Αλήθεια ή Ψέματα (Κεφάλαιο 2)

Γούρλωσα τα μάτια, αλλά εκείνος ατάραχος με έβαλε μέσα στο μπάνιο και μου έκανε νόημα να μην μιλήσω.
«Δεν τα βρήκες τα λεφτά, έτσι δεν είναι;» ψιθύρισε βγάζοντας το βαμβάκι απ’ το ντουλάπι. Εγώ είχα μείνει να τον κοιτάω ακόμα με το στόμα ανοιχτό. Δεν το πίστευα ότι είχε γίνει αυτό… Εκείνος μου είχε υποσχεθεί πως δεν θα το ξαναέκανε… Αλλά βέβαια… Εκείνον δεν μπορούσες ποτέ να τον εμπιστευτείς πραγματικά. Σε είχε του χεριού του. Δαγκώνοντας το μάγουλό μου, ανέλαβα δράση και έβγαλα το μπεταντίν απ’ το ντουλαπάκι του μπάνιου, πότισα το βαμβάκι και έβαλα τον πατέρα μου να καθίσει για να του περιποιηθώ τις πληγές.
«Μου το είχε υποσχεθεί. Μου είχε πει ότι δεν θα το ξανακάνει.» ψιθύρισα αναστατωμένη.
«Λες και δεν ξέρεις ότι ποτέ δεν κρατάει τις υποσχέσεις του».
«Του είπα ότι μέχρι τέλος του μηνός θα τα έχω βρει όλα. Δεν είχε λόγο να σε χτυπήσει.»
«Κι όμως είχε.» διαφώνησε ο πατέρας μου κάνοντας γκριμάτσες καθώς του ακουμπούσα το μπεταντίν στο ματωμένο του πρόσωπο «Ήθελε να είναι σίγουρος ότι αυτή τη φορά θα πάρει το μηνιαίο μερίδιό του»
«Δεν μπόρεσα να τα βρω. Στην δουλειά δεν με αφήνουν να κάνω άλλες υπερωρίες. Άλλη δουλειά δεν βρίσκω. Να σουφρώσω λεφτά απ’ τον Μάρκο δεν μπορώ. Την προηγούμενη φορά σχεδόν με τσάκωσε στα πράσα.»
«Είναι η μόνη λύση Ζωή. Εγώ άλλα λεφτά δεν μπορώ να σου δώσω. Δεν έχω. Το ξέρεις πολύ καλά. Πρέπει να βρεις μια λύση»
«Δεν γίνεται πάντα εγώ να βγάζω το φίδι απ’ την τρύπα.» είπα τρίζοντας τα δόντια μου. Και τέλος πάντων από τον πατέρα μου ξεκίνησαν όλα. Εκείνος με έβαλε στο σύστημα. Εκείνος χρωστούσε τα λεφτά, όχι εγώ.
«Ζωή… Η συμφωνία είναι συμφωνία. Πρέπει να βοηθήσεις.»
«Και τόσα χρόνια τι στο καλό κάνω; Πέντε ολόκληρα χρόνια προσπαθούμε να δώσουμε λύση στο πρόβλημα. Αλλά πρέπει να ξέρεις ότι δεν είμαι μηχανή που κόβει χαρτονομίσματα. Ούτε από μηχανής θεός. Και στο κάτω-κάτω δεν ξεκίνησα εγώ όλη αυτήν την ιστορία. Ούτε είμαι εγώ η υπεύθυνη. Απ’ όσο θυμάμαι η διαφωνία αυτή ξεκίνησε μεταξύ σας για λόγο τον οποίο αρνείσαι κατηγορηματικά να μου πεις. Και έτσι ξαφνικά απ’ το πουθενά βρισκόμαστε να εξαρτόμαστε από έναν επικίνδυνο μαφιόζο που απειλεί να μας σκοτώσει αν δεν του επιστρέψουμε τα λεφτά που σου δάνεισε, ένα ποσό που επίσης δεν έχεις μοιραστεί μαζί μου και ούτε πρόκειται.» πίεσα το βαμβάκι στο χτυπημένο του πρόσωπο και το πότισα με νέα στρώση μπεταντίν.
«Σιγά Ζωή, θα σε ακούσουν. Και δεν μου δάνεισε λεφτά. Μην εξάπτεσαι.»
«Να μην εξάπτομαι; Αργώ ένα μόνο μήνα να δώσω τα προγραμματισμένα λεφτά και μου στέλνουν τον πατέρα μου μέσα στα αίματα. Ανά πάσα στιγμή μπορούν να μας σκοτώσουν. Όλοι βρίσκονται σε κίνδυνο. Δεν με ενημερώνεις για τίποτα. Είμαι σε αυτή την υπόθεση τόσο καιρό και κινούμαι στα τυφλά και μου λες να μην εξάπτομαι; Για κάτσε ένα λεπτό. Τι εννοείς δεν σου δάνεισε λεφτά; Και τότε γιατί είσαι υποχρεωμένος εσύ να του δίνεις;»
«Όλα στον καιρό τους Ζωή. Έλα τώρα γρήγορα, βοήθησέ με για να μην με δει έτσι η μητέρα σου.» ήταν το μόνο που είπε και έτσι αναγκάστηκα να επιταχύνω τον ρυθμό μου. Είχε δίκιο. Έτσι και τον έβλεπε σε τέτοια κατάσταση η μαμά θα είχαμε προβλήματα.
