Η κατάρα του Ορφανού - Η άνοδος του Κεναρντ (Κεφάλαιο 9)

Για πρώτη φορά στη ζωή μου ένιωσα την ομολογουμένως ευχάριστη μυρωδιά της υπέροχης αντρικής του κολόνιας. Ποτέ πριν δεν είχα δώσει σημασία, καθώς αυτός ο άνθρωπος μου δημιουργούσε φόβο και αμηχανία, ίσως και απέχθεια. Τώρα ένιωθα τα λεπτά του δάχτυλα να χαϊδεύουν απαλά την πλάτη μου, μα σύντομα αποτραβήχτηκε κοιτάζοντάς με στα μάτια.

«Δεν θέλω να με λυπάσαι. Μισώ τη λύπηση. Είμαι καλά τώρα, έχω απαλλαγεί από τα βασανιστήρια και συνεχίζω τη ζωή μου. Ωστόσο, θέλω να σε ρωτήσω κάτι. Ο αδερφός μου θα με συγχωρέσει ποτέ; Θα συγχωρέσει την αποτρόπαια πράξη μου;» με ρώτησε γεμάτος αγωνία, ένα συναίσθημα που δεν είχα μάθει να βλέπω στον Άινταν. Για την ακρίβεια, ούτε την τρυφερότητα είχα δει ποτέ, μα να που τελικά έκανα λάθος και υπήρχε. Η Εμίλια τον είχε ερωτευτεί, γιατί πολύ απλά είχε δει αυτή του την κρυφή πλευρά, που ομολογουμένως ήταν ευχάριστα υπέροχη.

«Ο Σκορπιός έχει μεγάλη καρδιά και θα φροντίσω εγώ να τον πείσω να το σκεφτεί. Έχει ανάγκη από μία οικογένεια, όσο έχεις και εσύ και είναι ολοφάνερο αυτό, αλλιώς δεν θα έφερνες πίσω αυτόν τον… τελοσπάντων. Αυτόν που σκότωσε τον φίλο μου μπροστά στα μάτια μου με τον πιο αποτρόπαιο τρόπο» του είπα και κάπου εκεί τα δάκρυα ξεκίνησαν να κυλάνε από μόνα τους, σε σημείο να έχει μουσκέψει η μπλούζα μου, τα χέρια μου και οι άκρες των μαλλιών μου.
Τότε, μέσα στη θολούρα μου είδα τον Άινταν να με καρφώνει με εκείνα τα σμαραγδένια του μάτια και να σκουπίζει μερικά αλμυρά ρυάκια που αυλάκωναν τα μάγουλά μου.

«Λυπάμαι για τον φίλο σου, μα πρέπει να φύγουμε. Θα σε πάω στον Σιμεόν και μην πεις λέξη παραπάνω, καθώς ξέρω πως ετοιμάζεσαι» μου είπε με νόημα.

«Δεν θα σου πω τίποτε γιατί δεν γνωρίζω πώς είναι να είσαι ένα ανυπεράσπιστο παιδί και να σου γυρνάνε την πλάτη» απάντησα και ο Άινταν ξεφύσησε.

«Ο Σιμεόν θα μπορούσε να ήταν ο λόγος για μία ευτυχισμένη ζωή για εμένα. Θα με έπαιρνε μακριά και θα ζούσαμε μαζί. Τον ήθελα, τον ζητούσα στα τηλέφωνα και εκείνος μου το έκλεινε στα μούτρα. Ένα δύστυχο, κακοποιημένο αγόρι ήμουν, όχι τέρας της Κολάσεως. Αυτό δεν μπορώ να του το συγχωρέσω και ελπίζω πως με καταλαβαίνεις» τελείωσε και κούνησα το κεφάλι μου θετικά. Η απόρριψη πονούσε. Δεν την είχα βιώσει ποτέ μου, μα ήμουν σίγουρη πως χάραζε βαθιά ψυχικά τραύματα. Πλέον έβλεπα τον Άινταν εντελώς διαφορετικά, μα πρώτα έπρεπε να τον πείσω να εγκαταλείψει τη σκοτεινή πλευρά, καθώς αντιλαμβανόμουν πως ακόμη δεν το είχε κάνει, ακόμα αμφιταλαντευόταν.

Τότε τον είδα να μου κάνει νόημα να περιμένω για λίγο μπροστά στην εξώπορτα. Μέσα σε δευτερόλεπτα εξαφανίστηκε, για να επανεμφανιστεί δύο λεπτά αργότερα το πολύ. Στα χέρια του βαστούσε ένα αντικείμενο που μου ήταν γνώριμο. Το φυλαχτό της μαμάς. Εκείνο που είχα χάσει πέντε χρόνια πριν, με τον Σκορπιό να το αρπάζει πρώτος από το δωμάτιό μου στο Ντορθόριεν.

«Αυτό θαρρώ πως σου ανήκει» μου είπε και το πέρασε στο λαιμό μου «Θα ήθελες να νιώσεις την αίσθηση του να πετάς παρέα με έναν Σάμχαϊν;» με ρώτησε αλλάζοντας θέμα, με εμένα να έχω μείνει και να το κοιτάζω σαν πολύτιμο απαστράπτον χρυσάφι.

«Είναι το προσωπικό χάρισμα του χρώματός σου» του απάντησα χαμογελαστά και μου ανταπέδωσε την γκριμάτσα.

«Τύλιξε σφιχτά τα χέρια σου γύρω από τον λαιμό μου» μου είπε και υπάκουσα με την καρδιά μου να παλεύει να βρει τον ρυθμό της επίπλαστης έστω ευτυχίας.




Ο Σύλβαν για ακόμη μία φορά βρισκόταν ξαπλωμένος στο μονό κρεβάτι της σοφίτας του σπιτιού, εκείνης της υπέροχης γυναίκας που ονομαζόταν Άρντα και του μικρού της υιού. Τα πρωινά ανέβαινε ο μικρός στο κρεβάτι του και ο Σύλβαν είχε πιάσει τον εαυτό του να συγκινείται, καθώς ταυτιζόταν με τον Τζάκι όταν ήταν και εκείνος παιδί και όλοι τον αντιμετώπιζαν χειρότερα και από μολυσμένο ζώο. Γενικά, οι Εβένινοι μάγοι, από όσο μπορούσε να θυμηθεί από τις μέρες του στο κελί των φυλακών, είχαν ζήσει τραυματικές εμπειρίες, οι οποίες άλλοτε τους εξαγρίωναν και τους έκαναν να αναζητούν τρόπους εκδίκησης των υπόλοιπων μάγων και άλλοτε, σε ελάχιστες περιπτώσεις, τους έκαναν να πολεμούν για την αποδοχή, όπως άλλωστε και ο ίδιος.

Εκείνο το πρωινό ο ξανθός νεαρός κοιμόταν βαριά με τον γνωστό εφιάλτη της χωματερής να τον βασανίζει. Τότε που τρεφόταν από τα αποφάγια των υπόλοιπων και που έπινε από μία μολυσμένη πηγή νερό, με αποτέλεσμα να αρρωσταίνει έπειτα για μέρες ολόκληρες. Κανένας όμως δεν συγκινούνταν στη θέα του, καθώς η μαύρη του αύρα έκανε τον κόσμο να του γυρνά την πλάτη με ψυχρότητα. Ο Τζάκι βρισκόταν στο δάσος με την Κύβελη στον ώμο, η οποία λάτρευε τη συντροφιά του και ο Σύλβαν είχε τυλιχτεί από τη μέση και κάτω με τα σεντόνια, αφήνοντας σε κοινή θέα την γυμνή και καλογυμνασμένη του πλάτη, με τα σχεδόν λευκά και σπαστά μαλλιά του να την καλύπτουν μερικώς.

Η Άρντα, όπως συνήθιζε, ανέβαινε για να τους αφήσει έναν δίσκο με λίγο φαγητό, όταν πρόσεξε τα χιλιάδες σημάδια που στόλιζαν τη μέση και το στέρνο του, όπως επίσης και το πρόσωπό του. Τα μάτια του αν και κλειστά δάκρυζαν, σημάδι πως βρισκόταν για ακόμη μία φορά βυθισμένος στην δυστυχία του παρελθόντος του. Η κοπέλα τον πλησίασε, έκατσε για λίγο στην άκρη του κρεβατιού του και τον σκούντηξε απαλά για να ξυπνήσει. Ο νεαρός από την ταραχή του, άφησε να του ξεφύγει μία σύντομη κραυγή, μέχρι που την είδε και έκρυψε ευθύς το πρόσωπό του στο μαξιλάρι.

«Συγγνώμη, συγγνώμη που φώναξα αλλά… καταλαβαίνεις. Οι σκιές του παρελθόντος» της είπε και ανασηκώθηκε ελαφρώς.

Οι δύο τους έμειναν να κοιτάζουν ο ένας τον άλλο για αρκετή ώρα, ώσπου εκείνη πήρε μία τούφα από τα μαλλιά του και χαμογελώντας ελαφρώς την πέρασε πίσω από το αυτί του δίχως εκείνος να κινείται. Μεταξύ τους υπήρχε ένας παράξενος ηλεκτρισμός που έδωσε ώθηση στον Σύλβαν να συρθεί προς το μέρος της και δίχως δεύτερη σκέψη να της κλέψει ένα τρυφερό φιλί, το οποίο εκείνη ανταπέδωσε με ευχαρίστηση, κάνοντάς τον να το βαθύνει περισσότερο και να την τραβήξει κοντά του απαλά, μέχρι που οι φωνές του μικρού τους επανέφεραν στην πραγματικότητα, αφήνοντάς τους όμως δίχως ανάσα και με χείλη κατακόκκινα.

Η κοπέλα χαμογελώντας του πονηρά και αφήνοντάς του ένα τελευταίο φιλί τού έκανε σήμα πως θα τον περίμενε κάτω και ο νεαρός ξάπλωσε πίσω αναλογιζόμενος τι είχε μόλις συμβεί, όταν το μικρό βιβλίο που είχε αρπάξει από το τμήμα της βιβλιοθήκης τού απέσπασε την προσοχή. Το συγκεκριμένο μικροσκοπικό εγχειρίδιο, το οποίο είχε πλέον κιτρινίσει λόγω παλαιότητας, αφορούσε τη ζωή του Κέναρντ και όσα ήταν γνωστά για τον συγκεκριμένο σκοτεινό μάγο που είχε απασχολήσει τόσο πολύ την ανθρωπότητα. Τα περισσότερα του ήταν γνωστά και έτσι το ξεφύλλιζε γρήγορα, μέχρι που στάθηκε στην πολυπόθητη πληροφορία που αναζητούσε μήνες τώρα. Σε μία παράγραφο αναφερόταν πως ο Κέναρντ είχε και ένα δεύτερο σπίτι εκτός από τη γνωστή ζοφερή έπαυλη που όλοι γνώριζαν. Το συγκεκριμένο βρισκόταν στην πόλη Κούρτχολ με τα ψηλά κτίρια που τα στόλιζαν αγάλματα δράκων τυλιγμένα γύρω τους, σαν να σκαρφάλωναν στον κορμό τους. Ήταν η πόλη των μαγικών δικαστηρίων και ελάχιστοι έμεναν στο κέντρο της, το οποίο σχεδόν άδειαζε τις απογευματινές ώρες. Ωστόσο, οι μικρές μονοκατοικίες που στόλιζαν τα περίχωρά της ήταν σωστός παράδεισος και από ότι φαίνεται ο Κέναρντ είχε και κάποιο δικό του κολαστήριο καταμεσής εκείνου του Παραδείσου. Η απόσταση ήταν σχετικά μακρινή και ο ίδιος έπρεπε να βιαστεί, δίχως να πει λέξη στην Άρντα για τα σχέδια του. Δεν ήθελε σε καμία περίπτωση να μπλέξει και την ίδια σε αυτήν τη ζοφερή υπόθεση και καθώς υπολόγιζε, το συγκεκριμένο σπίτι θα ήταν προστατευμένο με ισχυρά και σκοτεινά μάγια. Ωστόσο, στο εσωτερικό του ήταν βέβαιος πως κρύβονταν πολλά και ανατριχιαστικά μυστικά, τα οποία έπρεπε να έρθουν στο φως, αν ήθελε να έχει ο κόσμος με το μέρος του τον δεύτερο πιο ισχυρό μάγο στον κόσμο μετά τον Κέναρντ, τον Άινταν Γκρερ.




