Το Σαθρό Βασίλειο (Κεφάλαιο 1)

 

Τισεντάλ Νορβηγία 988 μ.Χ.


Στο λυκόφως μιας εποχής που σημαδεύτηκε από ανδρεία και αίνιγμα, βρισκόταν ένα μικρό νορβηγικό χωριό γνωστό στους κατοίκους του ως Λύσβικ. Κρυμμένο στην αγκαλιά των διαφαινόμενων φιόρδ, που υψωνόταν στις άκρες τους σαν φρουροί παλιών αιώνων, αυτό το χωριό άκμασε ανάμεσα στους άγριους ψίθυρους του Βορρά. Το τοπίο, τόσο γαλήνιο όσο και γεμάτο άγρια ομορφιά, ήταν μια ταπετσαρία από σμαραγδένια δάση και ταραχώδη γάργαρα νερά να κυλούν, με τις ιστορίες του σκληραγωγημένου λαού του.

Καθώς το σούρουπο ξεδίπλωσε τον σκιερό μανδύα του στις βουνοκορφές, ο τόπος μεταμορφώθηκε, προκαλώντας τόσο γοητεία όσο και τρόμο. Το ελικοειδές μονοπάτι του χωριού, στρωμένο με ανώμαλα λιθόστρωτα, φιδάκι ανάμεσα σε στιβαρά σπίτια, όπου τα ξύλινα κουφώματα τους σκοτείνιασαν από το πέρασμα του χρόνου, έμοιαζαν σαν ένας απόηχος του μόχθου που είχε γίνει στην κατασκευή τους. Ο καπνός έβγαινε άτονα από τις καμινάδες, ανακατευόταν με τον τραγανό αέρα που έτρεχε από το ποτάμι, αναβλύζοντας αρώματα από ψητά κρέατα και βραστά μαγειρευτά που πρόσφεραν παρηγοριά ενάντια στην υφέρπουσα ψύχρα της νύχτας.

Εκείνη περπατώντας στη γέφυρα που ενώνει τα δύο σημεία του ποταμού κατευθύνθηκε από το ένα άκρο της γέφυρας στο άλλο, ώστε να φτάσει στο προορισμό της κρατώντας γερά τη βαλίτσα με κάποια από τα πλούσια ενδύματά της. Δεν ήθελε κανέναν υπήκοο μαζί της σε αυτό το πολύ κουραστικό ταξίδι της γιατί δεν άντεχε καθόλου τη φλυαρία τους και επιπλέον θα ζητούσε από τους υπηκόους να φέρουν τα υπόλοιπα υπάρχοντά της αργότερα. Είχε μόλις έρθει το φθινόπωρο και τα φύλλα γύρω στα δέντρα άρχισαν να παίρνουν αποχρώσεις του κίτρινου και του πορτοκαλί, αναμεμιγμένα με κάποια πράσινα φύλλα, έδιναν μια γλυκιά πινελιά στη περιοχή που είναι σχεδόν περιτριγυρισμένη από βουνά. Η Σίγκριντ φορούσε το κομψό της φόρεμα, σε μπλε σκούρο χρώμα με κάθετη χρυσή λωρίδα που ξεκινούσε από τους ώμους και κατέληγε στον αστράγαλο, αναγράφοντας υπέροχα τη σιλουέτα της. Τα μακριά, σαν νυχτερίδα, μανίκια προσέδιδαν αρχοντικό στυλ. Τα κατακόκκινα, μακριά, σγουρά μαλλιά της τα είχε αφήσει κάτω.

Μια μικρή τούφα την έχει πιάσει γύρω γύρω σαν στεφάνι. Ήθελε να έχει το πρόσωπο της ελεύθερο ώστε ο δροσερός αέρας να χαϊδεύει την πορσελάνινη λευκή της επιδερμίδα. Το ασημένιο μενταγιόν που φορούσε σφιχτά στο λαιμό της, με τη ζαφειρένια καρδιά, ήταν για εκείνη κάτι περισσότερο από απλό κόσμημα. Ήταν η τελευταία υπόσχεση που της είχε αφήσει η μητέρα της, πριν το σκοτάδι της ασθενείας την καταβροχθίσει. Κάθε φορά που το άγγιζε ένιωθε την παρουσία της, σαν να προσπαθούσε η μητέρα της να τη βρει και να την καθοδηγήσει στο πεπρωμένο της, έστω και από έναν άλλο κόσμο.
Κόρη του τέως βασιλιά της Πολωνίας Μιέσκο και της βασίλισσας Ντουμπράφκα, που προέρχονταν από την Βοημία, είχε έρθει πια σε ηλικία να παντρευτεί έτσι θα ταξίδευε σε λίγα λεπτά με το πλοίο ως τη Νορβηγία, από το κάστρο της Πολωνίας, για να γνωρίσει τον πρίγκιπα Όλαφ Τρίβαγκον. «Αυτός ο θρόνος θα γίνει δικός μου, μιας και το θρόνο πίσω στη πατρίδα τον έχει πλέον αυτός ο αχάριστος ο θείος μου, ο Εδουάρδος» μουρμούρισε περπατώντας στο πλακόστρωτο με τα βήματα της να αντηχούν στη σιγαλιά. Ήθελε πάση θυσία να γίνει αυτός ο γάμος εδώ και καιρό. Πλέον δεν έπαιρνε άλλη καθυστέρηση αφού ο ίδιος ο πρίγκιπας έστειλε γράμμα στον πατέρα της για να έρθει να τον γνωρίσει η Σίγκριντ, με σκοπό τον γάμο. Ο Εδουάρδος, ο θείος της, ήταν δέκα χρόνια μικρότερος από τον αδερφό του και τέως βασιλιά σε ηλικία, και ήταν ο επόμενος διάδοχος του θρόνου.

Αυτό χαλούσε τα σχέδια της Σίγκριντ για να γίνει μεγάλη και τρανή βασίλισσα, όμως αυτό δεν θα την εμπόδιζε να διεκδικήσει έναν θρόνο σε γειτονική χώρα. Στην καρδιά του Λύσβικ βρισκόταν ένα πέτρινο πηγάδι, που το άγγιζαν τα δάχτυλα αμέτρητων χωρικών που είχαν τραβήξει νερό από τα βάθη του. Εκείνη περπατούσε στο πλακόστρωτο, με το χαρακτηριστικό αρχοντικό και αργό βάδισμα της, προς το μέρος του πηγαδιού αφού έφτασε στο τέλος της γέφυρας. Καθώς ο ήχος από τα βήματα της ηχούσαν στο πέτρινο δρόμο, η καρδιά της χτυπούσε γρήγορα, όχι από φόβο αλλά από έναν ανεξήγητο συνδυασμό προσμονής και άγχους. Θρύλοι ψιθύρισαν για αυτό το πηγάδι. Κάποιοι ισχυρίστηκαν ότι ήταν μαγεμένο, χαρισμένο από τους παλιούς θεούς. Οι κάτοικοι του χωριού συνήθιζαν να λένε ότι όσοι κοίταζαν την αντανάκλαση τους επιφάνεια θα έβλεπαν τη μοίρα τους, έστω και για λίγο. Τα παιδιά έσφιγγαν τα χέρια των γονιών τους πιο σφιχτά όταν περνούσαν, γιατί έλεγαν ότι το πηγάδι μπορούσε να κρατήσει αναμνήσεις από προηγούμενες ζωές και όσοι δεν πρόσεχαν μπορεί να ένιωθαν λαχτάρα να αποκαλύψουν τι είχε χαθεί.

Ο ψυχρός άνεμος έπληξε τη Βαλτική Θάλασσα, προσκρούοντας στο στιβαρό δρύινο κύτος του πλοίου Χράφνειμ. Η πριγκίπισσα με το πρόσωπό της χλωμό αλλά αποφασιστικό, στεκόταν στην πλώρη, με το αλάτι να τσιμπάει τα μάγουλά της. Η Πολωνία, η αγαπημένη της πατρίδα, ήταν πλέον ένα μουντό, θλιβερό όνειρο που το κατάπιε ο γκρίζος ορίζοντας. Η Νορβηγία, μια χώρα για την οποία μιλούν με τρυφερές ιστορίες, περιγράφοντας επιβλητικά φιόρδ και απίστευτη μεγαλοπρέπεια, θα βρισκόταν σύντομα μπροστά της, ένα αβέβαιο μέλλον υφασμένο στα κύματα που ανακατεύονταν.
Αυτό το ταξίδι δεν ήταν για ευχαρίστηση, ούτε ήταν μια απλή διπλωματική ανταλλαγή. Αυτό ήταν ένα ταξίδι που σφυρηλατήθηκε στο χωνευτήρι της πολιτικής ανάγκης, μια θυσία που απαιτούσε η λεπτή ισορροπία δυνάμεων. Η Σίγκριντ επρόκειτο να παντρευτεί τον πρίγκιπα, έναν άντρα που δεν είχε γνωρίσει ποτέ, έναν πολεμιστή γνωστό για την σκληρότητά του όσο και για την ευφυΐα του. Η συμμαχία μεταξύ Πολωνίας και Νορβηγίας, που θα δημιουργούσε αυτός ο γάμος, είχε σκοπό να εξασφαλίσει την ειρήνη, ένα προπύργιο ενάντια στην πανταχού παρούσα απειλή των επιδρομών των Βίκινγκ και των καταπατητών αυτοκρατοριών.

Η Σίγκριντ έσφιξε το περίτεχνα σκαλισμένο ξύλινο κιγκλίδωμα, με τα δάχτυλά της μουδιασμένα. Δεν ήταν πολεμίστρια. Ήταν πριγκίπισσα, περιτριγυρισμένη από περγαμηνές και μελάνι γεμάτες διατάξεις και κανόνες παρά με τσεκούρια και ασπίδες μάχης. Λαχταρούσε το γνώριμο άρωμα των κεριών από κερί μέλισσας και τη ζεστασιά της βιβλιοθήκης στην Κρακοβία, έναν κόσμο μακριά από τις θορυβώδεις κραυγές των ναυτικών και το συνεχές τρίξιμο και βογγητό του πλοίου.
Το Χράφνειμ ήταν ένα τρομερό σκάφος, με την πλώρη του σκαλισμένη στην ομοιότητα ενός τρομακτικού δράκου, με τα κατακόκκινα πανιά του να ανεμίζουν στον ανελέητο άνεμο. Αλλά ακόμη και η δύναμή του ήταν ασήμαντη απέναντι στην απεραντοσύνη της θάλασσας, μια υπενθύμιση της ταπεινωτικής δύναμης της φύσης. Το ταξίδι ήταν επίπονο και φάνηκε ατελείωτο στα μάτια της Σίγκριντ. Οι μέρες μετατράπηκαν σε νύχτες, που σηματοδοτήθηκαν μόνο από το χρώμα του ουρανού που αλλάζει και τη ρυθμική σύγκρουση των κυμάτων στο ξύλινο σκαρί του πλοίου. Η ναυτία ταλαιπώρησε πολλούς από τους επιβάτες, συμπεριλαμβανομένων μερικών από τους σκληροπυρηνικούς Πολωνούς ιππότες που συνόδευαν τη Σίγκριντ.

