Κάπου εκεί πίστεψε, πως το τέλος του είχε έρθει και απείχε μονάχα μία ανάσα. Ο πόνος του βγαλμένου του ώμου τον τρέλαινε και τα βαριά βήματα του Φιλίπ, ολοένα και πλησίαζαν. Τότε, ένα χέρι τον άρπαξε με βία και τον έσυρε σε όλο το διάδρομο πηγαίνοντας ολοένα και πιο βαθιά σε αυτόν τον ομολογουμένως, αθέατο μέχρι στιγμής κόσμο. Η όρασή του είχε θολώσει εξαιτίας του πόνου. Η διαδρομή τους φαινόταν να φτάνει σε κάποιο τέλος, μιας που το πλάσμα τον παράτησε και κατόπιν κατευθύνθηκε σε ένα στρογγυλό, ξύλινο τραπέζι. Μα αργές κινήσεις, έκατσε στην καρέκλα μπροστά του σταυρώνοντας τα χέρια του.
«Εσύ, θα πρέπει να είσαι ο καινούργιος παλιάτσος του χωριού, καθώς ο παλιός μας τελείωσε. Δεν άντεξε την φρικτή ιστορία που σκεπάζει αυτόν τον τόπο και μην μπορώντας να βρει κάποια λύση, την κοπάνησε. Βλέπεις όταν τα πράγματα δυσκολεύουν, το μόνο εύκολο είναι να καταθέτεις τα όπλα και να υποχωρείς, ρίχνοντας σε άλλους την ευθύνη. Στην προκείμενη περίπτωση, άφησε εσένα να βγάλεις το φίδι από την τρύπα και όταν μιλώ για φίδι, δεν εννοώ φυσικά τον βιαστή που κυκλοφορεί ανενόχλητος στο χωριό, εννοώ εμένα, καθώς εγώ είμαι το πρόβλημα όλων. Δεν γεννήθηκα όμορφος και τέλειος για να έχω εξασφαλίσει μία θέση μέσα στον κόσμο. Η σιχαμερή η μάνα μου με έβγαλε ελαττωματικό και με πέταξε στη γιαγιά μου, η οποία αν δεν ήταν θρήσκα και δεν φοβόταν μήπως μετά τον θάνατό της, το τομάρι της καβουρδιστεί στην Κόλαση, θα με είχε στα σίγουρα πετάξει σε κάποιο πηγάδι. Αρκετά όμως μιλήσαμε για εμένα, είναι αγένεια. Για πες μου δήμαρχε, τι στο καλό γύρευες στο σπίτι μου;» τον ρώτησε ενώ ταυτόχρονα με το δεξί του πόδι, πατούσε το σημείο του σπασίματος του ώμου του Ντεάν.