The Author's Promises (Διήγημα 9 - Γοργονίδες, το αίμα των γοργόνων)

Την επόμενη κιόλας μέρα το πρωί, έμαθα ότι η θεία Ευρυάλη μάς είχε αποχαιρετήσει. Ευτυχώς είχα συνέλθει από το σοκ και η εικόνα της είχε σχεδόν διαλυθεί. Δε θα άντεχα να τη θυμάμαι τόσο αδύναμη και τόσο σκοτεινή. Πάντα θαύμαζα αυτό το φως που έβλεπα μέσα στα μάτια της, αλλά τις τελευταίες μέρες, ένας φόβος που είχε σφηνωθεί σαν εφιάλτης μέσα μου με έκανε να αναρωτιέμαι συνεχώς για εκείνο το τελευταίο βλέμμα της, που είχε αποτυπωθεί στη μνήμη μου.

Τα μάτια της ήταν άψυχα. Το χρώμα τους είχε χαθεί και ένα λευκό πέπλο είχε καλύψει τις κόρες των ματιών της. Ήταν λες και είχε σταματήσει να βλέπει τα χρώματα που υπήρχαν γύρω της, τους ανθρώπους και κάθε μορφή ζωής. Ωστόσο, αν παρατηρούσες καλύτερα το βλέμμα της, που ήταν στραμμένο στο παράθυρο, έβλεπες πως πάσχιζε να φτάσει μέχρι τη θάλασσα και, όταν το κατάφερνε, ένας αναστεναγμός ανέβαινε μέχρι το στήθος της και την έπνιγε.

«Καημένη, θεία Ευρυάλη» μουρμούρισα και ανασηκώθηκα στους αγκώνες κοιτάζοντας το δωμάτιο γύρω μου. Κοιμόμουν στο δικό της δωμάτιο, γιατί η θεία Ευρυάλη δεν είχε παιδιά. Για την ακρίβεια δεν είχε παντρευτεί ποτέ. Κάποια καλοκαίρια, όταν την επισκεπτόμουν στο νησί, την άκουγα τις νύχτες να κλαίει με αναφιλητά στον ύπνο της. Αυτός ο κλαθμός διαπερνούσε κάθε κομμάτι της και την ξέσκιζε αργά και βασανιστικά. Πόναγε. Ήταν πόνος και στεναχώρια μαζί. Όλα αυτά τα χρόνια που τη θυμάμαι ένιωθα πως πάντα κάτι της έλειπε. Ένιωθα πως δεν μπορούσε να είναι ολοκληρωμένη. Όχι επειδή δεν το ήθελε, αλλά επειδή δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς. Αυτό μου έλεγε συνεχώς η μαμά, όταν η συζήτηση πήγαινε στη θεία.

Ήταν η μεγαλύτερη αδελφή της μητέρας μου. Την είχαν υιοθετήσει δώδεκα χρονών, όταν κάθε ελπίδα τους να κάνουν ένα παιδί είχε ναυαγήσει. Βέβαια, η ελπίδα, που δεν είχε πει ακόμη τη τελευταία της κουβέντα, αναγεννήθηκε και μετά από δύο χρόνια τους έφερε ένα δικό τους παιδί. Αγάπησαν και τα δυο τους παιδιά το ίδιο. Ποτέ δεν ξεχώρισαν. Τουλάχιστον, έτσι έλεγαν, αλλά η μαμά μου, που την αγαπούσε τη θεία Ευρυάλη, έλεγε πως ήταν η αγαπημένη κόρη τους. Πολλές φορές η μητέρα και ο πατέρας της ξενυχτούσαν στο πλάι της, όταν αυτός ο πόνος και ο οδυρμός γινόταν δυνατός και την έπνιγε. Αυτή η τεράστια αδυναμία που της είχαν δε στεναχωρούσε τη μητέρα μου, γιατί την αγαπούσε και αυτή τόσο πολύ που της ήταν αδύνατον να κάνει το παραμικρό παράπονο.

Με μια ασυνήθιστη όρεξη σηκώθηκα από το κρεβάτι και πλησίασα στο παράθυρο. Άνοιξα τα παραθυρόφυλλα και κοίταξα το τοπίο που ξανοιγόταν μπροστά μου. Η θάλασσα μια ανάσα μακριά σαν ακύμαντος καθρέφτης άφηνε τις βαρκούλες και τα ψαροκάικα να λικνίζονται απαλά. Ψηλά το καθάριο γαλάζιο του ουρανού και αριστερά μου τα βράχια στολισμένα με χορτάρια και αγριολούλουδα. Αξιοζήλευτη η ζωή στο νησί, που είχε διαλέξει να κάνει η θεία μου, και παράλληλα τόσο παράξενη. Το σπίτι της βρισκόταν τόσο κοντά στη θάλασσα, την οποία, όμως, δεν πλησίαζε ποτέ. Ποτέ δεν είχε κολυμπήσει στα νερά της και δεν είχε γευτεί την αλμυρένια γεύση της. Από την άλλη, όταν πήγαινα στο νησί με άφηνε με τις ώρες να κολυμπάω στη γαλάζια αγκαλιά της τη στιγμή που ο ήλιος φιλούσε τα καστανά μαλλιά μου.

