Η Ελίζ άνοιξε τα μάτια της για να δει αν ο άντρας που είχε περάσει το προηγούμενο βράδυ μαζί του βρισκόταν ακόμη δίπλα της. Βλεφάρισε. Ανασηκώθηκε και στηρίχτηκε στους αγκώνες. Ένιωσε το κεφάλι της να γυρίζει από το χθεσινό μεθύσι και μια θολούρα στα μάτια δεν την άφηνε να διακρίνει πού βρισκόταν. Όντως είχε πιει πολύ περισσότερο από όσο άντεχε. Έπρεπε όμως να γιορτάσουν τον θρίαμβό τους με χορό, τραγούδι και ποτά. Δε θα χάλαγε με την απουσία της τη διασκέδαση των συναδέλφων της· άλλωστε είχε και εκείνη μερίδιο στη χαρά τους. Η ομάδα της, που αποτελούνταν από έμπειρους αρχαιολόγους, είχε ανακαλύψει την είσοδο ενός μυστηριώδους τούνελ. Δεν ήξεραν βέβαια ακόμη πού οδηγούσε, αλλά η έξαψη που είχαν νιώσει όταν στάθηκαν απέναντι από την πύλη ήταν η αρχή για μια επιτυχημένη καριέρα στον χώρο της αρχαιολογίας. Το ένιωθε και η ίδια ότι η επιτυχία τούς ανήκε. Μετά τη διάλεξη που είχε δώσει στο πανεπιστήμιο, όπου η απήχηση ήταν τεράστια, επιβεβαιώθηκε.
Γύρισε για να βρει τα γυαλιά της στο κομοδίνο όπου τα άφηνε πάντα, ανάμεσα σε στοίβες χαρτιών, αλλά δεν υπήρχε τίποτα. Το κομοδίνο δεν ήταν στη θέση του. Δεν υπήρχε ούτε η ψιλή κουβερτούλα που άφηνε τη νύχτα στα πόδια της για να τη ρίχνει επάνω της τις πρώτες πρωινές ώρες της ημέρας που πάντα κρύωνε. Το παράθυρο με τις μεγάλες γρίλιες απέναντι δεν είχε αφήσει σήμερα τον ήλιο να την ξυπνήσει. Το σώμα της είχε γεμίσει από σκόνη που είχαν τα σεντόνια στα οποία είχε κοιμηθεί. Σηκώθηκε απότομα από το κρεβάτι. Το φως ήταν ελάχιστο και χωρίς τα γυαλιά της ήταν αδύνατον να ξεχωρίσει πού βρισκόταν. Γονάτισε και άρχισε να ψάχνει στο πάτωμα μήπως της είχαν πέσει κάτω. Η αίσθηση των δαχτύλων της επάνω στο πάτωμα ήταν περίεργη. Δε βρισκόταν σε σπίτι. Μάζεψε λίγο υλικό από το έδαφος με τη χούφτα της και το έφερε στη μύτη της. Η μυρωδιά από το χώμα την έκανε να θυμηθεί πού βρισκόταν. Ταράχτηκε. Συνέχισε να ψάχνει απεγνωσμένα τα γυαλιά της, μέχρι που τα βρήκε. Τα φόρεσε βιαστικά και κοίταξε τριγύρω της. Ένα ρίγος διαπέρασε το σώμα της και φόβος την κυρίευσε. Γύρω υπήρχαν τοίχοι με ύψος σχεδόν δυόμιση μέτρα. Ήταν σαν αδιαπέραστα τείχη. Η εικόνα την αναστάτωσε. Πιο πέρα, μια ταμπέλα που ήταν κρεμασμένη στο τοίχο με κόκκινο χρώμα και έσταζε στο χώμα έγραφε:
«Είσαι μέσα σε έναν λαβύρινθο. Εχεις 15' για να βγεις. Προσοχή! Μην ακουμπήσεις τους τοίχους».