Έχοντας ετοιμαστεί για την πτήση, ένιωσα μία παράξενη ενέργεια. Ένα κάλεσμα άηχο, του υποσυνείδητου θα έλεγα, αφού το συνειδητό δεν είχε εντοπίσει ακόμη την πηγή της πρόσκλησης.

«Μην κοντοστέκεσαι» άκουσα τη φωνή του Άινταν από πίσω μου και καθώς γύριζα το κεφάλι μου, ένιωσα εκείνο το κάλεσμα να γίνεται εντονότερο, μέχρι που διέκρινα μία αμυδρή λάμψη, προερχόμενη από την χαραμάδα μίας κλειστής πόρτας.

«Τι είναι εκεί μέσα;» τον ρώτησα και τον είδα να δυσανασχετεί, δίχως να είναι διατεθειμένος να μου εξηγήσει. Η ολοφάνερη περιέργειά μου, ωστόσο, δεν του άφηνε επιλογή.

«Αρχικά θα πρέπει να κατανοήσεις πως παρά το γεγονός πως κατοικώ στο συγκεκριμένο σπίτι εδώ και πολλά χρόνια, στην ουσία δεν μου ανήκει. Ανήκει στον Κέναρντ, τη γυναίκα του και την κόρη τους, τη μητέρα μου, τη Μάρλοου. Η όμορφη εμφάνισή μου, να ξέρεις, οφείλεται μάλλον στα γονίδια του φρικτού πατέρα μου, καθώς η μητέρα μου είχε μία δυσμορφία στο πρόσωπο. Η μύτη της ήταν ημιτελής, σαν να έλειπε κάποιο κομμάτι, ενώ το ένα της μάτι ήταν σχεδόν κλειστό. Γεννήθηκε με αυτήν την εμφάνιση, ωστόσο για εμένα δεν ήταν αυτό που έπαιξε ρόλο στην κατάληξή της» ξεκίνησε και μνήμες άρχισαν να στριφογυρίζουν στο μυαλό μου.

«Πριν από πολλά χρόνια, ο αδερφός μου είχε δει μία έγκυο γυναίκα να έρχεται στο σπίτι σου» του είπα και τον είδα να αποστρέφει το βλέμμα του.

«Εκείνη ήταν. Λίγες ώρες αργότερα έφερε στη ζωή τον αδερφό μου. Εγώ ωστόσο δεν τη δέχτηκα. Ήμουν οργισμένος μαζί της και σιχαινόμουν την ιδέα της ύπαρξης ενός μωρού, καρπού του έρωτά της με έναν άγνωστο άντρα, τη στιγμή που ο υιός της έλιωνε από τα βασανιστήρια. Έτσι, την κλείδωσα σε εκείνο το δωμάτιο, όπου και ξεψύχησε, καθώς ήταν βαριά άρρωστη όταν ήρθε. Φυσικά, το καταράστηκε να μου δείχνει το μέλλον μου. Έτσι κάθε φορά που βρισκόμουν κοντά του, ένιωθα την ίδια έλξη με εσένα. Μία ημέρα αποφάσισα να ανοίξω την πόρτα, μόνο για να με υποδεχτούν ουρλιαχτά. Τα δικά μου ουρλιαχτά τη στιγμή του θανάτου μου με επώδυνο τρόπο. Από την ημέρα εκείνη, δεν έχω τολμήσει να ανοίξω ποτέ ξανά τη συγκεκριμένη πόρτα. Η μητέρα μου με θεώρησε ένα τέρας, πως είχα πάρει την ψυχή του πατέρα της και του πρώην άντρα της, του Έβιν. Για εκείνη, προφανώς, αυτό θα ήταν το μέλλον μου και η κατάληξή μου» τελείωσε βάζοντάς με σε σκέψεις.

«Δηλαδή, αυτό το δωμάτιο διαστρεβλώνει τα μελλούμενα; Ακόμα όμως και έτσι να είναι, τίποτε δεν έχει τελειώσει ακόμη και εσύ μπορείς να αλλάξεις το μέλλον και την κατάληξή σου» πρόφερα με σιγουριά.

«Θα έλεγα πως είναι μία παγίδα παραισθήσεων για να σε τρελαίνει. Ίσως το μέλλον πράγματι να αλλάζει…» μου απάντησε και για κάποιον λόγο χαμογέλασα.

«Πράγματι. Εξάλλου, την πένα του βιβλίου της ζωής μας εμείς την κρατάμε στα χέρια μας και γεμίζουμε τις κενές της σελίδες και εμείς βάζουμε την τελευταία υπογραφή» πρόφερα και αντιστεκόμενη σθεναρά στην παγίδα του δωματίου, αποχώρησα με προορισμό το σπίτι του Σιμεόν.




Πάνω από το κάστρο της Επινουά επικρατούσε η γνωστή πάχνη της θάλασσας. Οι καθηγητές της Σχολής είχαν καλέσει επιπλέον εξωτερική βοήθεια, παλεύοντας να μαζέψουν το χάος που συνόδευσε την επιστροφή της Κριστίν και του Κέναρντ. Η μάχη ήταν σφοδρή και τα δύο τέρατα είχαν αναχαιτιστεί προσωρινά με τη βοήθεια του Άινταν, που παρά το γεγονός πως δεν φανερώθηκε ποτέ, ο τρόπος επίθεσης μαρτυρούσε κάποιον που ήταν αφέντης των ρούνων. Κάποιον που στο αίμα του έρεε και εκείνο των δράκων. Οι μαθητές κινούνταν μονάχα στα όρια του κήπου της και των Οίκων τους μέχρι να αποκατασταθούν οι ζημιές. Ωστόσο, σε μία μεριά της αίθουσας που είχε χρησιμοποιηθεί για τον χορό, ήταν αφημένα λουλούδια κάθε λογής προς τιμήν του Λευκού Πρίγκιπα. Του Άλαν. Ο Κρίστοφερ είχε κάνει στην κυριολεξία μαύρους κύκλους από τη θλίψη και την αϋπνία τόσων ημερών. Είχε σχεδόν μεγαλώσει τον Άλαν από μικρό παιδί και αδυνατούσε να συγχωρέσει στον εαυτό του το γεγονός πως δεν κατόρθωσε να τον υπερασπιστεί και ας ήταν ίσως πάνω από τις δυνάμεις του. Έπρεπε να παραδεχτεί πως η μαγεία των συμβόλων ήταν ισχυρότερη και ο αντίπαλος είχε το πάνω χέρι. Καθισμένος στο γραφείο του διευθυντή, ανακάλεσε τις ημέρες που εκείνος και ο Άινταν ήταν συμφοιτητές. Δεν υπήρξαν ποτέ φίλοι, σε αντίθεση με τον Τρόυ, ωστόσο σε μερικές σκανταλιές είχε υπάρξει κοινή συμμετοχή. Τον είχε δει να αρπάζει την Κένταλ για να την σώσει, καταλήγοντας στο συμπέρασμα πως ήταν γραφτό οι Γκρερ και οι Κας να είναι δεμένοι μεταξύ τους από μία ιδιαίτερη βαθιά φιλία. Αυτό εξάλλου φημολογούταν πως ήταν και ο Όσβαλντ με τον Κέναρντ, προτού χαθούν τα πάντα και μείνει να αιωρείται μία απροσδιόριστη έχθρα δίχως βάσεις.

Από την άλλη, ο Τρόυ πάλευε και εκείνος να μαζέψει με τη χρήση της μαγείας τα τοιχώματα που είχαν καταρρεύσει, ενώ παράλληλα αγγίζοντας τους τοίχους, πάλευε να αφουγκραστεί τυχόν ύπαρξη ρούνων. Βαθιά μέσα του, ωστόσο, ήξερε πως η συγκεκριμένη Σχολή είχε πλέον παραδοθεί στα χέρια των σκιερών Σάμχαϊν που υποστήριζαν τα εγκλήματα του Κέναρντ. Εκείνος όμως θα χάραζε ένα νέο μονοπάτι. Ένα μονοπάτι που ήθελε να βαδίσει στο πλάι ενός παλιού φίλου, ο οποίος κατά πώς φάνηκε είχε αλλάξει στρατόπεδο. Του Άινταν. Από το βάθος διέκρινε τη σιλουέτα της Κέντρα να περιφέρεται, ενώ έξω ακριβώς από το παράθυρο, η Λυρία, η δράκαινα, πετούσε κλαίγοντας γοερά και βγάζοντας ήχους παράξενους και μελαγχολικούς. Η καθηγήτρια πλησίασε τον νεαρό άντρα και τον κοίταξε θλιμμένα.

«Πες μου τι σκέφτεσαι;» τον ρώτησε και ο Τρόυ κάρφωσε τα υπέροχα μάτια του επάνω της.

«Η αλήθεια, θα επιθυμούσα να μάθω τι σκέφτεσαι εσύ, τώρα που πλέον γνωρίζεις ποιος είμαι. Πως δεν πρόκειται για έναν απλό καθηγητή και φίλο του Κρίστοφερ, αλλά για έναν Σάμχαϊν» πρόφερε τη τελευταία λέξη με δισταγμό και οι δύο τους κάθισαν σε ένα πέτρινο σκαλοπάτι, με το αμυδρό χαμόγελο να μην εγκαταλείπει λεπτό το πρόσωπο της Κέντρα, μέχρι που φάνηκε και ο Τζέιμι, ο γνώμος, με μερικές επιφανειακές αμηχές να καλύπτουν το πρόσωπό του. «Λοιπόν;» ρώτησε ξανά ο Τρόυ κοιτάζοντας και τους δύο αυτή τη φορά.

