Η κατάρα του Ορφανού - Η άνοδος του Κεναρντ (Κεφάλαιο 10)

Η λέξη “συγγνώμη” έμοιαζε λυτρωτική για τον Άινταν. Ήταν μία λέξη που περίμενε να την ακούσει από κάποιον σαν τον Κέναρντ που παγιδεύτηκε και που δεν ευθυνόταν για την τροπή που πήραν τα γεγονότα. Οι δύο τους έμοιαζαν να παλεύουν να διαβάσουν ο ένας την ιστορία του άλλου συνοπτικά. Δύο άντρες με ένα δυστυχισμένο παρελθόν.

«Η συγγνώμη σου έχει ήδη γίνει δεκτή από τη στιγμή που άκουσα την ιστορία σου από τον Βάλιμαρ. Για κάποιον λόγο, αναθάρρησα όταν πληροφορήθηκα πως ένα μέλος από την οικογένειά μου ζει και πως ο χαρακτήρας του είναι αυτό ακριβώς που ονειρευόμουν να γίνω εγώ, αν δεν είχαν μεσολαβήσει πολλά και φρικτά πράγματα» του είπε και οι δύο τους τελικά αγκαλιάστηκαν σφιχτά.

«Χρόνια σε παρακολουθούσα. Έχω ζήσει μία αιωνιότητα και βάλε κλεισμένος ανάμεσα σε αυτούς τους τοίχους, παγιδευμένος σε μία αόρατη μορφή, καταδικασμένος να σέρνομαι λες και έχω διαπράξει το χειρότερο έγκλημα. Είχα ωστόσο τη δυνατότητα να σε βλέπω, τόσο εσένα όσο και τον αδερφό σου, τον Σκορπιό. Πάντοτε ήσουν κλειστός χαρακτήρας. Είχες στα μάτια σου τη σπίθα της δύναμης και της δίψας για μάθηση, όπως ακριβώς και εγώ. Ήσουν πάντοτε ένας επιδέξιος μάγος, αλλά κάτι έλειπε από τη ζωή σου, μάλλον η αγάπη. Στέκομαι μπροστά σου και δεν γνωρίζω τι έχεις περάσει, τι σου συνέβη εκεί έξω. Δεν γνωρίζω ούτε τι καταστροφές προκάλεσε ο άλλος μου εαυτός, ούτε ποια είναι η μητέρα σου ή η γιαγιά σου. Το χειρότερο από όλα όμως ήταν πως δεν κατόρθωσα να σε προστατέψω και δεν μπόρεσα να σταθώ δίπλα σου, όταν πραγματικά με χρειαζόσουν» του είπε ο Τόμας.

«Δεν έχει καμία απολύτως σημασία τώρα πια. Τα συγκεκριμένα πρόσωπα θα ήταν καλύτερο να μην είχαν υπάρξει ποτέ» του απάντησε ο Άινταν κοφτά.

«Τι μπορώ να κάνω για εσένα; Πες μου και θα το κάνω» του ζήτησε ο Τόμας.

«Θέλω να περάσουμε λίγο ποιοτικό χρόνο μαζί. Θέλω να μιλήσουμε, να πούμε ιστορίες. Θέλω να μάθω τη δική σου» του είπε και οι δυό τους αποφάσισαν να φύγουν από το κάστρο, προκειμένου να βαδίσουν στον χωματόδρομο του δάσους δίπλα ακριβώς από τη θάλασσα. Το άγριο μα συνάμα ήσυχο τοπίο ήταν ιδανικό για εξομολογήσεις και ο Άινταν είχε αρκετή δύναμη ώστε να γίνει ο κουβαλητής του Τόμας και να του δώσει μορφή ορατή στους υπόλοιπους, ώστε να μπορεί να εγκαταλείψει το κάστρο.

«Όπως ήδη γνωρίζεις, ήμασταν τρία αδέρφια. Εγώ ο μεγαλύτερος, ο Γουίλφρεντ ο μεσαίος και ο Σιμεόν. Εγώ και ο Σιμεόν είχαμε μία αγάπη ξεχωριστή, ένα δέσιμο σπάνιο. Ως οικογένεια δεν υπήρξαμε ποτέ ιδιαίτερα πλούσιοι, ήμασταν όμως ευτυχισμένοι και δεν μας έλειψε ποτέ και τίποτε. Ήταν οι εποχές που το μαύρο χρώμα δεν έπαιζε κανέναν ρόλο. Εγώ και ο τότε γείτονάς μου, ο Όσβαλντ, ήμασταν αυτοκόλλητοι και οι Σάμχαϊν που δίδασκαν στις Σχολές διήυθυναν τις βιβλιοθήκες και τα Υπουργεία και φυσικά κάθονταν στη στρογγυλή Τράπεζα, μαζί με τους υπόλοιπους, όπως ακριβώς και ο Όσμπορν ο πατέρας μου. Συνήθως, σε κάθε όμορφη ιστορία υπάρχει και ένα μελανό σημείο. Υπήρχε λοιπόν μία γυναίκα Σάμχαϊν, η Κριστίν Νορρίς, διευθύντρια τότε της Επινουά. Με θεωρούσε πρότυπο μαθητή, ήθελε απεγνωσμένα να με έχει κοντά της και με τον καιρό συνειδητοποίησα πως τα αισθήματά της για εμένα ξεπερνούσαν τα όρια του θαυμασμού. Μάλιστα, είχε φτάσει σε σημείο να με απειλήσει, ωστόσο δεν την έλαβα υπόψη μου και συνέχισα τη ζωή μου, ενώ εκείνη εξακολουθούσε να βυθίζεται όλο και πιο πολύ στο σκοτάδι έχοντας ασπαστεί τους ρούνους, ώσπου την ημέρα του ετήσιου χορού, όταν εγώ είχα καλέσει την Έλσα να με συνοδεύσει, εκείνη της επιτέθηκε με ρούνους. Εγώ φοβήθηκα και αντέδρασα σπασμωδικά δίχως να το σκεφτώ για να την προστατέψω, με αποτέλεσμα οι ρούνοι να καταλάβουν το σώμα μου. Ήταν φρικτό. Ένιωθα το μυαλό μου να βυθίζεται σε έναν λήθαργο, ενώ εκείνο το κομμάτι μου που είχε παραμείνει αλώβητο πάλεψε να δημιουργήσει μία προβολή. Κοινώς, να γλιτώσει ένα κομμάτι της ψυχής προτού το ρουφήξει το σκοτάδι. Και το έκανε. Ωστόσο, το ανατριχιαστικό ήταν πως έβλεπα τον καταραμένο εαυτό μου να κινείται στα όρια της Σχολής αλλαγμένος…» κάπου εκεί ο Τόμας έκανε μία παύση. Δάκρυα ανέβηκαν στα μάτια του και η ανάσα του κόπηκε. «Δολοφόνησα τον Όσβαλντ… τον καλύτερό μου φίλο» τελείωσε και ο Άινταν έστρεψε το βλέμμα του στη γη.

«Εγώ δεν είχα την τύχη να πάω ποτέ μου σε κάποιον χορό. Ντρεπόμουν γιατί το σώμα μου εκτός από σημάδια χτυπημάτων, είχε υποστεί μεγάλη ζημιά, λειτουργική ζημιά, καθιστώντας με ανίκανο να κάνω μία σχέση ή να έχω πολλούς φίλους. Μόνο με τον Τρόυ έκανα παρέα, ωστόσο ο χαρακτήρας μου δεν βοηθούσε αρκετά ώστε να είμαι ανεκτός από τους άλλους. Λόγω των ψυχικών μου τραυμάτων είχα επιθετική και εκδικητική συμπεριφορά. Έμαθα να μισώ τους Λευκούς μάγους, γιατί ο άλλος σου εαυτός με είχε ποτίσει με φαρμάκι. Ήταν πάντοτε απών, καθώς πολεμούσε, αφήνοντας πίσω του τον Έβιν, τον πατέρα μου, να πειραματίζεται επάνω μου με αρρωστημένους τρόπους. Δεν υπήρξα ποτέ παιδί, ποτέ άνθρωπος. Αποτέλεσμα αυτών, μεγάλωσα να μισώ τους πάντες, εκτός από… εσένα. Σε περίμενα για χρόνια. Φανταζόμουν μία τέτοια σκηνή, με εσένα να μου εξιστορείς πράγματα και εμένα να βρίσκω παρηγοριά σε ένα άτομο της οικογένειάς μου. Έφτασα στο σημείο να αναστήσω ένα τέρας μήπως και μου δώσει έστω και τώρα την προσοχή που μου έλειπε. Ωστόσο, το μόνο που έκανε ήταν να με στήσει απέναντί του και να με πολεμήσει, μόνο και μόνο για να δει αν το αποτέλεσμα των δυνάμεών μου, ήταν το αναμενόμενο. Εσύ γύρισες και με ρώτησες τι θα ήθελα να κάνεις για εμένα. Τι χρειάζομαι. Αυτό περίμενα όλη μου τη ζωή. Κάποιον να με ρωτήσει επιτέλους τι έχω ανάγκη εγώ. Ήταν τόσο δύσκολο αυτό που ζητούσα; Μάλλον ήταν. Ωστόσο βρέθηκε στο διάβα μου μία γυναίκα, η οποία αρχικά προσπάθησε να εισβάλει στο σπίτι μου ψάχνοντας τα πράγματά μου. Παρά το γεγονός πως με εξόργισε αυτό, καθώς σιχαινόμουν την παραβίαση του προσωπικού μου χώρου· βλέπεις από μικρό παιδί παραβιάζονταν τα βράδια που έμπαιναν στο δωμάτιό μου και με έσερναν με το ζόρι σε κάτι κελάρια για πειράματα και της φέρθηκα με πολύ άσχημο τρόπο. Την επόμενη ημέρα βρήκα φαγητό στην κουζίνα. Κάποιος είχε σκεφτεί αν θα πεινούσα και μου είχε μαγειρέψει. Αυτό με άγγιξε, αλλά δεν την άφησα να το δει. Με έτρωγε ο εγωισμός, δεν ήθελα να δει τις αδυναμίες μου. Προτιμούσα να διατηρήσω το προφίλ του ψυχρού και σκληρού άντρα. Ήταν άμυνα. Έπειτα, με έπιασε μία κρίση. Γενικά με πιάνει μερικές φορές και χάνω τα μαλλιά μου, αποτέλεσμα των πειραμάτων. Τότε, αντί να με αφήσει να πεθάνω, καθώς της είχα φερθεί απαίσια και την είχα απειλήσει πολλές φορές, εκείνη με βοήθησε. Κάπου εκεί δημιουργήθηκε η πρώτη ρωγμή στο κατά τα άλλα ατσάλινο τείχος που είχα αναγκαστικά δημιουργήσει. Με βοήθησε να την εμπιστευτώ και δεν με πρόδωσε ποτέ της. Της χρωστάω αυτό που είμαι τώρα»

