Moonlight Tales
Το Μαύρο Διαμάντι (Κεφάλαιο 22: Οι Ικανότητες του Μυαλού)
Storm III (Κεφάλαιο 10)
Η Έμιλι κατέβηκε τη σκάλα και πήγε στην κουζίνα τρέχοντας.
«Είναι έτοιμο;» ρώτησε τη μητέρα της.
«Έμς, είναι κρέας. Θέλει τον χρόνο του για να ψηθεί» διαμαρτυρήθηκε εκείνη.
«Ίσως μπορώ να βοηθήσω» είπε η Έμιλι.
«Δεν ήξερα ότι οι Χαρισματικοί μπορούν να ψήσουν και κοτόπουλο με το στοιχείο τους» είπε ειρωνικά ο πατέρας της μπαίνοντας στην κουζίνα.
«Μπαμπά!» διαμαρτυρήθηκε η Έμιλι. «Εννοούσα να βοηθήσω τη μαμά με τη σαλάτα. Ή ό,τι κάνει, τέλος πάντων».
«Τη σαλάτα θα την κόψουμε λίγο πριν το δείπνο. Προς το παρόν θέλω να καθίσεις στο σαλόνι και να περιμένεις τον Μάικλ» είπε η μητέρα της.
Το ίδιο πρωί, η μητέρα της της είχε προτείνει να καλέσει τον Μάικλ για δείπνο. Όπως της είχε υποσχεθεί: «το δείπνο θα είναι χαλαρό· δε θα κάνουμε καμία περίεργη ερώτηση».
Το Δάσος των Μαγισσών (Κεφάλαιο 18 - μέρος 3)
«Όταν εγώ και ο Τομ ήμασταν μικροί τσακωνόμασταν συνέχεια για το ποιος ήταν ο αγαπημένος της μητέρας μας. Και μετά ήρθαν τα δίδυμα που ήταν τα μικρά και απασχολούσαν πολύ από τον χρόνο και την προσοχή της οπότε εγώ και ο Τομ κάναμε ομάδα εναντίον τους»
«Οπότε το να έχεις αδέλφια είναι σαν να βρίσκεσαι σε πόλεμο;»
«Περίπου, αλλά αγαπώ τους αδελφούς μου κι ας θέλω να τους στραγγαλίσω μερικές φορές. Εσύ πως ήσουν μικρή;»
Έκανε στην άκρη για να αποφύγει ένα μαυρισμένο κομμάτι γης. Δεν ήταν το πρώτο που συναντούσαν. Είχαν προσπεράσει κι άλλα. Η μυρωδιά του καμένου ξύλου ήταν βαριά στην ατμόσφαιρα. Γκρίζα στάχτη σηκωνόταν κάτω από τα πόδια τους με κάθε βήμα που έκαναν. Αναρωτήθηκε αν είχαν πέσει κεραυνοί σε αυτό το κομμάτι του δάσους.
«Κακομαθημένη» του απάντησε. «Ο Ρόραν με φρόντιζε από τότε που ήμουν μικρή και έκανε ό,τι του ζητούσα. Νομίζω πως προσπαθούσε να επανορθώσει με αυτόν τον τρόπο για την ψυχρότητα του Άιζακ και να μη με αφήσει να την νιώσω» Μια σουβλιά θλίψης διαπέρασε το στήθος της καθώς σκεφτόταν την «παλιά» της οικογένεια.
Τα Βουνά πριν την Ανατολή (Έλντι Μπόου - Κεφάλαιο 7)
Παρουσίαση Βιβλίου - Αντέχεις να μάθεις την αλήθεια;
Μέσα στο πυκνό σκοτάδι αντήχησε ένα κλάμα μωρού κι έκανε τη Μελανία να
πεταχτεί από το κρεβάτι. «Το παιδί μου!» αναφώνησε με σιγουριά και
σηκώθηκε να το αναζητήσει. Τα χέρια της, τεντωμένα τώρα, έσκιζαν το
σκοτάδι που την εμπόδιζε, ακολουθώντας το κλάμα του μωρού που ακουγόταν
σαν αντίλαλος σ’ ένα άδειο σπίτι. «Τώρα, μωρό μου… Η μανούλα έρχεται…»
τα λόγια της ειπώθηκαν πιο πολύ σαν παρηγοριά προς τον εαυτό της, παρά
προς το μωρό που αναζητούσε. «Έρχομαι, Σωτήρη μου… Εδώ είμαι…» τα βήματά
της ασταμάτητα και στάσιμα συνάμα. Κανονικά θα έπρεπε να είχε διανύσει
ήδη τον όροφο από τη μια άκρη στην άλλη, όμως ακόμα δεν είχε συναντήσει
καμιά πόρτα ή τοίχο στον δρόμο της. Ακόμα και ο ήχος από το κλάμα του
μωρού παρέμενε στην ίδια ένταση, καθώς το πλησίαζε, δίχως να μειώσει
έστω και λίγο τη μεταξύ τους απόσταση. Άρχισε να νιώθει μετέωρη στο
πηχτό σκοτάδι όπου βρισκόταν, καθώς δάκρυα απελπισίας συνόδευαν τη
σπασμένη φωνή της. «Σωτήρη, αγόρι μου… Εδώ είναι η μανούλα… Εδώ είμαι,
πασάκα μου…» Όταν όλα μοιάζουν σαν κακόγουστη φάρσα, η Αγάπη βάζει στόχο
ν’ ανακαλύψει την αλήθεια. Είναι όντως η Αγάπη ή μήπως τελικά είναι η
Μελανία; Έχει όντως χάσει τον γιο της ή μήπως τελικά δεν τον είχε ποτέ;
Ένας άγνωστος άνδρας καλείται να παίξει σημαντικό ρόλο στη ζωή της και
να τη βοηθήσει στις απαντήσεις που αναζητά. Θ’ αντέξει όμως να μάθει την
αλήθεια;