«Όλα καλά;» ρώτησε η Λυδία όταν επιτέλους μπήκα στο δωμάτιό μου και προσπάθησα να της δώσω ένα καθησυχαστικό χαμόγελο.
«Όλα μια χαρά.» απάντησα και άλλαξα το θέμα αμέσως. Μέχρι να έρθει η ώρα που η Λυδία θα πήγαινε σπίτι της εγώ καθόμουν σε αναμμένα κάρβουνα. Το μυαλό μου είχε θολώσει απ’ το μέτρημα. Δύο, τρείς, έξι, επτά. Μέσα στα τελευταία χρόνια που ήμουν μπλεγμένη στην υπόθεση αυτή ήταν η όγδοη φορά που ο πατέρας μου ερχόταν έτσι στο σπίτι. Κι αυτό με έκανε να αναρωτιέμαι πόσες ακόμα προηγήθηκαν όλα τα προηγούμενα χρόνια. Πώς μπόρεσε ο μπαμπάς να το κρύψει απ’ τη μαμά τόσες φορές; Πως μπόρεσε να καλύψει την ματωμένη εμφάνισή του; Γιατί αποκλείεται να μην τον είχε πιάσει ούτε μία φορά σε αυτή την κατάσταση. Βέβαια οι γονείς μου δεν ήταν από εκείνα τα ερωτευμένα ζευγάρια που ήταν συνέχεια μαζί. Τουλάχιστον δεν τους είχα ζήσει ποτέ έτσι. Όταν είχα ρωτήσει τον Μάρκο μου είχε πει ότι κάποτε ήταν όντως πολύ αγαπημένοι. Ε λοιπόν εμένα αυτό το κάποτε μου φαινόταν ανύπαρκτο. Όλον αυτόν τον καιρό αναρωτιόμουν γιατί δεν είχαν χωρίσει. Πιο λογικό μου φαινόταν από το να ζουν μαζί σε ένα σπίτι και να μην έχουν καθόλου επικοινωνία μεταξύ τους.
Και η ώρα είχε έρθει. Χαιρέτησα τη Λυδία και κλείδωσα την πόρτα του δωματίου μου για παν ενδεχόμενο. Αμέσως πληκτρολόγησα τον γνωστό αριθμό στο κινητό μου και πήρα βαθιά ανάσα. Απάντησε αμέσως.
«Τι θες;» Δεν ήταν η φωνή εκείνου… Μάλλον έβαλε κάποιο απ’ τα τσιράκια του.
«Θέλω να μιλήσω σε εκείνον.» απάντησα ψυχρά, όμως μόνο η καρδούλα μου το ήξερε πόσο πολύ φοβόμουν εκείνη τη στιγμή.
«Έχει δουλειά. Δεν έχει χρόνο για χάσιμο.»
«Θέλω να του μιλήσω τώρα.» προσπάθησα να μην υψώσω πολύ την φωνή μου. Ήταν γνωστή η παροιμία ότι "και οι τοίχοι έχουν αυτιά". Ακολούθησε μια παύση και ήταν σαν να μπορούσα να μυρίσω τη σαπίλα της αναπνοής του μέσα απ’ την τηλεφωνική γραμμή.
«Το καλό που σου θέλω να είναι κάτι σημαντικό.»
«Υποσχέθηκες να μην το ξανακάνεις.» μπήκα αμέσως στο θέμα χαμηλώνοντας κι άλλο την φωνή μου.
«Γλυκιά μου, ακόμα να μάθεις ότι δεν πρέπει να εμπιστεύεσαι τα λάθος άτομα;» ο περιπαιχτικός του τόνος με έκανε να μπήξω τα νύχια μου στο δέρμα μου.
«Δεν είχες λόγο. Σου είπα ότι μέχρι το τέλος του μήνα θα σου έχω δώσει κι αυτά που χρωστούσα απ’ τον προηγούμενο»
«Ξέρεις, σε αντίθεση με εσένα, εγώ δεν εμπιστεύομαι κανέναν. Και ποιος μου λέει ότι δεν θα με απογοητεύσεις ξανά και τον επόμενο μήνα με την πρόφαση ότι δεν μπόρεσες να βρεις τα λεφτά;»
«Όχι ότι εσύ δεν έχεις λεφτά για να αγοράσεις μια ολόκληρη ήπειρο…»
«Κι άλλη; Μου φτάνει μία. Αλλά δεν είναι αυτό το θέμα μας. Έκανα μια συμφωνία με τον πατέρα σου. Δεν με νοιάζει πως και γιατί σε έμπλεξε κι εσένα. Εγώ το μόνο που θέλω είναι να τηρούνται τα προσχήματα. Κι αφού δεν τα τηρείτε εσείς τότε δεν έχω κανένα λόγο να τα τηρώ κι εγώ. Και τώρα με συγχωρείς, περνάω πολύ καλά συζητώντας μαζί σου, αλλά κάτι μου λέει ότι έχεις μια αποστολή: να βρεις κάτι λεφτά. Αν δεν θες να δεις και κανένα άλλο μέλος της οικογένειά σου στην ίδια κατάσταση με τον πατέρα σου.»