«Όλα αυτά που μου αφηγείσαι, είναι φρικτά, ασύλληπτα. Υπόσχομαι ωστόσο να σου εξασφαλίσω, έστω και τώρα, μία καλή ζωή. Εγώ από την άλλη χρωστάω τα πάντα στην Κένταλ. Αν εκείνη δεν με έβρισκε, δεν θα είχα ίσως την τύχη να γνωρίσω τον Σκορπιό και να πάω στον χορό εκείνο που ποτέ δεν πρόλαβα με την πρώτη μου αγάπη. Είναι μία εξαιρετική κοπέλα, μία απίθανη μάγισσα που την αγαπώ και γνωρίζω πως περνά δύσκολα» του είπε ο Τόμας και ο Άινταν ξαφνιάστηκε.

«Η γειτόνισσα σε βρήκε; Αυτή η κοπέλα, δεν ξέρω τι να πω, είναι γενναία. Ποτέ της δεν με φοβήθηκε και παρά το γεγονός πως είχα ευκαιρίες να τη βγάλω από τη μέση, δεν το έκανα. Τη θυμάμαι να έρχεται στον κήπο μου. Ήταν ένα πανέμορφο κοριτσάκι και εγώ τότε ήμουν έφηβος. Την παρακολουθούσα κρυμμένος, μου άρεσε να χαζεύω την ανεμελιά της. Μεγαλώνοντας την έβαλα στο στόχο μου γιατί ήταν Λευκή, γιατί είχα μάθει να τους μισώ. Νόμιζα πως ήταν υπεύθυνοι για την καταστροφή των Σάμχαϊν, μα…» πήγε να συνεχίσει, ωστόσο ο Τόμας τον διέκοψε.

«Το μίσος είναι υπεύθυνο για όλα, όχι το χρώμα. Αγαπούσα τον Όσβαλντ, εγώ, ο αληθινός Κέναρντ, όπως αγαπούσα και τον Σιμεόν» τελείωσε και είδε το βλέμμα του Άινταν να σκοτεινιάζει.

«Με παράτησε» του είπε.

«Συγχώρεσέ τον, σε παρακαλώ. Δεν είναι κακός ο αδερφός μου. Ήταν σε απόγνωση, σε σοκ εξαιτίας μου. Ξέρω πως ήταν άδικο όλο αυτό για σένα, μα έστω προσπάθησε να βγάλεις από μέσα σου το μίσος σου για εκείνον. Θα απαλύνει τον πόνο σου. Η συγχώρεση είναι λύτρωση, κυρίως για εκείνον που συγχωρεί» τελείωσε ο Τόμας και ο Άινταν πάλεψε να χαμογελάσει.

«Ποιο θα είναι το μέλλον μας, παππού; Σε βρήκα και θέλω να σε κρατήσω, όμως φοβάμαι πως θα σε χάσω και δεν αντέχω τις απώλειες. Μου κοστίζουν. Όλη μου η ζωή χαρακτηρίζεται από απώλειες αγάπης, αγαπημένων προσώπων, στιγμών» πρόφερε και ο Τόμας τον πλησίασε ακουμπώντας τα χέρια του στους ώμους του.

«Αν δεθείς μαζί μου, θα πληγωθείς. Ήδη η Κένταλ παραπαίει εξαιτίας μου, εξαιτίας αυτού που έρχεται. Θα χαθώ Άινταν. Αν χαθεί ο Κέναρντ που τριγυρνά εκεί έξω, θα χαθώ μαζί του. Ωστόσο, μη σκεφτείς ούτε μία στιγμή να μην τον πολεμήσεις. Αν υπάρχει Παράδεισος, τότε να ξέρεις πως θα με βρεις εκεί. Η ψυχή μου έχει ταλαιπωρηθεί πολύ. Ο θάνατός μου θα είναι λύτρωση και για εμένα. Εύχομαι ολόψυχα να βρεις την ευτυχία και να ξέρεις, πως κάποιος που είναι αίμα σου σε αγαπά πολύ και σε νοιάζεται. Θα είμαι πάντα δίπλα σου, αλλά δεν θέλω να ξεχάσεις τι σημαίνει το επίθετό σου. Θέλω να δείξεις στον κόσμο ποιοι ήταν οι αληθινοί Γκρερ και να βοηθήσεις τους Σάμχαϊν να ζήσουν ειρηνικά. Έχε στο πλάι σου την Κένταλ ως σύμμαχο. Οι δύο σας μου θυμίζετε εμένα και τον Όσβαλντ. Τόσο ταιριαστοί. Η ζωή εξάλλου έχει και άσπρο και μαύρο μέσα της» τελείωσε και του χαμογέλασε με μάτια βουρκωμένα.

Ήταν το τελευταίο αντίο. Ο Άινταν το γνώριζε. Αργά η μορφή του παππού του χάθηκε, μα η ψυχή του ήταν ελαφρύτερη ξέροντας πως κάποιος από την οικογένειά του, τον είχε αγαπήσει αληθινά. Ξέροντας πως ο ίδιος μετά από όλα αυτά τα χρόνια και τις κακουχίες άξιζε τελικά να αγαπηθεί.


Βρισκόταν πεταμένη μέσα σε ένα βρώμικο υπόγειο. Η πείνα και η δίψα την είχαν καταβάλει, ωστόσο το μόνο που ευχόταν πραγματικά ήταν να μπορέσει μία μέρα να τελειώσει αυτή η κατάσταση ώστε να μπορούν όλοι οι μάγοι του κόσμου να ζήσουν ξανά ειρηνικά. Η ίδια, αν και εκρού μάγισσα με ιδιαίτερη ικανότητα να μπορεί να αλλάζει τη σύσταση του κορμιού της λυγίζοντάς το ή εξαϋλώνοντάς το, δεν μπορούσε να νικήσει τα μάγια του Κέναρντ που της απορροφούσαν τις δυνάμεις και στράγγιζαν τη μαγεία από μέσα της. Κατηφής σύρθηκε μέχρι τον τοίχο και έφερε στο μυαλό της τη μοναδική στιγμή στη ζωή της που είχε αισθανθεί πλήρης. Τη στιγμή που εκείνη και ο άντρας της ζωής της γίνονταν ένα. Λάτρευε τον Άινταν δίχως όρους και όρια αδιαφορώντας για την ιδιόμορφη συμπεριφορά που ώρες ώρες παρουσίαζε. Άλλοι στην θέση του με τόσα φρικτά βασανιστήρια θα είχαν γίνει δολοφόνοι και μισάνθρωποι. Ο Άινταν είχε κατορθώσει να συρθεί μεν στις σκιές, αλλά να βγάλει αλώβητο τον πυρήνα της ψυχής του. Ο Μπένταγκ υπήρξε γι’αυτόν ο σπουδαιότερος μέντορας που όποτε παραπατούσε στο σκοτάδι, εκείνος πάντοτε φρόντιζε να φωτίζει τον δρόμο του. Στην ανάμνηση του Ντουένον δάκρυα κύλησαν από τα μάτια της, μα ο ήχος από βήματα την έκανε να αναπηδήσει στη θέση της. Ολόκληρο το κορμί της είχε ανατριχιάσει από τον φόβο.

Μπροστά ακριβώς από το κελί της φάνηκε η φιγούρα της Άσα. Δίχως να προλάβει η Εμίλια να αντιδράσει, μία σπίθα εκτοξεύτηκε από τα χέρια της μάγισσας καίγοντας το μάγουλό της. Η Άσα την άρπαξε από τα μαλλιά και την πίεσε να την κοιτάξει.

