προκαλώντας πόνο και προβλήματα, τη στιγμή που εγώ θα παρέμενα κλεισμένος εδώ μέσα» μου είπε με μάτια βουρκωμένα και εγώ τον αγκάλιασα σφιχτά παλεύοντας να μην κλάψω.

«Παρά το γεγονός πως για κάποιον παράξενο λόγο ο εγγονός σου μου τα μασάει λίγο, σαν κάτι να ετοιμάζει, θα χαρώ πολύ και εγώ να περάσουμε όμορφα. Το αξίζουμε, το αξίζεις. Θέλω να νιώσεις σαν να γύρισε ο χρόνος πίσω και να βρίσκεσαι την ημέρα του δικού σου χορού» πρόφερα με σιγουριά και τότε είδα τελικά τα δάκρυά του να κυλάνε.

«Τίποτε δεν είναι ίδιο και ο χρόνος πέρασε από τότε. Σε ευχαριστώ όμως, τόσο πολύ, που δεν θα μπορέσω ποτέ μου να στο ξεπληρώσω, γλυκιά Κας. Μου θυμίζεις τον Όσβαλντ, το γειτονάκι μου, τον κολλητό μου. Πόσο πολύ μου έλειψε. Ευτυχώς έχω εσένα εδώ να μου τον θυμίζεις. Αρκετά όμως με τις συγκινήσεις, γιατί έχω και μία ηλικία παρά την εμφάνισή μου. Φύγαμε!» πρόφερε και ένα πλατύ χαμόγελο συνόδευσε την έξοδό μας.

Τα Κέλαντερ μάς άφησαν στην πλακόστρωτη πλατεία της πολύβουης και πολύχρωμης μαγικής πόλης. Οι μαθητές ξεχύθηκαν κυριολεκτικά στα δρομάκια και στα μαγικά μαγαζιά χαζεύοντας, ενώ εγώ πάλευα να εντοπίσω την κοκκινομάλλα μάγισσα, την Έλσα, μέχρι που ενημερώθηκα από τον Άλαν πως είχε παραμείνει στη Σχολή μαζί με δύο φίλες της γιατί δεν ένιωθε και πολύ καλά. Αρκετοί από τους μαθητές κοιτούσαν τον Τόμας παραξενεμένοι, παλεύοντας να καταλάβουν σε ποιον Οίκο ανήκε, σε ποιο έτος ή χρώμα. Το ίδιο φυσικά ίσχυε και για τους καθηγητές μας, οι οποίοι έριχναν το βλέμμα τους μία σε εμένα και μία σε εκείνον. Δυστυχώς, καθώς ήταν προβολή και έπαιρνε ενέργεια από εμένα, έπρεπε να πηγαίνουμε παντού μαζί ή να βρισκόμαστε σε κοντινή απόσταση για να μπορεί να είναι ορατός.

«Ουάου, Τομ, κλέβεις τις εντυπώσεις» αναφώνησε η Κρίστι. «Έτσι ήταν πάντα;» τον ρώτησε για να δούμε τον Γουίλ, να αποστρέφει το βλέμμα του αμήχανα, πειραγμένος από το ενδιαφέρον της Άρπιας για τον νεαρό Κέναρντ.

«Το παρελθόν, όσο λαμπερό και αν μοιάζει, ανήκει εκεί ακριβώς που δηλώνει και η λέξη. Στο παρελθόν. Τι να την κάνω την λάμψη τώρα πια; Είμαι μονάχα η σκιά του ανθρώπου που κάποτε υπήρξα» της απάντησε και ο Άλαν, για να αλλάξει θέμα, μας οδήγησε σε ένα μαγικό καφέ προκειμένου να πάρουμε δυνάμεις, όπως είπε.

Αυτό που λάτρευα στα καφέ του μαγικού κόσμου ήταν η διακόσμηση. Των περισσότερων οι τοίχοι ήταν βαμμένοι με έντονο χρώμα, άλλοτε ροζ με διάφορα σχέδια σαν περσικό χαλί και άλλοτε κόκκινο ή μπλε. Το συγκεκριμένο χρησιμοποιούσε τη μαγεία της απεικόνισης του ζωντανού κόσμου, καθώς οι τοίχοι του έδειχναν δάση στα οποία κατά καιρούς έκαναν την εμφάνισή τους διάφορα πλάσματα, όπως ακριβώς συνέβαινε και με την ντουλάπα μου πίσω στο Ντορθόριεν. Όλοι μας παραγγείλαμε καφέ σε διάφορες γεύσεις, ενώ μας είχαν στολίσει τη ζάχαρη στο πιατό μας, η οποία άλλαζε κάθε λίγο μορφές και σχήματα, μοιάζοντας άλλοτε με μικρό ανθρωπάκι που παίζει και τρέχει και άλλοτε με κάποιο ζώο ή μαγικό πλάσμα. Κατόπιν, ξεχυθήκαμε στους δρόμους μπαίνοντας σε όλα τα μαγαζιά με μανδύες. Η επίσημη ενδυμασία της βραδιάς ήταν μανδύας του ανάλογου χρώματος για τις γυναίκες και κοστούμι για τους άντρες. Εγώ διάλεξα τον δικό μου, σε λευκό χρώμα φυσικά και με ένα υπέροχο κεντημένο σχέδιο στην πλάτη, εκείνο ενός δράκου, μιας που λάτρευα το είδος τους. Από το διπλανό δοκιμαστήριο βγήκε ο Τόμας φορώντας ένα μπλε σκούρο κοστούμι και φυσικά λευκό πουκάμισο. Τον είδα να κοιτάζει το είδωλό του στον καθρέπτη με ένα βλέμμα θλίψης και απογοήτευσης.

«Αυτή η στιγμή με γυρνά πολλά χρόνια πίσω. Είχα σχεδόν ξεχάσει πώς είναι να ζεις σαν άνθρωπος. Έχω την εμφάνιση του έφηβου, μα το μυαλό και κυρίως η καρδιά μου έχουν γεράσει πια» μου είπε και εγώ τον αγκάλιασα από πίσω.

«Δεν θέλω να στεναχωριέσαι» του είπα και με κοίταξε μελαγχολικά.

«Πάμε μία βόλτα στο λιμάνι;» με ρώτησε στα ξαφνικά και ένευσα θετικά, αν και είχα κακό προαίσθημα.

Έχοντας συνεννοηθεί με τους υπόλοιπους να βρεθούμε στις άμαξες των Κέλαντερ, απομακρύνθηκα με τον Τόμας στο πλευρό μου, ο οποίος έμοιαζε να βυθίζεται στις αναμνήσεις του παρελθόντος. Μπροστά μας ο ήλιος έγερνε ελαφρώς προς την δύση, ενώ από μακριά ακουγόταν το τραγούδι των Τζίραβουντ, μια ιδιαίτερη μελωδία. Η σιωπή εξακολουθούσε να μας συνοδεύει, όταν τελικά την έσπασε εκείνος.

«Σε αυτό ακριβώς το σημείο, πριν από πολλά χρόνια, εγώ και ο Σιμεόν δώσαμε την υπόσχεση πως ό,τι και να γινόταν, δεν θα πολεμούσαμε ποτέ ο ένας τον άλλο. Στην αρχή, όταν μου το είχε προτείνει, είχα γελάσει. Βλέπεις, ήταν κάτι που το θεωρούσα δεδομένο εξαιτίας της αγάπης μας και του ιδιαίτερου δεσίματος που είχαμε από μικρά παιδιά. Δεν θα πίστευα ποτέ στη ζωή μου, πως θα έφτανε η ημέρα να παρακαλάω να μην είχα δώσει ποτέ εκείνη την υπόσχεση. Είμαι βέβαιος πως ο Σιμεόν πληγώθηκε πολύ. Σε κάλεσα εδώ, ωστόσο, για να μου μιλήσεις για εμένα. Για εκείνον τον Κέναρντ που κυκλοφορεί εκεί έξω» μου ζήτησε και ένευσα θετικά.

«Από όσο γνωρίζω, ο Κέναρντ παντρεύτηκε μία Εβένινη μάγισσα, την Κρίστα Γκρερ και μαζί απέκτησαν μία κόρη, τη Μάρλοου που φημολογείται πως ήταν δύσμορφη και φυσικά έτρεμε τον πατέρα της. Ο Κέναρντ την πίεσε να παντρευτεί έναν τρελό Εβένινο, τον Έβιν Μπλοκ ο οποίος ήταν υποχείριό του και εκτελεστής των βασανιστηρίων του εγγονού σου, του Άινταν. Ειλικρινά, δεν γνωρίζω λεπτομέρειες σε σχέση με όλα αυτά και ίσως να είναι και καλύτερα έτσι» ολοκλήρωσα για να τον δω να έχει μείνει και να κοιτάζει το απόλυτο κενό.

«Εσύ με τον Άινταν θα κάνατε ένα σπουδαίο δίδυμο δύναμης. Μου θυμίζετε εμένα και τον Όσβαλντ. Δεν τον συμπαθείς καθόλου, έτσι;» με ρώτησε διστακτικά.

«Ψέματα δεν θα πω, όχι. Με μπερδεύει ο χαρακτήρας του. Πότε με τρομάζει, πότε με κάνει να
νιώθω ασφάλεια, ωστόσο ξέρω πως ήταν μπλεγμένος στον θάνατο των γονιών μου» απάντησα.

«Ο Άινταν θα ήταν ένα σπουδαίο παιδί, αν δεν είχε περάσει όλα αυτά. Σκέψου το λίγο. Εσύ δεν θα γινόσουν δολοφόνος, αν σε είχαν κακοποιήσει βάναυσα για χρόνια; Θα γινόσουν. Σκοπός μας είναι να τον βοηθήσουμε, καθώς είναι η μόνη ισχυρή δύναμη που μπορεί να σταθεί ενάντια στον εαυτό μου. Μαζί με εσένα φυσικά θα είναι ο τέλειος συνδυασμός» μου είπε, αλλά το γνωστό βάρος στην καρδιά μου είχε επιστρέψει.

«Ποτέ σου όμως δεν μου απάντησες τι θα απογίνεις εσύ» του είπα.

«Κένταλ, μην ξεκινάς αυτήν την κουβέντα» πρόφερε δίχως να με κοιτάζει.

