Τη νύχτα της ίδιας εκείνης μέρας πετάχτηκε έντρομος στον ύπνο του. Το σώμα του ήταν γεμάτο με ιδρώτα και έτρεμε. Η πράξη είχε μείνει χαραγμένη στο μυαλό του, αν και τον είχαν διαβεβαιώσει πως δεν θα θυμόταν τίποτα, όπως επιθυμούσε να συμβεί. Τελικά, όμως, κάτι τέτοιο δεν ήταν εφικτό. Είχαν κάνει λάθος. Για πόσα ακόμα είχαν πέσει έξω δεν γνώριζε και ίσως εκείνο το βράδυ ήταν ιδανικό για να το ανακαλύψει. Ανακάθισε στους αγκώνες. Έξω ο βοριάς λυσσομανούσε περνώντας από τα χιονισμένα ξερόκλαδα των δέντρων. Οι νιφάδες είχαν γίνει μεγάλες και κατάλευκες. Το τζάκι απέναντι σιγοέκαιγε και έπαιρνε μορφές στις σαθρές πέτρες του δωματίου. Ο μαύρος θάνατος τριγύριζε, αποκαλύπτοντας μια σειρά από γεγονότα. «Όχι πια» μουρμούρισε θυμωμένα στη σκιά «Σε νίκησα, ανόητε, σε νίκησα» είπε και πέταξε προς το μέρος του το ξύλινο πιάτο με τα απομεινάρια μιας νεκρής σάρκας γεμάτο αίματα.
Το μαύρο μετάξι που υπήρχε τυλιγμένο γύρω του έμοιαζε με φιδίσιο δέρμα που κολλούσε στο λευκό κορμί του. Αν και ήταν απαλό στην υφή του, έκρυβε μια δύναμη πάνω του που τον έκανε να νιώθει άτρωτος. Σηκώθηκε και προχώρησε προς το παράθυρο. Ο σκοτεινός ουρανός κάλυπτε τα άστρα και είχε μια απόκοσμη γυαλάδα κάτω από το σκληρό λευκό χρώμα της πανσελήνου. Ξαφνικά, ένιωσε μια αλλιώτικη και τρομακτική δίψα να αναβλύζει από μέσα του την οποία επιθυμούσε να ακολουθήσει. Κούνησε το κεφάλι του απότομα και προσπάθησε να συνέλθει από αυτήν τη σκέψη. Δεν ήξερε τι είχε συμβεί, το μόνο που θυμόταν ήταν το ασθενικό σώμα του πάνω στο βωμό και μια τελετή που δεν πρόλαβε να τελειώσει. Τα λόγια από την τελετή και οι αναμνήσεις που τον στοίχειωναν γύριζαν ξανά και ξανά μέσα στο κεφάλι του και μπορούσαν να τον τρελάνουν, αν μπορούσε φυσικά να συμβεί κάτι τέτοιο σε αυτήν την καινούργια ζωή που ζούσε.
Γύρισε και κοντοστάθηκε μπροστά στο αναμμένο τζάκι με την χοντροκάρβουνη φωτιά. Δεν ένιωθε το σώμα του να κρυώνει, παρόλο που έξω είχε τσουχτερό κρύο. Το μόνο που ήθελε ήταν να μείνει για λίγο εκεί και να χαθεί στον χορό της για να ξεχαστεί. Δεν τα κατάφερε για πολύ όμως, το χτύπημα της πόρτας θα τον επανέφερε στην πραγματικότητα, όποια κι αν ήταν αυτή. Δεν θα κατάφερνε, έστω και για λίγο, να βρει τη γαλήνη που αναζητούσε.
Στο δωμάτιο εμφανίστηκε μια νεαρή κοπέλα. Την ήξερε από παλιά, αλλά τώρα έδειχνε διαφορετική. Το δέρμα της ήταν πορσελάνινο και κάτω από το τρεμάμενο φως της φωτιάς έμοιαζε να λαμποκοπούν μικρά κρυστάλλινα διαμάντια που φώτιζαν τα μακριά γεμάτο μπούκλες πυρόξανθα μαλλιά της. Του έριξε ένα διαπεραστικό βλέμμα καθώς πέρασε από μπροστά του και κάθισε στην ξύλινη πολυθρόνα που υπήρχε μπροστά από το τζάκι. Χαμογέλασε ικανοποιημένη, έτοιμη να τον καλωσορίσει. Αυτός εξακολουθούσε να στέκεται όρθιος κοντά της. Οι σκέψεις μέσα στο μυαλό του είχαν θεριέψει. Δεν ήξερε πώς να αντιμετωπίσει αυτήν την παράλογη κατάσταση.
