Τι είναι ο αφηγητής;

Πάμε να μιλήσουμε για αφηγητές (ένα από τα πιο βασικά συστατικά μιας ιστορίας). 
 
Τι είναι όμως αφηγητής; Είναι αυτός/αυτή/αυτό που μας μεταφέρει τα γεγονότα, τα συναισθήματα και τις σκέψεις των ηρώων μιας ιστορίας. Είναι η φωνή που φιλτράρει τα γεγονότα. Μπορεί να είναι ένα άτομο που εμπιστευόμαστε ή να είναι ένα άτομο που θέλει να μας παραπλανήσει. Υπάρχουν πολλοί τύποι αλλά θα αναφερθώ εν συντομία σε μερικούς. 
 
Πρωτοπρόσωπος αφηγητής (πρώτο πρόσωπο):
Ο αφηγητής είναι χαρακτήρας της ιστορίας, συνήθως ο πρωταγωνιστής ή η πρωταγωνίστρια. Παρουσιάζει την ιστορία μέσα από τη δική του οπτική, προσφέροντας προσωπικές σκέψεις και συναισθήματα. Είναι ένας πολύ άμεσος αφηγητής αλλά κρύβει μια παγίδα: πρέπει ο αφηγητής να ξέρει ό,τι και ο χαρακτήρας. Δεν μπορεί να μεταφέρει γεγονότα που δεν έζησε ή δεν γνωρίζει, τα συναισθήματα των άλλων κ.λπ.. 
 
Τριτοπρόσωπος παντογνώστης αφηγητής:
Ο αφηγητής είναι εξωτερικός παρατηρητής που ξέρει τα πάντα για όλους τους χαρακτήρες, τις σκέψεις και τα συναισθήματά τους. Δίνει μια ολοκληρωμένη εικόνα της ιστορίας και των γεγονότων αλλά θέλει κι εδώ προσοχή. Το να περνάς από το "κεφάλι" του ενός χαρακτήρα στον άλλο μπορεί να γίνει κουραστικό ή να προκαλέσει σύγχυση. Μπορεί να είναι ακόμα και βαρετό ή παλιομοδίτικο, αν ο αφηγητής δίνει στον αναγνώστη έτοιμες εικόνες για άλλους χαρακτήρες, κρίνοντας τις αποφάσεις τους ή το ποιόν τους. 
 
Τριτοπρόσωπος περιορισμένος αφηγητής:
Ο αφηγητής επικεντρώνεται μόνο σε έναν χαρακτήρα. Ξέρει τις σκέψεις και τα συναισθήματα μόνο αυτού του χαρακτήρα και περιγράφει τα γεγονότα από τη δική του οπτική. Δεν έχει μεγάλες διαφορές από τον πρώτο τύπο (πέρα από το γ πρόσωπο, δηλαδή, και την ψευδαίσθηση ότι είναι πιο αντικειμενικός τύπος αφηγητή) 
 
Αφηγητής-παρατηρητής:
Ο αφηγητής περιγράφει μόνο όσα βλέπει και ακούει χωρίς να ξέρει τις σκέψεις ή τα συναισθήματα των χαρακτήρων. Λίγο πιο αποστειρωμένα εδώ τα πράγματα, αφού ο αφηγητής γνωρίζει λιγότερα από τους χαρακτήρες. Προσωπικά, σπάνια έχω διαβάσει τέτοιον αφηγητή.
 
Δεύτερο πρόσωπο:
Είναι λιγότερο συνηθισμένος τρόπος αφήγησης, όπου ο αφηγητής απευθύνεται στον αναγνώστη ή στον κεντρικό χαρακτήρα χρησιμοποιώντας το «εσύ». Για να είμαι ειλικρινής, μία φορά έχω διαβάσει πετυχημένο αφηγητή αυτού του τύπου.
 
Τώρα, όσον αφορά το ερώτημα: συνδυάζω τύπους αφηγητή; Η απάντησή μου είναι ναι, υπό προϋποθέσεις. Θέλει μαεστρία και τη σωστή ιστορία για να πειραματιστείς με πολλούς τύπους. Και πάλι εδώ μονάχα 2 βιβλία μπορώ να σκεφτώ που το έκαναν άρτια. Η συμβουλή μου: μάθε τέλεια κάθε αφηγητή μόνο του, πριν τους μπερδέψεις. 
 