Βουτούσαμε με τα παιδιά του νησιού βαθιά στους κόρφους της τους μενεξεδένιους και παίζαμε πετώντας τα νερά ψηλά. Ανάμεσα στους αφρούς της ακρογιαλιάς και το λιοπύρι της καυτερής αμμουδιάς σέρναμε την παιδική μας ψυχή και νιώθαμε τη ζωντανή ανάσα της να σβήνει όλες τις αισθήσεις μας. Το απόγευμα, όταν γύριζα στο σπίτι, η θεία Ευρυάλη ανυπομονούσε να της αφηγηθώ κάθε στιγμή και κάθε συναίσθημα, που γεννήθηκε μέσα μου τη στιγμή που κολυμπούσα. Δεν της αρνήθηκα ποτέ. Κάθε φορά με κοιτούσε κατάματα με αυτά τα τεράστια λαμπερά της μάτια. Τότε, συνέβαινε κάτι πραγματικά περίεργο. Μπορούσα να δω μέσα στα μάτια της πως με ακολουθούσε στις περιπέτειές μου. Ήταν σαν να ζωντάνευαν ξανά όλα όσα είχα ζήσει λίγες ώρες πριν και αυτή βρισκόταν μαζί μου, κολυμπούσε δίπλα μου και τα ξανθά μαλλιά της ήταν κεντημένα με κοχύλια και αστερίες.

Τινάχτηκα από τον ήχο της πόρτας. Η μητέρα μου μόλις με είχε τραβήξει από το ονειροπόλημά μου. Στεκόταν στη πόρτα και με κοιτούσε. Για την ακρίβεια νομίζω πως έψαχνε να βρει την αδελφή της μέσα στο δωμάτιο. Οι κυρτωμένοι ώμοι της πρόδιδαν την αδυναμία του κορμιού της να σταθεί όρθιο. Πάλευε, αλλά δεν τα κατάφερνε αρκετά καλά, ώσπου έσυρε με δυσκολία τα πόδια της ως το κρεβάτι και κάθισε εκεί, βουβή και ασάλευτη να κοιτάζει το αδειανό μαξιλάρι. Δεν έκανα καμιά προσπάθεια για να της μιλήσω. Ήταν δύσκολο όλο αυτό που περνούσε και δεν ήξερα αν μπορούσε να το διαχειριστεί μέχρι τη στιγμή που ξεσφράγισε τα ξεραμένα χείλη της για να μου μιλήσει.

«Το βρήκα σήμερα στα πράγματά της» είπε και το στριφογύρισε με ευλάβεια ανάμεσα στα δάχτυλά της. «Ήθελε να το πάρεις. Είναι δικό σου» πρόσθεσε και το άφησε απαλά στο κρεβάτι.

Ήταν το κολιέ από κοράλλια που φορούσε η θεία Ευρυάλη γύρω από τον λαιμό της, το οποίο δεν το αποχωριζόταν ποτέ. Το κατακόκκινο χρώμα του και το σχέδιό του πολλές φορές είχε κεντρίσει το ενδιαφέρον μου. Όχι για το βαθύ κατακόκκινο χρώμα που είχε, αλλά γιατί έτσι περίτεχνα μπλεγμένο, όπως ήταν, έμοιαζε με κλαδιά κάποιου φυτού, ή για να είμαι ειλικρινής, έμοιαζε με ανθρώπινες φλέβες. Ζωντανές ανθρώπινες φλέβες γεμάτες με αίμα.

Κάθισα απέναντι από τη μητέρα μου και πήρα το κολιέ στο χέρι μου. Αυτή η θαλασσινή αύρα που ανέδιδε πότισε κάθε εκατοστό του σώματός μου. Μια ολόζεστη φρεσκάδα με κατέκλεισε και έμεινα εκεί, ακούνητη και εκστασιασμένη να ρουφάω κάθε συναίσθημα που με τύλιγε. Ήταν λες και το λάγνο αγκάλιασμα της θάλασσας να έγινε ένα με εμένα και εγώ δεν ήθελα να αντισταθώ στο κάλεσμά της. Ήθελα να μπω στα πιο κρυφά μυστικά της και μετά να αναδυθώ κρατώντας την καρδιά της μέσα στα χέρια μου.

«Αυγή, είσαι καλά;» με ταρακούνησε η μητέρα μου για να συνέλθω.

«Ε, ναι. Δηλαδή ίσως. Απλώς έχω μια απορία. Πώς η θεία άφησε το κολιέ της σ’ εμένα;» ρώτησα έκπληκτη.

Η μητέρα μου πήρε μια βαθιά ανάσα και έβαλε το χέρι στη τσέπη του παντελονιού της. Έπειτα έβγαλε έναν φάκελο και το άφησε μπροστά μου.

«Δεν έχω εγώ όλες τις απαντήσεις, καλή μου, αλλά η θεία σου φρόντισε και γι’ αυτό» είπε και δάγκωσε τα χείλη της.

«Ένα γράμμα;» ρώτησα και η μητέρα μου ανασήκωσε τους ώμους αδιάφορα.

Σίγουρα δεν ήξερε να απαντήσει, απλά έκανε όλα όσα της είχε πει η θεία Ευρυάλη. Δεν έχασα άλλο χρόνο. Πήρα τον φάκελο και τον κοίταξα προσεκτικά. Ο γραφικός της χαρακτήρας έμοιαζε με κύματα επάνω στο λευκό περιτύλιγμα. Μόνο η θεία Ευρυάλη μπορούσε να το καταφέρει αυτό. Άνοιξα τον φάκελο και έριξα το κολιέ μέσα.

«Δε θα το διαβάσεις; «με ρώτησε γεμάτη περιέργεια.

«Δεν είναι η κατάλληλη στιγμή» είπα γρήγορα και έβαλα τον φάκελο μέσα στην τσάντα μου.

Δεν ήθελα να προκαλέσω άλλο πόνο στη μητέρα μου, που με κοιτούσε με κομμένη την ανάσα. Ενδιαφερόταν να μάθει τι έλεγε εκείνο το γράμμα, αλλά η θεία Ευρυάλη το είχε εμπιστευτεί σ’ εμένα και θυμόμουν την υπόσχεση που είχα δώσει εκείνο το καλοκαιρινό βράδυ που την είχα δει να κοιτάζει πέρα μακριά τη θάλασσα. Εκεί όπου νομίζεις ότι έχει τέλος, αλλά δεν έχει. Έτσι μου είχε εκμυστηρευτεί.