«Ηρέμησε» είπε και τα πρασινωπά μάτια της άστραψαν. Ανακάθισε στην καρέκλα και έσπρωξε προς τα πίσω τα μαλλιά με τα χέρια της. «Μπορείς να με ρωτήσεις ό,τι επιθυμείς» τόνισε και τα βλέμματά τους συναντήθηκαν για πρώτη φορά.
Την κοίταξε ψυχρά. Προσπάθησε να διακρίνει κάποια αντίδρασή της, αλλά αυτή παρέμενε ήρεμη να τον παρατηρεί, περιμένοντας την κατάλληλη ερώτηση.
Αν και τα ερωτήματα μέσα στο κεφάλι του ήταν αναρίθμητα, ωστόσο αυτό που τον βασάνιζε περισσότερο ήταν το τι του είχε συμβεί. Δεν άκουγε μέσα στο στήθος την καρδιά του να βροντοχτυπά και αν και απέφευγε από φόβο να αγγίξει με το χέρι του το μέρος της καρδιάς του, ήθελε να ξέρει τι είχε γίνει.
«Τι μου συμβαίνει;»
«Τι έπαθες;» ρώτησε έκπληκτη και σηκώθηκε απότομα από την καρέκλα της.
Πλησίασε και στάθηκε μπροστά του. Το άρωμα νυχτολούλουδου χτύπησε βίαια τη μύτη του και του προκάλεσε ζαλάδα.
«Τι έπαθες;» επανέλαβε ξανά. «Αυτό που ζήτησες συμβαίνει. Σε σώσαμε» πρόσθεσε και τον κοίταξε άγρια.
«Ζω» ψιθύρισε ειρωνικά. «Αλλά θυμάμαι. Θυμάμαι εκείνη, τον γιο μας, όλα. Μπορεί να μην έχω ασθενικό σώμα, μα δεν έχω χτύπο στην καρδιά μου και οι τραγικές αναμνήσεις που με στοιχειώνουν θα με σκοτώσουν. Πώς με σώσατε ακριβώς;» ρώτησε θυμωμένα.
Εκείνη ανάσανε βαθιά. Κούνησε αποδοκιμαστικά το κεφάλι της και σήκωσε το χέρι της για να σταματήσει το συγκεχυμένο κατρακύλισμα από τα λόγια του.
«Ζεις» επανέλαβε. «Μα πάντα θα υπάρχει ένα τίμημα, Έντι» συμπλήρωσε και τον τράβηξε ως το παράθυρο.
«Δες έξω, υπάρχει ένας καινούριος κόσμος πλέον για εσένα και συνεχίζεις να γκρινιάζεις. Δεν νιώθεις και εγώ θέλω να αισθανθείς αυτό το θαύμα που θα ζεις» είπε και του έριξε ένα γρήγορο βλέμμα.
Εκείνος κούνησε το κεφάλι του αποδοκιμαστικά. Την κοίταξε εξεταστικά και μια παράξενη θλίψη τον τύλιξε.
«Τι είμαστε;» ψέλλισε.
Αισθάνθηκε τη διερευνητική ματιά του πάνω της. Καθάρισε τον λαιμό της και με ήρεμη φωνή απάντησε «Είμαστε απέθαντοι».
Ένιωσε το δωμάτιο να γυρίζει. Οπισθοχώρησε παραπατώντας και μια αδυναμία τον έκανε να γονατίσει μπροστά της. Έσκυψε και έβαλε τρυφερά τα χέρια της στο παγωμένο πρόσωπό του.
«Δεν υπήρχε άλλος τρόπος, Έντι. Κάναμε αυτό που μας ζήτησες. Νίκησες τον μαύρο θάνατο. Τώρα σε χρειαζόμαστε εδώ» είπε ικετευτικά.
«Όχι έτσι, Αντίνα. Δεν θέλω να ζήσω αιώνια» τραύλισε και καυτά δάκρυα έτρεξαν από το πρόσωπό του.
Πλησίασε τα κατακόκκινα χείλη της κοντά στο αυτί του.
«Θέλεις να το αλλάξω;» του πρότεινε και την κοίταξε κατάματα.
«Μπορείς;» ρώτησε και ένας κόμπος ανέβηκε στον λαιμό του.
Κούνησε καταφατικά το κεφάλι της.
