Καθώς όμως, αντίκριζε το είδωλό της, παρατήρησε κάτι εξωπραγματικό. Κάτι που υπό άλλες συνθήκες θα την είχε κάνει να τρέξει μακριά, αλλά όχι αυτή τη φορά. Αυτήν τη φορά δε θα το έκανε. Θα παρέμενε ακίνητη, σχεδόν θαμπωμένη μπροστά από την ασημένια επιφάνεια του καθρέφτη, που τρεμούλιαζε και έλιωνε διώχνοντας την πραγματική μορφή που είχε και φανερώνοντας μια άλλη πραγματικότητα. Μια πραγματικότητα που ταίριαζε απόλυτα σ’ αυτό που επιθυμούσε όλα αυτά τα χρόνια.
Είχε σχεδόν ξεχάσει την προειδοποιητική ταμπέλα που κρεμόταν έξω από το παλαιοπωλείο. Προειδοποιούσε να μην μπεις μέσα, εάν δε γνωρίζεις τι κρύβει η ψυχή σου. Τα μάτια της, όμως, ήταν πλημμυρισμένα από τα καυτά δάκρυά της και ο ήλιος θάμπωσε για λίγο την όρασή της, όταν έσπρωξε τη πόρτα, για να περάσει μέσα στο μαγαζί και ασυναίσθητα αγνόησε την ταμπέλα. Σαν ένα παράξενο πέπλο να έπεσε στα μάτια και στη μνήμη της και να κάλυψε όλα όσα έπρεπε να δει.
Κοίταξε με περιέργεια τα υπόλοιπα αντικείμενα. Της φάνηκαν ότι όλα ήταν πράγματα αξίας και ξαφνικά αναρωτήθηκε για τον υπάλληλο του μαγαζιού, που ήταν άφαντος. Έπρεπε να τον βρει άμεσα, για να αγοράσει αυτόν τον καθρέφτη, γιατί η ώρα περνούσε και έπρεπε να φύγει, αλλά δεν μπορούσε να φύγει χωρίς αυτόν. Ούτε μπορούσε να φύγει και να γυρίσει ξανά για να τον πάρει, γιατί όσο και αν προσπάθησε να θυμηθεί αυτό το σημείο του δρόμου, τελικά τον είχε κιόλας ξεχάσει. Είχε ξεχάσει εκείνο το τελευταίο στενάκι πριν την κεντρική λεωφόρο. Ήταν παράξενο ακόμα και γι' αυτήν, που τόσες πολλές φορές το είχε προσπεράσει, ή τουλάχιστον δε θυμόταν να είχε διασχίσει έστω και μια φορά εκείνο το φιδίσιο δρομάκι, αλλά τώρα έπρεπε να το αποτυπώσει στη μνήμη της για να επιστρέψει ξανά. Ήθελε απεγνωσμένα αυτό το κομμάτι να κοσμήσει έναν από τους τοίχους του σπιτιού της.
Αφού περιπλανήθηκε για λίγο μέσα στο μαγαζί, επέστρεψε ξανά πίσω στο ίδιο ακριβώς σημείο. Μπροστά από τον καθρέφτη τη στιγμή που οι ώρες της μέρας είχαν μικρύνει φορτικά. Ήταν κιόλας περασμένα μεσάνυχτα. Το φως της πανσελήνου έπεφτε στις σκοτεινές γωνιές και τις φώτιζε. Ήξερε ότι έπρεπε να φύγει, αλλά δεν την ένοιαζε που είχε ξοδέψει τόσο χρόνο εκεί. Τουλάχιστον είχε ξεχάσει τον πόνο που τη στοίχειωνε τόσο καιρό. Είχε ξεχάσει την ασχήμια που την ακολουθούσε σαν κατάρα.
Έστρεψε το βλέμμα της ξανά στον καθρέφτη. Το καθαρό είδωλό της που καθρεφτιζόταν επάνω στη λεία επιφάνειά του την είχε σαγηνεύσει. Κάθε αρνητική σκέψη είχε χαθεί. Της πρόσφερε μια πρωτόγνωρη ηρεμία, που γαλήνευε την ψυχή της, και αυτό το συναίσθημα δεν ήθελε να το αποχωριστεί. Δεν είχε δει ποτέ ξανά την εκδοχή της τόσο λαμπερή. Τόσο όμορφη και τόσο γλυκιά. Ήταν μόνο αυτή απέναντι από το ωραίο είδωλό της. Τίποτα δεν μπορούσε να τη χωρίσει από τη γυναίκα με τα όμορφα ρούχα, που της έγνεφε φιλικά.