Για μένα, ένας κακός αφηγητής μπορεί να καταστρέψει και την πιο ευφάνταστη ιδέα ή ιστορία για αυτό θέλει φροντίδα και προσοχή. Ο αφηγητής είναι τα μάτια και τα αυτιά μας. Αλλά πρέπει να αφήνουμε χώρο στον αναγνώστη να σχηματίσει τις δικές του κρίσεις. 
 
 Πάμε τώρα στο παιχνίδι.
Σκέψου μια απλή σκηνή (πχ ένας χαρακτήρας περιμένει σε μια καφετέρια και βλέπει κάποιον που δεν περίμενε να συναντήσει.) Χρειαζόμαστε 1 με 2 προτάσεις, όχι παραπάνω. Έπειτα γράψε την ίδια σκηνή με 3 διαφορετικούς αφηγητές. 
 
Για να βοηθήσω, θα χρησιμοποιήσω ένα δικό μου κείμενο, που είναι ωστόσο εκτενέστερο. Χρησιμοποιώ κατά σειρά 3 αφηγητές. Ποιοι είναι αυτοί;
 
Πίνω άλλο ένα ποτήρι, αλλά δεν αλλάζει τίποτα. Ο κόσμος γύρω μου στροβιλίζεται σαν να χορεύει, μα εγώ μένω εδώ, ακίνητος, κολλημένος στο μπαρ. Το κεφάλι μου βαρύ, τα πόδια μου πιο βαριά ακόμα. Η φωνή μου σπάει όταν παραγγέλνω άλλο ένα. Κάθε γουλιά καίει τον λαιμό μου, αλλά εγώ συνεχίζω, σαν να έχει κάποιο νόημα. Μάλλον είμαι πιο χαμένος απ’ ό,τι νόμιζα. Ένα θραύσμα ανάμνησης ξεφεύγει. Τη βλέπω πάλι, χλωμή, με τα κόκκινα μαλλιά της βρεγμένα, απλωμένα γύρω της. Τα χείλη της… Κρύβω το πρόσωπό μου στα χέρια μου, και για λίγο ο κόσμος μαυρίζει. (πρωτοπρόσωπη)
.......................................
Ο Μιχάλης αισθάνεται σαν να είναι παγιδευμένος μες στο ίδιο του το σώμα. Το μυαλό του παλεύει αντίθετα στη θέλησή του να μείνει σε εγρήγορση, παρ’ ότι οι σκέψεις του διαλύονται σε κύματα αλκοόλ. Προσπαθεί να ξεχάσει πώς έφτασε σε αυτό το σημείο. Ξέρει τι ήταν αυτό που τον έριξε εκ νέου στον γκρεμό, αλλά κάθε προσπάθεια να θάψει την πληροφορία καταλήγει σε κενό. Βλέπει τους ανθρώπους γύρω του, μα είναι σαν να βρίσκονται μακριά, θολές φιγούρες που δεν θα μπορούσε να αγγίξει, ακόμα κι αν ήθελε. Τρίβει τα μάτια του, μήπως κι η όρασή του καθαρίσει. Κοιτάει το ποτήρι του και για λίγο χάνεται μες στο κεχριμπαρένιο υγρό. (τριτοπρόσωπη εστιασμένη)
.................................................
Το ποτήρι του είναι μισογεμάτο, περιμένοντας να εκπληρώσει τον σκοπό του. Ο Μιχάλης το κοιτάζει προσηλωμένα, αλλά το ποτήρι δεν νοιάζεται. Ξέρει ότι σύντομα θα γεμίσει και θα αδειάσει ξανά, σε έναν ατελείωτο κύκλο. Τίποτα άλλο δεν έχει σημασία για αυτό. Ο Μιχάλης τελικά σηκώνει το ποτήρι με τρεμάμενα χέρια και το φέρνει κοντά στα χείλη του. Το αλκοόλ κυλά αργά, σαν να έχει συνείδηση, σαν να ξέρει ότι θα φέρει μαζί του την πολυπόθητη λήθη και θέλει να ταλαιπωρήσει τον άνδρα μια στιγμή παραπάνω. Ο Μιχάλης αφήνει το ποτήρι με δύναμη στην μπάρα και σηκώνει το χέρι του, για να κάνει νόημα στον μπάρμαν. Χρειάζεται περισσότερο αλκοόλ. Πρέπει να ξεχάσει. Μια και καλή. Το ποτήρι του αναγνωρίζει τη στιγμή. Δεν έχει τελειώσει ακόμη. (παντογνώστης - τα άψυχα αντικείμενα προσωποποιούνται)





