Συνέντευξη με την Ελπίδα Πέτροβα

Ένας νέος θανατηφόρος Ιός, απειλεί την ανθρωπότητα και προκαλεί τον θάνατο πολλών ανθρώπων. Το Συνδικάτο που κυβερνά, βρίσκει την ευκαιρία να στηρίξει την άρχουσα τάξη, στερώντας την φαρμακευτική και επισιτιστική βοήθεια στα κατώτερα στρώματα. Ο κόσμος ζει σε Περιοχές που έχει ορίσει το Συνδικάτο, με πιο υποβαθμισμένη την Γκρι Περιοχή. Οι κάτοικοί της είναι καταδικασμένοι σε θάνατο και δεν έχουν καμία ελπίδα να επιβιώσουν. Ένα πρωί όλα θα αλλάξουν όταν θα αντικρίσουν ένα επαναστατικό σύνθημα πάνω στον τοίχο με την υπογραφή του Κόκκινου Πίθηκου που θα τους δώσει κουράγιο.
Την ταυτότητα του Κόκκινου Πίθηκου θα αναλάβει να ανακαλύψει, η Σοφί, μια νεαρή δημοσιογράφος. Στη διάρκεια της έρευνάς της θα συναντήσει πολλά εμπόδια και θα κληθεί να διαχειριστεί μυστικά του παρελθόντος που αφορούν τη ζωή της. Θα έρθει αντιμέτωπη με τη βία αλλά και με την τρυφερότητα. Θα προσπαθήσει να πετύχει τον στόχο της.
Άραγε θα τα καταφέρει;

Ο Όρκος του Μανσούρ, του Στυλιανού Κιλημάντζου

Ο Μανσούρ ένιωσε το ψυχρό νυχτερινό αεράκι που ερχόταν από την έρημο στο πρόσωπό του, καθώς έκλεινε τα μάτια του και προσηλωνόταν νοερά στο στόχο του. Το φρούριο ήταν απέναντί του και ήταν έτοιμο να τον υποδεχθεί, καθώς θα εφάρμοζε το τρελό του σχέδιο για να σώσει την αδερφή του από το χαρέμι του χαλίφη. Η απομονωμένη φυλακή που φυλασσόταν από αιθέρια πνεύματα υπό τις διαταγές των μάγων του χαλίφη, είχε πύλες σιδερένιες και τόσο βαριές που ήταν αδύνατον για οποιονδήποτε θνητό να τις σηκώσει. Μόνο η γιγάντια καμήλα που ζούσε στην είσοδο και ήταν δεμένη με τη χοντρή αλυσίδα, μπορούσε να τραβήξει με την υπεράνθρωπη δύναμή της και να σηκώσει την κεντρική πύλη, ώστε να μπορεί να περάσει ο χαλίφης και να φτάσει στις κοπέλες που αποτελούσαν το ξακουστό του χαρέμι. Ο άρχοντας του χαλιφάτου ανακοίνωνε κάθε βράδυ την άφιξή του κρούοντας τα τεράστια χρυσά κύμβαλα που είχαν τοποθετηθεί στην είσοδο, πριν θέσει στις τέσσερις εσοχές τα τέσσερα μαγικά πετράδια με τα οποία έπεφτε η γέφυρα. Μέσω αυτής διέσχιζε με ασφάλεια την τάφρο, η οποία ήταν γεμάτη με μυτερά παλούκια και χρυσούς σαρκοφάγους σκαραβαίους, που ήταν έτοιμοι να καταβροχθίσουν όποιον απρόσεκτο έπεφτε από τη γέφυρα ή τοποθετούσε τα πετράδια με λάθος τρόπο στις σχισμές. Ο ήρωας αυτά τα γνώριζε και είχε προετοιμαστεί κατάλληλα. Αυτό που δε γνώριζε όμως ήταν ότι ένα πνεύμα είχε συγκινηθεί από τα δάκρυα της αδερφής του και προσπαθούσε όλον αυτόν τον καιρό να την παρηγορήσει. Αλλά μάταια. Πόση μπορεί να είναι η απελπισία ενός νεαρού κοριτσιού, ώστε να συγκινηθεί ένα ον που μπροστά από τα μάτια του είχαν περάσει χιλιετίες;

