Αλήθεια ή Ψέματα (Κεφάλαιο 4)

«Μου κάνεις πλάκα» τον κοίταξα με γουρλωμένα μάτια αλλά εκείνος δεν γύρισε καν να με κοιτάξει.
«Σου φαίνομαι αστείος; Σήκω γρήγορα. Είναι η μόνη ευκαιρία να είμαστε μόνοι μας» μου πέταξε πάνω απ’ τον ώμο του και στη συνέχεια βγήκε απ’ το δωμάτιο φωνάζοντας «Και φόρα κάτι άνετο»
Τόσο απλά. Λες και θα πηγαίναμε βόλτα στο πάρκο. Άνοιξα την ντουλάπα βγάζοντας γρήγορα από μέσα μια φόρμα και ένα αμάνικο μπλουζάκι και κατέβηκα τις σκάλες με την καρδία μου να χτυπάει δυνατά.
«Μπαμπά;» φώναξα γυρίζοντας το κεφάλι προς όλες τις μεριές για να τον βρω.

«Στο υπόγειο» άκουσα την αμυδρή φωνή του και την ακολούθησα. Άνοιξα διστακτικά την πόρτα του υπογείου και δάγκωσα το κάτω χείλος μου. Εκεί ήταν ο πατέρας μου ανοίγοντας την παλιά, χαλασμένη ντουλάπα και βγάζοντας από μέσα δύο πιστόλια. Τον κοίταξα με γουρλωμένα μάτια.

«Από πότε είναι αυτά εκεί;» ρώτησα πλησιάζοντας σιγά-σιγά κι εκείνος με κοίταξε για πρώτη φορά.
«Από πάντα. Γιατί νόμιζες ότι ποτέ δεν πέταξα αυτήν την άχρηστη ντουλάπα; Πάντως το σίγουρο είναι ότι δεν ήθελα να την κρατήσω ενθύμιο» είπε και θυμήθηκα πόσες φορές είχε τσακωθεί με τη μαμά για το αν θα την πετούσαν ή όχι. Ο πατέρας μου ήταν πάντα κατά.
«Ωραία» έδωσα μια μεγαλειώδη απάντηση και τον πλησίασα περισσότερο.
«Έλα λοιπόν δεν έχουμε πολλή ώρα μπροστά μας» με έπιασε απ’ το μπράτσο και με έβαλε να κάτσω. Καλύτερα γιατί η αμυδρή ζαλάδα είχε αρχίσει να περικλείει το κεφάλι μου. Ο πατέρας μου άρχισε να μου δείχνει διάφορα μέρη του πιστολιού και προσπάθησα να δώσω προσοχή στα λεγόμενά του. Το θέμα ήταν ότι παρ’ όλη την ανάμειξή μου στις βρομοδουλειές του, ποτέ δεν φαντάστηκα ότι θα χρησιμοποιούσα όπλο ή μαχαίρι ή τέλος πάντων κάποιο αντικείμενο με το οποίο θα έκανα κακό σε κάποιον «Είναι καθαρά για προληπτικούς λόγους Ζωή αλλά πρέπει να το ξέρεις. Σήκω τώρα. Ώρα για εξάσκηση» έφυγε από κοντά μου και πήγε στην άλλη μεριά του υπογείου για να αποκαλύψει ένα τετράγωνο αντικείμενο με μια βούλα στη μέση. Ο στόχος. Σηκώθηκα χωρίς να εμπιστεύομαι εντελώς τα πόδια μου και πήρα ένα απ’ τα βαριά πιστόλια στα χέρια μου. Στήθηκα όπως μου είχε δείξει και σήκωσα το πιστόλι πιάνοντας το και με τα δύο χέρια.
«Είναι βαρύ» παραπονέθηκα, όχι ότι ο πατέρας μου, μου έδωσε κάποια σημασία. Παρέμεινε να με κοιτάει και αναστενάζοντας σημάδεψα τον στόχο. Φυσικά δεν τον πέτυχα και ο ήχος έκανε τα αυτιά μου να βουίζουν. Κι έτσι μου λύθηκε και η απορία γιατί το υπόγειο είχε μόνωση. Πρέπει να ήταν ένα από τα λίγα. Αλλά στη συγκεκριμένη περίπτωση μας εξυπηρετούσε πλήρως γιατί έτσι και ακουγόταν ο πυροβολισμός θα σηκώναμε όλη την γειτονιά στο πόδι.
«Συγκεντρώσου» μου είπε ο πατέρας μου και συγκρατήθηκα για να μην γυρίσω τα μάτια μου προς τα πάνω. Μετά από τρεις αποτυχημένες προσπάθειες ήρθε η τέταρτη στην οποία κατάφερα να μην πετύχω τον στόχο για λίγο. Αναστέναξα και προσπάθησα ξανά. Συνέχισα να εξασκούμαι για δύο ώρες μέχρι που ο πατέρας μου, μου έκανε νόημα να σταματήσω. Λαχανιασμένη κάθισα στο πάτωμα προσπαθώντας να σταθεροποιήσω την αναπνοή μου.