Πάμε στα δικά σας κείμενα

Anastasia Miggidou

Η Αριάδνη έριξε μια κλεφτή ματιά γύρω της πριν μπει στο κτίριο. Μόλις βεβαιώθηκε ότι δεν την ακολουθούσε κανείς, άνοιξε την πόρτα και μπήκε στο κτίριο με γρήγορα βήματα, σχεδόν σαν τον κλέφτη. Μια αίσθηση ανακούφισης την πλημμύρισε. Είχε καταφέρει για ακόμα μια φορά να μπει στη δημόσια βιβλιοθήκη της γειτονιάς, το μόνο μέρος που μπορούσε να είναι ο εαυτός της! Αν και δεν ήταν εύκολο να ξεφύγει από τη μιζέρια της καθημερινής της ζωής, οι δύο ώρες την εβδομάδα που είχε καταφέρει να εξασφαλίσει - οι μοναδικές που οι βασανιστές της έλειπαν από το σπίτι - της θεωρούσε πολύτιμες. Μετρούσε με λαχτάρα τις ώρες και τα λεπτά μέχρι την πολυπόθητη μέρα και, ακόμα και τότε έπαιρνε κάθε προφύλαξη μέχρι να φτάσει στον προορισμό της. Δε θα άφηνε τίποτα να χαλάσει την επίσκεψή της στον παράδεισο. Καθώς καθόταν στην αναπαυτική πολυθρόνα έβγαλε έναν αναστεναγμό και άνοιξε το βιβλίο που είχε επιλέξει. Ήταν πλέον έτοιμη να αφήσει πίσω της όλα της τα βάσανα και τις πίκρες και να δραπετεύσει σε έναν νέο συναρπαστικό κόσμο παρέα με τους αγαπημένους της χαρακτήρες!
 
Ανακούφιση, χαρά, ευδαιμονία. Αυτά είναι μόνο μερικά από τα συναισθήματα που νιώθω καθώς μπαίνω στο γνώριμο κτίριο με τα κόκκινα τούβλα και τις γαρδένιες στα περβάζια. Ευτυχώς δεν με ακολούθησε κανείς και σήμερα. Από τότε που ξεκίνησα από το σπίτι, νιώθω τα άκρα μου βαριά και άκαμπτα, λες και ένα αόρατο χέρι με έχει αρπάξει σε μια σφιχτή μέγγενη. Αν θέλω βέβαια να είμαι ειλικρινής με τον εαυτό μου, βρίσκομαι σε αυτή την κατάσταση τις έξι από τις επτά ημέρες της εβδομάδας. Μόνο σήμερα μπορώ να αναπνεύσω ελεύθερα, να χαλαρώσω, να είμαι ο εαυτός μου! Ποιος να το έλεγε ότι μια δημόσια βιβλιοθήκη θα μου έδινε τη δυνατότητα να δραπετεύσω από τη μίζερη καθημερινότητά μου. Ώρες ώρες σκέφτομαι ότι αυτή η βιβλιοθήκη και οι διάφοροι χαρακτήρες που συναντώ στα βιβλία της είναι οι μόνοι μου φίλοι, οι μόνοι που με καταλαβαίνουν απόλυτα. Δε χρειάζεται να σκέφτομαι τίποτα. Ούτε τις φωνές της μητριάς μου, ούτε την αδιαφορία του πατέρα μου. Μόνο το καινούργιο μου βιβλίο και την άνεση της βελούδινης πολυθρόνας. Ώρα να ξεκινήσω λοιπόν!
 