«Θα χαθείς, έτσι δεν είναι; Θα χαθείς μαζί με τον Κέναρντ, ωστόσο εγώ... σε έχω αγαπήσει και δεν θέλω να σε χάσω» του είπα σχεδόν βουρκωμένη.

«Όταν αγαπάς κάποιον, αυτός δεν χάνεται ποτέ, Κένταλ» ήταν η μόνη απάντηση που έλαβα, καθώς μου έδινε το χέρι του για να με σηκώσει από το τσιμεντένιο πάτωμα. Είχαμε καθίσει και οι δύο στην άκρη του λιμανιού· η θάλασσα πάντοτε με ηρεμούσε.

«Απόψε θα περάσουμε καλά και ξέχασέ τα όλα» ήταν η τελευταία του κουβέντα, προτού πάρουμε τον δρόμο της επιστροφής.

Η Επινουά έλαμπε εκείνο το βράδυ. Ο Γουίλ βάδιζε στους κήπους με κατεύθυνση την είσοδο της Σχολής, όταν μπροστά του φάνηκε μία κοπέλα, με μακριά, σπαστά μαλλιά και ένα κομψό φόρεμα στα χρώματα της Γης. Ήταν η Κριστιέλα, η οποία εκτός από το στενό φόρεμα, ήταν υπέροχα βαμμένη με σκιές που τόνιζαν τα έντονα μάτια της. Ο Γουίλ με έκδηλο το συναίσθημα της αμηχανίας έτρεξε να την προλάβει.

«Γεια σου» της είπε κοκκινίζοντας και εκείνη κοίταξε το αγόρι με το κοστούμι στο χρώμα του κόκκινου κρασιού.

«Γουίλ...» ήταν η μόνη λέξη που βγήκε από το στόμα της.

«Εγώ ήθελα να σου ζητήσω να με συνοδεύσεις. Είσαι πολύ εντυπωσιακή απόψε. Εκτός φυσικά αν προτιμάς καταβάθος τον Τόμας» την πείραξε, μα το πρόσωπό του σκυθρώπιασε.

Η κοπέλα τον πλησίασε, πάντοτε χαμογελαστή, και πήρε τα χέρια του στα δικά της.

«Το πρόβλημα με εσένα, είναι πως ποτέ σου δεν κατάλαβες το αυτονόητο. Πως χρόνια τώρα μου αρέσεις, ωστόσο φοβόμουν πως δεν θα γυρνούσες ποτέ να με κοιτάξεις. Οι Άρπιες είμαστε κατώτερα μαγικά πλάσματα σε σχέση με τους μάγους» του παραπονέθηκε και εκείνος έκανε ένα βήμα πιο κοντά της.

«Ποτέ μου δεν έδωσα σημασία ούτε στο είδος, ούτε στο χρώμα. Σημασία έχεις εσύ για εμένα» της απάντησε και δευτερόλεπτα αργότερα κόλλησε τα χείλη του στα δικά της, κλέβοντας ένα φιλί που χρόνια τώρα ποθούσε.

Εκείνη τύλιξε τα χέρια της γύρω από τον λαιμό του, ανταποδίδοντας την κίνηση, μέχρι που ένα σφύριγμα από τη μεριά του Άλαν τους έκανε να τραβηχτούν.

«Θα αργήσουμε» τους πείραξε.

«Εσένα ποια σε συνοδεύει;» τον ρώτησε ο Γουίλ.

«Η Έλσα φυσικά» απάντησε ο Λευκός με την εντυπωσιακή κοκκινομάλλα να ακολουθεί και τον
Γουίλ να ξεροκαταπίνει γνωρίζοντας το παρελθόν της. Βάδιζα με τον Τόμας στο πλευρό μου, χτενισμένο και υπέρλαμπρο. Οι δύο μας κοιταζόμασταν στα κλεφτά, χαρούμενοι και ανανεωμένοι για τη βραδιά που θα ακολουθούσε.

«Ειλικρινά, στο έχω πει πολλές φορές, πως αν ζούσαμε στην εποχή μου και φυσικά δεν ήσουν η κοπέλα του εγγονού μου, δεν θα μου γλίτωνες με τίποτε. Είσαι μία κούκλα» τον άκουσα να μου ψιθυρίζει και εισήλθαμε στο χωλ της αίθουσας, με πρώτο θέαμα τον αδερφό μου αγκαλιά με την κολλητή μου.

«Να αναφωνήσω επιτέλους;» τους πείραξα και τους είδα να κοκκινίζουν.

«Να κλείσεις το στόμα σου και να το αφήσεις ασχολίαστο» απάντησε ο αδερφός μου, ωστόσο η χαρά μου που τους έβλεπα μαζί ήταν απερίγραπτη.

Η Σχολή είχε ετοιμάσει μπουφέ μεγάλο για τους μαθητές, ενώ αρκετοί ήταν ήδη επάνω στην πίστα χορεύοντας ρυθμικά, μέχρι που είδαμε τα φώτα να χαμηλώνουν ελαφρώς και τα ρυθμικά τραγούδια να δίνουν τη θέση τους στις μπαλάντες. Φυσικά το φρέσκο ζευγαράκι έτρεξε αμέσως στην πίστα, ενώ είδα τον Τόμας να μου προσφέρει το χέρι του. Καθώς οδεύαμε προς το κέντρο, έπιασα με την άκρη του ματιού μου τον Κρις να χορεύει με την κυρία Μάντυ, ενώ ο Τρόυ ευχαρίστως συνόδευσε την ιδιόρυθμη Κέντρα.

«Είμαι ευτυχισμένος» μου ψιθύρισε ο Τόμας στο αυτί και εγώ τον αγκάλιασα σφιχτά φοβούμενη πως από στιγμή σε στιγμή θα εξαφανιζόταν.

Οι δύο μας συνεχίσαμε τον χορό γελώντας και σχολιάζοντας, μέχρι που τον είδα άξαφνα να σταματά και να παγώνει. Τα μάτια του κατευθύνονταν στην Έλσα που χόρευε με τον Άλαν, ωστόσο την είδα δευτερόλεπτα μετά, να παγώνει και εκείνη. Ο Άλαν και εγώ κοιταχτήκαμε, μέχρι που ο νεαρός σχεδόν βουρκωμένος μου ζήτησε συγγνώμη και έτρεξε προς τη μεριά της.

«Έλσα» της ψιθύρισε κλαίγοντας, μα τα ίδια πικρά δάκρυα κυλούσαν και από τα δικά της μάτια.

«Κέναρντ... Θεέ μου, υπάρχεις; Αδύνατον, μα πώς...» ψέλλισε τρέμοντας και εκείνος βουρκωμένος ύψωσε το χέρι του και παραμέρισε μία τούφα από τα πυκνά της μαλλιά.

«Στην ουσία χάθηκα, Έλσα μου, και τράβηξα άθελά μου και εσένα στην καταστροφή. Είναι μεγάλη κουβέντα το πώς βρέθηκα σήμερα εδώ. Το χρωστάω στην Κένταλ. Θα μπορέσεις ωστόσο ποτέ σου να με συγχωρέσεις;» της είπε.

«Κέναρντ, τι είναι αυτά που λες; Δεν έχω τίποτε να συγχωρέσω σε κάποιον που πήγε να με προστατέψει. Δεν μπορείς να φανταστείς πόσο μου έλειπες και πόσο φοβόμουν. Ακόμη φοβάμαι, γιατί το μέλλον είναι άγνωστο. Αν αυτό το πράγμα χαθεί, εμείς τι θα απογίνουμε;» τον ρώτησε με αγωνία και εκείνος έσκυψε το κεφάλι του.

«Δεν ανήκουμε σε αυτήν την εποχή, Έλσα. Ο χρόνος ο αληθινός θαρρώ πως θα μας πάρει μαζί του, όταν το πέπλο της κατάρας της Κριστίν υποχωρήσει» της απάντησε σκουπίζοντας τα δάκρυά της. «Θέλω να χορέψω μαζί σου εκείνη τη μπαλάντα που άφησα στη μέση γιατί δεν πρόλαβα. Θέλω να σου πω όλα όσα ήθελα και τότε, πως ήσουν όμορφη και ήθελα να μείνεις η κοπέλα μου για πάντα» της είπε με εμένα να έχω καθίσει παράμερα κλαίγοντας συγκινημένη και χαμογελώντας που τον έβλεπα δίπλα σε εκείνη που αγαπούσε.

«Ποιος σου είπε πως ακόμη και τώρα δεν είμαι; Θέλω να βρίσκομαι μαζί σου ακόμη και αν έχω μονάχα ένα λεπτό στη διάθεσή μου» του είπε και τον αγκάλιασε σφιχτά με εκείνον να τη φιλά γλυκά, χαϊδεύοντας τα πυρόξανθα μαλλιά της. Μαγεμένη από την αγάπη τους, τους κοιτούσα με ένα τσίμπημα θλίψης, όταν ένα χέρι τεντώθηκε προς το μέρος μου.

«Όμορφη κυρία μου, θα μου χαρίζατε έναν χορό;»

Η φωνή του γλυκιά και οικεία και μπροστά μου στεκόταν ένας Σκορπιός, με μαύρο κοστούμι, λευκό πουκάμισο, τα ξανθά του μαλλιά χτενισμένα τέλεια και δύο κυανά μάτια γεμάτα προσμονή. Από μακριά είδα τον Τρόυ να μου κλείνει το μάτι και κατάλαβα πως εκείνος του είχε επιτρέψει την είσοδο. Ψιθυρίζοντας ένα “ευχαριστώ” άρπαξα το χέρι του πέφτοντας στην αγκαλιά του. «Μου έλειψες» ψιθύρισα εκατοστά μακριά από τα χείλη του.