«Δεν έχουμε άλλο χρόνο. Σε λίγο θα έρθει η αδερφή σου. Πήγαινε πλύσου γιατί θα πας να την αντικαταστήσεις» με βοήθησε να σηκωθώ και κούνησα το κεφάλι μου.
«Αυτό που με τρελαίνει είναι πως μπορείς και επωφελείσαι από μια τόσο δύσκολη στιγμή του γιού σου για να μου μάθεις να χρησιμοποιώ όπλο. Παραλίγο να τον χάσεις»
«Σωστά. Και για να μην βρεθώ στη θέση να χάσω και την κόρη μου –στο παραλίγο- προτιμώ να πάρω τις προφυλάξεις μου αυτή την φορά» μου απάντησε και έκλεισε το φως του υπογείου αφήνοντάς με στο σκοτάδι. Τον ακολούθησα γρήγορα χωρίς να πω κουβέντα κι ανέβηκα στο δωμάτιό μου.
Ήμουν εξουθενωμένη όταν έφτασα στο νοσοκομείο. Χαιρέτησα την μητέρα μου, τον Κίμωνα και την Λυδία, η οποία μου έδωσε ένα ποτηράκι με καφέ. Η Λυδία και ο Κίμωνας κρατιόντουσαν χέρι-χέρι και κάθε τρία λεπτά ο Κίμωνας γυρνούσε να την κοιτάξει. Κάθε φορά εκείνη του έδινε ένα μικρό χαμόγελο. Πήρα τα μάτια μου από πάνω τους αφήνοντάς τους ήσυχους. Στην πραγματικότητα θα έδινα τα πάντα να είχα κι εγώ κάποιον που θα μπορούσα να βασιστώ, και που θα ήταν ο βράχος μου που θα με βοηθούσε και θα με παρηγορούσε όταν το είχα ανάγκη.
Το κινητό μου άρχισε να χτυπάει και ήταν εξίμιση το πρωί. Δεν το απάντησα. Είχα μια βάσιμη υποψία για το ποιος ήταν και δεν ήθελα να τον ακούσω εκείνη τη στιγμή. Έβαλα το κινητό μου στο αθόρυβο και το πέταξα μέσα στην τσάντα μου. Έπιασα το βλέμμα της Λυδίας αλλά δεν σχολίασε την κίνησή μου ούτε ότι απέφυγα να την κοιτάξω όλη την υπόλοιπη βραδιά.
Με ξύπνησε η μητέρα μου λέγοντάς μου να πάω σπίτι. Στην αρχή αρνήθηκα αλλά μετά η μπάλα πήρε και την Λυδία με τον Κίμωνα κι έτσι αναγκαστήκαμε να φύγουμε όλοι μαζί. Θα έρχονταν ο μπαμπάς με την Ελευθερία. Μπήκαμε στο ταξί, ο Κίμωνας μπροστά, εγώ και η Λυδία πίσω. Κανείς δεν έβγαλε άχνα καθ’ όλη τη διαδρομή. Όταν φτάσαμε ο Κίμωνας πλήρωσε κι εγώ προχώρησα χωρίς να χαιρετήσω κανέναν. Αγενές ξε-αγενές δεν είχα όρεξη να πω κουβέντα. Μπήκα μέσα στο σπίτι και ανέβηκα τις σκάλες συναντώντας τον πατέρα μου στις σκάλες.
«Όλα καλά;» ρώτησε κι απλώς ένεψα ναι. Πριν προλάβω να μπω στο δωμάτιό μου με σταμάτησε η φωνή του Κίμωνα.
«Ζί» είπε το υποκοριστικό μου με κουρασμένη φωνή και γύρισα να τον κοιτάξω. Δεν είπε τίποτα άλλο απλώς με πλησίασε και πέρασε τα χέρια του γύρω από τα μπράτσα μου χώνοντας το κεφάλι του στον ώμο μου. Είχε καιρό να με πάρει αγκαλιά ή μάλλον χρόνια. Πέρασα τα χέρια μου απαλά γύρω από την μέση του και τον άφησα να ηρεμήσει για δύο λεπτά μέχρι να μου φιλήσει το μέτωπο και να μπει σιωπηλός μέσα στο δωμάτιό του. Κάθισα για λίγο κοιτάζοντας την κλειστή του πόρτα. Δεν τον ρώτησα πως βρέθηκαν με τη Λυδία πρώτοι στο νοσοκομείο ή γιατί. Αλλά δεν είχε ιδιαίτερη σημασία. Έκλεισα την πόρτα μου και την κλείδωσα δύο φορές.