Η Αριάδνη μπορούσε επιτέλους να αναπνεύσει ελεύθερα. Μετά από μια ατέλειωτη για αυτήν εβδομάδα που είχε κυλήσει αργά και βασανιστικά, μετά από τις φωνές και τα χαστούκια της μητριάς της, μετά από την απόλυτη αδιαφορία του πατέρα της, ακόμα και όταν είδε τα πρησμένα της μάγουλα, είχε έρθει επιτέλους η μέρα! Ξεκίνησε σχεδόν αμέσως αφού άκουσε να φεύγουν και οι δύο από το σπίτι, τόση λαχτάρα είχε να βρεθεί στη βιβλιοθήκη της γειτονιάς όσο πιο γρήγορα γινόταν. Βέβαια δε λησμόνησε να ρίξει βιαστικές ματιές πίσω της για να βεβαιωθεί ότι δεν την ακολουθούσε κάνεις. Μόλις μπήκε στο κτίριο, κατευθύνθηκε προς την αγαπημένη της γωνίτσα στο αναγνωστήριο με γρήγορα και σίγουρα βήματα. Αφού βολεύτηκε στην αναπαυτική πολυθρόνα, άφησε έναν αναστεναγμό ανακούφισης και άνοιξε το βιβλίο της, έτοιμη να ταξιδέψει σε έναν ακόμη φανταστικό κόσμο Ήταν αποφασισμένη να δραπετεύσει από την πραγματικότητα και δε θα της το χαλούσε κάνεις!


Αυτόλυκος ο κλέφτης/Autolycus the thief

𝚻𝛐 𝛊𝛆𝛒ό 𝛋𝛆ί𝛍𝛆𝛎𝛐
___Το φως του ήλιου που διαπερνούσε τα τζάμια ήταν τόσο, ώστε να μην δυσκολεύει την όραση του Τζουντ. Έβγαλε τα ψεύτικα γυαλιά που χρησιμοποίησε για λόγους μεταμφίεσης και μέσα από το μπλε μαρίν γιλέκο, πάνω από το λευκό πουκάμισο, έβγαλε τις σκισμένες σελίδες. Θα είχε αρκετό χρόνο μόνος του μέσα στο βαγόνι του τελεφερίκ για να τις διαβάσει, να απομνημονεύσει τα στοιχεία και να τις κάψει. Το μόνο που έσπαγε την ησυχία ήταν η κλαγγή του βραχίονα του βαγονιού καθώς περνούσε τις κολώνες.
___Ήταν συγκεντρωμένος στις σελίδες και δεν αντιλήφθηκε τον Γκάμπριελ να πλησιάζει, ο οποίος έσπασε τη μεταλλική πόρτα με μια κλωτσιά, χρησιμοποιώντας την επιπρόσθετη δύναμη που του έδινε η ορμή από την ρουκέτα με τον διπλό προωθητήρα που τον μετέφερε. Oι αργές και στιβαρές κινήσεις του Γκάμπριελ πρόδιδαν υπέρμετρη αυτοπεποίθηση. Η δερμάτινη καφέ στολή προσέδιδε όγκο στο ήδη τεράστιο σώμα του. Ο Τζούντ σάστισε. Ο Γκαμπριελ σήκωσε τα δερμάτινα κιάλια πιλότου και με μια κίνηση του δεξιού χεριού του άρπαξε τις σελίδες από τα χέρια του Τζουντ.
___«Θα… τις πήγαινα στον Λούκας» είπε ο Τζουντ.
___Ο Γκάμπριελ είχε ήδη γυρίσει προς την σπασμένη πόρτα και την έξοδο και βρισκόμενος στο χείλος του βαγονιού, τον κοίταξε επικριτικά με τις άκρες των ματιών του.
___«Θα τα ξαναπούμε στον Κήπο» είπε.
___Φόρεσε ξανά τα κιάλια και πατώντας το κουμπί που κρατούσε στην παλάμη του, εκτοξεύθηκε στον ουρανό, αφήνοντας πίσω καπνό, την μυρωδιά του καμένου και τον απογοητευμένο Τζουντ που κουνούσε τα χέρια για να διώξει τον καπνό και να καταφέρει να αναπνεύσει.
___«Προσπαθούσα να αποτρέψω την ανθρωπότητα από το να σπάσει ακόμη μια σφραγίδα» ψιθύρισε στον εαυτό του ο Τζουντ.
__«𝜪𝜾 ά𝜸𝜸𝜺𝝀𝝄𝜾 𝝅𝝄𝝀𝝀ές 𝝋𝝄𝝆ές 𝜹𝜺𝝂 𝜿𝜶𝝉𝜶𝝀𝜶𝜷𝜶ί𝝂𝝄𝝊𝝂 𝝉𝜾ς 𝝅𝝆𝝄𝜽έ𝝈𝜺𝜾ς 𝝉𝝎𝝂 𝜶𝝂𝜽𝝆ώ𝝅𝝎𝝂».
Ο Τζουντ ρίγησε στη συνειδητοποίηση πως είχε μια αόρατη συντροφιά στο βαγόνι καθ’ όλη την διάρκεια.
__𝜯𝝄 𝜹𝜾ά𝜷𝜶𝝈𝜺 𝜿𝜾 𝜶𝝊𝝉ός!