Τα γεύματα ήταν μια σκληρή υπόθεση, που αποτελούνταν από παστά ψάρια, σκληρό ψωμί και λεπτή, νερουλή μπύρα. Ο ύπνος ήταν μια πολυτέλεια, κλεμμένος σε σύντομες εκρήξεις που διαδέχονταν από τη συνεχή κίνηση του πλοίου και τις κραυγές των γλάρων από πάνω. Ωστόσο, μέσα στη δυσφορία και την αβεβαιότητα, η Σίγκριντ βρήκε μια ήρεμη δύναμη μέσα της. Πέρασε ώρες παρατηρώντας τους ναυτικούς, με τα πρόσωπά τους κουρασμένα και γραμμωμένα, με τα χέρια τους γεμάτα κάλους από χρόνια πάλης με σχοινιά και πανιά. Άκουγε τα τραγούδια τους γεμάτα με ιστορίες για τολμηρά ταξίδια, μυθικά πλάσματα και την ατελείωτη γοητεία της θάλασσας.

Ένα απόγευμα, καθώς ο ήλιος βυθιζόταν σιγά σιγά, ζωγραφίζοντας τον ουρανό σε αποχρώσεις πορτοκαλί και βιολετί, η Σίγκριντ στάθηκε στο κατάστρωμα, βλέποντας τα κύματα να χορεύουν στο λυκόφως. Κοίταξε με ενθουσιασμό στην απέραντη έκταση του νερού. Παρατήρησε πως πλησίαζαν τη Νορβηγία. Η προσμονή στο Χράφνειμ έγινε αισθητή. Οι Πολωνοί ιππότες ακόνισαν τα ξίφη τους και γυάλισαν την πανοπλία τους, προετοιμασμένοι να παρουσιάσουν μια επίδειξη δύναμης και πίστης. Η Σίγκριντ, ωστόσο, παρέμεινε συγκρατημένη, το πρόσωπό της δεν έδινε κανένα ίχνος νευρικότητας.
Όσο ο ήλιος κατέβαινε κάτω από τον ορίζοντα, ρίχνοντας μια ζεστή χρυσή λάμψη στο βασίλειο του Ρίβερχολμ, ενός χωριού φωλιασμένο στους πρόποδες του αρχαίου κάστρου, στο λιμάνι της Νορβηγίας. Ο δροσερός αέρας του βουνού που έφερνε το θρόισμα των φύλλων δυνατό, ήταν χρωματισμένος με το άρωμα των δροσισμένων λιβαδιών και της πλούσιας, αργιλώδους γης, που υπόσχεται μια άλλη μέρα χαράς και θαυμασμού. Οι σκιές του σούρουπου άρχισαν να αγκαλιάζουν τα βουνά και οι κορυφές τους, που άλλοτε φαίνονταν απόμακρες και αγέρωχες, τώρα έμοιαζαν να απλώνονται σαν θεατές ενός αχανούς θεάματος.

Περπάτησε χαζεύοντας γύρω της μέσα στη πολύβουη γειτονιά. Στάθηκε στην άκρη της καταπράσινης κοιλάδας, γοητευμένη από τη γαλήνια ομορφιά που τύλιγε το χωριό με τη δροσιά να την κατακλύζει. Άφησε τα μάτια της να ταξιδέψουν γύρω στο υπέροχο τοπίο και τους ήχους της φύσης να τη ταξιδέψουν σε ένα κόσμο όπου τα όνειρα και η πραγματικότητα έπλεκαν μαζί σαν τις λεπτές κλωστές μιας ταπισερί, δημιουργώντας μια αφήγηση ελπίδας, περιπέτειας και ένα άσβεστο πνεύμα. Οι δρόμοι γέμισαν σιγά σιγά με μια αιθέρια λάμψη, η οποία δεν ήταν απλώς το αχνό φως της ημέρας, αλλά γινόταν χρυσαφένιο από το τρεμόπαιγμα των πυρσών και των φαναριών. Αυτές οι εύθραυστες φλόγες χόρευαν σαν ανήσυχα πνεύματα, ρίχνοντας μακριές σκιές που έστριβαν μέσα στα σοκάκια. Ήταν οι χωρικοί που τα κρατούσαν επέστρεφαν από το μεροκάματο.
 Καθώς τριγυρνούσε μέσα από τα φαρδιά μονοπάτια που τυλίγονταν γύρω από τα γραφικά ξύλινα σπίτια, την υποδέχτηκαν τα αγέρωχα αξιοθέατα και οι ήχοι των γειτόνων που προετοιμάζονταν για άλλη μια μεγάλη νύχτα. Ο γέρος Πίτερ, με τα γένια του άσπρα σαν το φρέσκο χιόνι του χειμώνα, ήταν απασχολημένος με την περιποίηση του κήπου του, όπου ζωντανά άνθη φτερούγιζαν στο ελαφρύ αεράκι σαν πεταλούδες και το νερό από το κουβαδάκι τα έκανε να γεμίζουν στάλες που φαίνονταν σαν φεγγαρόσκονη. Το γέλιο της συζύγου του Λουίζα, πλούσιο και γάργαρο, αντηχούσε καθώς διηγούταν στα παιδιά του χωριού με ιστορίες για τους ιππότες που κάποτε καβάλησαν δίπλα στους ηγεμόνες της χώρας. Συχνά φαίνεται να έβρισκαν παρηγοριά στις ιστορίες της, καθώς ζωγράφιζαν τον καμβά της νεανικής τους φαντασίας με ήρωες ντυμένους στη γενναιότητα και αναζητήσεις που χόρευαν γενναία στο άγνωστο.

Όχι πολύ μακριά από την κατοικία του Πίτερ, η οικογένεια Σκμίντ ήταν πολύβουη με το αρτοποιείο της. Ο αέρας ήταν πυκνός με το παρήγορο άρωμα του ψωμιού, ζεστό και χρυσαφένιο, που την παρακίνησε πιο κοντά σε εκείνη τη φιλόξενη πόρτα. Ήταν σκέτη απόλαυση να παρακολουθεί τη Βάιολετ, τη μητέρα, να ζυμώνει τη ζύμη με χάρη και θέρμη, με τα χέρια της να δουλεύουν επιδέξια καθώς μετέτρεπε τα απλά υλικά σε καρβέλια που θα μπορούσαν να σηκώσουν το βάρος της θλίψης του κόσμου. Ενώ ο σύζυγος έφτιαχνε λαχταριστά γλυκά για όλο το χωριό και βέβαια οι δύο κόρες έτρεχαν γεμάτες αλεύρι γύρω γύρω και σκαρφίζονταν τρόπους να φάνε όσο περισσότερα γλυκά μπορούν.
Η Βάιολετ πρόσφερε μια κομψή μπουκιά—μια πράξη καλοσύνης που γέμιζε την καρδιά της πριγκίπισσας με ζεστασιά παρόμοια με τον απογευματινό ήλιο. Πάνω στο λόφο, όπου ο αέρας κρύωνε και η ομίχλη πύκνωνε, φαινόταν το κάστρο. Οι πέτρινοι τοίχοι του ήταν καλυμμένοι με ένα πέπλο ομίχλης, και μόνο οι πιο γενναίοι τολμούσαν να πλησιάσουν στο σκοτάδι. Χτισμένο πριν από αιώνες από την αρχαία φυλή των Ίβαρ.

Καθώς περπατούσε προς το κάστρο η καρδιά του χωριού πάλλονταν έντονα από τα γέλια των παιδιών, οι φωνές τους μπλέκονταν σαν τις πολύχρωμες κορδέλες που χόρευαν στον άνεμο. Περπάτησε χαζεύοντας στην αγορά, όπου έμποροι υφασμάτων και τεχνίτες μπιχλιμπιδιών παρουσίαζαν τις χειροτεχνίες τους, ένα καταπράσινο λιβάδι άνοιξε σαν βιβλίο παραμυθιών. Κάτω από τα προστατευμένα κλαδιά μιας μεγάλης βελανιδιάς, τα παιδιά άρχισαν να μαζεύονται, σκαρφίζοντας ιστορίες περιπέτειας που ανήκαν σε φανταστικά βασίλεια. Θα δημιουργούσαν γενναίους ιππότες που μάχονται με άγριους δράκους και ευγενείς πριγκίπισσες αρκετά τολμηρές για να σώσουν τα βασίλειά τους.

Τα γέλια, οι ομιλίες, ο ήχος του ανέμου και οι μυρωδιές αναμίχθηκαν σε ένα υπέροχο πρελούδιο στο δρόμο για το πέτρινο κάστρο που θα την συνόδευε ως την πόρτα της νέας της μοίρας. Η καρδιά της Σίγκριντ χτύπησε δυνατά όταν το μενταγιόν της έλαμψε για μια στιγμή, σαν μια προτροπή ή μια προειδοποίηση όπου δεν κατάλαβε. Φτάνοντας λίγα λεπτά αργότερα στο παλάτι αντίκρισε ένα μεγάλο πλίνθινο μπεζ κτίριο, αρκετά επιβλητικό, με τη σημαία να ανεμίζει στην μια γωνιά του. Κολλητά με το παλάτι, στα βορειοδυτικά του, παρατήρησε έναν ισχυρό προμαχώνα.
Ένα συμπαγές επιχωματωμένο οχύρωμα με πλατφόρμα πυροβολικού στο επάνω μέρος που υψώνεται πάνω από την τάφρο. Τα κανόνια του προμαχώνα προστάτευαν εκτός από το παλάτι και όλη τη βόρεια και βορειοδυτική πλευρά της πόλης, αλλά και το λιμάνι του. Ήταν το πιο ισχυρό σημείο άμυνας για την χώρα. Η είσοδος του παλατιού βρισκόταν στη νότια πλευρά του. «Είναι πραγματικά εντυπωσιακή» σκέφτηκε μόλις την αντίκρυσε. Στην είσοδο είχε δύο επιβλητικούς πύργους με πολεμίστρες που την πλαισιώνουν. Όταν άνοιξαν την πόρτα οι φρουροί είδε μια μεγάλη εσωτερική αυλή την οποία κοσμούν αγάλματα του ένατου αιώνα και πολλά λουλούδια σε διάφορα χρώματα με τη μυρωδιά τους να γαργαλάει τα ρουθούνια της.