Έχοντας μείνει μονάχος του στην έπαυλη των Γκρερ, ο Κέναρντ, με τα σχεδόν φιδίσια μάτια του που ήταν πλέον κενά συναισθημάτων, κοιτούσε ολόγυρα αναζητώντας εκείνο το τάλισμαν, το φυλαχτό που πριν από πολλά χρόνια, αιώνα ίσως, του είχε δώσει η Κριστίν Νορρίς. Το σπίτι βρισκόταν πλέον υπό τις απόλυτες εντολές του, η μαύρη του μαγεία διέταζε κάθε λίγο τα αντικείμενα. Εκείνος προχώρησε αργά ανεβαίνοντας τα σκαλιά και κατευθυνόμενος στις κρεβατοκάμαρες. Κάπου εκεί, σε ένα ξεχασμένο και αραχνιασμένο συρτάρι, βρισκόταν μία φωτογραφία, εκείνη των γονιών του. Του Όσμπορν και της Βικτουάρ Γκρερ. Κάποτε και μόνο στη σκέψη τους θα συγκινούταν. Αν είχε ακόμη καρδιά και ψυχή δική του, η οποία χρόνια ατελείωτα παρέμενε αιχμάλωτη των ρούνων. Με τα αποστεωμένα του χέρια να γδέρνουν σχεδόν το γυαλί της κορνίζας, συνέχισε να αναζητά εκείνο το φυλαχτό που θα έφερνε πίσω στη ζωή εκείνη. Τη σκοτεινή, σατανική γυναίκα εξαιτίας της οποίας είχε κάποτε καταστραφεί ολόκληρος ο μαγικός κόσμος.

Με μία απαλή κίνηση τοποθέτησε την παλάμη του στους τοίχους και ξεκίνησε να τους ψηλαφίζει από άκρη σε άκρη, μέχρι που ένιωσε έναν παλμό, σαν χτύπο καρδιάς. Κάπου εκεί, σταμάτησε απότομα και ψιθύρισε ένα ξόρκι “Της καρδιάς σου το τάλισμαν, βαθιά στους αιώνες φυλαγμένο, καιρός είναι να φανερωθεί. Με χώμα και στάχτες τους προγόνων μου η ψυχή σου θα κληθεί να κατοικήσει ξανά στο σώμα σου, που έρπεται σαν κουφάρι κενό, στου Θανάτου την Επικράτεια”.

Με αυτές τις λέξεις, μία ρωγμή κάθετη σχηματίστηκε στον τοίχο και από μέσα φάνηκε ένα αντικείμενο σαν σιδερένιο κολιέ, όπου επάνω του κρεμόταν μία μικρή σφαίρα, με χαραγμένη στο κέντρο της μία πεντάλφα. Ο Κέναρντ το πήρε στα χέρια του και το κοίταξε προσεκτικά. Έπειτα, ένα απόκοσμο χαμόγελο σχηματίστηκε στο πρόσωπό του. Η στιγμή να ενωθούν και πάλι είχε φτάσει και εκείνος ήξερε πολύ καλά ποιο θα έπρεπε να είναι το επόμενο βήμα. Σφίγγοντας τις γροθιές του και σχεδόν μπήγοντας με μανία τα κοφτερά του νύχια στο δέρμα του, έστρωσε την μαύρη του κάπα και αποφάσισε να αποχωρήσει, για να κατευθυνθεί στο νεκροταφείο του Μούρκλιφ, εκεί που βρίσκονταν τα σταχτοδοχεία των γονιών του. Μέσα στο μυαλό του γυρνούσε η εικόνα του Άινταν να φεύγει βιαστικός και οργισμένος, μα τον ίδιο διόλου τον ενδιέφερε. Είχε επιστρέψει με έναν μονάχα σκοπό. Να υποτάξει τον κόσμο όλο στην δύναμη των Σάμχαϊν.

Το Μούρκλιφ βρισκόταν σε κατάσταση συναγερμού, καθώς είχε διαδοθεί τόσο η επιστροφή του Κέναρντ και το ξύπνημα της έπαυλής του όσο και οι επιδρομές του Άινταν και των υπόλοιπων Εβένινων. Ο κόσμος είχε δεχτεί εντολές να βρίσκεται στα σπίτια του από τη δύση του ήλιου και μετά. Έτσι, τη στιγμή που η σκιερή και απόκοσμη φιγούρα του μάγου βάδιζε στους σχεδόν έρημους δρόμους, οι κάτοικοι τον παρακολουθούσαν από τα παράθυρα ψιθυρίζοντας προσευχές. Κανένας δεν τολμούσε ούτε να τον κοιτάξει στα μάτια. Δυστυχώς, ο επιστάτης που φρόντιζε το νεκροταφείο δεν είχε ενημερωθεί για την άφιξή του. Έτσι, τη στιγμή που με τις μαγικές του εντολές εξαφάνιζε τα πεσμένα φύλλα, το μόνο πράγμα που κατόρθωσε να δει ήταν μία μαύρη σκιά και έπειτα το κενό. Το σώμα του βρέθηκε να κείτεται σε σχήμα ακανόνιστο μπροστά στα σκελετωμένα πόδια του μάγου, ενώ εκείνος με μία εντολή το σήκωσε στον αέρα, μεταφέροντάς το μέχρι τον οικογενειακό τάφο των Γκρερ. Εκεί μπροστά ξεκίνησε την αφαίμαξη.

Καθώς το αίμα στράγγιζε από μέσα του, το σώμα του σούρωνε όλο και περισσότερο. Μόλις είχε χαθεί από μέσα του και η τελευταία σταγόνα, με το σώμα του να θυμίζει γιγάντια σταφίδα, εξαιτίας της ζάρας και του χρώματος, ο Κέναρντ άρπαξε το σταχτοδοχείο του πατέρα του και μετάγγισε το αίμα και μία χούφτα στάχτη στο τάλισμαν της Νορρίς. Τη στιγμή εκείνη μία κραυγή έσκισε τον αέρα, που ακούστηκε σε όλο το Μούρκλιφ από άκρη σε άκρη. Μία κραυγή και ακολούθως ένας πάταγος από τη βρώμικη ταφόπλακα που έσπαγε πίσω στην Περιφέρεια του Αντίστροφου Χρόνου. Eκείνο το πρωινό λυπήθηκε να τον ξυπνήσει. Η Εμίλια είχε σηκωθεί μόλις η πρώτη ηλιαχτίδα είχε φανεί στον ορίζοντα. Ο καπνός ωστόσο και η μαυρίλα που ερχόταν από την κατεύθυνση της Ένταρταουν την τρόμαζε, το ίδιο και μία παράξενη, απόκοσμη κραυγή που έσκισε τον ορίζοντα. Αδύναμη να σηκωθεί από το κρεβάτι, γύρισε το σώμα της προς τη μεριά του άντρα- θρύλου που κοιμόταν γαλήνια δίπλα της. Αρκετές φορές μέσα στην νύχτα, τον άκουγε να σιγοκλαίει, ενώ ασυναίσθητα κάλυπτε το πρόσωπό του με τα χέρια του. Εκείνη άπλωσε το δικό της χέρι και χάιδεψε απαλά και τρυφερά το μάγουλό του, μα εκείνος από τον ύπνο ακόμη, άρπαξε τον καρπό της κάπως απότομα φοβισμένος.

«Άινταν, εγώ είμαι» τον καθησύχασε εκείνη στον ίδιο γλυκό και τρυφερό τόνο και εκείνος αμέσως χαλάρωσε τη λαβή του και χαμογέλασε.

«Συγγνώμη. Δεν έχω συνηθίσει να κοιμάμαι με κάποιον άλλο όλα αυτά τα χρόνια και πίστεψα πως μου επιτέθηκαν» ξεκίνησε για να συνεχίσει «Πώς νιώθεις;» τη ρώτησε πονηρά και λίγο έμεινε να τον κοιτάζει,μόνο και μόνο για να χαμογελάσει ξανά.

«Νιώθω ολόκληρη και γεμάτη. Εσύ;» τον ρώτησε.

«Ερωτευμένος μαζί σου» της απάντησε και για πρώτη φορά τον είδε να γελά.

«Ουάου, δεν σε έχω ξαναδεί ποτέ μου να γελάς. Βασικά δεν έχω ξαναδεί το πρόσωπό σου τόσο γαλήνιο και ήρεμο» σχολίασε η κοπέλα.

«Για την ακρίβεια, δεν έχεις δει ποτέ εμένα. Ούτε εγώ με έχω δει ποτέ, γιατί πολύ απλά όλα αυτά τα χρόνια, η μάσκα του φόβου, της παραμέλησης και της κακοποίησης δεν άφηναν τον αληθινό μου εαυτό να εκδηλωθεί» της απάντησε και άπλωσε το χέρι του για να την τραβήξει απαλά προς το μέρος του αγκαλιάζοντας και φιλώντας το γυμνό της σώμα»

«Ξέρεις τι μέρα είναι σήμερα;» τον ρώτησε η Εμίλια.

«Μμμ, Παρασκευή και εγώ νυστάζω. Δεν υπάρχει περίπτωση να σηκωθώ από εδώ» της απάντησε πονηρά και γέλασαν.

«Είναι η μέρα του ετήσιου χορού της Επινουά. Πήγες ποτέ σου;» τον ρώτησε ξανά και μαζί ανακάθισαν αγκαλιά, με τον Άινταν να έχει ακουμπήσει το κεφάλι του στον ώμο της.

«Το μόνο που μπορώ να σου πω με σιγουριά, είναι πως όλη μου η ζωή ήταν ένα σκέτο δράμα. Χθες σου εξομολογήθηκα πως ένα πείραμα που μου έκαναν δεν πήγε καλά, όπως το περίμεναν με αποτέλεσμα το ουροποιητικό μου σύστημα να μη λειτουργεί σωστά για αρκετό καιρό. Αυτό μου δημιούργησε ανασφάλεια και ποτέ μου δεν θέλησα να πλησιάσω κάποια κοπέλα. Βλέπεις αρκετές φορές οι έφηβοι γίνονται σκληροί και τα σχόλιά τους τα ειρωνικά μπορούν να σου καταστρέψουν την ψυχολογία. Πίστεψέ με, το τελευταίο πράγμα που ήθελα ήταν να με δουλεύει όλη η Σχολή. Σίγουρα, θα σου έχουν πει πως σχεδόν κανένας δεν ήξερε κάτι για εμένα. Ήμουν πολύ κλειστός, κυρίως γιατί δεν είχα τα ψυχικά αποθέματα να συναναστραφώ με τους άλλους. Μονάχα με τον Τρόυ Γουντς κάναμε παρέα γιατί ήταν και εκείνος Εβένινος με λυπηρό παρελθόν. Όχι όπως το δικό μου, αλλά εκείνος κόντεψε να καεί ζωντανός, επειδή κατάλαβαν πως ήταν Μαύρος. Είναι αυτό ακριβώς που με εξοργίζει με την κοινωνία. Πως με βλέπουν σαν δαίμονα, επειδή απλώς είμαι Σάμχαϊν» της είπε.