Κρυμμένος μέσα στο βαθύ σκοτάδι, ανάμεσα στους μιναρέδες, παρατηρούσε το απόρθητο φρούριο και αναλογιζόταν την πρόκληση. Η τάφρος λαμπύριζε από τη χρυσαφένια επιφάνεια των σκαραβαίων, μια σκοτεινή υπενθύμιση του κινδύνου

Το Μoonlight Tales πάει θέατρο_«Μαζί»

Ορίστε κάτι που ίσως δεν ξέρετε για μένα, μετά από τις προπτυχιακές σπουδές μου στο τμήμα αγγλικής γλώσσας και φιλολογίας, αποφάσισα να κάνω ένα μεταπτυχιακό στη λογοτεχνία και το θέατρο, θέματα που μου ήταν οικεία στο πλαίσιο της αγγλικής αλλά καθόλου οικεία στο πλαίσιο της ελληνικής γλώσσας. Ολοκληρώνω φέτος το δεύτερο και τελευταίο έτος και μόλις που αρχίζω να μπαίνω στον κόσμο του θεάτρου και να γνωρίζω την ελληνική θεατρική παραγωγή. Δε σας κρύβω πως φέτος είναι η πρώτη χρονιά που πήγα θέατρο στην ενήλικη ζωή μου. Μέχρι στιγμής έχω δει πολύ καλές παραστάσεις και ανυπομονώ για ό,τι έπεται.

Συνέντευξη με την Ελένη Ισπόγλου


Σε έναν κόσμο γεμάτο περιορισμούς πόσες γυναίκες αγωνίζονται για να σηκώσουν το βάρος της καθημερινότητας; Πόσες θυσιάζουν τις επιθυμίες τους για να ικανοποιήσουν τους άλλους; Πόσες αφήνουν τα όνειρά τους να σβήνουν σιωπηλά;

Μία από αυτές είμαι κι εγώ.

Ονομάζομαι Δάφνη. Είμαι μία εργαζόμενη μητέρα και αγαπώ την οικογένειά μου όσο τίποτα άλλο.

Ένα όνειρο που είχα από μικρή χάθηκε στα βάθη της καρδιάς μου. Μια συγκλονιστική στιγμή ανατρέπει τα πάντα και αυτό το όνειρο ξεπηδά από μέσα μου. Τώρα το πάθος μου για να το κάνω πραγματικότητα δεν έχει όρια.

Συνταρακτικά γεγονότα θα κάνουν τη ζωή μου άνω κάτω, αλλά εγώ θα συνεχίζω να αντλώ όση δύναμη χρειάζομαι για να γίνω η κυρίαρχος του εαυτού μου.

Ακροκώλιον, του Μπάμπη Δρουκόπουλου

Η λέξη βούιζε στ’ αυτιά μου ξανά και ξανά. Μου είχε κολλήσει. Την άκουγα ρυθμικά με το χτύπημα των συρμών του Μετρό στις ράγες, με τις ανακοινώσεις για τις στάσεις. Έτσι με είχε αποκαλέσει, πριν μου κλείσει την πόρτα κατάμουτρα παραμονές Χριστουγέννων.

Ακροκώλιο. Άντε ρε, ακροκώλιο! Τέτοιος ήσουν, τέτοιος είσαι και τέτοιος θα είσαι μια ζωή, ήχησαν οι λέξεις της Λουΐζας στο κεφάλι μου. Ξανά και ξανά.

Ναι, είναι αλήθεια.

Χώρισα.

Λάθος.

 Με χώρισε.

 Και με πέταξε έξω από το διαμέρισμα που της είχε αγοράσει ο μπαμπακούλης της, όταν πήρε το πτυχίο της από το ΕΚΠΑ. Φιλόλογος. Δεν της έφτανε όμως το πτυχίο. Είχε ξεκινήσει δύο μεταπτυχιακά ταυτόχρονα, ενώ της είχαν προτείνει, όχι ένας, όχι δύο, αλλά τρεις καθηγητές θέση για διδακτορικό. Δεν ήταν και λίγο για μια κοπέλα ούτε είκοσι τέσσερα καλά καλά.

