Αναμέτρηση με τη θεά, της Φωτεινής Τζουβελέκη

Η Παντελία ήταν η αγαπημένη προστατευόμενη της θεάς Αρτεμις, η οποία την είχε επιλέξει από την παιδική της ηλικία για να την προστατεύει και να τη διδάσκει την τέχνη του κυνηγιού, της επιβίωσης στη φύση και την τέλεια αρμονία με τη γη. Αγαπούσε πολύ την Αρτεμις σαν θεά. Ποτε δεν έμοιαζε με τους αλλους Ολυμπιους, ούτε τρελαινόταν με τις φιεστες τους και τα ξέφρενα όργια τους. Ηταν ένα παράδειγμα προς μίμηση για την Παντελιά η Αρτεμις. Για εκείνη συμβόλιζε μια γυναίκα ανεξάρτητη, αχαλίνωτη και προστάτιδα της ζωής και της φυσης. Δεν ήταν τυχαίο ότι η Παντελιά είχε γεννηθεί το μήνα που αφιερωνόταν στην Αρτεμις, το δεύτερο μήνα της άνοιξης. Θυμόταν σαν παιδί να παίζει στους αγρούς που εκείνη είχε ευλογήσει. Στο ναό που έμενε τόσο καιρό θυμόταν κάθε δεύτερο μήνα της άνοιξης να ντύνονται νύμφες και να χορεύουν προς τιμήν της Αρτεμις. Η μητέρα της Παντελιάς, μια γυναίκα σαλεμένη και αδύναμη την είχε αφήσει στο βωμό της Αρτεμις ως αντάλλαγμα ώστε να ζητήσει από τη θεά την ψυχική της ηρεμία. Η θεά αγανακτισμένη, τη μετέτρεψε σε φίδι και έσπρωξε με έναν ιερό άνεμο το βρέφος στο ναό. Οι υπόλοιπες ικέτιδες του ναού δε πίστευαν στα μάτια τους. Μάλωναν ποια θα κανακέψει πρώτη το μωράκι.
 
Μια μέρα, καθώς η Παντελί
α περπατούσε στο δάσος, η ζεστή ατμόσφαιρα τον χειμώνα που ήταν σε εξέλιξη την έκανε να νιώσει μία αδιόρατη ένταση, σαν να την παρακολουθούσε κάτι αόρατο. Ήξερε ποια ήταν χωρίς να προσευχηθεί. Ένιωθε την ανάσα σχεδόν κάθε εβδομάδα. Αλλα πια την είχε συνηθίσει και δεν την τρόμαζε όπως παλιά. Είχε πια μεγαλώσει με αυτό το θεϊκό βλέμμα να καρφώνεται στη πλάτη της και να τη προστατεύει από κάθε τι κακό. Ο μεγαλύτερος της φόβος ήταν μια μέρα να απογοητεύσει τη μεγάλη Αρτεμις. Για αυτό κάθε φορά που ένιωθε αυτό το βλέμμα να πέφτει στη πλάτη της, την ίσιωνε, έπαιρνε μια βαθιά ανάσα και μάζευε φρούτα, μέλι και νερό που είχε άφησε να το χτυπάει το φεγγάρι το βράδι και τα πρόσφερε στο βωμό της Αρτεμιδος.

Ξαφνικά, από τη σκιά των δέντρων, μια ομάδα σκορπιών άρχισε να αναδύεται από το έδαφος, σαν να υπακούαν σε μια μυστική εντολή. Το ξύλινο πιάτο που μάζευε το μέλι της έπεσε από τα χέρια. Οι σκορπιοί την περικύκλωναν αλλά όχι με επιθετικές διαθέσεις. Κανένας δε την άγγιξε. Ο στόχος τους βρισκόταν πίσω από την Παντελιά, παραμόνευε για της χυμηξει. Ηταν ένα πελώριο βόδι το οποίο την είχε δει να βγαίνει από το ναό. Με μιας, οι ογδόντα τρεις σκορπιοί έπεσαν καταπάνω του και άρχισαν να το τσιμπούν ανελέητα σαν να ήθελαν να προστατέψουν την Παντελιά.