«Λοιπόν, για χρόνια ολόκληρα, αυτή η ιστορία με τους Σάμχαϊν με προβλημάτιζε. Μην πιστέψεις ούτε λεπτό πως δεν καταλάβαμε ότι εκείνη η αόρατη υπερδύναμη που κατόρθωσε να μας σώσει από την οργή αυτών των δύο φρικιών ήταν ο Άινταν. Έχουμε περάσει χρόνια ατελείωτα να τον μισούμε και να τον φοβόμαστε. Ο κόσμος μισεί και φοβάται τους Σάμχαϊν, γιατί, αν θέλεις την άποψή μου, κάποιοι εκμεταλλεύτηκαν την περίπτωση του Κέναρντ για να βγάλουν όλους τους Εβένινους σκάρτους. Καθώς το είδος σας, για κάποιον άγνωστο ακόμα λόγο, είναι προικισμένο, ίσως πιο πολύ ακόμη και από τους Λευκούς, τα υπόλοιπα χρώματα πιθανότατα φοβήθηκαν, δίνοντας την κατάλληλη λαβή στον Κέναρντ να το εκμεταλλευτεί και να μπλεχτούμε όλοι σε έναν φαύλο κύκλο. Όμως, Τρόυ, εγώ σε συμπαθώ και σε εμπιστεύομαι. Θα σου εμπιστευόμουν ακόμη και τη ζωή των μαθητών μου δίχως δεύτερη σκέψη» τελείωσε η Κέντρα και ο Τζέιμι συμφώνησε απόλυτα.

«Και εγώ σε εμπιστεύομαι» του είπε τελικά κάνοντάς τον να βουρκώσει και να σηκώσει το ένα του μανίκι, δείχνοντας το παραμορφωμένο του χέρι από το κάψιμο.

«Για κανένα παιδί του ερέβους δεν ήταν εύκολο. Παραλίγο να με κάψουν ζωντανό μόνο και μόνο γιατί ήμουν Σάμχαϊν. Πήγαμε φυλακή και βασανιστήκαμε για εγκλήματα που ούτε είχαμε κάνει, μα που ούτε είχαμε και σκοπό να κάνουμε. Μας στέρησαν τα όνειρα για φίλους, μόρφωση και οικογένεια. Κάποιοι από εμάς, όπως ήταν φυσικό, λοξοδρόμησαν και πήραν τον δρόμο της Ένταρταουν και κάποιοι, όπως εγώ και ο Σύλβαν, παλέψαμε να ενταχθούμε στην κοινωνία. Αν θέλετε τη γνώμη μου, το ίδιο προσπάθησε έμμεσα να κάνει και ο Άινταν δουλεύοντας στο Υπουργείο και το ίδιο θέλω να κάνετε και εσέις για τον Σκορπιό. Ήταν μαθητής σας και επιθυμώ να επιστρέψει… Πλέον… είναι ελεύθερος» τους είπε και οι δύο καθηγητές αλληλοκοιτάχτηκαν.

«Τι εννοείς;» ρώτησε η Κέντρα.

«Ο Σκορπιός υπέφερε από μία κατάρα. Εμείς οι Σάμχαϊν μπορούμε εύκολα να διαβάσουμε το ιστορικό ενός μάγου μόνο από την αύρα του. Πλέον είναι ελεύθερος, πολέμησε στο πλευρό σας. Θα ήταν άδικο να μην του δίνατε μία ευκαιρία» τελείωσε, όταν άκουσε τη γνώριμη φωνή του φίλου του, του Κρίστοφερ.

«Ο Σκορπιός έχει ήδη γραφτεί στη Σχολή. Το φρόντισα εγώ αυτό, Τρόυ» του απάντησε ο Κρίστοφερ.

«Αλίμονο! Μπάτε σκύλοι, αλέστε» έκρωξε ο Άρθουρ που καθόταν στον ώμο του και ο Τρόυ ξεκίνησε να γελά.

«Ε, λοιπόν, εσύ έχεις χάρισμα. Ένα τόσο αχώνευτο πλάσμα που τους μισεί όλους και τους βρίζει, εξακολουθεί να είναι ζωντανό και όλοι να το υπηρετούν» του είπε ο Τρόυ.

«Εδώ έμαθα πως, όχι απλώς έκανε χαλάστρα στον Άινταν, τον έβαλε να τον κουβαλήσει κιόλας» συμπλήρωσε ο Κρις και οι άλλοι πέθαναν στα γέλια.

«Μη γελάτε, καθώς μόλις σας ενημέρωσαν πως μέχρι και η στριμμένη λεμονόκουπα βρήκε γκόμενα, ενώ όλοι εσείς έχετε πιάσει αράχνες από τη μοναξιά!» τους δήλωσε και έφυγε πετώντας, με τους καθηγητές να μην μπορούν να συγκρατήσουν τα δάκρυα από τα γέλια.




Μακριά ωστόσο από το κάστρο της Επινουά και από την πόλη της Βέρνια, ο Σιμεόν είχε βγει στην αυλή του σπιτιού του, η οποία έμοιαζε απεριποίητη. Οι πάντες γύρω του, όπως και ο ίδιος, είχαν βυθιστεί στο πένθος, εξαιτίας του χαμού τόσο του Άλαν όσο και του Μπένταγκ. Η Κρίστι και ο Γουίλ είχαν πάει σπίτι του μετά την μάχη με τη βοήθεια του Σκορπιού, ο οποίος έχοντας τη μορφή του δράκου κατόρθωσε να τους μεταφέρει. Δίχως την κατάρα του μπορούσε να εκφράζεται ελεύθερα πια και φυσικά από τη στιγμή που ήρθε, δεν είχε ξεκολλήσει από το πλάι του θείου του, έστω και μακρινού. Με τον Άινταν βρισκόμασταν αρκετά κοντά και λίγο πριν πάρει την ανθρώπινη μορφή του, μου υπενθύμισε πως θα με αφήσει έξω από την αυλή. Φτάνοντας ωστόσο, πετύχαμε τον Σιμεόν μαζί με τον Σκορπιό, οι οποίοι αδυνατούσαν να πιστέψουν στα μάτια τους το θέαμα που έβλεπαν, ο καθένας για τον δικό του λόγο.

«Τι κάνεις εσύ με αυτόν; Σε γύρευα παντού και κόντεψα να τρελαθώ» μου γρύλισε ο Σκορπιός και είδα τον Άινταν να οπισθοχωρεί τη στιγμή που ο αδερφός του ετοιμαζόταν να εξαπολύσει ξόρκι.

«Σταματήστε! Μου έσωσε τη ζωή, Σκορπιέ, σταμάτα, σε παρακαλώ» ξεκίνησα.

«Γιατί να σταματήσω; Κατηγορεί τον θείο μας για εγκατάλειψη, όταν αυτός τόλμησε να καταραστεί ένα βρέφος!» ξεκίνησε να ουρλιάζει και είδα τον Άινταν να φουντώνει.

«Αυτό το βρέφος άθελά του μού έκλεψε τη μάνα μου! Ξέρεις τι σημαίνει να σε βασανίζουν ανελέητα για μια ζωή; Να σε ποτίζουν με κάθε λογής φάρμακο που σου καίει τα σωθικά; Να ουρλιάζεις το όνομα της μητέρας σου και αυτή να πηδιέται με τον έρωτά της, τη στιγμή που εσύ έχεις γίνει ένα κουβάρι από τους πόνους; Ήμουν εννέα χρονών και πέντε και έξι…. Όχι, δεν μου έφταιγες… αλλά το στρεβλό μυαλό μου και η κατακρεουργημένη μου ψυχή πίστευε πως έτσι θα έπαιρνε μία εκδίκηση για τη ζωή που βίαια μου στέρησαν. Έχεις δίκιο να με μισείς, αλλά τουλάχιστον εγώ σε άφησα σε ένα μέρος που ακόμη και με την κατάρα θα ζούσες με τρυφερότητα. Εμένα κανένα χέρι δεν απλώθηκε για να με χαϊδέψει. Μονάχα του Μπένταγκ… κανένας δεν με πήρε αγκαλιά και αυτός εδώ...» φώναξε κοιτάζοντας τον Σιμέον που είχε γίνει χώμα δίπλα μου «μου γύρισε την πλάτη για να μη σπιλώσει τη φήμη του. Άντεξε να γυρίσει την πλάτη στο δράμα μου, στο δράμα ενός παιδιού. Δεν με νοιάζει η αναθεματισμένη συγχώρεσή σου τελικά. Έμαθα να ζω με τη μοναξιά μου εξάλλου» τελείωσε και ευθύς εξαφανίστηκε από μπροστά μας, αφήνοντάς μας άφωνους κυριολεκτικά και συντετριμμένους.

Είδα τον Σκορπιό να γυρίζει απότομα το κεφάλι του και να με κοιτάζει δίχως να μιλά αναζητώντας απαντήσεις. Ήξερα πως του είχα συστήσει τον Τόμας, για την ακρίβεια τον αληθινό εαυτό του Κέναρντ και αυτή τη στιγμή πάλευε να συνδέσει μάταια γεγονότα, ακούσματα και εικόνες. Έχοντας διαβάσει και μερικώς μαντέψει κάποιες από τις σκέψεις του, είπα απευθυνόμενη τόσο σε εκείνον, όσο και στον Σιμεόν, αλλά και στην Κρίστι και τον Γουίλ, που είχαν μόλις φανεί στο κατώφλι, πως έπρεπε κάποια στιγμή να τους μιλήσω σοβαρά για ένα θέμα. Ο Σκορπιός κατάλαβε, ωστόσο αποφάσισε να το αφήσει επάνω μου ολοκληρωτικά και αυτό ήταν κάτι που με ανακούφισε. Το γεγονός δηλαδή πως δεν μου ασκούσε πίεση για περαιτέρω εξηγήσεις. Εξάλλου η ψυχολογία μου τον τελευταίο καιρό ήταν τρομερά εύθραυστη και η κατάρρευση καραδοκούσε πάντα σε κάποια σκοτεινή γωνιά.

«Μπορούμε να πάμε μία βόλτα;» μου ζήτησε και φυσικά δεν του το αρνήθηκα. Μονάχα που ο Σιμεόν μας έκανε νόημα να επιστρέψουμε πίσω πριν να χαθεί ο ήλιος εντελώς, καθώς πλέον η ασφάλεια δεν ήταν βέβαιη για κανέναν και πουθενά. Εμείς κάναμε ένα θετικό νεύμα και ξεκινήσαμε να βαδίζουμε πλάι πλάι, με τα χέρια μας μπλεγμένα μεταξύ τους σφιχτά, σαν να φοβόταν κάποιος από τους δύο πως από στιγμή σε στιγμή θα έχανε τον άλλο.