Και έτσι έκλεισε το τηλέφωνο. Δεν πρόλαβα καν να του απαντήσω αλλά και να μπορούσα δεν θα είχα κάτι να του πω. Για μια ακόμη φορά είχε καταφέρει να με φέρει σε ακόμα πιο δύσκολη θέση απειλώντας ένα απ’ τα αγαπημένα μου πρόσωπα. Πετώντας το κινητό μου στο κρεβάτι έβγαλα τα παπούτσια μου και ξεκλείδωσα σιγά-σιγά την πόρτα. Το απεχθανόμουν όταν με υποτιμούσε και με απειλούσε έτσι. Αλλά είχε δίκιο. Είχα μία αποστολή.
Βγήκα στον άδειο διάδρομο του σπιτιού στις μύτες των ποδιών μου και έσκυψα για να δω κάτω απ’ τη σκάλα. Κανείς. Δεν ήταν κανείς σπίτι. Ο πατέρας μου ως συνήθως είχε φύγει εδώ και ώρες, η μητέρα μου είχε κανονίσει να βγει με τις φίλες της αλλά δεν είχε γυρίσει ακόμα, ο Κίμωνας… δεν ήξερα, αλλά δεν ήταν αυτός το θέμα μου. Το θέμα μου ήταν ο Μάρκος.
Η πηγή των χρημάτων μου όταν προσπαθούσα να καλύψω το έλλειμμα απ’ τα λεφτά που έβγαζα απ’ τη δουλειά και τα ελάχιστα λεφτά που μου έδινε ο πατέρας μου για να τα δώσω στον μαφιόζο φίλο του. Για κάποιο ανεξήγητο λόγο ο Μάρκος είχε πάντα πολλά λεφτά στην άκρη. Δεν μπορούσα φυσικά να τον ρωτήσω, δεν υπήρχε περίπτωση να μου πει. Ούτε ο πατέρας μου μου έλεγε. Αυτή η μυστικοπάθεια είχε αρχίσει να μου την δίνει στα νεύρα. Δεν έβγαζε καν τόσα πολλά απ’ τη δουλειά, αλλά κάπως –θα ήθελα να μου μάθει κι εμένα το πώς- είχε στη διάθεσή του ένα ικανοποιητικό χρηματικό ποσό. Φυσικά χαζός δεν ήταν. Ήξερε πόσα είχε και πόσα έλειπαν όταν δανειζόμουν –δανεικά κι αγύριστα- σε τακτά χρονικά διαστήματα. Και φυσικά το είχε κάνει ολόκληρο θέμα ότι ένα φαντασματάκι του έκλεβε τα λεφτά, αλλά έχοντας τον πατέρα μου ως σύμμαχο κάθε φορά που ρωτούσε ο Μάρκος εγώ ή δεν ήμουν σπίτι ή είχα δουλειά ή ήμουν απασχολημένη. Και έτσι ήμουν καλυμμένη. Αυτό που με παραξένευε ιδιαιτέρως ήταν γιατί δεν είχε αποφασίσει να τα βάλει στην τράπεζα. Πιο λογικό θα ήταν να τα φύλαγε εκεί σώα κι αβλαβή παρά να τα έχει έτσι εκτεθειμένα στο δωμάτιό του.
Άνοιξα την πόρτα του δωματίου του αργά και μπήκα μέσα αθόρυβα. Για να δούμε που τα είχε κρύψει αυτή τη φορά τα λεφτά. Το ότι άλλαζε θέσεις με εκνεύριζε γιατί έπρεπε να ξεψειρίσω όλο το δωμάτιο αλλά να αφήσω τα πάντα στην εντέλεια σαν να μην μπήκε ποτέ κανείς. Άνοιξα τα πρώτα συρτάρια αλλά τα έκλεισα αμέσως. Ήταν πολύ άδεια. Και να ήθελε δεν θα μπορούσε να κρύψει λεφτά εκεί. Σειρά είχε το κρεβάτι, το στρώμα, το μαξιλάρι, το πάτωμα κάτω απ το κρεβάτι. Η βιβλιοθήκη ήταν ένα άλλο θέμα. Όπως εγώ κι ο αδελφός μου είχε κόλλημα με τα βιβλία. Θα μπορούσε να είχε κρύψει τα λεφτά σε οποιοδήποτε βιβλίο.
«Έλα πέρνα» άκουσα τη φωνή του Κίμωνα και ίσα-ίσα πρόλαβα να χωθώ στην ντουλάπα του Μάρκου πριν ανοίξει ο Κίμωνας την πόρτα του δωματίου.