«Η θάλασσα δεν έχει τέλος· είναι απέραντη σαν τον νυχτερινό ουρανό. Πέρα εκεί όπου το ανθρώπινο βλέμμα δεν μπορεί να φτάσει, υπάρχει ένας άλλος κόσμος. Ένας κόσμος με πανέμορφα πλάσματα που κατοικούν στον βυθό, που ίσως να ανακαλύψεις κάποια μέρα. Αλήθεια, Αυγή, θα ήθελες να ταξιδέψεις τόσο μακριά;» με είχε ρωτήσει με εκείνη τη γαλήνια σχεδόν τραγουδιστή φωνή της.

«Ναι, θέλω» είχα πει με μια ανάσα.

«Τότε θα σε βοηθήσω μια μέρα να πας, για να διορθώσεις το σκοτάδι που μπορεί να υπάρχει εκεί με το δικό σου γλυκό φως, που θυμίζει θάλασσες, ροζ ουρανό και δροσερό καλοκαιρινό αεράκι. Αυτό θα είναι το μυστικό μας. Μου το υπόσχεσαι;» είχε πει και τα πελώρια αστραφτερά της μάτια διαπέρασαν την ψυχή μου.

Ποτέ δεν κατάλαβα τι εννοούσε όταν έλεγε για εκείνο το σκοτάδι. Ούτε η ίδια δε συνέχιζε αυτήν τη συζήτηση όσο και αν επέμενα να μάθω περισσότερα. Αυτή την υπόσχεση που είχα δώσει, όμως, έπρεπε να την κρατήσω για εμένα· δεν έπρεπε να μάθει κανένας άλλος αυτό το μυστικό που είχα με την θεία Ευρυάλη. Και όσο και αν επέμεινε η μητέρα μου να μάθει, αρνήθηκα. Πήρα την τσάντα μου, που είχε μέσα το γράμμα, και κατηφόρισα προς την παραλία.

Εκεί όλα ήταν πάντα τόσο γαλήνια, τόσο όμορφα και τόσο μαγικά. Κάθε φορά έτρεχα να κρυφτώ στην απαλότητα του υγρού κορμιού της. Δεν υπήρχαν προβλήματα, δεν υπήρχε στενοχώρια, δεν υπήρχε τίποτα. Όλα χανόντουσαν. Ήμουν εγώ και αυτή. Μόνες μας να αντικρίζουμε η μία την άλλη. Αφουγκραζόμασταν τα έντονα συναισθήματά μας. Μόνο που αυτή τη φορά ήταν διαφορετικά. Ένιωθα τη δύναμή της να με καλεί με έναν πρωτόγνωρο τρόπο.

Παραμέρισα όλα όσα ένιωθα και ξάπλωσα στην αμμουδιά τη χρυσοκίτρινη αφήνοντάς τη να χρυσώσει το κορμί μου. Οι ακτίνες του ήλιου διαπερνούσαν το ψαθάκι που φορούσα και κεντούσε τα καστανά μαλλιά μου με χρυσές ανταύγειες. Με άλλαζε ολοένα και περισσότερο. Η θάλασσα με μεταμόρφωνε σε αυτό που είχε ονειρευτεί. Την Αυγή του καλοκαιριού. Την ανέμελη έφηβη που δεν ξέχασε ποτέ πώς να ζει κοντά της. Αυτή η αίσθηση με έκανε να νιώθω πάλι παιδί. Ένα μικρό παιδί που λαχταρούσε να βρει τα μυστήρια του κόσμου σκάβοντας βαθιούς λάκκους που από την καρδιά τους θα ανάβλυζε νερό. Ήταν ένα από τα αγαπημένα παιχνίδια που έκανα στην θάλασσα. Το άλλο ήταν να φτιάχνω αλώβητα κάστρα μακριά από τον αφρό των κυμάτων.

Έγειρα το κεφάλι μου ελαφρά και κοίταξα την τσάντα μου. Είχε ανοίξει και μισοφαινόταν το γράμμα της θείας Ευρυάλης. Χαμογέλασα καθώς έβλεπα τα κυματιστά γράμματά της. Τώρα ήμουν πλέον σίγουρη πως σ’ αυτό το μέρος, εδώ στην θάλασσα, θα ήθελε να διαβάσω το γράμμα της. Σηκώθηκα και τράβηξα το γράμμα από την τσάντα. Περπάτησα ως την ακτή και ανακάθισα εκεί όπου έσκαγε το κύμα. Η θάλασσα άστραφτε και παιχνίδιζε φιλώντας τα πόδια μου.

 

Αγαπημένη μου Αυγή.

Αποφάσισα μετά από αρκετή σκέψη να πραγματοποιήσω αυτό που σου είχα υποσχεθεί. Είναι καιρός να μην κλείνω τα μάτια προ των ευθυνών μου και εσύ είσαι η μοναδική ελπίδα μου. Θυμάσαι για τον κόσμο που κατοικεί πέρα μακριά από τον ορίζοντα της θάλασσας που αντικρίζουν τα ανθρώπινα ματάκια σου; Σου είχα πει κάποτε ότι τίποτα δεν τελειώνει. Τίποτα, αρκεί να το πιστέψεις. Αυτό σου ζητάω και σου εναποθέτω το ανεκτίμητο κειμήλιό μου, που ήταν στην κατοχή μου από τη γέννησή μου. Θα με ρωτήσεις τώρα, από τότε που γεννήθηκες, θεία Ευρυάλη, δεν είναι δα και τόσος καιρός. Ναι, ίσως. Ίσως για εσένα. Για εμένα μετράει μια αιωνιότητα. Δεν καταλαβαίνεις, το ξέρω. Μη σουφρώνεις το πανέμορφο πορσελάνινο προσωπάκι σου. Θα καταλάβεις σύντομα, σου το υπόσχομαι. Δούλεψα επί ώρες επάνω σ’ αυτό το γράμμα. Ήθελα να το κάνω τόσο απλό για να το καταλάβεις, αλλά ό,τι και να γράψω δε θα συγκριθεί με αυτό που θα αντικρίσεις. Συγχώρα με, Αυγή μου πολυαγαπημένη, δεν είχα άλλη επιλογή.