«Είσαι τόσο όμορφη» μου είπε ξαφνικά καθώς περπατούσαμε θέλοντας να βυθίσει στα άδυτα του ασυνείδητου, τις σκηνές που είχαν διαδραματιστεί με τον Άινταν και τον Τόμας, ενώ οι χιλιάδες ζάπιες πετούσαν ανάμεσά μας και εγώ απίθωσα ένα φιλί στο μάγουλό του. «Ξέρεις, ποτέ στην ζωή μου δεν θα περίμενα πως θα ερχόταν η στιγμή που θα μπορούσα να εκφράζω ελεύθερα τα συναισθήματά μου, δίχως να φοβάμαι για την ίδια μου την σωματική ακεραιότητα. Δεν μπορείς να φανταστείς πώς είναι να ζεις μία διπλή ζωή υιοθετώντας μία ψυχρή, απόκοσμη προσωπικότητα αναγκαστικά και όχι από επιλογή. Σε έβλεπα να τριγυρνάς και φοβόμουν πως θα σε έχανα και πως θα ερωτευόσουν κάποιον άλλο, που θα μπορούσε να σε κάνει ευτυχισμένη, που θα είχε αυτήν την ικανότητα γιατί πολύ απλά εγώ δεν μπορούσα, παρά το γεγονός πως το ήθελα σαν τρελός. Όλο αυτό το συσσωρευμένο απωθημένο μίας ζωής που δεν έζησα και που στερήθηκα άδικα, με κάνει να μισώ τον Άινταν. Αδυνατώ να του συγχωρέσω την πράξη του αυτή» μου είπε και εμένα από τα μάτια μου κυλούσαν δάκρυα, τα οποία απευθύνονταν σε όλα τα δεινά που με είχαν βρει, αλλά και σε όσα ακόμη περίμεναν υπομονετικά να έρθει η σειρά τους.

Η ζωή μου ξαφνικά έμοιαζε κενή και μίζερη. Από τη μία ο χαμός του καλύτερού μου φίλου, από την άλλη ο επικείμενος χαμός και το βασανιστήριο του Τόμας, τον οποίο είχα αγαπήσει και τελικά, το σιωπηλό και άγνωστο στον κόσμο μαρτύριο αυτού του μοναχικού άντρα που ονομαζόταν Άινταν Γκρερ. Ειλικρινά, ένιωθα πως βρισκόμουν στο μέσον μίας κυκλικής αίθουσας και γύρω μου βρίσκονταν συγκεντρωμένα όλα αυτά τα μαρτύρια που ζητούσαν λύτρωση και απαιτούσαν επίλυση από εμένα. Γιατί καλώς ή κακώς ήμουν στη μέση και κανένας δεν μπορούσε να έρθει στη θέση μου και να με καταλάβει, ούτε καν ο Σκορπιός. Ήξερα όμως πως αν υπήρχε ένα πλάσμα που θα έφερνε ηρεμία στην ψυχή μου, αυτή ήταν η Λυρία. Το τραγούδι των δράκων και η μελωδία του ήταν ικανά να κατευνάσουν κάθε άγχος, να αποδιώξουν κάθε άσχημη σκέψη. Προτού την καλούσα όμως, έπρεπε να μιλήσω στον Σκορπιό.

«Σε καταλαβαίνω» ήταν μία φράση που χρησιμοποιούσα συχνά τελευταία και μπορώ να πω πως την εννοούσα κιόλας. «Ξέρω πως εσύ δεν φταις σε τίποτε. Ξέρω πως ήσουν ένα αθώο μωρό, ωστόσο προσπάθησε έστω και στο ελάχιστο, να έρθεις στη θέση ενός άλλου παιδιού, κακοποιημένου, με ψυχή διεφθαρμένη εξαιτίας της κακοποίησης που το μόνο πράγμα που αποζητούσε, κυρίως από την μητέρα του, ήταν εκδίκηση. Σκέψου να σε βασάνιζαν στο Ντορθόριεν νυχθημερόν, να σε είχε εγκαταλείψει η μητέρα σου και ξαφνικά να ερχόταν ανανεωμένη να σε πάρει πίσω με ένα άλλο μωρό στην αγκαλιά. Και εσύ να αναρωτιέσαι γιατί επέλεξε να σε παρατήσει εσένα, τη στιγμή που το άλλο το παιδί το πρόσεξε σαν τα μάτια της. Όσο καλός χαρακτήρας και να είσαι, θα νιώσεις μίσος και απέχθεια, τόσο για εκείνη, όσο και για το παιδί και ας μην έφταιγε. Τη δικαιολογία πως ήσουν μονάχα ένα αθώο μωρό Σκορπιέ, μπορεί να τη χρησιμοποιήσει, ένα άτομο που έχει ζήσει μία φυσιολογική σχετικά ζωή, όχι ένα κακοποιημένο ψυχικά και σωματικά. Αυτή είναι η αλήθεια. Δεν σου ζητώ να τον συγχωρέσεις, αν δεν το επιθυμείς, σου ζητώ τουλάχιστον να τον καταλάβεις. Εγώ που αγαπώ τον Σιμεόν, σχεδόν σαν δεύτερο πατέρα μου, δικαιολογώ τη στάση του Άινταν απέναντί του, τη στιγμή που και η τελευταία σανίδα σωτηρίας του, έγινε μπροστά του χίλια κομμάτια. Ο Σιμεόν, έστω και με ψεύτικο επίθετο, συνέχισε τη ζωή του τη στιγμή που ο Άινταν σάπιζε από το ξύλο και τα πειράματα» τελείωσα και είδα πως ο Σκορπιός με άκουγε με ιδιαίτερη προσοχή.

Τότε, στάθηκε μπροστά μου καρφώνοντας εκείνα τα υπέροχα, κυανά του μάτια στα δικά μου.

«Ειλικρινά, αν το φως μπορεί να υπάρξει σε ανθρώπινη ψυχή, τότε σίγουρα υπάρχει σε εσένα» ήταν η μόνη κουβέντα που ξεστόμισε, προτού του ζητήσω να επιστρέψει στον Σιμεόν, για να καλέσω τραγουδιστά τη Λυρία μου.




Το Μπερζελόν ήταν μία σχολή εντελώς διαφορετική από τις υπόλοιπες. Ήταν μία καθαρά σαμχαϊκή Σχολή όπου διδάσκονταν όλες οι σκοτεινές μαγικές τέχνες. Φυσικά, ο Κέναρντ έχοντας στο πλευρό του μία ισχυρή σύμμαχο που μύριζε σαπίλα και μία κατώτερη μάγισσα μεν, αλλά πιστό σκυλί δε, την Άσα, ξεκίνησε να σχεδιάζει τις επόμενες θυσίες που θα έδιναν σάρκα και οστά σε όλα τα πρωτοπαλίκαρα των Εβένινων που σκοτώθηκαν μέσα στα τείχη της Επινουά και δεν κατόρθωσαν να καούν για να να μην αναστηθούν ποτέ ξανά. Φυσικά ήταν ολοφάνερο πως τον είχε προβληματίσει ιδιαίτερα η στάση του Άινταν, ο οποίος ακροβατούσε επικίνδυνα ανάμεσα στο φως και το σκοτάδι.

«Ποιο θα είναι το επόμενό μας βήμα, Άρχοντα των Αρχόντων;» ακούστηκε η μελιστάλακτη φωνή της Κριστίν.

«Ομίχλη του Θανάτου. Θα θολώσουμε την ατμόσφαιρα σε όποια πόλη ή χωριό επιθυμούμε και οι κάτοικοι θα αποτελέσουν πια παρελθόν. Πρώτα όμως θα πρέπει να ξηλώσουμε άπαντες από τα Υπουργεία και να βάλουμε δικούς μας. Θέλω οι έλεγχοι των πόλεων ανά τον κόσμο να περάσουν σε εμάς. Εξάλλου, τους Απρόσωπους και τους Σέφο τούς κυβερνώ εγώ. Οι φυλακές θα αδειάσουν και οι Σάμχαϊν θα ζήσουν επιτέλους αρχοντικά και όχι σαν κυνηγημένα ζώα. Δε μας ταιριάζει» σύρριξε και η Κριστίν, με τον μαύρο βελούδινο μανδύα της, σύρθηκε προς το μέρος του σαν το φίδι παλεύοντας να τον σαγηνεύσει, δίχως να γνωρίζει πως το πλάσμα που είχε δίπλα της ήταν κενό ανθρώπινων συναισθημάτων. Ένα άψυχο κουφάρι υπερδύναμης και τίποτε περισσότερο από αυτό.

Για λίγο, έμεινε να κοιτά την μεγαλοπρέπεια της Μαύρης Σχολής. Το μυαλό και οι σκέψεις της ήταν ακόμη μουδιασμένα, εξαιτίας του διαχωρισμού της ψυχής από το σώμα της για τόσα χρόνια. Θυμόταν τον Πόλεμο εκείνο που διαλύθηκε εξαιτίας του Όσβαλντ Κας. Δίπλα της πολεμούσε τότε ακόμη μία Εβένινη, ισχυρή μάγισσα, η Τζορτζένα. Δυστυχώς, το δικό της σώμα είχε καεί καθιστώντας αδύνατη την επιστροφή της. Τα φιδίσια σχεδόν μάτια της σάρωσαν ξανά τον χώρο καλώντας τον Κράμερ, έναν απόκοσμο άντρα γεμάτο τατουάζ σχεδόν σε όλο του το κορμί, τα οποία απεικόνιζαν τα ρουνικά σύμβολα. Το δέρμα του ήταν χλωμό και στα μάτια του, είχε τοποθετήσει με ένα ξόρκι μαύρο μελάνι, ώστε να εξαφανίσει εντελώς το χρώμα τους. Ήταν πιστός οπαδός των πιστεύω του Κέναρντ και θα έκανε τα πάντα, όπως για παράδειγμα, θα προγραμμάτιζε επίθεση στο Υπουργείο της Βέρνια. Κοιτούσε πάντοτε με λαγνεία την Κριστίν και εκείνη τον μεταχειριζόταν σαν ένα πιστό σκυλί που εκτελούσε όλες τις εντολές.

«Πλησίασε, Ρέτζι» του ψιθύρισε και εκείνος ευθύς υπάκουσε. «Μάζεψε τους καλύτερους. Απόψε θα αιματοκυλήσουμε το Υπουργείο» ήταν η τελευταία της κουβέντα και εκείνος χαμογέλασε κάνοντας μία σιωπηλή υπόκλιση.

Τη στιγμή λοιπόν της δικής του αποχώρησης, η πόρτα η βαριά της κεντρικής αίθουσας της Μπερζελόν, άνοιξε διάπλατα και μία πανίσχυρη λάμψη φώτισε τον ουσιαστικά κενό χώρο γύρω τους, κάνοντας τη νύχτα μέρα. Κατόπιν, η λάμψη υποχώρησε και βήματα βαριά, αποφασιστικά και σίγουρα τη διαδέχτηκαν μέχρι που στο αψιδωτό πέτρινο κατώφλι της φάνηκε μία ψηλόλιγνη φιγούρα η οποία φορούσε έναν ολόμαυρο μανδύα που στο πίσω μέρος του ήταν κεντημένος ένας πήγασος. Η μορφή προχώρησε μέχρι το μέσον της αίθουσας, αποφασίζοντας για πρώτη φορά να κάνει επίδειξη των ικανοτήτων της. Με μία κίνηση πέταξε τον μανδύα και άφησε τα σμαραγδένια της μάτια να λάμψουν σαν πετράδια αληθινά. Ο Άινταν στεκόταν αγέρωχος και με μία κίνηση του χεριού του έσπασε όλα τα τζάμια των παραθύρων και κατόπιν εξαπέλυσε το ξόρκι της υποταγής, κάνοντάς τους όλους παρά τη θέλησή τους να πέσουν στο έδαφος γονατιστοί. Όλοι εκτός από τον Κέναρντ που συνέχισε να αντιστέκεται στο ξόρκι του σθεναρά, μέχρι που ο Άινταν χρησιμοποίησε έναν ρούνο για να δεκαπλασιάσει τη δύναμη του ξορκιού κάνοντάς τον έστω να λυγίσει τον κορμό του σώματός του.