Όταν ξύπνησα ήταν τρεις το μεσημέρι. Είχα εξαντληθεί με την όλη εξάσκηση με το όπλο και την παραμονή μου στο νοσοκομείο. Και τότε το θυμήθηκα. Αυτή ήταν η μέρα που θα βοηθούσα τον μαφιόζο να κερδίσει για άλλη μία φορά. Θα τον βοηθούσα να κλέψει. Σηκώθηκα με τρεμάμενα πόδια και μπήκα στο μπάνιο για να ρίξω κρύο νερό στο πρόσωπό μου. Και μόνο στην ιδέα του τι θα έκανα ανατρίχιασα. Κατέβηκα τις σκάλες για να βρω ένα άδειο σπίτι. Ο Κίμωνας μάλλον θα κοιμόταν ακόμα. Έφτιαξα καφέ καθώς σκεφτόμουν τις επόμενες κινήσεις μου. Θα πήγαινα εκεί, θα το έπαιζα χαρωπή συνοδός και μετά θα έπρεπε να τρέξω. Τι ωραίο σενάριο. Και πολύ ελκυστικό. Σαν να ήξερε τι σκεφτόμουν ότι πατέρας μου, μου έστειλε μήνυμα στο κινητό που έλεγε: Ξέρεις που είναι.
Ναι πλέον ήξερα που βρίσκονταν τα όπλα. Αναρωτήθηκα τι άλλο μας κρατούσε κρυφό ο πατέρας μου το οποίο θα μάθαινα στη συνέχεια. Γιατί γρηγορότερα ή αργότερα σίγουρα υπήρχαν πράγματα που θα μάθαινα. Πήρα το πιστόλι από το υπόγειο ελέγχοντας πρώτα αν ήταν γεμάτο. Φυσικά και ήταν. Στις μύτες των ποδιών μου ανέβηκα τις σκάλες για να μην με πάρει χαμπάρι ο Κίμωνας και έκρυψα το όπλο κάτω από το κρεβάτι. Όταν πήρα το κινητό μου στα χέρια μου, είδα την κλήση που είχα δεχτεί σήμερα το πρωί στο νοσοκομείο. Την αγνόησα και πληκτρολόγησα το νούμερο της μητέρας μου. Το υπόλοιπο της ημέρας πέρασε ήσυχα. Η μητέρα μου άρχισε σιγά-σιγά να τους στέλνει όλους σπίτι καθώς ο Μάρκος καλυτέρευε όσο περνούσαν οι ώρες και σε λίγες μέρες θα επέστρεφε σπίτι.
Άρχισα να ετοιμάζομαι. Καθ’ όλη τη διάρκεια της μέρας είχα προσπαθήσει να προετοιμαστώ ψυχολογικά για αυτό που θα έκανα αλλά τώρα που είχε φτάσει η ώρα ένιωθα τη ναυτία να αυξάνεται αντί να μειώνεται. Φόρεσα το φόρεμά μου και περιποιήθηκα το μακιγιάζ μου όσο πιο προσεκτικά μπορούσα. Όταν κοίταξα στον καθρέφτη το είδωλό μου είδα τα μαλλιά μου να πέφτουν μέχρι τη μέση μου σγουρά και μαλακά. Τα τακούνια μου έδιναν δέκα πόντους παραπάνω ύψος και αναδείκνυαν τη φιγούρα μου.
Τίποτα από αυτά δεν είχε σημασία. Κατσούφιασα μπροστά στον καθρέφτη και έβγαλα το όπλο από την φοβερή κρυψώνα που το είχα βάλει. Έβαλα μέσα στο άσπρο τσαντάκι το όπλο και δυο-τρία ακόμα χρήσιμα αντικείμενα. Με το ζόρι χωρούσαν όλα μέσα κάνοντας την διάθεσή μου ακόμα χειρότερη. Και τώρα το δύσκολο μέρος της υπόθεσης. Έπρεπε να βγω έξω χωρίς να με πάρει κανείς είδηση. Τι σόι αδερφή ήμουν; Ο αδερφός μου βρισκόταν χτυπημένος στο νοσοκομείο κι εγώ έβγαινα για να παρευρεθώ σε δημόσιες εκδηλώσεις. Έκτακτα. Ένα-ένα βήμα, αργά και σταθερά, ένα σκαλοπάτι τη φορά, στηριζόμενη από τη σκάλα, τρία σκαλοπάτια ακόμα…
«Ζωή»
Να πάρει με τσάκωσαν. Γύρισα το κεφάλι μου ελάχιστα για να δω τον πατέρα μου στην κορυφή της σκάλας.
«Τι κάνεις εδώ; Θα έπρεπε να ήσουν με τον Μάρκο» ψιθύρισα κατεβαίνοντας προσεκτικά και τα επόμενα σκαλιά προσέχοντας να μην κάνω φασαρία. Τον είδα να κατεβαίνει κι εκείνος σιωπηλά τις σκάλες και κοίταξα το ρολόι μου. Είχα ακόμα λίγη ώρα μπροστά μου.
«Ήθελα να σου ευχηθώ καλή επιτυχία» είπε τελικά ο πατέρας μου όταν με πλησίασε και τον είδα να με κοιτάει με ένα στοργικό βλέμμα «Είσαι όμορφη» μου γέλασε και θα έκανα το ίδιο αν δεν γνώριζα ότι σε λίγη ώρα θα κινδύνευα να με μπαγλαρώσει η αστυνομία.
