«Είναι ανώφελο» διαμαρτυρήθηκε, καθώς της έδινε το ψαλίδι, για να κόψει και αυτή μια τούφα από τα μαλλιά της.
«Πώς ξέρουμε ότι αυτή τη φορά θα πετύχει;» ρώτησε η τρίτη κοπέλα κοιτάζοντας τους τεράστιους βράχους που στέκονταν σε παράδοξες, λοξές γωνίες πάνω από τα ρεικοτόπια, σχηματίζοντας πανύψηλους, απότομους γκρεμούς απ' όπου, κατά τη διάρκεια της καταιγίδας, τα νερά της βροχής έπεφταν σαν γιγάντιοι καταρράκτες φουσκώνοντας το ποτάμι.
«Θα πετύχει» επέμεινε αυτή και ύψωσε το βλέμμα της στον μαύρο ουρανό. 'Ήταν πανσέληνος, ένας τέλειος κύκλος με σκληρό λευκό σαν μεταλλικό χρώμα, στερεωμένος πάνω στον κρύο και απέραντο ουρανό.
«Θα πετύχει αυτή τη φορά» συμφώνησαν μαζί της μαγεμένες από το φως της πανσέληνου που θύμιζε τη λαμπρότητα ενός μεσημεριανού ήλιου. Διαλύθηκε και η παραμικρή αμφιβολία, όπως διαλύθηκαν και οι τούφες από τα μαλλιά τους τη στιγμή που ταξίδευαν στο παγωμένο νερό του ποταμού συνοδευόμενες από λόγια φερμένα από έναν άλλο κόσμο. Ενός κόσμου μυστικού, όπου η Βασίλισσα περίμενε καρτερικά αιώνες, για να ανοίξει μια αθώα την πύλη που την κρατούσε φυλακισμένη.
Η Άννα ένιωσε να τη διαπερνά ένα ρίγος και η φλόγα του κεριού που κρατούσε τρεμόπαιξε στο χέρι της. Η Ροξάν το πρόσεξε και τρομαγμένη πέταξε κάτω το δικό της κερί. Το βλέμμα της Μαίρης πάγωσε για λίγα λεπτά. Θέλησε να τρέξει για να σωθεί, αλλά η περιέργειά της για το μέλλον την έκανε να παραμείνει καθηλωμένη σε εκείνο το σημείο. Στο χέρι της κρατούσε τον καθρέφτη που είχε γράψει τα ονόματά τους. Έστρεψε τον καθρέφτη στο φως της πανσέληνου και μετά το γύρισε προς το ποτάμι. Σε εκείνο ακριβώς το σημείο τα νερά ταράχτηκαν για λίγα λεπτά. Έπειτα ο ποταμός επέστρεψε στην ήρεμη ροή του. Το νερό συνέχισε το αέναο ταξίδι του σαν να μην είχε συμβεί τίποτα.
«Κάναμε πάλι λάθος» μουρμούρισε η Ροξάν και έσκυψε, για να μαζέψει το κερί από το λασπωμένο χώμα.
«Δε νομίζω» τη διαβεβαίωσε η Μαίρη που παρά την ταραχή είχε δει μια μορφή να βγαίνει από τον ποταμό και να χάνεται στο σκοτάδι της νύχτας.
«Γιατί σε ενδιαφέρει τόσο να μάθεις το μέλλον;» τη ρώτησε η Άννα και το βλέμμα της καρφώθηκε πάνω της.
«Γιατί δεν έχω τίποτα να χάσω» είπε και έβγαλε το λευκό φάκελο από την τσέπη του παλτού της.
«Τι συμβαίνει;» τη ρώτησαν γεμάτες απορία.
«Η δική μου μάχη επέστρεψε πιο απειλητική, πιο σκληρή από τις άλλες φορές. Ίσως η Βασίλισσα μού δείξει ένα καλύτερο μέλλον που ο Θάνατος δε θα με σύρει στα μέρη του» απάντησε και πέταξε τον φάκελο στις λάσπες.
«Και το είδες;» ρώτησαν με περιέργεια.