«Καλύτερα τώρα» μούγκρισε και προχώρησε προς το μέρος του σκοτεινού μάγου.

O Κέναρντ τον κοιτούσε με μάτια που γυάλιζαν, ενώ άπαντες μέσα στην αίθουσα παρακολουθούσαν το θέαμα με κομμένη την ανάσα. Ο Άινταν κυριολεκτικά κοιτούσε τον πιο ισχυρό μάγο με βλέμμα σκληρό και ατσάλινο. Ήταν αποφασισμένος να κάνει επίδειξη της δύναμής του, προκειμένου να περάσει άμεσα ένα μήνυμα. Αργά, λοιπόν, ύψωσε τα χέρια του σε τέλεια ευθεία πάνω από το κεφάλι του. Τα μάτια του ευθύς έχασαν το ανοιχτό τους χρώμα και μία υποψία σκιάς τα κάλυψε, μέχρι που η ανθρώπινη φύση τους έδωσε τη σκυτάλη σε εκείνη του ερπετού. Το πρόσωπό του αλλοιώθηκε, δίνοντας τη θέση του στα σκληρά λέπια της επιδερμίδας ενός δράκου στο χρώμα του άνθρακα.

Στη θέα του ο Κέναρντ χαμογέλασε σατανικά.

«Το ήξερα πως θα έφερες το γονίδιο των Ότουρθ. Ήταν αναμενώμενο. Ο τέλειος στρατιώτης» ψιθύρισε και σχεδόν κανείς δεν τον άκουσε.

Σύντομα, ωστόσο, αλλοιώθηκε και η δική του μορφή για να δώσει θέση σε ένα σατανικό κουφάρι ενός ολόμαυρου δράκου, τόσο άσχημου και απόκοσμου που αντανακλούσε ξεκάθαρα και την ίδια του την ψυχή. Ο δράκος ούρλιαξε και ο Άινταν όρμησε μπροστά.Τα δύο ερπετά άρχισαν να διαλύουν την οροφή της Σχολής και να χτυπιούνται, όχι τόσο με πρόθεση τον θάνατο ενός εκ των δύο, αλλά περισσότερο με πρόθεση τη μονομαχία και την υποταγή. Φλόγες πυκνές κάλυψαν τον ουρανό, καθώς οι δύο μονομάχοι δεν άφηναν λεπτό ο ένας τον άλλο, συνεχίζοντας μία αέναη μάχη που δεν έλεγε να λήξει με την επικράτηση κάποιου.

Κουρασμένοι και αποκαμωμένοι προσγειώθηκαν ξανά στην αίθουσα παίρνοντας τις κανονικές, ανθρώπινες μορφές τους. Ο Άινταν εξακολουθούσε να στέκεται αγέρωχα μπροστά στον Κέναρντ. Προχωρώντας δύο βήματα και φτάνοντας πενήντα μέτρα μακριά του, τον ρώτησε αργά, σχεδόν συλλαβίζοντας την κάθε λέξη.

«Με αγαπάς;» έθεσε την ερώτηση, ωστόσο η απάντηση δεν ήρθε ποτέ. Δίχως να χάνει του κουράγιο του, ο Άινταν συνέχισε «Κάποτε πήρα μία ριψοκίνδυνη απόφαση. Να σε φέρω πίσω στη ζωή. Αρχικά, επικρατούσε η ανάγκη μου για εκδίκηση ενός κόσμου που απέρριπτε τους Σάμχαϊν. Στην πορεία μέσα μου σκέφτηκα πως αυτό που πραγματικά ήθελα, ήταν να φέρω στη ζωή ένα μέλος της οικογένειάς μου. Μιας οικογένειας που ποτέ δεν γνώρισα. Ήθελα και καρτερούσα τόσες μέρες να μιλήσουμε όχι για πολέμους, μα για εμένα και για εσένα. Εσύ όμως, από ό,τι φάνηκε, δεν είχες τίποτε να μου πεις. Μονάχα με έστησες στον τοίχο και με δοκίμαζες. Δοκίμαζες τις δυνάμεις μου για να δεις, αν η φήμη του καταπληκτικού πειραματόζωου είναι αληθινή και αν θα μπορέσεις μαζί του τελικά να κατακτήσεις τον κόσμο. Θα σου θέσω λοιπόν για τελευταία φορά την ίδια ερώτηση. Με αγαπάς;» πρόφερε, μα τα μάτια του Κέναρντ, παρέμειναν ανέκφραστα.

«Φυσικά, είσαι αίμα μου» του απάντησε μα ο Άινταν οργίστηκε.

«Ψέματα! Αγαπάς μονάχα τον εαυτό σου και τη δύναμή σου...» μούγκρισε, μα εκείνη τη στιγμή είδε το χαμόγελο του Κέναρντ να γίνεται πλατύτερο.

«Νομίζω, αγόρι μου… πως αυτή σε αγαπά πολύ όμως» πρόφερε στάζοντας ειρωνεία και φαρμάκι, ενώ η Άσα και η Κριστίν γέλασαν σατανικά.

Η φρικτή γυναίκα, η Κριστίν Νορρίς, της οποίας ο μανδύας κατέληγε σε κεφαλές φιδιών, τέντωσε τα χέρια απότομα στα δεξιά και τότε εμφανίστηκε μία κοπέλα δεμένη και φιμωμένη. Ήταν η Εμίλια. Το πρόσωπο του Άινταν ευθύς χλώμιασε και ξεκίνησε να ουρλιάζει το ονόμά της. Οργισμένος στράφηκε στον Κέναρντ και την Κριστίν, μα οι δύο τους με τις δυνάμεις τους ενωμένες τον εκτόξευσαν πίσω.

«Αυτή η γυναίκα, αγόρι μου, θα σε καταστρέψει και είναι κρίμα. Μία κατώτερη Εκρού μάγισσα είναι, η οποία αρέσκεται να παίζει με την ψυχή και το μυαλό σου. Εγώ κάποτε έδωσα μάχες ολόκληρες για να μπορούμε να ζούμε ελεύθεροι σήμερα και να πάψουν να γεμίζουν οι φυλακές με παιδιά, τα οποία απλώς γεννήθηκαν με το μαύρο γονίδιο. Το φαντάζεσαι; Βασανίζονται μόνο και μόνο επειδή είναι Σάμχαϊν. Θεωρούν τη φύση μας έγκλημα» συνέχισε να μιλά και η Εμίλια, που είχε κάπως συνέλθει, ξεκίνησε να χτυπιέται.

Η Άσα τότε την πλησίασε αργά και τράβηξε την ταινία που έκλεινε το στόμα της.

«Μην τους ακούς, Άινταν! Σε παρακαλώ! Είσαι κάτι ανώτερο από αυτά τα τέρατα, είσαι ένας υπέροχος άντρας γεμάτος φως. Άσε επιτέλους το σκοτάδι» του τσίριξε και η Κριστίν τη χαστούκισε.

Ο Κέναρντ τον πλησίασε.

«Έχεις δύο ημέρες διορία να σκεφτείς. Εάν έρθεις με το μέρος μας, σου υπόσχομαι να την αφήσω να ζήσει χωρίς να πάθει ούτε μία γρατσουνιά. Αν όχι, το κεφάλι της θα κρεμαστεί και θα σαπίσει στην είσοδο της Ένταρταουν. Εσύ αποφασίζεις» τελείωσε και του Άινταν τα μάτια υγράνθηκαν από θυμό και πόνο βλέποντας την Εμίλια σε αυτό το χάλι. «Μην προσπαθήσεις να εξαπολύσεις ξόρκι, γιατί θα τη σκοτώσω μπροστά σου και θα την υποβάλλω σε αφαίμαξη. Λυπάμαι που φτάσαμε ως εδώ, εγγονέ μου» γρύλισε ο Κέναρντ και ο Άινταν ουρλιάζοντας ξεκίνησε να τα γκρεμίζει όλα. Σε δευτερόλεπτα, η Εμίλια εξαφανίστηκε από μπροστά του, το ίδιο και οι υπόλοιπες σκοτεινές φιγούρες, σαν να είχαν εξαϋλωθεί. Παραπατώντας βγήκε έξω από το Μπερζελόν, με μάτια που γυάλιζαν στο σχήμα του ερπετού. Τα αρνητικά συναισθήματα τον δυσκόλευαν να πάρει την κανονική του μορφή. Η ψυχή του η ίδια έβραζε σαν την Κόλαση. Όλοι όσοι αγαπούσε τον εγκατέλειπαν ή πέθαιναν ή κινδύνευαν. Ποια κατάρα τελοσπάντων τον καταδίωκε;




Η βόλτα με τη δράκαινα μού έκανε καλό. Κάθε φορά που ο ουρανός με αγκάλιαζε, η αίσθηση της προσωρινής ελευθερίας επέστρεφε. Για λίγο είχα την ανάγκη να απομακρυνθώ, να μην απαντώ σε ερωτήσεις, να μην αντιμετωπίζω ψυχοφθόρες καταστάσεις.

“Κένταλ;” άκουσα την φωνή της Λυρίας και πάλεψα να σκουπίσω άτσαλα τα δάκρυά μου που για χιλιοστή φορά έτρεχαν.

«Θα ήθελα να γυρίσω πίσω τον χρόνο και να μεταφερθώ στην παιδική μου ηλικία και ξεγνοιασιά. Είναι πολλές οι απώλειες, πολύς ο πόνος για εμένα. Νιώθω μοναξιά για πρώτη φορά στη ζωή μου, ενώ στο μυαλό μου έχει καρφωθεί η εικόνα θανάτου του Άλαν. Δεν μπορώ να τον βγάλω από το μυαλό μου» ψιθύρισα και πέφτοντας μπροστά ξεκίνησα να κλαίω με λυγμούς. Ήθελα να ξεσπάσω και η ψυχή μου, είχε βρει την κατάλληλη στιγμή.

“Να ξέρεις πως θα είμαι πάντα δίπλα σου, όπως ήσουν και εσύ στα πρώτα μου βήματα. Η ζωή κάνει κύκλους και θα δεις, πως κάποτε θα έρθουν μέρες ευτυχισμένες. Δυστυχώς, οι ψυχές που χάθηκαν δεν μπορούν να γυρίσουν πίσω, όμως ο χρόνος θα σου απαλύνει τον πόνο. Είσαι δυνατή και μαχήτρια, μη λυγίζεις τώρα” μου είπε.