«Ωστόσο, εσύ μεγάλωσες με την αντίθετη άποψη. Πως η κοινωνία είναι δαίμονας, επειδή δεν είναι Σαμχαϊν. Άινταν, δεν το βλέπεις; Εσάς τους Εβένινους, σας γαλουχίζουν με την ιδέα πως η κοινωνία σας μισεί και με την κοινωνία συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο. Για να σταματήσει όλο αυτό, πρέπει μία από τις δύο πλευρές να αποδείξει στην άλλη πως τα πράγματα δεν είναι έτσι. Πως η παλέτα χωρά και το μαύρο χρώμα και πως η καρέκλα στη Στρογγυλή Τράπεζα των Υπουργείων αναμένει τον πρώτο Εβένινο που θα συμπληρώσει τις υπόλοιπες. Απαγκιστρώσου από το παρελθόν και κυρίως από τον Κέναρντ» πρόφερε η Εμίλια και τον είδε να διστάζει.

«Όμως εκείνος είναι αίμα μου, δεν με βασάνισε και πίστευε σε εμένα...» ξεκίνησε να λέει και η Εμίλια γύρισε ολόκληρη προς το μέρος του.

«Το αίμα δεν κάνει την οικογένεια απαραίτητα. Οικογένεια είναι εκείνοι που σε αγαπούν. Θα σε ρωτήσω κάτι. Τι συνέβη και ήρθες εδώ το βράδυ; Ήσουν κομμάτια, ματωμένος και διαλυμένος» τον πίεσε και εκείνος ενέδωσε στην ερώτησή της.

«Τσακώθηκα με τον Κέναρντ γιατί μίλησε άσχημα για τον Μπένταγκ» της απάντησε.

«Ο Μπένταγκ είναι ο πατέρας σου, Άινταν. Ένα πλάσμα χρυσό, γεμάτο αγάπη και αυτό το πτώμα τόλμησε και τον έπιασε στο στόμα του. Αν σε αγαπούσε, θα σεβόταν εκείνον που σου έδωσε στοργή» του είπε και ο Άινταν επιτέλους ξεκίνησε να ανοίγεται περισσότερο.

«Μου έκανε εντύπωση» της είπε «πως όταν βρεθήκαμε στο Μπερζελόν, τη σαμχαϊκή Σχολή, εκείνος με έστησε απέναντί του για να μονομαχήσουμε, για να δει τη δύναμή μου» της είπε.

«Ναι, γιατί αυτό τον ενδιαφέρει, Άινταν. Αν είσαι καλός στρατιώτης. Έκατσε ποτέ του μαζί σου, όπως εγώ τώρα; Νοιάστηκε να σε ρωτήσει αν είσαι καλά ή αν εξαιτίας της άθλιας ζωής σου, παραμιλάς στον ύπνο σου και χάνεις τα μαλλιά σου; Όχι. Εγώ όμως, όπως και ο Μπένταγκ, αλλά και η Κένταλ ακόμη και ο Σκορπιός νοιαστήκαμε και αυτό οφείλεις να το αναγνωρίσεις. Ο Κέναρντ επέστρεψε για να εξαφανίσει τον κόσμο. Δεν σε θέλει σύμμαχο ισότιμο, σε θέλει σαν πιόνι του, Άινταν» του είπε και εκείνος παρέμεινε σιωπηλός, ωστόσο η Εμίλια αποφάσισε να μην τον πιέσει άλλο.

Η μέρα ήταν δική τους και καθώς ντύνονταν, η κοπέλα του είπε να καθίσει για να ετοιμάσει πρωινό.

«Ούτε να το σκέφτεσαι» της είπε.

«Τι θέλεις να πεις;»

«Πως το πρωινό είναι δική μου υπόθεση. Στο ίδιο μου το σπίτι κάποτε σου φέρθηκα απαίσια, σαν δούλα. Είναι καιρός να πάρεις τη θέση που σου αξίζει, εκείνη της βασίλισσας» της είπε και της άφησε ένα απαλό φιλί στα χείλη.«Αν κάψω όμως τις κανελάτες τηγανίτες, σου ζητώ προκαταβολικά συγγνώμη» τελείωσε και βάλθηκαν να γελάνε.

Έχοντας τον Σκορπιό στην αγκαλιά μου, ένιωθα η πιο ευτυχισμένη γυναίκα στον κόσμο. Η ατμόσφαιρα ήταν υπέροχη, τα φώτα τέλεια ρυθμισμένα, χιλιάδες κεριά στόλιζαν το ταβάνι ακροβατώντας στο απόλυτο κενό και προσδίδοντας μία ρομαντική νότα στην βραδιά. Έβλεπα τον Τόμας σφιχταγγαλιασμένο με την Έλσα, μα δεν ήμουν η μόνη καθώς και ο Σκορπιός το πρόσεξε.

«Ωπ, δεν ήξερα πως το παράξενο Ελσάκι είχε κατακτήσεις» μου είπε και στραβοκατάπια «Η αλήθεια δεν τον έχω ξαναδεί. Είναι τελειόφοιτος;» με ρώτησε ξανά και ένιωσα ένα ρίγος στην σπονδυλική μου στήλη.

«Σκορπιέ, πρέπει να μιλήσουμε» σοβάρεψα ξαφνικά και τον είδα να σταματά τον χορό.

«Εδώ και τώρα; Κρίμα δεν είναι;» πήγε να με πειράξει αλλά το ύφος μου παρέμεινε σοβαρό.

«Ναι, γιατί δεν ξέρω πότε άλλοτε θα έχω την ευκαιρία» του είπα και έκανα σήμα στον Τόμας και
την Έλσα να πλησιάσουν. Ωστόσο, από δίπλα μας, μας είδε και η Κρίστι, η οποία ξεκίνησε να μου κάνει νοήματα να μη μιλήσω, αλλά εγώ είχα πάρει την απόφασή μου.

«Γιατί βρε φιλενάδα μου; Στον ετήσιο χορό βρήκες;» με παρακάλεσε.

«Ώστε όλοι σας γνωρίζετε αυτό που θέλει να μου πει» ξεκίνησε ο Σκορπιός, ο οποίος επίσης σοβάρεψε απότομα.

«Αυτό που θέλω να κάνω, είναι να σου συστήσω τον νεαρό. Σκορπιέ, είναι ο Τόμας Κέναρντ Γκρερ, ο παππούς σου» πρόφερα και ξαφνικά τον είδα να σκάει στα γέλια.

«Κρύο το αστείο, αγάπη μου» μου είπε, ωστόσο τους είδε όλους γύρω σοβαρούς. «Τώρα αλήθεια εσείς πιστεύετε πως ένας έφηβος είναι ο παππούς μου; Δηλαδή, πώς γίνεται αυτό; Έμεινε ανέγγιχτος από τον χρόνο; Και τότε για ποιον σκάμε εκεί έξω; Ποιος αναστήθηκε; Ελάτε τώρα...» συνέχισε και ο Τόμας τον πλησίασε.

«Δεν είμαι άνθρωπος ακριβώς, είμαι μία προβολή που παίρνει ενέργεια από την Κένταλ» του είπε και ο Σκορπιός πισωπάτησε θυμωμένος.

«Καταρχάς, μη με πλησιάζεις. Δεν ξέρω ποιος είσαι και δεν με νοιάζει κιόλας, αλλά μία φορά συγγενής μου δεν είσαι» του απάντησε και ο Τόμας ψύχραιμος σήκωσε το πουκάμισο δείχνοντάς του την ουλή της επέμβασης.

«Αυτή η ουλή ήταν το σημείο που βρισκόταν το νεφρό μου προτού το δωρίσω στον Σιμεόν. Τον αδερφό μου και θείο σου κατά κάποιον τρόπο» του απάντησε.

«Είπα, σταμάτα!» του φώναξε ο Σκορπιός και όλοι ξαφνικά γύρισαν προς το μέρος μας, όταν τα μάτια του ξεκίνησαν να μαυρίζουν μαρτυρώντας την φύση του.

«Σκορπιέ, λέει την αλήθεια» του είπε ο Άλαν «Είδαμε τη φωτογραφία στο άλμπουμ της χρονιάς του. Είναι ο Κέναρντ, ο αληθινός ή ό,τι απέμεινε τελοσπάντων» του είπε ωστόσο όλοι οι μαθητές κοιτούσαν τον Σκορπιό με τρόμο.

Εκείνη ακριβώς τη στιγμή, τα φώτα τρεμόπαιξαν μέχρι που η λάμψη τους χάθηκε, αφήνοντας αρχικά μονάχα τα κεριά. Κατόπιν, άνεμος δυνατός έσβησε τα κεριά μονομιάς και η αίθουσα βυθίστηκε στο σκοτάδι. Δευτερόλεπτα αργότερα, είδα τους καθηγητές μου να φωτίζουν τις παλάμες τους και να μεταδίζουν το φως εκ νέου στους τεράστιους πολυέλαιους.

«Μείνετε εδώ συγκεντρωμένοι» άκουσα τη φωνή του Τρόυ που μαζί με τον Κρις μπήκαν μπροστά από το πλήθος των πανικοβλημένων μαθητών.

Τότε, μία στριγγή κραυγή ακούστηκε από άκρη σε άκρη και τα βιτρώ τζάμια με τα περίτεχνα σχέδια που απεικόνιζαν νεράιδες, ξεκίνησαν να σπάνε ένα προς ένα. Οι μαθητές ταράχτηκαν περισσότερο και είδα τα μάτια του Τόμας να μαυρίζουν για πρώτη φορά.