«Θα πονέσει» τον προειδοποίησε και γύρισε στον ξύλινο κομό δίπλα από το κρεβάτι του.
«Θέλαμε μόνο να βρεις το αντίδοτο για τον μαύρο θάνατο. Ήσουν τόσο κοντά στο να το ανακαλύψεις» είπε και έσφιξε γερά μέσα στο χέρι της τον πάσσαλο.
Ο Έντι δεν ήταν πια σίγουρος για το τι ήταν σωστό και τι όχι. Ποιο μονοπάτι έπρεπε να ακολουθήσει και ποιο να εγκαταλείψει. Έφερε στη θύμησή του τη νεκρή γυναίκα και τον γιο του. Το φθαρτό σώμα τους βογκούσε από τους πόνους και αυτός δεν μπορούσε να κάνει τίποτα για να τους σώσει. Ήταν ο μοναδικός γιατρός στο χωριό με χέρια δεμένα και ανήμπορος. Νόμιζε πως τους κυνηγούσε μια αρχαία κατάρα γι' αυτό πέθαναν οι δικοί του, αλλά τελικά δεν ήταν αυτό. Ήταν ένα θηρίο που κυνηγούσε κάθε ζωντανή ύπαρξη. Όλο το χωριό αφανιζόταν κάθε μέρα ολοένα και περισσότερο. Γέροι, γριές, νέοι, νέες και παιδιά, όλοι είχαν την ίδια τραγική κατάληξη.
Γύρισε και κοίταξε την Αντίνα τελείως διαφορετικά. Ποτέ δεν την είχε υποτιμήσει στο παρελθόν, ήταν αναμφισβήτητα μια δυναμική γυναίκα που είχε εξαφανιστεί μυστηριωδώς έναν χρόνο πριν από το χωριό, χωρίς να αφήσει σημάδια πίσω της ή έστω ένα γράμμα. Όλοι είπαν πως έφυγε, γιατί δεν άντεξε τον χαμό του άντρα της ή το πώς αυτοκτόνησε ένα βράδυ που έφυγε σαν κυνηγημένη στο δάσος. Τώρα καταλάβαινε γιατί είχε εξαφανιστεί. Έγινε μια απέθαντη που έψαχνε λύσεις για να απαλλαγεί ο κόσμος από την ολοκληρωτική καταστροφή του.
«Όχι, σταμάτα» την πρόσταξε και χαμήλωσε τον πάσσαλο που κρατούσε. Παρέμεινε ακίνητη μπροστά του, χωρίς να ρωτήσει το γιατί. «Θα το κάνω, πρέπει να το κάνω» ομολόγησε και σηκώθηκε όρθιος κοιτάζοντας αυτήν τη γυναίκα που πρώτη θυσίασε τη δική της ζωή. «Σ' ευχαριστώ» ψιθύρισε και την τράβηξε μέσα στην αγκαλιά του «Ήρθε η στιγμή να σκοτώσουμε τον μαύρο θάνατο».
Επιμέλεια: Ελεάννα Σκαρτσίλα
Το μαύρο μετάξι που υπήρχε τυλιγμένο γύρω του έμοιαζε με φιδίσιο δέρμα που κολλούσε στο λευκό κορμί του. Αν και ήταν απαλό στην υφή του, έκρυβε μια δύναμη πάνω του που τον έκανε να νιώθει άτρωτος. Σηκώθηκε και προχώρησε προς το παράθυρο. Ο σκοτεινός ουρανός κάλυπτε τα άστρα και είχε μια απόκοσμη γυαλάδα κάτω από το σκληρό λευκό χρώμα της πανσελήνου. Ξαφνικά, ένιωσε μια αλλιώτικη και τρομακτική δίψα να αναβλύζει από μέσα του την οποία επιθυμούσε να ακολουθήσει. Κούνησε το κεφάλι του απότομα και προσπάθησε να συνέλθει από αυτήν τη σκέψη. Δεν ήξερε τι είχε συμβεί, το μόνο που θυμόταν ήταν το ασθενικό σώμα του πάνω στο βωμό και μια τελετή που δεν πρόλαβε να τελειώσει. Τα λόγια από την τελετή και οι αναμνήσεις που τον στοίχειωναν γύριζαν ξανά και ξανά μέσα στο κεφάλι του και μπορούσαν να τον τρελάνουν, αν μπορούσε φυσικά να συμβεί κάτι τέτοιο σε αυτήν την καινούργια ζωή που ζούσε.