«Είμαι απλώς ένα έφηβο κορίτσι που η μοίρα του έδωσε ένα βαρύ φορτίο για να σηκώσει. Θα το κάνω όμως για εκείνους που αγαπώ. Δεν θα τους απογοητεύσω, το υπόσχομαι» της απάντησα και οι δύο μας πήραμε τον δρόμο της επιστροφής. Δεν μπορούσα να αποφεύγω για πάντα το ζοφερό μου μέλλον.

Στο σπίτι του Σιμεόν ένιωσα για λίγο να ηρεμώ. Η θαλπωρή του μου ήταν απαραίτητη και ο Πορφυρός μάγος συνήθιζε να μας περιποιείται με διάφορα καλούδια και αναζωογονητικά βότανα. Ο Γουίλ συνήθιζε να απομονώνεται μαζί με την Κρίστι. Τους καταλάβαινα γιατί βρίσκονταν στα πρώτα στάδια του έρωτα και ήθελαν να απολαύσουν κάθε στιγμή. Το βλέμμα μου έπεσε στον Σκορπιό που βρισκόταν καθισμένος δίπλα στο τζάκι και έγραφε μανιωδώς σε ένα τετράδιο.

«Τι κάνεις εκεί;» τον ρώτησα.

«Μιλάω με τη μικρή μου αδερφή. Θυμάσαι που της είχα δωσει ένα βιβλίο σαν ημερολόγιο, ζητώντας της να μου γράφει όποτε θέλει να επικοινωνήσουμε; Ε, αυτό ακριβώς συμβαίνει αυτή τη στιγμή. Ελπίζω μονάχα ο πατέρας της να μην το αρπάξει από τα χέρια της» πρόφερε κατσουφιάζοντας.

«Είναι και δικός σου πατέρας όμως. Κοίταξε, είναι πολύ δύσκολο για έναν κοινό θνητό να αποδεχτεί έναν μάγο. Θέλω να πιστεύω πως με τον καιρό, ίσως εσείς οι δύο να κατορθώσετε να έρθετε κοντά. Ωστόσο, υπάρχει και κάτι άλλο. Ο Κέναρντ» του είπα και τον είδα να στηλώνει άξαφνα το βλέμμα του.

«Μην αρχίσεις με αυτό... ειλικρινά» μου είπε και θύμωσα.

«Σκορπιέ, το αυτό είναι άνθρωπος. Αγαπώ τον Κέναρντ, τον αληθινό, ο οποίος υποφέρει. Επίσης, υπάρχει και μία εκκρεμότητα ανάμεσα σε εκείνον και τον Σιμεόν. Πρέπει να ξέρει, πρέπει να σπάσει τον όρκο για να τον πολεμήσει. Ο κακός του εαυτός είναι εκεί έξω και έχει στο πλάι του μία από τις ισχυρότερες μάγισσες. Ο Σιμεόν πρέπει να ξέρει και εγώ θέλω να πάω στην Επινουά» του είπα και τον είδα να ξεφυσά.

«Θα έρθω και εγώ τότε μαζί σου. Θέλω να δω όλα όσα εσύ βλέπεις τόσο με τα μάτια σου, όσο και με την ψυχή σου. Νιώθω πως αγαπάς εκείνη την ύπαρξη και θέλω να την γνωρίσω, δηλαδή, δεν έχω και άλλη επιλογή» μου είπε και τον αγκάλιασα.

Προσπερνώντας τον χώρο του σαλονιού, φτάσαμε μπροστά στην πόρτα, όταν είδα τον Σιμεόν να σηκώνεται και να πλησιάζει.

«Κάποια στιγμή, πρέπει να μιλήσουμε» του είπα και τον είδα να χαμογελά.

«Σε θυμάμαι μικρό κοριτσάκι τότε στο Ντορθόριεν. Ακόμα ήσουν φοβισμένη, δεν ήξερες τις δυνάμεις σου, τα πατήματά σου. Ήταν τότε που τη συγκεκριμένη κουβέντα την έλεγα εγώ σε εσένα και σε περίμενα μετά να έρθεις στο γραφείο μου στην Επινουά και να σε κεράσω μπισκότα βουτύρου. Πλέον, βλέπω μία όμορφη, νεαρή γυναίκα, σίγουρη για τον εαυτό της και τα θέλω της, να συμβουλεύει εμένα. Είμαι περήφανος για εσένα, Κένταλ, να το ξέρεις αυτό» μου είπε και με αγκάλιασε ανακουφίζοντάς με. «Φυσικά αγαπώ εξίσου και τον κύριο από εδώ» είπε ξανά και σκούντηξε τον Σκορπιό. «Να προσέχετε» μας είπε και ευθύς τηλεμεταφερθήκαμε. Ήθελα όσο τίποτε να συναντήσω τον Τόμας. Μου είχε λείψει και ήθελα να βεβαιωθώ πως ήταν καλά, πως υπήρχε ακόμη.

Η Επινουά, όπως την ήξερα εδώ και πολλά χρόνια που φοιτούσα στα σπλάχνα της, είχε πλέον περάσει στη σφαίρα του παρελθόντος. Το κάστρο στεκόταν αγέρωχο με την πέτρινη γέφυρα να το ενώνει με την στεριά. Μαζί με τον Σκορπιό σταθήκαμε στην είσοδό της ρίχνοντας μία ματιά στην άδεια αίθουσα των γευμάτων. Κάποτε τις γιορτινές μέρες δέσποζε ακριβώς στη μέση ένα μαγικό χριστουγεννιάτικο δέντρο με χιλιάδες στολίδια να τρέχουν και να παίζουν μετακινούμενα από κλαδί σε κλαδί. Μπαλαρίνες και νεράιδες που τραγουδούσαν, μινιατούρες του μικρού τυμπανιστή και καρυοθραύστες.

«Θα ήθελα να σε ρωτήσω κάτι» είπα απευθυνόμενη στον Σκορπιό και εκείνος με πλησίασε. «Κάποτε, όταν ακόμη ήμασταν έντεκα χρονών και ήταν τα πρώτα μας Χριστούγεννα ως μαθητές στην Επινουά, σε είδα να έρχεσαι στο μαγικό δέντρο και να του ψιθυρίζεις μία ευχή. Τελικά πραγματοποιήθηκε;» τον ρώτησα και τον είδα να χαμογελά διάπλατα.

«Ναι. Είμαι μαζί σου. Αυτή ήταν η ευχή μου από την πρώτη στιγμή που σε γνώρισα» μου απάντησε και τα χείλη του άγγιξαν απαλά τα δικά μου.

«Πρέπει να πάμε πίσω στον Οίκο μας και στο δωμάτιό μου. Εκεί θα βρίσκεται ο Τόμας» του είπα και βγήκαμε έξω τρέχοντας, ενώ οι νεράιδες που κατοικούσαν κοντά στα θερμοκήπια συνόδευαν το τρέξιμό μας σαν ένα απαλό σύννεφο χιλιάδων χρωμάτων που μας ακολουθούσε.

Μπαίνοντας στον Οίκο των Γκρίζων, επικρατούσε σκοτάδι και η μυρωδιά της κλεισούρας πλανιόταν ολόγυρα. Με το κορμί μου να νιώθει ρίγη πλησίασα στον διάδρομο που οδηγούσε στο δωμάτιό μου.

«Reserare*» ακούστηκε η φωνή του Σκορπιού και η πόρτα άνοιξε αργά.

Στο παράθυρο στεκόταν μία μοναχική φιγούρα, την οποία εγώ μπορούσα να την δω, αλλά ο Σκορπιός αδυνατούσε. Μονάχα είδε τα μάτια μου να πλημμυρίζουν δάκρυα και να κατευθύνομαι στο παράθυρο. Ο Τόμας με τα τεράστια κυανά του μάτια στράφηκε προς το μέρος μου βουρκωμένος και σιωπηλός. Ο χρόνος θαρρείς και είχε σταματήσει για εμάς, όταν πρόσεξα τον Σκορπιό να στέκεται παγωμένος. Με ένα νεύμα τού ζήτησα να πραγματοποιηθεί μετάγγιση ενέργειας. Οι δύο μας ενώσαμε τις παλάμες του χεριού μας σαν να υπήρχε ένας αόρατος τοίχος ανάμεσά μας. Σαν να παλεύαμε να αγγίξουμε ο ένας τον άλλο. Είδα τότε τον Σκορπιό να γουρλώνει τα μάτια του και να κοιτάζει το χλωμό και κουρασμένο αγόρι απέναντί μου.

«Αδύνατον...» μουρμούρισε και πλησίασε διστακτικά

Το πρόσωπο του Τόμας είχε χάσει την αλλοτινή του λάμψη. Δίχως να το σκεφτώ τον αγκάλιασα σφιχτά κλαίγοντας με λυγμούς και εκείνος έχωσε το πρόσωπό του στον λαιμό μου σιωπηλός.

«Είναι τόσο άδικα όλα αυτά και απάνθρωπα. Ο Κέναρντ είναι ένας εκπληκτικός μάγος και άνθρωπος, ένας γλυκός και αφοσιωμένος αδερφός. Γιατί δεν αφήνεις τον κόσμο να σε γνωρίσει;» τον ρώτησα.

«Η δουλειά μου είναι διαφορετική. Να κάνω πρώτα την οικογένειά μου να δει την αλήθεια και μέσα από τα μέλη της θα φτάσει και στον κόσμο. Σκορπιέ…, έχεις μεγαλώσει πια και παρά το γεγονός πως ουσιαστικά είμαι ο παππούς σου, έχουμε την ίδια όψη. Μου μοιάζεις αρκετά, έχεις τον χαρακτήρα μου σε μεγάλο βαθμό, ίσως μεγαλύτερο από τον αδερφό σου» του είπε αλλά στην αναφορά του Άινταν η όψη του Σκορπιού σκοτείνιασε. «Στα προάστια της Κούρτχολ, στην Όλντμπριτζ, είχαμε ένα εξοχικό σπίτι κάποτε το οποίο είμαι βέβαιος πως ο δεύτερος εαυτός μου έχει χρησιμοποιήσει για τα δικά του κόλπα. Θέλω να πάτε και να βρείτε αποδείξεις των φριχτών του πράξεων» τελείωσε, δίχως όμως να γνωρίζει πως τυχαία ακόμη δύο μάγοι είχαν σκοπό να το αναζητήσουν.

Ο Σκορπιός κοιτούσε τον Τόμας παγωμένος, δίχως να μπορεί να πιστέψει το θέαμα που είχε μπροστά του. Το πρόσωπο και το κορμί του Τόμας ήταν γεμάτο αμυχές και έμοιαζε να πονά, καθώς οι μορφασμοί του ήταν συνεχείς και έντονοι. Τότε, δίχως να αρθρώσει ούτε μία λέξη, ο Σκορπιός πλησίσε το αγόρι και αγγίζοντας τον ώμο του, έκανε κάθε αμυχή και γδάρσιμο να εξαφανιστούν.

«Προσωρινά έστω» του ψιθύρισε σαν να ήξερε.