«Ο αδελφός σου το ξέρει ότι χρησιμοποιείς το δωμάτιο του;» Αυτή ήταν η φωνή της Λυδίας. Τι έκαναν αυτοί οι δύο στο δωμάτιο του Μάρκου;
«Όχι, και δεν χρειάζεται να το μάθει» απάντησε ο Κίμωνας και έσμιξα τα φρύδια. Τι στο καλό σκάρωνε;
«Η Ζωή… Αν μας καταλάβει; Αν μας δει;»
«Πρώτον χαλάρωσε δεν κάνουμε κάτι κακό. Δεύτερον αν βγει απ’ το δωμάτιό της θα το καταλάβουμε γιατί θα ακούσουμε την πόρτα να ξεκλειδώνει. Και τρίτον δεν υπάρχει περίπτωση να μας δει εδώ. Τι δουλειά θα μπορούσε να έχει για να έρθει στο δωμάτιο του Μάρκου;» Να σουφρώσει χρήματα σκέφτηκα σηκώνοντας τα φρύδια. Η Λυδία μου πήρε την επόμενη ερώτηση απ’ το στόμα.
«Εσύ τι δουλειά έχεις;» μόνο που το είπε πολύ πιο παιχνιδιάρικα απ’ ότι το φαντάστηκα εγώ.
«Λοιπόν… ας πούμε ότι το δωμάτιο του αδελφού μου έχει καλύτερες κρυψώνες απ’ το δικό μου για σημαντικά πράγματα που δεν πρέπει να πέσουν σε λάθος χέρια» είπε με έναν ιδιαίτερο τόνο που με έκανε να αναρωτηθώ τι ακριβώς εννοούσε. Άνοιξα απειροελάχιστα την ντουλάπα και κατάφερα να τον δω να ανοίγει ένα απ’ τα συρτάρια του Μάρκου. Ναι καλά σιγά μην έβρισκε το οτιδήποτε εκεί… «Ας πούμε ότι ο αδελφός μου έχει κάνει μια μικρή παρανομία και έχει προσθέσει ένα παραπάνω επίπεδο σε κάθε τελευταίο συρτάρι»
«Τι εννοείς;» άκουσα την φωνή της Λυδίας να γεμίζει περιέργεια.
«Έχει κάνει μια ωραία ζαβολιά. Άμα βγάλεις όλα τα πράγματα απ’ το συρτάρι και πιάσεις απ’ την άκρη τον πάτο του συρταριού…» εξήγησε ο Κίμωνας βγάζοντας τα πράγματα απ’ το συρτάρι «Θα δεις ότι έχει και άλλο επίπεδο από κάτω» Και είχε δίκιο. Γιατί μόλις έβγαλε τον πάτο του συρταριού εμφανίστηκαν νέα πράγματα, καλά κρυμμένα απ’ τα περίεργα μάτια.
«Κι εσύ που το έμαθες αυτό;» η περιέργεια της Λυδίας είχε φτάσει στο αποκορύφωμα.
«Γιατί μου το είπε… Τέλος πάντων το θέμα δεν είναι η εξυπνάδα του αδερφού μου αλλά το τι έχω για σένα»
«Τι έχεις για μένα;»¨
Ξανάνοιξα την πόρτα της ντουλάπας για να δω τον Κίμωνα να κρατάει στα χέρια του ένα κουτί… κοσμηματοπωλείου; Περίεργο…
«Έχω αυτό το μικρό δωράκι» της το έδωσε και εκείνη το άνοιξε αμήχανα.
«Για εμένα;» ρώτησε εκείνη γουρλώνοντας τα μάτια. Να πάρει δεν μπορούσα να δω καλά τι της είχε πάρει.
«Φυσικά» απάντησε ο Κίμωνας κι εκείνη με μια γρήγορη κίνηση τον πλησίασε και του έδωσε ένα φιλί στο μάγουλο.
«Σε ευχαριστώ. Είναι πανέμορφο» τον κοίταξε μελιστάλακτα κι εμένα μου ήρθε να ξεράσω.
«Τίποτα. Εσύ είσαι πανέμορφη» απάντησε χαρούμενος χαϊδεύοντας τα μαλλιά της «Πρέπει να φύγουμε νομίζω. Ο Μάρκος δεν θα αργήσει να έρθει» της φίλησε το μέτωπο και η Λυδία πήρε ένα ονειρικό ύφος που με έκανε να θέλω να γελάσω και να στριφογυρίσω τα μάτια μου ταυτόχρονα. Τον βοήθησε να βάλουν τα πράγματα πάλι μέσα και βγήκαν γρήγορα απ’ το δωμάτιο χαμογελώντας ο ένας στον άλλο. Περίμενα λίγα λεπτά για να βεβαιωθώ ότι άκουσα την εξώπορτα να κλείνει και βγήκα απ’ την ντουλάπα. Λοιπόν… αυτό ήταν μια πολύ ενδιαφέρουσα ανακάλυψη… Φυσικά ο Κίμωνας και η Λυδία έβαλαν τα πράγματα σκόρπια μέσα κάτι που για εμένα ήταν πολύ βολικό. Ανοίγοντας το διπλανό συρτάρι και βγάζοντας όλα τα πράγματα γρήγορα βρήκα εύκολα το παραπάνω επίπεδο που είχε προσθέσει ο Μάρκος. Και να ‘τα. Η νέα κρυψώνα του Μάρκου είχε μόλις αποκαλυφθεί. Αυτή τη φορά πήρα παραπάνω λεφτά απ’ ότι τις προηγούμενες φορές έτσι για εκδίκηση. Αυτοί οι κωδικοί μεταξύ αγοριών πολύ μου έσπαγαν τα νεύρα. Έβαλα μέσα τα πράγματα το ίδιο χάλια με τη Λυδία και τον Κίμωνα και έκλεισα το συρτάρι χαμογελώντας. Καιρός λοιπόν να δει ο Μάρκος ποιος του κλέβει τα λεφτά κι ας είναι το λάθος άτομο.
