Η
λέξη βούιζε στ’ αυτιά μου ξανά και ξανά. Μου είχε κολλήσει. Την άκουγα ρυθμικά
με το χτύπημα των συρμών του Μετρό στις ράγες, με τις ανακοινώσεις για τις
στάσεις. Έτσι με είχε αποκαλέσει, πριν μου κλείσει την πόρτα κατάμουτρα
παραμονές Χριστουγέννων.
Ακροκώλιο. Άντε ρε, ακροκώλιο!
Τέτοιος ήσουν, τέτοιος είσαι και τέτοιος θα είσαι μια ζωή, ήχησαν
οι λέξεις της Λουΐζας στο κεφάλι μου. Ξανά και ξανά.
Ναι,
είναι αλήθεια.
Χώρισα.
Λάθος.
Με χώρισε.
Και με πέταξε έξω από το διαμέρισμα που της
είχε αγοράσει ο μπαμπακούλης της, όταν πήρε το πτυχίο της από το ΕΚΠΑ.
Φιλόλογος. Δεν της έφτανε όμως το πτυχίο. Είχε ξεκινήσει δύο μεταπτυχιακά ταυτόχρονα,
ενώ της είχαν προτείνει, όχι ένας, όχι δύο, αλλά τρεις καθηγητές θέση για
διδακτορικό. Δεν ήταν και λίγο για μια κοπέλα ούτε είκοσι τέσσερα καλά καλά.
Τη
γνώρισα στο φαρμακείο όπου δούλευα, βοηθός. Ερχόταν συχνά πυκνά και έσκαγε καλά
φράγκα σε προϊόντα ομορφιάς. Ενίοτε και σε προφυλακτικά, λιπαντικά και ερωτικά
παιχνίδια που πουλούσε η φαρμοκοτρίφτρια. Το αφεντικό μου.
Κάθε
φορά που δεν είχαμε κόσμο και έβγαινα στο πεζοδρόμιο για τσιγάρο, τσουπ, το
βότανο. Άντε ξανά μέσα ο Παντελής. Δυο τζούρες τσιγάρο, χαμένο πήγαινε.
Κουβέντα στην κουβέντα, της την έπεσα. Περνούσε φάση με τη σκληρή μουσική τότε.
Χεβιμεταλλάς εγώ, κολλήσαμε.