Στο ισόγειο καθώς βάδιζε παρατήρησε πως υπήρχαν οι βοηθητικοί χώροι, οι κουζίνες, οι αποθήκες και οι στάβλοι. Όταν ανέβηκε την μαρμάρινη σκάλα, με τα βήματα της να ηχούν στο φαινομενικά άδειο παλάτι, κοίταξε με περιέργεια τον πάνω όροφο. Υπήρχαν τα ιδιαίτερα διαμερίσματα του βασιλιά και του πρίγκιπα, οι αίθουσες τελετών, η μεγάλη αίθουσα του Συμβουλίου, η τραπεζαρία και τα γραφεία κάποιων διοικητικών υπηρεσιών. Τους εσωτερικούς χώρους η βασίλισσα είχε φροντίσει να διακοσμήσει με πολύ καλόγουστα και ακριβά αντικείμενα και έπιπλα. Κάθε λεπτομέρεια έμοιαζε να αποπνέει χλιδή και υπερβολή, από τις βελούδινες κόκκινες κουρτίνες μέχρι τα ντελικάτα σετ τσαγιού πορσελάνης στα επιχρυσωμένα ράφια. Η Σίγκριντ αφήνοντας το βλέμμα της να περιηγηθεί στο χώρο ανακαλύπτοντας κάθε μικρή λεπτομέρεια ένιωθε σαν να είχε μπει σε ένα παραμύθι, όπου κάθε επιθυμία μπορούσε να εκπληρωθεί.

Ο Όλαφ εμφανίστηκε από το ιδιαίτερο του διαμέρισμα. «Καλησπέρα πριγκίπισσα» είπε θερμά και υποκλίθηκε φιλώντας της το χέρι. « Καλησπέρα σας πρίγκιπα. Χαρά μου να σας γνωρίζω επιτέλους από κοντά» δήλωσε εκείνη και τα μάτια της ταξίδεψε πάνω του. Είχε φουντωτά καστανά μαλλιά και είχε περιποιηθεί ιδιαίτερα το ντύσιμο του. Μια αρχοντική στολή με λευκά μανίκια και μπλε βελούδο στο στέρνο. Είχε φορέσει ένα βαμβακερό παντελόνι σε λευκή απόχρωση και λευκά παπούτσια. Η εμφάνισή του απέπνεε έναν αέρα κομψότητας, που ταίριαζε στην ιδιότητά του ως μέλους της βασιλικής αυλής. Οι περίπλοκες λεπτομέρειες της στολής του μιλούσαν πολύ για το άψογο γούστο του και την προσοχή στη λεπτομέρεια. Καθώς περπατούσε με αυτοπεποίθηση και χάρη, η Σίγκριντ τον θαύμασε για τη βασιλική και την επιβλητική παρουσία του. Ήταν ξεκάθαρο ότι ήταν άνθρωπος με εξουσία και δύναμη, κάποιος που δεν έπρεπε να υποτιμηθεί σε κανένα περιβάλλον.

«Εκτιμώ την ευγενική σας υποδοχή. Ελπίζω πως η επίσκεψή μου θα είναι η αρχή μιας ευχάριστης γνωριμίας μεταξύ μας» ευχήθηκε εκείνη. «Αισθάνομαι την ίδια ελπίδα, πριγκίπισσα. Η παρουσία σας στο παλάτι μου μου προκαλεί μεγάλη χαρά και ιδιαίτερα ευχάριστη έκπληξη όταν έμαθα πως δεχτήκατε να συναντηθούμε» ανταπέδωσε ο Όλαφ. «Πράγματι, είναι μια ευκαιρία να γνωριστούμε καλύτερα και να διερευνήσουμε τις πιθανότητες για μια μελλοντική ένωση μεταξύ μας». «Συμφωνώ απόλυτα. Θα ήταν τιμή μου να συζητήσουμε αυτό το ενδεχόμενο περαιτέρω, αν και πρώτα θα ήθελα να μάθω περισσότερα για εσάς και τις προσδοκίες σας» απάντησε ο Όλαφ. «Χαίρομαι που είστε τόσο ανοιχτός σε μια τέτοια συζήτηση. Θα χαρώ να σας μοιραστώ τις σκέψεις και τα όνειρά μου για ένα μελλοντικό γάμο» δήλωσε η πριγκίπισσα. «Σας ακούω με μεγάλο ενδιαφέρον, πριγκίπισσα. Ας συνεχίσουμε αυτόν τον εποικοδομητικό διάλογο συνοδεύοντας τον με το φαγητό μας» πρότεινε ο Όλαφ.

Πέρασαν λοιπόν στο καθιστικό και οι υπηρέτες σέρβιραν το γεύμα που περιελάβανε μια σειρά από νόστιμα πιάτα με ψάρι θαλασσινά και χόρτα και αλμυρούς μεζέδες με διάφορα λαχανικά της εποχής μέχρι τοπικά γλυκά κάθε λογής για όλα τα γούστα. Το άρωμα του φαγητού γέμισε την αίθουσα κάνοντας τους να ανυπομονούν περισσότερο να τα γευτούν. Όσο απολάμβαναν το γεύμα τους, το γέλιο και η συζήτηση κυλούσε ελεύθερα ανάμεσα τους. Ήταν μια ζεστή και φιλόξενη ατμόσφαιρα, με τα κεριά που τρεμοπαίζουν να ρίχνουν μια απαλή λάμψη στο δωμάτιο. Το γεύμα ήταν μια αληθινή γιορτή τόσο για το στομάχι όσο και για την ψυχή, φέρνοντας τους κοντά σε ένα πνεύμα χαράς και συντροφικότητας. Και όσο απολάμβαναν κάθε μπουκιά, ήξεραν ότι αυτή θα ήταν μια βραδιά που θα θυμούνται για τα επόμενα χρόνια.
«Λοιπόν πριγκίπισσα Σίγκριντ ομολογώ ότι η παρέα σου μου είναι ιδιαιτέρως ευχάριστη» είπε ο πρίγκιπας. «Και για εμένα το ίδιο. Εμείς οι δυο θα τα πάμε περίφημα» ανταπέδωσε εκείνη. Η Σίγκριντ και ο Όλαφ κάθονταν στον μαρμάρινο πύργο, απολαμβάνοντας τα πολυτελή αρώματα και την αρμονία του χώρου και μια απαλή μουσική άρπας συνόδευε το γεύμα τους. Η συζήτησή τους είχε έναν ύψιστο σκοπό, τον γάμο τους. «Αγαπητέ Όλαφ, πόσο χαρούμενη είμαι που μπορούμε να μοιραστούμε τις σκέψεις και τα όνειρα μας για το μέλλον μας. Πάντα ονειρευόμουν έναν γάμο γεμάτο πολυτέλεια και αρμονία».

«Και εγώ, αγαπητή Σίγκριντ, ονειρευόμουν έναν γάμο που θα αντανακλά την υψηλή μας καταγωγή και τη βασιλική μας θέση. Θέλω να οικοδομήσουμε μια σχέση βασισμένη στην αγάπη, την κατανόηση και την αμοιβαία εκτίμηση» «Ακριβώς αυτό ονειρεύομαι και εγώ, γλυκέ μου. Να συνδυάσουμε την πολυτέλεια και την αρμονία με την αγνή αγάπη μας. Θα είναι ένας γάμος που θα μείνει αξέχαστος» «Συμφωνώ απόλυτα, αγαπημένη μου. Ας κάνουμε αυτόν τον γάμο μια πραγματικά μοναδική εμπειρία, που θα αντανακλά την υψηλή μας καταγωγή και την αγάπη μας».
Τότε ένα μεγάλο εμπόδιο έκανε την εμφάνιση του και διέλυσε την ατμόσφαιρα. «Εγώ για να σε κάνω γυναίκα μου και βέβαια βασίλισσα του τόπου μου πρέπει να δεχτείς και τη θρησκεία μου. Θα έρχεσαι μαζί μου τακτικά και θα τα μάθεις όλα τα έθιμα με τον καιρό» ανακοίνωσε ο πρίγκιπας. Αυτό έκανε την Σίγκριντ να παγώσει. Ήταν μια ανατροπή στα σχέδια της που δεν είχε υπολογίσει. «Αυτό δεν μπορεί να συμβεί σε καμία περίπτωση. Όσο και να επιθυμώ να γίνω βασίλισσα του τόπου αυτού, δεν επιθυμώ να αλλάξω τα πιστεύω των προγόνων μου για κανέναν λόγο. Με τα πιστεύω που μεγάλωσα με αυτά θα πορευτώ για πάντα. Δεν θα το κάνω λοιπόν. Αν με δέχεσαι έτσι τότε καλώς, ειδάλλως λήγει η συνάντηση μας εδώ» δήλωσε σοβαρά.

Ο Όλαφ φανερά εκνευρισμένος τη χαστούκισε και φώναξε «Τότε μην χαλάς άλλο το χρόνο μου και χάσου από τα μάτια μου. Δεν πρόκειται να δεχτώ τέτοια προσβολή στο πρόσωπο μου. Δεν θα πάρω καμιά αλλόθρησκη για γυναίκα μου. Καλό θα ήταν να εξαφανιστείς και να μην φανείς στο διάβα μου ξανά γιατί θα σε διαλύσω» πρόσταξε και αμέσως τρεις φρουροί που στέκονταν έξω από τη πόρτα, ακούγοντας την ένταση και τις φωνές, μπήκαν μέσα με φορά και έκδηλη ταραχή σε μια προσπάθεια να προστατεύσουν τον πρίγκιπα. Η Σίγκριντ θυμωμένη σηκώθηκε από το τραπέζι «Την πράξη σου αυτή θα την πληρώσεις με τον θάνατο σου» απείλησε και βγήκε γρήγορα από το παλάτι με τους φρουρούς να τη συνοδεύουν με τα σπαθιά έτοιμα για κάθε ενδεχόμενο.
Η Σίγκριντ ήξερε ότι έπρεπε να καταστρώσει ένα έξυπνο και στρατηγικό σχέδιο για να κάνει τον πρίγκιπα Όλαφ να συνειδητοποιήσει τις συνέπειες των πράξεων του. Έγραψε γράμμα στον πρίγκιπα της Δανίας, τον Σβεν, που του ανακοινώνει την άφιξη της με σκοπό τη γνωριμία τους. Βρήκε ένα πρόθυμο νέο παληκάρι, τον Χάραλντ, και του το έδωσε για να το πάει όσο πιο σύντομα γίνεται με το ψαροκάικο του ώστε να του το παραδώσει. Του έδωσε αρκετά χρυσά νομίσματα για την εξυπηρέτηση του και ξεκίνησε τη προετοιμασία για το τριήμερο ταξίδι της με ένα πολυτελές πλοίο.