«Έχω χάσει πολλά χρόνια, για την ακρίβεια έχω χάσει ολόκληρη την ζωή σας. Μία ζωή που θα ήταν γεμάτη αγάπη, παιχνίδι, βόλτες και παραμύθια, όπως υπήρξε και η δική μου, λίγο πριν να μπει ένα φρικτό τέλος. Βλέποντάς σε με την Κένταλ, κατάλαβα πως η ζωή των Κας και των Γκρερ είναι γραφτό να είναι δεμένη, όποια εμπόδια και αν υπάρξουν. Εγώ και ο Όσβαλντ ήμαστε αδερφικοί φίλοι, γείτονες, ο ένας κομμάτι του άλλου. Στάθηκε μπροστά μου άοπλος και τον εκτέλεσα, γιατί παρά το γεγονός πως γνώριζε ότι ο αληθινός Κέναρντ είχε χαθεί, εκείνος δεν θέλησε να πολεμήσει, ούτε καν το σατανικό μου κακέκτυπο. Τόση αδυναμία μου είχε» πρόφερε με την φωνή του να χάνεται από συγκίνηση και εμένα να τραντάζομαι από σιωπηλούς λυγμούς στην αναφορά του στον Όσβαλντ.

Το χέρι του Σκορπιού κινήθηκε προστατευτικά στον ώμο μου, παλεύοντας να απαλύνει τον πόνο μου, έστω και στο ελάχιστο.

«Όπως και ο Άινταν, έτσι και εγώ αναζητούσα ή ευχόμουν να συναντήσω κάποτε τα μέλη της οικογένειάς μου. Χαίρομαι που σε βρήκα, έστω και τώρα» του είπε και οι δύο νεαροί αγκαλιάστηκαν σφιχτά. «Μα, θα σε χάσω πάλι;» τον ρώτησε.

Ο Τόμας όμως δεν απάντησε ποτέ. Ήταν η μοναδική ερώτηση στην οποία αρνούταν πεισματικά να απαντήσει.




Το μυαλό του Άινταν γύριζε. Ήθελε απεγνωσμένα να κάψει τον κόσμο ολόκληρο, αν ήταν στο χέρι του. Παρά την δύναμή του, του ήταν δύσκολο να αντιμετωπίσει την Κριστίν και τον Κέναρντ για όσο παρέμεναν ενωμένοι. Καθισμένος σε ένα βράχο με θέα τον γκρεμό, άκουσε ένα τραγούδι και στον ορίζοντα φάνηκε ο ολόλευκος δράκος. Στη θέα της Λυρίας, ο Άινταν χαμογέλασε και εκείνη στάθηκε μπροστά του χαϊδεύοντάς τον με τα μουστάκια της.

«Πρίγκιπα των Δράκων, ποια σκέψη σε βασανίζει;» τον ρώτησε.

«Είσαι το μόνο πλάσμα τελικά, που παρά τον κακό και στρεβλό μου χαρακτήρα δεν με εγκατέλειψε στιγμή» της απάντησε αφηρημένα και ο δράκος έκατσε πίσω του με το κεφάλι του να ακουμπά ελάχιστα στον ώμο του.

«Άινταν Γκρερ, κάποια πράγματα δεν είναι τυχαία. Εμείς οι δράκοι έχουμε σοφία και σοφία σημαίνει να έχεις την δυνατότητα να ξεχωρίζεις τις ψυχές, να κοιτάζεις μέσα τους, να κατανοείς και να συγχωρείς. Νομίζω πως εδώ που φτάσαμε, θα πρέπει να σου μιλήσει ο πατέρας μου για το παρελθόν. Για να γίνει όμως αυτό, θέλω να μου απαντήσεις σε μία ερώτηση: Είσαι έτοιμος να συγκρουστείς με την αλήθεια του παρελθόντος;» τον ρώτησε και εκείνος δίστασε. Έπειτα, στο νου του ήρθε η εικόνα της Εμίλιας. Τελικά, αν ήθελε να την βοηθήσει και να λάβει τις σωστές αποφάσεις, τα χαρτιά έπρεπε να ανοίξουν δίχως εξαιρέσεις.

«Είμαι» της απάντησε τελικά και η Λυρία έβγαλε έναν ήχο που έμοιαζε με γουργουρητό.

«Τότε άνοιξε τα φτερά σου Πρίγκιπα της φυλής μου και πέταξε μαζί μου στον ουρανό. Ο πατέρας μου σε περιμένει» του είπε και ο Άινταν σιγά σιγά ξεκίνησε να παίρνει τη μορφή του δράκου.

Οι δύο τους πέταξαν βόρεια και σε μεγάλο υψόμετρο. Ο παγωμένος αέρας μαστίγωνε το πρόσωπό του, ωστόσο η αίσθηση του να ίπτασαι ελεύθερος στον ορίζοντα ήταν απόλυτη και καθηλωτική. Ο Άινταν το αγαπούσε. Αγαπούσε την ελευθερία την απόλυτη, δίχως φόβους και έτσι βαθιά μέσα του ευγνωμονούσε τη Λυρία για την ευκαιρία που του έδωσε να πετάξουν. Αρκετή ώρα αργότερα, τα λιβάδια που άλλοτε αχνοφαίνονταν είχαν πλέον δώσει τη θέση τους στο λευκό χιόνι και η Κόλνταουν με το ηφαίστειο Μπέλντελ ήταν από τα βορειότερα σημεία της Γης. Πάνω ακριβώς από το βουνό που μονίμως κάπνιζε, τρεις δράκοι πετούσαν κυκλικά, παλεύοντας να εντοπίσουν κοπάδια ψαριών προκειμένου να εξασφαλίσουν το γεύμα της ημέρας. Λίγο αργότερα, ο Βάλιμαρ, ο μεγαλύτερος και πιο εντυπωσιακός δράκος ανάμεσά τους, έκανε την εμφάνισή του βουτώντας απότομα στη θάλασσα και αρπάζοντας για λεία ένα τζίραβουντ. Στη θέα της Λυρίας και του Άινταν τραγούδησε πρόσχαρα καλώντας τους να πλησιάσουν. Φυσικά στα αυτιά του μάγου Ότουρθ, το τραγούδι δεν αποτελούσε απλώς μία μελωδία, αλλά περιλάμβανε και λόγια.

Οι τρεις τους βούτηξαν στο εσωτερικό του ηφαιστείου κινούμενοι με τεράστια ταχύτητα στα φιδογυριστά του μονοπάτια με τη θερμοκρασία να ανεβαίνει ολοένα και περισσότερο. Μέσα στις στοές κινούνταν και άλλοι δράκοι, οι οποίοι ετοίμαζαν τις φωλιές κυρίως για τους θηλυκούς. Η φωλιά ωστόσο του Βάλιμαρ βρισκόταν στο κέντρο μίας εσωτερικής λίμνης, της οποίας τα νερά στην κυριολεξία έκαιγαν.

«Δεν μπορείτε να φανταστείτε πόσο απολαμβάνω τη θερμότητα των υδάτων. Κάνει καλό στο στομάχι μου» ακούστηκε η φωνή του Βάλιμαρ, ο οποίος κουλουριάστηκε στη ζεστασιά της φωλιάς του με το βλέμμα του στραμμένο στον Άινταν που είχε πάρει ανθρώπινη μορφή.

«Η αλήθεια, περίμενα για πολλά χρόνια τη στιγμή αυτή και για να σε προλάβω, επέλεξα να σου μιλήσω τώρα που επιτέλους αποφάσισες να αφαιρέσεις τις παρωπίδες που τόσα χρόνια εμπόδιζαν την όραση και την κρίση σου. Είμαι εδώ για να σου μιλήσω για τον Κέναρντ. Όταν λέω αυτό το όνομα, δεν εννοώ το κουφάρι που κυκλοφορεί εκεί έξω, εννοώ τον Τόμας Κέναρντ Γκρερ, πρώτο παιδί της οικογένειας Γκρερ και παππού σου. Ο συγκεκριμένος μάγος είχε ένα χάρισμα, μία λάμψη που θα φώτιζε πολιτείες ολόκληρες, ακόμη και αν γύρω επικρατούσε το απόλυτο σκοτάδι. Είχε δύναμη και ταπεινοφροσύνη, δύο έννοιες που όταν συνυπάρχουν κάνουν θαύματα» ξεκίνησε ο Βάλιμαρ με τον Άινταν να τον κοιτάζει παραξενεμένος.

«Εδώ που φτάσαμε, Βάλιμαρ, δεν είμαι βέβαιος για το αν ο Κέναρντ διακατέχεται από τις αρετές που μόλις ανέφερες» του είπε.

«Νεαρέ μου, επαναλαμβάνω. Εδώ ήρθαμε να μιλήσουμε για τον αληθινό Κέναρντ και όχι για ένα κουφάρι το οποίο εξουσιάζουν οι ρούνοι και η κατάρα της Κριστίν» απάντησε ο δράκος.

«Δηλαδή, υπάρχουν δύο;» ρώτησε ο Άινταν σαστισμένος.

«Δεν θα το έθετα ακριβώς έτσι, ωστόσο, αν υπάρχει κάπου η προβολή του, τότε στην ουσία είναι σαν να έχουμε δύο. Αυτόν που γνωρίζεις και αυτόν που δεν είχες την τύχη να γνωρίσεις ποτέ και που θα ήταν στην πραγματικότητα, αν δεν έμπλεκε κατά λάθος με τους ρούνους. Η ιστορία μας πηγαίνει πολλά χρόνια πίσω, όταν ο Κέναρντ είχε την ηλικία του αδερφού σου, όταν καθόταν στο σημείο που κάθεσαι και όταν απλόχερα του χάρισα ένα κομμάτι της δικής μου ψυχής γιατί τον αγαπούσα, βοηθώντας ίσως να δημιουργήσει μία προβολή σε περίπτωση έκτακτης ανάγκης» είπε ο δράκος και ο Άινταν πάγωσε.

Ο νεαρός μάγος είχε πλήρη γνώση για τις προβολές. Εξάλλου τις είχε εξασκήσει και με το παραπάνω ο πρώην κολλητός του ο Τρόυ. Οι προβολές υπήρχαν σε πολλές μορφές, από την πιο απλή όπου σχημάτιζες απλώς μία ψευδαίσθηση του ειδώλου σου, μέχρι την πιο σύνθετη όπου η συγκεκριμένη προβολή χρησιμοποιούνταν σαν αποθήκη ενός κομματιού της ψυχής σου, δίνοντάς σου σχεδόν σάρκα και οστά, ωστόσο δεν μπορούσες να γίνεις ορατός, αν το κομμάτι της ψυχής ήταν αδύναμο, παρά μονάχα αν συνδεόσουν με κάποιον που θα μπορούσε να σου δώσει ενέργεια.

«Μα, πώς είναι δυνατόν;» ρώτησε τελικά έχοντας σκεφτεί την κουβέντα του Βάλιμαρ.

Ο δράκος αναδεύτηκε για λίγο στη θέση του και συνέχισε.