«Ευχαριστώ» απάντησα κι εκείνος έβαλα τα χέρια του στους ώμους μου.
«Το ξέρω ότι είναι δύσκολο για εσένα. Συγγνώμη που πρέπει να το περάσεις αυτό για χάρη μου»
«Δεν πειράζει» του είπα σηκώνοντας τους ώμους χωρίς όμως να εννοώ τα λόγια μου.
«Πρόσεχε σε παρακαλώ» μου ζήτησε και σήκωσα τα φρύδια μου «όσο μπορείς τέλος πάντων» πρόσθεσε κι απλώς ένεψα. Μου έδωσε ένα φιλί στο μάγουλο και με συνόδεψε ως την πόρτα «Θυμάσαι τι πρέπει να κάνεις με το πιστόλι;»
«Φυσικά» ένευσα αναστενάζοντας και τότε άκουσα ένα κορνάρισμα. Γύρισα το κεφάλι μου και είδα ένα σταθμευμένο αμάξι να ανοιγοκλείνει τα φώτα.
«Αυτό είναι το σήμα σου. Πρόσεχε. Να έχεις τα μάτια σου δεκατέσσερα»
Και με αυτό μου έκλεισε την πόρτα κλείνοντάς με έξω απ’ το σπίτι. Τι γλυκό…  Περπάτησα προς το σταθμευμένο αυτοκίνητο και άνοιξα την πόρτα αποφασιστικά.
«Δεν το ήξερα ότι θα έχω και προσωπικό σοφέρ» είπα όταν κάθισα και κλείνοντας την πόρτα γύρισα να κοιτάξω τον οδηγό.
«Γεια και σε εσένα»
Το τσιράκι.
«Και για να σου λύσω την απορία όχι δεν θα είχες προσωπικό σοφέρ, αλλά σκέφτηκα μιας και θα είσαι η συνοδός μου στη σημερινή δεξίωση να συμπεριφερθώ σαν σωστός κύριος και να έρθω να σε πάρω απ’ το σπίτι σου»
«Ευγενικό εκ μέρους σου» σήκωσα τα φρύδια μου και ένα αμυδρό χαμόγελο απλώθηκε στο πρόσωπό του.
«Βάλε ζώνη» πρόσταξε και έκανα όπως μου είπε «Παίζει να είμαι ο μοναδικός που έκανε την παρούσα κίνηση γι’ αυτό να είσαι ευγνώμων»
«Όχι ότι σου ζήτησα να μου κάνεις την κούρσα…» μουρμούρισα κι εκείνος γέλασε.
«Πάντα ευγενική. Παρεμπιπτόντως… Είσαι πολύ όμορφη. Είμαι πολύ τυχερός που θα σε έχω για συνοδό»
«Ευχαριστώ. Κι εσύ καλός είσαι» είπα περιπαιχτικά κι εκείνος έβαλε τα γέλια.
«Ω μα τι τιμή. Πρώτη φορά που απέσπασα κομπλιμέντο από τη Ζωή Χατζηαντωνίου. Ελπίζω να μην είναι η τελευταία»
«Αν συνεχίσεις έτσι να είσαι σίγουρος ότι θα είναι η τελευταία» τον στραβοκοίταξα και το ενοχλητικό χαμόγελο στο πρόσωπό του έγινε πιο έντονο. Και μετά απότομα σοβάρεψε. Ναι ξέρω πως λέγεται αυτό… Διπολισμός.
«Έμαθα για τον αδερφό σου» είπε μετά από ενός λεπτός σιγή και η χαμηλή του φωνή με έκανε να ανατριχιάσω.
«Καλά είναι» απάντησα ψιθυριστά δαγκώνοντας το κάτω χείλος μου.
«Το ξέρω. Δεν… Δεν έπρεπε να συμβεί αυτό. Δεν χρειαζόταν»
«Τι εννοείς;» τον κοίταξα μπερδεμένη κι εκείνος απέφυγε να με κοιτάξει «Κάτι ξέρεις» τον κατηγόρησα αλλά εκείνος δεν απέρριψε την κατηγορία.
«Απλώς ήθελε να φανεί ικανός» απάντησε και έσμιξα τα φρύδια.
«Δεν καταλαβαίνω»
«Θα καταλάβεις όταν τον δεις και σου πει τι έγινε»
«Κι εσύ που ξέρεις τι έγινε;»
«Έχω τις πηγές μου» σήκωσε τους ώμους και κούνησα το κεφάλι μου «Δεν απάντησες στο τηλεφώνημά μου» πρόσθεσε μετά από λίγο.
«Εσύ ήσουν; Νόμιζα ότι ήταν ο μαφιόζος»
«Γιατί θα σε έπαιρνε αυτός;»
«Ξέρω γω; Για να με χλευάσει; Αλλά θα μου πεις αυτός νοιάζεται μόνο για τον εαυτό του σιγά μην κάτσει να ασχοληθεί με εμάς» κοίταξα έξω από το παράθυρο νευριασμένη περνώντας το χέρι μου από τα μαλλιά μου.