Ευτυχώς γνώριζε πως στη περιοχή κοντά στο λιμάνι μένει μόνιμα ο παιδικός φίλος του πατέρα της ο Δανός κόμης Θόρκιλ. Ρωτούσε γύρω τους κατοίκους και σύντομα βρήκε το μεγαλοπρεπές αρχοντικό του. «Καλησπέρα κόμη» προσφώνησε κάνοντας μια υπόκλιση ενώ άνοιξε ο κόμης την πόρτα του. «Πριγκίπισσα Σίγκριντ πως από εδώ; Δεν περίμενα μια τέτοια έκπληξη» αναφώνησε εκείνος. Τα γκρίζα μακριά και φουντωτά μαλλιά του τα είχε χτενίσει σε αλογοουρά και τα πράσινα βελούδινα ρούχα του με ασημένιες λεπτομέρειες προσέδιδαν κύρος στο παρουσιαστικό του. «Επισκέφθηκα τον πρίγκιπα Όλαφ σήμερα για να συζητήσουμε το ενδεχόμενο του γάμου, όμως απέβησαν άκαρπες οι συζητήσεις μας. Τώρα ψάχνω ένα μέρος να κοιμηθώ για απόψε καθώς με περιμένει μεγάλο ταξίδι αύριο το πρωί. Θα τολμήσω να καταχραστώ της φιλίας σας και να ζητήσω ένα κατάλυμα για ύπνο» εξήγησε με δισταγμό και έντονη ντροπή.

Εκείνος δέχθηκε αμέσως να τη φιλοξενήσει για το βράδυ ώστε να ξαποστάσει από το μακρύ ταξίδι που είχε περάσει, ενώ ένα ακόμη ταξίδι την περίμενε το επόμενο πρωί. Μόλις ξημέρωσε πάνω από τους σμαραγδένιους λόφους της Νορβηγίας, ο αέρας κρεμόταν βαρύς από το αλμυρό άρωμα της θάλασσας. Ήταν ένα κρύο πρωινό και η πριγκίπισσα Σίγκριντ στεκόταν στις ακτές της Νορβηγίας, με την καρδιά της να χτυπά στο χρόνο και τα κύματα να χτυπούν απαλά στην αμμώδη παραλία με τον ήχο του νερού να ταξιδεύει στα αυτιά της. Σήμερα ήταν η μέρα του ταξιδιού της στη Δανία. Μια περιπέτεια και μια υπόσχεση, τυλιγμένη με τον αστραφτερό μανδύα του πεπρωμένου.

Η Σίγκριντ είχε σχεδιάσει αυτή τη μέρα, στριφογυρισμένη από τους ήχους των ανέμων του ωκεανού που μετέφεραν ιστορίες για μακρινές χώρες και αρχαία όνειρα. Με μαλλιά πέφτουν σαν καταρράκτης από λάβα στους ώμους της και μάτια διαπεραστικά όπως τα ίδια τα φιόρδ, ενσάρκωσε το πνεύμα των προγόνων της πολεμιστών και ονειροπόλων. Σήμερα, θα έμπαινε στις ιστορίες για τις οποίες είχε διαβάσει μόνο σε ειλητάρια που ήταν κρυμμένα στη μεγάλη βιβλιοθήκη του πατέρα της. Σήμερα, δεν θα ήταν απλώς μια πριγκίπισσα. Θα ήταν πλοηγός της μοίρας της. Ο μικρός στόλος τω πλοίων ξεκίνησε το ταξίδι ανυπόμονα, με κάθε σκάφος μια χαριτωμένη σιλουέτα με φόντο έναν ήλιο που ανατέλλει σαν υγρός χρυσός. Οι ναύτες του καραβιού, ντυμένοι με αλυσίδα και δέρμα, ετοιμάζονταν για το ταξίδι. Ωστόσο, δεν ήταν αυτοί που τράβηξαν την εστίαση της Σίγκριντ. Ήταν το σκάφος με το όνομα Τρομ, το στολίδι του στόλου. Η πλώρη του με το κεφάλι του δράκου έλαμψε, μια απόδειξη της δεξιοτεχνίας των κορυφαίων ναυπηγών που είχαν βάλει την καρδιά τους στη δημιουργία αυτής της όμορφης τέχνης.
Καθώς ο ήλιος ανέβαινε ψηλότερα, ένα απαλό αεράκι ψιθύρισε υποσχέσεις περιπέτειας και η Σίγκριντ ανέβηκε στο Τρομ, με τους παλμούς της να επιταχύνονται με κάθε χτύπο της καρδιάς της. Το λείο ξύλο του καταστρώματος ένιωθε οικείο κάτω από τα πόδια της ενώ ανέπνεε τις μυρωδιές του ξύλου και του αλατιού. Γύρω της, το πλήρωμα ήταν γεμάτο με έναν αέρα συντροφικότητας και ενθουσιασμού, με το γέλιο τους να ηχεί σαν μουσική στο πρωινό φως. Η θάλασσα ήταν γυαλί, σχεδόν ατσαλάκωτη και τα βουνά της Νορβηγίας φαίνονταν σαν γιγάντια αγάλματα που παρακολουθούσαν το πλοίο να απομακρύνετε. Κάθε άγγιγμα του ανέμου στο πρόσωπο της ήταν σαν ψίθυρος από τους προγόνους της που προειδοποιούσε για τα επόμενα βήματα της. Ενώ το πλοίο ξεκινούσε το μακρινό του ταξίδι κάποιοι ναύτες αντάλλαξαν μεταξύ τους βλοσυρές ματιές, γνωρίζοντας ότι το ταξίδι αυτό δεν ήταν απλά μια επίσκεψη στην γείτονα χώρα αλλά ίσως μια μάχη για τη τιμή και τη μοίρα τους. Η Σίγκριντ μπορούσε να ακούσει τις σιγανές κουβέντες τους και να νιώσει την ένταση που κρυβόταν πίσω από τα γελαστά τους πρόσωπα. Όμως τους αγνόησε επιδεικτικά μιας και η εικόνα του πρίγκιπα Όλαφ, με τη σκληρή του εμφάνιση και την απρεπή συμπεριφορά συνέχιζε να στοιχειώνει την σκέψη της. Δεν ήταν μόνο η τιμή της οικογένειας της που την οδηγούσε, αλλά και η επιθυμία να τους αποδείξει ότι είχε την δύναμη και την εξυπνάδα να κάνει την αλλαγή.

Στη διάρκεια του ταξιδιού από τη Νορβηγία ως τη Δανία με το πλοίο είχε πολύ χρόνο να σχεδιάσει με ακρίβεια το ύπουλο σχέδιο της. Καθώς τα πανιά ανέβαιναν, αποτυπώνοντας την κίνηση του ανέμου, η Σίγκριντ ένιωσε μια ορμή από χαρά. Το πλοίο γλίστρησε έξω από τον κόλπο, τα φιόρδ υποχωρούσαν σε μια θολούρα από έντονα χρωματιστά τοπία. Η Νορβηγία, με τα χιονισμένα βουνά και τις γαλήνιες ακτές της, έσβησε σιγά σιγά από τα μάτια, σαν να αποχαιρετά την αγαπημένη της κόρη. Αλλά όταν κοίταζε τον ορίζοντα, η Σίγκριντ ένιωσε το κάλεσμα του πεπρωμένου. Η Δανία περίμενε λίγο πιο πέρα από τα λαμπερά κύματα.
Το Τρομ διέσχιζε την απέραντη θάλασσα, με κάθε ανατολή του ηλίου να ζωγραφίζει τους ουρανούς με ζωηρές αποχρώσεις ροζ, πορτοκαλί και λεβάντα ένα αριστούργημα που ξεδιπλώνεται συνεχώς. Η Σίγκριντ κούρνιαζε συχνά στην άκρη του πλοίου, με την καρδιά της να χορεύει με τα κύματα και ιστορίες κυλούσαν από τα χείλη της. Ιστορίες γιγάντων και πνευμάτων της θάλασσας και ηρώων που περιπλανήθηκαν στα εδάφη. Η φωνή της, εμποτισμένη με νοσταλγία και κατάπληξη, αιχμαλώτισε το πλήρωμα, υφαίνοντας έναν δεσμό ισχυρότερο από την αλυσίδα αγκυροβόλησης του καλύτερου πλοίου Βίκινγκ.

Ξαφνικά ο άνεμος φουσκώνοντας τις πανιά και η θάλασσα όλο και πιο ατίθαση, έμοιαζε σαν να ήθελε να καταπιεί το πλοίο. Κάθε κύμα και κάθε ριπή ανέμου φαινόταν να δοκιμάζει την αποφασιστικότητα της Σίγκριντ, ενώ το πλήρωμα συνέχιζε να δουλεύει, τις φωνές τους να σμίγουν με τον ήχο του νερού. Μέσα στην άγρια αντανάκλαση της θάλασσας, η Σίγκριντ δεν μπορούσε να αποφύγει τον αδιόρατο σπόρο της αμφιβολίας που φύτρωνε στη καρδιά της. Μήπως το σχέδιο ήταν παρακινδυνευμένο; Μήπως θα έπρεπε να σκεφτεί περισσότερο τις συνέπειες των πράξεων της; Αυτές οι σκέψεις σαν ερινύες την τριγυρνούσαν όσο πλησίαζε η μέρα της άφιξης της στο λιμάνι.
Ο ήλιος έπεφτε στον ορίζοντα ένα μοιραίο απόγευμα και η Δανία αναδύθηκε από την ομίχλη, με τις ακτές της να λούζονται από χρυσό φως. Τα πανιά του Τρομ χόρεψαν στον άνεμο, ένα θριαμβευτικό καλωσόρισμα σε ένα νέο κεφάλαιο στη ζωή της Σίγκριντ. Στεκόταν στην πλώρη, με την καρδιά της μια φουρτούνα συναισθημάτων: χαρά, προσμονή και τρόμο καθώς οι ψίθυροι νέων συμμαχιών έγνεψαν. Η αμφιβολία την κατέτρωγε, όχι μόνο για το σχέδιο, αλλά για τον εαυτό της. Ήταν πράγματι η ηρωίδα που πίστευε πως ήταν; Ή ήταν απλώς μια πριγκίπισσα που έχανε τον έλεγχο της μοίρας της, αναζητώντας το νόημα μέσα σε έναν κόσμο που δεν μπορούσε να ελέγξει;

Η Δανία που αποκαλυπτόταν πλέον μπροστά της δεν ήταν μόνο ένας νέος τόπος, αλλά και μια νέα πραγματικότητα. Η αγκαλιά της Νορβηγίας απομακρυνόταν πίσω της, αφήνοντας μια αίσθηση αγωνίας που τρύπωνε στο μυαλό της. Ανάμεσα στην ξηρά και τη θάλασσα, εκείνη βρισκόταν, η πριγκίπισσα που είχε αποφασίσει πλέον ποια πορεία να ακολουθήσει. Μόλις πάτησε το πόδι της στο ξένο έδαφος, η καρδιά της φούσκωσε από αισιοδοξία και άγχος. Το ξένο έδαφος που πάτησε ήταν ζεστό, μα το ίδιο και η καρδιά της, γεμάτη με την αίσθηση ενός αγώνα που μόλις ξεκινούσε. Κάθε βήμα της στο λιμάνι της Δανίας φαινόταν σαν πρόβλημα για την ίδια της την ταυτότητα: πώς να εναρμονιστεί με το άγνωστο όταν η καρδιά της ήταν γεμάτη από τους φόβους του παρελθόντος και τις προσδοκίες του μέλλοντος; Όσα συνέβησαν με τον Όλαφ την έκαναν να γεμίζει ταραχή για τα όσα πρόκειται να ζήσει με τον Σβεν. Όμως δεν έκανε ούτε βήμα πίσω.
Ήταν η πριγκίπισσα, πολύ πέρα από τα όρια του τίτλου της. Ήταν ταξιδιώτης, αναζητητής της μοίρας της. Το τραγούδι της θάλασσας θα αντηχούσε για πάντα στην ψυχή της. Ένας κόσμος πλούσιος σε δυνατότητες βρισκόταν μπροστά της, που περίμενε την ένωση της καρδιάς της και των ονείρων που τόλμησε να πλέξει. Έτσι ξεκίνησε το ταξίδι της με αποφασιστικότητα, όπου η γενναιότητα και η ελπίδα έλαμπαν, όπως η αυγή μετά από μια καταιγίδα.

Αμέσως πήγε να βρει άμαξα να την οδηγήσει στη καρδιά της Δανίας. Στην απαλή αγκαλιά μιας κατάφυτης κοιλάδας, φωλιασμένης κάτω από το άγρυπνο βλέμμα ενός λαμπερού κάστρου, βρισκόταν το γραφικό χωριό Έλβερουμ, όπου ξεκίνησε η διαδρομή της. Το χωριό ήταν μια αποτύπωση χρώματος και ζωής σε καμβά , κάθε γωνιά της να λάμπει με ιστορίες ελπίδας, περιπέτειας και μιας σφιχτοδεμένης κοινότητας που άκμασε κάτω από την άγρυπνη προστασία των πύργων του κάστρου. Το πορτοκαλί και το κίτρινο των φύλλων από τα δέντρα αντιπαρατίθετο με το γκρίζο των βουνών στον ορίζοντα, ενώ το σκοτάδι της νύχτας άρχισε να τυλίγει το χωριό σαν σφιχτό πέπλο, επιμένοντας να αφήσει το σημάδι του πάνω στη καρδιά της.
Η άμαξα γλιστρούσε στα πλακόστρωτα δρομάκια, με τους τροχούς της να τραγουδούν μελωδίες ρομαντισμού και περιπέτειας. Το αρωματικό κέικ από ψητά κάστανα και γλυκά κέικ μελιού που έψηνε ο φούρνος στη γωνία γέμισαν τον αέρα, ανακατεύοντας με το άρωμα της κοντινής θάλασσας, δημιουργώντας μια μεθυστική γοητεία που τυλίγεται γύρω από την πριγκίπισσα σαν ζεστός μανδύας. Η άμαξα πέρασε μπροστά από ανοιχτές πόρτες και παράθυρα, όπου τα ζεστά φώτα και οι γλυκές φωνές των ανθρώπων πλημμύριζαν τον αέρα. Όμως, το κάστρο, που στέκονταν επιβλητικό πάνω από το χωριό, φαινόταν πάντα σαν να παρακολουθούσε, προσφέροντας προστασία αλλά και μια σιωπηλή υπενθύμιση της σκιάς της εξουσίας.
Η Σίγκριντ κάθισε πάνω στην βελούδινη υφή του καθίσματος και αγνάντευε τη διαδρομή. Το φόρεμά της, φτιαγμένο από το πιο εκλεκτό μετάξι, έλαμψε κάτω από τη χρυσή αγκαλιά του ήλιου. Το βαθύ πράσινο χρώμα του φορέματός της καθρέφτιζε τα καταπράσινα τοπία που την περιέβαλλαν, ενώ νότες από ασήμι χαράσσονταν κατά μήκος της λαιμόκοψης, πιάνοντας το απαλό φως σε έναν ρομαντικό χορό αντανακλάσεων. Ήταν η ενσάρκωση της χάρης, της ομορφιάς και της ανθεκτικότητας, ένα αληθινό κόσμημα του βασιλείου. Όσο η άμαξα προχωρούσε στην καρδιά της πόλης, τα μάτια της Σίγκριντ άστραψαν από απορία και έρευνα. Τα πανύψηλα κωδωνοστάσια της μεσαιωνικής αρχιτεκτονικής δέσποζαν από πάνω της, με την λιθοδομή τους περίπλοκη, που αφηγείται ιστορίες ιπποτών και ανδρείας. Μιλούσαν για μια εποχή που τα όνειρα τολμούσαν να πετάξουν στα ύψη, πριν τα δέσει η πραγματικότητα. Ένα ελαφρύ αεράκι χάιδεψε το πρόσωπό της, με αποτέλεσμα να ρίξει μια ματιά έξω από το παράθυρο, με την καρδιά της να φουσκώνει στη ζωηρή σκηνή που εκτυλίχθηκε μπροστά της.

Οι έμποροι φώναζαν από τους πάγκους τους, με τις φωνές τους μια συμφωνία από παραμύθια ανταλλαγής και γέλια. Οι δρόμοι, γεμάτοι με κοινό λαό ντυμένο με μάλλινα ρούχα, έτρεχαν με μια ενέργεια που την ενθουσίαζε. Τα παιδιά κυνηγούσαν το ένα το άλλο, με το γέλιο τους να ηχεί σαν το πιο γλυκό κουδούνι, ενώ ένας βάρδος χτύπησε ένα λαούτο, διασκεδάζοντας τους περαστικούς με τραγούδια χαράς και ευτυχίας. Όσο η άμαξα συνέχιζε την πορεία της, το αρώμα του μελιού και των ψητών κάστανων είχε την ικανότητα να την καθησυχάζει και να την αναστατώνει ταυτόχρονα. Κάθε ρουφηξιά του αέρα έμοιαζε με μία γλυκιά υπόσχεση.
«Είναι ευκαιρία να γνωρίσω λίγο το μέρος» σκέφτηκε καθότι δεν το είχε επισκεφθεί ποτέ ξανά και περπάτησε για λίγο στα γύρω σοκάκια ώσπου να έρθει η ώρα της επίμαχης συνάντησης με τον πρίγκιπα. Καθώς περιπλανιόταν στους δρόμους της Κοπεγχάγης, σκέφτηκε όλους τους τρόπους με τους οποίους θα μπορούσε να πάρει την εκδίκηση της, σε περίπτωση που ο γάμος με τον Σβεν δεν γινόταν. Η ιδέα της συμμαχίας με τους Σουηδούς γεννούσε μέσα της μια αίσθηση απόλαυσης. Η εκδίκηση ήταν ένα πιάτο που είχε αρχίσει ψήνει μέρες και τώρα, επιτέλους, θα το σερβίριζε. Έβλεπε ήδη τον Όλαφ να γονατίζει, τις τύψεις του να τον πνίγουν, ενώ εκείνη θα παρακολουθούσε με την ικανοποίηση του θηρίου που καταφέρνει να κυνηγήσει το θήραμά του. Περπατούσε στους σκοτεινούς, στενούς δρόμους της Κοπεγχάγης, με τα κτίρια να κλείνουν τον ορίζοντα, σαν να την παγιδεύουν σε έναν κόσμο από τον οποίο δεν υπήρχε επιστροφή. Κάθε βήμα την έφερνε πιο κοντά στον στόχο της, αλλά και πιο μακριά από τον κόσμο που ήξερε. Η πόλη φαινόταν ξένη και πολύπλοκη, όπως η ίδια η μοίρα της.