«Έρχεται αυτός» μούγκρισε και ο Σκορπιός τον κοίταξε πλαγίως «Ο εαυτός μου ο καταραμένος, αλλά θα έχει να κάνει μαζί μου» συνέχισε και στράφηκε προς την μεριά μου. «Κένταλ, αντέχεις να μου δώσεις λίγη ενέργεια ακόμη;» με ρώτησε και ένευσα θετικά «Τότε, ας αρχίσει η διασκέδαση. Μείνετε όλοι πίσω μου και μη φοβάστε, είναι μονάχα ένα πτώμα»

Όλοι οι μαθητές είχαν παγώσει, σε σημείο να αδυνατούν να αντιδράσουν στη θέα του Σκορπιού, ο οποίος είχε αποκαλύψει πλήρως τη μαύρη του αύρα, μα το ίδιο είχε κάνει και ο κύριος Γουντς, καθώς όταν οι μάγοι αισθάνονταν απειλή και ετοιμάζονταν να εξαπολύσουν κάποιο ξόρκι, η αύρα τους γινόταν ορατή από τους άλλους. Σύντομα, φάνηκε και η λευκή η δική μου και του Άλαν, όπως και η πορφυρή του Γουίλ.

«Φοβάμαι πως θα πεθάνουμε παγιδευμένοι σαν τα ποντίκια» κλαψούρισε η Κρίστι και ο Γουίλ την έσφιξε επάνω του, όταν είδα τον Τόμας να προχωρά μπροστά από όλο το πλήθος αγέρωχα.

Φωνές στριγγές, ψιθυριστές, ίσως και ουρλιαχτά πλημμύρισαν τον χώρο, όταν μέσα από τις σκιές ξεπρόβαλαν αρχικά τέσσερα φίδια, μαύρα με τις φολίδες του σώματός τους ανασηκωμένες, τα οποία ωστόσο ήταν συνδεδεμένα σαν μία μορφή προέκτασης, με τον μανδύα ενός ανθρωποειδούς πλάσματος, ψηλόλιγνου, με μακριά γενειάδα και σκούρα, κυανά μάτια, που τα κατάπιναν οι κόγχες τους. Τη στιγμή εκείνη τα φώτα όλα άναψαν και ο Κέναρντ στήθηκε μπροστά από το πλήθος, μαζί με άλλους δέκα Σάμχαϊν στο πλευρό του.

«Ανάθεμά σε» του φώναξε ο Τόμας και ο Κέναρντ τον κοίταξε με οργή, παράλληλη με αηδία.

«Ποιος είσαι εσύ, νεαρέ προδότη των Σάμχαϊν;» σύριξε ο Κέναρντ.

«Δεν με αναγνωρίζεις, έτσι; Εγώ είμαι ο αληθινός Τόμας Κέναρντ Γκρερ και εσύ είσαι ένα σάπιο κακέκτυπό μου. Είσαι ένα κουφάρι, παραδωμένο στη μαύρη μαγεία, στην οποία με πέταξε πριν από πολλά χρόνια αυτή η εξίσου καταραμένη γυναίκα, βεβηλώνοντας το όνομα και την οικογένεια των Γκρερ και κατ ́ επέκταση των Μαύρων» τελείωσε και έστρεψε το σώμα του προς την μεριά του πλήθους. «Ό,τι και να γίνει απόψε, θέλω να γνωρίζετε την αλήθεια. Θέλω να ξέρετε πως ο αληθινός Κέναρντ, εκείνος που κάποτε δώρισε το νεφρό του στον πρών διευθυντή της Σχολής σας Σιμεόν, ήμουν εγώ. Δεν είμαι τέρας, η Κριστίν Νορρίς ήταν και με καταδίκασε για πάντα να ζω σαν το φάντασμα. Τώρα επιστρέφει για να αποτελειώσει ένα έργο στο οποίο δεν κατόρθωσα κάποτε να της σταθώ εμπόδιο όσο και να προσπάθησα. Μην αφήνετε τη διχόνοια να μπει ανάμεσά σας» τελείωσε όταν μία λάμψη ξεπήδησε από τον Κέναρντ, μα ο Τόμας, χρησιμοποιώντας τους ρούνους την τράβηξε μέσα σε μία δύνη.

Η πρώτη επίθεση πραγματοποιήθηκε και η μάχη ξεκίνησε. Ο Κρίστοφερ προσπάθησε να οδηγήσει τους πρωτοετείς έξω από την αίθουσα, από την πίσω μεριά, παλεύοντας να καλυφθεί από τα εκατοντάδες ξόρκια που έπεφταν με την μορφή της βροχής. Ο Άρθουρ προσπαθούσε να τον βοηθήσει, καθώς σαν μαγικό πλάσμα είχε την δύναμη να αποκρούει κάποια, ώστε να μην τον χτυπήσουν την ώρα που φυγάδευε τα παιδιά. Δυστυχώς, κάποια από αυτά ήταν ισχυρά, με αποτέλεσμα να του δημιουργούν πληγές στα φτερά του.

«Άρθουρ!» του ούρλιαξε ο Κρις «Φέρε βοήθεια» του φώναξε καθώς χανόταν στο πλήθος, ενώ το πουλί πέταξε από ένα σπασμένο παράθυρο, προς τον σκοτεινό ουρανό με μία συγκεκριμένη κατεύθυνση.

Εγώ με τον Άλαν βρισκόμασταν πλάτη με πλάτη, ενώ ο Σκορπιός, είχε φτάσει στο σημείο να παλεύει ακόμη και σώμα με σώμα με έναν άντρα χτυπώντας τον με το ξόρκι της ηλεκτροπληξίας. Μπροστά μας οι δύο μονομάχοι, ο Κέναρντ και ο εαυτός του ο νεότερος, είχαν εξαπολύσει από έναν πίδακα ενέργειας και κανένας τους δεν φαινόταν να κάνει πίσω. Οι δύο ισχυρότεροι μάγοι του κόσμου πάλευαν σαν τα άγρια λιοντάρια, μέχρι ένας από τους δύο να καταρρεύσει παρασέρνοντας μαζί του και τον άλλο. Τότε, είδα τον Άλαν να εγκαταλείπει το πλευρό μου, να τρέχει ανάμεσα στο πλήθος και σε δύο μαθητές που βρίσκονταν πεσμένοι στο έδαφος και βαριά τραυματισμένοι και να εξαπολύει το ξόρκι του ενάντια στον Κέναρντ, τον οποίο χτύπησε ξυστά στην πλάτη. Άμεσα, είδα τον Τόμας να κάνει μία γκριμάτσα πόνου. To πουκάμισο στην πλάτη του, μούσκεψε από το αίμα των πληγών που ξεκίνησαν να ανοίγουν στο δέρμα του.

«Σταμάτα!» ούρλιαξα στον Άλαν ο οποίος μη έχοντας προσέξει την κατάσταση του Τόμας, συνέχιζε να παλεύει με τον Κέναρντ, που άξαφνα, εξαφάνισε το κορμί του με ταχύτητα, μόνο για να βρεθεί σε κλάσματα πίσω από τον φίλο μου. Είδα από μακριά τον Σκορπιό να ουρλιάζει το όνομα του Λευκού μάγου, μα ήταν αργά καθώς ο Κέναρντ, κάρφωσε ένα κοφτερό σημείο της απόκοσμης ράβδου, κατευθείαν στο σημείο της καρδιάς.

Για λίγο, ήταν σαν να πάγωσε ο χρόνος και να τα έβλεπα όλα να εκτυλίσσονται με αργές κινήσεις. Έναν Σκορπιό να εξακολουθεί να τρέχει ιδρωμένος και χτυπημένος προς το μέρος του Κέναρντ, έναν Τόμας που παρά τις πληγές του πάλεψε να αποκρούσει και να χτυπήσει τον ίδιο του τον εαυτό, μία Κρίστι να ωρύεται κλαίγοντας και εμένα να έχω παγώσει στο θέαμα του Άλαν να καταλήγει νεκρός στο έδαφος. Θολωμένη και εξαγριωμένη έτρεξα προς τα πάνω του, μα τον είδα να ορθώνει το απόκοσμο κορμί του και κρατώντας εκείνη την καταραμένη και ματωμένη πλέον ράβδο, μας έστειλε ένα παράξενο κύμα ενέργειας, πετώντας μας πίσω με φόρα. Είδα το σώμα του Τόμας να ξεθωριάζει και να χάνεται, καθώς τα αποθέματα της ενέργειας μου είχαν πλέον τελειώσει.

Ο Κέναρντ τότε, βαστώντας το άψυχο σώμα του Άλαν και γελώντας σατανικά, μας είπε: «Αυτή εδώ η Σχολή μάς ανήκει. Είναι ποτισμένη με ρούνους αιώνων. Ψυχές μαύρων μάγων, η ψυχή εκείνης, της βασίλισσας των Σάμχαϊν, καρτερά την ανάστασή της που πραγματοποιήθηκε ήδη» τελείωσε και ξεκίνησε μπροστά μας την αφαίμαξη του Άλαν, σε σημείο που εγώ άδειασα όλο το περιεχόμενο του στομαχιού μου στο πάτωμα. Σύντομα, το αίμα ταξίδεψε σαν μικρό, ερυθρό ρυάκι στους τοίχους, σχηματίζοντας σύμβολα παράξενα, μέχρι που προτάσεις ολόκληρες φάνηκαν και το έδαφος τραντάχτηκε. Σκιές έβγαιναν μέσα από τους τοίχους που πάλευαν να πάρουν μορφή και έρπονταν γύρω από τον Άρχοντα του Κακού που τις καλούσε λαίμαργα, εμμονικά προς το μέρος του. Κάπου εκεί σκέφτηκα, πως έχουμε τελειώσει. Πως η ζωή μας και η Σχολή μας όπως τα γνωρίζαμε, δεν θα υπήρχαν πια. Ο μαγικός κόσμος είχε αλλάξει, είχε γίνει σκοτεινός, γεμάτος τέρατα, τα οποία χόρευαν μπροστά μας. Με τα μάτια μου αναζήτησα τον Άλαν, μα δεν τον είδα πουθενά. Μονάχα τον Τόμας εντόπισα, αδύναμο πια, να κλαίει γοερά σε μία γωνία βλέποντας τον εαυτό του να καταστρέφει τα πάντα.