«Γι’ αυτό δεν το σήκωσες;» με ρώτησε ξανά κι απλώς ένεψα «Ε λοιπόν πλέον θα ξέρεις ότι αυτό είναι το τηλέφωνό μου. Ότι χρειαστείς είμαι στη διάθεσή σου»
«Ότι πεις» τον κοίταξα στραβά και τον αγνόησα για όλη την υπόλοιπη ώρα της διαδρομής.
Όταν φτάσαμε βγήκε έξω πρώτος και μου άνοιξε την πόρτα του αυτοκινήτου για να βγω. Δεν σχολίασα την κίνησή του αλλά όταν μου πρότεινε το χέρι του τον κοίταξα λοξά.
«Ω έλα τώρα» μου χαμογέλασε περνώντας το χέρι του μέσα στο δικό μου κάνοντάς με να γυρίσω τα μάτια μου περιπαιχτικά προς τα πάνω. Προχωρήσαμε μπροστά και αναγνώρισα πολλά από τα τσιράκια του μαφιόζου, καμιά όμως από τις συνοδούς τους. Όλες οι κοπέλες φαίνονταν μυημένες σε αυτού του είδους την δουλειά. Το έλεγε η φάτσα τους. Ένιωσα ένα σφίξιμο στο χέρι μου αλλά δεν πρόλαβα να αντιδράσω καθώς μπροστά μου ξεπρόβαλλε ο μαφιόζος.
«Ζωή, είσαι εκθαμβωτική» ακούμπησε το χέρι του στον ώμο μου κάνοντας το τσιράκι να περάσει το χέρι του γύρω απ’ τη μέση μου προστατευτικά. Δεν ξέφυγε απ’ την προσοχή του μαφιόζου. Ούτε η ματιά που του έριξα του ξέφυγε.
«Τι πρέπει να κάνω;» μπήκα αμέσως στο θέμα κι εκείνος χαμογέλασε.
«Θα αφήσω τον συνοδό σου να σου εξηγήσει» μου απάντησε αυτάρεσκα κοιτάζοντας το τσιράκι με νόημα.
«Θα της πω» απάντησε το τσιράκι κουνώντας το κεφάλι του.
«’Έκτακτα. Και το καλό που σας θέλω. Μην τα θαλασσώσετε» μας έριξε ένα επιδοκιμαστικό βλέμμα ξύνοντας το πιγούνι του «Ταιριάζετε» παρατήρησε αφήνοντάς με με το στόμα ανοιχτό.
Καθώς προχωρήσαμε προς τον μπουφέ το τσιράκι άρχισε να χαιρετάει τους φίλους του. Μου την έδινε που με κοιτούσαν όλοι λες και δεν με είχαν ξαναδεί.
«Ζωή» άκουσα την φωνή του και πήρα τα μάτια μου απ’ το κενό.
«Ε;» ρώτησα κι ο φίλος του μου χαμογέλασε.
«Λέω… Θες ένα ποτό;» ξαναρώτησε το τσιράκι κι απλώς ένεψα. Δεν ήξερα κατά πόσο το αλκοόλ θα με βοηθούσε στην αποστολή μου, αν και ένα ποτηράκι δεν θα με πείραζε. Ούτε καν θα ζαλιζόμουν.
«Λοιπόν Ζωή; Είναι η πρώτη σου φορά σε τέτοιου είδους δουλειά ε;» με ρώτησε ο φίλος του κι ένεψα «Δεν είσαι και πολύ ομιλητική» παρατήρησε και σήκωσα τους ώμους μου.
«Γιατί δεν ασχολείσαι με την συνοδό σου καλύτερα;» του ανταπέδωσα αποσπώντας ένα πονηρό χαμόγελο από μέρους του.
«Δυναμική. Μου αρέσει»
«Αρκετά Χάρη, άσε την ήσυχη» εμφανίστηκε από πίσω το τσιράκι και ήταν πραγματικά η πρώτη φορά που χάρηκα με την παρουσία του.
«Απλώς μιλούσαμε» είπε ο Χάρης και σήκωσε τα χέρια ψηλά. Πήρα το ποτό απ’ τα χέρια του συνοδού μου και κατέβασα μια γερή γουλιά αποσπώντας ένα σήκωμα των φρυδιών από μέρους του.
«Είσαι καλά;» με ρώτησε και ένευσα. Προσπάθησα να επικεντρωθώ στη χαρούμενη μουσική και τα πλατιά χαμόγελα των προσκεκλημένων. Η εκδήλωση γινόταν σε εξωτερικό χώρο, στη φύση ένα πράγμα, και το ελαφρύ αεράκι έδινε άλλο τόνο στο στολισμένο τοπίο. Τίποτα από αυτά δεν με ηρεμούσε. Κοίταξα το ποτήρι μου που κατά κάποιο τρόπο είχε αδειάσει πριν την ώρα του και ένιωσα το τσιράκι να με λοξοκοιτάει. Πήρε το άδειο ποτήρι απ’ τα χέρια μου και το αντικατέστησε με ένα γεμάτο. Για πρώτη φορά του χαμογέλασα πλατιά.