Πλησίασε τη ταμπέλα που κρεμόταν και μύρισε το χρώμα. Έντρομη κατάλαβε πως αυτό δεν ήταν κόκκινο χρώμα, αλλά αίμα. Αηδίασε. Το στομάχι της ανακατεύτηκε. Γύρισε και έκανε εμετό. Ψηλάφισε το σώμα της με τα δάχτυλά της. Έψαχνε μήπως έλειπε κάποιο κομμάτι της. Μήπως είχε κάποια ουλή και το αίμα αυτό ήταν δικό της. Δε βρήκε τίποτα. Σκέφτηκε πως ίσως να υπήρχαν και άλλοι μέσα στον λαβύρινθο. Ίσως τα παιδιά από την ομάδα της. Έκανε τρία βήματα πίσω και προσπάθησε να συνέλθει. Είχε παραλύσει. Δεν μπορούσε να σκεφτεί λογικά. Η ταμπέλα μπροστά της την άγχωνε περισσότερο. Είχε μόλις 15 λεπτά για να βγει έξω, αλλά πώς μπορούσε να ξεφύγει από έναν λαβύρινθο;
Άρχισε να τρέχει. Κάθε νέο μονοπάτι που έπαιρνε οδηγούσε σε αδιέξοδο. Οι ίδιοι πανύψηλοι τοίχοι ήταν σαν να της έδιναν την απάντηση. Θα ερχόταν σύντομα το τέλος της. Ο φόβος που ένιωθε της προκαλούσε ένταση. Ήταν νευρική. Δεν μπορούσε να σκεφτεί καθαρά. Οι παλάμες των χεριών της είχαν ιδρώσει και τα βήματά της δεν ήταν σταθερά. Σταμάτησε και πήρε μια βαθιά ανάσα. Κατάλαβε πως ήταν ανήμπορη. Θα ερχόταν το τέλος της και δεν ήξερε πώς θα ήταν. Αρνητικές σκέψεις φώλιασαν μέσα στο κεφάλι της. Γονάτισε. Δεν μπορούσε να πολεμήσει έναν λαβύρινθο. Θα περίμενε το τέλος της. Κάθισε στο χωμάτινο μονοπάτι. Έκλεισε τα μάτια της και ακούμπησε τη πλάτη της στον τοίχο.
Ένας εκκωφαντικός θόρυβος σαν ανθρώπινη φωνή έσκισε τη σιωπή. Ο τοίχος που είχε ακουμπήσει ήταν μυστική πόρτα που μόλις είχε ανοίξει. Έπεσε κάτω ανάσκελα. Τα καστανά μακριά μαλλιά της ρίχτηκαν σαν μετάξι στο χώμα. Τα ρούχα της λερώθηκαν και το χώμα κόλλησε στο ιδρωμένο σώμα της. Δεν αντέδρασε. Παρέμεινε για λίγα δευτερόλεπτα ξαπλωμένη. Μόλις είχε κάνει αυτό που την είχε προειδοποιήσει η ταμπέλα να προσέχει. Η κοιλιά της σφίχτηκε και η αναπνοή της έγινε κοφτή. Ίσα που έβγαινε με δυσκολία από το στόμα της. Ανοιγόκλεισε τα μάτια της. Πήρε μια γρήγορη ανάσα και αποφάσισε να σηκωθεί.
Είδε μια μικρή δάδα που ήταν κρεμασμένη στον τοίχο. Πλησίασε και την άρπαξε. Η θερμότητα από τη φωτιά ζέστανε το σώμα της. Το φως όμως δεν έφτανε σε όλο το δωμάτιο γι’ αυτό έπρεπε να το εξερευνήσει σπιθαμή προς σπιθαμή. Δεν είχε αρκετό χρόνο, έπρεπε να βρει γρήγορα την έξοδο.
