The Author's Promises (Διήγημα 11 - To Πορτρέτο του Μοναστηριού)

Κανένας δεν είχε περπατήσει ως εκεί, πόσο μάλλον να βρεθεί στις σκοτεινές περιοχές πίσω από τα βουνά. Αν και η απόσταση από το χωριό δεν ήταν ιδιαίτερα μακρινή, ωστόσο για κάποιο λόγο, που δεν ήξεραν, όλοι οι χωρικοί απέφευγαν να πηγαίνουν από αυτό το μονοπάτι. Προτιμούσαν να κάνουν τον κύκλο από τον κακοφτιαγμένο και επικίνδυνο δρόμο, που ήταν γεμάτος από χαλίκια και βράχους που έπεφταν, παρά να περάσουν έστω και μερικά δευτερόλεπτα στο απόμακρο μονοπάτι, που έβλεπε προς το μοναστήρι.

Σάββατο βράδυ, διακοπές στο χωριό, περασμένα μεσάνυχτα και ούτε που κατάλαβαν πώς τους έβγαλε ο δρόμος σε εκείνα τα λημέρια. Πάντα οι συζητήσεις που είχαν μεταξύ τους τους έκαναν να αποπροσανατολίζονται. Κατάλαβαν πως είχαν πάρει λάθος δρόμο, όταν είδαν το μονοπάτι που οδηγούσε στις σκοτεινές περιοχές και το βαθύ ποτάμι που κυλούσε προς το μοναστήρι. Το νερό του ήταν τόσο λαμπερό, που επάνω του καθρεφτιζόταν το ασημόχλωμο φεγγάρι.

Τους πήρε λίγα μόλις λεπτά να διώξουν όλες τις δεισιδαιμονίες και τις παράλογες προκαταλήψεις των κατοίκων και να θαυμάσουν αυτήν την απέραντη ομορφιά. Μετά από το μονοπάτι, μπροστά τους, σε μικρή απόσταση απλωνόταν το βαθυπράσινο, πευκόφυτο δάσος. Ούτε ένας ψίθυρος δεν ακουγόταν, αλλά είχε και αυτό την ομορφιά του και την εξήγησή του. Ήταν νύχτα, όλα τα ζώα ήταν στις φωλιές τους ή κρύβονταν φοβισμένα στις κουφάλες των δέντρων και στους πυκνούς θάμνους. Άνθρωπος δεν είχε πατήσει το πόδι του εκεί για πολλά πολλά χρόνια. Δεκαετίες ολόκληρες.

Ήταν λογικό να μη συναντήσουν καμιά μορφή ζωής.

Προχώρησαν κι άλλο, ενώ δε χόρταιναν να αναπνέουν τον αλλιώτικο αέρα που υπήρχε εκεί. Τα δέντρα ολοένα και υψώνονταν και τα πυκνά τους φύλλα ενώνονταν μεταξύ τους σχηματίζοντας αδιαπέραστα τείχη. Όσο περπατούσαν πιο μέσα στο δάσος, τόσο πλησίαζαν το μοναστήρι που ήταν καρφωμένο στην κορυφή του λόφου. Πλέον ήταν λίγα μόλις βήματα μακριά τους. Το φως του φεγγαριού έπεφτε επάνω στις σαθρές πέτρες του και του έδινε την εικόνα μιας απόκοσμης ομορφιάς.

«Σπουδαίο αυτό το μέρος, Μπίλλυ!» είπε ο Ένταν διακόπτοντας τη σιωπή που είχε πέσει μεταξύ τους, αλλά δεν πήρε απάντηση.

Είχαν απορροφηθεί όλοι από τη μαγεία των σκοτεινών περιοχών και δεν είχαν παρατηρήσει ότι έλειπε κάποιος από την παρέα τους. Ο Ένταν έστρεψε το βλέμμα του και παρατήρησε ότι ο Μπίλλυ δεν υπήρχε δίπλα του. Κοιτάχτηκαν μεταξύ τους. Μια παράξενη ανατριχίλα τύλιξε το κορμί τους. Ο Μπίλλυ είχε εξαφανιστεί και κανένας δεν το είχε καταλάβει.

«Το ήξερα! οι παλιοί ξέρουν καλύτερα από εμάς!» είπε τρομαγμένος ο Στίβεν.

«Πάψε!» φώναξε εκνευρισμένος ο Ένταν.

Γύρισε αμέσως πίσω και κοίταξε τον δρόμο που είχαν περπατήσει, δεν ήταν όμως ο ίδιος… Κάτι είχε αλλάξει. Ενώ όλοι μαζί είχαν διασχίσει ένα πευκόφυτο δάσος γεμάτο πανύψηλα δέντρα, τώρα, αυτός, έβλεπε πίσω του ένα άλλο μέρος. Τα γέρικα δέντρα ήταν γυμνά. Έγερναν εδώ και εκεί και τα κλαδιά τους ήταν αδύναμα. Έπεφταν απειλητικά προς το μέρος τους έτοιμα να τους αρπάξουν. Στραβοκατάπιε και χωρίς να μιλήσει γύρισε προς τους άλλους, που ήταν ακόμη τρομοκρατημένοι με την εξαφάνιση του Μπίλλυ.

«Λοιπόν, θα περπατήσουμε μέχρι να βρούμε τον Μπίλλυ» είπε ο Ένταν και έκανε νόημα να προχωρήσουν μπροστά.

Υπήρχε, όμως, ένα ακόμα ερώτημα που ορθώθηκε μπροστά τους. Το σκοτεινό μοναστήρι είχε φως!