«Ευχαριστώ»
«Το τελευταίο» με προειδοποίησε αλλά το χαλαρό χαμόγελο στο πρόσωπό του πρόδιδε τον περιπαιχτικό τόνο του. Άρχισα να χαλαρώνω σιγά-σιγά προσπαθώντας να συγκροτήσω τον εαυτό μου.
«Θα μου πεις τι πρέπει να κάνω;» τον ρώτησα σε μια στιγμή απόλυτης ηρεμίας κι εκείνος κατσούφιασε. Με έπιασε απ’ τη μέση και με κόλλησε πάνω του. Πήγα να διαμαρτυρηθώ αλλά τότε άκουσα τον ψίθυρο του στο αυτί μου.
«Πρέπει να δείξεις χαρούμενη, κεφάτη και μεθυσμένη. Πρέπει να διασκεδάσεις. Να ρίξεις συμβολικά χρήματα για τη δημοπρασία και μετά να χορέψεις μαζί μου. Σαν κάθε νεόπλουτη ή απ’ όσο βλέπεις κάθε δήθεν νεόπλουτη γιατί λίγες είναι οι αυθεντικές. Όταν τα πράγματα θα φτάσουν στο ζενίθ πρέπει να εγκαταλείψουμε το θέατρο και να δράσουμε με άμεση ταχύτητα. Θα μπούμε στο εσωτερικό. Έχει μια μεγάλη σκάλα την οποία πρέπει να ανέβουμε. Όταν φτάσουμε στο τέλος της υπάρχει ένα τεράστιο δωμάτιο. Εκεί πρέπει να μπούμε εμείς ενώ εσείς θα κάτσετε έξω να φυλάτε τσίλιες»
«Όταν λες εμείς κι εσείς;» ρώτησα χαμογελαστά λες και μου έλεγε κάποιο αστείο στα κρυφά.
«Με το εμείς εννοώ τα τσιράκια όπως μας αποκαλείς, με το εσείς εννοώ όλες τις κοπέλες που παίζουν τις συνοδούς μας»
«Αυτό είναι παράλογο. Κανονικά εσείς θα έπρεπε να προστατεύετε εμάς. Κι αν μας την πέσει κανένας μπρατσαράς τι θα κάνουμε εμείς οι κοπέλες;»
«Ότι ξέρετε να κάνετε καλύτερα. Θα τον σαγηνεύσετε. Μην με κοιτάς έτσι. Σε αυτήν την δουλειά γυναίκες και άντρες είναι ίσοι. Και τέλος πάντων δεν θα μπορούσατε ούτως η άλλως να πάρετε εσείς το θησαυρό του μαφιόζου»
«Γιατί;»
«Γιατί τον φυλάνε γυναίκες. Έτσι πάνε τα πράγματα. Εμείς σαγηνεύουμε τις γυναίκες εσείς τους άντρες»
«Θα σαγηνεύσεις εσύ γυναίκα;» τον ρώτησα σηκώνοντας τα φρύδια κι εκείνος πλησίασε περισσότερο.
«Αμφιβάλλεις;» ρώτησε περνώντας τα δάχτυλά του απ’ το μάγουλό μου και κατάπια με δυσκολία.
«Ο μαφιόζος είπε ότι θα χρειαστεί να τρέξω» έκανα μισό βήμα πίσω «Σίγουρα δεν εννοούσε τη σκάλα» δάγκωσα το κάτω χείλος μου κι εκείνος στερέωσε μια τούφα μαλλιών πίσω απ’ το αυτί μου.
«Όντως δεν εννοούσε αυτό. Με το που πάρουμε αυτό που θέλει θα χτυπήσει η σειρήνα. Εκεί πρέπει να τρέξεις. Δεν υπάρχει τρόπος εξουδετέρωσής της. Αν σε πιάσουν την έβαψες»
«Πολύ ενθαρρυντικό αυτό» είπα κάνοντάς τον να γελάσει. Έστρεψα το βλέμμα μου και έπιασα τον μαφιόζο να μας κοιτάει. Ένεψα μια φορά και συνέχισα να πίνω το ποτό μου.
«Άλλη απορία;»
«Δεν μου είπες τι είναι αυτό που θέλει ο μαφιόζος»
«Έχεις ακουστά περί αρχαίας γλυπτικής;» σήκωσε το φρύδι του λες και έπρεπε να ξέρω κάτι συγκεκριμένο.
