Πριν από λίγο καιρό, μαζευτήκαμε σε μια καφετέρια να μιλήσουμε για τους αφηγητές και να παίξουμε συγγραφικά παιχνίδια.
Δες το άρθρο εδώ.
Είχαμε λοιπόν δύο καλαθάκια. Το ένα περιείχε χαρτάκια με αφηγητές.
Αφηγητές
1. Τυφλός, α' πρόσωπο2. Κουφός, παντογνώστης
3. Β πρόσωπο, ψεύτης
4. Γ πρόσωπο, μόνο μεταφορά
5. Α πρόσωπο, έντονες θρησκευτικές ή πολιτικές πεποιθήσεις
6. Γ πρόσωπο, παντογνώστη, ντοπιολαλιά
7. Αφηγητής με άνοια – Α' πρόσωπο
8. Αφηγητής, γ πρόσωπο εστιασμένη, 3-4 ετών
9. Αφηγητής, α πρόσωπο, υπό την επήρεια ουσιών
10. Αφηγητής, αντικείμενο, β πρόσωπο
11. Γ' πρόσωπο, μελλοντολόγος
12. Γ' πρόσωπο, παντογνώστη, που δεν μπορεί να περιγραψει τίποτα για την εξωτερική εμφάνιση άλλων
13. Αφηγητής, θεότητα, β
Και το άλλο μερικές σύντομες πλοκές όπως
Βασιλική Διαμάντη
Αν έλεγα την αλήθεια, θα με περνούσαν για τρελό. Είχα μάθει να ζω μ’ αυτό το «χάρισμα» απ’ όταν θυμάμαι τον εαυτό μου. Όλες μου οι αισθήσεις ήταν οξυμένες, αλλά εκείνο το βράδυ, ακόμη περισσότερο.
Η όσφρηση με καθοδηγούσε προς τα δεξιά μου. Έκανα 104 βήματα. Ναι, τα μετρούσα. Πάντα αυτό έκανα.
Τότε, δεν πήρα το μπαστούνι μου. Γενικά, δεν το χρειαζόμουν ποτέ. Γεννήθηκα και μεγάλωσα εδώ. Επομένως, δεν υπήρχε ούτε ένα μέρος που να μην το γνώριζα. Ήξερα κάθε σπιθαμή του χωριού.
Καθώς κατευθυνόμουν προς τη μυρωδιά, άκουγα τα τιτιβίσματα των πουλιών. Κάποια στιγμή όλα σταμάτησαν. Πάγωσα. Ένας φόβος άπλωσε έναν αόρατο μανδύα τριγύρω μου. Ξαφνικά, μία κραυγή έσκισε τη σιωπή στη μέση.
Σταμάτησα να αφουγκραστώ τη στιγμή. Τι ήταν αυτό, σκέφτηκα. Η φωνή μού φάνηκε γνώριμη. Αλλά σε ποιον ανήκε; Έστυψα το μυαλό μου να αναγνωρίσει τη χροιά. Και μετά από λίγα δευτερόλεπτα τα κατάφερα. Ανήκε στον Θέμη. Ναι, ήμουν βέβαιος γι’ αυτό. Άλλαξα πορεία. Προσπαθούσα να είμαι όσο πιο αθόρυβος γινόταν. Πλησίαζα στο σπίτι του. Η τριανταφυλλιά μού έγδαρε τον δεξιό μου ώμο. Αυτό σήμαινε ότι η εξώπορτα ήταν μόλις 7 βήματα μακριά μου. Προχώρησα όλον τον διάδρομο. Ανέβηκα τα σκαλοπάτια ένα ένα. Σήκωσα το χέρι μου με σκοπό να αναζητήσω το κουδούνι. Δεν βρήκα κανένα εμπόδιο μπροστά μου. Αυτό σήμαινε ότι κάποιος είχε αφήσει την πόρτα ανοιχτή. Παραξενεύτηκα.
