Το κορίτσι με τη μάσκα. (Κεφάλαιο 1) [18+]

Tο κορίτσι με τη μάσκα.. Για πολλούς το όνομα μου ήταν αυτό. Τους περισσότερους δεν τους ενδιέφερε να μάθουν τίποτα άλλο για μένα, δεν τους ενδιέφερε τίποτα άλλο πέρα από το να με κοιτάζουν να λικνίζω τους γοφούς μου και να χορεύω πάνω στον στύλο της πίστας. Ήμουν ένας θρύλος στο είδος μου. Μια μυστηριώδης κοπέλα που τρέλαινε το σώμα και το πνεύμα των αντρών γύρω της. Ένας ανθρώπινος δαίμονας που έμπαινε στα κεφάλια τους και τους έκανε να παρατάνε ακόμα και τις γυναίκες τους απλά και μόνο για μια ματιά, έναν χορό ή ένα άγγιγμα. Γιατί είναι τόσο απλά όντα οι άντρες.. σαν άγρια θηρία που μόλις μυρίσουν θηλυκό πρόθυμο να τους δώσει τα πάντα τρέχουν από πίσω του. Κι εγώ ήμουν μια από τις γυναίκες που ήταν πρόθυμες να το εκμεταλλευτούν.

Το χαρακτηριστικό μου, ένα και μοναδικό... Η μάσκα. Μια μάσκα που έκρυβε το αληθινό μου πρόσωπο, μια μάσκα που άφηνε την φαντασία του κοινού μου να οργιάζει, μια μάσκα που έδινε σε μένα την ελευθερία να αφήνω τον εαυτό μου να δρα χωρίς να σκέφτεται. Κανείς, ποτέ δεν είχε δει το πρόσωπό μου πίσω από αυτή τη μάσκα.. Και ακριβώς γι’ αυτόν τον λόγο ήταν πολλοί οι πρόθυμοι να δώσουν έναν σκασμό χρήματα για να περάσουν λίγες στιγμές μαζί μου σε ένα κρεβάτι. Εγώ όμως δεν ήμουν πρόθυμη να δεχτώ τον οποιονδήποτε. Πολλοί ήταν αυτοί που ήθελαν, αλλά λίγοι αυτοί που τελικά τα κατάφερναν..

Γι’ αυτό ήταν πολλοί αυτοί που με προτιμούσαν. Γι’ αυτό και το κασέ μου ήταν τόσο υψηλό και γι’ αυτό και οι επιχειρηματίες έκαναν ουρά για να συνεργαστούν μαζί μου.
Όλοι ήταν περίεργοι να δουν ποια κρυβόταν πίσω από το κορίτσι με τη μάσκα και τις αυστηρές απαιτήσεις της. Γιατί έτσι ήμουν για όλους. Μυστήρια, αινιγματική και τολμηρή. Όλοι ήθελαν να δοκιμάσουν, όλοι τρελαίνονταν και μόνο στην σκέψη του να βρεθούν μαζί μου στο ίδιο κρεβάτι... ή τραπέζι... ή πάτωμα... ή γραφείο και ούτω καθεξής.

Η μοναδική μου φίλη ήταν η μάσκα μου. Αυτή ήταν που με προστάτευε και νοιαζόταν για το τι πραγματικά σκεφτόμουν. Ο συνοδοιπόρος μου, που με στήριζε στις επιλογές μου και με συμπονούσε. Γι’ αυτό και δεν την αποχωριζόμουν ποτε σε αυτή μου τη δουλειά. Βέβαια, μου ήταν και απαραίτητη στο να καλύψω το ποια ήμουν στην πραγματικότητα.. Πίσω από τα φώτα. Γιατί το πρόσωπό μου ήταν γνωστό. Αλήθεια, πόσο κοινότυπο ακούγεται; Πετυχημένη και γνωστή επιχειρηματίας την ημέρα.. και στριπτιτζού πόρνη τη νύχτα. Και όχι, όπως καταλαβαίνετε, δεν είχα ανάγκη τα χρήματα. Άλλες πτυχές του εαυτού μου ήταν αυτές που καλύπτονταν από αυτές μου τις πράξεις.. οι πιο ενδόμυχες, οι πιο σκοτεινές..


*** 
 
«Μάριαν»; Το χτύπημα στην πόρτα, συνοδευόμενο από τη φωνή της συναδέλφου μου με έβγαλαν από τις σκέψεις μου. Λίγο πριν είχα τελειώσει το show μου και καθόμουν ρεμβάζοντας στο παράθυρο του δωματίου που χρησιμοποιούσα στο μαγαζί για τις δουλειές μου περιμένοντας τον πρώτο μου πελάτη για εκείνο το βράδυ.


«Περάστε.» είπα σβήνοντας το μισοτελειωμένο τσιγάρο μου στο τασάκι και στρώνοντας με γρήγορες κινήσεις τη μάσκα και το ημιδιάφανο φόρεμά μου.


«Ο κύριος Δημητρίου.» μου ανήγγειλε η πολύ μικρότερη συνάδελφος μου και έκανε στην άκρη για να περάσει στο εσωτερικό του δωματίου ένας όμορφος νεαρός.


Ο Γιώργος Δημητρίου ήταν στα 26, δηλαδή δυο χρόνια μεγαλύτερος από εμένα, ψηλός, γεροδεμένος και με γοητευτικό παρουσιαστικό. Είχε πολλές επιτυχίες στο γυναικείο φύλο αλλά κι ένα μεγάλο κόλλημα μαζί μου. Ήταν τακτικός πελάτης μου τα τελευταία δύο χρόνια και με επισκεπτόταν πάντοτε τις Πέμπτες αμέσως μετά το πρόγραμμά μου, κλείνοντας πάντα νωρίς ραντεβού έτσι ώστε να είναι ο πρώτος μου της βραδιάς. Πλήρωνε πάντα υπέρογκα ποσά μετά από κάθε επίσκεψη, πράγμα που εξόργιζε τον μεγαλοκτηματία πατέρα του.
Τον ήξερα καλά τον Γιώργο. Δυο χρόνια τώρα είχαμε αναπτύξει μια πιο βαθειά σχέση πέραν αυτής της πόρνης και του πελάτη. Γιατί έτσι ήμουν εγώ.. Δεν παρουσίαζα την απρόσωπη και απομακρυσμένη επαγγελματία. Μιας και διάλεγα προσωπικά τους πελάτες μου, φρόντιζα να μένουν ικανοποιημένοι σε όλα τα επίπεδα.


«Καλώς τον.» είπα και του χαμογέλασα πονηρά όπως πάντα.


«Πάλι χαμογελάτε δεσποινίς;» μου αντιγύρισε πλησιάζοντάς με.


«Σας πειράζει κύριε Γιώργο;» του απάντησα παιχνιδιάρικα.


«Αντιθέτως!» είπε και με τράβηξε σε ένα παθιασμένο φιλί. Τα χέρια του ταξίδεψαν με μιας σε όλο μου το σώμα, μένοντας περισσότερο στους γοφούς και το στήθος μου, ενώ το στόμα του αφού έκανε μια διαδρομή στο λαιμό και τους ώμους μου επέστρεψε στα χείλη μου.
«Τι έχει το μενού γι’ απόψε;» με πείραξε εκείνος ανάμεσα στα λαίμαργα φιλιά μας.
Δεν απάντησα, μόνο τον κοίταξα πονηρά και τον έσπρωξα στο κρεβάτι. Εκείνος βόγκηξε από το πάθος του που είχε αρχίσει να ανεβαίνει επικίνδυνα και σύρθηκε στην κορυφή του κρεβατιού. Χωρίς να χάσω περισσότερο χρόνο, βρέθηκα πάνω στους γοφούς του και άρχισα να δένω τα χέρια του ένα ένα με τις χειροπέδες που ήταν ήδη περασμένες στο σιδερένιο μου κρεβάτι. Τον κοίταξα βαθειά στα μάτια και όταν είδα το πόσο πολύ με επιθυμούσε, τον φίλησα με ορμή στα χείλη.


Όταν χόρτασα το φιλί του, άρχισα να περνάω τη γλώσσα μου στο λαιμό του, ανοίγοντας ταυτόχρονα το πουκάμισό του, πέρασα στο στήθος του και μετά στους σμιλευμένους κοιλιακούς του. Σταμάτησα απότομα και σηκώθηκα από το κρεβάτι, αφήνοντάς τον να με κοιτάζει με προσμονή. Άνοιξα το πρώτο συρτάρι της συρταριέρας που βρισκόταν στον απέναντι τοίχο κι έβγαλα ένα σκούρο μαύρο μαντήλι. Τον πλησίασα και του έδεσα τα μάτια. Δεν διαμαρτυρήθηκε, όπως δεν έκανε ποτέ. Αυτή άλλωστε ήταν και η αρχική συμφωνία που έκανα με όλους. Να μην φέρνουν αντιρρήσεις.


Ξαναπήγα στην συρταριέρα κι αυτή τη φορά έβγαλα ένα κοντό μαστίγιο με πολλές ουρές. Το πέρασα απαλά πάνω στο στήθος του κι εκείνος αναστέναξε. Είδα την στύση του να φουσκώνει κι άλλο κι αποφάσισα να αναλάβω δράση. Ξεκούμπωσα τη ζώνη και το παντελόνι του και τον άφησα να ελευθερωθεί.


«Δεν με απογοητεύετε ποτέ κύριε Δημητρίου.» είπα πιάνοντας το σκληρό πέος του. Εκείνος αναδεύτηκε στο κρεβάτι και ψιθύρισε κάτι που έμοιαζε με «σε θέλω».


«Λοιπόν, άκουσε με καλά αγόρι.» είπα με αυστηρή φωνή. «Θα σε πάρω στο στόμα μου, αλλά κάθε 30 δευτερόλεπτα θα σταματάω και θα σε μαστιγώνω. Τρία χτυπήματα για κάθε φορά. Το δέχεσαι;»

Ειδα τους μυς στην κοιλιά του να σφίγγονται στο άκουσμα και μόνο της πρότασής μου. Μετά από λίγες στιγμές απάντησε.

«Αν είναι απαραίτητο».

Του έριξα μια με το μαστίγιο στα πόδια. Δεν ήταν δυνατό το χτύπημα αλλά τον ξάφνιασε.

«Το δέχεσαι;» τον ξαναρώτησα πιο αυστηρά αυτή τη φορά.

«Το δέχομαι» συμφώνησε ξέπνοα. Τον ταλαιπωρούσα και μου άρεσε. Όπως πάντα.

«Άντε» είπα «κι αν είσαι καλό παιδί μπορεί να σ’ αφήσω να τελειώσεις στο στόμα μου.»




Αngelina S.