«Ζωή;» με έπιασαν στα πράσα. Γυρίζοντας είδα την αδελφή μου να με κοιτάει με σηκωμένα τα φρύδια.
«Ελευθερία; Νόμιζα ότι είχες βγει»
«Γύρισα… Τι έκανες στο δωμάτιο του Μάρκου;»
«Τίποτα. Νόμιζα ότι γύρισε, άκουσα έναν θόρυβο και χτύπησα την πόρτα να δω αν είναι καλά αλλά όταν άνοιξα δεν ήταν μέσα» είπα ψέματα αλλά δεν φάνηκε να με πιστεύει.
«Ζωούλα δεν τρώω κουτόχορτο… Τι έκανες εκεί μέσα;»
«Κι εσένα τι σε νοιάζει; Να κοιτάς την δουλειά σου» της αντιγύρισα και ξεκλείδωσα την πόρτα του δωματίου αλλά μπήκε μέσα πριν προλάβω να την ξανακλείσω.
«Λέγε» επέμεινε και ξεφύσησα ενοχλημένη.
«Να... όντως άκουσα θόρυβο… Αλλά το δωμάτιο δεν ήταν άδειο»
«Και; Ποιός ήταν μέσα;»
«Ορκίσου μου ότι δεν θα πεις τίποτα» της είπα κάνοντας την αγχωμένη και εκείνη συμφώνησε «Ο Κίμωνας με τη Λυδία»
«Πλάκα μου κάνεις!»
«Καθόλου. Γι’ αυτό κι εγώ παραξενεύτηκα. Γιατί ήξερα ότι ο Μάρκος θα γυρίσει αργότερα και μου έκανε εντύπωση… Δεν μπόρεσα φυσικά να ακούσω τι λέγανε αλλά εντάξει φαντάζομαι κατάλαβες περί τίνος επρόκειτο…» Ένα πράγμα που αγαπούσε η Ελευθερία ήταν το κουτσομπολιό και τα μυστικά, ασχέτως του γεγονότος ότι δεν μπορούσε να κρατήσει το στόμα της κλειστό.
«Μπράβο του πάντως επιτέλους το τόλμησε… Αλλά αυτό δεν εξηγεί γιατί εσύ βρισκόσουν μέσα στο δωμάτιο» επέμεινε και της έριξα ένα βλέμμα σαν να της έλεγα ότι ήταν προφανές γιατί ήμουν μέσα.
«Σου είπα ότι άκουσα θόρυβο. Όταν βγήκαν απ’ το δωμάτιο περίμενα να φύγουν τελείως και μπήκα να δω τι είχαν κάνει εκεί μέσα. Μην με κοιτάς έτσι… Κι άμα είχαν σπάσει κάτι μέσα στο πάθος;» της έκανα πλάκα κι εκείνη με χτύπησε παιχνιδιάρικα στον ώμο.
«Δεν ντρέπεσαι να λες τέτοια πράγματα για τον αδερφό σου και τη φίλη σου;» με επέπληξε πονηρά και ανασήκωσα τους ώμους.
«Κανονικά αυτοί θα έπρεπε να ντρέπονται. Αυτό που δεν καταλαβαίνω είναι γιατί στο δωμάτιο του Μάρκου και όχι του Κίμωνα»
«Του Κίμωνα είναι πιο κοντά στο δικό σου» απάντησε λες και ήταν απολύτως φυσιολογικό.
«Ναι μπορεί… Δεν μπορώ να βρω άλλη απάντηση» το έπαιξα αδιάφορη και μετά από λίγο η Ελευθερία βαρέθηκε και με άφησε στην ησυχία μου. Προετοιμάστηκα για αυτό που θα επακολουθούσε.
Και η καταιγίδα δεν άργησε να ξεσπάσει.
«Ώστε εσύ ήσουν; Εσύ με έκλεβες τόσο καιρό;» ξέσπασε ο Μάρκος και ακούστηκε μέχρι το πέρα τετράγωνο. Ο Κίμωνας του έριξε ένα σοκαρισμένο βλέμμα το οποίο γρήγορα μετατράπηκε σε θυμό.
«Τι λες; Τρελάθηκες;» ρώτησε το Μάρκο κι εγώ γλίστρησα στην καρέκλα μου προσπαθώντας ανεπιτυχώς να μην χαμογελάσω. Μια ματιά του πατέρα μου χρειάστηκε για να καταλάβει ποιος βρισκόταν πίσω από αυτόν τον τσακωμό. Χαμογέλασε κι εκείνος αμυδρά.