Ο Άρθουρ πάλευε να πετάξει με όσες δυνάμεις του είχαν απομείνει προς το σπίτι της Εμίλια στο Βερθάλ, καθώς δεν ήταν ενημερωμένος για τον τελευταίο τόπο της διαμονής του Σιμεόν. Την ίδια ακριβώς ώρα, η κοπέλα απολάμβανε τα χάδια του Άινταν καθισμένη στον πάγκο της κουζίνας, με εκείνον να έχει σταθεί ακριβώς μπροστά της και να τη φιλάει τρυφερά, όταν άκουσαν έναν δυνατό χτύπο στο παράθυρο και είδαν την κουκουβάγια σε άθλια κατάσταση. Η Εμίλια έτρεξε ευθύς προς το μέρος της, ανοίγοντας το πατζούρι και βάζοντάς την μέσα, με τον Άινταν να την κοιτάζει με τα μάτια γουρλωμένα.

«Δεν λυπάμαι καθόλου που σας διακόπτω, παρά το γεγονός πως εκπλήσσομαι που βλέπω τη στριμμένη λεμονόκουπα με μία αιθέρια ύπαρξη σαν εσένα, Εμίλια» έκρωξε το πουλί και τα μάτια του Άινταν ξεκίνησαν να μαυρίζουν.

«Τελικά άδικα σπαταλούσα το χρόνο μου βάζοντάς σου πινέζες. Ωστόσο, εγώ δεν είμαι ο Κρίστοφερ που ανέχεται τα αστειάκια σου» του γρύλισε.

«Και εγώ δεν μασάω με τα νταηλίκια σου, όπως όλος ο υπόλοιπος κόσμος και υπόκοσμος» σοβάρεψε το πουλί και ο Άινταν έφτασε στο σημείο να βάλει τα γέλια.

«Ειλικρινά, αν δεν ήσουν τόσο γρουσούζης, εμείς οι δύο θα τα πηγαίναμε περίφημα εξαιτίας της κακίας σου γερο-Άρθουρ. Ωστόσο, για όσο ακόμη συγκρατώ τον εαυτό μου. Φύγε όπως ήρθες» γρύλισε ο Άινταν και η Εμίλια τον σταμάτησε για να γιατρέψει τις πληγές του πουλιού το οποίο στάθηκε στον ώμο της περήφανα.

«Πίστεψέ με, θα φύγω γιατί τα μούτρα σου τα ξινά μου προκαλούν στομαχικές διαταραχές, αλλά πρώτα πρέπει να σου πω, πως ο παππούλης σου ο προκομμένος θα μας ξεκάνει όλους στην Επινουά. Η Σχολή δέχεται επίθεση και ο αδερφός σου βρίσκεται εκεί και πολεμά» Στο άκουσμα αυτό η Εμίλια χλώμιασε.

«Θεέ μου, είναι εκεί τα μωρά μου; Η Κένταλ μου, ο Σκορπιός μου;»

«Φυσικά, μαντάμ, επομένως πάψτε να χαριεντίζεστε με αυτόν εδώ τον ανεπρόκοπο και ελάτε μαζί μου, καθώς από τον καλό σου απόκριση δεν βλέπω. Με κοιτάζει χάσκοντας σαν τον γλάρο που περιμένει το ψάρι να πηδήξει και να χωθεί στην στοματική του κοιλότητα» σχολίασε μελιστάλακτα, αλλά οι δύο τους είχαν παγώσει καθώς όλη η προηγούμενη συζήτηση περί αποφάσεων, ήρθε ξανά στο μυαλό τους.

«Άινταν, τώρα είναι η ώρα να αποφασίσεις τι πραγματικά θα κάνεις» του είπε η Εμίλια.

«Σήμερα όμως, νεαρέ μου, γιατί μου απομένουν λίγα χρόνια που μαύρα να είναι τα καημένα» πετάχτηκε το πουλί, ωστόσο ο Άινταν στάθηκε μπροστά της και της είπε:

«Όποιος είναι εχθρός του αδερφού μου, είναι και δικός μου. Φύγαμε» ήταν η τελευταία του λέξη, με το πουλί να κάθεται θρασύτατα στον ώμο του. «Και εσύ;» του γρύλισε κοιτάζοντά το.

«Εγώ είμαι ένας γέρος τον οποίο οφείλεις να κουβαλήσεις, καθώς χάρη σε εμένα έμαθες τα μαντάτα» τελείωσε ο Άρθουρ και ο Άινταν ξεκίνησε να παίρνει την μορφή του δράκου.

Το αίμα του δύστυχου φίλου μας είχε ποτίσει τους μαύρους τοίχους ολόγυρα. Μέσα στον πανικό μου ωστόσο, μπορούσα να ακούσω ξεκάθαρα τον χτύπο μίας καρδιάς που ολοένα και δυνάμωνε, καθώς πλησίαζε την αίθουσά μας. Οι τοίχοι του διαδρόμου ξεκίνησαν να γκρεμίζονται, καθώς μαύρες σκιές σαν πλοκάμια έκαναν την εμφάνισή τους και συγκεντρώθηκαν στην μέση σχηματίζοντας τον κορμό ενός ανθρώπου. Ρούνοι σατανικοί ψιθύριζαν ασταμάτητα και ένας μαύρος μανδύας τύλιξε το απόκοσμο κορμί που σχηματιζόταν, για να δώσει τελική μορφή σε μία γυναίκα, την οποία το σκοτεινό βλέμμα του Κέναρντ κοιτούσε άπληστα. Τα χέρια της και το σώμα της, καθώς και το πρόσωπό της, ήταν ακόμη ματωμένα και το αίμα αυτό ανήκε στον Άλαν. Εκείνη έγλειψε προκλητικά ένα ερυθρό ρυάκι που λέρωνε το μπράτσο της και κατόπιν μας κοίταξε όλους προσεκτικά. Είχε γίνει αυτό που απευχόμουν πιο πολύ. Η δεύτερη πιο σατανική φιγούρα είχε επιστρέψει μαζί με το δημιούργημά της.

«Τελικά η Επινουά άλλαξε πολύ μετά από τόσα χρόνια. Βεβηλώθηκε η ιερότητά της βάζοντας μέσα πλάσματα σαν αυτήν» μούγκρισε δείχνοντας τη φίλη μου και ευθύς τα μάτια μου έλαμψαν λευκά.

«Αγαπημένη μου Κριστίν» ακούστηκε η φωνή του Κέναρντ «γι’αυτό είμαστε εμείς εδώ, οι αποκλίνοντες και οι απόκληροι όπως θεωρηθήκαμε για χρόνια οι Σάμχαϊν» είπε και τότε τεντώνοντας τα χέρια του μπροστά, τράβηξε σαν τον μαγνήτη την Κρίστι προς το μέρος του, ενώ είδα τις φλέβες της να φουσκώνουν και να μελανιάζουν κάνοντας το πρόσωπό της να φαίνεται ωχρό.

Δίχως να το σκεφτώ, όρμηξα μπρόστα και το ίδιο έκανε και ο Κρις, στου οποίου τον διάβα βρέθηκε η Κριστίν, ενώ η μάχη ξεκίνησε ξανά με τους καθηγητές μας να πασχίζουν να φτάσουν τον Κέναρντ και την Κριστίν να έχει αναλάβει τους υπόλοιπους. Οι ρούνοι και οι γνώσεις που διέθεταν σχετικά με αυτούς, τετραπλασίαζαν τις δυνάμεις τους σε σύγκριση με τους υπόλοιπους μάγους οι οποίοι δεν είχαν την δυνατότητα να τους χρησιμοποιήσουν, αλλιώς θα είχαν την κατάληξη του Τόμας. Θα χάνονταν για πάντα με τις σκοτεινές δυνάμεις να παίρνουν το επάνω χέρι. Με ένα ξόρκι ισχυρό η Κριστίν είχε δημιουργήσει μία μαύρη σκιά, σαν θηλιά γύρω από τον λαιμό του Κρίστοφερ που πνιγόταν, με τον Τρόυ να κουνά το χέρι του αμυντικά διαλύοντας τον ρούνο γύρω από τον φίλο του. Ο Τρόυ είχε φτάσει σε εκείνο το επίπεδο που ονειρευόταν κάποτε ο Τόμας. Να μπορεί να διαλύσει τους ρούνους δίχως να του προξενούν ζημιά. Η Κριστίν με τα μακριά εβένινα μαλλιά και το παραμορφωμένο πρόσωπο, κραύγασε οργισμένα με τα μάτια της να γίνονται ολόμαυρα, το ίδιο και του Τρόυ. Ενέργεια σαν πίδακας φωτιάς εξαπολύθηκε από τις παλάμες και των δύο, για να έρθει να συγκρουστεί στη μέση. Δύο Σάμχαϊν διαφορετικών πιστεύω πολεμούσαν, με τον Τρόυ να αγωνίζεται για την ελευθερία του κόσμου και τη δική του.

Είδα στο βάθος την Κέντρα με πρόσωπο ματωμένο να πολεμά με τη φρικτή Φάνινγκ και τους μαθητές που ήταν Άρπιες να μεταμορφώνονται σε δέντρα άμεσα και να κυκλώνουν μερικούς μάγους με τα κλαδιά τους. Από πίσω μου είδα τον Σκορπιό, να χτυπά τον Κέναρντ από το πλάι. Τα μάτια των δύο μάγων είχαν γίνει μαύρα σαν τα κάρβουνα. Οι δυνάμεις των ρούνων χόρευαν γύρω τους και ο Σκορπιός είδε τον Κέναρντ να αφήνει για λίγο την Άρπια, προκειμένου να ασχοληθεί μαζί του. Η ενέργεια που είχαν εξαπολύσει ήταν απίστευτα ισχυρή, μα τότε, καθώς πάλευα να αποκρούσω το χτύπημα ενός Σάμχαϊν, το οποίο θα άνοιγε πληγές σε όλο μου το κορμί, είδα τα πλοκάμια της Κριστίν ,που είχε εγκλωβίσει τον Τρόυ, να κινούνται ύπουλα και να αρπάζουν το σώμα του Σκορπιού σφίγγοντάς το, σε σημείο να δυσκολεύεται να πάρει ανάσα. Το σώμα της Εβένινης μάγισσας είχε τόση δύναμη σε σημείο να απορροφά όλη τη μαγεία του θύματός της, ενώ είδα τον Σκορπιό να αδρανοποιείται και το σώμα του να καταλήγει να γέρνει ίδιο παράλυτο.