«Ο Άινταν είναι δικός μου. Από την στιγμή που θα σαπίσεις εδώ μέσα ή θα υποβληθείς σε αφαίμαξη, ο δρόμος για εμένα θα είναι ανοιχτός. Το βότανο της απόλυτης υπακοής θα είναι αρκετό για να τον αποπλανήσω και να τον κάνω δικό μου» σύρριξε η γυναίκα σαν το φίδι.

«Ό,τι και να κάνεις η καρδιά του Άινταν έχει επιλέξει και είναι δοσμένη σε εμένα. Εγώ τον αγάπησα γι’αυτό που ήταν και όχι για το γεγονός πως δίπλα του θα έπαιρνα λίγη από τη λάμψη του. Κακά τα ψέματα, Άσα. Μετά τον Κέναρντ, ο Άινταν είναι ο ισχυρότερος μάγος που υπάρχει» έφτυσε τα λόγια της η Εμίλια και τα νύχια της Άσα μπήχτηκαν με μανία στο πρόσωπό της.

Η Εμίλια πισωπάτησε, όταν είδε ένα πάλλευκο και σκελετωμένο χέρι να απομακρύνει την Άσα. Μπροστά της εμφανίστηκε η ψυχρή φιγούρα του Κέναρντ με τα δύο σκούρα κυανά, διαπεραστικά μάτια, σαν να κοιτούσες στον πυθμένα μίας απόκοσμης λίμνης. Στο λαιμό του κρεμόταν ένα τάλισμαν, ένα φυλαχτό δηλαδή φτιαγμένο από ανθρώπινα οστά. Κοιτάζοντάς το η Εμίλια ένιωσε έναν κόμπο στον λαιμό της. Ο Κέναρντ την πλησίασε περισσότερο και έφερε το φυλαχτό στο ύψος των ματιών της.

«Κομμάτι από τον Λευκό μάγο και φίλο σου, τον Άλαν. Σε λίγο θα ακολουθήσει και δικό σου, αν το σκυλάκι σου ο εγγονός μου δεν έρθει για εσένα, δηλώνοντας όμως πρώτα απόλυτη υποταγή» μούγκρισε ο Κέναρντ.

«Προτιμώ να πεθάνω, παρά να υποταχτεί σε εσένα ο Άινταν» πρόφερε τις λέξεις τονίζοντάς τες μία προς μία.

«Πολύ καλά. Θα το έχω υπόψιν μου τότε» της απάντησε υποτιμητικά και έκανε νόημα στην Άσα να τον ακολουθήσει. «Απόψε θα υποταχτεί το Βερθάλ σε εμένα και αύριο θα βρισκόμαστε στην πόλη των δικαστηρίων» τελείωσε και έφυγε κλείνοντας πίσω του την πόρτα, με την Εμίλια να βυθίζεται εκ νέου στην απελπισία και το στομάχι της να ανακατεύεται στη θύμηση και μόνο του φρικτού φυλαχτού.


Ο Σύλβαν ταξίδευε για αρκετές μέρες. Το Κούρτχολ ήταν η πόλη των δικαστών και θα έπρεπε να είναι ιδιαίτερα προσεκτικός, αν δεν ήθελε να βρεθεί νεκρός το επόμενο δευτερόλεπτο. Η αλήθεια ήταν πως εκτός από πολλά, μαγικά Πανεπιστήμια, το Κούρτχολ ήταν ίσως η πιο εντυπωσιακή μαγική πόλη. Οι δρόμοι της ήταν πάντοτε προσεγμένοι και οι κάτοικοι ήταν από τους λίγους που λάτρευαν σε απεριόριστο βαθμό τη φυλή των δράκων. Τους θεωρούσαν συνώνυμο της σοφίας και της δύναμης και αυτός ήταν και ο βασικός λόγος που τα ψηλά τους κτήρια στο κέντρο της πόλης ήταν περιτριγυρισμένα από μορφές γυάλινων δράκων των οποίων το σώμα τυλιγόταν γύρω τους. Όλες οι ταμπέλες τον καθοδηγούσαν και ο ίδιος με τον μανδύα των Γκρίζων προχώρησε γυρεύοντας τα καφέ των κάστανων που ήταν τα αγαπημένα του. Καθώς τα γύρω δάση αποτελούνταν στην πλειονότητά τους από καστανιές, οι κάτοικοι της συγκεκριμένης πόλης είχαν ανοίξει μία αλυσίδα επιχειρήσεων φτιάχνοτας από γλυκά του κουταλιού, μέχρι και ροφήματα ή φαγητά, όλα με βασικό τους συστατικό το κάστανο.

Ο Σύλβαν μπήκε σε ένα μικρό ζεστό καφέ, παρακολουθώντας μέσα από την κουκούλα του τους γύρω, οι οποίοι κάρφωναν την ματιά τους επάνω του αδιάκριτα φέρνοντάς τον σε δύσκολη θέση. Οι περισσότεροι θαμώνες έκαναν το μεσημεριανό τους διάλειμμα. Γενικά οι δικαστές δεν φημίζονταν για τον ζεστό τους χαρακτήρα· ήταν μάλλον ψυχροί και απόμακροι. Ο Σύλβαν πάλεψε να διατηρήσει την ψυχραιμία του όσο αυτό ήταν εφικτό καθώς υπήρχε πιθανότητα να ανιχνευτεί στην αύρα του το άγχος και οι δικαστές ήταν πάντοτε καχύποπτοι. Στην τσέπη του γκρίζου του μανδύα κρατούσε ένα παλιό κιτρινισμένο χαρτί το οποίο έγραφε τη διεύθυνση του σπιτιού εκείνου που φημολογούταν πως αρχικά ήταν το εξοχικό της οικογένειας Γκρερ. Έχοντας παραγγείλει σοκολάτα παχύρευστη με γεύση κάστανο, διάβαζε τα νέα της ημέρας, στα οποία αναφερόταν πως το Βερθάλ ήταν έτοιμο να δεχτεί επίθεση, το ίδιο και το Κλίφγκειτ. Στις φυλακές επικρατούσε απόλυτη αναρχία και οι Σέφο αλώνιζαν πλέον ελεύθεροι.

Παίρνοντας μία βαθιά ανάσα, ήπιε στα γρήγορα το ρόφημά του και αρπάζοντας ένα σακίδιο βγήκε έξω στους πολύβουους δρόμους της πόλης με κατεύθυνση την Όλντμπριτζ. Η συγκεκριμένη επαρχία αποτελούνταν από πέτρινες μονοκατοικίες με ένα ιδιαίτερο, κοκκινωπό χρώμα προερχόμενο από τα υλικά της οικοδόμησής τους. Ήταν ιδιαίτερα γραφική, με την ιδιομορφία πως ουσιαστικά χωριζόταν στα δύο από έναν γκρεμό. Οι δύο πλευρές της ενώνονταν με μία τεράστια, πέτρινη γέφυρα, εξ ού και το όνομα της συγκεκριμένης πόλης. Ο Σύλβαν ξεκίνησε λοιπόν τη διαδρομή του στα προάστια, θαυμάζοντας τις κραυγές των ζώων, τη δροσιά, τα χρώματα και τις μυρωδιές που όλα μαζί συνέθεταν έναν απίστευτο, μαγευτικό καμβά εμπειριών, εικόνων και συναισθημάτων. Η τεράστια πέτρινη γέφυρα καλυμμένη με ομίχλη δέσποζε μπροστά του. Το σπίτι βρισκόταν στην ανατολική πλευρά, σύμφωνα με τις οδηγίες του εγχειριδίου.

Ο κόσμος δεν είχε χάσει την ανεμελιά του σε αυτόν τον μικρό Παράδεισο και μάλιστα οι νοικοκυρές περιποιούνταν με ιδιαίτερο ζήλο τους κήπους τους, καθώς κάθε άνοιξη ξεκινούσε ένας διαγωνισμός και έτσι η καθεμία δημιουργούσε πλάσματα σαν τον Σέρλοκ του Άλαν, ομιλούντα φυτά κάθε εποχής που άντεχαν ακόμη και στις πιο αντίξοες συνθήκες. Μία μεγάλη κυρία τον σταμάτησε για να του προσφέρει καστανόπιτα ζεστή και εκείνος τη δέχτηκε με ιδιαίτερη προθυμία κάνοντας μία βαθιά υπόκλιση και συνοδεύοντάς την μέχρι το επόμενο σπίτι. Μπροστά του, ανοιγόταν ένα σκοτεινό μονοπάτι που οδηγούσε στην καρδιά του σκιερού δάσους. Ο Σύλβαν βάδισε αβέβαια, έτοιμος να εξαπολύσει ξόρκι, όταν στην γωνία ξεπρόβαλε μία επιβλητική μεταλλική πόρτα, σκουριασμένη από τα χρόνια και την έλλειψη συντήρησης. Επάνω της είχε χαραγμένο το αρχικό γράμμα των Γκρερ. Είχε έρθει η ώρα λοιπόν να μάθει έχοντας στο νου του πως ένα σπίτι που ανήκε στην συγκεκριμένη οικογένεια σπάνια έμενε αφύλαχτο.