«Περισσότερο δεν μπορούσες να καρφωθείς αδερφούλη» είπε ο Μάρκος κοιτάζοντας τον Κίμωνα αγανακτισμένος «Με το που σου είπα για την καινούργια κρυψώνα έτρεξες αμέσως να σουφρώσεις τα λεφτά. Και σαν να μην έφτανε αυτό, άφησες και αποδεικτικά στοιχεία από πίσω. Δεν σου πέρασε απ’ το μυαλό να βάλεις τα πράγματα μέσα χωρίς να δημιουργήσεις αχούρι; Νόμιζες ότι δεν θα το καταλάβαινα;»
«Μάρκο έχεις παρεξηγήσει. Εγώ δεν σου πήρα λεφτά»
«Αλήθεια; Θα έπρεπε να ντρέπεσαι! Και μου έκλεψες παραπάνω από κάθε φορά και το αρνείσαι κιόλας» παρατήρησε και ο πατέρας μου με κοίταξε αμυδρά. Κούνησε λίγο το κεφάλι του σε ένδειξη συμφωνίας ως προς την πράξη μου… Εντάξει δεν ήταν και τόσα πολλά αυτά που του πήρα, αλλά έστω και τα λίγα παραπάνω έκαναν την διαφορά για τον μαφιόζο. Την λύση βάλθηκε να βρει η μητέρα μου.
«Μάρκο πως είσαι σίγουρος ότι όντως ο αδερφός σου έκλεψε τα λεφτά; Μπορεί όντως να του είπες το μυστικό σου αλλά να μην το έκανε αυτός»
«Ήταν στο δωμάτιό μου λίγες ώρες πριν έρθω»
«Που το ξέρεις;» ρώτησαν ταυτόχρονα ο Κίμωνας και η μητέρα μου. Η άμεση αντίδραση του Κίμωνα κίνησε υποψίες ακόμα και στον πατέρα μου που είχε καταλάβει την αλήθεια.
«Μου το είπε η Ελευθερία» όλα τα μάτια γύρισαν για να κοιτάξουν την Ελευθερία η οποία γούρλωσε τα μάτια στον Μάρκο.
«Ελευθερία;» μίλησε για πρώτη φορά ο πατέρας μου και τον κοίταξα με την άκρη του ματιού μου.
«Ήταν όντως ο Κίμωνας στο δωμάτιο του Μάρκου;» ρώτησε η μητέρα μου και εκείνη κοίταξε εμένα.
«Ναι»
«Που το ξέρεις;» απαίτησε να μάθει η μητέρα μου κι η Ελευθερία ξεφύσησε.
«Γύρισα νωρίτερα από τις φίλες μου και καθώς περνούσα απ’ το δωμάτιο του Μάρκου άκουσα τη φωνή του Κίμωνα… Και μια άλλη γυναικεία αλλά δεν την κατάλαβα και πολύ καλά…» είπε ψέματα και αμέσως με πλημμύρισε εσωτερική ανακούφιση… Το καλό της Ελευθερίας ήταν ότι όταν αποκάλυπτε ένα μυστικό που δεν έπρεπε, τουλάχιστον μετά έπαιρνε την ευθύνη πάνω της.
«Δεν έκλεψα τα λεφτά» φώναξε ο Κίμωνας αλλά δεν φάνηκε να τον πιστεύει κανείς. Για μια στιγμή τον λυπήθηκα. Δεν έφταιγε σε τίποτα κι όμως την πλήρωσε εκείνος για να σώσω εγώ το τομάρι μου. Είχα στήσει παγίδα στον ίδιο μου τον αδερφό αλλά χωρίς αυτήν την κίνηση δεν θα είχα καταφέρει να αποσπάσω τα λεφτά για να μην ξανακινδυνεύσει ο πατέρας μου και ο οποιοσδήποτε άλλος απ’ την οικογένειά μου. Οι γονείς μου πήραν τον Κίμωνα στο δωμάτιο του για να συζητήσουν τους υποτιθέμενους λόγους που είχαν οδηγήσει τον Κίμωνα στο να κλέψει λεφτά απ’ τον ίδιο του τον αδερφό, για τον πατέρα μου ήταν ακόμα μια διαδικασία προσποίησης αλλά η μητέρα μου φάνηκε ότι το πήρε πολύ σοβαρά.
«Σπιούνε» μουρμούρισε η Ελευθερία στον Μάρκο και σηκώθηκε από το τραπέζι χωρίς να τον κοιτάξει ξανά. Σε λίγο ακολούθησα κι εγώ χωρίς να βγει λέξη από το στόμα μου. Το θέμα ήταν ότι η παρούσα υπόθεση μου είχε φανεί προσωρινά επικερδής αλλά τα δεδομένα απαιτούσαν να μην σουφρώσω σύντομα κι άλλα λεφτά απ’ τον Μάρκο. Πράγμα που μου απέκλειε την μόνη εναλλακτική πηγή χρημάτων που είχα. Για άλλη μια φορά… μια τρύπα στο νερό.