Με την πρώτη κίνηση του χεριού της, οι σκορπιοί σταμάτησαν, και αντ’ αυτού, άρχισαν να αναδιπλώνονται γύρω της σαν να ήταν δικοί της ακόλουθοι. Το βόδι, με όσες δυνάμεις του είχαν απομένει, έφυγε τρομαγμένο. Με μια κίνηση του χεριού της Παντελιάς, οι σκορπιοί παρατάχτηκαν σε σειρά, σαν να ήταν στρατιωτικοί. Με μια δεύτερη κίνηση της, παρατάχτηκαν σε κύκλο. Η Παντελιά δε το πίστευε. Ηταν λες και τους έλεγχε με κάποιο τρόπο. Μα αυτό δε γίνεται. Μόνο η Δικτυνναια μπορούσε να ελέγχει καθετί ζωντανό σε αυτό το κόσμο. Αυτά λογικά ήταν φαντασίες της Παντελιάς. Μαλλον ήταν κουρασμένη.



Η Παντελία, κατάπληκτη και γεμάτη αμφιβολία, άφησε τους σφιχτούς ρυθμούς της καρδιάς της να την καθοδηγήσουν. Όμως, στο γυρισμό είδε ένα φίδι το οποίο βρισκόταν στο δρόμο της, να κάνει στην άκρη να περάσει. Έπειτα, όταν ο ήλιος έγινε πια ανυπόφορος και είχαν μείνει δυο μέρες ακόμη μέχρι την επιστροφή της στο ναό, τέσσερις Φοίνικες άπλωσαν τα πελώρια φτερά τους και έκρυψαν τον ήλιο, ώστε να περπατάει με ασφάλεια. Μα πως γινόταν όλα αυτά; Πως γίνονταν όλα τα ζώα να υπακούν το πρόσταγμα της; Καλά όχι όλα, αλλα τα τρία πιο ισχυρά; Μα τι συνέβαινε τέλος πάντων; Αυτές ήταν κάποιες από τις σκέψεις της.



Η Παντελία αμέσως κατάλαβε ότι η δύναμη της ερχόταν από εκείνη την ίδια τη φύση, και αν και δεν είχε καμία επιθυμία να προκαλέσει κακό, ένιωσε το βάρος της εξουσίας αυτής να την πλημμυρίζει. Το σώμα της είχε ιδρώσει. Ήξερε ότι ανα πασα ωρα και στιγμη, η Λαφρία θα ανακάλυπτε για το χάρισμα της. Δεν έπρεπε ποτέ να δείξεις στους θεούς ότι έχεις παρόμοια χαρίσματα. Δεν είχαν περάσει ούτε δέκα χρόνια από το περιστατικό με την Αθηνά και την Αράχνη. Η Παντελιά ένιωσε ένα τρέμουλο να κατεβαίνει από το λαιμό της. Και το χειρότερο; Δεν ήξερε σε ποιον να προσευχηθει.



Η Αρτεμις, η θεά των άγριων ζώων και της άγριας φύσης, ποτέ δεν είχε επιτρέψει σε κανέναν θνητό να ελέγχει τόσο απόλυτα τα πλάσματα της γης. Κανένας άλλος θεός άλλωστε. Η Παντελιά φοβόταν. Ήταν τόσο μόνη δεν μπορούσε να το πει σε κανέναν το χάρισμα της γιατί ήξερε ότι κανένας μα κανένας δεν θα μπορούσε να καταλάβει τίποτα από τι συμβαίνει, ίσως και να μην την πίστευαν. Τα γόνατα της έτρεμαν καθώς πλησίαζε το ναό. Σταμάτησε σε μια λίμνη εκεί κοντά για να ρίξει νερό στο πρόσωπο της. Δεν έπρεπε να την ανακαλύψουν. Θα την τιμωρούσαν πολύ σκληρά.