Ανοίγοντας την αρχική πόρτα εισόδου, προχώρησε στον σαπισμένο και ξερό κήπο. Το τοπίο έμοιαζε καταραμένο, καθώς σε αντίθεση με το υπόλοιπο δάσος, εκεί δεν είχε φυτρώσει ούτε ένα αγριόχορτο. Με την ανατριχίλα να τον συνοδεύει και προσέχοντας το κάθε του βήμα έφτασε μπροστά στο κατώφλι. Ως γνήσιος Σάμχαϊν έκανε το ξόρκι ανίχνευσης, προκειμένου να εντοπίσει τυχόν ίχνη μαύρης μαγείας, όταν είδε πως η πόρτα ξεκίνησε να αλλάζει μορφή υιοθετώντας εκείνη ενός Σέφο. Ο Σύλβαν είχε τεράστια φοβία με τα συγκεκριμένα πλάσματα. Τα απεχθανόταν από μικρός, όταν τον είχαν σύρει στις φυλακές. Το σπίτι, παίζοντας με το μυαλό του, αναβίωνε τους εφιάλτες του. Ιδρωμένος πάλεψε να αμυνθεί, μα ο Σέφο πολλαπλασιαζόταν και μαζί με εκείνον και οι φόβοι του. Όπου και αν κοιτούσε, οι μορφές τον ακολουθούσαν κα τον πλησίαζαν. Τρελαμένος πισωπάτησε, όταν άκουσε μία άλλη αντρική φωνή.

«Αποκαλύψου!»

Ο Σύλβαν γύρισε απότομα το κεφάλι του και μπροστά του εμφανίστηκε ο Σκορπιός, μέσα από την πυκνή ομίχλη. Οι δύο νεαροί έμειναν να κοιτάζουν ο ένας τον άλλο για αρκετή ώρα.

«Σε αναγνωρίζω. Είσαι ο νεαρός Σάμχαϊν που προστάτεψες την Κένταλ, όταν ήμασταν ακόμη μικρά παιδιά» του είπε ο Σκορπιός και ο Σύλβαν τον κοίταξε προσεκτικά επιτρέποντας σε ένα δειλό χαμόγελο να κάνει την εμφάνισή του.

«Είσαι ο Σκορπιός Γκρερ. Χαίρομαι ειλικρινά που σε βλέπω και λυπάμαι αν με πετυχαίνεις έξω από το σπίτι της οικογένειάς σου» πρόφερε ο Σύλβαν και ο Σκορπιός του χαμογέλασε. «Η κατάρα… Η κατάρα σου δεν υπάρχει πια. Απίστευτο. Πώς την έσπασες;» τον ρώτησε με έκδηλη την απορία τόσο στα χαρακτηριστικά του προσώπου του όσο και στον ήχο της φωνής του.

«Πήγα στην Περιφέρεια του Αντίστροφου Χρόνου, εκεί που οι καταραμένες ψυχές έρπονται σαν τα σκουλήκια ανάμεσα στις σκιές. Αντίκρισα τον Θάνατο, ωστόσο μπροστά του στάθηκε η Κένταλ και του ζήτησε να με ελευθερώσει. Εκεί σιγουρεύτηκα για την αγάπη της, καθώς αν υπάρχει μία δύναμη τόσο απόλυτη, τόσο έντονη που μπορεί να σε κάνει να αψηφήσεις ακόμη και την απολυτότητα του Θανάτου, αυτή είναι μονάχα η αγάπη» του απάντησε και ο Σύλβαν τον χτύπησε απαλά στον ώμο.

«Πού είναι τώρα εκείνη;» τον ρώτησε.

«Ήθελε να έρθει μαζί μου, ωστόσο, για κάποιον λόγο επέμεινα να έρθω μονάχος μου. Οι ρίζες της οικογένειάς μου είναι τόσο σαθρές και σάπιες, που ήθελα να μείνω μόνος μου και να σκάψω βαθιά στο χώμα ξεριζώνοντάς τες. Καθαρίζοντας τον τόπο και την ψυχή μου από τα ζιζάνια» απάντησε στον Σύλβαν που συνέχισε να τον κοιτάζει.

«Ήρθα ως εδώ για να βοηθήσω. Ωστόσο, θα σεβαστώ την επιθυμία σου και το απόρρητο που θα ήθελες να διατηρήσεις. Μπορείς να αντιμετωπίσεις όμως την μαγεία του Κέναρντ;» πρόφερε ο Σύλβαν και ο Σκορπιός κάρφωσε τα περήφανα κυανά του μάτια στα δικά του μαύρα.

«Είμαι Σάμχαϊν, είμαι Ότουρθ και γνώστης της μαγείας των ρούνων. Στη ζωή μου έμαθα από πολύ μικρή ηλικία να ζω με τον φόβο ενός επικείμενου θανάτου που καραδοκούσε πάντα. Τον έκανα σχεδόν σύντροφό μου θα έλεγα. Έχω σκληραγωγηθεί τόσο πολύ που τίποτε δεν θα μου κάμψει το ηθικό. Ούτε ο ίδιος ο Κέναρντ» απάντησε και ο Σύλβαν κούνησε το κεφάλι του με κατανόηση.

«Θα είμαι εδώ κοντά τότε. Αν κάτι πάει στραβά, θα επιστρέψω» ολοκλήρωσε ο Σύλβαν και με τον γκρίζο του μανδύα να ανεμίζει χάθηκε μέσα στην ομίχλη αφήνοντας το μυαλό του Σκορπιού να καλπάσει στα χρόνια του παρελθόντος της οικογένειάς του.

Ευθύς, ξεκίνησε να ψιθυρίζει στη γλώσσα των δράκων με αποτέλεσμα τα μάτια του να στενέψουν, υιοθετώντας το ερπετόμορφο σχήμα των δράκων. Εν συνεχεία, ύψωσε τα χέρια του μπροστά παλεύοντας να εντοπίσει τυχόν ίχνη μαύρης μαγείας. Όπως ήταν αναμενόμενο, οι Απρόσωποι, όντα βγαλμένα από τους εφιάλτες με τους οποίους και τρέφονταν, ξεκίνησαν το απόκοσμο τραγούδι τους. Ο Σκορπιός δεν μπορούσε να τους δει, μονάχα άκουγε την φρικαλέα τους μελωδία που έτρεφε τον εγκέφαλό του με ζοφερές αναμνήσεις. Για λίγο μέσα από τα άδυτα της μνήμης του αναδύθηκε ένα όραμα. Είδε μία δύσμορφη γυναίκα ντυμένη με κουρέλια να είναι έγκυος και να πλησιάζει την έπαυλη του Άινταν. Κατόπιν, ένας νεαρός στην ηλικία του στάθηκε μπροστά της απορημένος και εξοργισμένος. Η γυναίκα λίγο αργότερα έφερε στον κόσμο ένα μωρό, πανέμορφο και είδε τον Άινταν να σκύβει και να το παίρνει στην αγκαλιά του, αγνοώντας την μητέρα που χτυπιόταν και σφάδαζε. Η λογομαχία φάνηκε να κερδίζει την προσοχή του Άινταν που κατέληξε να δημιουργήσει ένα σχήμα ενός ρούνου ανάποδου, στο μέτωπο του παιδιού, το οποίο ευθύς εξαφανίστηκε έχοντας απορροφηθεί θαρρείς από το δέρμα του. Η μητέρα συνέχισε να σπαράζει και το όραμα εξαφανίστηκε, αφήνοντας πίσω έναν Σκορπιό με κομματιασμένη καρδιά. Είχε καταλάβει πως η σκηνή απεικόνιζε τη στιγμή που του δόθηκε η κατάρα.

Μολαταύτα, για πρώτη φορά στη ζωή του δεν πτοήθηκε από το παρελθόν και προσπερνώντας το κατώφλι, έχοντας εξαπολύσει ένα ισχυρό ξόρκι φωτός απέναντι στους Απρόσωπους, μπήκε στο σαλόνι και κοίταξε γύρω του τις εικόνες της πλήρους εγκατάλειψης. Τα έπιπλα είχαν καλυφθεί σχεδόν εξολοκλήρου από ιστούς και η σκόνη αιωρούταν στην αποπνικτική ατμόσφαιρα της κλεισούρας. Ψάχνοντας σπιθαμή προς σπιθαμή, ανακάλυψε κάτω από ένα έπιπλο που έμοιαζε με παλιά βιβλιοθήκη, μία ασπρόμαυρη φωτογραφία. Ήταν οι προπαππούδες του ίσως και τα τρία αδέρφια Γκερ, με τον Σιμεόν, νεαρό τότε και τον Κέναρντ σφιχταγγαλιασμένους να γελάνε, ενώ ο Γουίλφρεντ έστεκε περήφανα δίπλα τους. Ο Κέναρντ της φωτογραφίας, αυτός ο πανέμορφος νεαρός, ήταν ίδιος με την προβολή του Τόμας. Ήταν εκείνος λοιπόν. Για κάποιον λόγο τότε μία μικρή σπίθα ελπίδας έκανε κατάληψη στην άκρη της καρδιάς του.