Εύχομαι να με καταλάβεις μια μέρα.

Και το κοράλλι γεννήθηκε

από την κόρη της θάλασσας!

Έμεινα σκυμμένη πάνω από το γράμμα. Όλα ήταν τόσο μπερδεμένα και αδυνατούσα να καταλάβω τι ήθελε να κάνω. Δε μου έδινε συγκεκριμένες οδηγίες για να ξεκινήσω από κάπου. Το μοναδικό που είχε αναφέρει ήταν εκείνο το μέρος και η υπόσχεση που κράτησε. Πώς, όμως, μπορούσα να βοηθήσω όταν δεν ήξερα τι έπρεπε να κάνω;

Ξεφήσηξα και δίπλωσα με ευλάβεια το γράμμα. Το άφησα να γλιστρήσει μέσα στον φάκελο και με τα ακροδάχτυλά μου τράβηξα το κολιέ από κοράλλια που βρισκόταν μέσα. Ήμουν σίγουρη ότι στο μέλλον θα μου χρειαζόταν. Υπήρχαν ερωτηματικά στα οποία έπρεπε να βρω μια απάντηση και η απάντηση που είχα δε με κάλυπτε. Ένα ασαφές γράμμα και ένα κολιέ από κοράλλια δεν ήταν η βοήθεια που ήθελα. Παρ’ όλα αυτά δε σταμάτησα να χαϊδεύω το κολιέ και να το θαυμάζω. Το κατακόκκινο μεθυστικό του χρώμα σε μαγνήτιζε. Το στριφογύριζα και το εξέταζα προσεκτικά. Ήθελα να μάθω περισσότερα. Την ιστορία του, αλλά δεν μπορούσε να μου δώσει περισσότερες πληροφορίες πέρα από τη λάμψη του. Ήταν τόσο έντονη η επιθυμία μου να το φορέσω που δεν άντεξα. Άνοιξα το ασημένιο κούμπωμά του και το φόρεσα στον λαιμό μου.

Ένιωσα μια ανατριχίλα σε όλο το κορμί μου και ένας απαλός συριγμός βγήκε μέσα από τα χείλη μου. Ένα τρέμουλο σαν χτυποκάρδι με έκανε να στραβοκαταπιώ άτσαλα. Ξαφνικά η αλμύρα της θάλασσας έγινε εντονότερη και η γαλήνια σκέψη μου μετατράπηκε σε τρόμο. Η θάλασσα, αυτός ο ακύμαντος καθρέφτης που αντίκριζα πριν λίγα λεπτά, είχε θεριέψει. Ο οδυρμός της ορθώθηκε μπροστά μου σαν τοίχος σηκώνοντας μια τρικυμία που αν ξέσπαγε θα κατάπινε ολόκληρο το νησί. Η ένταση του ανέμου μεταβαλλόταν απότομα και παροδικά. Άλλοτε φυσούσε μανιασμένα και άλλοτε ηρεμούσε για μερικά λεπτά. Θαρρείς πως μάζευε δυνάμεις για να επιτεθεί.

Οπισθοχώρησα τρομοκρατημένη. Δεν είχα ξαναδεί ένα τέτοιο θέαμα. Προσπάθησα να τρέξω, να ξεφύγω, αλλά δεν τα κατάφερα. Μέτρησα μόνο τρία βήματα. Μόνο τρία βήματα κατάφερα να κάνω και μετά μια απότομη ζαλάδα θόλωσε την όρασή μου. Λίγο πριν χάσω τις αισθήσεις μου, κοίταξα ζαλισμένη τη θάλασσα. Πάλευε λες και ήθελε να αναδυθεί μια άλλη οντότητα από μέσα της και τότε, μέσα σε όλη αυτήν την τρικυμία, είδα στα νερά της μια μελανή απόχρωση σαν κηλίδα να εξαπλώνεται πνίγοντας το όμορφο γαλάζιο χρώμα της.

Όταν συνήλθα, οι χρυσές ακτίνες του βασιλιά της μέρας αργοπέθαιναν σιγά σιγά παιχνιδίζοντας στα αφρισμένα κύματα. Ο ολοπόρφυρος χιτώνας του με τις αμέτρητες πύρινες γλώσσες μάς αποχαιρετούσε. Ήταν λες και είχε ανατείλει για στερνή φορά. Πέθαινε αργά και τελετουργικά αφήνοντας πίσω του μια νοσταλγία που έκαιγε την καρδιά σου. Η ένταση του ανέμου είχε σχεδόν κοπάσει. Η τρικυμία είχε σταματήσει και όμως εγώ ένιωθα πως κάτι είχε αλλάξει. Κάτι ήταν διαφορετικό. Το ένιωθα μέσα μου και μου πήρε μόλις λίγα λεπτά για να συνειδητοποιήσω τι είχε συμβεί.