Είδε ένα σχοινί που ξεκινούσε από τη πόρτα και έφτανε μέχρι τη μέση του δωματίου. Αποφάσισε να το ακολουθήσει. Έσκυψε και το μάζεψε. Τραβούσε το σχοινί και αυτό την καθοδηγούσε. Η άκρη του, αυτή που κρατούσε, ήταν κομμένη... Πλησίασε στο κέντρο του δωματίου. Το πρόσωπό της άλλαξε μορφή. Ένας καινούργιο φόβος ήρθε να της υπενθυμίσει ότι αυτό δεν ήταν ένα απλό παιχνίδι. Είδε ένα κρεβάτι γεμάτο αίματα. Ο νεαρός που είχε κομματιαστεί από το συρμάτινο πλέγμα που είχε πέσει πάνω του ήταν ο Κέβιν, ο συνάδελφός της. Μόλις είχε σκοτωθεί από το χέρι της. Τότε που ακούμπησε στον τοίχο και άνοιξε η πόρτα. Θυμήθηκε την επιγραφή: «Προσοχή! Μην ακουμπήσεις τους τοίχους». Πλησίασε τον νεκρό Κέβιν, γονάτισε και τα δάκρυά της ξέπλυναν το λερωμένο από χώμα πρόσωπό της. Μια μικρή καταιγίδα από ανάμεικτα συναισθήματα ξέσπασε μέσα της. Ο θυμός πήρε τη θέση του και άρχισε να φωνάζει στο άδειο δωμάτιο. Κανείς όμως δεν υπήρχε για να την ακούσει. Ήταν μόνη ή σχεδόν μόνη. Ίσως τα υπόλοιπα παιδιά να υπήρχαν εκεί μαζί της, όπως ο Κέβιν. Αυτό όμως δεν το ήξερε. Έπρεπε να το ανακαλύψει γρήγορα. Το μόνο που έπρεπε να κάνει ήταν να προχωρήσει, για να τους βρει χωρίς να ακουμπήσει τους τοίχους. Πήρε δύναμη και σηκώθηκε ξανά. Λίγο πριν φύγει κοίταξε ξανά το πρόσωπό του. Τα ίχνη από τον φόβο που έζησε είχαν χαραχτεί γύρω από τα μάτια του. Δεν ήταν έτσι. Αυτός ο νεαρός γελούσε συνεχώς. Ούτε ρυτίδα δεν είχε παρατηρήσει να έχει, ενώ τώρα το πρόσωπό του ήταν γεμάτο με βαθιά σημάδια.
«Γελούσε» επανέλαβε από μέσα της και τον πλησίασε ξανά. Στάθηκε από πάνω του και είδε ένα μικρό λευκό χαρτάκι να εξέχει από το στόμα του. Ίσα που φαινόταν. Κανείς δε θα μπορούσε να το καταλάβει έκρυβε, αλλά εκείνη το γνώριζε. Της είχε διηγηθεί πολλές ιστορίες από τότε που έκρυβε στοιχεία:
«Δεν είμαι χαζός, Ελίζ. Πρέπει να κρύβουμε τα στοιχεία κάπου χωρίς να μας δούν. Αφού οι αρμόδιοι δεν μας αφήνουν τις περισσότερες φορές να μιλήσουμε, η καλύτερη κρυψώνα είναι το στόμα μας» της είχε πει καθώς έκρυβε ένα ακόμα στοιχείο.
Με τα δάχτυλά της άνοιξε προσεκτικά το στόμα του. Τράβηξε σιγά σιγά προς τα έξω το σημείωμα και το έφερε κοντά στη δάδα για να το διαβάσει:
«Ένα δοχείο μέλι για όλους τους θεούς, ένα δοχείο μέλι για την Κυρά του λαβυρίνθου». Αυτό είχε προλάβει να γράψει.
Ποτέ δεν είχε πιστέψει αυτόν το μύθο. Ήταν αρχαιολόγος· δεν πίστευε σε λαϊκές παραδόσεις με τελετουργικά και ξόρκια επιστροφής, αλλά τώρα δεν είχε επιλογή. Έπρεπε να λύσει το μυστήριο. Έπρεπε να πιστέψει σε όσα της είχε γράψει ο Κέβιν. Δεν είχε πολύ χρόνο όμως· έπρεπε να βιαστεί. Είχε καταλάβει πού βρισκόταν. Δεν ήταν ένας οποιοσδήποτε λαβύρινθος αλλά αυτός που οδηγούσε στην κάθοδο της γης. Στη «μήτρα» της γης όπως την αποκαλούσαν οι αρχαίοι που κατασκεύασαν τον συγκεκριμένο λαβύρινθο.
Θυμόταν με ακρίβεια κάθε λεπτομέρεια από την ιστορία. Την είχε διαβάσει και αυτή, αλλά ποτέ δεν πίστεψε ότι υπήρχε στην πραγματικότητα. Στριφογύρισε μέσα στο δωμάτιο ψάχνοντας για περισσότερα στοιχεία. Δεν υπήρχε τίποτα για να τη βοηθήσει παρά μόνο φυλαχτά κρεμασμένα στους τοίχους και αρχαία χειρόγραφα. Πλησίασε και πήρε στα χέρια της ένα από αυτά. Ήταν γραμμένο στη διάλεκτο την οποία είχε μελετήσει στο πανεπιστήμιο. Έφερε τη φωτιά πιο κοντά και διάβασε προσεκτικά:
«Αν ξαφνικά βρεθείς σε μια χαμένη διαδρομή χωρίς χάρτη και ξεκάθαρο μονοπάτι, σκέψου σοφά πριν ο χρόνος κυλήσει σαν νερό. Τρείς σταγόνες αίμα να χαρίσεις στον ιερό βωμό προς τιμή της Κυράς του λαβύρινθου, για να σε επιστρέψει ξανά στην επιφάνεια της γης».
