Και το νου κρατώ και πίνω, της Ειρήνης Πατατανέ


«Τι θα γίνει αν σε σκοτώσω;» 
 
Δεν θα πω ψέματα, οι λέξεις που μόλις ξεστόμισα μου έγδαραν τον οισοφάγο. Παρ' όλα αυτά, έχετε δει ποτέ ανθρώπους να παίζουν θέατρο μετά από κτηνωδίες; Νομίζω πως αποζητούν σκληρές λέξεις, οπότε χαλάλι το γδάρσιμο του οισοφάγου μου, αν αυτό προϋποθέτει το βλέμμα που αντικρίζω τώρα. 
 
«Τι;» ψέλλισε, κρύβοντας τα χέρια της πίσω από την πλάτη, λες και δεν είχα προλάβει να δω το αίμα. 
 
«Αν σε σκοτώσω, λέω. Τι θα γίνει; Θα με ανταγωνιστείς και στο ποιος σε σκοτώνει καλύτερα;»

Μπορούσα να νιώσω το ξάφνιασμα να μετατρέπεται σε τρόμο και μετά σε θυμό, ώσπου να γίνει ένα μείγμα από μπερδεμένα συναισθήματα που δεν μπορούσα να αποκωδικοποιήσω. Με το ένα μου χέρι να κρατάει την πληγή στα πλευρά μου, σύρθηκα μερικά εκατοστά μακριά της κι έπειτα ανασήκωσα το σώμα μου, στηριζόμενη στην ελεύθερη παλάμη μου. Τα μάρμαρα του δαπέδου είχαν παραδώσει την άσπρη τους επιφάνεια στο πορφυρό υγρό που έτρεχε από μέσα μου, τόσο στα σημεία όπου είχα ακουμπήσει και συρθεί, όσο και σε εκείνα που βρισκόντουσαν πίσω της.

Κάρφωσα τα μάτια μου στο κόκκινο χρώμα και μια κραυγή τυλίχθηκε γύρω από τον λαιμό μου, σφίγγοντάς τον. Όταν την αντίκρισα ξανά, το βλέμμα της ήταν κενό και σκόρπιο και ξένο, ενώ στα χείλη της είχε σχηματιστεί ένα μικρό μειδίαμα. 
 
«Δεν είσαι σε θέση να πουλάς πνεύμα, γλυκιά μου» είπε και το μειδίαμα έγινε καθαρό χαμόγελο, από εκείνα που θα είχε κάποιος αν ήταν ευτυχισμένος.

Ξαφνικά, όλα μου τα συναισθήματα έπεσαν πάνω μου σαν οδοστρωτήρας, καθώς συνειδητοποιούσα τι γινόταν. Άνοιξα το στόμα να μιλήσω, μα η οχλαγωγία τύλιξε τα λόγια μου πριν προλάβουν να ακουστούν. Η κουρτίνα της αυλαίας υψώθηκε και το πλήθος άρχισε να ζητωκραυγάζει περισσότερο, κάνοντας τα μάτια της γυναίκας απέναντί μου να λάμψουν. «Μη το πάρεις προσωπικά, αλλά το παιχνίδι είναι παιχνίδι και κάποιος πρέπει να νικήσει», η φωνή της έκρυβε αλαζονεία, ικανοποίηση και κάτι ακόμα που με έκανε να αναγουλιάσω. Έκανε ένα βήμα μπροστά, φανερώνοντας τα χέρια της και αρπάζοντας το σπαθί από τη θήκη του, η οποία ήταν στερεωμένη στη μέση της, στράφηκε προς το κοινό και υποκλίθηκε.

Σύρθηκα λίγο παραπίσω, μεγαλώνοντας την απόσταση μεταξύ μας, για άλλη μια φορά. Όμως, αντί για μάρμαρο, η παλάμη μου έπεσε πάνω σε ένα πεσμένο σώμα. Και τότε το πάτωμα της σκηνής γέμισε με δεκάδες πεσμένα σώματα, τα οποία δεν είχα παρατηρήσει προηγουμένως. «Χριστέ μου», μουρμούρισα, καθώς ο τρόμος μου κατάτρωγε τα σωθικά. Δεν είναι αυτή η πρώτη φορά που σκοτώνει και ο κόσμος νομίζει πως αμύνεται, συλλογίστηκα, την ώρα που απέφευγα το σπαθί λίγο πριν με καρφώσει στο στέρνο.

«Ξέρουν ότι βλέπουν δυο θέατρα ταυτόχρονα;» ούρλιαξα. Οι φωνές και τα χειροκροτήματα έπαψαν, ακαριαία, ενώ μερικοί από τους παραβρισκόμενους στις πρώτες σειρές των θέσεων έβγαλαν τη μάσκα που φορούσαν. 
 
«Βούλωσε το στόμα σου. Ήσουν απειλή και προστατεύω τον εαυτό μου» είπε μέσα από τα δόντια της, ενώ με σημάδευε με το ξίφος. 
 
«Τον γελοιοποιείς τον εαυτό…» δεν τελείωσα ποτέ την πρότασή μου.

Η μεταλλική γεύση του αίματος γέμισε το στόμα μου. Ένας πόνος με τύλιξε, ξεκινώντας από το λαιμό μου και καταλήγοντας σε κάθε μου κύτταρο. Κοίταξα κάτω, μόνο για να δω το σπαθί μπηγμένο μέσα στη σάρκα μου και το χέρι της να το κρατάει, τρεμάμενο. Αυτό ήταν. Το είχε κάνει.

Αίμα σαν ρυάκι άρχισε να τρέχει, γλείφοντας τη λεπίδα και βάφοντάς τη με το πορφυρό του χρώμα. Το κεφάλι μου έπεσε στο πάτωμα, μιμούμενο το υπόλοιπό μου σώμα, καθώς εκείνη γύρισε προς τους θεατές, αποζητώντας το μπράβο τους. Αλλά, θα ορκιζόμουν πως κανείς δεν χειροκρότησε. Ίσως να είχαν καταλάβει, ποιος ξέρει. Ίσως η θυσία μου να ήταν η απόδειξη πως το θέατρο δεν είναι πειστικό δίχως τις μάσκες.