The Author's Promises (Διήγημα 5 - εκδίκηση του συγγραφέα)

Βούτηξε άτσαλα τη μύτη της πένας μέσα στο δοχείο και χωρίς να σκουπίσει το περιττό μελάνι γύρισε ξανά στο χειρόγραφο, επάνω στο οποίο είχε μόλις αρχίσει να αποτυπώνει όσα ήθελε να πει. Είχε τόσα να γράψει, που νόμιζε πως το μυαλό του μπορούσε να εκραγεί ανά πάσα στιγμή αφήνοντας την έμπνευσή του μισοτελειωμένη. Πίεσε ανοδικά την πορεία της μύτης στο χαρτί με αποτέλεσμα να το σκίσει.

«Ανάθεμα» γρύλισε εκνευρισμένος και κοίταξε πιο προσεκτικά το χειρόγραφό του. Ήταν μια σελίδα κιτρινισμένη και βίαια σκισμένη από κάποιο παλιό βιβλίο που είχε βρει στη βιβλιοθήκη του γραφείου. Δεν του άρεσε η εικόνα που έβλεπε. Δεν ήθελε να πετύχει μόνο την ομορφιά ενός ωραίου κειμένου και την τήρηση των κανόνων ορθογραφίας. Ήθελε κάτι παραπάνω. Ήθελε ο κάθε αναγνώστης να κρατήσει ευχαριστημένος το χειρόγραφό του και να το φυλάξει σαν πολύτιμο θησαυρό. Μόρφασε αγανακτισμένος. Το μελάνι που είχε χρησιμοποιήσει δεν είχε εμποτιστεί στο χαρτί, με αποτέλεσμα τα γράμματα να μοιάζουν με καλλικατζούρες. Το τράβηξε απότομα από το γραφείο και το τσαλάκωσε.

«Πάμε πάλι από την αρχή» μουρμούρισε στον εαυτό του και προσπάθησε να βρει στα συρτάρια του γραφείου ένα πιο βαρύ χαρτί, που να εμποτίζει το μελάνι και να μη διαγράφει στην πίσω όψη του. Ανακάτεψε τα περιεχόμενα και ανάμεσα σε σκισμένες επιστολές και πεταμένα φύλλα που υπήρχαν μέσα αναγνώρισε τον γραφικό του χαρακτήρα.

Έπιασε την επιστολή και την έβγαλε έξω. Επάνω στο έργο του υπήρχε καρφιτσωμένη η επιγραφή: «Ακατάλληλο για έκδοση». Παρατήρησε τον αριθμό αποστολής· ήταν η τρίτη συνεχόμενη απορριπτική απόφαση. Το βλέμμα του τρεμόπαιξε για μερικά λεπτά, καθώς το κρατούσε στα χέρια του. Ήταν σίγουρος πως η εν λόγω διευθύντρια δεν ήταν κατάλληλη, για να αξιολογήσει το δικό του έργο. Ίσως κανένας να μην ήταν άξιος να εκτιμήσει και να αξιοποιήσει την τέχνη και τη φαντασία του.

Πέταξε αδιάφορα στα σκουπίδια το έγγραφο και κοίταξε την πένα από φτερό κορακιού που είχε αποκτήσει. Το έφερε μέχρι τη μύτη του και πήρε μια γερή δόση από τη μυρωδιά του.

«Ένας συγγραφέας πρέπει να έχει την ανάλογη πένα» της είπε και γέλασε αινιγματικά «Με παίδεψε μέχρι να το παγιδεύσω, αλλά τελικά τα κατάφερα. Ως τιμωρία τράβηξα ένα ένα τα φτερά από τη δεξιά φτερούγα του, όσο ήταν ακόμη ζωντανό. Κραύγαζε από τον πόνο το κοράκι, αλλά δεν άκουγα. Ήμουν ενθουσιασμένος που τα είχα καταφέρει. Οι δεξιόχειρες πρέπει να έχουν φτερό από τη δεξιά πλευρά του πτηνού. Το ήξερες αυτό; Όχι, όχι δεν ήταν ερώτηση, μη μου απαντήσεις» είπε ξανά και ρίχτηκε στο χαρτί για να ξεκινήσει να γράφει. Πήρε ξανά την πένα στο χέρι και βούτηξε τη μύτη στο μελανοδοχείο.

Βαριανάσαινε. Αυτό το σκοτάδι από τη μία τον τρόμαζε· τον έκανε να θέλει να τρέξει και να ξεφύγει. Από την άλλη το αγαπούσε. Ήθελε να βυθιστεί μέσα σ’ αυτό. Το ένιωθε δικό του κομμάτι. Κομμάτι μπλεγμένο στην ψυχή του. Ποιος μπορεί να αποχωριστεί το άλλο κομμάτι του εαυτού του; Κανείς! Κοίταξε πίσω από τις γρίλιες του παραθύρου τους περαστικούς. Ο καθένας έτρεχε να προλάβει να πάει στη δουλειά του. Δεν κοιτούσαν δεξιά και αριστερά. Περπατούσαν σαν υπνωτισμένοι, λες και δεν τους ενδιέφερε να ασχοληθούν. Κάτω από τον μουντό ουρανό που αντίκριζε είδε φευγαλέα μια μαύρη σκιά να πετά. Νόμιζε πως τον γελούσαν τα μάτια του. Τα έτριψε λες και αυτή του η πράξη θα τον βοηθούσε να δει καλύτερα και έπειτα πίεσε με τα δάχτυλά του τις γρίλιες να ανοίξουν. Η ίδια σκιά τώρα έστεκε έξω από το παράθυρό του! Τον κοιτούσε κατάματα και του ψιθύριζε αυτό που ποθούσε περισσότερο. Να ξεριζώσει από μέσα του όλη αυτή την απογοήτευση που του δημιούργησαν όσοι δεν πίστεψαν σ’ αυτόν...

Ένα θόρυβος από το δωμάτιο τον επανέφερε στην πραγματικότητα.

«Μη μιλάς, σου είπα» φώναξε αγριεμένος και σηκώθηκε από τη θέση του. Πλησίασε στην πολυθρόνα που υπήρχε στη γωνία του δωματίου. «Βλέπεις ότι προσπαθώ να συγγράψω ένα καινούργιο έργο» την απείλησε και μετά γέλασε χαιρέκακα για μια στιγμή πριν το χαμόγελό του σβηστεί από το χλομό πρόσωπό του. Έπιασε απαλά το κεφάλι της γυναίκας που είχε γείρει ελαφρά και προσπάθησε να το φέρει στην ευθεία.

«Ξέχασα, καλή μου, ότι δεν μπορείς πλέον να δεις, αλλά δεν πειράζει, γιατί θα σου διηγηθώ όλη την ιστορία μέχρι το τέλος. Μέχρι να βραδιάσει θα έχεις ενθουσιαστεί και θα θέλεις να εκδοθεί το έργο μου» είπε και πήγε στο γραφείο. Πήρε το μελανοδοχείο και γύρισε ξανά στη γυναίκα που βρισκόταν στη πολυθρόνα.

«Μην κουνηθείς» την προειδοποίησε και έφερε το δοχείο στο πρόσωπό της. Ακριβώς μέσα στους οφθαλμούς της είχε καρφωμένα δύο φτερά κορακιού. Το αίμα της είχε βάψει κάθε τρίχα από τα φτερά και έπεφτε αργά μέσα στο δοχείο που κρατούσε ο συγγραφέας.

 

Μαρία Συλαϊδή 

Επιμέλεια: Έλενα Παπαδοπούλου