Οι φωνές και τα ουρλιαχτά μου αντήχησαν σε όλο τον χώρο, μα τότε τα πάντα έγιναν τρομερά γρήγορα, σαν να παρακολουθούσα μία ταινία και να προσπερνούσα τις σκηνές. Το σώμα της Κριστίν τυλίχτηκε στις φλόγες και εκείνη υποχώρησε ξαφνιασμένη επιτρέποντας επιτέλους στον Σκορπιό να πάρει μία ανάσα. Τα φώτα όλα τρεμόπαιξαν και κατόπιν έσβησαν εντελώς, ενώ τα θρύψαλα των βιτρώ σηκώθηκαν στον αέρα με κατεύθυνση τον Κέναρντ, ο οποίος τα απέκρουσε μεμιάς μουγκρίζοντας και γυρεύοντας τον αόρατο εχθρό γύρω του.

«Εμφανίσου!» ούρλιαξε και εγώ είδα τον Άρθουρ να επιστρέφει, με την Εμίλια να τρέχει εκτοξεύοντας ξόρκια προς τους Σάμχαϊν και παλεύοντας μαζί με τον Κρις και τον Τρόυ. Η Κριστίν, τοποθετώντας τα χέρια της στους τοίχους της Σχολής, πάλεψε να σχηματίσει ρούνους, προκειμένου οι σαμχαϊκές δυνάμεις να ξυπνήσουν, μα απευθείας εξαφανίζονταν και οι προσπάθειές της έπεφταν στο κενό. Στην τρέλα μου να φτάσω μέχρι τον αναίσθητο Σκορπιό, ένιωσα ένα φοβερό κάψιμο στην πλάτη και το κεφάλι μου συγκρούστηκε με μία τεράστια κολώνα μπροστά μου. Αμέσως η γεύση του αίματος πλημμύρισε το στόμα μου και πάλεψα να σηκωθώ ξανά στα πόδια μου, μα αυτό στάθηκε αδύνατον. Κουρασμένη έκλεισα απλώς τα μάτια μου και βυθίστηκα στο σκοτάδι καρτερώντας το τέλος μου.

Πρέπει να είχαν περάσει πολλές μέρες. Έτσι μου είχε φανεί και κάπου μέσα στην ταραγμένη μου συνείδηση, πίστεψα πως ήταν όλα ένα κακό όνειρο. Πως σύντομα θα επέστρεφα πίσω στη Σχολή, στα μαθήματά μου, με τους φίλους μου και με τον λευκό πρίγκιπα, όπως αποκαλούσα χρόνια τώρα τον Άλαν. Πίστευα μέσα στη θολούρα μου, πως θα έβλεπα τον Σιμεόν στο μικρό του μποστάνι, να περιποιείται τον δυόσμο, τον βασιλικό, το μάμελος, ένα ιδιαίτερο λουλούδι του μαγικού κόσμου από όπου οι μάγοι έφτιαχναν μέλι. Όλες αυτές οι ιστορίες όμως ανήκαν στο παρελθόν. Ως και ο ουρανός έμοιαζε καταθλιπτικός και το τραγούδι των εξωτικών νίγκους είχε πένθιμο σκοπό.

Αναδεύτηκα για λίγο στη θέση μου, σε μία προσπάθεια να προσδιορίσω τον χρόνο και τον χώρο, όταν κατάλαβα πως βρισκόμουν ξαπλωμένη σε ένα κρεβάτι. Ο χώρος ήταν αρκετά μεγάλος και περιποιημένος, μα έκρυβε μία ανατριχίλα που θαρρείς και σερνόταν στις σκοτεινές γωνίες του. Τότε ξέσπασα σε κλάματα δυνατά. Συνειδητοποίησα πλήρως και απότομα, την κατάσταση που επικρατούσε. Είχα δει τον καλύτερό μου φίλο να πεθαίνει με τον πιο αποτρόπαιο τρόπο. Να ξεσκίζεται η σάρκα του και να γίνεται βορά της σατανικής βουλιμίας, εκείνης της εφιαλτικής γυναίκας. Ένιωσα το σώμα μου να παγώνει και τα χέρια μου να τρέμουν καθώς ο πανικός με τριγυρνούσε εδώ και αρκετή ώρα. Τα δάκρυα εξακολουθούσαν να μουσκεύουν τα μάγουλά μου, όταν άκουσα την πόρτα να ανοίγει και είδα τη σκιά μίας ψηλόλιγνης σιλουέτας να με πλησιάζει.

Αδύναμη να κουνηθώ, θεώρησα πως ήταν σωστότερο να παραδωθώ, καθώς είχα εξαντλήσει όλα τα αποθέματα της ενέργειάς μου, προκειμένου να κρατήσω έστω και για λίγο ορατό τον Τόμας. Η σκιά με πλησίασε περισσότερο και τότε πάγωσα, καθώς μπροστά μου στεκόταν αγέρωχος και ως συνήθως ψυχρός, ο Άινταν Γκρερ. Κάπου εκεί ένιωσα πως το τέλος μου πλησίαζε, μα δεν έφερα καμία αντίσταση. Εκείνος με πλησίασε λίγο περισσότερο και έκατσε στα κατωπόδαρα αφήνοντάς μου το κομμένο λουλούδι από ένα κίτρινο τριαντάφυλλο. Αρχικά μείναμε και οι δύο σιωπηλοί, βυθισμένοι στην αμηχανία της παράξενης για εμένα σκηνής που εκτυλισσόταν μπροστά στα μάτια μου. Καταπίνοντας έναν λυγμό, πλησίασα με το μελανιασμένο μου χέρι το υπέροχο αυτό λουλούδι και το πήρα, φέρνοντάς το αυτομάτως κοντά στην μύτη μου, επιτρέποντας στην ευωδία του να με πλημμυρίσει. Για λίγο έκανα ευχάριστες σκέψεις. Το λουλούδι μου έφερνε στο νου τα...

«Όταν ήσουν τριών χρονών, φορούσες ένα γαλάζιο φόρεμα, με μικρά κίτρινα ηλιοτρόπια. Στεκόσουν πάντοτε μπροστά από την τριανταφυλλιά και κοιτούσες τα μεγάλα, ανοιξιάτικα άνθη της με λατρεία» άκουσα τη φωνή του Άινταν και ειλικρινά ένιωσα πως είχε συμπληρώσει την σκέψη μου. Βουρκωμένη και συγκινημένη, δίχως να σηκώσω το βλέμμα μου από το λουλούδι, τον ρώτησα:

«Αφού με μισούσες και αφού είχα καταπατήσει την περιουσία σου, τότε γιατί δεν με σκότωσες;» Στην ερώτησή μου τον ένιωσα να ξεφυσά.

«Αν με ρωτούσες παλιά, ίσως να μην έπαιρνες ποτέ σου απάντηση. Η αλήθεια είναι πως δεν μπορούσα. Ήσουν ίσως το πιο χαριτωμένο θέαμα που είχα δει μέχρι τότε. Ένα κοριτσάκι όμορφο και ανέμελο, το οποίο είχε τη δύναμη και το θάρρος να μπει στην αυλή μου, παρά την ασχήμια και τη σκοτεινή όψη της έπαυλης. Με εκνεύριζε η τάση σου να κόβεις τα μπουμπούκια μου, ωστόσο πολύ αργότερα κατάλαβα το γιατί. Τα τριαντάφυλλα των μάγων κρύβουν μέσα τους μαγικές ιδιότητες και τα κίτρινα σε βοηθούν να αναπολείς τις όμορφες στιγμές. Ίσως γι’ αυτό είχες αδυναμία σε αυτήν την τριανταφυλλιά, όπως και εγώ, Κένταλ» η φωνή του έπεφτε μαλακή, βελούδινη καθησυχαστική.

Βρισκόμουν στο σπίτι του, στην έπαυλη, μα δεν με πείραζε. Η κούραση και η θλίψη έκαναν επίθεση στο κορμί μου και ένιωσα τα βλέφαρα μου να βαραίνουν. Βυθισμένη στη δυστυχία μου και τον πόνο τον σωματικό, πήρα το λουλούδι αγκαλιά και κουλουριάστηκα στο κρεβάτι. Ευχήθηκα να μπορούσα να δω έστω στα όνειρά μου, στιγμές από τότε που έπαιζα στην γειτονιά, φορώντας εκείνο το γαλάζιο φόρεμα με τα κεντημένα ηλιοτρόπια.

Όταν άνοιξα ξανά τα μάτια μου, έξω ήταν βράδυ. Είχα κοιμηθεί αρκετές ώρες και σχεδόν νόμιζα πως είχα ονειρευτεί το γεγονός πως βρισκόμουν στο σπίτι του Άινταν. Του ζοφερού γείτονα των παιδικών μου χρόνων. Ωστόσο, καθώς η διακόσμηση γύρω μου ήταν ίδια με την πρωινή, συνειδητοποίησα πως όλες οι προηγούμενες εικόνες ήταν αληθινές. Ακόμη και το ευωδιαστό, κίτρινο τριαντάφυλλο, το οποίο μου είχε προσφέρει απλόχερα, ευχάριστα όνειρα, προτού προσγειωθώ στη δυσάρεστη πραγματικότητα και νιώσω ξανά τα μάτια μου να υγραίνονται. Παραπατώντας, πάλεψα να σηκωθώ και κρατήθηκα λίγο από την άκρη του κρεβατιού. Κατόπιν, κατευθύνθηκα στο λουτρό για να ρίξω λίγο νερό στο πρόσωπό μου, όταν ένιωσα θαρρείς τους τοίχους να ανασαίνουν. Ήταν σαν αυτό το σπίτι να είχε καρδιά και βούληση και να με επεξεργαζόταν. Ωστόσο, η αύρα του δεν μου ήταν καθόλου ευχάριστη. Απεναντίας με ανατρίχιαζε. Δευτερόλεπτα αργότερα, άκουσα έναν θόρυβο και είδα το σώμα του Άινταν να εμφανίζεται δίπλα μου, ενώ με το αριστερό του χέρι, ακούμπησε στον τοίχο μιλώντας σε μία άγνωστη και βαριά, γεμάτη σύμφωνα γλώσσα, ενώ ταυτόχρονα σχημάτισε ένα σύμβολο, σαν ανάποδο κόμπο.