Χριστινα Λελη

Κοιτάς από το τζάμι τη βροχή και σκέφτεσαι πως μόλις λίγες μέρες πριν ήσουν στην αγκαλιά του, δίπλα στη θάλασσα, γυμνοί κι οι δυο πάνω στο κύμα. Δύο μικροί θεοί του έρωτα ξεχασμένοι σε ένα μικρό παράδεισο του Ιονίου. Δε θες να ξεχάσεις, δε θες να συνηθίσεις τη νέα πραγματικότητα. Πάντα μισουσες το χειμώνα και τώρα έχεις ακόμα ένα λόγο να τον απεχθάνεσαι. Στον πήρε μακριά. Μα η καρδιά σου δε λέει να καταλάβει τι σημαίνει θανατος. Μια ανάσα δρόμος είναι και μια απόφαση. Κλείνεις τα μάτια, ανοίγεις το παράθυρο και βουτάς στο κενό. Από ψηλά βλέπεις το άδειο κουφάρι που για χρόνια αποκαλούσες σπίτι σου να ματώνει και κόσμος να μαζεύεται γύρω του. Ένα χέρι σε αγκαλιάζει από τη μέση και το οικείο άρωμα του πλημμυρίζει το χώρο. Χαμογελάς καθώς πετάτε παρέα προς το άπειρο. Τον βρήκες πάλι επιτέλους!
Η Μαρίνα στέκεται σιωπηλή στην άκρη του παραθύρου. Έξω ο χειμώνας λυσσομαναει κι η βροχή μαστιγώνει τους δρόμους. Μαστιγώνει και το γυμνό της πρόσωπο. Πώς είναι δυνατόν να έχει συμβεί αυτό; Λίγοι μόνο μήνες πέρασαν, από το καλοκαίρι στο νησί. Οι δυο τους, εραστές του ονείρου και στον κόσμο άλλος κανείς. Για εκείνους μόνο φτιάχτηκε ο κόσμος, για εκείνους και το καλοκαίρι. Ήξερε πως ο χειμώνας ήταν κακός μαζί της πάντα, μα δεν περίμενε να εξαντλήσει όλη τη μοχθηρία του πάνω της, μόλις που είχε βρει την ευτυχία. Ένα λάθος φρενάρισμα πάνω στο χιονισμένο βουνό ήταν αρκετό για να φύγει από κοντά της για πάντα. Πώς θα μπορούσε πλέον να ζήσει; Έχοντας δει τη ζωη στο πλάι του, έχοντας βρει την αδερφή ψυχή της, πώς να πορευτεί ξανά στη μοναξιά και την ανυπαρξία; Όχι, ήταν αδύνατο. Η καρδιά της χτυπούσε δυνατά, έπρεπε να πάει να τον βρει. Ανάσα βαθιά, μάτια κλειστά και... Ένα απλό βήμα ήταν αρκετό. Το κορμί της έσκασε με δύναμη στο οδόστρωμα, κόσμος μαζεύτηκε γύρω της, το αίμα της πότιζε την άσφαλτο κι εκείνη πετούσε. Ανέβαινε όλο και πιο ψηλά, ώσπου τον ένιωσε δίπλα της να της κρατάει το χέρι και να ταξιδεύουν μαζί προς το φως. "Αγάπη μου, ήρθες!" η φωνή του βάλσαμο μέσα της. Ήρθε ναι...και θα έμενε για μια αιωνιότητα.
Το ξέρω πως δε θα έπρεπε να σκέφτομαι έτσι. Η ζωή είναι δώρο και εγώ θέλω να το πετάξω. Μα είναι που δεν μπορώ να γυρίσω πίσω στη ζωή που είχα πριν τον γνωρίσω. Ποιος άνθρωπος που είδε το φως μπορεί να ζήσει πια σε θεοσκοτεινη σπηλιά; Ποιος που έχει γευτεί το νέκταρ μπορεί πλέον να δεχτεί μια ανοστη ζωή; Δεν πάει πολύς καιρός που με είχε στην αγκαλιά του. Όλος ο κόσμος δικός μας. Αυτό το καλοκαίρι μου χάρισε αυτόν τον έρωτα που περίμενα μια ολόκληρη ζωή. Βρήκα το άλλο μου μισό και ξαφνικά όλα είχαν νόημα, όλα τα βήματα μου μέχρι χτες, με οδήγησαν κοντά του. Μα ήρθε ο χειμώνας και όλα γκρεμίστηκαν. Τα πάντα σκοτώνει, τα δέντρα, τα λουλούδια, τις πεταλούδες...σκότωσε κι εκείνον, το καταραμένο αυτό χιονισμένο βράδυ. Όχι δεν μπορώ, δε θέλω να ζήσω μακριά σου αγάπη μου. Θα κλείσω τα μάτια και θα έρθω να σε βρω. Κοίτα! Η βροχή πέφτει με δύναμη, σαν τα δάκρυα μου. Ένα βήμα είναι μόνο. Κοίτα αγάπη μου, άνοιξα το παράθυρο! Έρχομαι! Ξαφνικά, το κορμί μου συνταράζει ένας πόνος αβάσταχτος. Αίμα αναβλύζει από το κεφάλι μου και ακούω φωνές και ποδοβολητα γύρω μου. Πέθανα! Βγαίνω από το κουφάρι μου και τα κοιτάζω όλα από ψηλά. Ιπταμαι μέσα στα σύννεφα. Τον πλησιάζω, το νιώθω, το άρωμα του έρχεται όλο και πιο κοντά. Νατος! Επιτέλους τα χέρια του τυλίγονται στα δάχτυλα μου! Επιτέλους μαζί! Για πάντα!



