Με μάτια παγερά και άσπλαχνα κοίταξε τα σαπρά σώματα να τρεκλίζουν αριστερά και δεξιά παρασέρνοντας έναν αέρα αποπνικτικού σκοταδιού. Ο μαύρος μανδύας του ανέμιζε εκείνη την τελευταία νύχτα του φθινοπώρου όπου για λίγο οι δείκτες του ρολογιού σταματούν. Στο δάχτυλό του φορούσε ένα δαχτυλίδι σε σχήμα κρανίου. Το χάιδεψε με ικανοποίηση. Απόψε μπορούσε να προσφέρει τα πάντα στις χιλιάδες ψυχές που είχαν επιστρέψει στον κόσμο των ζωντανών. Εκδίκηση, πόνο, τρόμο, απελπισία και περισσότερες ψυχές στο δικό του βασίλειο. Αυτό έδινε μια δόση ευτυχίας στην τόσο ανιαρή αιωνιότητά του.
Ένας ξαφνικός κρότος έσκισε τη σιωπή της νύχτας. Ύψωσε το βλέμμα του στον ουρανό. Τα σταχτιά σύννεφα κρέμονταν και γιγάντια αστραφτερά φίδια ούρλιαζαν μαινόμενα.
«Ήρθε η ώρα!» μουρμούρισε και έστρεψε το βλέμμα δίπλα του.
Η μορφή που είχε σταματήσει απότομα δίπλα του ανάσαινε βαριά. Ήταν λες και η απόσταση που είχε διανύσει ήταν μεγαλύτερη από τις άλλες αλλόκοτες ψυχές.
«Εσύ! Εσύ θα βυθίσεις αυτό το χωριό στο απόλυτο σκοτάδι!» είπε και η μορφή γρύλισε.
Γύρισε αργά το δαχτυλίδι γύρω από το δάχτυλό του.
«Είναι καιρός να βρεις ένα μέρος για να αναπαυθείς!» σχολίασε ειρωνικά και οπισθοχώρησε.
Η καχεκτική μορφή έριξε μια γρήγορη μορφή στον Θάνατο που απομακρυνόταν από κοντά του και, αφού γέλασε με εκείνο το τρομακτικό χαμόγελο, έσβησε την φλόγα από την κολοκύθα που τον συντρόφευε τόσους αιώνες και κατηφόρισε αργά τον λόφο. Ανάμεσα στα τόσα σπίτια που υπήρχαν σε εκείνο το χωριό, ξεχώριζε ένα που θα μπορούσε να γίνει δικό του. Το σπίτι ήταν τυλιγμένο στο σκοτάδι, θαρρείς πως τον περίμενε. Ένας άνθρωπος εκεί μέσα θα αποχωριζόταν τη φωτεινή πλευρά που είχε και αυτός θα ήταν εκεί για να τον βοηθήσει να γίνει σύντομα αυτή η αλλαγή. Ήταν μια ανάσα μακριά από τον στόχο του και ένιωσε αμέσως τις δυνάμεις του να αναθερμαίνονται.
Αναθεματίζοντας που είχε φερθεί τόσο ανόητα ώστε να βρεθεί σε εκείνη την τελετή, ανέβηκε ένα ένα τα ξύλινα σκαλιά του σπιτιού της σβήνοντας το φως από τα φαναράκια. Δεν είχε όρεξη για φάρσα ή κέρασμα. Είχε προλάβει να γίνει ο περίγελος πριν ακόμη καταλάβει ότι οι συμμαθητές της είχαν σκαρώσει ένα καλό σχέδιο για να τη ρεζιλέψουν. Μπήκε μέσα και πέταξε τη στολή που φορούσε. Έβγαλε από τα μαλλιά το στεφάνι από πεταλούδες που κοσμούσε το κεφάλι της τη στιγμή που καυτά δάκρυα κυλούσαν στα μάγουλά της.
«Πως μπόρεσαν!» είπε θυμωμένα και κλότσησε με τα πόδια της μια κολοκύθα που βρισκόταν στην είσοδο δίπλα από ένα σκελετό. Αυτή κύλησε με δύναμη και, αφού χτύπησε στη πόρτα με ένα δυνατό γδούπο, χαράχτηκε από πάνω έως κάτω κάνοντας τη να φαίνεται ακόμα πιο τρομακτική. Ανοιγόκλεισε γρήγορα τα βλέφαρά της. Η εικόνα της σακατεμένης κολοκύθας δεν την τρόμαξε καθόλου.
«Γιατί;» ψέλλισε και στραβοκατάπιε.