«Φαντάζομαι μιλάς για γλυπτά που φτιάχτηκαν τους προηγούμενους αιώνες»
«Δεν μας ακούει κανείς μην ανησυχείς. Μπορείς να μιλήσεις ελεύθερα μαζί μου για τα ψευδόγλυπτα»
«Ψε τι;»
«Δεν μπορεί να μην ξέρεις. Το εννοώ δεν χρειάζεται να κρύβεσαι Ζωή. Δεν θα πω τίποτα σε κανένα»
«Για τι πράγμα μιλάς;» τον κοίταξα εκνευρισμένη και κοίταξε γύρω του.
«Δεν μπορεί να μην ξέρεις το λόγο που είσαι μπλεγμένη με το μαφιόζο» ψιθύρισε πιο πολύ στον εαυτό του κοιτάζοντας το κενό με δυσπιστία.
«Ο πατέρας μου δεν μου είπε ποτέ. Δεν ξέρω, απλώς εκτελώ» τον κοίταξα αόριστα και τότε κατάλαβα «Εσύ ξέρεις. Ξέρεις γιατί είμαι μπλεγμένη στην υπόθεση. Είναι αυτά τα ψευτοκάτι που είπες πριν;»
«Ψευδόγλυπτα. Ναι. Αλλά δεν μπορώ να σου πω παραπάνω. Δεν είναι δική μου δουλειά. Για να μην στο έχουν πει θα υπάρχει λόγος»
«Να μην το ανέφερες εξαρχής. Και στο κάτω-κάτω της γραφής δεν ξέρω πως το έμαθες αλλά εγώ είμαι μπλεγμένη και δικαιούμαι περισσότερα από καθένα άλλο να μάθω γιατί είμαι μπλεγμένη»
«Τον άκουσα καταλάθος να το αναφέρει»
 «Καταλάθος» τον κοίταξα λοξά κι εκείνος ένεψε.
«Ήταν τυχαίο. Αλήθεια. Δεν ξέρω τίποτα για κανέναν άλλο. Ούτε για εσένα θα ήξερα. Απλώς έτυχε»
«Ωραία λοιπόν και τώρα θα τύχει να το μάθω κι εγώ. Τι είναι τα ψευδόγλυπτα;»
«Είναι… Λοιπόν για να δούμε πόσο έξυπνη είσαι. Μάντεψε τι είναι»
«Με δουλεύεις;» τον ρώτησα και εκείνος σήκωσε τους ώμους του «Μην παίζεις μαζί μου τσιράκι» του πέταξα στα μούτρα και η χαλαρή του στάση άλλαξε. Με κοίταξε άγρια.
«Μην με ξαναπείς έτσι»
«Τότε μην  μου κάνεις τη ζωή πατίνι και πες μου»
«Δεν μπορώ» με κοίταξε άγρια στα μάτια «Αν θες να μάθεις το οτιδήποτε θα είναι επειδή μάντεψες κι όχι επειδή απέσπασες πληροφορίες από εμένα» Έμεινα να τον κοιτάζω για λίγο χωρίς να πω τίποτα και ύστερα ήπια μια γουλιά απ’ το ποτό μου. Ώστε δεν θα μου έλεγε…
«Από την ονομασία φαίνεται σαν τα γλυπτά να είναι ψεύτικα» είπα μετά από ένα λεπτό.
«Σωστά»
«Ψεύτικα σαν τι όμως; Είναι κάτι σαν κράμα μετάλλων; Ο γύψος είναι κακής ποιότητας;»
«Όχι ακριβώς. Πιο πολύ ο όρος έχει να κάνει με το είδος του αντικειμένου»
«Τώρα μπερδεύτηκα» κατσούφιασα αλλά εκείνος περίμενε υπομονετικά να συνεχίσω «Το είδος του αντικειμένου» ψιθύρισα κι εκείνος κούνησε το κεφάλι του.
«Προσπάθησε να το σκεφτείς διαφορετικά. Δώσε μια διαφορετική ερμηνεία. Όχι την πρώτη αναμενόμενη ερμηνεία που θα έδινε ο καθένας»
«Εύκολο να το λες» είπα και έβαλα το μυαλό μου να δουλέψει. Ψευδόγλυπτο. Ψεύτικο γλυπτό. Σε τι θα χρησίμευε αυτό στο μαφιόζο; Έμοιαζε χαζό. Τι να έκανε ένα ψεύτικο γλυπτό εκτός κι αν… Γούρλωσα τα μάτια «Δεν είναι γλυπτό. Είναι κάτι άλλο»
«Στο περίπου» χαμογέλασε ενθαρρύνοντάς με.
«Έχει κάτι μέσα. Κάτι πολύτιμο. Δεν θα είχε άλλο λόγο να το θέλει τόσο πολύ ο μαφιόζος»
«Όντως. Και μπορείς να μαντέψεις τι είναι αυτό το πολύτιμο;»
«Διαμάντια;»
«Κοντά είσαι» Τι άλλο;
«Χρυσό»
«Μπίνγκο. Μια λεπτή στρώση γύψου και μέσα βαρύς χρυσός. Δύσκολο να μεταφερθεί σε μεγάλη ποσότητα»
«Και ο πατέρας μου που εμπλέκεται εδώ;» ρώτησα απορημένη όμως δεν πρόλαβα να πάρω απάντηση. Η ώρα της δωρεάς είχε αρχίσει.