Erodite Papapostolou

Είμαι ξαπλωμένος σε κάτι σκληρό. Προσπαθώ να δω γύρω μου μα αντικρίζω σκοτάδι. Ο χώρος είναι πολύ μικρός, ίσα με το σώμα μου. Σηκώνω τα χέρια αλλά το ταβάνι είναι ακριβώς πάνω από το κορμί μου. Πασχίζω να το σπρώξω όμως δεν τα καταφέρνω. Τι είναι αυτός ο ήχος; Κάτι ρίχνουν απέξω. Πώς βρέθηκα ΕΓΩ, ο δυνατότερος άνθρωπος σε όλον το πλανήτη εγκλωβισμένος; Γιατί με εγκατέλειψε η δύναμη μου; Ασφυξία. Η ανάσα μου τελειώνει. Φωνάζω μα κανείς δεν μου δίνει σημασία.
«Βοήθεια!»
________________________________
Ο Κλαρκ ήταν ξαπλωμένος σε έναν πολύ στενό χώρο, ίσα με το σώμα του. Προσπαθούσε να χτυπήσει το ταβάνι με τις παλάμες του μα ήταν ακριβώς πάνω από το κορμί του και δεν μπορούσε να ωθήσει με δύναμη τα χέρια του. Δάκρυα κυλούσαν από τα μάτια του καθώς ανέπνεε πλέον με δυσκολία. Το πρόσωπό του, μια παραμορφωμένη μάσκα τρόμου, ούρλιαζε απεγνωσμένα για βοήθεια.
________________________________
Η πράσινη σκόνη του Κρυπτονίτη έλαμψε κάτω από το φως του ήλιου τη στιγμή που έπεφτε με ορμή πάνω στο φέρετρο. Το μέταλλο «κατάπινε» λαίμαργα τη δύναμη του άντρα που ήταν θαμμένος από κάτω. Και δεν θα ησύχαζε, μέχρι να ρουφήξει και την τελευταία του ανάσα.
 