Έπρεπε να σκεφτεί την επόμενη κίνησή της. Κάθισε κάτω και άρχισε να σχεδιάζει ένα πρόχειρο σκίτσο του λαβυρίνθου στο χώμα. Αν αυτή ξύπνησε στο πρώτο δωμάτιο, που είχε ελάχιστο φως, σημαίνει ότι βρισκόταν στο τέλος του. Μετά ακολούθησε το δεύτερο δωμάτιο όπου βρέθηκε ο Κέβιν. Υπήρχαν άλλα τέσσερα δωμάτια διαγώνια από τον κάθε τοίχο που λογικά βρίσκονταν τα υπόλοιπα μέλη της ομάδας της. Το κάθε δωμάτιο ήταν σαν κινούμενη κατακόμβη που συνδεόταν με τον βωμό. Αν έβρισκε το δρόμο προς το κέντρο του, όπου βρισκόταν και ο ιερός βωμός για τις θυσίες, τότε με το αίμα της -το «μέλι» για την Κυρά- θα ελευθερωνόντουσαν όλοι. Τώρα αυτό που έπρεπε να κάνει είναι να ακολουθήσει τα σημάδια της φύσης.
Βγήκε έξω από το δωμάτιο και άρχισε να τρέχει στον διάδρομο. Βρισκόταν βαθιά μέσα στη γη, σχεδόν θαμμένη, και ο μοναδικός τρόπος ήταν να ακολουθήσει το λιγοστό αεράκι που τρύπωνε σαν ζιζάνιο ανάμεσα από τα τοιχώματα και τη δρόσιζε. Αυτό την καθοδηγούσε. Ήταν σαν ελπίδα που περνούσε από το πρόσωπό της. Πέρασε το τρίτο και μετά το τέταρτο δωμάτιο. Μπροστά της εμφανίστηκε μια διακλάδωση με τέσσερις εξόδους. Η μία ήταν η σωστή. Στις υπόλοιπες ο θάνατος την περίμενε. Στάθηκε με κομμένη την ανάσα μπροστά τους. Πάγωσε. Τα πόδια της κόλλησαν στο έδαφος λες και ήταν από τσιμέντο. Οι κόρες των ματιών της διαστάλθηκαν και οι παλμοί της μέσα στο στήθος της αυξήθηκαν. Έπρεπε να αποφασίσει γρήγορα -δεν είχε χρόνο. Έκλεισε τα μάτια και πέρασε την τρίτη έξοδο.
Προχώρησε αρκετά μέχρι να φτάσει στο κέντρο. Κατάλαβε πως τα είχε καταφέρει. Χαμογέλασε και πέρασε μέσα από τους μικρούς τοίχους που ήταν καλυμμένοι με ένα αγκάθινο φυτό. Τα χέρια και τα πόδια της γδάρθηκαν. Αίμα έσταζε από παντού, αλλά δεν την ένοιαζε. Ανέβηκε στον βωμό και άφησε τρείς σταγόνες από το αίμα της να πέσουν μέσα. Είχε νικήσει τον χρόνο. Ξεφύσησε και εξαντλημένη έπεσε λιπόθυμη στο έδαφος. Ένας σεισμός ταρακούνησε τον λαβύρινθο και στην επιφάνεια της γης εμφανίστηκαν τέσσερις κατακόμβες και ένας ιερός βωμός που ήταν για χρόνια ένας μύθος.