«Ο καθρέφτης μ’ αγαπάει!» μουρμούρισε ευχαριστημένη και τα μάτια της άστραψαν από το σκοτάδι που έκρυβαν.
Στο μυαλό της σφηνώθηκε ένα παλιό παραμύθι. Τόσο παλιό που φαινόταν σαν ψέμα μέχρι σήμερα το μεσημέρι που μπήκε μέσα σ’ αυτό το μαγαζί. Ένα παραμύθι που έλεγε για έναν μαγικό καθρέφτη, που χάριζε όσα ποθούσε η ψυχή σου. Αυτό αναζητούσε. Ήθελε να χορτάσει την ψυχή της με όλα όσα είχε στερηθεί. Την ομορφιά και την αποδοχή. Μετά θα χάριζε ένα δώρο στους επικριτές της. Ήθελε να δώσει την ασχήμια που είχε πάνω της σε κάθε γυναίκα που υπήρχε στη δουλειά της. Με τη σειρά της μετά θα χλεύαζε την εμφάνιση που θα είχαν αποκτήσει. Θα έπαιρνε μια στάλα εκδίκησης, που θα τη χαροποιούσε για το υπόλοιπο της ζωής της.
«Μα πώς πάει η φράση;» φώναξε θυμωμένα καθώς πάσχιζε να θυμηθεί τα λόγια.
Το βλέμμα της ξαφνικά άρχισε να αλλάζει. Κάτι μεταξύ θυμού και τρέλας φάνηκε και η ίδια ξέσπασε βίαια σαν μαινόμενη καταιγίδα μέσα στο μαγαζί κάνοντάς το άνω κάτω. Πετούσε δεξιά και αριστερά τα αντικείμενα που υπήρχαν μέσα. Μερικά έσπασαν, άλλα διαλύθηκαν κομμάτι κομμάτι, τα βελουδένια υφάσματα καταστράφηκαν και πολλά χαρτιά σκίστηκαν. Ο πίνακας με τα ζωντανά χρώματα έπεσε κάτω και έβαψε κατακόκκινο το ξύλινο πάτωμα.
Έπειτα γύρισε προς τον καθρέφτη. Τον κοίταξε εκδικητικά. Πίστευε πως της έκρυβε ένα από τα μυστικά που της ανήκαν:
«Πες μου πώς πάνε τα λόγια, αναθεματισμένε καθρέφτη » έσκουξε δυνατά. Με βλέμμα στυλωμένο απαίτησε μια απάντηση από την ασημένια επιφάνεια με τόνο σκληρό, αλλά και πάλι δεν πήρε απάντηση. Ξεφύσηξε αγανακτισμένη. Έπιασε τα μαλλιά της και τα έσπρωξε προς τα πίσω. Το πόοσωπό της είχε σκοτεινιάσει και οι ρυτίδες σαν ρυάκια αυλάκωναν την επιδερμίδα της.
«Όχι, όχι, δεν πρέπει να σου φωνάζω» είπε και ένα χαμόγελο χαράχτηκε στα χείλη της. Θυμόταν. Είχε θυμηθεί αυτό που ήθελε και τώρα δεν έπρεπε να είναι θυμωμένη.
Άπλωσε τα λεπτεπίλεπτα δάχτυλά της, για να αγγίξει την τελειότητα του εαυτού της που θαύμαζε.
«Καθρέφτη, καθρεφτάκι μου...» ψιθύρισε και τότε ο καθρέφτης τρεμούλιασε.
Προτού προλάβει να τελειώσει τη φράση της, μια μορφή εμφανίστηκε στην ασημένια επιφάνειά του. Η όμορφη γυναικεία μορφή με τα χρυσάκτινα μαλλιά είχε εξαφανιστεί από μπροστά της. Εξαφανίστηκε και το δικό της είδωλο. Ένα θρόισμα από τα βάθη της αβύσσου ακούστηκε σε όλο το μαγαζί και την έκανε να παγώσει. Έκανε ένα βήμα προς τα πίσω. Τώρα ήθελε να τρέξει μακριά, αλλά ένα χέρι λιπόσαρκο με μακριά κοφτερά νύχια και μάτια κατάμαυρα σαν του κορακιού την άρπαξε και την έβαλε μέσα στον καθρέφτη. Άνοιξε διάπλατα τα μάτια καθώς η ψυχή της σκάλισε τον σκελετό του καθρέφτη και τότε μπόρεσε να διαβάσει καθαρά τη ταμπέλα, που βρισκόταν ακριβώς απέναντί της.
Μέσα από τον καθρέφτη μπορείς να δεις τη χειρότερη εκδοχή της ψυχής σου.
Μαρία Συλαϊδή