Έξω στους δρόμους άνδρες, γυναίκες και παιδιά ντυμένοι με αποκρουστικές στολές γύριζαν από σπίτι σε σπίτι για το συνηθισμένο φάρσα ή κέρασμα. Η νύχτα, αν και πιο παγερή από άλλες χρονιές, δεν τους εμπόδιζε να χαρούν. Αυτή η αφόρητη χαρά τους την αηδίαζε. Τους παρατηρούσε από το ανοιχτό παράθυρο. Ήθελε τόσο να την αφαιρέσει από μέσα τους ακριβώς όπως την είχαν κλέψει από την ίδια. Πώς θα γύριζε την επόμενη μέρα σ’ αυτούς τους δρόμους; Πώς θα τους κοιτούσε στα μάτια; Σε λίγα μόλις λεπτά θα είχε μαθευτεί ότι είχε πέσει στην παγίδα. Πίστεψε ότι θα μπορούσε ο ομορφότερος του σχολείου να της ζητούσε να χορέψουν. Όχι, δεν έπρεπε να συνεχίσουν να γελούν μαζί της. Έπρεπε να κάνει κάτι. Έπρεπε να μην ακούει κανένα γέλιο. Καμία κραυγή χαράς. Έπρεπε να σβήσει μια για πάντα και με κάθε τρόπο εκείνη τη στιγμή του Halloween. Ο θυμός που ένιωθε μεγάλωνε ολοένα και περισσότερο βυθίζοντάς τη σε αυτήν την αέναη σκέψη.
«Άκουσέ με» είπε μια μορφή. Τον αγνόησε. Το ασάλευτο βλέμμα της είχε καρφωθεί στους δρόμους που έσφυζαν από ζωή.
«Άκουσέ με» είπε ξανά η ίδια φωνή και την τράβηξε από τις σκέψεις της. «Θα σου δώσω ό,τι ποθείς!» ψέλλισε και έγλειψε λαίμαργα τα χείλη του.
Η μορφή που στεκόταν τώρα απέναντί της κρατούσε μια κολοκύθα στα χέρια. Τα μάτια του άστραφταν με ένα απόκοσμο σκοτάδι. Το αηδιαστικό ροζιασμένο δέρμα στο πρόσωπό του ήταν χαρακωμένο. Τα ρούχα του ήταν βρόμικα. Έζεχναν θανατικό.
«Άκουσέ με» συνέχισε και ακούμπησε το χέρι του στον ώμο της «δεν είσαι μόνη. Ποτέ δε θα είσαι! »ψιθύρισε στο αφτί της και τότε οι οφθαλμοί της σκοτείνιασαν. Το λιγοστό φως που είχε παραμείνει μέσα της έσβησε. Χάθηκε πίσω από ψίθυρους που δεν μπορούσε να αγνοήσει.
Γύρισε και κοίταξε έξω από το παράθυρο. Τίποτα δεν ήταν όπως πριν. Κάτι είχε αλλάξει. Όλα ήταν παράξενα. Οι άνθρωποι, που μέχρι πριν λίγα λεπτά διέσχιζαν τους δρόμους χαρούμενοι, είχαν μετατραπεί σε σκιές. Το χωριό είχε αποκτήσει μια ωχρότητα που όμοιά του δεν είχε ξαναδεί και κάπου εκεί, ανάμεσα στις σκιές που τρέκλιζαν, υπήρχαν οι συμμαθητές τις. Το αίμα μέσα τους έρρεε καυτό. Το ένιωσε μέσα της σαν εκατομμύρια αγκάθια που την τρυπούσαν.
«Αυτοί!» μουρμούρισε αγανακτισμένη.
«Θα έρθουν να σε κοροϊδέψουν πάλι!» την προειδοποίησε και ένιωσε την ανάσα της να κόβεται μόλις συνειδητοποίησε πως όλα όσα είχε δει μερικά δευτερόλεπτα πριν ήταν απλώς μια ψευδαίσθηση. Τώρα έβλεπε πάλι χαρούμενους ανθρώπους. Έκλεισε σφιχτά τα μάτια της. Αυτή η εικόνα μπορούσε να την τρελάνει.
«Θα έρθουν να σε κοροϊδέψουν, αλλά μπορείς να το αλλάξεις!» ψιθύρισε και έβγαλε από την τσέπη του ένα κοφτερό μαχαίρι. «Έξω στους δρόμους τριγυρίζουν τόσες ψυχές που περιμένουν να τραφούν και κάποιοι που πρέπει να τιμωρηθούν» είπε και αφού της άφησε το κοφτερό μαχαίρι στα χέρια, η μορφή γέλασε ικανοποιημένα και μετά επέστρεψε στις σκιές.
Μια πέτρα έσπασε το παράθυρο. Ο ήχος την τρόμαξε. Προσπάθησε να κρυφτεί, για να προφυλαχτεί, αλλά ήταν ήδη αργά. Μια δεύτερη πέτρα την τραυμάτισε στο κεφάλι. Γύρισε απότομα και κοίταξε έξω. Ήταν οι συμμαθητές της που πετούσαν πέτρες στο σπίτι της και φώναζαν κοροϊδευτικά συνθήματα εναντίον της. Έσφιξε γερά το μαχαίρι μέσα στο χέρι της.
«Θα έρθουν, αλλά δεν είμαι μόνη μου!» ψιθύρισε στις σκιές που έβγαιναν από τους τοίχους και έσβησε μια για πάντα το Halloween από το σκοτεινό χωριό της.
Μαρία Συλαϊδή