Μια συμμαχία της Δανίας με την Σουηδία εναντίον του Όλαφ ήταν το καλύτερο σχέδιο που μπορούσε να εκτελέσει. «Οι Σουηδοί έχουν χρόνια κακές σχέσεις με τη Νορβηγία, έτσι θα είναι καλοί σύμμαχοι για εμάς» σκέφτηκε. Καταφθάνοντας στο προορισμό της επισκέφθηκε το παλάτι του πρίγκιπα Σβεν Δίχαλγκεν. Στις κοσμικές τάξεις ήταν γνωστό ότι ο Σβεν με τον Όλαφ είχαν έρθει σε σύγκρουση στο παρελθόν γιατί είχε σπάσει η συμμαχία τους με υποχθόνια μέσα από τον Όλαφ, ώστε να πάρει την εύνοια του Άγγλου μονάρχη, και τώρα ήταν η ευκαιρία να λύσουν μια για πάντα τις διαφορές τους. «Ο Όλαφ θα μετανιώσει πίκρα για την συμπεριφορά του. Εγώ η ίδια θα το φροντίσω αυτό. Εξάλλου και ο πρίγκιπας Σβεν είναι σε αναζήτηση πριγκίπισσας και τι καλύτερο από το να το εκμεταλλευτώ και να μπω στα ανάκτορα με τιμές και καμάρι» αναφώνησε αποφασισμένη.
Όταν έφτασε έξω από το παλάτι αυτό που αντίκρισε ήταν πραγματικά μοναδικό. Ήταν μεγαλοπρεπές και επιβλητικό, με πανύψηλα κωδωνοστάσια και περίπλοκα σκαλίσματα να κοσμούν τους κρεμ τοίχους του. Το φεγγάρι έλαμψε πάνω στους διαφανείς θόλους, ρίχνοντας μια ασημένια λάμψη σε ολόκληρη τη δομή. Δεν μπορούσε παρά να αισθανθεί μια αίσθηση δέους και απορίας ενώ κοίταζε το παλάτι. Φανταζόταν τη χλιδή και την πολυτέλεια που βρισκόταν μέσα στους τοίχους του. Ήταν ένα θέαμα, ένα σύμβολο δύναμης και πλούτου που φαινόταν να την φέρνει πιο κοντά, βάζοντας την στον πειρασμό να εξερευνήσει τα μυστικά και τα μυστήρια του. Στεκόταν εκεί, απολαμβάνοντας τη μαγευτική ομορφιά του παλατιού και ήξερε ότι η ζωή της δεν θα ήταν ποτέ η ίδια μετά από αυτή τη στιγμή.

 Οι φρουροί άνοιξαν την πόρτα και της επέτρεψαν να μπει στο εσωτερικό του. Τα μαρμάρινα δάπεδα έλαμπαν κάτω από την απαλή λάμψη των κρυστάλλινων πολυελαίων, ρίχνοντας ένα ζεστό και ελκυστικό φως σε όλη τη μεγάλη αίθουσα. Η Σίγκριντ δεν μπορούσε παρά να θαυμάσει τις περίπλοκες ταπετσαρίες που κοσμούσαν τους τοίχους, απεικονίζοντας σκηνές μυθικών πλασμάτων και επικές μάχες. Όσο προχωρούσε πιο πέρα προς το παλάτι, πέρασε από περίτεχνα σκαλισμένα αγάλματα και καταπράσινους κήπους γεμάτους δέντρα.
Αλλά ενώ περιπλανιόταν στους πλούσιους διαδρόμους και τα πολυτελή δωμάτια, μια αίσθηση ανησυχίας άρχισε να την κυριεύει. Ο αέρας ήταν βαρύς με μια σχεδόν απτή ένταση, σαν κάποιο σκοτεινό μυστικό να κρυβόταν πίσω από την αστραφτερή πρόσοψη της πολυτέλειας. Η Σίγκριντ ένιωσε τη σφιχτή αίσθηση της ευθύνης να τη βαραίνει, σχεδόν σαν τον ίδιο τον αέρα που αναστενάζει ανάμεσα στους πέτρινους τοίχους του κάστρου. Εκείνη η προστασία που προσέφεραν οι πύργοι, ίσως να γινόταν και η φυλακή της αν δεν έπαιζε έξυπνα τα χαρτιά της.
Η Σίγκριντ αναρωτήθηκε αν το βάρος που ένιωθε στον αέρα ήταν απλώς η αίσθηση της αβεβαιότητας που βασάνιζε την ψυχή της ή κάτι βαθύτερο, μια αίσθηση ότι βρισκόταν σε έναν κόσμο που δεν ήξερε πια αν έπρεπε να τον κατακτήσει ή να τον φοβηθεί. Όσο περισσότερο περπατούσε στους διαδρόμους του παλατιού, τόσο περισσότερο το έδαφος κάτω από τα πόδια της φαινόταν να τρέμει. Η πριγκίπισσα δεν μπορούσε να διώξει την αίσθηση ότι σε αυτό το παλάτι υπήρχαν περισσότερα από όσα φαινόταν. Όσο περιπλανιόταν στις μεγαλειώδεις αίθουσες και τους περίπλοκους διαδρόμους, δεν μπορούσε παρά να παρατηρήσει πως κρυμμένα μυστικά και ξεχασμένα μυστήρια έμοιαζαν να τριγυρνούν στον αέρα.

Οι περίτεχνες ταπετσαρίες και τα αρχαία τεχνουργήματα απλώς αύξαναν την ανησυχία της, λες και οι ίδιοι οι τοίχοι είχαν ανείπωτες ιστορίες που περίμεναν να αποκαλυφθούν. Παρά τη χλιδή και τη μεγαλοπρέπεια του παλατιού, υπήρχε μια υποκείμενη αίσθηση σκότους που φαινόταν να διαπερνά τα ίδια τα θεμέλια του. Ήταν σαν η πολυτελής πρόσοψη να ήταν απλώς μια μάσκα για κάτι πολύ πιο σκοτεινό και πιο απόκρυφο που κρύβεται κάτω από την επιφάνεια.
Ήξερε ότι έπρεπε να περπατήσει προσεκτικά, γιατί η βαθιά εμβάθυνση στα μυστήρια του παλατιού θα μπορούσε να αποκαλύψει αλήθειες που καλύτερα να αφεθούν θαμμένες. Αλλά όσο και να προσπάθησε, δεν μπόρεσε να αντισταθεί στην έλξη της περιέργειας που την έκανε νεύμα στα σκιερά βάθη της. Η περιέργεια την τραβούσε σαν μαγνήτης, αλλά μαζί με αυτήν έρχονταν και οι αμφιβολίες. Γιατί να εξερευνήσει το άγνωστο όταν ίσως έβρισκε κάτι που καλύτερα να μην είχε ανακαλύψει ποτέ; Όμως, η περιέργεια την κατέτρωγε. Και έτσι, παρά τις αντιφάσεις της, αποφάσισε να προχωρήσει, δίνοντας στον εαυτό της την υπόσχεση ότι αν ανακάλυπτε κάτι απειλητικό, θα είχε τον έλεγχο. Και έτσι, με ένα μείγμα αγωνίας και αποφασιστικότητας, θα ξεκινούσε να ξετυλίξει τα μυστικά του παλατιού, γνωρίζοντας πως ό,τι ανακάλυπτε θα της άλλαζε για πάντα τη ζωή.

Ο Σβεν εμφανίστηκε από το δωμάτιο του. Φορούσε τον γκρι βασιλικό μανδύα, φτιαγμένο από το καλύτερο βελούδο, που ήταν στολισμένος με περίπλοκα χρυσά κεντήματα που λαμπύριζαν στο φως. Το στέμμα του, γεμάτο με πολύτιμους λίθους, καθόταν περήφανα πάνω από τα καστανά, σγουρά μαλλιά του, αντανακλώντας τη βασιλική του θέση και την επιβλητική παρουσία του. Το βλέμμα του συναντήθηκε με της Σίγκριντ για μια στιγμή, και εκείνη ένιωσε την αδιόρατη ένταση να ηλεκτρίζει την ατμόσφαιρα.
Η ενδυμασία του Σβεν ήταν σύμβολο της δύναμης και της εξουσίας του, καθώς και υπενθύμιση της ευθύνης που έφερε ως διάδοχος του θρόνου. Σε κάθε βήμα που έκανε, το ύφασμα των ενδυμάτων του θρόιζε απαλά, αναγγέλλοντας την άφιξη του με έναν αέρα κομψότητας και χάρης. Ο πρίγκιπας φορούσε τη βασιλική του ενδυμασία με περηφάνια, ενσαρκώνοντας τη μεγαλοπρέπεια που αρμόζει σε έναν ηγεμόνα του βασιλείου. «Πόσο χαίρομαι που σε συναντώ σήμερα, πρίγκιπα Σβεν. Η παρουσία σου είναι σαν μια αύρα λάμψης που φωτίζει την ημέρα μου» δήλωσε εκείνη μόλις την πλησίασε. «Και εγώ είμαι ευγνώμων που έχω την ευκαιρία να συνομιλήσω μαζί σου, πριγκίπισσα Σίγκριντ. Ομολογώ το γράμμα που μου έστειλες ότι θες να με γνωρίσεις με ξάφνιασε ευχάριστα, όσο και το γλυκό σου πρόσωπο. Η ομορφιά σου και η χάρη σου με αφήνουν άφωνο» δήλωσε και το βλέμμα του ταξίδεψε πάνω της.

«Είναι μια τιμή για μένα που μου δίνεις την προσοχή σου. Ελπίζω να μπορούμε να γνωριστούμε καλύτερα και να δημιουργήσουμε μια βαθιά σχέση» ευχήθηκε η Σίγκριντ. Ήθελε πολύ να πετύχει αυτή τη φορά το σκοπό της. Μόλις αντίκρισε τον Σβεν αισθάνθηκε διαφορετικά, κάτι της είχε κερδίσει το ενδιαφέρον πάνω του. «Αυτό ακριβώς είναι που επιθυμώ κι εγώ. Να μοιραστούμε τις ζωές μας, να συνδέσουμε τις τύχες μας και να οικοδομήσουμε ένα μέλλον γεμάτο αγάπη και αρμονία» ανταπέδωσε εκείνος εκστασιασμένος από την εκθαμβωτική της παρουσία. Αυτή η γυναίκα του ξυπνούσε βαθιά ριζωμένα ένστικτα και επιθυμίες. «Τότε ας αφήσουμε τα πρωτόκολλα στην άκρη και ας συνομιλήσουμε ως δύο καρδιές που αναζητούν την ένωση τους. Τι σκέφτεσαι για το ενδεχόμενο του γάμου μας;» δήλωσε εκείνη μπαίνοντας απευθείας στο λόγο της συνάντησης τους. «Το ενδεχόμενο αυτό με γεμίζει με απέραντη χαρά και ενθουσιασμό. Να ενώσουμε τις ζωές μας υπό τον ιερό δεσμό του γάμου θα ήταν το μεγαλύτερο δώρο που θα μπορούσα να λάβω» ανταποκρίθηκε με χαρά ο Σβεν.