Γύρισε και κοντοστάθηκε μπροστά στο αναμμένο τζάκι με την χοντροκάρβουνη φωτιά. Δεν ένιωθε το σώμα του να κρυώνει, παρόλο που έξω είχε τσουχτερό κρύο. Το μόνο που ήθελε ήταν να μείνει για λίγο εκεί και να χαθεί στον χορό της για να ξεχαστεί. Δεν τα κατάφερε για πολύ όμως, το χτύπημα της πόρτας θα τον επανέφερε στην πραγματικότητα, όποια κι αν ήταν αυτή. Δεν θα κατάφερνε, έστω και για λίγο, να βρει τη γαλήνη που αναζητούσε.
Στο δωμάτιο εμφανίστηκε μια νεαρή κοπέλα. Την ήξερε από παλιά, αλλά τώρα έδειχνε διαφορετική. Το δέρμα της ήταν πορσελάνινο και κάτω από το τρεμάμενο φως της φωτιάς έμοιαζε να λαμποκοπούν μικρά κρυστάλλινα διαμάντια που φώτιζαν τα μακριά γεμάτο μπούκλες πυρόξανθα μαλλιά της. Του έριξε ένα διαπεραστικό βλέμμα καθώς πέρασε από μπροστά του και κάθισε στην ξύλινη πολυθρόνα που υπήρχε μπροστά από το τζάκι. Χαμογέλασε ικανοποιημένη, έτοιμη να τον καλωσορίσει. Αυτός εξακολουθούσε να στέκεται όρθιος κοντά της. Οι σκέψεις μέσα στο μυαλό του είχαν θεριέψει. Δεν ήξερε πώς να αντιμετωπίσει αυτήν την παράλογη κατάσταση.
«Ηρέμησε» είπε και τα πρασινωπά μάτια της άστραψαν. Ανακάθισε στην καρέκλα και έσπρωξε προς τα πίσω τα μαλλιά με τα χέρια της. «Μπορείς να με ρωτήσεις ό,τι επιθυμείς» τόνισε και τα βλέμματά τους συναντήθηκαν για πρώτη φορά.
Την κοίταξε ψυχρά. Προσπάθησε να διακρίνει κάποια αντίδρασή της, αλλά αυτή παρέμενε ήρεμη να τον παρατηρεί, περιμένοντας την κατάλληλη ερώτηση.
Αν και τα ερωτήματα μέσα στο κεφάλι του ήταν αναρίθμητα, ωστόσο αυτό που τον βασάνιζε περισσότερο ήταν το τι του είχε συμβεί. Δεν άκουγε μέσα στο στήθος την καρδιά του να βροντοχτυπά και αν και απέφευγε από φόβο να αγγίξει με το χέρι του το μέρος της καρδιάς του, ήθελε να ξέρει τι είχε γίνει.
«Τι μου συμβαίνει;»
«Τι έπαθες;» ρώτησε έκπληκτη και σηκώθηκε απότομα από την καρέκλα της.
Πλησίασε και στάθηκε μπροστά του. Το άρωμα νυχτολούλουδου χτύπησε βίαια τη μύτη του και του προκάλεσε ζαλάδα.
«Τι έπαθες;» επανέλαβε ξανά. «Αυτό που ζήτησες συμβαίνει. Σε σώσαμε» πρόσθεσε και τον κοίταξε άγρια.
«Ζω» ψιθύρισε ειρωνικά. «Αλλά θυμάμαι. Θυμάμαι εκείνη, τον γιο μας, όλα. Μπορεί να μην έχω ασθενικό σώμα, μα δεν έχω χτύπο στην καρδιά μου και οι τραγικές αναμνήσεις που με στοιχειώνουν θα με σκοτώσουν. Πώς με σώσατε ακριβώς;» ρώτησε θυμωμένα.
Εκείνη ανάσανε βαθιά. Κούνησε αποδοκιμαστικά το κεφάλι της και σήκωσε το χέρι της για να σταματήσει το συγκεχυμένο κατρακύλισμα από τα λόγια του.
«Ζεις» επανέλαβε. «Μα πάντα θα υπάρχει ένα τίμημα, Έντι» συμπλήρωσε και τον τράβηξε ως το παράθυρο.
«Δες έξω, υπάρχει ένας καινούριος κόσμος πλέον για εσένα και συνεχίζεις να γκρινιάζεις. Δεν νιώθεις και εγώ θέλω να αισθανθείς αυτό το θαύμα που θα ζεις» είπε και του έριξε ένα γρήγορο βλέμμα.