Κατόπιν, το κυανό του βλέμμα πλανήθηκε στους ξεσκισμένους τοίχους και στους μεντεσέδες που είχαν πια σκουριάσει και στραβώσει ανάμεσα στις πόρτες. Για κάποιον λόγο ένιωσε πως το σπίτι ήθελε να του αφηγηθεί την τρομακτική του ιστορία για να λυτρωθεί και έτσι εκείνος κατέβηκε μία σκάλα που οδηγούσε στο υπόγειο. Ανοίγοντας μία ημικυκλική ξύλινη πόρτα τον υποδέχτηκε ένας υγρός και σκοτεινός διάδρομος. Τότε, άκουσε κραυγές μέσα στο κεφάλι του. Τις κραυγές ενός αγοριού που φώναζε και εκλιπαρούσε. Ασυναίσθητα το χέρι του Σκορπιού έπιασε το σημείο της καρδιάς του. Οι φωνές οι παιδικές και τα παρακάλια, του τρυπούσαν τα σωθικά. Με τρεμάμενη φωνή έδωσε διαταγή στη γλώσσα των δράκων να του αποκαλυφθεί η ιστορία και τότε είδε μπροστά του έναν άντρα ή μαλλον τη σκιά του ειδώλου του να σέρνει από το μπράτσο ένα μικρό αγόρι που έκλαιγε.

Ο Σκορπιός ένιωσε τον θυμό να κοχλάζει μέσα του, καθως είδε τον άντρα να πετά με φόρα το αγόρι σε ένα δωμάτιο και να κλειδώνει την πόρτα. Από το βάθος του διαδρόμου φάνηκε μία σκιερή, φρικιαστική φιγούρα να πλησιάζει αργά. Στο βλέμμα του καθρεπτιζόταν η τρέλα και το μίσος.

«Τον πήρες, Έβιν;» ρώτησε τον άντρα που δεν τολμούσε ούτε να υψώσει το βλέμμα του.

«Ναι. Τον έχω κλειδωμένο εκεί μέσα. Σας ακούω αφέντη» απάντησε ο Έβιν και ο Κέναρντ κάγχασε.

«Ο Άινταν μας είναι πολύτιμος. Να μην το ξεχάσεις ποτέ σου. Όσο άχρηστος είσαι εσύ, άλλο τόσο προικισμένος βγήκε ο υιός σου. Έχω μία σειρά από ουσίες που θα περάσουν στο δέρμα του. Διάβασε πολύ προσεκτικά» μούγκρισε ο Κέναρντ δίνοντάς του ένα κομμάτι χαρτί και ο Έβιν του έριξε μία γρήγορη ματιά με τα μάτια του να γουρλώνουν, έτοιμα να πεταχτούν έξω.

«Μα, αυτά μπορούν να τινάξουν τον οργανισμό του στον αέρα! Δεν ξέρουμε πώς θα αντιδράσει» προσπάθησε να πει, μα ο ζοφερός μάγος τον διέκοψε.

«Ακόμη και αν υποστεί μερική ζημιά, το σώμα του θα έχει τις ουσίες που χρειάζεται ώστε να μπορεί να ίπταται μονάχος του ή να εξαϋλώνει το κορμί του σε δευτερόλεπτα. Θέλω να μεγιστοποιήσω τις δυνατότητές του. Ο πόλεμος δεν δείχνει να έχει καλή έκβαση και στο μέλλον θα χρειαστώ έναν στρατιώτη, γιατί να θυμάσαι, πως δεν θα πεθάνω ποτέ. Ακόμη και να ηττηθώ, η ήττα θα είναι προσωρινή και στην αυγή μου, ο Άινταν θα στέκει στο πλευρό μου» ολοκλήρωσε ο Κέναρντ κάνοντάς του νοήμα να πάει στον μικρό. Εν συνεχεία αποχώρησε και ο Σκορπιός, με το στομάχι του σφιγμένο ακολούθησε τον Έβιν στην αίθουσα.

Εκεί, βρήκαν έναν Άινταν κουλουριασμένο σε μία γωνία να κοιτάζει το πάτωμα κλαίγοντας γοερά.

«Σήκω επάνω τώρα!»του φώναξε ο άντρας και ο Σκορπιός ξεκίνησε να χάνει την ψυχραιμία του. Το αγόρι δεν φάνηκε να υπακούει και σοκαρισμένο συνέχισε να κρύβεται, μέχρι που τον είδε να αρπάζει μία ζώνη κρεμασμένη και να πλησιάζει. «Είσαι στρατιώτης και αυτό να το θυμάσαι. Σήκω και έλα τώρα να τελειώνουμε, αλλιώς θα σε σαπίσω στο ξύλο» γρύλισε ο Έβιν και την στιγμή που το χέρι του μαζί με τη ζώνη προσγειώνονταν στο πρόσωπο του αγοριού, ο Σκορπιός ούρλιαξε και έτρεξε προς το μέρος του ειδώλου του Έβιν φωνάζοντας:

«Θα σε σκοτώσω κάθαρμα! Πώς μπόρεσες εσύ και αυτός ο διεστραμμένος να αγγίξετε τον αδερφό μου; Θα σας σκοτώσω!» ούρλιαζε σε κατάσταση σοκ χτυπώντας τις γροθιές του με μανία στον τοίχο, σε σημείο που αίματα ξεκίνησαν να τρέχουν από τα δάχτυλά του.

Τότε, ένιωσε κάποιον να τον αρπάζει απότομα από τα χέρια και να του φωνάζει “σταμάτα”.

Ο Σκορπιός εξαγριωμένος, γύρισε το κεφάλι του απότομα, μονάχα για να αντικρύσει τα σμαραγδένια μάτια του αδερφού του.

«Άινταν…» ψιθύρισε ξέπνοα, τα δάκρυα να μουσκεύουν τα μάγουλα του, μα δεν ήταν ο μόνος. Απέναντί του ο Άινταν στεκόταν εξαθλιωμένος και ιδρωμένος.

«Συγγνώμη, αδερφέ, για όλα...» προσπάθησε να του πει, μα ο Σκορπιός τον έκλεισε στην αγκαλιά του τόσο σφιχτά, σαν να είχε να τον δει χρόνια.

Έμειναν στο πάτωμα αγκαλιασμένοι να κλαίνε, μα όταν ο Άινταν τον κοίταξε ξανά είδε τα ερπετόμορφα μάτια του Σκορπιού να τον καρφώνουν.

«Θα τον κάνουμε να πληρώσει. Θα του δείξουμε πως πράγματι πέτυχε τον στόχο του. Να δημιουργήσει τον πιο ισχυρό μάγο του κόσμου. Μονάχα που θα τον βρει απέναντί του» πρόφερε με οργή ο Σκορπιός και τα λόγια του έσταζαν δηλητήριο.

Σαν απάντηση επιβεβαίωσης, εισέπραξε ένα περήφανο βλέμμα από τη μεριά του αδερφού του.

«Δεν έχουμε χρόνο» του είπε ο Άινταν και οι δύο τους σηκώθηκαν ανεβαίνοντας ξανά τα φρικτά σκαλιά των βασανιστηρίων, τρεκλίζοντας από το σοκ εξαιτίας των αποκαλύψεων.

Δίχως να το γνωρίζει ο Σκορπιός, ο Άινταν τυχαία είχε πάρει την απόφαση να επισκεφτεί αυτό το σπίτι το οποίο είχε μείνει σαν απόηχος των κραυγών του παρελθόντος του. Όταν είδε από μακριά τον Σκορπιό, τον ακολούθησε σιωπηλά. Στην ουσία, είχαν τρέξει και οι δύο στο συγκεκριμένο μέρος για να πάρουν απαντήσεις ως προς τον ρόλο που τελικά είχε διαδραματισει ο Κέναρντ σε όλο αυτό. Για την ακρίβεια το κακόβουλο πνεύμα του Κέναρντ, καθώς ο αληθινός του εαυτός είχε στην ουσία χαθεί και ό,τι είχε απομείνει αργόσβηνε μέσα στο χρόνο.

«Τώρα εξηγούνται πολλά» ακούστηκε η φωνή του Άινταν παγερή και κοφτή. «Η απουσία του παππού μου τότε, μεταφράστηκε σαν ενοχή. Εκείνος κινούσε τα νήματα των βασανιστηρίων μου, εκείνος με κατέστρεψε. Κακοποίησε το σώμα μου και την ψυχή μου και εγώ με τη σειρά μου… έκανα κακό σε εσένα» πρόφερε ο Άινταν με πικρία και ο Σκορπιός δεν μίλησε. «Είδες από ό,τι κατάλαβα τη σκηνή με την μητέρα μας. Τότε που ήταν ετοιμόγεννη και ήρθε να με βρει. Όταν γεννήθηκες σε κράτησα στην αγκαλιά μου. Ήταν περίεργη η αίσθηση» του είπε και τα μάτια του Σκορπιού βούρκωσαν.

«Είδα έναν διάλογο ανάμεσα σε εσένα και την μαμά. Τι σου είπε και σε εξόργισε; Γιατί έπειτα από αυτό, καταράστηκες εμένα» ρώτησε ο Σκορπιός κομπιάζοντας.