Η θάλασσα δεν έσμιγε με τον ουρανό όπως έβλεπαν μέχρι πριν λίγη ώρα τα μάτια μου. Τώρα έβλεπα αυτό που μου έλεγε η θεία Ευρυάλη. Δεν υπήρχε τέλος. Πέρα μακριά τυλιγμένα στις εσχάτιες νύχτες διέκρινα το σύμπλεγμα τριών νησιών. Οι βράχοι τους έμοιαζαν με ουράνιο τόξο, αλλά οι καταιγίδες και οι τρικυμίες είχαν ξεσπάσει επάνω τους απορροφώντας όλο αυτό το φως και δεν το άφηναν να αναδυθεί. Βαριανάσανα με δυσκολία. Έπιασα και έσφιξα δυνατά μέσα στα χέρια μου το κολιέ από κοράλλια. Έριξα μια βιαστική ματιά τριγύρω. Μια πρωτοφανής κοχυλοπλημμύρα είχε καλύψει όλη την έκταση της αμμουδιάς. Έμοιαζε με όνειρο, αλλά δεν ήταν. Δε βρισκόμουν στο νησί. Βρισκόμουν στις Γοργάδες. Θυμήθηκα τον τελευταίο χαιρετισμό της θείας Ευρυάλης στο γράμμα που μου είχε αφήσει.

«Και το κοράλλι γεννήθηκε από την κόρη της θάλασσας»

Η θεία Ευρυάλη, η υιοθετημένη αδελφή της μητέρας μου, ήταν μία γοργόνα. Αυτή που είχε προκαλέσει τον αφανισμό των γοργονίδων. Τώρα καταλάβαινα γιατί το κολιέ από κοράλλια μού θύμιζε ζωντανό αίμα. Όλα ήταν πλέον ξεκάθαρα. Προτού αλλάξω γνώμη, μπήκα στο παγωμένο νερό. Έριξα μια τελευταία ματιά σ’ αυτό το παράξενο μέρος. Πήρα μια βαθιά ανάσα και βούτηξα.

Το κολιέ από κοράλλια με βοηθούσε να ανασαίνω κάτω από το νερό. Δεν ήμουν γοργόνα. Δεν είχα αστραφτερή ουρά στα χρώματα των διαμαντιών. Ούτε στα μαλλιά μου είχα κοχύλια και αστερίες. Ήμουν η Αυγή. Η έφηβη που βούτηξε χωρίς να το πολυσκεφτεί σ’ αυτά τα μυστηριώδη νερά. Φορούσα το μαγιό μου και είχα τα δικά μου πόδια, για να μπορέσω να κολυμπάω. Το κολιέ σίγουρα είχε δυνάμεις, που δεν μπορούσα να κατανοήσω ακόμη, αλλά ήταν μια ευκαιρία για να φτάσω μέχρι εκεί που ήθελε η θεία Ευρυάλη και να διώξω το σκοτάδι, που μου είχε πει εκείνο το βράδυ.

Κολυμπούσα όσο πιο γρήγορα μπορούσα στο αμυδρό φως, που άλλοτε γινόταν έντονο και άλλοτε έμοιαζε σαν ένα κερί που σιγοέκαιγε. Δεν είχα συναντήσει ακόμη κάποια θαλάσσια ζωή. Όλα έμοιαζαν εγκαταλελειμμένα. Ένας βυθός ολωσδιόλου απόμακρος και σκοτεινός. Απλωνόταν μπροστά μου απειλητικός, γεμάτο μυστήριο. Μόνο τα ξεχασμένα ναυαγισμένα καράβια υπήρχαν σκορπισμένα σαν φαντάσματα του παρελθόντος. Καράβια ξύλινα και ατσάλινα κομμένα στα δυο. Συντρίμμια από μια τραγωδία που δεν είχε ειπωθεί ποτέ. Έμεινε ξεχασμένη η ιστορία τους να μονολογεί για τα ορμητικά κύματα και τα μυστηριώδη πλάσματα που το προκάλεσαν. Άκουγα. Άκουγα με προσοχή αυτό το παραλήρημά της. Και όσο άκουγα να αφηγείται την ιστορία των ναυαγισμένων καραβιών, τόσο αναριγούσα και έβαζα δύναμη στα χέρια και στα πόδια και κολυμπούσα ακόμη πιο γρήγορα για να φύγω από εκείνο το στοιχειωμένο μέρος.

Έπειτα από αρκετή ώρα περιπλάνησης στον βυθό, παρατήρησα ότι η μαύρη κηλίδα σιγά σιγά υποχωρούσε και άφηνε να φανεί ένα καθάριο, ολοζώντανο βαθυγάλανο χρώμα. Έστρεψα το βλέμμα μου ψηλά, στην επιφάνεια της θάλασσας, και ξεχώρισα καθαρά την πανσέληνο και τα ασημοκεντημένα αστέρια που ήταν καρφωμένα στον ουρανό. Η απερίγραπτη λάμψη τους έπεφτε στη λεία επιφάνεια και φώτιζε όλο τον βυθό. Κοιτούσα γύρω μου έκθαμβη με το στόμα ανοιχτό. Μέσα στη θάλασσα υπήρχαν στοές φτιαγμένες από μαργαριτάρια. Σπίτια από κοχύλια και κοπάδια ψαριών ξεπετάγονταν από ‘δω και από ‘κει. Είχα φτάσει σίγουρα στις γοργάδες, στα τρία νησιά πέρα από τις εσχάτιες νύχτες, στο σύμπλεγμα των Εσπερίδων.

Τίναξα τα πόδια μου για να κολυμπήσω, αλλά ένα χέρι με άρπαξε απότομα προς τα πίσω και με έσυρε σε μια σκοτεινή στοά. Γύρισα και κοίταξα την άγνωστη. Ήταν μια μικρή γοργόνα. Πάνω κάτω θα είχαμε την ίδια ηλικία. Γούρλωσα τα μάτια έκπληκτη και πριν αρχίσω να φωνάζω μου έκλεισε το στόμα με το χέρι της.

