The Author's Promises (Διήγημα 3 -Ταξιδιώτες σε άλλες ζωές)

Κόλλησε το πρόσωπό της στο τζάμι και παρατήρησε τους γύρω λόφους και τα γυμνά δέντρα του κήπου που ήταν ολότελα λευκά. Τα χιονισμένα κλαδιά τους έμοιαζαν με γιγάντια χέρια που υψώνονταν ως τον ουρανό. Η παγωνιά είχε ξεχάσει να εγκαταλείψει αυτό το μέρος. Πιο πέρα, η σιδερένια πόρτα του πύργου, την οποία είχε περάσει νωρίς το πρωί, είχε σφραγιστεί με μια βαριά, σιδερένια αλυσίδα και έμοιαζε αλώβητη. Τώρα ήταν μόνη μαζί με τις αναμνήσεις από τις προηγούμενες ζωές της που κοιμόντουσαν μέσα της. Κάτω από το ματωμένο φεγγάρι του σκοτεινού ουρανού, θα έβλεπε τη λύση στον oρατό κόσμο που θα μπορούσε να τη βοηθήσει να ξεκλειδώσει την αθάνατη ψυχή της, που έπρεπε να απελευθερωθεί από το γέρικο σώμα της και να χαθεί στα βάθη των αιώνων.

Περπάτησε αργά στον σκοτεινό διάδρομο του πύργου τη στιγμή που όλες οι μνήμες άρχιζαν σιγά σιγά να ξυπνούν μέσα στο κεφάλι της. Όλες αυτές οι φωνές και οι εικόνες που ξεσπούσαν βίαια είχαν τη δύναμη να την εξοντώσουν. Σταμάτησε για μια στιγμή και κοίταξε πίσω της φοβισμένη. Οι σκιές μιας γριάς γυναίκας και δυο παιδιών έτρεχαν γρήγορα προς το μέρος της. Σάστισε και κόλλησε στον τοίχο πίσω της για να τις αποφύγει. Την ώρα που περνούσαν από μπροστά της, φώναζαν πως θάφτηκαν ζωντανοί στο υπόγειο μιας παλιάς φάρμας. Φώναζαν στον υγρό σχεδόν, σκοτεινό διάδρομο για αυτό το άγριο έγκλημα στον ορατό κόσμο που τους στοίχειωνε. Οι χτύποι της καρδιάς της παραλίγο να σκίσουν το στήθος της. Έπρεπε να προλάβει να βοηθήσει τον εαυτό της να ξεφύγει από όλη αυτήν τη βάναυση κατάσταση την οποία ζούσε. Όλες αυτές οι ψυχές μέσα της γνώριζαν το μέρος που είχε επισκεφθεί και τις έκανε να βρυχώνται από θυμό.

Δεν ήθελαν να χαθούν πριν βρουν τη δική τους μεταθανάτια ανάπαυση. Αυτό τη φόβισε και άρχισε να τρέχει όσο πιο γρήγορα μπορούσε να προλάβει, πριν ακουστεί ο τελευταίος χτύπος του εκκρεμούς. Τώρα που είχε βρει τον τρόπο να ελευθερωθεί, δε θα επέτρεπε στον εαυτό της να αποτύχει.

