Αυτό που τράβηξε την προσοχή του άνδρα, ήταν μια χοντρή, φαρδιά σανίδα που προεξείχε από το κατάστρωμα αλλά δε φαινόταν να είναι τόσο ταλαιπωρημένη όσο το υπόλοιπο καράβι. Οι περισσότεροι άνθρωποι θα απέφευγαν να πλησιάσουν, πόσο μάλλον να προσπαθήσουν να περπατήσουν σε αυτό το ετοιμόρροπο εξόγκωμα. Παρόλα αυτά, κάποιοι άλλοι, ίσως σκέφτονταν ότι αυτή είναι μια σανίδα σωτηρίας και δε θα έπρεπε να χάσουν τη μοναδική ευκαιρία να τη διαβούν.
Τα έγκατα του πλοίου ξεκίνησαν να πλημμυρίζονται με θαλασσινό νερό και την ίδια στιγμή, το μυαλό του άνδρα κατακλύστηκε από διάφορες αναμνήσεις που του προκάλεσαν περισσότερη ζαλάδα κι αναταραχή, απ’ ό,τι η τρικυμία
Ξαφνικά, κάποιες φωνές -που τόσο καιρό προσπαθούσε να αποφύγει- ξεγλίστρησαν από τις σκοτεινές γωνιές τού νου του κι αναδύθηκαν στην επιφάνεια, προκαλώντας του τρόμο.
«Δε θέλω να παίξω τάπες μαζί σου, η μαμά μου λέει ότι είσαι περίεργος!» του είπε ένα μικροκαμωμένο αγόρι σπρώχνοντάς τον μακριά. «Σου το εξήγησα εκατό χιλιάδες φορές παιδί μου! Είσαι ντιπ χαζός;» τσίριξε κάποιος δάσκαλος χτυπώντας το χέρι του στο θρανίο. «Ρε φίλε, γιατί φοράς αυτά τα κουρέλια για ρούχα; Δεν έχουν λεφτά οι γονείς σου;» ακούστηκε ένα έφηβο αγόρι να τον ρωτάει κοροϊδευτικά. Στη συνέχεια, μια κοριτσίστικη φωνή είπε χαχανίζοντας: «Ξέρεις, προτιμώ να φιλήσω ένα πραγματικό βατράχι, παρά εσένα!».
Ο άνδρας παραπάτησε προς το μέρος της σανίδας, ενώ ταυτόχρονα, είχε γραπώσει με τα δύο του χέρια, τα μαλλιά του κεφαλιού του και προσπαθούσε να τα ξεριζώσει σε μια ανεπιτυχή προσπάθεια να σταματήσει τις επικριτικές φωνές.
Για κακή του τύχη, τα πράγματα χειροτέρεψαν, διότι πλέον, ήταν σαν να τα άκουγε όλα στη διαπασών. «Κυρία μου, εάν ο γιος σας συνεχίσει έτσι, ούτε απ’ έξω δε θα δει το Πανεπιστήμιο!» είπε ένας καθηγητής υπεροπτικά. «Τι τον κουβαλήσατε αυτόν εδώ; Είναι πολύ ξενέρας! Ας του πει κάποιος ότι δε δεχόμαστε πλασιέ!» είπε αυθάδικα ένα νεαρό παλικάρι προκαλώντας δυνατά γέλια από ένα πλήθος ατόμων που ξάφνου, λες και πήδηξαν έξω από το μυαλό του άνδρα, εμφανίστηκαν στο κατάστρωμα του πλοίου, αρπάζοντας τον άνδρα και σπρώχνοντάς τον να ανέβει πάνω στην αιωρούμενη σανίδα. Όσο πιο κοντά έφτανε προς την άκρη του καραβιού, τόσο πιο έντονα ένιωθε την αποδοκιμασία και τη μομφή των άλλων. «Τίποτε δεν μπορείς να κάνεις σωστά;» ακούστηκε η φωνή της μητέρας του, η οποία σε μια έκρηξη θυμού της, τον χαστούκισε με δύναμη. «Σιγά μη γίνουμε και κολλητοί ρε ψάρακα! Η μούρη σου βρωμάει καψόνι από μακριά!» έκρωξε ένας εύσωμος μεσήλικας ντυμένος στα χακί. «Εάν δεν τη θέλεις τη δουλειά, τράβα αλλού! Ειδάλλως, παλουκώσου και κάνε αυτό που σου είπα!» πρόσταξε μια ψηλή φιγούρα, κουνώντας εκφοβιστικά το χέρι. «Κοιτάξτε τον πώς είναι, σαν…» είπε μια γυναικεία φωνή αλλά δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει την πρόταση της, επειδή, με το που το πόδι του άνδρα ακούμπησε στην σανίδα, οι φωνές κι ο πόνος, έπαυσαν. Πλέον, κανείς δεν υπήρχε δίπλα του για να τον σπρώξει να περπατήσει στη σανίδα, αλλά είχε νιώσει τόσο ανάλαφρα, τόσο γαλήνια, που από μόνος του προχώρησε δύο βήματα εμπρός.