«Μείνε σιωπηλή αν θέλεις να ζήσεις» είπε και μου έδειξε τρείς γοργονάντρες που έψαχναν τον βυθό.

Ήταν οι μοναδικοί που οι ουρές τους ήταν τόσο αστραφτερές, που μου θύμιζαν διαμάντια. Είχαν κοντά μαύρα στιλπνά μαλλιά σαν την μαύρη κηλίδα που είχα συναντήσει. Δεν έμοιαζαν φιλικοί. Ήταν επιθετικοί με τους άλλους γοργονοανθρώπους. Εκείνοι δεν είχαν την ίδια ζωντάνια επάνω τους. Οι ουρές τους ήταν ξεθωριασμένες και το πρόσωπό τους ρυτιδιασμένο, σχεδόν σκαμμένο και τα μάτια τους ήταν άχρωμα. Σαν τα μάτια της θείας Ευρυάλης.

Όπου και αν έστρεφα το βλέμμα μου, έβλεπα το ίδιο ακριβώς θέαμα. Οι γοργονάνθρωποι ήταν εκατοντάδες και είχαν ακριβώς αυτήν τη μουντή εμφάνιση. Δεν κολυμπούσαν· απλά ήταν ακίνητοι. Ήταν αδύναμοι και ανορεξικοί. Δεν ήταν σαν τις ιστορίες και τα παραμύθια που είχα διαβάσει. Αυτά τα πλάσματα δεν ήταν μαγευτικά. Ήταν στολισμένοι με το κόσμημα της λύπης που κατέτρωγε κάθε μορφή ζωής από μέσα τους και τους άφηνε κενούς με βλέμμα απλανές να ατενίζουν ένα αβέβαιο μέλλον.

«Τι συνέβη;» κατάφερα να ψελλίσω μέσα από τα δόντια μου.

«Το κολιέ από κοράλλια που φοράς» είπε θυμωμένα η μικρόσωμη γοργόνα.

Έπιασα απότομα το κολιέ, για να το προστατεύσω. Η άγνωστη γοργόνα είχε στηλώσει το βλέμμα της επάνω του και τα χέρια της ήταν έτοιμα να το αρπάξουν.

«Αδύνατον!» τσίριξα και προσπάθησα να αποτραβηχτώ, αλλά δεν τα κατάφερα· η λαβή της ήταν σαν αλυσίδα γύρω από το μπράτσο μου.

«Μην κάνεις καμιά βλακεία» με προειδοποίησε αυστηρά. Τα μάτια της σπινθηροβολούσαν σε κάθε λέξη της. Άθελά μου υπάκουσα στις διαταγές της, γιατί απ’ ότι κατάλαβα ήμουν πλέον αιχμάλωτη.

Με κοίταξε για δυο λεπτά από πάνω έως κάτω. Έκανε μια απότομη στροφή γύρω μου και μετά μούγκρισε κάπως απογοητευμένα.

«Ώστε η Ευρυάλη δεν τα κατάφερε. Έκανε κόρη δίχως να μπορέσει να της δώσει τη δύναμη της μεταμόρφωσης» είπε και γέλασε ειρωνικά.

«Κόρη; Ευρυάλη; Μα πώς ξέρεις την Ευρυάλη;» ρώτησα για να καταλάβω τι συνέβαινε.

Η μικρόσωμη γοργόνα βρυχήθηκε δυνατά «Άκου, άνθρωπε, εσύ θα πληρώσεις για όλα. Το αίμα των γοργονίδων βαραίνει τη μητέρα σου, την Ευρυάλη, και κατ’ επέκταση εσένα» εξήγησε και τίναξε απότομα την ουρά της.

«Η Ευρυάλη δεν είναι μητέρα μου» είπα και προσπάθησα να φύγω μακριά της.

Συνοφρυώθηκε και με φωνή που ήταν ξεκάθαρα εχθρική φώναξε «Ξέρω ποια είσαι. Μην το αρνείσαι».

«Δεν είμαι κόρη της, σου το ορκίζομαι» εξήγησα όσο πιο ήρεμα μπορούσα.

Η γοργόνα σιώπησε. Κοίταξε τριγύρω προσεκτικά και μετά το βλέμμα της έπεσε επάνω στο κολιέ από κοράλλια.

«Γιατί φοράς το κολιέ;» ρώτησε μετά από μερικά λεπτά.

«Μου το έδωσε η θεία Ευρυάλη για να... για να...» ένιωσα ένα σφίξιμο στο στομάχι και ένας κόμπος στον λαιμό με έκανε να σταματήσω.

«Για να;» ρώτησε γεμάτη περιέργεια η γοργόνα.

«Για να διορθώσω το σκοτάδι που βρίσκεται εδώ, έτσι μου είπε. Είπε ότι μπορώ, αλλά ως τώρα δεν έχω βρει τον τρόπο» είπα και ξεφύσηξα ανακουφισμένη.

Η γοργόνα δε με κοιτούσε πλέον εχθρικά. Το βλέμμα της είχε ημερέψει, ήταν πιο γλυκό και σιγά σιγά ξέσφιξε το χέρι της μέχρι που με απελευθέρωσε.

«Μάλιστα!» μουρμούρισε.

«Πώς θα το καταφέρω;» τη ρώτησα προσπαθώντας να φανώ φιλική.

«Δεν μπορείς!» αποκάλυψε και έσφιξε δυνατά τα χείλη της.

«Μα, η θεία Ευρυάλη είπε...» Δεν με άφησε να ολοκληρώσω αυτό που ήθελα να πω και ορθώθηκε μπροστά μου σαν θεόρατο τοίχος.

«Η Ευρυάλη δε σου είπε όλη την αλήθεια!»