«Η μαμά ήρθε και με βρήκε σε μία πολύ δύσκολη περίοδο. Ήταν μία από εκείνες τις στιγμές που υπέφερα από τα πειράματα. Ίδρωνα και έχανα τα μαλλιά μου. Μόνο ο βοηθός μου στο Υπουργείο γνώριζε εν μέρει την κατάσταση. Βράδια ολόκληρα τα περνούσα σφαδάζοντας από τους πόνους και η μοναξιά δεν αντεχόταν, αλλά με τον καιρό συνηθίζεται. Χρόνια συσσώρευα οργή και όταν εσύ γεννήθηκες, που ουσιαστικά ήσουν ο καρπός της καλοπέρασής της με κάποιον άγνωστο, ενώ εμένα με τρυπούσαν με βελόνες και χημικά, θόλωσα. Ωστόσο, εκείνη μου έδωσε την χαριστική βολή. Σε πήρε από εμένα, σε κοίταξε και μου είπε πως της κατέστρεψα την ζωή, καθώς εξαιτίας μου επέστρεψε για να με πάρει μαζί της στο Παρίσι βάζοντας σε κίνδυνο τόσο τη δική της ζωή, όσο και την δική σου. Επειδή εγώ ήμουν ο καρπός ενός αναγκαστικού γάμου με τον Έβιν με μισούσε γιατί της θύμιζα όλα όσα φοβόταν και απεχθανόταν. Τη συνέχεια την ξέρεις… την είδες εξάλλου» τελείωσε ο Άινταν και ο Σκορπιός έγειρε στον ώμο του.

«Τέρμα πια με το παρελθόν, είσαι αδερφός μου, ωστόσο θα πρέπει να σε ενημερώσω πως έχω και εγώ μία αδερφή μικρότερη από την μεριά του πατέρα μου» του είπε και ο Άινταν τον κοίταξε με απορία. «Ωστόσο και εμένα με απέρριψε γιατί ήμουν μάγος και με φοβήθηκε» του είπε και ο Άινταν κάγχασε.

«Δώσ’ του χρόνο. Όλοι μας χρειαζόμαστε πολλές φορές. Έχεις την ευκαιρία για να βρεις μία οικογένεια, μην την πετάξεις» τον συμβούλεψε ο Άινταν και ο Σκορπιός χαμογέλασε.

«Σε αυτήν την οικογένεια ανήκεις και εσύ. Δεν πάω πουθενά χωρίς εσένα. Είσαι αίμα μου, είσαι ο αδερφός μου και… μπορεί να μην το είχα συνειδητοποιήσει, αλλά σε αγαπάω. Αυτός ήταν και ο λόγος που πληγώθηκα και εξοργίστηκα τόσο, όταν ενημερώθηκα για την προδοσία. Γιατί σε αγαπούσα. Εσύ με μεγάλωσες και παρά τα προβληματά σου έκανες καλή δουλειά» του είπε και ο Άινταν ανακάτεψε τα μαλλιά του παιχνιδιάρικα.

«Και εγώ σε αγαπώ, μικρέ και το ξέρεις» πρόφερε, μα προτού προλάβουν να περάσουν το κατώφλι, ένιωσαν ταυτόχρονα έναν οξύ πόνο στο στήθος. Κατόπιν, ένα κύμα παράλυσης ξεκίνησε να οργώνει το σώμα τους, σε σημείο που αναγκάστηκαν να γονατίσουν στο έδαφος και να πέσουν με το κεφάλι στο χώμα.

Γύρω τους μάγοι κάθε χρώματος στέκονταν και τους περιγελούσαν, κλωτσώντας τους στα πλευρά. Τότε, ένας γκρίζος μάγος, περήφανος και γεροδεμένος, παραμέρισε το πλήθος που κραύγαζε και έβριζε, σέρνοντας μαζί του έναν νεαρό. Ήταν ο Σύλβαν, ο οποίος βρισκόταν στα χέρια του αλυσοδεμένος, φιμωμένος και με χιλιάδες αμυχές να κοσμούν το πρόσωπό του. Φυσικά, οι αλυσίδες που τύλιγαν το κορμί του ήταν ειδικές και απορροφούσαν κάθε σπίθα μαγείας και δεξιότητας. Οι ίδιες τυλίχτηκαν και γύρω από τους νεαρούς Σάμχαϊν.

«Τελικά, ορθώς λένε πως ο δολοφόνος επιστρέφει πάντοτε στον τόπο του εγκλήματος. Τι καλύτερο για τον κόσμο από το να απαλλαγεί μία και καλή από τη βρωμερή γενιά των Γκρερ; Είμαι ο Τζάρεντ Ρινάλντι και έχω παρακολουθήσει τις κινήσεις του φίλου σας στην πόλη μου. Με ενημέρωσαν κάποιοι μάγοι που κατόρθωσαν σε ένα καφέ να διαβάσουν και να διακρίνουν την αληθινή του αύρα. Λυπάμαι, αλλά θα κρατηθείτε στις φυλακές της πόλης μας και ξέρετε, εκεί δεν θα περάσετε και πολύ καλά. Σε δύο ημέρες θα χαρίσουμε ένα υπερθέαμα στον κόσμο. Θα καείτε στην πυρά που θα στηθεί μπροστά στο πλήθος στην κεντρική πλατεία. Θα διασκεδάσουμε πολύ» έκρωξε εκείνος εξαγριώνοντας τον Άινταν του οποίου τα μάτια ήταν έτοιμα να υιοθετήσουν την ερπετόμορφη εμφάνισή τους, δίχως όμως αποτέλεσμα μιας που οι αλυσίδες απορροφούσαν την ενέργειά του.

«Δεν είμαστε εμείς ο αληθινός εχθρός. Άφησέ μας να φύγουμε, προτού ο Κέναρντ διαλύσει τα πάντα στο πέρασμά του. Μία φίλη μας κινδυνεύει και θα υποστεί αφαίμαξη, αν δεν βιαστούμε. Δίχως εμάς ο κόσμος της μαγείας είναι καταδικασμένος» γρύλισε ο Άινταν παλεύοντας να μη χάσει την ψυχραιμία του.

«Μα, τι εννοείς να σας αφήσω; Τόσα χρόνια παλεύουμε να σας αιχμαλωτίσουμε. Έχετε διαλύσει τόσα χωριά και μου ζητάς να σε ελευθερώσω, Μαύρε; Η καταραμένη γενιά σου, μα και οι όμοιοί σου θα πεθάνουν» του έφτυσε τα λόγια ο Τζάρεντ.

«Ωραία λοιπόν, εγώ προκάλεσα τις ζημιές. Άφησε τον αδερφό μου και τον Σύλβαν ελεύθερους. Εκείνοι δεν έκαναν τίποτε απολύτως. Παλεύουν να ενσωματωθούν στην κοινωνία και να ζήσουν μία ζωή φυσιολογική που εσείς τους έχετε στερήσει. Οι Σάμχαϊν δεν είναι δολοφόνοι, αλλά προικισμένοι μάγοι, όπως ήταν ο Όσβαλντ» του είπε ο Άινταν εξαγριώνοντάς τον, με αποτέλεσμα να υποστεί μία δυνατή κλωτσιά στο πρόσωπο.

«Πάψε! Μη μιλάς για τη γενιά του Όσβαλντ, είναι ιεροσυλία να ακούγεται το όνομά του από το στόμα σου» συνέχισε ο Τζάρεντ και οι υπόλοιποι γέλασαν.

Ο Σκορπιός ήξερε πολύ καλά τι τους περίμενε. Οι φυλακές του Κούρτχολ ήταν από τις αυστηρότερες που υπήρχαν και οι φήμες για τους τρόφιμους δεν ήταν καθόλου καλές. Με τους Απρόσωπους, εκείνα τα εφιαλτικά όντα, να φρουρούν τα κελιά και δίχως τις δυνάμεις τους και την μαγεία των ρούνων, το παιχνίδι έμοιαζε χαμένο. Το ίδιο ακριβώς σκεφτόταν και ο Άινταν, του οποίου η οργή κόχλαζε επικίνδυνα. Εξαιτίας αυτών των ελαφρόμυαλων μάγων, η Εμίλια κινδύνευε σοβαρά. Σαν τελευταία πράξη όλου του δράματος, πάλεψε να επικοινωνήσει με τη Λυρία. Είχε ένα κομμάτι της ψυχής της. Το παραλυτικό ξόρκι είχε στην κυριολεξία διαλύσει το κορμί του και ο Άινταν προσπάθησε να σύρει το ένα του χέρι μέχρι το σημείο της καρδιάς. Σύντομα, οι μάγοι ξεκίνησαν να τους σέρνουν στο χώμα, πράγμα που δυσκόλευε ακόμη περισσότερο την κατάσταση, αλλά δεν το έβαλε κάτω. Το χέρι του ξέφυγε έτσι όπως σερνόταν και ο δείκτης του κατόρθωσε να ακουμπήσει το σημείο της καρδιάς. Μία λάμψη αμυδρή έκανε την εμφάνισή της και εκείνος ξεκίνησε να ψιθυρίζει το όνομα της δράκαινας.

“Λυρία, με ακούς;’’ μονολογούσε ξανά και ξανά δίχως αποτέλεσμα. Κάπου εκεί ετοιμάστηκε να τα παρατήσει, όταν το τραγούδι του δράκου ακούστηκε θαρρείς από κάποιο μακρινό τούνελ του μυαλού του.

“Άινταν; Όλα καλά;” τον ρώτησε.