Η σανίδα, κατά ένα περίεργο τρόπο, ήταν τόσο στιβαρή, που ούτε η φουρτουνιασμένη θάλασσα δεν μπορούσε να την ταρακουνήσει, ούτε στο ελάχιστο. Ο άνδρας σκέφτηκε, ότι δεν έχει νιώσει ποτέ σε ολόκληρη τη ζωή του, τέτοια ηρεμία κι ασφάλεια, κάτι που τον ώθησε να κάνει άλλα δύο βήματα, με αποτέλεσμα οι μύτες των παπουτσιών του να προεξέχουν από τη σανίδα. Η σανίδα τον προέτρεπε να αφεθεί και να σμίξει με την ταραγμένη θάλασσα, δίνοντάς του υποσχέσεις, ότι όλα θα πάνε καλά και πως κανένας και τίποτα δε θα μπορούσε να τον χλευάσει ξανά.
Ο άνδρας γύρισε το κεφάλι του πίσω, και στο κατάστρωμα αντίκρισε τους πιο μύχιους φόβους του. Δεν ήθελε να ξανά νιώσει την ανασφάλεια, την ανημποριά και τον εξευτελισμό που είχε βιώσει τόσα χρόνια, ειδικά τώρα, που είχε βρει αυτή τη σανίδα σωτηρίας, η οποία τον είχε προστατέψει απ’ όλα τα κακά του κόσμου. Ευθύς αμέσως πήρε την απόφασή του και στέφοντας το βλέμμα του προς τη θάλασσα…όλα έσβησαν.
Τα μάτια του νεαρού άνδρα άνοιξαν διάπλατα και καρφώθηκαν στην τηλεόραση που βρισκόταν τρία μέτρα μακριά από τον άβολο καναπέ, όπου ήταν ξαπλωμένος σε πλάγια θέση. Τα βλέφαρά του δεν ανοιγόκλεισαν ούτε μία φορά καθ’ όλη τη διάρκεια των τίτλων τέλους της ταινίας που παρακολουθούσε, πριν τον πάρει ο ύπνος.
Με το που τα ηχεία της τηλεόρασης σταμάτησαν να παράγουν τον παραμικρό ήχο, ο άνδρας πετάχτηκε όρθιος από τον καναπέ, και με παραμορφωμένο πρόσωπο, από τον φόβο που ένιωθε για τις φωνές οι οποίες είχαν ξεκινήσει μια σφοδρή επίθεση στο μυαλό του, έκανε μεταβολή και προχώρησε αποφασίστηκα προς την ανοιχτή μπαλκονόπορτα του διαμερίσματος.
Τη στιγμή που το πόδι του ακούμπησε τα κρύα πλακάκια του μπαλκονιού, όπως και στο όνειρό του, τα πάντα ησύχασαν γύρω του κι ο ίδιος ένιωσε την ηρεμία που αναζητούσε τόσο καιρό. Αφουγκράστηκε το δροσερό, νυχτερινό αεράκι του Οκτώβρη και μη χάνοντας στιγμή, προχώρησε μπροστά και πέρα από τα σιδερένια κάγκελα.
Προς στιγμήν, πίστεψε ότι θα ένιωθε ανάλαφρος, ανέμελος κι απελευθερωμένος από τις έγνοιες που τον κατέτρωγαν, αλλά τελικά, απλά σταμάτησε να νιώθει.