Συνήλθε βίαια από τον θόρυβο. Το φως του ήλιου την τύφλωσε και κάλυψε τα μάτια της με τα χέρια. Έπειτα κοίταξε τις κατακόμβες που ήταν στην επιφάνεια της γης. Οι συνάδελφοί της ήταν ζωντανοί. Χαμογέλασε ξανά. Τα είχε καταφέρει. Ήταν όλοι ζωντανοί. Πιο πέρα ανάμεσα στα δέντρα ξεχώρισε τη μορφή ενός άντρα με μαύρη καπαρντίνα που έμπαινε μέσα σε ένα αυτοκίνητο. Ήταν ο ίδιος που είχε παρακολουθήσει τη διάλεξή της στο πανεπιστήμιο. Ήταν ο ίδιος που όταν ξύπνησε δε βρέθηκε στο πλάι της. Τις επόμενες ημέρες, οι εφημερίδες, η τηλεόραση και το διαδίκτυο μιλούσαν για την τεράστια ανακάλυψη που είχε γίνει.
Η Κυρά του Λαβύρινθου είχε εμφανιστεί.
Γύρισε για να βρει τα γυαλιά της στο κομοδίνο όπου τα άφηνε πάντα, ανάμεσα σε στοίβες χαρτιών, αλλά δεν υπήρχε τίποτα. Το κομοδίνο δεν ήταν στη θέση του. Δεν υπήρχε ούτε η ψιλή κουβερτούλα που άφηνε τη νύχτα στα πόδια της για να τη ρίχνει επάνω της τις πρώτες πρωινές ώρες της ημέρας που πάντα κρύωνε. Το παράθυρο με τις μεγάλες γρίλιες απέναντι δεν είχε αφήσει σήμερα τον ήλιο να την ξυπνήσει. Το σώμα της είχε γεμίσει από σκόνη που είχαν τα σεντόνια στα οποία είχε κοιμηθεί. Σηκώθηκε απότομα από το κρεβάτι. Το φως ήταν ελάχιστο και χωρίς τα γυαλιά της ήταν αδύνατον να ξεχωρίσει πού βρισκόταν. Γονάτισε και άρχισε να ψάχνει στο πάτωμα μήπως της είχαν πέσει κάτω. Η αίσθηση των δαχτύλων της επάνω στο πάτωμα ήταν περίεργη. Δε βρισκόταν σε σπίτι. Μάζεψε λίγο υλικό από το έδαφος με τη χούφτα της και το έφερε στη μύτη της. Η μυρωδιά από το χώμα την έκανε να θυμηθεί πού βρισκόταν. Ταράχτηκε. Συνέχισε να ψάχνει απεγνωσμένα τα γυαλιά της, μέχρι που τα βρήκε. Τα φόρεσε βιαστικά και κοίταξε τριγύρω της. Ένα ρίγος διαπέρασε το σώμα της και φόβος την κυρίευσε. Γύρω υπήρχαν τοίχοι με ύψος σχεδόν δυόμιση μέτρα. Ήταν σαν αδιαπέραστα τείχη. Η εικόνα την αναστάτωσε. Πιο πέρα, μια ταμπέλα που ήταν κρεμασμένη στο τοίχο με κόκκινο χρώμα και έσταζε στο χώμα έγραφε:
«Είσαι μέσα σε έναν λαβύρινθο. Εχεις 15' για να βγεις. Προσοχή! Μην ακουμπήσεις τους τοίχους».
Πλησίασε τη ταμπέλα που κρεμόταν και μύρισε το χρώμα. Έντρομη κατάλαβε πως αυτό δεν ήταν κόκκινο χρώμα, αλλά αίμα. Αηδίασε. Το στομάχι της ανακατεύτηκε. Γύρισε και έκανε εμετό. Ψηλάφισε το σώμα της με τα δάχτυλά της. Έψαχνε μήπως έλειπε κάποιο κομμάτι της. Μήπως είχε κάποια ουλή και το αίμα αυτό ήταν δικό της. Δε βρήκε τίποτα. Σκέφτηκε πως ίσως να υπήρχαν και άλλοι μέσα στον λαβύρινθο. Ίσως τα παιδιά από την ομάδα της. Έκανε τρία βήματα πίσω και προσπάθησε να συνέλθει. Είχε παραλύσει. Δεν μπορούσε να σκεφτεί λογικά. Η ταμπέλα μπροστά της την άγχωνε περισσότερο. Είχε μόλις 15 λεπτά για να βγει έξω, αλλά πώς μπορούσε να ξεφύγει από έναν λαβύρινθο;
Άρχισε να τρέχει. Κάθε νέο μονοπάτι που έπαιρνε οδηγούσε σε αδιέξοδο. Οι ίδιοι πανύψηλοι τοίχοι ήταν σαν να της έδιναν την απάντηση. Θα ερχόταν σύντομα το τέλος της. Ο φόβος που ένιωθε της προκαλούσε ένταση. Ήταν νευρική. Δεν μπορούσε να σκεφτεί καθαρά. Οι παλάμες των χεριών της είχαν ιδρώσει και τα βήματά της δεν ήταν σταθερά. Σταμάτησε και πήρε μια βαθιά ανάσα. Κατάλαβε πως ήταν ανήμπορη. Θα ερχόταν το τέλος της και δεν ήξερε πώς θα ήταν. Αρνητικές σκέψεις φώλιασαν μέσα στο κεφάλι της. Γονάτισε. Δεν μπορούσε να πολεμήσει έναν λαβύρινθο. Θα περίμενε το τέλος της. Κάθισε στο χωμάτινο μονοπάτι. Έκλεισε τα μάτια της και ακούμπησε τη πλάτη της στον τοίχο.