Εκείνος κούνησε το κεφάλι του αποδοκιμαστικά. Την κοίταξε εξεταστικά και μια παράξενη θλίψη τον τύλιξε.
«Τι είμαστε;» ψέλλισε.
Αισθάνθηκε τη διερευνητική ματιά του πάνω της. Καθάρισε τον λαιμό της και με ήρεμη φωνή απάντησε «Είμαστε απέθαντοι».
Ένιωσε το δωμάτιο να γυρίζει. Οπισθοχώρησε παραπατώντας και μια αδυναμία τον έκανε να γονατίσει μπροστά της. Έσκυψε και έβαλε τρυφερά τα χέρια της στο παγωμένο πρόσωπό του.
«Δεν υπήρχε άλλος τρόπος, Έντι. Κάναμε αυτό που μας ζήτησες. Νίκησες τον μαύρο θάνατο. Τώρα σε χρειαζόμαστε εδώ» είπε ικετευτικά.
«Όχι έτσι, Αντίνα. Δεν θέλω να ζήσω αιώνια» τραύλισε και καυτά δάκρυα έτρεξαν από το πρόσωπό του.
Πλησίασε τα κατακόκκινα χείλη της κοντά στο αυτί του.
«Θέλεις να το αλλάξω;» του πρότεινε και την κοίταξε κατάματα.
«Μπορείς;» ρώτησε και ένας κόμπος ανέβηκε στον λαιμό του.
Κούνησε καταφατικά το κεφάλι της.
«Θα πονέσει» τον προειδοποίησε και γύρισε στον ξύλινο κομό δίπλα από το κρεβάτι του.
«Θέλαμε μόνο να βρεις το αντίδοτο για τον μαύρο θάνατο. Ήσουν τόσο κοντά στο να το ανακαλύψεις» είπε και έσφιξε γερά μέσα στο χέρι της τον πάσσαλο.
Ο Έντι δεν ήταν πια σίγουρος για το τι ήταν σωστό και τι όχι. Ποιο μονοπάτι έπρεπε να ακολουθήσει και ποιο να εγκαταλείψει. Έφερε στη θύμησή του τη νεκρή γυναίκα και τον γιο του. Το φθαρτό σώμα τους βογκούσε από τους πόνους και αυτός δεν μπορούσε να κάνει τίποτα για να τους σώσει. Ήταν ο μοναδικός γιατρός στο χωριό με χέρια δεμένα και ανήμπορος. Νόμιζε πως τους κυνηγούσε μια αρχαία κατάρα γι' αυτό πέθαναν οι δικοί του, αλλά τελικά δεν ήταν αυτό. Ήταν ένα θηρίο που κυνηγούσε κάθε ζωντανή ύπαρξη. Όλο το χωριό αφανιζόταν κάθε μέρα ολοένα και περισσότερο. Γέροι, γριές, νέοι, νέες και παιδιά, όλοι είχαν την ίδια τραγική κατάληξη.
Γύρισε και κοίταξε την Αντίνα τελείως διαφορετικά. Ποτέ δεν την είχε υποτιμήσει στο παρελθόν, ήταν αναμφισβήτητα μια δυναμική γυναίκα που είχε εξαφανιστεί μυστηριωδώς έναν χρόνο πριν από το χωριό, χωρίς να αφήσει σημάδια πίσω της ή έστω ένα γράμμα. Όλοι είπαν πως έφυγε, γιατί δεν άντεξε τον χαμό του άντρα της ή το πώς αυτοκτόνησε ένα βράδυ που έφυγε σαν κυνηγημένη στο δάσος. Τώρα καταλάβαινε γιατί είχε εξαφανιστεί. Έγινε μια απέθαντη που έψαχνε λύσεις για να απαλλαγεί ο κόσμος από την ολοκληρωτική καταστροφή του.
«Όχι, σταμάτα» την πρόσταξε και χαμήλωσε τον πάσσαλο που κρατούσε. Παρέμεινε ακίνητη μπροστά του, χωρίς να ρωτήσει το γιατί. «Θα το κάνω, πρέπει να το κάνω» ομολόγησε και σηκώθηκε όρθιος κοιτάζοντας αυτήν τη γυναίκα που πρώτη θυσίασε τη δική της ζωή. «Σ' ευχαριστώ» ψιθύρισε και την τράβηξε μέσα στην αγκαλιά του «Ήρθε η στιγμή να σκοτώσουμε τον μαύρο θάνατο».
Επιμέλεια: Ελεάννα Σκαρτσίλα