“Με έπιασαν αιχμάλωτο στο Κούρτχολ. Η Εμίλια κινδυνεύει. Άφησε εμένα και πήγαινε να ειδοποιήσεις τους υπόλοιπους άμεσα! Ο Κέναρντ μου έδωσε διορία μέχρι αύριο τα ξημερώματα” ήταν η τελευταία του κουβέντα, προτού το ξόρκι εισχωρήσει μέσα στο κεφάλι του παραλύοντας ακόμη και τη συνείδησή του.


Οι ισορροπίες τόσο του μαγικού όσο και του ανθρώπινου κόσμου είχαν διαταραχθεί. Το σκοτάδι ολοένα και κάλυπτε τον μαγικό κόσμο, ο οποίος γνώριζε πολύ καλά πως αν δεν σταματούσε τις ορδές των Σάμχαϊν που στέκονταν στο πλευρό του Κέναρντ, ο ανθρώπινος κόσμος θα κινδύνευε με εξαφάνιση. Για την ακρίβεια, οι μόνοι που γνώριζαν για την ύπαρξη των μάγων ήταν οι εκάστοτε πρόεδροι και πρωθυπουργοί, οι οποίοι με τη λήξη της θητείας τους υποβάλλονταν σε διαγραφή μνήμης. Εξαιτίας της εξέλιξης των γεγονότων στον μαγικό κόσμο, είχαν κληθεί να συναντηθούν με τους Υπουργούς της εκάστοτε μαγικής πόλης. Κάποτε, τη Γαλλία εκπροσωπούσε ο Σιμεόν τον οποίο εκτιμούσαν πολύ οι άνθρωποι, ενώ στο πλάι του στεκόταν ο Άινταν Γουέτμορ, ο ευφυής τότε νεαρός, προτού ωστόσο αποκαλυφθεί πως ήταν και οι δύο Γκρερ.

Ωστόσο, η ομάδα του απόκοσμου Ρέτζι, με τη φρικτή εμφάνιση, ετοιμαζόταν να εισβάλει στο Υπουργείο. Ο Βαν, ο βοηθός του Άινταν που είχε αθωωθεί όταν μετά την αποκάλυψη της αληθινής ταυτότητας του αφεντικού του, είχε περάσει από δίκη. Απόψε λοιπόν, είχε μείνει στο Υπουργείο ως αργά, όταν πλησιάζοντας προς το παράθυρο, διέκρινε ένα απόκοσμο, μαύρο σύννεφο να πλησιάζει. Κατάλαβε αμέσως πως οι Σάμχαϊν είχαν ξεκινήσει ανοιχτά και απροκάλυπτα τις επιθέσεις. Ευθύς, σήμανε εσωτερικό συναγερμό και άπαντες οι Ανιχνευτές όλων των χρωμάτων βγήκαν έξω από το κτήριο προκειμένου να το υπερασπιστούν. Στα έγκατα του Υπουργείου της Βέρνια φυλάσσονταν σημαντικά αρχεία που αφορούσαν την ιστορία της μαγείας από το πρώτο δευτερόλεπτο της εμφάνισής της, καθώς και πληροφορίες πολύτιμων αντικειμένων, τα οποία, αν έπεφταν στα χέρια τους, ο κόσμος θα βρισκόταν ένα βήμα πιο κοντά στο τέλος του. Τα Γουέντιγκος του Υπουργείου είχαν δυνάμεις ξεχωριστές, όπως η δημιουργία ηχητικών κυμάτων που τρέλαιναν τον αντίπαλο. Η μάχη θα ήταν σκληρή και ο Ρέτζι ήδη προσγειωνόταν μπροστά τους. Οι Σάμχαϊν είχαν την ικανότητα να πετούν.

«Πώς θα γίνει η παράδοση;» τους ρώτησε απευθείας ειρωνικά με τα ολόμαυρα μάτια του να ζαρώνουν από ειρωνεία.

«Ξέχασέ το» του απάντησε με σιγουριά ο Βαν και το πρόσωπό του Εβένινου σφίχτηκε.

«Θέλαμε να αποφύγουμε τη σφαγή, αλλά αφού επιμένετε…» σύρριξε σαν φίδι και μπροστά του σχημάτισε έναν ρούνο.

Άπαντες έμειναν να τον κοιτάζουν, καθώς ήξεραν πως η σκοτεινή μαγεία των συμβόλων διπλασίαζε και τριπλασίαζε την ενέργεια ακόμη και του πιο απλού ξορκιού. Ο Ρέτζι τούς κοιτούσε όλους με απάθεια, ενώ οι μάγοι πάλεψαν να σηκώσουν ασπίδα προστασίας εναντίον του, προσπαθώντας να κρατήσουν μακριά το ξόρκι. Ο Ρέτζι και οι οπαδοί του συνέχισαν την επίθεση, μέχρι που ο Βαν, είδε μικρές ρωγμές να σχηματίζονται στην ασπίδα τους, η οποία θα κατέρρεε από στιγμή σε στιγμή.


Ο Πορφυρός μάγος καθόταν σε μία κουνιστή ξύλινη πολυθρόνα στο κηπάριο των βοτάνων του με τον Μόρθιλ, τον εγγονό του Μπένταγκ μαζί του και μία εφημερίδα που μιλούσε για την πτώση του Υπουργείου. Πάνω από τα δάση το ουράνιο στερέωμα πνιγόταν βυθισμένο σε μία απόκοσμη σκοτεινιά που εμπόδιζε τις ροδαλές αποχρώσεις της δύσης να χρωματίσουν τον κυανό του καμβά.

«Νομίζω, Σιμεόν πως όλα τα μαγικά πλάσματα πρέπει να συμβάλλουν στον πόλεμο ενάντια στον Κέναρντ και την Κριστίν. Όταν λέω όλα, μιλώ και για τους δράκους» τόνισε την τελευταία λέξη το Ντουένον.

Ο Σιμεόν τον κοίταξε, έχοντας ένα αίσθημα νοσταλγίας στο βλέμμα. Αναπολούσε εκείνους τους παλιούς καιρούς, πριν τη μεταστροφή του αδερφού του.

«Νομίζω πως η πιο καθοριστική συμβολή σε όλο αυτό, ήταν εκείνη του παππού σου. Κατόρθωσε και έσωσε την ψυχή του Άινταν και είμαι βέβαιος γι’αυτό. Έκανε όλα όσα έπρεπε να έχω κάνει εγώ, μονάχα που ήμουν δειλός και δεν τα τόλμησα. Είχα σοκαριστεί τόσο πολύ από εκείνη τη μάχη με τον αδερφό μου, τη μάχη που θα με στοιχειώνει για πάντα. Ξέρω πως οι περισσότεροι δεν γνωρίζουν το παρελθόν μας, ούτε το πόσο δεμένοι υπήρξαμε. Αν το γνώριζαν, ίσως να μου δικαιολογούσαν τη στάση που κράτησα, ακόμη και αν ήταν λάθος» τελείωσε.

Εκείνη την ώρα από το βάθος του χωματόδρομου εμφανίστηκε αέρινα μία φιγούρα χαμογελαστή σαν να είχε ακούσει την συζήτησή τους. Μία φιγούρα που είχε δανειστεί ενέργεια, προκειμένου να μπορεί να είναι ορατή. Στη θέα της ο Σιμεόν σάστισε.

«Μόρθιλ, δεν είμαι καλά. Έχω φτάσει στο σημείο να βλέπω τη σκιά του αδερφού μου» ψιθύρισε στο Ντουένον που κοίταξε πλαγίως το φλυτζάνι με το τσάι δίπλα τους.

«Σιμεόν, είσαι βέβαιος πως αυτό είναι τσάι και όχι τίποτε άλλο; Σε ρωτώ γιατί τη φιγούρα τη βλέπω και εγώ» του είπε το Ντουένον και από τα χέρια του Σιμεόν γλίστρησαν τα μυωπικά γυαλιά τα οποία ο Κέναρντ έπιασε στον αέρα.

Αμίλητος πλησίασε τον αδερφό του και τον κοίταξε βαθιά μέσα στα μάτια. Δύο αδέρφια, ένας έφηβος και ένας ηλικιωμένος μάγος. Ο Κέναρντ κοιτούσε τις ρυτίδες των χρόνων στο πρόσωπο του Σιμεόν και τα μάτια του θόλωναν από τα δάκρυα. Ο Σιμεόν από την άλλη κάτωχρος και έχοντας καταλάβει αμέσως τι ήταν αυτό που στεκόταν μπροστά του, άπλωσε το χέρι του για να αγγίξει το πρόσωπο του μεγάλου του αδερφού.

«Κέναρντ…» ήταν η μόνη λέξη που μπόρεσε να βγει όχι μέσα από το στόμα του, μα μέσα από την καρδιά του.

«Καλέ μου Σιμεόν…» του απάντησε ο Κέναρντ και έπεσε στην αγκαλιά του κλαίγοντας με λυγμούς. «Συγγνώμη για όλα, συγγνώμη που σου κατέστρεψα τη ζωή, που σε άφησα να πιστεύεις πως σε είχα προδώσει. Σιμέον, κάθε μέρα ζούσα με τη σκέψη σου, κάθε μέρα παρακαλούσα να είχα τη δυνατότητα να σου μιλήσω. Ωστόσο, ήμουν μονάχα μία άσημη σκιά ενός μάγου που κάποτε υπήρξε, περιφερόμενη στα χρόνια, μοναχική και καταραμένη» πρόφερε ο Κέναρντ και ο Σιμεόν με χέρια που έτρεμαν, για λίγο τον άφησε από την αγκαλιά του. Από την άλλη, ο Μόρθιλ συγκινημένος αποχώρησε αφήνοντάς τους μόνους. Για τα δύο αδέρφια μία στιγμή δεν θα ήταν ποτέ αρκετή για να καλύψει τα χρόνια απουσίας και τον πόνο των γεγονότων.