Ένας εκκωφαντικός θόρυβος σαν ανθρώπινη φωνή έσκισε τη σιωπή. Ο τοίχος που είχε ακουμπήσει ήταν μυστική πόρτα που μόλις είχε ανοίξει. Έπεσε κάτω ανάσκελα. Τα καστανά μακριά μαλλιά της ρίχτηκαν σαν μετάξι στο χώμα. Τα ρούχα της λερώθηκαν και το χώμα κόλλησε στο ιδρωμένο σώμα της. Δεν αντέδρασε. Παρέμεινε για λίγα δευτερόλεπτα ξαπλωμένη. Μόλις είχε κάνει αυτό που την είχε προειδοποιήσει η ταμπέλα να προσέχει. Η κοιλιά της σφίχτηκε και η αναπνοή της έγινε κοφτή. Ίσα που έβγαινε με δυσκολία από το στόμα της. Ανοιγόκλεισε τα μάτια της. Πήρε μια γρήγορη ανάσα και αποφάσισε να σηκωθεί.
Είδε μια μικρή δάδα που ήταν κρεμασμένη στον τοίχο. Πλησίασε και την άρπαξε. Η θερμότητα από τη φωτιά ζέστανε το σώμα της. Το φως όμως δεν έφτανε σε όλο το δωμάτιο γι’ αυτό έπρεπε να το εξερευνήσει σπιθαμή προς σπιθαμή. Δεν είχε αρκετό χρόνο, έπρεπε να βρει γρήγορα την έξοδο.
Είδε ένα σχοινί που ξεκινούσε από τη πόρτα και έφτανε μέχρι τη μέση του δωματίου. Αποφάσισε να το ακολουθήσει. Έσκυψε και το μάζεψε. Τραβούσε το σχοινί και αυτό την καθοδηγούσε. Η άκρη του, αυτή που κρατούσε, ήταν κομμένη... Πλησίασε στο κέντρο του δωματίου. Το πρόσωπό της άλλαξε μορφή. Ένας καινούργιο φόβος ήρθε να της υπενθυμίσει ότι αυτό δεν ήταν ένα απλό παιχνίδι. Είδε ένα κρεβάτι γεμάτο αίματα. Ο νεαρός που είχε κομματιαστεί από το συρμάτινο πλέγμα που είχε πέσει πάνω του ήταν ο Κέβιν, ο συνάδελφός της. Μόλις είχε σκοτωθεί από το χέρι της. Τότε που ακούμπησε στον τοίχο και άνοιξε η πόρτα. Θυμήθηκε την επιγραφή: «Προσοχή! Μην ακουμπήσεις τους τοίχους». Πλησίασε τον νεκρό Κέβιν, γονάτισε και τα δάκρυά της ξέπλυναν το λερωμένο από χώμα πρόσωπό της. Μια μικρή καταιγίδα από ανάμεικτα συναισθήματα ξέσπασε μέσα της. Ο θυμός πήρε τη θέση του και άρχισε να φωνάζει στο άδειο δωμάτιο. Κανείς όμως δεν υπήρχε για να την ακούσει. Ήταν μόνη ή σχεδόν μόνη. Ίσως τα υπόλοιπα παιδιά να υπήρχαν εκεί μαζί της, όπως ο Κέβιν. Αυτό όμως δεν το ήξερε. Έπρεπε να το ανακαλύψει γρήγορα. Το μόνο που έπρεπε να κάνει ήταν να προχωρήσει, για να τους βρει χωρίς να ακουμπήσει τους τοίχους. Πήρε δύναμη και σηκώθηκε ξανά. Λίγο πριν φύγει κοίταξε ξανά το πρόσωπό του. Τα ίχνη από τον φόβο που έζησε είχαν χαραχτεί γύρω από τα μάτια του. Δεν ήταν έτσι. Αυτός ο νεαρός γελούσε συνεχώς. Ούτε ρυτίδα δεν είχε παρατηρήσει να έχει, ενώ τώρα το πρόσωπό του ήταν γεμάτο με βαθιά σημάδια.