 
 
 
 
 
Θα μου επιτρέψετε να δανειστώ ένα κείμενο, για να αναλύσουμε ένα ακόμα παράδειγμα. 

Erodite Papapostolou

Είμαι ξαπλωμένος σε κάτι σκληρό. Προσπαθώ να δω γύρω μου μα αντικρίζω σκοτάδι. Ο χώρος είναι πολύ μικρός, ίσα με το σώμα μου. Σηκώνω τα χέρια αλλά το ταβάνι είναι ακριβώς πάνω από το κορμί μου. Πασχίζω να το σπρώξω όμως δεν τα καταφέρνω. Τι είναι αυτός ο ήχος; Κάτι ρίχνουν απέξω. Πώς βρέθηκα εγώ, ο δυνατότερος άνθρωπος σε όλον το πλανήτη, εγκλωβισμένος; Γιατί με εγκατέλειψε η δύναμή μου; Ασφυξία. Η ανάσα μου τελειώνει. Φωνάζω μα κανείς δεν μου δίνει σημασία.
«Βοήθεια!»
________________________________
 Το πρώτο μέρος είναι σε α πρόσωπο. Ο αφηγητής γνωρίζει ό,τι και ο χαρακτήρας και έτσι δεν ξέρει πού είναι ξαπλωμένος, βλέπει σκοτάδι, μαθαίνει με τις κινήσεις τον χώρο (σηκώνει τα χέρια κ.λπ..) Αυτό είναι κάτι που θέλει προσοχή στον πρωτοπρόσωπο αφηγητή κι εδώ είναι σωστά δοσμένο.
 
Ο Κλαρκ ήταν ξαπλωμένος σε έναν πολύ στενό χώρο, ίσα με το σώμα του. Προσπαθούσε να χτυπήσει το ταβάνι με τις παλάμες του μα ήταν ακριβώς πάνω από το κορμί του και δεν μπορούσε να ωθήσει με δύναμη τα χέρια του. Δάκρυα κυλούσαν από τα μάτια του καθώς ανέπνεε πλέον με δυσκολία. Το πρόσωπό του, μια παραμορφωμένη μάσκα τρόμου, ούρλιαζε απεγνωσμένα για βοήθεια.
 
  Το δεύτερο μέρος είναι σε γ πρόσωπο αλλά ο αφηγητής και  γνωρίζει ό,τι και ο χαρακτήρας. Οι πληροφορίες που μας δίνει είναι παρόμοιες με το πρώτο κείμενο πολύ ορθά.
________________________________
Η πράσινη σκόνη του Κρυπτονίτη έλαμψε κάτω από το φως του ήλιου τη στιγμή που έπεφτε με ορμή πάνω στο φέρετρο. Το μέταλλο «κατάπινε» λαίμαργα τη δύναμη του άντρα που ήταν θαμμένος από κάτω. Και δεν θα ησύχαζε, μέχρι να ρουφήξει και την τελευταία του ανάσα.
 
 Στο τρίτο έχουμε πάλι τριτοπρόσωπη αφήγηση με προσωποποίηση, όπως και στο κείμενό μου. Αυτό δε σημαίνει ότι πρέπει πάντα να κάνουμε έμψυχα όλα τα άβια πράγματα, απλώς ταίριαξε εδώ. Χάρη στον αφηγητή ξέρουμε ότι ο κρυπτονίτης έχει δόλιες προθέσεις και ξέρουμε και τι έχει σκοπό να κάνει. Εδώ όμως δεν έχουμε παντογνώστη, διότι έχουμε μόνο έναν χαρακτήρα, τον κρυπτονίτη. Λείπουν οι σκέψεις του Κλαρκ για να έχουμε παντογνωστική αφήγηση.

Ελπίζω να βοήθησα λίγο με τη βάση του αφηγητή. Τα λέμε στο επόμενο παιχνίδι.