«Δηλαδή;» ρώτησα κάπως αγχωμένη.

«Θυσία! Κανείς δε φεύγει από το σύμπλεγμα των νησιών αν παραδώσει το κολιέ από κοράλλια. Δε θα μπορέσεις να φύγεις ποτέ από τις Γοργάδες και δε θα μπορέσεις ποτέ να τα βάλεις με τον απόγονο της Μέδουσας, που δολοφονήθηκε από έναν θνητό» είπε και ένιωσα ένα κύμα μέσα μου να αφρίζει.

«Ποια είσαι;» ψέλλισα αργά.

«Είμαι η κόρη της Σθενούς και ορκισμένη εχθρός των ανθρώπων που μας έφεραν σ’ αυτήν την κατάσταση» είπε αγριεμένα και τα μάτια της άστραψαν.

Πάγωσα από τον τρόμο όταν κατάλαβα τι είχε συμβεί. Ήμουν εκεί, όχι για να δώσω το φως, αλλά για να χάσω το δικό μου. Να χάσω τη ζωή μου. Με ξεγέλασε. Η θεία Ευρυάλη με ξεγέλασε. Αυτή η μαγευτική μορφή των παιδικών μου χρόνων, η αδίστακτη γοργόνα, έπαιξε με τη ζωή μου.

«Όχι, δεν μπορώ να το πιστέψω αυτό!» ψέλλισα και κοίταξα ευθεία μπροστά.

Και όμως όσο και αν δεν ήθελα να το πιστέψω αυτό που μου αποκάλυψε η γοργόνα, μέσα μου, κάπου εκεί βαθιά, υπήρχε σφηνωμένος ο φόβος που μου ψιθύριζε ότι κάπου όλο αυτό έκρυβε μια αλήθεια. Εκείνη τη συγγνώμη που μου είχε γράψει η θεία Ευρυάλη στο γράμμα. Εκείνη η συγγνώμη που δεν ήξερα γιατί την είχε γράψει.

Στραβοκατάπια άτσαλα και ξάφνου ένιωσα το φως να φεύγει από τα μάτια μου. Ήταν η απογοήτευση που μεγάλωνε και γινόταν κομμάτι μου. Είχα εμπιστευτεί τον λάθος άνθρωπο. Η γοργόνα ήταν δίπλα μου και με κοιτούσε αμίλητη. Κουνούσε απρόθυμα την ουρά της δεξιά και αριστερά. Είχε βρεθεί και αυτή όπως και εγώ σε μια παράξενη σύμπτωση.

«Δυστυχώς πρέπει να με ακολουθήσεις» είπε διστακτικά

Κούνησα απλά το κεφάλι μου κοιτάζοντας γύρω μου. Ήξερα ότι αυτό έπρεπε να κάνω. Αυτό το μέρος δεν εξέπεμπε φως. Είχε μια θαμπή λάμψη. Η Ευρυάλη είχε κλέψει τη ζωή του βυθού βυθίζοντας τα πλάσματα που ζούσαν εδώ σε έναν αέναο θάνατο. Έπρεπε να παραδώσω το αίμα των γοργονίδων στη μητέρα της γοργόνας, τη Σθενώ, την τελευταία ζωντανή δύναμη που είχε η θάλασσα και μετά από αυτό σκοτάδι. Σκοτάδι στα δικά μου μάτια. Η Αυγή θα θυσιαζόταν στον ανεξιχνίαστο κόσμο των Γοργάδων.

Πρώτη ξεκίνησε η μικρή γοργόνα και χωρίς να χάσω άλλο χρόνο ακολούθησα τη μορφή της σχίζοντας τα θολωμένα νερά της θάλασσας. Παρατηρούσα με μεγάλη προσοχή όλα όσα συνέβαιναν γύρω μου. Τα ψάρια, μικρά και μεγάλα. Τους γοργονανθρώπους και τα φύκια που υπήρχαν εδώ. Και για άλλη μια φορά κατάλαβα πως όλα όσα συνέβαιναν εδώ κάτω μπορούσαν να περιγραφούν με μόνο με μία λέξη: Θάνατος. Αυτό το μέρος ήταν στοιχειωμένο και τα φαντάσματα που ζούσαν απλά παρασέρνονταν από τα ρεύματα της θάλασσας. Δεν είχαν ζωή, θέληση και δύναμη. Τους τα είχε πάρει όλα η θεία Ευρυάλη.

Μέσα στα τόσα ερωτηματικά που με βασάνιζαν δεν κατάλαβα πως είχαμε διασχίσει ήδη το δεύτερο νησί και κατευθυνόμασταν στο τελευταίο. Στο τρίτο νησί όπου κατοικούσε η Σθενώ. Το παρατήρησα στο βλέμμα της μικρής γοργόνας. Μόλις αντίκρισα τους βράχους που κλυδωνίζονταν και το αλμυρό νερό που σύριζε λες και οι φωνές των φαντασμάτων έτρεχαν προς το μέρος μου ένιωσα μια ζαλάδα. Μια ζαλάδα που προμήνυε τον αφανισμό μου. Και αυτό το μέρος που μου προκαλούσε τρόμο και ταραχή ήταν πέρα για πέρα η καταδίκη μου. Σταματήσαμε λίγο πριν βρεθώ μια ανάσα κοντά στη Σθενώ. Πάντα πίστευα ότι οι γοργόνες είναι πανέμορφα πλάσματα με χρωματιστές ουρές και μακριά κατσαρά μαλλιά κεντημένα με κοχύλια και αστερίες. Πάντα πίστευα πως από τα μάτια τους ανάβλυζε η ζωή. Η θαλασσινή ζωή, όμως, όχι, δε συνέβαινε αυτό. Είχα κάνει λάθος. Ένα τρομερό λάθος.