«Γελούσε» επανέλαβε από μέσα της και τον πλησίασε ξανά. Στάθηκε από πάνω του και είδε ένα μικρό λευκό χαρτάκι να εξέχει από το στόμα του. Ίσα που φαινόταν. Κανείς δε θα μπορούσε να το καταλάβει έκρυβε, αλλά εκείνη το γνώριζε. Της είχε διηγηθεί πολλές ιστορίες από τότε που έκρυβε στοιχεία:
«Δεν είμαι χαζός, Ελίζ. Πρέπει να κρύβουμε τα στοιχεία κάπου χωρίς να μας δούν. Αφού οι αρμόδιοι δεν μας αφήνουν τις περισσότερες φορές να μιλήσουμε, η καλύτερη κρυψώνα είναι το στόμα μας» της είχε πει καθώς έκρυβε ένα ακόμα στοιχείο.
Με τα δάχτυλά της άνοιξε προσεκτικά το στόμα του. Τράβηξε σιγά σιγά προς τα έξω το σημείωμα και το έφερε κοντά στη δάδα για να το διαβάσει:
«Ένα δοχείο μέλι για όλους τους θεούς, ένα δοχείο μέλι για την Κυρά του λαβυρίνθου». Αυτό είχε προλάβει να γράψει.
Ποτέ δεν είχε πιστέψει αυτόν το μύθο. Ήταν αρχαιολόγος· δεν πίστευε σε λαϊκές παραδόσεις με τελετουργικά και ξόρκια επιστροφής, αλλά τώρα δεν είχε επιλογή. Έπρεπε να λύσει το μυστήριο. Έπρεπε να πιστέψει σε όσα της είχε γράψει ο Κέβιν. Δεν είχε πολύ χρόνο όμως· έπρεπε να βιαστεί. Είχε καταλάβει πού βρισκόταν. Δεν ήταν ένας οποιοσδήποτε λαβύρινθος αλλά αυτός που οδηγούσε στην κάθοδο της γης. Στη «μήτρα» της γης όπως την αποκαλούσαν οι αρχαίοι που κατασκεύασαν τον συγκεκριμένο λαβύρινθο.
Θυμόταν με ακρίβεια κάθε λεπτομέρεια από την ιστορία. Την είχε διαβάσει και αυτή, αλλά ποτέ δεν πίστεψε ότι υπήρχε στην πραγματικότητα. Στριφογύρισε μέσα στο δωμάτιο ψάχνοντας για περισσότερα στοιχεία. Δεν υπήρχε τίποτα για να τη βοηθήσει παρά μόνο φυλαχτά κρεμασμένα στους τοίχους και αρχαία χειρόγραφα. Πλησίασε και πήρε στα χέρια της ένα από αυτά. Ήταν γραμμένο στη διάλεκτο την οποία είχε μελετήσει στο πανεπιστήμιο. Έφερε τη φωτιά πιο κοντά και διάβασε προσεκτικά:
«Αν ξαφνικά βρεθείς σε μια χαμένη διαδρομή χωρίς χάρτη και ξεκάθαρο μονοπάτι, σκέψου σοφά πριν ο χρόνος κυλήσει σαν νερό. Τρείς σταγόνες αίμα να χαρίσεις στον ιερό βωμό προς τιμή της Κυράς του λαβύρινθου, για να σε επιστρέψει ξανά στην επιφάνεια της γης».