«Αμυδρά» απάντησε. «Είδα πως ήμασταν όλες μαζί» είπε και έβαλε τον καθρέφτη μέσα στην τσάντα της.
Μέσα στη νύχτα, την ώρα που οι πρώτες δυνατές ψιχάλες επέστρεφαν ξανά, για να πνίξουν λίγο αργότερα τη γη, πήραν το μονοπάτι του δάσους με τα σπασμένα ξερόκλαδα, για να γυρίσουν πίσω στα σπίτια τους. Αμέτρητες ήταν οι φορές που άκουσαν ή φαντάστηκαν απειλητικά βήματα να τις ακολουθούν. Κάθε τόσο γύριζαν πίσω να δουν αν ήταν μόνες τους. Αν και καμία σκιά δεν εμφανίστηκε στον ορίζοντα, ένα ρίγος τις έκανε να πιστεύουν ότι κάτι έσερναν στα σκοτεινά βήματά τους. Παραμέρισαν την ανησυχία τους όταν έφτασαν έξω από τα σπίτια τους, στο ασφαλές καταφύγιο όπου τίποτα και κανένας δεν μπορούσε να τις απειλήσει. Ηρέμησαν και ένα βάρος έφυγε από πάνω τους, μα είχαν κάνει λάθος...
Λίγο πριν αποχωριστούν, ένα μυστηριώδες μαύρο πέπλο κάλυψε τον ουρανό της πόλης και ο παραλογισμός του γέροντα, που στάθηκε εντελώς ακίνητος στη μέση του δρόμου και κοιτούσε τον ουρανό, τις έκανε να παγώσουν. Μέσα στο φως της πανσέληνου, έδειχνε ασυνήθιστα ωχρός.
«Αλίμονο, αλίμονο σ' αυτούς που έκαναν το λάθος να ρωτήσουν την Βασίλισσα για τη ζωή τους». Ο παγωμένος άνεμος δυνάμωνε ολοένα και περισσότερο. Περνούσε ανάμεσα από τα γυμνά δάχτυλά τους και τα κρυστάλλωνε. Έτριψαν τα χέρια τους, για να ζεσταθούν από αυτήν την πρωτόγνωρη αλλαγή της θερμοκρασίας. Σιγά σιγά όμως, καθώς κοιτούσαν γύρω τους, παρατήρησαν κάτι ασυνήθιστο. Ο άνεμος είχε παρασύρει τα ξερόκλαδα που υπήρχαν κοντά στον ποταμό και ο δρόμος άρχιζε να μετατρέπεται σε ένα μαύρο και απύθμενο βούρκο. Προσπάθησαν να καταπνίξουν την ανησυχία τους, αλλά δεν τα κατάφεραν. Η απρόσμενη αλλαγή του καιρού και η θέα του τρελού που είχε καρφώσει το βλέμμα του ψηλά τους δημιούργησε ένα ακατανόητο φόβο, έναν φόβο που είχαν νιώσει την πρώτη φορά που είχαν σταθεί στην όχθη του ποταμού. Κοιτάχτηκαν δίχως να μιλήσουν μεταξύ τους. Δεν ήξεραν τι έπρεπε να πουν. Ίσως όλα αυτά να ήταν μια σύμπτωση. Χαμογέλασαν κάπως αμήχανα και έπειτα περπάτησαν όλες μέχρι την είσοδο των σπιτιών τους και έκλεισαν την πόρτα πίσω τους.
Στις δώδεκα ακριβώς, την ίδια στιγμή, όλες ένιωσαν ένα τρεμούλιασμα στα σώματά τους και βαριά βήματα ακούστηκαν μέσα στα δωμάτιά τους. Εκείνο το βράδυ έπεσαν σε ύπνο βαθύ, τόσο βαθύ που μπορούσες να τον αποκαλέσεις και θάνατο, γιατί καμία δε γνώριζε ότι έπρεπε να εξαφανίσουν τη Βασίλισσα του μέλλοντος. Έπρεπε να σπάσουν τον καθρέφτη που την είχε ενώσει μαζί τους, για να μην περάσει στον κόσμο τους.
Μαρία Συλαϊδή