«Παρακαλούσα τον Θεό κάθε μέρα να μπορούσα να σε συναντήσω έστω και μία στιγμή. Να μου απαντήσεις στα χιλιάδες “γιατί” που με βασάνιζαν, που με απομόνωσαν και οδήγησαν στον φρικτό βασανισμό του εγγονού σου εξαιτίας μου και εξαιτίας της απώλειάς σου» του είπε και ο Κέναρντ του έκανε σήμα να τηλεμεταφερθούν στο σημείο μηδέν. Εκεί όπου ξεκίνησαν όλα, εκεί που κάποτε δόθηκε ένας όρκος αδερφικός που τον έδεσε το αίμα και η αγάπη τους. Στο λιμάνι της Βέρνια.

Ήταν τραγική ειρωνεία η εικόνα τους. Από την μία ο Κέναρντ, ένας όμορφος και ψηλός νεαρός, ευθυτενής και από την άλλη ο μικρότερος αδερφός του, με τα χρόνια να έχουν περάσει χαράζοντας επάνω του το δικό τους μονοπάτι. Οι δύο τους στάθηκαν μπροστά από την μία και μοναδική αιωνόβια, μαγική κερασιά που στόλιζε το λιμάνι. Ο Κέναρντ έψαξε το πέτρινο πεζούλι ολόγυρα, μέχρι που βρήκε τα αρχικά που είχαν χαράξει λίγο μετά τη σοβαρή επέμβαση του Σιμεόν.

«Ήταν η ημέρα του ετήσιου χορού της Επινουά. Εσύ ως συνήθως είχες αργήσει, το ίδιο και η ντάμα σου που είχε ένα απίστευτα σγουρό μαλλί και από το πρωί σου είχε ανακοινώσει πως θα επιθυμούσε να το ισιώσει δίχως τη χρήση της μαγείας. Κάπου εκεί, ήμουν βέβαιος πως θα έχανες όλο το χορό και είχα υποσχεθεί να σου βάλω σε ένα τάπερ λίγο φαγητό από τον μπουφέ» ξεκίνησε ο Κέναρντ και ο Σιμεόν πάλεψε να χαμογελάσει ανάμεσα από τα δάκρυα που κυλούσαν. «Εγώ είχα καλέσει την Έλσα. Μου άρεσε πολύ και γνωρίζεις πως αν και ήμουν αστέρι φοιτητής, η λάμψη μου περιοριζόταν καθαρά στα μαθήματα» συμπλήρωσε.

«Είχες πολλές κατακτήσεις, Κεν» τον πείραξε ο Σιμεόν νιώθοντας για λίγο όπως τότε.

«Είχα, αλλά δεν έδινα σημασία. Ανάμεσα σε αυτές καθώς φάνηκε, ήταν και η γυναίκα που με έστειλε κυριολεκτικά στην κόλαση. Η Κριστίν» του είπε και ο Σιμεόν πάγωσε.

«Τι εννοείς; Τι σου έκανε αυτό το φίδι;» ρώτησε και τινάχτηκε απότομα επάνω.

«Σιμεόν. μην ταράζεσαι, έχεις και μία ηλικία» τον πείραξε για να υιοθετήσει εκ νέου την σοβαρή του έκφραση. «Η Κριστίν με ποθούσε αρρωστημένα. Πολλές φορές μου το είχε δείξει και της είχα διευκρινίσει πως δεν ενδιαφέρομαι. Εκείνη προφανώς οργίστηκε και μου έστησε μία παγίδα την ημέρα της γιορτής. Ήμουν μαζί με την Έλσα, όταν παρατήρησα ρούνους να σχηματίζονται στον τοίχο και να έρπονται ύπουλα προς το μέρος μας. Φοβήθηκα και αντέδρασα δίχως να σκεφτώ, για να προστατέψω την Έλσα. Τότε, οι ρούνοι εισχώρησαν στον οργανισμό μου και ξεκίνησαν να κάνουν κατάληψη ακόμη και στην ψυχή μου. Πρόλαβα όμως να δημιουργήσω μία προβολή. Σε αυτό με είχε βοηθήσει με τις συμβουλές του ο Βάλιμαρ. Από τότε παρέμεινα στην αφάνεια. Περιφερόμουν μονάχος μου στη Σχολή, δίχως φίλους, δίχως οικογένεια. Εσένα κατά καιρούς σε έβλεπα πάντοτε σκυθρωπό και προβληματισμένο. Ήξερα πως εγώ ήμουν η αιτία, όπως ήξερα πως πίσω από εκείνο το μελαγχολικό σου χαμόγελο, κρυβόταν ο πόνος σου για εμένα. Επίσης, είχα δει και τον Άινταν και αργότερα τον Σκορπιό. Ποτέ μου όμως δεν έμαθα τι απέγινε εκείνος ο Κέναρντ που περιφερόταν εκεί έξω και σκότωνε ή πολεμούσε. Ώσπου μία μέρα, εγώ και η Κένατλ αντιδράσαμε τυχαία ταυτόχρονα σε ένα ξόρκι και έγινα ορατός από εκείνη. Ήταν μία εκπληκτική κοπέλα, που δεν σου κρύβω πως θα μου άρεσε υπό άλλες συνθήκες, μονάχα που δεν είμαι άνθρωπος και εκείνη φυσικά είναι η κοπέλα του εγγονού μου. Με βοήθησε δίνοντάς μου ενέργεια, ώστε να μπορέσω να σας βρω και να σας πω την αλήθεια μου» τελείωσε και ο Σιμεόν χαμογέλασε πικρά.

«Η οικογένειά μας ήταν από τις πιο αγαπημένες και κατέρρευσε σαν τραπουλόχαρτο εξαιτίας της Κριστίν. Αυτή η Κένταλ είναι ένας άγγελος επί της Γης. Όπως η μητέρα της και ο πατέρας της, ο υιός του Όσβαλντ που δολοφονήθηκε. Όταν εσύ έπεσες θύμα των ρούνων, οι υπόλοιποι ζήσαμε έναν εφιάλτη. Τα ξεσπάσματά σου ήταν απίστευτα, είχες απομονωθεί από όλους και παρα το γεγονός πως είχα παλέψει να σου μιλήσω, εσύ με αγνοούσες. Είχες γίνει τόσο μυστικοπαθής και μάλιστα είχες ξεκινήσει να αναζητάς ξόρκια της μαύρης μαγείας των ρούνων στα κρυφά. Όλα αυτά τα έβλεπα, έγιναν σταδιακά. Σε έχανα μέρα με τη μέρα και δεν καταλάβαινα το γιατί, τι είχε φταίξει. Έπειτα, σε εκείνον τον φριχτό πόλεμο που ξέσπασε εξαιτίας σου, είχαμε μείνει οι δύο μας. Σε είχα χτυπήσει με ένα ξόρκι, κρεμόσουν από έναν γκρεμό, όμως ποτέ μου δεν κατόρθωσα να σου δώσω τη χαριστική βολή παρά τα εγκλήματά σου, πρώτον γιατί δεν μπορούσα λόγω του όρκου και δεύτερον γιατί δεν άντεχα. Δεν άντεχα να σου κάνω κακό, στο μυαλό μου πάντοτε επέστρεφαν οι όμορφες μνήμες. Εκείνες που κλέβαμε σοκολάτα από τη μαμά ενώ έφτιαχνε κέικ, εκείνες που παίζαμε ακόμη και με καταρρακτώδη βροχή στην αυλή του σπιτιού του Όσβαλντ, αλλά και εκείνη που μου έσωσες τη ζωή. Που μου χάρισες το νεφρό σου για να ζήσω. Όλα αυτά και άλλα πολλά, δεν μπόρεσα να τα ξεχάσω ποτέ μου, σε σημείο που φοβάμαι να αντικρίσω τον Κέναρντ που κυκλοφορεί εκεί έξω γιατί δεν θέλω να τον αντιμετωπίσω, δεν το αντέχω» ομολόγησε ο Σιμεόν και ο Κέναρντ βουρκωμένος τον κοίταξε.

«Αν με αγαπάς, έστω και λίγο, αν θυμάσαι τον όρκο αγάπης που δώσαμε και την ημέρα που μοιραστήκαμε ο ένας κομμάτι του άλλου, τότε σήμερα, εδώ και τώρα, θα σπάσεις τον όρκο εκείνο που κάποτε δώσαμε και θα αντιμετωπίσεις το σάπιο μου κουφάρι. Απάλλαξέ με από τα δεσμά της κατάρας. Μονάχα εσύ μπορείς» τελείωσε ο Κέναρντ και ο Σιμεόν έκλαψε μπροστά του σαν μικρό παιδί.


Ιφιγένεια Μπακογιάννη