«Το δέσιμο. Είναι από ελάχιστα σύμβολα των ρούνων που γνωρίζω» του είπα.

«Κρατά και περιορίζει τις δυνάμεις του σπιτιού» μου είπε ο Άινταν και τον κοίταξα με απορία.

«Βγάλ’ το από μέσα σου, αυτό που θες διακαώς να με ρωτήσεις» μου είπε.

«Τι συνέβη, Άινταν; Τι άλλαξε;» τον ρώτησα με απόγνωση σχεδόν.

«Εγώ άλλαξα» μου απάντησε και τον είδα να με πλησιάζει δίνοντάς μου εντολή να σηκώσω τα χέρια μου ψηλά.

«Τι πας να κάνεις εκεί;» ρώτησα φοβισμένη.

«Μην τρομάζεις. Εγώ δεν είμαι σαν τους αλήτες που πήγαν να προσβάλλουν το σώμα σου παρά τη θέλησή σου. Θα ανιχνεύσω τυχόν εσωτερικά τραύματα» πρόφερε και υπάκουσα. Μόλις τελείωσε, αφαίθηκα να αναπνεύσω και τότε, ένιωσα πως επιτέλους τον καταλαβαίνω. Εγώ, με μία κακή στιγμή παρολίγον κακοποίησης, ένιωθα φόβο μπροστά στο ξένο άγγιγμα. Εκείνος; Πώς ζούσε όλα αυτά τα χρόνια;

«Δύσκολα» ήρθε η απάντηση και ένα πονηρό, ανεπαίσθητο χαμόγελο σχηματίστηκε στα χείλη του.

«Διάβασες τη σκέψη μου;» τον ρώτησα συνειδητοποιώντας, πως και ο Τόμας το είχε κάνει όταν με πρωτογνώρισε. Θέε μου, ο Τόμας! Ήταν καλά;».

«Ποιος είναι ο Τόμας για τον οποίο ανησυχείς τόσο; Δεν πιστεύω κανένας μνηστήρας γειτόνισσα, καθώς είσαι η κοπέλα του αδερφού μου, αν δεν απατώμαι» συνέχισε και εγώ τον σκούντηξα στο στήθος.

«Άινταν Γκρερ, σταμάτα εδώ και τώρα! Ο Τόμας είναι... ένας φίλος που γνώρισε και ο αδερφός σου τις προάλλες. Αλλά δεν μπορώ να σου πω περισσότερα, όχι τώρα» αποφάνθηκα.

«Εσείς οι γυναίκες, είστε περίεργες. Έχεις ένα εσωτερικό, κρανιακό αιμάτωμα που μπορεί να σε κάνει να ζαλίζεσαι, επομένως για λίγες μέρες, πρόσεχε» μου είπε καθώς με βοηθούσε να κατέβω τις σκάλες.

«Δηλαδή, εμείς οι δύο τώρα, είμαστε ας πούμε φίλοι;»τον ρώτησα.

«Καταναγκαστικοί γνωστοί θα έλεγα» με πείραξε, μα όταν του είπα πως θα ήθελα να πάω στον Σιμεόν να μείνω, το βλέμμα του άλλαξε.

«Άινταν, θα μπορέσεις να τον συγχωρέσεις;» τον ρώτησα ξαφνικά και εκείνος με κάρφωσε με τα σμαραγδένια μάτια του.

«Όχι» μου απάντησε μονολεκτικά.

«Ακόμη και αν μετάνιωσε; Άινταν, όλοι μας κάνουμε λάθη επηρεασμένοι από τα εκάστοτε γεγονότα, τη συναισθηματική παρόρμηση και πολλά άλλα. Δεν ξέρω αν το έχεις καταλάβει, αλλά και εσύ διέπραξες ένα ολέθριο λάθος. Έβαλες κατάρα στον αδερφό σου, να ζει με τον φόβο και τον πόνο. Ωστόσο, το μετάνιωσες και αποζητάς τη συγχώρεσή του» τελείωσα και τον είδα να με κοιτάζει παγωμένος.

«Μπορεί να έχεις δίκιο, αλλά δεν ξέρω αν μπορώ να τον συγχωρέσω. Δεν ξέρω αν έχω τη δύναμη να βγάλω από το μυαλό μου το γεγονός πως θα μπορούσε να με είχε γλιτώσει, ενώ δεν το έκανε» μου είπε και αρπάζοντας το χέρι μου ξεκίνησε να με κατεβάζει από τις σκάλες. «Πού πηγαίνουμε;» τον ρώτησα.

«Πίσω στην αρχή της ιστορίας μου. Τόσα χρόνια είμαστε γείτονες και εσύ δεν ξέρεις τίποτε για εμένα. Μια φορά και έναν καιρό λοιπόν, γεννήθηκε ένα αγόρι, μέσα σε ένα προβληματικό περιβάλλον. Σε μία οικογένεια που δεν υπήρχε αγάπη, καταμεσής ενός πολέμου. Τότε που ο Κέναρντ και ο Όσβαλντ πολεμούσαν και που η οικογένεια των Μαύρων ήθελε να αποκτήσει δύναμη μέσω του απογόνου τους. Εμένα. Ο πατέρας μου, ο Έβιν Μπλοκ, ήταν εκείνος που με κρατούσε, καθώς η μητέρα μου είχε φύγει για το Παρίσι. Αντιλαμβάνεσαι πως το μητρικό μου πρότυπό είχε καταστραφεί από τότε και εγώ έψαχνα να βρω τι είχα κάνει λάθος για να την εκνευρίσω και να φύγει. Στην πραγματικότητα μάλλον έφυγε για να σώσει το τομάρι της και τα όνειρά της που κατέρρεαν δίπλα σε έναν άντρα που δεν ήθελε. Εγώ όμως την ήθελα και χρόνια την περίμενα σε αυτό το παράθυρο του σαλονιού, για να γυρίσει. Ξεροστάλιαζα μερόνυχτα. Ο πατέρας μου δεν με έβγαζε βόλτες. Συχνά με κλείδωνε στο δωμάτιό μου όταν ακόμη ήμουν δύο και τριών ετών. Έκλαιγα, αλλά ποτέ δεν ερχόταν για να με δει. Έτσι, ο εγκέφαλός μου μετέφρασε, πως το κλάμα που εκφράζει μία ανάγκη για το μωρό, δεν θα φέρει την παρηγοριά. Από τότε σώπασα για πολύ καιρό. Μεγαλώνοντας ξεκίνησε να μου διδάσκει ξόρκια, θανατηφόρα. Πολλές φορές είχα τραυματιστεί, αλλά κανείς δεν έδινε σημασία. Ήταν τότε που ο Γουίλφρεντ κατόρθωσε και πήρε την επιμέλειά μου με τα χίλια ζόρια. Τότε που γνώρισα τον Μπένταγκ, που μου δίδαξε τι σημαίνει παιχνίδι. Κάποιες μέρες έμενα στον πατέρα μου. Δεν ήθελα. Τα βράδια με ξυπνούσε και με έφερνε εδώ» έκανε παύση, για να ανοίξει μία πόρτα στο υπόγειο.

Σκόνη επικρατούσε και παλιά γυάλινα μπουκάλια ήταν πεταμένα ή αναποδογυρισμένα στα ράφια. Ιστοί από αράχνες τα τύλιγαν, μα στο μυαλό μου έμεινε η θέα μίας καρέκλας. Της καρέκλας των βασανιστηρίων και εκείνων που είχα δει όταν διάβασα λίγο από τις αναμνήσεις του.

«Πάνω σε αυτήν την καρέκλα ένιωσα πόνο φριχτό. Με χτυπούσε, με χαστούκιζε, με γελοιοποιούσε. Πάλευε να μου δείξει με αυτόν τον σκληρό και αμείλικτο τρόπο, πως ένας καλόςστρατιώτης δεν λυγίζει ποτέ, δεν αφήνει τα συναισθήματα να τον παρασύρουν. Μπορεί λοιπόν να έγινα παντοδύναμος, δολοφόνος ίσως, ένας μάγος ψυχρός που όλοι φοβούνται, ωστόσο το τίμημα για εμένα ήταν πολύ σκληρό. Έχασα τη ζωή μου που μέχρι και σήμερα κινδυνεύει, καθώς όπως είδες εξαιτίας κάποιων ουσιών στα ενέσιμα πειράματα, χάνω τα μαλλιά μου και αν δεν το προλάβω εγκαίρως, μπορεί και να πεθάνω. Είμαι τριάντα πέντε και έκανα έρωτα για πρώτη φορά. Είμαι ένα βαθιά διαταραγμένο άτομο που αδυνατεί να σβήσει από την μνήμη του όλα όσα συνέβησαν. Τα χρόνια ήταν πολλά και τα σημάδια έμειναν χαραγμένα στην ψυχή μου και στο σώμα μου. Η Εμίλια, ωστόσο, με βοήθησε να αλλάξω. Όταν εξαφανίστηκε, είχε έρθει σπίτι μου για να βρει πληροφορίες, μα την πέτυχα πρώτος. Οργίστηκα, αλλά δεν μπόρεσα να της κάνω κακό, δεν κατάλαβα ποτέ μου το γιατί. Την κράτησα σπίτι και εκείνη, μέρα με την ημέρα με άλλαζε. Ωστόσο, ο έρωτας είναι κάτι εντελώς διαφορετικό. Σε γεμίζει με καλή ενέργεια, με χαρά και αυτό σε μεταμορφώνει. Το επιδιώκεις περισσότερο» τελείωσε και εγώ είχα μείνει κυριολεκτικά άφωνη.

Εκείνος βρισκόταν μπροστά μου σιωπηλός, έχοντας ομολογήσει τη θλιβερή του ιστορία, μα πλέον μπορούσα να τον καταλάβω, γιατί είχα νιώσει στο ελάχιστο όλα αυτά που είπε. Την προσπάθεια εξευτελισμού και βίας. Εκείνος όμως δεν τα έζησε μία στιγμή, αλλά μία ζωή ολόκληρη. Δίχως να το σκεφτώ, απλά έτρεξα και τον αγκάλιασα σφιχτά, γιατί είχα ανάγκη να το κάνω.

Ιφιγένεια Μπακογιάννη