Τη γνώρισα στο φαρμακείο όπου δούλευα, βοηθός. Ερχόταν συχνά πυκνά και έσκαγε καλά φράγκα σε προϊόντα ομορφιάς. Ενίοτε και σε προφυλακτικά, λιπαντικά και ερωτικά παιχνίδια που πουλούσε η φαρμοκοτρίφτρια. Το αφεντικό μου.

Κάθε φορά που δεν είχαμε κόσμο και έβγαινα στο πεζοδρόμιο για τσιγάρο, τσουπ, το βότανο. Άντε ξανά μέσα ο Παντελής. Δυο τζούρες τσιγάρο, χαμένο πήγαινε. Κουβέντα στην κουβέντα, της την έπεσα. Περνούσε φάση με τη σκληρή μουσική τότε. Χεβιμεταλλάς εγώ, κολλήσαμε.

Ο Κατσαρόλης, της Μαρίας Λυτρίβη

Στα πεντακόσια δεκατρία χρόνια του αθάνατου βίου του (και τα τριάντα πέντε χρόνια της θνητής ζωής που προηγήθηκε αυτού), ο Φερνάντο δεν είχε σκεφτεί ποτέ το πώς θα μπορούσε να κρυφτεί από το φως και τα τέρατά του, από τις σκιές που περιφέρονται στον κόσμο μέρα και νύχτα. Όταν απαρνήθηκε την αθανασία του και εγκατέλειψε τον κόσμο των ονείρων η ερώτηση άρχισε να βουίζει στο μυαλό του το πρώτο κιόλας πρωί που είχε επιστρέψει στον κόσμο των ανθρώπων. Τώρα που οι σκιές ξεπηδούσαν από τους τοίχους του και στροβιλίζονταν δύο-δύο σε ξέφρενους ρυθμούς στο σαλόνι του σπιτιού του είχε έρθει αντιμέτωπος με την πραγματικότητα· ποτέ δε θα μπορούσε.

Φυσικά, είχε πάρει τα μέτρα του, για να αποφύγει την αναπόφευκτη και μοιραία αυτή συνάντηση από εκείνο κιόλας το χριστουγεννιάτικο πρωινό που είχε ξυπνήσει δίπλα στη ρεματιά, μέσα στο χιονισμένο δάσος γύρω από το χωριό, μόλις λίγα μέτρα από το σπίτι που στη συνέχεια θα αποκαλούσε «δικό του». Όποτε περπατούσε το βλέμμα του ταξίδευε από σκιά σε σκιά τριγύρω του, περιμένοντας κάποια από αυτές να του ορμήσει, φορούσε έναν μακρύ μανδύα κάτω από τον οποίο μπορούσε να χωθεί ολόκληρος και να κερδίσει πολύτιμο χρόνο σε περίπτωση επίθεσης ενώ από τη ζώνη του κρεμόταν μία μικρή τρομπέτα, για να δημιουργήσει θόρυβο και να τρομάξει τις σκιές όταν θα έρχονταν αντιμέτωποι. Όταν βρισκόταν στο σπίτι φρόντιζε πάντα να είναι βυθισμένο στο απόλυτο σκοτάδι χωρίς να ανέβει ποτέ μήτε κερί, για να δει μήτε φωτιά, για να ζεσταθεί ενώ οι πόρτες και τα παράθυρα παρέμεναν πάντοτε ερμητικά κλειστά.

Οι συγχωριανοί του γελούσαν μαζί του και τον αποκαλούσαν τρελό, αλλά εκείνος δε σπαταλούσε τον χρόνο του με τις προσβολές τους. Οι άνθρωποι δε θα καταλάβαιναν ποτέ το παρελθόν του, τη φθορά που είχαν προκαλέσει πάνω του τα τόσα χρόνια ατελείωτων πολέμων, την ανάγκη του για διαρκή επαγρύπνηση, αλλά κι εκείνος όσο κι αν το προσπαθούσε