Πανικοβλήθηκα. Έκανα προς τα πίσω. Πιάστηκα από τα κάγκελα και κατέβηκα προσεχτικά τα σκαλιά. Κούρνιασα σε μία γωνία.
Τότε άκουσα τον Θέμη να λέει: «Φύγε μακριά μου. Μη με πλησιάζεις. Θα έρθω αύριο να σε δω, Δημήτρη.»
Και τότε ο άλλος απάντησε: «Καλώς. Αν δεν έρθεις, όμως, να ξέρεις ότι δεν σου μένει άλλη ανάσα ζωής, Θέμη.»
«Μην ανησυχείς. Θα σκοτώσω τη γυναίκα σου, όπως μου πρόσταξες. Φύγε τώρα. Δεν πρέπει να μας δει κανείς. Αλλά θα είναι και η τελευταία αποστολή που μου αναθέτεις. Θέλω την ησυχία μου, πια.»
Άκουσα βήματα να απομακρύνονται. Ήταν βαριά
Ο τρόμος πάγωσε το αίμα μου. Είχα αναγνωρίσει και την άλλη φωνή. Ήταν ο Δημήτρης Φράγκος, ο πιο βίαιος άνθρωπος του χωριού. Είχε αφαιρέσει τις ζωές πολλών αλλά κάλυπτε τόσο καλά τα νότα του που ποτέ δεν κατάφερε η αστυνομία να τον ενοχοποιήσει. Πώς είναι δυνατόν; Αυτός είχε πεθάνει πριν από 2 χρόνια περίπου. Όλοι είπαν ότι πνίγηκε στο ποτάμι. Βέβαια, δεν βρέθηκε ποτέ το πτώμα του αλλά θεωρήθηκε επισήμως νεκρός.
Λίγα λεπτά αργότερα, έκανα μεταβολή και έφυγα. Δεν είπα ποτέ μου τίποτα για εκείνο το γεγονός, ακόμα και όταν η γυναίκα του έχασε σε «ατύχημα» τη ζωή της. Δεν θα με πίστευε κανείς, άλλωστε.
Ηλίας Στεργίου - Μην ανοίξεις το συρτάρι!
Τραβάω αναστατωμένος τα δάχτυλα από το γυαλιστερό πόμολο. Η φιγούρα στον καθρέφτη απέναντί μου, με κοιτά με δυσοίωνο βλέμμα. Αδυνατώ να θυμηθώ ποιος είμαι, που βρίσκομαι και πως βρέθηκα εδώ. Το ημίφως στο δωμάτιο, εντείνει αυτό το αποπνικτικό συναίσθημα ενώ η αφόρητη ησυχία, κάνει τα μηνίγγια μου να σφυροκοπούν.
"Και αν...;" αναρωτιέμαι μεγαλόφωνα και η φωνή μου αντηχεί εκκωφαντικά στο άδειο δωμάτιο. Αγνοώ τις προειδοποιήσεις του μυαλού μου που ουρλιάζει να μη το κάνω και το τολμώ.
Ο παλιός μηχανισμός τρίζει σπαρακτικά καθώς το συρτάρι ανοίγει με δυσκολία. Τίποτα άλλο δεν υπάρχει παρά ένα χαρτί με λίγες λέξεις:
"Μην ξεχάσεις να πάρεις τα χάπια σου, παλιόγερε!"