«Οι εποχές τότε ήταν πολύ περίεργες. Οι δράκοι, παρά το γεγονός πως δεν ανακατεύτηκαν ποτέ στα γεγονότα που αφορούσαν την μαγική κοινότητα, γνώριζαν τα πάντα. Τότε είχαμε δεχτεί μεγάλο πληθυσμιακό πλήγμα, καθώς μας κυνηγούσαν για το δέρμα μας, ενώ οι σχέσεις μας διόλου φιλικές ήταν με τους ανθρώπους. Υπήρχε όμως ένα αγόρι που είχε ένα άστρο ξεχωριστό. Ήμουν νέος ακόμη και μικρότερος σε μέγεθος. Μόλις που είχα ξεκινήσει να μαθαίνω για τις δυνάμεις μου και πώς να τις χρησιμοποιήσω. Η καταγωγή μου με οδηγούσε κατευθείαν στην κορυφή του είδους μου. Αυτό το αγόρι ονομαζόταν Τόμας Κέναρντ Γκρερ. Σήμερα στον μαγικό κόσμο είναι γνωστός μονάχα με το δεύτερο όνομά του. Θυμάμαι, είχε έρθει διακοπές στην Κόλνταουν με τα αδέρφια του και τους γονείς του. Εγώ τότε ψάρευα πετώντας γύρω από το ηφαίστειο μήπως και κατόρθωνα να εξασφαλίσω το γεύμα μου, όταν τον είδα να κάνει ένα ξόρκι, με αποτέλεσμα πλήθος ψαριών να ξεκινήσουν να πετάγονται από το νερό σαν σε χορευτικό. Τον πλησίασα και τον ακούμπησα με τα μουστάκια μου αμέσως, αν και το είχα ξανακάνει. Διάβασα την ψυχή του και αν με ρωτάς, μου ήταν αδύνατον να φανταστώ πως ο ίδιος μάγος θα αποτελούσε κάποτε την καταστροφή τη δική μας και του κόσμου, κάνοντας μαζί μου την συμφωνία να μου βρει την κόρη μου με αντάλλαγμα το πετράδι μου. Περνούσαμε ώρες μαζί, του εξηγούσα πράγματα για τους ρούνους, πώς δουλεύουν για εμάς τους δράκους και μία ημέρα μου εκμυστηρεύστηκε πως η διευθύντρια της Σχολής του παλεύει να τους χρησιμοποιήσει. Ήταν η εποχή που οι Σάμχαϊν αποκτούσαν διακρίσεις σε πολλούς τομείς, το ίδιο όμως και η γενιά του κολλητού του Κέναρντ, του Όσβαλντ Κας» έκανε μία παύση, καθώς είδε τον Άινταν να έχει χλωμιάσει.

«Ο Όσβαλντ κολλητός του Κέναρντ;» ρώτησε σαν να απευθυνόταν στον εαυτό του.

«Φυσικά, γιατί σου κάνει εντύπωση; Το γεγονός πως σε έχουν εμφανώς παραπληροφορήσει, δεν σημαίνει πως ένας Μαύρος και ένας Λευκός δεν μπορούν να είναι φίλοι. Ο Όσβαλντ ήταν γείτονας με την οικογένεια Γκρερ. Μάλιστα εκείνος και ο παππούς σου σάρωναν τους επαίνους στην Επινουά και γι’ αυτόν τον λόγο μπήκαν στο μάτι της Κριστίν. Αν και μεγαλύτερη σε ηλικία, επιθυμούσε εκτός από δόξα και δύναμη με δόλιους τρόπους, τον ίδιο τον Κέναρντ. Ήταν τρελά ερωτευμένη με εκείνον τον νεαρό που αν και μαθητής-φαινόμενο, ήταν ταπεινός και χαμηλών τόνων. Ήταν ο μόνος νεαρός μάγος που είχε την ικανότητα να σταματά τον ίδιο τον χρόνο. Όλα αυτά μού τα είχε πει ο ίδιος και τον είχα συμβουλέψει να δημιουργήσει μία προβολή, σε περίπτωση έκτακτης ανάγκης. Από όσο μπορούσα να καταλάβω, η προβολήδεν διδασκόταν ακόμη στη Σχολή. Του εξήγησα τι πρέπει να κάνει και με ευχαρίστησε. Ωστόσο, τη στιγμή που σηκωνόταν για να επιστρέψει πίσω στην Επινουά, ένιωσα πως ήταν η τελευταία φορά που θα τον έβλεπα. Έτσι, σαν αναμνηστικό δώρο τού έδωσα ένα κομμάτι της ψυχής μου και το τοποθέτησα στο στήθος του ώστε να μη με ξεχάσει ποτέ. Τελικά, το ένστικτό μου βγήκε σωστό. Δεν τον ξαναείδα ποτέ με εκείνη τη μορφή, αλλά με αυτή που όλοι γνωρίζετε σήμερα. Εκεί κατάλαβα τι είχε γίνει, πως είχε παγιδευτεί από τους ρούνους, ωστόσο, δεν γνωρίζω αν τελικά κατόρθωσε να δημιουργήσει την προβολή του. Κοινώς, Άινταν, η οικογένειά σου ήταν υπέροχη, απλώς η γυναίκα αυτή την κατέστρεψε» ολοκλήρωσε ο δράκος και ο Άινταν ένιωθε μουδιασμένο ολόκληρο το κορμί του. Όλες οι αλήθειες που γνώριζε είχαν ξεκινήσει να καταρρέουν σαν τραπουλόχαρτο.

«Ωστόσο, εγώ δεν βίωσα αυτήν την ομορφιά. Η μητέρα μου ήταν αδιάφορη, ο πατέρας μου εγκληματίας, ψυχασθενής και τύραννος, όσο για τον Σιμεόν… Μου γύρισε επιδεικτικά την πλάτη» του είπε και τα μάτια του δράκου στένεψαν σαν να προσπαθούσε να σκεφτεί.

«Δίχως να θέλω να τον δικαιολογήσω, θα σου πω μονάχα πως ο Σιμεόν ήταν απελπιστικά δεμένος με τον Κέναρντ. Ήταν δύο αδέρφια με πολύ αγάπη το ένα για το άλλο, σε βαθμό που ο Κέναρντ έδωσε στον Σιμεόν το ένα του νεφρό για να σώσει τη ζωή του. Μετά την μετάλλαξή του όμως, ο Σιμεόν καταστράφηκε, καθώς δεν κατάλαβε πως ο αδερφός του παγιδεύτηκε. Πίστεψε πως ήταν επιλογή του. Τον έβλεπε μέρα με την ημέρα να αλλάζει και η ψυχή του έλιωνε. Όταν πια τα πράγματα έφτασαν στο απροχώρητο, ο κόσμος είδε με κακό μάτι τους Γκερ και ο Σιμεόν κυνηγημένος, φοβισμένος και απελπισμένος για την κατάληξη του άλλου του μισού, έριξε μαύρη πέτρα πίσω του, ακόμη και σε εσένα. Δεν τον δικαιολογώ, όμως εν μέρει τον καταλαβαίνω. Άκουσέ με, μέσα σου υπάρχει φως και το βλέπω. Είσαι διαφορετικός από τον Κέναρντ, όμως έχεις δύναμη και καλοσύνη. Χρησιμοποίησέ τα και πέταξε στον λάκκο τη Νορρίς…» πήγε να του πει ο Βάλιμαρ, αλλά ο Άινταν σχεδόν δεν άκουγε.

«Θέλω να τον δω...» του είπε ξαφνικά.

«Ποιον;» ρώτησε ο δράκος.

«Θέλω να δω τον Κέναρντ, την προβολή του ή ό,τι άλλο υπάρχει από εκείνον. Θέλω να του μιλήσω» του είπε και ο δράκος ξεφύσησε.

«Ίσως, αν υπάρχει να κρύβεται στην Επινουά» ακούστηκε η φωνή της Λυρίας. «Ωστόσο δεν μπορείς να τον εντοπίσεις, όχι δίχως αυτό» του είπε και με το νύχι της έσκισε ένα σημείο στο στήθος της, εμφανίζοντας ένα μικρό, φωτεινό κομμάτι.

«Δεν καταλαβαίνω…» της είπε ο Άινταν μπερδεμένος.

«Είναι απλό. Σου δίνω ένα κομμάτι της ψυχής μου για να εντοπίσεις το δικό του και να μπορεί να γίνει ορατός σε εσένα. Οι δράκοι συνδεόμαστε μεταξύ μας και ειδικά εμείς που είμαστε πατέρας και κόρη. Τα λόγια για την αναζήτηση της ψυχής του Βάλιμαρ τα γνωρίζεις, είσαι ένας Ότουρθ, επομένως μπορείς και να τα προφέρεις. Εύχομαι ολόψυχα να βρεις αυτό που ζητάς. Όσο για την ψυχή μου, νομίζω πως την μοιράστηκα με τον κατάλληλο άνθρωπο» τελείωσε η δράκαινα και ο Άινταν ακούμπησε το μέτωπό του στο ρύγχος της ευχαριστώντας τη σιωπηλά και τηλεμεταφερόμενος άμεσα πίσω στη Σχολή.

Δεν ήξερε πλέον τι έψαχνε ή ποιον. Ήταν σαν να βρισκόταν καταμεσής μίας τρικυμίας και να πάλευε να πιαστεί από κάποιον τυχαίο βράχο, να πάλευε να βρει ένα απάγκιο για να ακουμπήσει τους φόβους και την απελπισία του. Χαμένος εισέβαλε στην Επινουά αδιαφορώντας για τα έκπληκτα βλέμματα κάποιων καθηγητών, ενώ από μακριά είδε και τον Κρίστοφερ να τον φωνάζει, ωστόσο δεν του έδωσε καμία σημασία. Απλώς συνέχισε να τρέχει στους διαδρόμους με το χέρι του να αγγίζει το στήθος του. Έχοντας σταθεί σε μία σκάλα τοποθέτησε την παλάμη του ξανά στο σημείο όπου η Λυρία είχε βάλει το κομμάτι της ψυχής της. Έκλεισε τα μάτια του και ξεκίνησε να ψιθυρίζει λόγια στην γλώσσα των δράκων. Λάμψη αμυδρή τύλιξε το χέρι του και το ένστικτό του ξεκίνησε να του δείχνει τον δρόμο. Συνέχισε να ανεβαίνει τα σκαλιά μέχρι το παρατηρητήριο, όταν είδε έπληκτος, έναν νεαρό να έχει μιμηθεί απόλυτα την κίνησή του. Στεκόταν μπροστά του, με το χέρι του στο στήθος και με την ίδια ακριβώς λάμψη να τον τυλίζει. Σοκαρισμένος, ο Άινταν στάθηκε μπροστά του αμίλητος, μη μπορώντας να πιστέψει στα μάτια του. Αν εξαιρούσες το χρώμα των ματιών, ο νεαρός του έμοιαζε απίστευτα πολύ. Ήταν όμορφος, εξέπεμπε μία καλοσύνη, ένα χαμόγελο το οποίο πάλευε να βγει, αλλά τελικά το έπνιγε η συγκίνηση.

Οι δύο τους έμειναν να κοιτάζουν ο ένας τον άλλον, με τον Κέναρντ να κάνει την πρώτη κίνηση και να ψελλίζει τελικά ένα “συγγνώμη”.







Ιφιγένεια Μπακογιάννη