«Δεν προχωράω άλλο, αυτό το μέρος είναι στοιχειωμένο» αντέδρασε ο Στίβεν αισθητά ταρακουνημένος.

«Μην είσαι ανόητος! ο Μπίλλυ σίγουρα μπήκε στο μοναστήρι. Ξέρεις πόσο του αρέσουν τα μυστήρια» τον καθησύχασε ο Άντριους και ξεκίνησε πρώτος να ανηφορίζει τον λόφο.

Ο Ένταν και ο Στίβεν κοιτάχτηκαν μεταξύ τους. Ο Νίκολας δε θέλησε να μιλήσει. Ο φόβος του είχε κόψει τη μιλιά, έτσι ακολούθησε τους υπόλοιπους χωρίς να φέρει αντίρρηση.

Σε εκείνο το μέρος, καθώς περπατούσαν προς το μοναστήρι, όσο και αν προσπαθούσαν να μην το σκέφτονται, η ατμόσφαιρα βάραινε αφόρητα. Το σκοτάδι πύκνωνε περισσότερο, ήταν λες και βασίλευε η αιώνια σκοτεινιά και ενώ ένιωθαν το αίμα μέσα τους να ρέει καυτό κάτι στα νευρικά βήματά τους τους υπενθύμισε ότι ήταν κιόλας νεκροί.

Το μοναστήρι ήταν ένα τεράστιο οίκημα. Γύρω του δεν υπήρχε ούτε ένα δέντρο, ούτε βλάστηση, ούτε κάποιο λουλούδι. Δεν υπήρχε τίποτα πέρα από μια σκούρα λάσπη που έφτανε μέχρι τα πρώτα σκαλιά. Το φως του χλωμού φεγγαριού έπεφτε στα παράθυρα και έκανε τα τζάμια να γυαλίζουν. Όλα είχαν το ίδιο βαθύ κόκκινο χρώμα. Όπου και αν κοίταξαν, είδαν το ίδιο ακριβώς. Τα καταλύματα του μοναστηριού είχαν κόκκινα τζάμια. Καμία λάμπα και κανένα καντήλι δεν έφεγγε από μέσα. Όλα ήταν σκοτεινά στις επάνω αίθουσες. Μόνο μια μικρή φλόγα πήγαινε εδώ και εκεί στην κάτω κεντρική είσοδο. Κάπου εκεί, ίσως, βρισκόταν και ο Μπίλλυ.

Πήραν μια βαθιά ανάσα και ανέβηκαν ένα ένα τα σκαλιά. Η λάσπη τυλίχτηκε γύρω από τα πόδια τους και βάραινε τα βήματά τους. Τα ξύλινα σκαλιά είχαν φθαρεί από τα χρόνια και καθώς τα ανέβαιναν άφηναν έναν ανατριχιαστικό ήχο στο πέρασμά τους σαν ουρλιαχτά ψυχών. Ωστόσο δε σταμάτησαν, συνέχισαν ώσπου έφτασαν στη μεγάλη ξύλινη πόρτα με τη σκαλισμένη πινακίδα. Τα γράμματα ήταν κακογραμμένα. Λες και κάποιος τα έγραψε βιαστικά.

«Οι ψυχές όταν ζουν μόνες αγριεύουν. Γυρεύουν κάτι για να κρατηθούν».

Έσπρωξαν δυνατά τη μεγάλη ξύλινη πόρτα μέχρι που άνοιξε. Μπήκαν μέσα και παρατήρησαν ότι παντού υπήρχε σκοτάδι. Εκείνη η μικρή φλόγα που είχαν δει μερικά λεπτά πριν είχε εξαφανιστεί ξαφνικά. Επικρατούσε νεκρική σιγή. Ακόμα και οι ανάσες τους πλέον δεν ακουγόντουσαν. Ο Ένταν έβγαλε έναν αναπτήρα από την τσέπη του και έδωσε λίγο φως στην αίθουσα. Απομακρύνθηκε από τους υπόλοιπους χωρίς να τους προειδοποιήσει και έφτασε μέχρι το μεγάλο πορτρέτο που κρεμόταν στο τέλος του διαδρόμου επάνω στις σκάλες.

Ένας μοναχός με παράξενο μαύρο μανδύα και αγριεμένο βλέμμα τον κοιτούσε κατάματα. Μέσα από τα κατακόκκινα μάτια του ήταν λες και μπορούσε να διαβάσει την ψυχή του. Τα κοφτερά νύχια του είχαν την ίδια βρομιά που είχαν συναντήσει μερικά λεπτά πριν έξω από το μοναστήρι. Κάτι δεν πήγαινε καθόλου καλά. Το μοναδικό φως που έβλεπαν επέστρεψε ξανά και φώτισε για λίγο τα τζάμια. Το βαθύ κόκκινο που είχαν τα τζάμια δεν ήταν χρώμα, ήταν αίμα. Οπισθοχώρησε αργά προς την πόρτα, για να φύγει από αυτό το μέρος, αλλά τελικά ανακάλυψε πως αυτή είχε κλείσει και ήταν κλειδωμένη με τεράστια ξύλα που δεν μπορούσε κανένας να βγάλει . Επάνω στην πόρτα ήταν γραμμένο με αίμα:

«Που είναι οι φίλοι σου;»

Πάγωσε από τον φόβο του. Έστρεψε το βλέμμα του ξανά πίσω, εκεί όπου ήταν το πορτρέτο του μοναχού. Έντρομος ανακάλυψε πως αυτός έλειπε. Ο πίνακας ήταν άδειος και κάτω υπήρχαν τέσσερα πτώματα. Ήταν οι φίλοι του.

 

 Μαρία Συλαϊδή