«Καιρός να εγκαταστήσω μια κάμερα δωματίου» άκουσα τον Μάρκο να ψιθυρίζει στον εαυτό του και δάγκωσα το χείλος μου. +1 εμπόδιο στην αποστολή μου. Η αναταραχή συνεχίστηκε και τις επόμενες δύο μέρες αφού κάθε φορά που ο Μάρκος και ο Κίμωνας βρίσκονταν στο ίδιο δωμάτιο τα υπονοούμενα και οι τσακωμοί έπαιρναν και έδιναν.
Έβαλα την απαιτούμενη πορτοκαλί μπλούζα, το ανοιχτό τζιν και τις μαύρες μπαρέτες μου και ετοιμάστηκα να πάω για δουλειά. Φτάνοντας στο βιβλιοπωλείο της γωνιάς μπήκα μέσα κι αμέσως με καλωσόρισε η οικεία μυρωδιά των βιβλίων. Μία από τις αγαπημένες μου μυρωδιές στον κόσμο.
«Καλημέρα κύριε Κώστα» χαιρέτησα το αφεντικό μου και εκείνος μου χαμογέλασε.
«Καλημέρα Ζωή. Πως είσαι;» με ρώτησε φτιάχνοντας τα ράφια και βάλθηκα να τον βοηθήσω. Πριν προλάβω να του απαντήσω ακούστηκε το κουδουνάκι που σήμανε την άφιξη ενός νέου πελάτη. Αμέσως πήρα τη θέση μου στο ταμείο και…
«Γειά σας. Θα ήθελα ένα νέο σημειωματάριο» είπε ο άγνωστος για το αφεντικό μου, γνωστός όμως για μένα. Ήταν το τσιράκι του μαφιόζου. Αυτός που ποτέ δε θυμόμουν το όνομά του. Μα τι στην ευχή έκανε στη δουλειά μου; Μία ακόμα απειλητική προειδοποίηση. Αλλά τον τελευταίο καιρό το είχαν παρατραβήξει. Όχι και στη δουλειά μου.
«Περάστε από εδώ. Έχουμε κάθε λογής σημειωματάρια» είπε ο κύριος Κώστας δείχνοντας προς τα αριστερά. Αχ και να ήξερε ότι όλα τα λεφτά που έδινε σε εμένα κατέληγαν στον παρόντα πελάτη ή τέλος πάντων αν όχι σε αυτόν, στο άπληστο αφεντικό του.
«Ευχαριστώ. Θα πάρω τριών λογής. Το αφεντικό μου ξεκινάει έναν νέο τρόπο οργάνωσης που απαιτεί προσλήψεις κι απολύσεις προσωπικού στην επιχείρηση του και χρειάζεται να γίνει πολύ προσεκτικά» Μετάφραση: Ο μαφιόζος αυξάνει τον αριθμό των χρημάτων του με θεαματικό ρυθμό ωστόσο επειδή είναι άπληστος απειλεί παλιά και νέα θύματα φροντίζοντας να ακολουθήσει και για τα δύο είδη μια άκρως βίαιη και καταπιεστική τακτική. Αναρωτήθηκα ποιόν απ’ τους παλιούς θα καθάριζε πρώτα. Γιατί οι παλιοί δεν ήταν άξιοι της υπομονής του αλλά μόνο άξιοι των χρημάτων του.
«Μα φυσικά καταλαβαίνω. Πιστεύω ότι αυτά με την αλφαβητική σειρά και τις ημερομηνίες θα τον βοηθήσουν πολύ» απάντησε το αφεντικό μου με περίσσεια ευγένεια κι εγώ ανατρίχιασα.
«Ναι είμαι σίγουρος ότι θα τον βολέψουν απόλυτα» το τσιράκι ακούμπησε δύο τεράστια σημειωματάρια στο γραφείο μου και χωρίς να τον κοιτάξω, τα πέρασα στην ταμειακή και ύστερα τα έβαλα μέσα σε μια σακούλα μαζί με την απόδειξη. Μόνο τότε σήκωσα τα μάτια μου και τον είδα να μου γελάει. Μου έδωσε πέντε ευρώ τα οποία έβαλα στην ταμειακή κι εκείνος μου έκλεισε το μάτι. Χαμογέλασα ψεύτικα κι εκείνος πισωπάτησε κοιτώντας με, με νόημα. Τα πέντε ευρώ θα έμπαιναν απ’ την τσέπη μου.
«Αυτά σου χρωστούσα, ορίστε. Τώρα μπορείς να σταματήσεις να χτυπάς τον πατέρα μου και να στέλνεις τα τσιράκια σου στην ίδια μου την δουλειά, τον τόπο απ’ όπου παίρνεις τα χρήματά σου για να μου πετάνε σπόντες περί καθαρίσματος προσωπικού. Τέλος του μήνα θα έρθω για τα υπόλοιπα και θα σε παρακαλούσα πολύ μέχρι τότε να μην με ξαναενοχλήσεις» τα είπα όλα με μία ανάσα παρότι ο αέρας μου αναμιγνυόταν με τη σαπίλα του υπογείου και με έπνιγε απίστευτα. Ήμουν -για τελευταία φορά ήλπιζα- στο γραφείο του μαφιόζου με τα κλεμμένα λεφτά του αδερφού μου ανεμίζοντάς του στο πρόσωπο.