Χριστίνα Σούτζη
Η κοπέλα πήγε στο σπίτι του πρώην της αν και έλεγε επανειλημμένα στον εαυτό της ότι δεν έπρεπε να τον επισκεφτεί. Όμως, κάτι την τραβούσε σαν μαγνήτης. Χωρίς όμως να μπορεί να προσδιορίσει τον λόγο. Έφτασε στο σπίτι του πρώην της αγχωμένα. Αυτός χάρηκε που την είδε μιας και ήταν η κοπέλα που του είχε πει να χωρίσουν. Κάθισαν στο σαλόνι και άρχισαν να λένε τα νέα τους. Όταν η κοπέλα άρχισε να φοβάται ενώ ο πρώην της δεν είχε πει τίποτα φοβιστικό ή περίεργο. Ψέλλισε μερικές λέξεις βιαστικά και κατευθύνθηκε προς την τουαλέτα. Εκεί άρχισε να παίρνει βαθιές ανάσες. Για καλή της τύχη αυτό την βοήθησε αρκετά να ηρεμήσει. Όταν άκουσε βήματα και μετά λίγο να χτυπάει την πόρτα ο πρώην της. Άκουσε τον πρώην της να την ρωτάει ανήσυχος αν είναι καλά. Άνοιξε διστακτικά την πόρτα και τότε τον είδε με ένα βλέμμα που τόσο καιρό που ήταν μαζί δεν τον είχε δει με παρόμοιο βλέμμα. Αυτός την πλησίασε! Αυτή προσπάθησε να απομακρυνθεί χωρίς κανένα αποτέλεσμα. Τότε άρχισε να την χαϊδεύει και να την φιλάει. Η κοπέλα επέμεινε τα χάδια του χωρίς να μπορεί να αντιδράσει. Ένιωσε έναν οξύ πόνο που άλλοτε δεν είχε ξανά νιώσει. Άρχισε να ουρλιάζει και απελπισμένη άρχισε να φωνάζει για βοήθεια. Να τον παρακαλάει να σταματήσει όμως αυτός δεν άκουγε. Τότε με όση δύναμη της είχε απομείνει τον κλώτσησε και βγήκε τρέχοντας έξω από το σπίτι διπλωμένη από τον πόνο ευχόμενη κάποιος να την βοηθήσει.
Μελίνα Δανούση
Αναστασία Μιγγίδου
«Δεν πίστεψα ποτέ στον Θεό. Μέχρι εκείνη τη μέρα.», ανακοίνωσε ο Φώτης και ο Άλεξ μόλις που κατάφερε να μη στρέψει τα μάτια του προς τα πάνω μπροστά σε όλους και χαλάσει την ωραία ατμόσφαιρα που είχε δημιουργηθεί. Δεν μπορούσε άλλο πια όμως! Εδώ και μερικές εβδομάδες άκουγε ξανά και ξανά σχεδόν τα ίδια λόγια από ανθρώπους που τους θεωρούσε λογικούς, μορφωμένους, έξυπνους (όπως και ο ίδιος άλλωστε). Σε όλη του τη ζώη ως τώρα απέρριπτε οτιδήποτε είχε να κάνει με το στοιχείο του φανταστικού: βιβλία, ταινίες, ιστορίες, δεισιδαιμονίες, ζώδια, μέχρι και τα όνειρα. Ό,τι δεν μπορούσε να εξηγηθεί με ξεκάθαρα στοιχεία και δεδομένα τα ξεχνούσε αμέσως και δεν προσπαθούσε καν να τα ξαναθυμηθεί. Πίστευε – όχι ήξερε- ότι και οι φίλοι του είχαν τις ίδιες πεποιθήσεις με αυτόν. «Η φαντασία δεν έχει καμία θέση στη ζωή. Ο πραγματικός κόσμος είναι σκληρός και άδικος, δεν έχει καμία σχέση με το happy end των παραμυθιών.», ήταν το μότο του. Να όμως που τώρα έβλεπε όλους τους γνωστούς του έναν έναν να δηλώνουν ξαφνικά ότι βρήκαν τον Θεό στη ζωή τους! Απίστευτο! Δεν ήταν καθόλου λογικό! Τώρα που το σκεφτόταν όλες οι ιστορίες ήταν παρόμοιες. Όλοι είχαν αλλάξει μετά από τη συνάντησή τους με έναν υποτιθέμενο προφήτη. Κάτι ύποπτο συνέβαινε εδώ. Και ο Άλεξ σκόπευε να το ανακαλύψει πολύ σύντομα...
Εσύ τι θα έγραφες; Στείλε μας στο moonlightales@gmail.com!