Η Παντελία επέστρεψε στο ναό της Αρτεμιδος, που βρισκόταν στις παρυφές της Αρκαδίας, ελπίζοντας ότι η θεά θα την καταλάβαινε και δεν θα την καταδίκαζε για τη δύναμη που είχε ανακαλύψει μέσα της. Το βράδυ είχε εφιάλτες, με τη θέα να την τιμωρεί. Όμως ξυπνούσε και δίπλα στο κρεβάτι της έβλεπε σκορπιούς να τη συντροφεουν ειρηνικα. Η συγκάτοικος της, η Παυλινα την άκουσε να μουρμουράει στον ύπνο της και ήταν έτοιμη να την προδοσει στην ιέρεια Μαρία, την αρχαιότερη ιέρεια εκεί. Οταν όμως άνοιξε το στόμα της, βγήκαν σκορπιοί από εκεί, σαν εμετός σχεδόν. Η ιέρεια θύμωσε τόσο, που έβαλε την Παυλινα σε απομόνωση σε εφτά μέρες.



Με το πέρασμα των ημερών, η Παντελία άρχισε να συνειδητοποιεί ότι αυτή η δύναμη την άλλαζε. Ποτέ πριν δεν ικανοποιούνταν όταν κάποιος τιμωρούνταν. Ποτε πριν δεν ήθελε να περνάει πάντα το δικό της. Μια μέρα ενώ λουζόταν με τις άλλες ιεριες παρατηρήσε και κάτι καινούργιο. Το δέρμα της κοιλιάς της, έφευγε από το σώμα της, ξεκολλούσε σαν αυτοκόλλητο, σαν.. εκείνο των φιδιών. Τρόμαξε. Ήθελε να ουρλιάξει μα δεν ήθελε να τιμωρηθεί. Ετσι, απλά αποδέχτηκε ότι δεν έλεγχε απλώς τα φίδια, ήταν κομμάτι της. Και αυτό ήταν κάτι που τη φόβιζε ακόμη περισσότερο.



Κάθε νύχτα, η Παντελία ονειρευόταν τη θεά, η οποία την προειδοποιούσε να επιστρέψει στον δρόμο της, να αποδεχτεί την θέση της ως προστατευόμενη και να εγκαταλείψει την δύναμη που είχε καλλιεργήσει. Τα άκρα της την έκαναν να μη μπορεί να σηκωθεί ενώ ένιωθε μια παγωμένη ανάσα πάνω της. «Σταμάτα αυτό που κάνεις όσο είναι καιρός». Της έλεγε και της ξαναέλεγε η θεά. Της τραβούσε τα μαλλιά και ξερίζωνε τούφες ολόκληρες με αποτέλεσμα στο τέλος του μήνα η Παντελιά ήταν σχεδόν φαλακρή. Τα φρύδια της είχαν σχιστέι εντελώς, δυσκολευόταν πολύ να πάει τουαλέτα και είχε αρχίσει να χάνει και την όραση της.



Αλλά η Παντελία, φοβισμένη και γεμάτη αβεβαιότητα, αποφάσισε να φυλαχτεί. Τη τρίτη εβδομάδα των εφιαλτών, αποφάσισε να ξεφύγει από το ναό. Ενώ η Παυλίνα κοιμόταν βαθιά, η Παντελιά βρήκε το κρυφό άνοιγμα του δωματίου της απομόνωσης και ξέφυγε σαν ποντίκι. Με το που βγήκε από ναό, ήταν όλο σκοτεινά. Όμως πίσω της, ένιωσε το θρόισμα του φιδιού το οποίο της έδειχνε το δρόμο. Μετά από λίγα βήματα της, άρχισε να βρέχει. Τότε τέσσερις μεγάλοι φοίνικες άπλωσαν τα φτερά τους και λειτούργησαν σαν ομπρέλα, χωρίς να πέφτει σταγόνα πάνω της. Οι σκόρπιοι κράτησαν το χιτώνα της για να μη βραχεί.



Όμως, μια μέρα, ενώ περιπλανιόταν στα βουνά της Αρκαδίας, η θεά Αρτεμις εμφανίστηκε μπροστά της, επιβλητική και αλύγιστη. Η Παντελιά κρυβόταν τις τελευταίες δέκα μέρες κάτω από δέντρα, θάμνους και φυλλωσιές. Πάγωσε. Δεν ήξερε τι να κάνει. Υπό άλλες συνθήκες, θα έπρεπε να πέσει στα γόνατα και της φιλήσει τα πέδιλα αλλά όχι τώρα. Την κοίταξε κατάματα. Ηταν μια νέα γυναίκα, πανέμορφη και γεμάτη τόλμη, λεπτή αλλά γυμνασμένη φορούσε ένα κοντό φόρεμα που έδειχνε ολόκληρα τα πόδια της. Τα μαλλιά της είχαν την απόχρωση του κεχριμπαριού και τα μάτια της το χρώμα των δέντρων. Κρίμα που μια τόσο όμορφη γυναίκα της προκαλούσε τέτοια κόλαση.



«Παντελία», είπε με φωνή που αντηχούσε σαν θρόισμα ανέμου ανάμεσα στα πεύκα. Η Παντελιά έκλεισε τα αυτιά της. Ηταν εκκωφαντική. «Σε πήρα στην αγκαλιά μου σαν παιδί. Σε έσωσα από τον κάθε κίνδυνο και εσύ… Εσύ! Εσύ με πρόδιδες με αυτό το τρόπο! Έστρεψες τους φοίνικες, το ιερό ζώο του πατέρα μου εναντίον μου! Έστρεψες τους σκορπιούς το δικό μου ιερό ζώο υπέρ σου! Το φίδι ίσως είναι το μόνο που σου αξίζει καθώς και εσύ προδίδεις ακριβώς όπως αυτο. Κρίμα γιατί σε είχα για πιο έξυπνη. Αλλα χαζός και δειλός είναι ο άνθρωπος που πιστεύει ότι η φύση του ανήκει!»



Η Παντελία κοίταξε τη θεά με μάτια γεμάτα αποφασιστικότητα και φόβο. Την φοβόταν ήταν η αλήθεια. Δεν ήθελε να το δείξει, αλλά είχε δίκιο. Ηταν χαζή που πίστεψε ότι οι σκορπιοί και τα φίδια την είχαν διαλέξει. Ποιος δεν της έλεγε ότι δεν ήταν κάποιο τέχνασμα του Ερμη που πάντα του άρεσε να προκαλεί μπελάδες, ανάμεσα σε ανθρώπους και θεούς; Και οι φοίνικες; Ήθελε να της πει ότι όλα αυτά την είχαν ακολουθήσει και όχι το αντίθετο αλλά δε μπορούσε. Είχε κολλήσει η γλώσσα της μπροστά στη θέα. Ηταν μονάχα μια θνητή.



Η Παντελία, συντετριμμένη από την απώλεια της αθωότητας, ήξερε ότι έπρεπε να αφήσει πίσω της τη δύναμη που είχε ανακαλύψει, για να ξαναβρεί την θέση της ανάμεσα στους ανθρώπους, την πραγματική της οικογένεια. Υποκλίθηκε μπροστά στην Αρτεμις, πήρε τα ρούχα της και εξαφανίστηκε. Δεν ήθελε κανένας να την δει ποτέ ξανά. Η Αρτεμις της υποσχέθηκε ασυλία από το συμβούλιο των θεών αλλά η Παντελιά δεν την πίστεψε. Είχε διαβάσει τις ιστορίες του Οδυσσέα, του Αχιλλέα, του Ηρακλή. «Κανένας θεός δεν είναι με το μέρος μας» είχε διαβάσει κάποτε «αλλά πρέπει να τους κάνουμε να πιστεύουν ότι είμαστε με το δικό τους».



Αλλά πια την είχε συνηθίσει και δεν την τρόμαζε όπως παλιά. Η παρουσία της θεάς, που κάποτε την κατακυρίευε με τον απόλυτο τρόμο, τώρα της φαινόταν αναπόφευκτη, σαν τον αέρα που περνούσε αδιάφορα μέσα από τα δέντρα. Η Παντελία είχε κατανοήσει τη φύση της Αρτεμιδος και το βάρος της εξουσίας που κουβαλούσε. Ήξερε πια ότι δεν μπορούσε να ξεφύγει από την κρυφή της μοίρα, από το πεπρωμένο που η θεά είχε ορίσει γι' αυτήν. Όμως, τούτη τη φορά δεν ήταν πια το φοβερό χέρι της θεάς που την απειλούσε. Ήταν η δική της απόφαση, η δική της δυνατότητα να αλλάξει, να φτιάξει την μοίρα της με τα χέρια της.



Καθώς η θεά την κοιτούσε με την αφοπλιστική της αμεσότητα, η Παντελία ένιωσε μέσα της μια αντίφαση. Η δύναμη που της είχε χαρίσει η φύση, η ικανότητά της να κυριαρχεί πάνω στα ζώα, ήταν ένα δώρο που δεν είχε ζητήσει. Αλλά η αίσθηση του ελέγχου, της επικράτησης πάνω σε ό,τι ζωντανό, ήταν απίστευτα ελκυστική. Η θεά ήξερε τη φύση της Παντελίας, την ήξερε καλύτερα από την ίδια την Παντελία. Γιατί να μην την αφήσει να εξελιχθεί με αυτόν τον τρόπο; Η φύση της είχε συνδεθεί τόσο βαθιά με το άγριο και το αδάμαστο, που η θεά έπρεπε να αναγνωρίσει ότι δεν ήταν δυνατόν να την περιορίσει όπως θα έκανε με άλλους θνητούς.



Ωστόσο, η θεά Αρτεμις δεν ήταν καμία συνηθισμένη θεότητα. Είχε αγαπήσει τη φύση και την άγρια ζωή όσο τίποτα άλλο στον κόσμο, και καθετί που υπερέβαινε τα όρια της φυσικής ισορροπίας, καθετί που απειλούσε τη δική της τάξη, ήταν και για εκείνη μια πρόκληση που έπρεπε να αντιμετωπίσει με όλη τη δύναμη της.



Η Παντελία στάθηκε ακίνητη μπροστά στη θεά, ο αέρας να σφυρίζει γύρω της, τα δάκρυα σχεδόν να περικλείουν την καρδιά της. Δεν ήταν πια ένα παιδί που φοβόταν τις συνέπειες της δύναμής της, αλλά μια γυναίκα που ήξερε ότι η πραγματική ελευθερία προερχόταν από την αποδοχή της φύσης της, ακόμα και αν αυτή η φύση ήταν επικίνδυνη και απειλητική.



«Αρτεμις,» είπε με φωνή που αντηχούσε στα αυτιά της σαν τη βροντή από μακριά, «δεν θέλω να σπάσω την ισορροπία της φύσης. Θέλω μόνο να καταλάβω γιατί εσύ, που κυριαρχείς στην άγρια ζωή, δεν μπορείς να με αφήσεις να ακολουθήσω το δικό μου δρόμο, τον δρόμο που μου χαρίστηκε.»



Η θεά έμεινε σιωπηλή για λίγο, το βλέμμα της σκαλίζοντας την ψυχή της Παντελίας, σαν να αναζητούσε κάτι που μόνο εκείνη θα μπορούσε να καταλάβει. Η αντίσταση που υπήρχε μέσα στην Παντελία δεν ήταν απλώς μια πράξη υπεροχής απέναντι στους φόβους της θεάς, αλλά μια πρόκληση στον ίδιο τον κόσμο της. Μια πρόκληση που έθετε υπό αμφισβήτηση την ίδια την έννοια της εξουσίας και του ελέγχου.



Έπειτα είπε πιο ήρεμα αυτή τη φορά «Παντελιά, ξέρεις την αγάπη μου για σένα». Σπάνια οι θεοί κάνουν τέτοιες εξομολογήσεις. «Δε θέλω να ξεστρατίσεις από το δρόμο σου.» είπε σαν μάνα που συμβουλεύει το άτακτο παιδί της. «Έχεις τόσο λαμπρό μέλλον» είπε αναστενάζοντας. «Δε θέλω να το χάσεις για ένα ταλέντο που μπορεί να φύγει και μια από τις άλλες μέρες» είπε η φωνή της να ακούγεται ολοένα και πιο τρομακτική. «Αλλά ούτε θέλω να με φοβάσαι, μικρή μου». Η Παντελιά όμως ειλικρινά την φοβόταν. Ηταν Ολυμπία, ήταν αθάνατη, η Παντελιά τι ήταν; Ένα απλό κορίτσι που σύντομα θα τυφλονοταν, αυτό ήταν.



Η θεά στάθηκε μπροστά της, τα μάτια της βαθιά και γεμάτα από αιώνες σοφίας και πόνου. «Η δύναμη που έχεις δεν είναι δική σου, Παντελία», είπε με ήρεμο αλλά αποφασιστικό τόνο. «Αν την κρατήσεις, αν την αφήσεις να σε καταστρέψει, δεν θα είσαι ποτέ ξανά η ίδια. Μπορεί να μην το καταλαβαίνεις τώρα, αλλά η δύναμη δεν είναι για τους θνητούς. Δεν είσαι φτιαγμένη για να κυριαρχείς πάνω στα ζώα ή τα πλάσματα της φύσης. Η φύση έχει τα δικά της όρια και τους δικούς της κανόνες, κι αν τους σπάσεις, τότε δεν θα υπάρχει επιστροφή».

Η Παντελία ένιωθε το βάρος των λόγων της θεάς να την καταπλακώνει. Είχε νιώσει τη δύναμη να την κατακλύζει, να την γεμίζει με αίσθημα κυριαρχίας και ελευθερίας, αλλά η θεά είχε δίκιο. Αν η δύναμή της την οδηγούσε σε μονοπάτια όπου η φύση και η ισορροπία διασαλευόντουσαν, τότε θα καταστρεφόταν, μαζί με όλους όσους αγαπούσε. Όπως μια φωτιά που καταπίνει τα πάντα στο πέρασμά της, έτσι και η δύναμη που κατείχε κινδύνευε να την καταπιεί. Αλλά πώς να την αφήσει; Πώς να αποχωριστεί κάτι που είχε γίνει μέρος της, κάτι που την είχε κάνει να νιώθει δυνατή και σημαντική;

Η θεά παρατήρησε την έκφραση της Παντελίας και ήξερε τι σκεφτόταν. Τα μάτια της, γεμάτα λύπη, την παρακολουθούσαν σιωπηλά. «Σου έχω δώσει τη ζωή και την προστασία μου. Η φύση σε εμπιστεύεται, και εσύ έχεις γίνει μέρος αυτής. Αλλά δεν μπορείς να διαταράξεις την ισορροπία της χωρίς να πληρώσεις το τίμημα», είπε με μια φωνή που έτρεμε από την εσωτερική σύγκρουση που ένιωθε η ίδια.

Η Παντελία έκανε ένα βήμα πίσω, αισθάνθηκε το βάρος του κόσμου να πέφτει πάνω της. «Τι να κάνω;» ψιθύρισε, η φωνή της σπασμένη από την αμφιβολία. «Είναι δική μου αυτή η δύναμη, αλλά είναι τόσο επικίνδυνη. Πώς μπορώ να την αφήσω να φύγει, όταν με έχει κάνει να νιώθω τόσο ζωντανή;»

Η θεά την κοίταξε για μια στιγμή σιωπηλή, και μετά, με έναν αχνό χαμόγελο, της έδωσε την τελευταία της συμβουλή: «Παντελία, η αληθινή δύναμη δεν έγκειται στο να ελέγχεις τα ζώα ή τη φύση, αλλά στο να μπορείς να ελέγξεις τον εαυτό σου. Αν μάθεις να τηρείς τα όρια σου, τότε η δύναμή σου θα είναι ανεκτίμητη. Αν την παραβείς, όμως, θα γίνεις μέρος του χάους.»

Η Παντελία αισθάνθηκε τις λέξεις της θεάς να εισχωρούν στην ψυχή της, και για πρώτη φορά, ένιωσε την εσωτερική ειρήνη να αρχίζει να αναδύεται μέσα της. Δεν χρειαζόταν να κατακτήσει τη φύση. Χρειαζόταν να τη σέβεται και να τη συνυπάρχει μαζί της. Και ίσως, αυτή η συνύπαρξη ήταν η πιο δύσκολη πρόκληση απ' όλες.

Η θεά, βλέποντας την αλλαγή στον τρόπο που η Παντελία την κοιτούσε, χαμογέλασε ξανά, με μια γλυκιά, αλλά σοφή θλίψη. «Θα παρακολουθώ πάντα τα βήματά σου, Παντελία. Και όσο και αν σε φοβίζει, θα ήθελα να θυμάσαι ότι η αγάπη μου για σένα δεν έχει όρια. Μην ξεχνάς ποτέ ποια είσαι και γιατί είσαι εδώ.»

Η Παντελία κοίταξε για τελευταία φορά την Αρτεμις , και για πρώτη φορά, ένιωσε την αίσθηση της απελευθέρωσης να την κατακλύζει. Σα να βρισκόταν μπροστά σε έναν νέο δρόμο, έναν δρόμο που δεν ήταν γεμάτος φόβο, αλλά γεμάτος κατανόηση και αποδοχή. Δεν είχε ανάγκη να φοβάται πια τη θεά. Το μόνο που έπρεπε να φοβάται ήταν η ίδια της η απώλεια του εαυτού της, και γι' αυτό έπρεπε να μάθει να ζει με την ισχυρότερη δύναμη που είχε: την αυτογνωσία. Με αυτήν θα πορευόταν από δω και πέρα. Χωρίς σκορπιούς ή φίδια ή φοίνικες. Αυτά ήταν για τους θεούς, όχι για εκείνη. Αυτό έλεγε και ξαναέλεγε στον εαυτό της.



Η δύναμη που της είχε δοθεί, η ικανότητα να ελέγχει τα ζώα, ήταν ένα φορτίο που δεν έπρεπε να φέρει. Έπρεπε να αποδεχτεί ότι αν ήθελε να παραμείνει κοντά στην Αρτεμιδα, αν ήθελε να ζήσει μια ζωή μακριά από την καταστροφή, έπρεπε να αποσυρθεί από την ύπαρξη αυτών των μυθικών πλασμάτων. Η φύση είχε τους κανόνες της, και εκείνη δεν μπορούσε να τους παραβιάσει.

Η Παντελία περπατούσε αργά ανάμεσα στα δέντρα, αφήνοντας τον αέρα να τη γεμίσει με τη γλυκιά μυρωδιά των βελανιδιών και των πεύκων. Ο ήλιος έριχνε τις τελευταίες του ακτίνες πάνω στη γη, χρωματίζοντας τον ουρανό με ροζ και πορφυρά χρώματα. Ήταν όμορφα, και εκείνη ένιωθε την ειρήνη να την κατακλύζει, για πρώτη φορά μετά από καιρό. Δεν χρειαζόταν να ελέγχει τα ζώα για να νιώσει ζωντανή. Η ζωή της ήταν πολύ πιο απλή από όσο φανταζόταν. Το μόνο που χρειαζόταν ήταν να βρει την εσωτερική της ισορροπία και να αποδεχτεί το δώρο της θεάς με σεβασμό.

Ωστόσο, η Παντελία ήξερε ότι δεν ήταν εύκολο να απελευθερωθεί από την δύναμη που της είχαν χαρίσει. Το αίσθημα της κυριαρχίας ήταν ακόμα έντονο μέσα της, σαν ένα φλογερό εσωτερικό κάλεσμα που την προέτρεπε να αναλάβει και πάλι τον έλεγχο, να χρησιμοποιήσει την εξουσία της για να κατακτήσει τον κόσμο γύρω της. Ήταν τόσο εύκολο να αφεθεί στην πλάνη ότι αυτή η δύναμη ήταν το μόνο που χρειαζόταν για να βρει τη θέση της στον κόσμο. Αλλά η Αρτεμις της είχε δείξει ότι η πραγματική δύναμη βρισκόταν στην υποταγή, όχι στην επιβολή.