Ανοιγόκλεισα γρήγορα τα μάτια μου. Ένα βαθύ καρδιοχτύπι που όλο και δυνάμωνε τάραξε το στήθος μου. Η κάτωχρη γοργόνα με τα πυρόξανθα μαλλιά και τα σκούρα μάτια που θύμιζαν την άβυσσο καθόταν σε έναν θρόνο από σαπισμένα φύκια. Η ουρά της ήταν σκούρα, μαύρη σαν το ζοφερό σκοτάδι της νύχτας. Χτυπούσε τα μεγάλα γαμψά νύχια της στη ράχη ενός δελφινιού. Με την ορμή που έπεφτε το χέρι της επάνω στο δελφίνι τα νύχια της τρυπούσαν το δέρμα του και αυτό έκανε μεγάλη προσπάθεια, για να καταπνίξει τον πόνο του. Ένιωσα αυτά τα τεράστια νύχια να γραπώνονται γύρω από τον λαιμό μου και να χορταίνουν με τους τελευταίους χτύπους της καρδιάς μου.

«Όχι!» φώναξα τρομοκρατημένη και το βλέμμα της καρφώθηκε επάνω μου.

Μόλις με είχε δει. Η σκοτεινή μορφή της σηκώθηκε από τον θρόνο και κολύμπησε μέχρι που έφτασε μπροστά μου. Ανάσανε βαθιά και έγλειψε τα χείλη της αφήνοντας τα κοφτερά της δόντια να φανούν. Ήταν ένα τέρας. Ένα άγριο και επιβλητικό τέρας, πανούργο και αμείλικτο. Και όσο και αν προσπάθησα να κολυμπήσω για να φύγω μακριά της δεν τα κατάφερα. Με κάποιο τρόπο με είχε κάνει να παραμείνω στη θέση μου, ακίνητη και καταδικασμένη.

«Για δες τι μας έστειλε η Ευρυάλη!» είπε κοφτά και πίεσε με το ωχρό χέρι της το στήθος μου «Φόβος. Χρειάζομαι αυτόν τον φόβο. Με κρατάει ζωντανή!» είπε και κατέβασε το χέρι της.

«Μητέρα...» προσπάθησε να μιλήσει η μικρή γοργόνα, αλλά η Σθενώ τής έκανε νόημα να σταματήσει.

«Μα μητέρα..» προσπάθησε ξανά και τότε παρατήρησα ένα υπόγειο κύμα να καλπάζει προς το μέρος μας.

«Πάψε!» ούρλιαξε αγριεμένη και τα μάτια της άστραψαν.

Η μικρή γοργόνα ζήτησε αμέσως συγγνώμη και οπισθοχώρησε με σκυμμένο κεφάλι.

«Μην ξεχνάς τη θέση σου!» καύχασε και στράφηκε ξανά σε εμένα.

Τα μάτια της έπεσαν στο κολιέ από κοράλλια που φορούσα στο λαιμό. Είδα το στήθος της να φουσκώνει από ευχαρίστηση. Έκανε απότομα μεταβολή, κάθισε ξανά στον θρόνο της και μόρφασε περιφρονητικά.

«Μόνο που δεν είσαι γοργόνα. Η Ευρυάλη δεν τα κατάφερε και τόσο καλά. Πώς θυσιάζει έναν άνθρωπο; Αυτή που θυσίασε ολόκληρο βυθό για έναν άνθρωπο. Αυτή, που πρόδωσε τις αδελφές της για την αγάπη ενός ανθρώπου, έστειλε εσένα να διώξεις το σκοτάδι. Μα εμένα δεν μπορεί να με διώξει κανένας από το σπίτι μου. Κρίμα! Κρίμα!» μονολόγησε και η ελπίδα αναζωπυρώθηκε μέσα μου.

Ήξερα. Ήξερα πως δεν είχα κάνει λάθος. Δεν μπορεί να είχα κάνει τόσο λάθος. Τουλάχιστον εγώ δεν είχα κάνει λάθος. Βρισκόμουν στη σωστή πλευρά. Ήμουν με την καλή, που θα προστάτευε ακόμα και κάποιον που δεν ήταν του είδους της. Αυτή η μελωδική φωνή και τα πελώρια καταγάλανα μάτια της θείας Ευρυάλης ήταν η μοναδική αλήθεια των παιδικών μου χρόνων. Η ανάμνησή της με γέμισε με ελπίδα. Ένιωσα το αίμα των γοργονίδων να εισχωρεί μέσα μου και να γίνεται ένα μ’ εμένα. Τραντάχτηκε ολόκληρος ο κόσμος μου. Διαμάντια στόλισαν τα πόδια μου, που δεν άργησαν να μεταμορφωθούν σε μια πανέμορφη ουρά στα χρώματα του ουράνιου τόξου. Φως. Τόσο φως δεν είχα δει πουθενά. Ανάβλυζε άπλετο από μέσα μου και ξεχυνόταν σε όλο τον βυθό. Έδιωχνε εκείνο το σκοτάδι της Σθενούς, η οποία κοιτούσε έντρομη όλη αυτή την αλλαγή.

«Δεν μπορεί, είσαι θνητή!» τραύλισε σαστισμένη, καθώς έβλεπε την κυριαρχία της να γκρεμίζεται από το φως μου. Εκείνο το φως που η θεία Ευρυάλη είχε πει πως θα επέστρεφε και θα έσωζε τον βυθό και τότε κατάλαβα κάθε λέξη που μου έγραφε σε εκείνο το γράμμα:

Και το κοράλλι γεννήθηκε από την κόρη της θάλασσας.

Ήμουν η αναγέννηση. Η αρχή για έναν καινούριο κόσμο, πιο φωτεινό.

Μαρία Συλαϊδή