«Μα τι συκοφαντίες είναι αυτές; Εγώ όντως κάνω προσλήψεις και απολύσεις προσωπικού. Τι σοι επιχειρηματίας είμαι χωρίς να διευθύνω σωστά την εταιρία μου;» εταιρία μαφίας ήθελε να πει. Κούνησα το κεφάλι μου κι έκανα να φύγω αλλά οι μπράβοι του μου έκλεισαν την έξοδο. Τι στην ευχή;
«Τελείωσα. Έδωσα όσα χρωστούσα. Αφήστε με να φύγω» είπα αλλά δεν κουνήθηκαν. Γύρισα να τον κοιτάξω. Χαμογελούσε.
«Θέλω να σου αναθέσω μια καινούργια αποστολή που φαίνεται να σου ταιριάζει περισσότερο απ’ την απλή προσκόμιση χρημάτων για λογαριασμό του πατέρα σου» σηκώθηκε από την καρέκλα του και με πλησίασε νωχελικά. Τον κοίταξα νευρικά αφού ο τόνος του δεν δεχόταν άρνηση της πρότασής του «Θέλω να σε μυήσω στα ενδότερα. Γι’ αυτό χρειάζομαι τη γυναικεία σου συμμετοχή» μου τόνισε και τον κοίταξα περίεργα «Πολύ σύντομα θα παραστώ σε μια πολύ ενδιαφέρουσα συγκέντρωση και χρειάζομαι μια όμορφη παρτενέρ» μου χαμογέλασε και τον κοίταξα καλά-καλά. Εννοούσε εμένα; «Όχι αυτό που σκέφτεσαι γλυκιά μου. Όσο ενδιαφέρον κι αν θα ήταν να εμφανιστώ με μια τόσο νεαρή σαν εσένα στο πλάι μου σκέφτηκα να μην το παρατραβήξω. Εγώ έχω ήδη συνοδό αλλά οι συνεργάτες που θα με συνοδέψουν χρειάζονται κι εκείνοι μια γυναικεία παρουσία δίπλα τους. Μία από αυτές θα είσαι εσύ. Λοιπόν;» ρώτησε λες και μπορούσα να πω όχι.
«Έχω τρόπο να το αποφύγω;» ρώτησα ευθέως κι ας ήξερα την απάντηση. Να έβρισκα τρόπο να το αποφύγω; Ούτε στα πιο τρελά μου όνειρα.
«Πριν είπες να αφήσω τον πατέρα σου και γενικώς τις απειλές στην άκρη. Και τώρα θέλεις να αποποιηθείς των καθηκόντων σου;» παρατήρησε απλά κι όμως στο βλέμμα του έβλεπες την απειλή.
«Καλά θα έρθω. Τι δεξίωση είναι αυτή;»
«Κοσμικού περιεχομένου» απάντησε απλά και σήκωσα το ένα μου φρύδι.
«Αποκλείεται να είναι κάτι τόσο απλό. Αν ήταν τόσο απλό δεν θα πήγαινες καν» παρατήρησα και το αμυδρό χαμόγελό του επιβεβαίωσε τα λόγια μου. Δεν απάντησε ωστόσο κι έμεινα να τον κοιτάω χωρίς να καταλαβαίνω. Δεν πήγαινε συχνά σε κοσμικές εκδηλώσεις με το συχνά στο δικό του λεξιλόγιο να σημαίνει σχεδόν ποτέ. Που σήμαινε δύο πράγματα. Ή η εκδήλωση κοσμικού περιεχομένου ήταν φιέστα του υπονόμου ή…
«Θα κλέψουμε» τον κοίταξα και το χαμόγελό του έγινε πιο πλατύ.
«Όχι απαραίτητα εσύ γιατί δεν έχεις εκπαιδευτεί για τέτοιες αποστολές αν και οφείλω να ομολογήσω πως μου αρέσει πως αποδέχεσαι πλέον ότι είσαι μέλος της ομάδας μας» μου άγγιξε τον ώμο και συγκρατήθηκα για να μην κάνω πίσω. Δεν απάντησα γιατί το ήξερα και η ίδια κι ας μην ήθελα να το παραδεχτώ…. ήμουν μία από την ομάδα τους.
«Πως είσαι σίγουρος ότι θα πετύχει;» δάγκωσα το κάτω χείλος μου νιώθοντας ήδη την αδρεναλίνη μου να ανεβαίνει. Κι άμα μας έπιαναν; Εκείνος θα με έδινε σίγουρα. Θα έβρισκε τρόπο να μας μπλέξει όλους χωρίς να μπλεχτεί ο ίδιος. Ούτως η άλλως όλο τον καιρό αυτό έκανε.
«Θα πετύχει. Το μόνο που χρειάζομαι από εσένα είναι η όμορφή σου παρουσία και τα πόδια σου»
«Τα πόδια μου;» τον ρώτησα παραξενεμένη κι εκείνος ξανακάθισε στη θέση του βάζοντας τα χέρια του στο μαύρο, σκονισμένο γραφείο.
«Θα χρειαστεί να τρέξεις. Πολύ»

 Θεοδώρα Σέρβου

Περιεχόμενα: