Αλήθεια ή Ψέματα (Κεφάλαιο 3)

«Με τα τακούνια;» τον ρώτησα αν και η ερώτηση ήταν ηλίθια και ντράπηκα αμέσως μόλις την ξεστόμισα.
«Με, χωρίς, αυτό είναι δικό σου θέμα. Το καλό όμως που σου θέλω είναι να μπορέσεις να τρέξεις. Αν δεν μπορέσεις θα μπλέξεις. Κι εγώ δεν υπάρχει περίπτωση να σε ξεμπλέξω»
Βγήκα απ’ το απαίσιο δωμάτιο με ένα βάρος μέσα μου. Δεν ήθελα να κλέψω. Δεν ήθελα να γίνω σαν αυτούς, δεν ήθελα να συναναστρέφομαι μαζί τους, δεν ήθελα τίποτα. Έστριψα δεξιά για να βγω απ’ την κανονική πόρτα – σήμερα δεν είχα λόγο να φοβάμαι μην με δουν γνωστά πρόσωπα και ήταν και βράδυ. Το μάτι μου έπιασε το τσιράκι και αναστέναξα προχωρώντας προς το μέρος του. Αγνόησα τους φίλους του και έφερα το τάλιρο μπροστά στο πρόσωπό του.
«Δεν χρειάζεται να με πληρώσεις για να βγω μαζί σου. Το κάνω και αφιλοκερδώς» απάντησε εκείνος κάνοντας τους φίλους του να σκάσουν στα γέλια και εμένα να τον κοιτάξω αηδιασμένη «Τι είναι αυτό;» με ρώτησε δείχνοντας τα λεφτά και αναστέναξα.
«Σύμφωνα με το άρθρο δεν θυμάμαι και ούτε με νοιάζει των όρων του αφεντικού σου, ότι έξοδα γίνουν από μέρους του για να προσελκύσει τα θύματα στο να είναι πρέποντα κατά την πληρωμή των χρωστούμενων, που σημαίνει να φέρουν τα λεφτά άμεσα αλλιώς θα τους καθαρίσει, θα πρέπει να τα πληρώνουν τα προαναφερθέντα θύματα» του είπα με κουκλίστικη φωνή και βάζοντας στο χέρι του τα λεφτά, τους γύρισα την πλάτη και κατευθύνθηκα προς την έξοδο.
Ήταν πάντα μια ανακούφιση να βγαίνω απ’ το βρωμερό υπόγειο στον καθαρό αέρα. Σαν να αποκοβόμουν από το βρομερό παρόν για να εισέλθω στο καθαρό μέλλον. Όνειρα θερινής νυκτός. Δεν υπήρχε περίπτωση να ξεφύγω από αυτό στο οποίο είχα μπλεχτεί ούτε στον αιώνα τον άπαντα.
«Ζωή, περίμενε» άκουσα τη φωνή από πίσω μου αλλά δεν σταμάτησα. Όχι άλλο δούλεμα δεν θα το άντεχα «Ζωή» με γύρισε απ’ την άλλη και του έριξα μια κουρασμένη ματιά.
«Τι θες;» τον ρώτησα κι εκείνος μου έβαλε τα λεφτά στο χέρι.
«Δεν τα θέλω. Πάρ’ τα»
«Τι νομίζεις; Ότι με πέντε ευρώ θα σωθώ; Είσαι γελοίος»
«Δεν σε καταλαβαίνω… Γιατί είσαι τόσο απόμακρη; Αν… αν κούλαρες λιγάκι θα μπορούσες άνετα να γίνεις μέλος της παρέας»
«Και ποιος σου είπε ότι θέλω να γίνω μέλος της γελοίας παρέας σου;» του πέταξα στα μούτρα και με στραβοκοίταξε.
«Υπέθεσα… Νόμιζα ότι απλώς ήθελες να το παίξεις σκληρή»
«Τότε δεν με ξέρεις καθόλου καλά. Αν ήταν στο χέρι μου δεν θα ήμουν καν μπλεγμένη στην όλη υπόθεση και δεν θα χρειαζόταν να βλέπω κανένα από εσάς, πόσο μάλλον να κάνω παρέα μαζί σας»
«Δεν θα έπρεπε να μας μισείς τόσο… Είμαστε όλοι στην ίδια μοίρα»
«Στην ίδια μοίρα; Με κοροϊδεύεις; Είσαι ένα από τα τσιράκια του και είμαι μία απ’ τα θύματά του. Ποιόν εμπιστεύεται περισσότερο; Ποιός διατρέχει τον περισσότερο κίνδυνο να τον καθαρίσουν; Ποιος ωφελείται από την όλη υπόθεση;»
«Όπα, όπα μισό λεπτό γιατί πήρες φόρα. Πρώτον, είμαστε όντως στην ίδια μοίρα. Μην ξεχνάς ότι δεν εμπιστεύεται κανέναν. Ούτε εμάς ούτε τον ίδιο του τον εαυτό. Και διατρέχουμε όλοι τον ίδιο κίνδυνο. Ο οποιοσδήποτε έτσι και κάνει έστω μια μικρή γκάφα κινδυνεύει όχι μόνο ο ίδιος αλλά και όλοι όσοι τον πλαισιώνουν. Τι νομίζεις Ζωή, ότι δεν κάνει τα ίδια σε εμάς; Ότι μόνο τον δικό σου πατέρα χτυπάει; Μόνο σε εσένα στέλνει προειδοποιητικά απειλητικά μηνύματα; Ε τότε είσαι πολύ γελασμένη. Και δεν ωφελούμαστε καθόλου από την υπόθεση. Ίσα-ίσα που βγαίνουμε κι εμείς χαμένοι όπως κι εσείς.»
«Έλα εντάξει σταμάτα να μου παίζεις το θύμα. Τσιράκι του μαφιόζου και περνάς κι άσχημα» του είπα αλλά τα ίδια μου τα λόγια με ενόχλησαν. Ήταν σαν να υπονοούσα ότι ήθελα να βρίσκομαι στη θέση του. Ότι ήθελα να γίνω κι εγώ τσιράκι ενός άπληστου ψυχοπαθή.
«Σε έχω ακούσει να το λες ξανά αυτό και δεν μου αρέσει. Έχω και όνομα ξέρεις. Ο χαρακτηρισμός τσιράκι δεν είναι και πολύ κολακευτικός. Τουλάχιστον όχι στο δικό μου λεξιλόγιο»
«Όχι ότι δεν είσαι τσιράκι αλλά τέλος πάντων απλώς δεν μπορώ να θυμηθώ με τίποτα το όνομά σου γι’ αυτό σε φωνάζω έτσι» του είπα χωρίς να ντρέπομαι κι εκείνος κοντοστάθηκε λίγο και με κοίταξε σαν χάνος.
«Μάξιμο. Με λένε Μάξιμο»
«Μάλιστα… Πολύ ωραία όλα αυτά Μάξιμε αλλά δεν με πείθεις. Καλύτερα λοιπόν να φεύγω, να πας κι εσύ πίσω στους φίλους σου και να τελειώνει η υπόθεση» γύρισα να φύγω και τα χέρια του ακούμπησαν τους ώμους μου κάνοντας με να σταματήσω.
«Ακόμα δεν μου εξήγησες πραγματικά γιατί δεν με συμπαθείς» μίλησε στον ενικό και δεν κατάλαβα αν όντως μιλούσε για τον εαυτό του ή γενικά για τα εμπλεκόμενα με τον μαφιόζο άτομα. Όπως και να είχε, θα έπαιρνε την ίδια απάντηση και για τα δύο.
«Γιατί είσαι ίδιος με αυτόν» γύρισα και τον κοίταξα στα μάτια και μου φάνηκε πως του κόπηκε η αναπνοή. Τα γουρλωμένα του μάτια μου το επιβεβαίωσαν κι ένιωσα μια τσιμπιά ενοχής για ανεξήγητο λόγο.
«Όχι» είπε ξέπνοα κουνώντας το κεφάλι «Δεν είμαι ίδιος με αυτόν»
«Είσαι το τσιράκι του. Αυτό και μόνο σε κάνει ίδιο με αυτόν»
Αφού ενημέρωσα τον πατέρα μου για την νέα μου αποστολή, κάτι που τον βρήκε άκρως αρνητικό και τον φόβισε όσο κι εμένα, αποφάσισα πως ήταν ώρα να αφιερώσω λίγο χρόνο στον εαυτό μου. Έκανα ένα ζεστό μπάνιο και όταν τελείωσα ξάπλωσα στο αναπαυτικό μου κρεβάτι. Δεν δυσκολεύτηκα ωστόσο να φέρω στο μυαλό μου την προ ωρών συζήτησή μου με το τσιράκι…
Τον είχα κατηγορήσει ότι ήταν ίδιος με τον μαφιόζο γιατί δούλευε μαζί του…. Κι εγώ τι έκανα; Μόλις είχα συμφωνήσει στο σχέδιό του να κλέψει. Είχα συμφωνήσει να τον βοηθήσω να παρανομήσει. Αυτό δεν σήμαινε ότι δούλευα μαζί του; Όχι οικιοθελώς αλλά και πάλι… Τότε λοιπόν μήπως όντως τον αδικούσα; Μήπως ήμουν υπερβολική και όντως όλοι ανήκαμε στην ίδια φάρα χωρίς εξαιρέσεις, τσιράκια και μη τσιράκια;
Ξύπνησα ιδρωμένη και αναστατωμένη. Η αναπνοή μου έγινε γρήγορη καθώς οι χτύποι της καρδιάς μου είχαν χτυπήσει κόκκινο. Κάτι με είχε ταράξει. Κι αυτό το κάτι ήταν η γνωστή μαύρη φιγούρα. Μόνο που αυτή το φορά αντί να μείνει μόνο στις απειλές είχε περάσει στην πράξη. Τους είχε σκοτώσει. Έναν-έναν. Έντονες εικόνες γύριζαν στο μυαλό μου σαν καρουζέλ. Μια τρύπα από σφαίρα στην καρδία. Ένα ματωμένο μαστίγιο. Το μαχαίρι στο λαιμό. Το πιστόλι στον κρόταφο. Η κρεμάλα. Το παραθείο. Ένα για κάθε αγαπημένο μου πρόσωπο. Και τέλος για μένα… Φωτιά. Με είχε κάψει ζωντανή.
«Ηλίθιε εφιάλτη» ψιθύρισα και σηκώθηκα για να ρίξω λίγο νερό στο πρόσωπό μου. Όλη την υπόλοιπη μέρα κυκλοφορούσα σαν ζόμπι στο σπίτι μέχρι την ώρα να πάω για δουλειά. Μπαίνοντας στο οικείο βιβλιοπωλείο πήρα τη θέση μου παρατηρώντας το γνωστό θέαμα. Εδώ και μήνες ένας νεαρός ερχόταν στο βιβλιοπωλείο μας και παρατηρούσε τα λογοτεχνικά μας βιβλία. Ποτέ δεν έπαιρνε τίποτα κι όταν τον ρωτούσες αν μπορούσες να τον εξυπηρετήσεις εκείνος χαμογέλαγε, απάνταγε όχι και συνέχιζε να κοιτάει τα βιβλία. Ερχόταν δυο-τρεις φορές την εβδομάδα και απλώς κοιτούσε. Κι εμείς τον αφήναμε αφού δεν μας έβλαπτε η παρουσία του. Είχαμε πλέον μάθει να μην τον ρωτάμε αφού ποτέ δεν δεχόταν βοήθεια και έτσι εκείνος παρατηρούσε τα βιβλία κι εμείς εκείνον.
«Καλημέρα»
Μου πήρε ένα λεπτό να συνειδητοποιήσω ότι μου είχε μιλήσει κι ότι πράγματι μιλούσε σε εμένα. Αντιστάθηκα στον πειρασμό να κοιτάξω πίσω μου μπας και μιλούσε σε κάποιον άλλο και φόρεσα ένα ευγενικό χαμόγελο.
«Καλημέρα πως μπορώ να σε βοηθήσω;» τον ρώτησα συνειδητοποιώντας με την άκρη του ματιού μου ότι το αφεντικό μου είχε καρφώσει το βλέμμα του πάνω μας.
«Θα μπορούσες να μου προτείνεις το καλύτερο λογοτεχνικό βιβλίο από αυτά που διαθέτει το κατάστημα;» είπε με αφύσικα γαλήνια φωνή και χρειάστηκε ένα λεπτό να ανοιγοκλείσω τα μάτια μου για να σιγουρευτώ ότι είχα ακούσει καλά.
«Φυσικά» ψιθύρισα και σηκώθηκα απ’ την καρέκλα μου για να πλησιάσω τον πάγκο με τα λογοτεχνικά. Έπειτα από πέντε μόλις λεπτά είχαμε καταλήξει σε τρία διαφορετικά λογοτεχνικά βιβλία και με είχε κάνει ήδη δύο φορές να γελάσω με το απίστευτο χιούμορ του. Το αφεντικό μου μας παρατηρούσε με ένα αμυδρό χαμόγελο στα χείλη για έναν ανεξήγητο λόγο. Τελικά καταλήξαμε σε τέσσερα βιβλία και κάθισα στην καρέκλα μου για να τα περάσω απ’ την ταμειακή. Μου έδωσε τα χρήματα και αφού έβαλα τα βιβλία σε μια τεράστια σακούλα του χαμογέλασα.
«Ευχαριστούμε για την αγορά σας» τον πείραξα κι εκείνος γέλασε καλοσυνάτα. Θα ήταν υπερβολή αν έλεγα ότι το γέλιο του έκανε την καρδιά μου να χτυπάει πιο γρήγορα; Μάλλον ναι…
«Εγώ ευχαριστώ Ζωή»
Κι έτσι έφυγε. Τον κοίταξα καλά-καλά σμίγοντας τα φρύδια. Ήξερε το όνομά μου…
«Όχι ότι δεν έχει ακούσει τόσες φορές που σε έχω φωνάξει για να με βοηθήσεις» παρατήρησε ο κύριος Κώστας κι αμέσως ένιωσα ηλίθια «Για να μην αναφερθώ στο καρτελάκι που φοράς στην μπλούζα σου» πρόσθεσε πονηρά. Χαμήλωσα το βλέμμα μου γιατί ήξερα πως είχα κοκκινίσει και επίσης το χαχανητό του αφεντικού μου δεν βοηθούσε και πολύ… Αχ πόσο του άρεσε να με φέρνει σε δύσκολη θέση. Πραγματικά δεν έχανε ευκαιρία.
Αποφάσισα να αντιμετωπίσω την κολλητή μου. Δεν μπορούσα να την αποφύγω άλλο. Κανονίσαμε να πάμε για καφέ και πέρασα να την πάρω από το σπίτι της. Χαμογέλασα όταν είδα το πρόσωπό της να λάμπει… Μάλλον τα πράγματα είχαν προχωρήσει λίγο παραπάνω απ’ το δωράκι του αδερφού μου. Με αγκάλιασε και με ρώτησε που είχα χαθεί όλον αυτόν καιρό. Λες και μπορούσα να μοιραστώ μαζί της τα νέα μου. Όταν καθίσαμε πρόσεξα για πρώτη φορά το λαιμό της. Φορούσε ένα γυαλιστερό κολιέ. Φαινόταν αρκετά ακριβό. Αναρωτήθηκα αμέσως αν ήταν αυτό που της είχε πάρει ο αδερφός μου. Εκείνη έπιασε το βλέμμα μου και κοκκίνισε λίγο.
«Καινούργιο;» τη ρώτησα λες και δεν ήξερα κι εκείνη αναδεύτηκε στη θέση της.
«Ε.. ναι. Κάπως έτσι. Βασικά είναι δώρο» παραδέχτηκε και πήρα μια ψεύτικη φάτσα τρόμου.
«Πες μου ότι δεν ξέχασα τη γιορτή σου»
«Όχι χαζούλα αφού η γιορτή μου είναι σε τρείς μήνες» γέλασε εκείνη και πήρα μια ανάσα.
«Τότε; Προς τι το δώρο; Και για να διατυπώσω πιο σωστά την ερώτηση… Ποιος και γιατί;» την κοίταξα χαμογελώντας αλλά εκείνη είχε ξαφνικά σοβαρέψει.
«Ε… κοίτα. Θέλω να σου πω κάτι αλλά υποσχέσου μου ότι δεν θα θυμώσεις, δεν θα με κατσαδιάσεις και δεν θα σε ακούσει όλο το μαγαζί»
«Μεγάλη λίστα. Και για να σε βγάλω απ’ τα δύσκολη θέση, τα έφτιαξες με τον αδερφό μου και εκείνος σου πήρε το κολιέ» είπα πίνοντας τον καφέ μου ενώ εκείνη έμεινε κόκαλο.
«Πως…;»
«Λυδία δεν είμαι ηλίθια. Ούτε κουφή. Άκουσα την φωνούλα σου όταν υποτίθεται ότι είχες φύγει απ’ το σπίτι μου. Για πες λοιπόν… Όλα καλά;» ανακάτεψα τον καφέ μου ενώ εκείνη με κοίταζε ακόμα καλά-καλά και ελαφρώς καχύποπτα.
«Ναι. Μια χαρά. Νόμιζα ότι θα θύμωνες» παρατήρησε κι εγώ σήκωσα τους ώμους μου.
«Κάποια στιγμή θα γινόταν» της χαμογέλασα κι εκείνη χαλάρωσε κάπως.
Κάποια στιγμή θα γινόταν, δεν είπα; Ανάθεμα την ώρα και τη στιγμή, γιατί έγινε… Πιο γρήγορα όμως απ’ ότι περίμενα…
«Τι εννοείς αύριο;» σχεδόν φώναξα στο τηλέφωνο και αμέσως κάλυψα το στόμα μου με το χέρι μου. Δεν μου απάντησε. Η εντολή του ήταν ξεκάθαρη. Η κλοπή θα γινόταν την επόμενη ημέρα κι έπρεπε να ήμουν απολύτως προετοιμασμένη. Πέταξα το κινητό μου στο κρεβάτι μου εκνευρισμένη. Άνοιξα την ντουλάπα μου και έβγαλα έξω όλα τα καλά φορέματά μου. Δεν ήταν και πολλά. Είχα μόνο τρία. Ένα απλό στράπλες μπλε, ένα μακρύ κόκκινο και ένα ημί-κοντο κίτρινο. Άκουσα δύο χτυπήματα στην πόρτα κι όταν την ξεκλείδωσα βρήκα απ’ έξω τη μητέρα μου.
«Μπορώ να μπω;» με ρώτησε και της έκανα χώρο να περάσει «Θα πας κάπου;» ρώτησε κοιτώντας τα φορέματα κι εγώ ένεψα.
«Αύριο πρέπει να παρευρεθώ κάπου επίσημα. Αρραβωνιάζεται μια κοπέλα απ’ τη σχολή και μας έχει καλέσει να πάμε» είπα ψέματα χωρίς να κομπιάσω καθόλου. Πλέον μου έβγαιναν φυσικά.
«Αρραβωνιάζεται; Τόσο μικρή;» παρατήρησε και χαμογέλασα.
«Είναι δύο χρόνια μεγαλύτερη από εμένα»
«Τι δώρο της πήρες;» ρώτησε η μητέρα μου και τα χείλη μου έγιναν μια λεπτή γραμμή.
«Ε… βασικά μαζέψαμε όλες από τη σχολή κάποια λεφτά και της πήραμε δώρο όλες μαζί» απέφυγα την ερώτησή της κι εκείνη δεν φάνηκε να παραξενεύτηκε.
«Μάλιστα» είπε και κοίταξε πάλι τα φορέματα. Έμεινε να τα κοιτάει για παραπάνω ώρα απ’ ότι έπρεπε δημιουργώντας μου περισσότερες τύψεις απ’ ότι στην αρχή που της έλεγα ψέματα. Δεν ήθελα. Δεν μπορούσα. Θα τρόμαζε. Θα τρόμαζε πολύ αν μάθαινε που με είχε μπλέξει ο ίδιος μου ο πατέρας.
«Είσαι καλά;» τη ρώτησα και φάνηκε σαν να έβγαινε από ένα βαθύ λήθαργο.
«Το κίτρινο να βάλεις. Σου φωτίζει το πρόσωπο»
«Σκεφτόμουν το κόκκινο» σούφρωσα τα χείλη μου και κάθισα στο κρεβάτι.
«Πίστεψέ με» με κοίταξε στα μάτια. Διέκρινα έναν αμυδρό τόνο κατηγορίας στην φωνή της. Ή απλώς αυτό με έκαναν να πιστέψω οι τύψεις μου «Για αυτήν την περίπτωση που το χρειάζεσαι είναι ιδανικό»
Έφυγε απ’ το δωμάτιο χωρίς καν να με κοιτάξει. Για έναν ανεξήγητο λόγο η καρδιά μου άρχισε να χτυπάει δυνατά και σηκώθηκα για να ανοίξω το παράθυρο. Ο καθαρός αέρας εισχώρησε στα πνευμόνια μου βίαια και με ζάλισε για μια στιγμή. Έπειτα από λίγα λεπτά ξαναμπήκα στο δωμάτιό μου και έβαλα τα φορέματα μέσα στην ντουλάπα. Μια ματιά στον καθρέφτη ήταν αρκετή για να παρατηρήσω το μουτρωμένο μου πρόσωπο. Δεν μου άρεσε η όλη υπόθεση. Τα πράγματα πήγαιναν από το κακό στο χειρότερο. Αγνόησα το κινητό μου που χτύπησε γύρω στις δύο φορές και συνέχισα να κοιτάω τον εαυτό μου στον καθρέφτη. Ανάθεμα την ώρα και τη στιγμή που είχα κρυφακούσει. Ένα απ’ τα πολλά ελαττώματά μου. Και πάντα μου στρεφόταν μπούμερανγκ εναντίον μου. Αν δεν είχα κρυφακούσει πριν πέντε χρόνια τον πατέρα μου να λογομαχεί με τον μαφιόζο, αν δεν με είχαν πιάσει τα τσιράκια του… ίσως και να μην βρισκόμουν μπλεγμένη στην όλη υπόθεση. Αλλά θα ήταν ο πατέρας μου. Το ίδιο και το αυτό. Και πάλι θα βρισκόμασταν όλοι σε κίνδυνο, απλώς τότε δεν θα το είχα καταλάβει ούτε εγώ. Γύρισα τα μάτια μου ψηλά όταν το κινητό μου χτύπησε πάλι και το πήρα στα χέρια μου για να το σηκώσω. Η Λυδία.
«Τι έγινε κοπέλα μου και με έχεις ταράξει στα τηλέφωνα;» της απάντησα και μετά ένας οξύς ήχος πέρασε μέσα απ’ την τηλεφωνική γραμμή κουφαίνοντάς μου «Που είσαι;» απαίτησα να μάθω.
«Ζωή» άκουσα την φωνή της σαν να προερχόταν από μακριά και στραβομουτσούνιασα.
«Λυδία δεν σε ακούω καλά τι έγινε;»
«Ζωή πρέπει να ειδοποιήσεις τους γονείς σου… Έγινε κάτι»
«Τι έγινε;» ρώτησα νιώθοντας το σώμα μου να μουδιάζει.
«Ο… Ο αδερφός σου είχε ένα ατύχημα»
«Ο Κίμωνας; Τι ατύχημα;»
«Όχι, όχι ο Κίμωνας. Ο Μάρκος» απάντησε εκείνη και μετά η τηλεφωνική γραμμή έπεσε.
Δεν δίστασα ούτε στιγμή. Βγήκα από το δωμάτιο σε φουλ ταχύτητα και κατέβηκα τις σκάλες τρέχοντας. Ο Μάρκος… Ατύχημα. Τυχαίο; Κι αν πάλι δεν κράτησε την υπόσχεσή του ότι δεν θα ξαναπείραζε την οικογένειά μου; Αλλά σε τι του έφταιγε ο Μάρκος; Ο καλός, ευγενικός Μάρκος δεν είχε λόγο να σημαδευτεί από τον μαφιόζο.
«Μαμά, μπαμπά» φώναξα μπαίνοντας στην κουζίνα. Ήταν και οι δύο τους εκεί. Περίεργο. Η μητέρα μου σαν να τον κοιτούσε στα μάτια με μίσος. Ήταν δυνατόν; Με το που με παρατήρησαν άλλαξαν αμέσως έκφραση.
«Τι έγινε Ζωή;» ρώτησε η μητέρα μου παρατηρώντας με καλά.
«Ο Μάρκος. Είχε ατύχημα» Σε δύο λεπτά οι γονείς μου βρίσκονταν ήδη στο αμάξι έτοιμοι να φύγουν. Ο πατέρας μου μιλούσε με τον Κίμωνα στο τηλέφωνο για να συνεννοηθεί σε ποιο νοσοκομείο θα πήγαιναν. Το μόνο παράδοξο της ιστορίας ήταν ότι δεν με έπαιρναν μαζί τους.
«Πρέπει να μείνει κάποιος πίσω»
«Ας μείνει η Ελευθερία» σήκωσα τα χέρια μου ψηλά αλλά με αγνόησαν.
«Η Ελευθερία είναι ήδη εκεί. Αλλά μην ανησυχείς όταν φύγει εκείνη θα πάρεις εσύ την θέση της»
«Αυτό είναι γελοίο, έχω κάθε δικαίωμα να πάω να δω τον αδερφό μου. Δεν μπορείτε να με κλείσετε εδώ μέσα»
«Ζωή. Όσο περισσότερο μας καθυστερείς, τόσο χειρότερο είναι» με κατσάδιασε ο πατέρας μου κι εγώ με μια βίαιη κίνηση έκλεισα την πόρτα του συνοδηγού που τόση ώρα κρατούσα για να μην φύγουν. Δεν σχολίασαν την απρεπή πράξη μου και ούτε που με ένοιαξε. Μπήκα μέσα στο σπίτι κλείνοντας την πόρτα πίσω μου. Το σπίτι μου φαινόταν τώρα κρύο και απόμακρο. Αντιστάθηκα στον πειρασμό να τον πάρω τηλέφωνο να τον ρωτήσω αν όντως εκείνος έστησε παγίδα στον αδερφό μου γιατί πλέον δεν είχε σημασία. Απλώς ήλπιζα να μην ήταν κάτι σοβαρό. Κουλουριάστηκα στον καναπέ και προσπάθησα να ηρεμήσω τα τρεμάμενα πόδια μου.
Ήταν τόσο άδικο. Η Λυδία βρισκόταν εκεί κι ας μην ήταν δικός της αδερφός. Κι εγώ ήμουν σπίτι περιμένοντας σαν χαζή να με πάρουν ένα τηλέφωνο. Τα λεπτά περνούσαν απελπιστικά αργά. Τηλεφώνησα στην Λυδία καμιά δεκαριά φορές προσπαθώντας να μάθω λεπτομέρειες αλλά δεν κατάφερα να μάθω και πολλά. Ήταν κι εκείνη σε κατάσταση σοκ.
Το ήσυχο σπίτι αν και τεράστιο μου προκαλούσε κλειστοφοβία. Ήταν σαν οι τοίχοι να με απειλούσαν ότι θα άρχιζαν να συρρικνώνονται. Η αναπνοή μου έγινε πιο βαριά. Ανέβηκα τρέχοντας στο δωμάτιό μου και κάθισα στο κρεβάτι μου. Ο ιδρώτας μου μούσκεψε το μέτωπό μου και το σκούπισα γρήγορα. Για μια ακόμα φορά είχαν έρθει τα πάνω κάτω. Κι εγώ ήμουν πάλι στην απέξω. Δεν θα σταματούσαν ποτέ να με αποκόπτουν από οτιδήποτε σοβαρό γινόταν σε αυτήν την οικογένεια; Έβαλα το κεφάλι μου μέσα στα χέρια μου και προσπάθησα να διώξω τη ζαλάδα που απειλούσε να με κυριεύσει. Ήρεμα Ζωή… Ήρεμα.
ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΣΑ ΝΑ ΠΑΡΩ ΑΝΑΠΝΟΗ.
Άρχισα να χτυπιέμαι. Είχε έρθει η σειρά μου. Πρώτα ο Μάρκος μετά εγώ. ΟΧΙ.
«Ζωή ξύπνα» άκουσα μια φωνή και άνοιξα τα μάτια μου για να δω τον πατέρα μου να μου κρατάει το στόμα σφιχτά «Ούρλιαζες» είπε και έβγαλε το χέρι του από το στόμα μου μόλις σταμάτησα να χτυπιέμαι.
«Με τρόμαξες» του είπα ξέπνοη.
«Συγγνώμη» είπε σαν να μην το εννοούσε. Μετά κατάλαβα ότι κάτι δεν πήγαινε καλά.
«Μπαμπά τι κάνεις εδώ; Θα έπρεπε να είσαι με το Μάρκο»
«Ο Μάρκος είναι μια χαρά. Ένα μικρό ατύχημα με τη μηχανή ήταν. Δεν έχει τίποτα»
«Ναι αλλά και πάλι...» είπα με ανακούφιση που δεν ήταν σοβαρό κι εκείνος με διέκοψε.
«Είναι πιο σημαντικό να βρίσκομαι εδώ τώρα μαζί σου» είπε και ανασηκώθηκα στο κρεβάτι μπερδεμένη.
«Τι εννοείς;»
«Ο καλός στρατιώτης πριν πάει στον πόλεμο περνάει από δοκιμαστικά»
«Μα τι είναι αυτά που λες τώρα;» κατσούφιασα και κούνησα το κεφάλι μου βλέποντας την ώρα. Δύο το πρωί.
«Αγνόησε αυτά που λέω. Ήρθε η ώρα να κάνουμε κάτι σημαντικό»
«Και τι είναι αυτό;» ρώτησα σηκώνοντας το ένα μου φρύδι.
«Θέλω να δώσεις προσοχή. Ήρθε η ώρα να μάθεις πώς να χρησιμοποιείς όπλο»