Έπρεπε να σκεφτεί την επόμενη κίνησή της. Κάθισε κάτω και άρχισε να σχεδιάζει ένα πρόχειρο σκίτσο του λαβυρίνθου στο χώμα. Αν αυτή ξύπνησε στο πρώτο δωμάτιο, που είχε ελάχιστο φως, σημαίνει ότι βρισκόταν στο τέλος του. Μετά ακολούθησε το δεύτερο δωμάτιο όπου βρέθηκε ο Κέβιν. Υπήρχαν άλλα τέσσερα δωμάτια διαγώνια από τον κάθε τοίχο που λογικά βρίσκονταν τα υπόλοιπα μέλη της ομάδας της. Το κάθε δωμάτιο ήταν σαν κινούμενη κατακόμβη που συνδεόταν με τον βωμό. Αν έβρισκε το δρόμο προς το κέντρο του, όπου βρισκόταν και ο ιερός βωμός για τις θυσίες, τότε με το αίμα της -το «μέλι» για την Κυρά- θα ελευθερωνόντουσαν όλοι. Τώρα αυτό που έπρεπε να κάνει είναι να ακολουθήσει τα σημάδια της φύσης.
Βγήκε έξω από το δωμάτιο και άρχισε να τρέχει στον διάδρομο. Βρισκόταν βαθιά μέσα στη γη, σχεδόν θαμμένη, και ο μοναδικός τρόπος ήταν να ακολουθήσει το λιγοστό αεράκι που τρύπωνε σαν ζιζάνιο ανάμεσα από τα τοιχώματα και τη δρόσιζε. Αυτό την καθοδηγούσε. Ήταν σαν ελπίδα που περνούσε από το πρόσωπό της. Πέρασε το τρίτο και μετά το τέταρτο δωμάτιο. Μπροστά της εμφανίστηκε μια διακλάδωση με τέσσερις εξόδους. Η μία ήταν η σωστή. Στις υπόλοιπες ο θάνατος την περίμενε. Στάθηκε με κομμένη την ανάσα μπροστά τους. Πάγωσε. Τα πόδια της κόλλησαν στο έδαφος λες και ήταν από τσιμέντο. Οι κόρες των ματιών της διαστάλθηκαν και οι παλμοί της μέσα στο στήθος της αυξήθηκαν. Έπρεπε να αποφασίσει γρήγορα -δεν είχε χρόνο. Έκλεισε τα μάτια και πέρασε την τρίτη έξοδο.
Προχώρησε αρκετά μέχρι να φτάσει στο κέντρο. Κατάλαβε πως τα είχε καταφέρει. Χαμογέλασε και πέρασε μέσα από τους μικρούς τοίχους που ήταν καλυμμένοι με ένα αγκάθινο φυτό. Τα χέρια και τα πόδια της γδάρθηκαν. Αίμα έσταζε από παντού, αλλά δεν την ένοιαζε. Ανέβηκε στον βωμό και άφησε τρείς σταγόνες από το αίμα της να πέσουν μέσα. Είχε νικήσει τον χρόνο. Ξεφύσησε και εξαντλημένη έπεσε λιπόθυμη στο έδαφος. Ένας σεισμός ταρακούνησε τον λαβύρινθο και στην επιφάνεια της γης εμφανίστηκαν τέσσερις κατακόμβες και ένας ιερός βωμός που ήταν για χρόνια ένας μύθος.
Συνήλθε βίαια από τον θόρυβο. Το φως του ήλιου την τύφλωσε και κάλυψε τα μάτια της με τα χέρια. Έπειτα κοίταξε τις κατακόμβες που ήταν στην επιφάνεια της γης. Οι συνάδελφοί της ήταν ζωντανοί. Χαμογέλασε ξανά. Τα είχε καταφέρει. Ήταν όλοι ζωντανοί. Πιο πέρα ανάμεσα στα δέντρα ξεχώρισε τη μορφή ενός άντρα με μαύρη καπαρντίνα που έμπαινε μέσα σε ένα αυτοκίνητο. Ήταν ο ίδιος που είχε παρακολουθήσει τη διάλεξή της στο πανεπιστήμιο. Ήταν ο ίδιος που όταν ξύπνησε δε βρέθηκε στο πλάι της. Τις επόμενες ημέρες, οι εφημερίδες, η τηλεόραση και το διαδίκτυο μιλούσαν για την τεράστια ανακάλυψη που είχε γίνει.
Η Κυρά του Λαβύρινθου είχε εμφανιστεί.
Μαρία Συλαΐδή