Κατέβηκε τα μαρμάρινα σκαλιά και βρέθηκε στη μεγάλη σάλα του πύργου με τα χιλιάδες πορτραίτα στους τοίχους. Όλοι αυτοί που την κοιτούσαν πίσω από το παγωμένο ασάλευτο βλέμμα ήταν άγνωστοι. Δεν τους γνώριζε, αλλά κάποιες στιγμές από το δικό τους παρελθόν είχαν τρυπώσει και είχαν μείνει αξέχαστες μέσα της. Άκουγε, ένιωθε, έβλεπε τόπους και γευόταν μυρωδιές που δεν είχε βιώσει ποτέ. Ένιωσε πως κουβαλούσε αυτό το φορτίο για αρκετό καιρό και τώρα είχε φτάσει η ώρα να σταματήσει αυτόν τον αέναο κύκλο. Σκέπασε το στόμα με το χέρι της, για να μην απαντήσει στις φωνές μέσα στο κεφάλι της. Αν είχε περισσότερα χέρια θα κάλυπτε τα μάτια και τα αυτιά της, για να μη βλέπει και να μην ακούει τα θαμμένα μυστικά που της έλεγαν και τους βίαιους φόνους που έρχονταν στο φως. Ήθελε να περάσει απαρατήρητη από αυτούς χωρίς να τους ενοχλήσει, αλλά δεν τα κατάφερε. Όλα τα μάτια από τα πορτραίτα και οι ψυχές ήταν στραμμένες επάνω της και θα έκαναν τα πάντα, για να μείνουν ασφαλείς μέσα της. Θα έκαναν τα πάντα για να εξασφαλίσουν λίγο χρόνο ακόμα μέσα της.

Ξαφνικά ένιωσε να διαπερνά το σώμα της μια κοφτερή λόγχη. Έπεσε κάτω ουρλιάζοντας από τον πόνο. Προσπάθησε να πείσει τον εαυτό της ότι τίποτα δε συνέβαινε στην πραγματικότητα, πως ήταν άλλη μια πλάνη των ψυχών για να την τρομοκρατήσουν, αλλά γρήγορα κατάλαβε πως αυτή τη φορά ήταν διαφορετικά. Είχε έρθει η στιγμή να ξαναζήσει τον πραγματικό τρόμο μιας άλλης ψυχής. Άγγιξε με το χέρι τα πληγωμένα πλευρά της και η κραυγή από τον πόνο ακούστηκε στον άδειο πύργο. Ο πόνος ήταν αληθινός. Αίμα ανάβλυζε με ορμή. Οι ψυχές είχαν αρχίσει να απειλούν τη ζωή της μέχρι να σταματήσει το σχέδιο που είχε για να ξεφύγει από αυτές. Γύρισε και κοίταξε το ανοιχτό παράθυρο. Ίσως αν έφτανε ως εκεί να μπορούσε να φωνάξει για βοήθεια, αλλά αμέσως σκέφτηκε πως ήταν ανώφελο. Κανείς δε θα την άκουγε. Ο πύργος ήταν απομονωμένος. Είχε κλειδώσει και είχε θάψει η ίδια το κλειδί. Απογοητευμένη ξεφύσησε και άφησε το κεφάλι της να πέσει με δύναμη στο παγωμένο πάτωμα. Δεν υπήρχε καμία ελπίδα να τα καταφέρει. Έστρεψε το βλέμμα στο τέλος της σάλας, εκεί όπου υπήρχε το τζάκι, και τα μαύρα μάτια της άστραψαν. Μια χοντροκάβουνη φωτιά έκαιγε ξέφρενα. Δεν την είχε ανάψει εκείνη, αλλά μέσα σ’ αυτή είδε τη λύτρωσή της. Ο θρύλος του πύργου μόλις είχε φανερωθεί. Σύρθηκε με δυσκολία ως εκεί και παρέμεινε για λίγο να κοιτάζει την απελευθέρωσή της που της φαινόταν σαν ψέμα. Εκεί μέσα στη φωτιά ήταν η χρυσή κλεψύδρα σκαλισμένη με παράξενες μορφές που η άμμος είχε σταματήσει να κυλά. Οι αιώνιες ψυχές που τη βασάνιζαν ήταν παγιδευμένες μέσα εκεί. Άπλωσε γρήγορα τα χέρια της και τα πέρασε στη δυνατή φωτιά που έκαιγε. Το δέρμα της άρχισε να αποκτά φουσκάλες. Δάγκωσε τα χείλη της για να μην φωνάξει από τον πόνο που της προκαλούσε. Έπιασε τη χρυσή κλεψύδρα και με μια κίνηση τη γύρισε ανάποδα. Λίγο πριν αφήσει τη τελευταία πνοή της, οι φωνές εξαφανίστηκαν.

Mαρία Συλαϊδή