Ένα μεγάλο μαύρο έλκηθρο μετέφερε πάνω στο χιόνι, το παγωμένο κορμί του πολεμιστή Κόστα. Προορισμός ήταν το νεκροταφείο του παλαιού καιρού των βουνών πριν την Ανατολή. Κόσμος πολύς, συμπολεμιστές και φίλοι του ελεύθερου βουνίσιου έσερναν τα βήματα τους πίσω του. Κοντά τους ερχόταν ο Έλντι, με την Καίηλεν Αντμάιντ πλάι του. Όσο θλιμμένη και να ήταν, η Καίηλεν βαστούσε με μεγάλη προσπάθεια τα δάκρυά της. Όταν τελείωσε η τελετή της ταφής, βρήκε κάποιο μέρος και θρήνησε κρυφά τον καλό της φίλο.
Το σκοτάδι και η θερμοκρασία άρχισαν σιγά-σιγά να πέφτουν και σχεδόν όλοι είχαν φύγει από το νεκροταφείο του παλαιού καιρού. Ο Έλντι αποφάσισε να περιμένει την Καίηλεν πριν φύγει κι αυτός. Κι όταν είδε πως αυτή δε φαινόταν, αποφάσισε να ψάξει να τη βρει. Έψαξε για ώρα, ώσπου το σκοτάδι έγινε βαθύ και το χιόνι πιο πυκνό, φωνάζοντας το όνομά της και τρομάζοντας τα μαύρα πουλιά των δέντρων. Μα δεν το έβαλε κάτω. Και τελικά την βρήκε, καθισμένη στην άκρη ενός γκρεμού, θλιμμένη, ανέκφραστη και παγωμένη.
«Καίηλεν…» την πλησίασε. Σκέφτηκε να τη ρωτήσει αν είναι καλά, μα ήδη γνώριζε την απάντηση. «…Θέλεις να φύγουμε;» της πρότεινε με ήρεμη φωνή, όπως ήρεμος ήταν πάντα. Δεν του απάντησε. Ο Έλντι κάθισε δίπλα της, κοντά της, μήπως και καταφέρει να τη ζεστάνει. Για πολλή ώρα δε μιλούσε κανείς τους. Και το χιόνι ακόμη, κόπασε.