«Ας προχωρήσουμε λοιπόν σε αυτή την κατεύθυνση, αγαπητέ μου Σβεν. Ας σχεδιάσουμε μαζί ένα μέλλον γεμάτο αγάπη, κατανόηση και αμοιβαία υποστήριξη» απάντησε με χαρά. «Με χαρά μου, πριγκίπισσα μου. Η ζωή μας θα είναι ένας παραμυθένιος χορός, όπου θα χορεύουμε αγκαλιασμένοι, βυθισμένοι στην ευτυχία» ανταποκρίθηκε φιλώντας το χέρι της. «Ας πάρουμε ένα γεύμα μαζί να γιορτάσουμε το γεγονός» πρότεινε ο Σβεν και την οδήγησε στη τραπεζαρία. Η Σίγκριντ ένιωθε την αίσθηση του γάμου να την κατακλύζει, όχι μόνο ως στρατηγική κίνηση, αλλά και ως κάτι που θα μπορούσε να σημαίνει τη νέα της ζωή. Παρόλο που η καρδιά της ήταν γεμάτη άγχος για το άγνωστο μέλλον, ήξερε πως αυτός ο γάμος δεν θα ήταν μόνο μια ένωση δύο βασιλείων, αλλά και μια νέα πρόκληση για εκείνη, μια νέα δύναμη που έπρεπε να ελέγξει και να κατευθύνει.
Η Σίγκριντ ενθουσιάστηκε από το μεγαλείο της τραπεζαρίας μόλις μπήκαν μέσα, με τους αστραφτερούς πολυελαίους, τις περίτεχνες διακοσμήσεις και τα κομψά τραπέζια. Ένιωσε ένα δέος καθώς ακολουθούσε τον πρίγκιπα στη θέση της στο κεφάλι του τραπεζιού με τα βήματα του ένα γεμίζουν την όμορφη αίθουσα από ήχους προσμονής. Η τραπεζαρία έλαμπε από το φως των πολυελαίων, αλλά η ίδια η ατμόσφαιρα φαινόταν να έχει κάτι μυστήριο και επιβλητικό. Κάθε μπουκιά από τα καλοψημένα κρέατα, τις σαλάτες, τις ψητές πατάτες και τα μυρωδάτα λαχανικά που απολάμβαναν φαινόταν σαν μια γιορτή όχι μόνο του παρόντος, αλλά και του μέλλοντος που έστελνε τη ζωή τους σε νέες, απρόβλεπτες κατευθύνσεις. Η Σίγκριντ, ενώ απολάμβανε την πολυτέλεια, ένιωθε ότι κάθε στιγμή που περνούσε δίπλα στον Σβεν την έφερνε πιο κοντά σε ένα μέλλον γεμάτο προκλήσεις και συμφωνίες που ίσως να μην ήταν τόσο αθώες όσο φαίνονταν.

Όταν κάθισαν να δειπνήσουν με τοπικά εδέσματα γεμισμένα με τυρί, με διάφορα γλυκά με σοκολάτα και ξηρούς καρπούς και φυσικά συνοδευμένα με άφθονο κόκκινο κρασί ο Σβεν ξεκίνησε να μιλάει για τις ιστορίες του βασιλείου του και τις περιπέτειες που είχε. «Αγαπητή Σίγκριντ, έχω μια συναρπαστική ιστορία να σου διηγηθώ! Κατά τη διάρκεια του τελευταίου ταξιδιού μου, αντιμετώπισα μια απρόσμενη περιπέτεια που θα σε εντυπωσιάσει» αναφώνησε ο Σβεν. «Μου έχεις ήδη κεντρίσει την περιέργεια, αγαπητέ μου Σβεν! Ανυπομονώ να ακούσω τις περιπέτειές σου. Πες μου, τι συνέβη;» απόρησε εκείνη, έχοντας αφεθεί στη ζέστη του φιλοξενία. «Επισκέφθηκα πρόσφατα το γειτονικό βασίλειο της Φινλανδίας για διπλωματικούς σκοπούς. Όταν επέστρεφα, αντιμετώπισα μια απρόσμενη καταιγίδα στη θάλασσα. Οι κυματισμοί ήταν τεράστιοι και το πλοίο μας κινδύνευε να καταποντιστεί!» διηγήθηκε. «Ω, πόσο τρομακτικό! Τι έκανες σε μια τόσο δύσκολη κατάσταση;» είπε με αγωνία. «Με ψυχραιμία και αποφασιστικότητα, κατάφερα να καθοδηγήσω το πλήρωμα και να οδηγήσουμε το πλοίο σε ασφαλές λιμάνι. Ήταν μια πραγματική δοκιμασία, αλλά η εμπειρία μου και η αποτελεσματικότητά μου απέδωσαν καρπούς» καυχήθηκε.

Η περιγραφή του Σβεν για την καταιγίδα ήταν τόσο ζωντανή που η Σίγκριντ ένιωθε σχεδόν τις σταγόνες του νερού να την αγγίζουν. «Ήταν μια μάχη με τη φύση, και μόνο με τη δύναμη της θέλησης καταφέραμε να επιβιώσουμε» διηγήθηκε ο Σβεν με φλόγα στα μάτια του. Η Σίγκριντ ένιωθε τη δύναμη της ιστορίας του να τη συγκλονίζει και να την τραβάει ακόμη περισσότερο κοντά του. «Είμαι εντυπωσιασμένη από την ηρωική σου συμπεριφορά, αγαπητέ μου! Ήσουν πραγματικά ο σωτήρας του πληρώματος και του πλοίου. Αισθάνομαι υπερήφανη για σένα» ανταποκρίθηκε και τον έκανε να κοκκινίσει.
«Σε ευχαριστώ, γλυκιά μου. Είναι μεγάλη τιμή για μένα να έχω την εμπιστοσύνη και την υποστήριξή σου. Αυτές οι περιπέτειες με κάνουν ακόμα πιο αποφασισμένο να υπηρετώ το βασίλειο και να προστατεύω τους υπηκόους μας» δήλωσε. «Δεν αμφιβάλλω ότι θα συνεχίσεις να επιδεικνύεις την ίδια γενναιότητα και αφοσίωση, πρίγκιπα μου. Είμαι περήφανη που θα έχω έναν τόσο ικανό και θαρραλέο πρίγκιπα στο πλευρό μου» αποκρίθηκε με σιγουριά η Σίγκριντ. Όσο περνούσε το βράδυ, μοιράστηκαν γέλια και συζητήσεις, απολαμβάνοντας ο ένας την παρέα του άλλου κάθε στιγμή που περνούσε όλο και περισσότερο με κάθε μπουκιά να γλυκαίνει απαλά τον ουρανίσκο και τα ρουθούνια τους.
Η Σίγκριντ βρήκε τον εαυτό της να ερωτεύεται τον πρίγκιπα, μαγεμένη από τις ιστορίες του και ο ίδιος την αγάπησε από την πρώτη στιγμή. Η πριγκίπισσα ένιωθε ένα μείγμα ενθουσιασμού και φόβου. Παρόλο που ο Σβεν την είχε εντυπωσιάσει με τις ιστορίες του και τη συμπεριφορά του, αναρωτιόταν αν τα συναισθήματα που είχε αρχίσει να τρέφει για εκείνον ήταν αληθινά ή απλώς μια επιθυμία να εξασφαλίσει την εξουσία που έψαχνε τόσο καιρό. Ήταν δύσκολο να ξεχωρίσει τη γραμμή που χώριζε την αγάπη από τη στρατηγική.

Μέχρι το τέλος της νύχτας, καθώς αποχαιρετούσαν ο ένας τον άλλον, η πριγκίπισσα ήξερε ότι είχε βρει κάποιον πραγματικά ξεχωριστό άνθρωπο στον πρίγκιπα. «Λοιπόν λατρεμένε μου Σβεν, αφού τα βρίσκουμε τόσο πολύ πιστεύω ότι προχωράμε το γάμο μας» είπε η πριγκίπισσα. «Φυσικά ανυπομονώ να το ανακοινώσουμε σε όλη τη χώρα» δήλωσε με ενθουσιασμό Ο Σβεν. «Θα ζητήσω από τους υπηκόους μου να έρθουν από το κάστρο του πατέρα μου, που βρίσκεται στη Πολωνία, να φέρουν τα υπάρχοντα μου. Θα τους ανακοινώσω τα ευχάριστα φυσικά και θα ξεκινήσουμε τις ετοιμασίες» αποφάσισε. «Ό,τι χρειάζεται με πολύ μεγάλη χαρά τόσο για το γάμο όσο και για προσωπικές ανάγκες σου είμαι εδώ» ανταποκρίθηκε εκείνος «Θα λάβω τη πρωτοβουλία να σου προσφέρω ένα ιδιωτικό δωμάτιο να σε φιλοξενήσω για να ξαποστάσεις από το κουραστικό σου ταξίδι. Θέλω να αισθανθείς περισσότερο οικεία τόσο στο κάστρο όσο και μαζί μου πριν ξαπλώσουμε στο ίδιο πάπλωμα και όταν αισθανθείς έτοιμη έρχεσαι στο πλευρό μου» πρότεινε και της φίλησε το χέρι. «Δέχομαι με μεγάλη χαρά τη φιλοξενία σου πρίγκιπα μου και σε ευχαριστώ γιατί πραγματικά με νοιάζεσαι» ανταποκρίθηκε εκείνη κοκκινίζοντας. «Τιμή και χαρά να φιλοξενήσω τη μέλλουσα σύζυγό μου» δήλωσε ο Σβεν και την οδήγησε ως το δωμάτιο της μετά το τέλος του γεύματος τους, ώστε να ξεκουραστεί.
Η Σίγκριντ ένιωθε την καρδιά της να χτυπά γρηγορότερα κάθε φορά που ο Σβεν την κοιτούσε με τόση επιθυμία, όμως δεν μπορούσε να ξεχάσει ότι η σχέση τους δεν είχε μόνο συναισθηματική αξία. Ήταν και πολιτική. Καθώς ακολουθούσε την πορεία των σκέψεων της στο δρόμο για την χώρα της, άρχισε να συνειδητοποιεί ότι οι σχέσεις των αυλικών συχνά ήταν απλώς μια στρατηγική κίνηση, και το σχέδιο της ήταν πάντα στο πίσω μέρος του μυαλού της.
                                      ~
Στην καρδιά της Δανίας, κάτω από την απαλή λάμψη του φεγγαριού, οι προετοιμασίες ήταν σε πλήρη εξέλιξη για έναν γάμο που θα έπλεκε στο ίδιο το ύφασμα της παράδοσης του βασιλείου. Ο αέρας βούιζε από ενθουσιασμό, ευγενείς και γυναίκες συγκεντρώνονταν στους απέραντες κήπους του κάστρου, ενός ανακτορικού οχυρού που στεκόταν για αιώνες, με τους πυργίσκους του να αγγίζουν τον βραδινό ουρανό. Αυτή ήταν η μέρα που ο πρίγκιπας Σβεν, διάδοχος του θρόνου, θα ενωνόταν με την πριγκίπισσα Σίγκριντ, ένας γάμος που υποσχόταν να προαναγγέλλει μια νέα εποχή ειρήνης και ευημερίας.