Ο δρόμος της δεν ήταν πια γεμάτος σκορπιούς και φίδια, ούτε μυθικά πλάσματα. Ήταν γεμάτος από το φυσικό κόσμο, τη γη που ανήκε σε όλους, τη γη που έπρεπε να προστατεύει και να σέβεται. Ο Φοινίξ, το μυθικό πλάσμα που είχε τόσο καιρό αποζητήσει να ελέγξει, ήταν ένα σύμβολο της ίδιας της θεάς, μια αναπαράσταση της αιώνιας αναγέννησης και της καταστροφής. Δεν μπορούσε να έχει τον έλεγχο του Φοινίκα, γιατί το πλάσμα αυτό ανήκε στην ίδια τη θεά. Το να προσπαθήσει να το υποτάξει θα ήταν σαν να προσπαθούσε να ελέγξει τη ζωή και τον θάνατο – κάτι που οι θνητοί δεν μπορούσαν ποτέ να κάνουν.

Έτσι, η Παντελία πήρε μια βαθιά αναπνοή και αποφάσισε να αφήσει πίσω της το παρελθόν της, να αναγνωρίσει τη δύναμή της, αλλά να την αφήσει να κοιμάται μέσα της. Είχε τη ζωή μπροστά της, μια ζωή γεμάτη με όμορφες, απλές στιγμές και προκλήσεις που δεν απαιτούσαν υπερφυσική εξουσία. Ήταν έτοιμη να ζήσει στον κόσμο της, δίχως να προσπαθεί να τον κυριαρχήσει.

Αλλά καθώς περπατούσε, ένα παράξενο αίσθημα την πλημμύρισε. Το έδαφος κάτω από τα πόδια της σείστηκε, και ξαφνικά, τα δέντρα γύρω της άρχισαν να μουρμουρίζουν. Δεν ήταν ο άνεμος, δεν ήταν η φύση που μιλούσε. Ήταν κάτι άλλο. Ένα είδος αναταραχής που σιγόβραζε κάτω από την επιφάνεια του κόσμου. Και εκείνη τη στιγμή, η Παντελία κατάλαβε. Η φύση δεν είχε σταματήσει να την παρακολουθεί. Η δύναμή της, παρόλο που την είχε αποδεχτεί και ελέγξει, δεν την είχε εγκαταλείψει. Και τώρα, ίσως, ήταν η στιγμή να αναγνωρίσει την αληθινή της αποστολή.

Η Αρτεμις είχε δίκιο. Η δύναμη αυτή δεν ήταν για εκείνη να την κατέχει. Αλλά η Παντελία καταλάβαινε ότι είχε μια θέση στον κόσμο, όχι για να τον υποτάξει, αλλά για να τον προστατεύσει. Δεν ήταν η αληθινή της αποστολή να χρησιμοποιεί την εξουσία της για να κατακτήσει, αλλά για να υπερασπιστεί το σπίτι της, την ίδια τη φύση. Ήταν η ώρα να γίνει η φύση η προστατευόμενη, όχι η κατακτητής. Η φύση δεν ανήκει στους ανθρώπους, αλλά πρέπει θεϊκά χέρια να την προστατεύουν από εμάς. Αυτό ήταν το μάθημα που η Παντελία έπρεπε να κατανοήσει πλήρως, και το βάρος αυτής της συνειδητοποίησης της φάνηκε ξαφνικά βαρύ, σαν να την τράνταζε ολόκληρη η γη. Όσο κι αν οι άνθρωποι φαντάζονταν ότι είχαν το δικαίωμα να ελέγχουν τον κόσμο γύρω τους, η φύση, με τις αμέτρητες ισορροπίες της, ήταν κάτι πολύ μεγαλύτερο, πολύ πιο άγριο και ανεξέλεγκτο από ό,τι μπορούσαν να κατανοήσουν. Και η παντοδύναμη Αρτεμις, η θεά του κυνηγιού και της φύσης, το ήξερε αυτό καλύτερα από τον καθένα.Η Παντελία ένιωσε να τη διαπερνά μια αίσθηση ταπεινότητας, σαν το πεπρωμένο να την καλούσε να γίνει κάτι πολύ μεγαλύτερο από αυτό που είχε φανταστεί για τον εαυτό της.Η ιδέα ότι η φύση έπρεπε να προστατεύεται από τους ανθρώπους, ήταν ίσως το ευχαριστώ που οφείλουμε.