Το βάρος του στέμματος, αν και δεν ήταν ακόμα σωματικά πάνω στο κεφάλι του, πίεσε πολύ την ψυχή του πρίγκιπα. Η μεγάλη αίθουσα του κάστρου, συνήθως ένας φάρος ζεστού φωτός και χαρούμενου γέλιου, έμοιαζε απόψε σαν ένα επιχρυσωμένο κλουβί. Αύριο, επρόκειτο να παντρευτεί την πριγκίπισσα Σίγκριντ της Πολωνίας, μια πολιτική συμμαχία που δημιουργήθηκε στις φλόγες της ανάγκης, που είχε δημιουργηθεί για να στερεοποιήσει τα σύνορα της Δανίας ενάντια στις καταπατητικές σκιές των Βόρειων Χωρών. Αύριο θα γινόταν σύζυγος και αργότερα μελλοντικός βασιλιάς. Αύριο ένα κομμάτι του θα πέθαινε.
Ο επερχόμενος γάμος του ήταν έρωτας; Μετά βίας γνώριζε τη Σίγκριντ. Είχαν συναντηθεί μόνο δύο φορές, σύντομες συναντήσεις που ενορχηστρώθηκαν από τους συμβούλους τους, γεμάτες με σκληρές διαπραγματεύσεις και καλυμμένους πολιτικούς ελιγμούς. Ήταν όμορφη, με ισχυρή θέληση και έξυπνη, μια άξια βασίλισσα, αναμφίβολα. Αλλά αγάπη; Εκείνη την άπιαστη, απερίσκεπτη φωτιά που τραγούδησαν ποιητές και τυχοδιώκτες; Αυτή ήταν μια πολυτέλεια που ο Σβεν δεν μπορούσε γνωρίζει αν θα το ζούσε πραγματικά.

Αναμενόταν να είναι πανευτυχής, εικόνα βασιλικής προσμονής. Αναμενόταν να εδραιώσει τη συμμαχία, να χαμογελάσει τις κατάλληλες στιγμές, να γίνει πατέρας κληρονόμος. Αναμενόταν να είναι δυνατός, αποφασιστικός, να είναι το ακλόνητο μέλλον της χώρας. Όμως μέσα του, ο Σβεν ένιωθε σαν ένα ερείπιο που καταρρέει, που συγκρατείται μόνο από μια απελπισμένη πρόσοψη πριγκιπικής διακόσμησης.
Στάθηκε δίπλα στο απέραντο τοξωτό παράθυρο, με την ταπετσαρία της Κοπεγχάγης απλωμένη μπροστά του σε ένα μουσαμά στο τοίχο του γραφείου του. Τα εκτεταμένα χωράφια, χρυσαφένια στο φως που σβήνει, η μακρινή σιλουέτα του δάσους του Κάρσμπιεγκλ, ακόμη και το πολυσύχναστο λιμάνι του Μπρέγκνορ, συνήθως πηγή άνεσης, τα ένιωθε ξένα και απόμακρα. Ήταν παρασυρόμενος σε ένα πλοίο χαμένο στη θάλασσα, η πυξίδα στριφογύριζε άγρια, χωρίς να προσφέρει αληθινό προορισμό. Γύρω του χρυσά και πολύτιμα έπιπλα και υφάσματα από μετάξι στόλιζαν το χώρο με εναλλαγές του κόκκινου και του χρυσού, ενώ το φως έπεφτε πάνω στις γυαλιστερές επιφάνειες δημιουργώντας χρυσές λάμψεις σε κάθε γωνιά του δωματίου.

Οι ψίθυροι είχαν αρχίσει μήνες πριν, σαν ύπουλα φίδια αμφιβολίας που τυλίχτηκαν γύρω από την καρδιά του και έσφιγγαν. Ψίθυροι για την κακή υγεία του πατέρα του κυκλοφορούσαν αφού είχε αρρωστήσει ο βασιλιάς για μεγάλο διάστημα τον χειμώνα που πέρασε. Νέοι και γέροι μουρμούριζαν ο ένας στον άλλον τα νέα κάθε μέρα σε παντοπωλεία και στα πλακόστρωτα σοκάκια, ενώ έκαναν τη βόλτα τους ή αγόραζαν αγαθά. Η αλήθεια με τη φαντασία του κάθε ένα τυλιγόταν σφιχτά σε βαθμό που δεν ξεχώριζε πλέον τι πραγματικά συνέβαινε στο παλάτι. Ψίθυροι για την αστάθεια των παραμεθόριων πόλεων, αφού ο βαρύς χειμώνας έπνιξε με χιόνι και κρύο τα πάντα στο διάβα του. Πολλοί ήταν βέβαιοι πως τα μικρότερα και πιο απομακρυσμένα χωριά πάσχιζαν για λίγο ψωμί λόγω της κακοκαιρίας. Φήμες για την αναβίωση της σκοτεινής μαγείας στις ξεχασμένες γωνιές του βασιλείου έδιναν και έπαιρναν, καθώς πολλοί πουλούσαν βασκανίες, φίλτρα που υπόσχονται γιατρειά και κατάρες έσπερναν φόβο στο λαό. Λόγια που αμφισβήτησαν τη δύναμή του, την ικανότητά του να ηγείται κυκλοφορούσαν από όσους δεν περίμεναν να κατορθώσει όσα κατάφερε ο πατέρας του. Κάτι που όμως δεν θα άφηνε για καιρό ακόμα να συμβαίνει. Η ηγεμονία του θα ξεκινούσε και ο γάμος ήταν η αρχή.
 Ο Σβεν στάθηκε μπροστά στον καθρέφτη του, το χρυσό στεφάνι του να φαίνεται ακόμα πιο επιβλητικό καθώς το φως των κεριών το αγκάλιαζε. Με το κεφάλι ψηλά, τα μάτια του στέλνοντας την εικόνα του ατρόμητου ηγέτη, έκανε μια γρήγορη κίνηση με το χέρι, προσπαθώντας να επιβεβαιώσει τη θέση του. Είχε μάθει καλά να εμφανίζεται ακατάβλητος. Ένας πρίγκιπας με αυστηρό πρόσωπο, για τον οποίο τα πάντα φαίνονταν να είναι υπό έλεγχο. Ο λόγος του ήταν γεμάτος αποφασιστικότητα, και το χαμόγελό του πάντα ευθυτενές, σαν να είχε κατακτήσει τα πάντα ήδη.

«Αύριο θα γίνω σύζυγος και σύντομα θα στεφθώ βασιλιάς», μονολόγησε με βεβαιότητα. «Αύριο, το μέλλον της Δανίας θα είναι στα χέρια μου». Η φωνή του είχε τη βαρύτητα του θρόνου και αντηχούσε στην άδεια αίθουσα, αλλά κάτι στο βάθος των ματιών του πρόδιδε την αβεβαιότητα που προσπαθούσε να κρύψει. Δεν ήξερε καν πως θα ήταν η πρώτη νύχτα με τη πριγκίπισσα. Αναρωτιόταν συνεχώς για όλα όσα ίσως να βρεθούν στο διάβα του. Έστρεψε το βλέμμα του στο παράθυρο, απορροφημένος από την εικόνα του ουρανού που σκοτείνιαζε αργά. Η γη από κάτω, η γαλήνη της φύσης, του φαινόταν ξαφνικά τόσο αδιάφορη και το φεγγάρι εκείνη τη νύχτα του φαινόταν σαν ένας άψυχος παρατηρητής.
«Άραγε θα κατορθώσουμε να ξεπεράσουμε όλες τις αντιθέσεις μας με τη Σίγκριντ ή θα μας κατασπαράξει ο εγωισμός μας;» απόρησε. Ήταν ένας άνθρωπος σκλάβος του πεπρωμένου του, με τα θέλω του και τα πρέπει του αξιώματος που καλούσε να λάβει να έρχονται σε σύγκρουση συνεχώς. Μια αδιάκοπη μάχη του εαυτού του και του εγωισμού του με την ασυγκράτητη θέληση για κυριαρχία και υποταγή αμφιταλαντευόταν με την ανάγκη του για ειρηνικό περιβάλλον στη Δανία, καθώς οι συγκρούσεις έτρωγαν τα σωθικά της χώρας σαν αδηφάγο ζώο.

Ακούστηκε το άνοιγμα της πόρτας και ο τόνος της φωνής του αρχισωματοφύλακα τον διέκοψε από τις σκέψεις του. «Η βασιλομήτωρ σας ζητάει, Πρίγκιπα Σβεν». Με μια τελευταία ανάσα, η μάσκα του πρίγκιπα επανήλθε. Αντικατέστησε τη βουβή σύγχυση και τα ερωτηματικά που είχαν κυριεύσει το μυαλό του με την εικόνα του ακατάβλητου ηγέτη που όλοι περίμεναν να δουν. Με αποφασιστικά βήματα, προχώρησε προς την πόρτα. Η καρδιά του χτυπούσε γρήγορα, αλλά κανείς δεν θα το ήξερε. Ήταν έτοιμος για ό,τι επρόκειτο να έρθει. Τουλάχιστον έτσι έπρεπε να φανεί.
Με τη γενναιότητα και την ασυγκράτητη επιθυμία του να ηγείται δυναμικά, έστρεψε το βλέμμα του αποφασιστικά στο καθρέφτη που είχε μπροστά του μια τελευταία φορά ενώ έκανε νόημα στο σωματοφύλακα να περιμένει απέξω. «Δεν υπάρχει πλέον γυρισμός και η Σίγκριντ είναι άξια σύζυγος. Δεν έχω κανένα λόγο να μεμψιμοιρώ. Η τύχη μου χαμογέλασε και μου έφερε στο διάβα μου μια αποφασιστική, δυναμική και αξία σύντροφο. Αυτό με φέρνει πιο κοντά στο στέμμα και όσο και αν φαίνεται βαρύ θα καταφέρω να το σηκώσω επάξια» μονολόγησε καθώς κοιτούσε το είδωλο του στο βαρύ καθρέφτη.