«Καλώς ήρθατε. Είναι χαρά μας να σας έχουμε εδώ. Παρακαλώ όσοι είναι για δωρεές ας περάσουν στη σειρά»
Είδα το τσιράκι να βγάζει απ’ το σακάκι του δέκα κολλαριστά πεντακοσάρικα και λίγο έλειψε να γουρλώσω τα μάτια μου.
«Δικά σου είναι αυτά;» τον ρώτησα αλλά αντί να μου απαντήσει μου έκανε νόημα να ξεκινήσω να παίζω το ρόλο μου. Παίρνοντας τα χρήματα στο χέρι μου χαμογέλασα και του γύρισα την πλάτη για να μπω στη σειρά με τις νεόπλουτες.
«Καλώς ήρθατε και πάλι. Για μια ακόμα φορά σας ευχαριστούμε για τις δωρεές σας και την γενναιόδωρη καρδιά σας» ‘Και τα πανούργα σχέδιά σας’ συμπλήρωσα από μέσα μου προσπερνώντας την μπροστινή μου «Ας ξεκινήσουν οι δωρεές. Περάστε μπροστά δεσποινίδες μου» είπε ο εκφωνητής και προχωρήσαμε δύο βήματα. Οι νεόπλουτες άρχισαν να περνάνε μία-μία με ένα κοκετίστικο χαμόγελο στο πρόσωπό τους λες και περπατούσαν σε πασαρέλα. Πλάκα-πλάκα ήταν όντως σαν πασαρέλα. Μόνο οι φωτογράφοι έλειπαν, ένα ακόμα θετικό για το μαφιόζο αφού οι διοργανωτές της δεξίωσης είχαν απαγορεύσει σε φωτογράφους και δημοσιογράφους να καταγράψουν το γεγονός.
«Πέντε ακόμα δωρεές. Για να δούμε το ποσό που θα καλύψουμε» φώναξε με ενθουσιασμό ο εκφωνητής. Εγώ θα ήμουν η τέταρτη, μία δηλαδή πριν το τέλος. Η μπροστινή μου είχε δωρίσει δύο χιλιάδες –το χαμηλότερο ποσό που είχε κατατεθεί μέχρι εκείνη τη στιγμή. Και είχε φτάσει η σειρά μου. Προχώρησα μπροστά χαμογελώντας στο κοινό την ώρα που το αεράκι δυνάμωσε λίγο κάνοντας τα μαλλιά μου να ανεμίσουν πίσω και το φόρεμά μου να κυματίσει. Άκουσα ένα σφύριγμα απ’ το κοινό – ο Θεός ήξερε από πού- και έριξα ένα πονηρό χαμόγελάκι πριν συμμορφωθώ και πάρω τη θέση μου δίπλα στον εκφωνητή.
«Γοητευμένος» μου φίλησε το χέρι και του χαμογέλασα «Θα μοιραζόσασταν το όνομά σας μαζί μας;» την ίδια ερώτηση είχε κάνει και στις προηγούμενες κοπέλες. Τον είδα να με κοιτάει με εξεταστικό βλέμμα απ’ την κορυφή ως τα νύχια. Μπλιάχ. Πάσχισα να συγκρατηθώ να μην του φέρω τίποτα στο κεφάλι.
«Ναταλία» φυσικά και δεν θα έδινα το πραγματικό. Μπορεί να ήταν η πρώτη μου φορά σε τέτοιου είδους αποστολή αλλά χαζή δεν ήμουν. Όταν ο εκφωνητής με άφησε να περάσω, στάθηκα μπροστά από το μηχάνημα υπολογισμού χρημάτων –λες και δεν μπορούσαν να τα μετρήσουν μόνοι τους- και βάζοντας τα χρήματα στην κάλπη, πληκτρολόγησα τον αριθμό που εμφανίστηκε στη μεγάλη οθόνη από πίσω μου.
«Πέντε χιλιάδες από την όμορφη Ναταλία» είπε ο εκφωνητής και σήκωσα τον ένα μου ώμο χαμογελώντας στα χειροκροτήματα του κοινού. Προχώρησα προς την άλλη άκρη της σκηνής και έπιασα το τεντωμένο χέρι που μου προτάθηκε για να με βοηθήσει να κατέβω τη μικρή σκάλα.
«Καθόλου άσχημα» άκουσα μια φωνή δίπλα μου και γύρισα. Το χέρι ήταν του μαφιόζου. Συγκρατήθηκα για να μην ψυχράνω την έκφραση του προσώπου μου.
«Να φανταστώ τα πήγα καλά» προσπάθησα να χαμογελάσω πλατιά αλλά ήταν δύσκολο να το κάνω νιώθοντας τα βρώμικα χέρια του πάνω μου.
«Τα πήγες εξαιρετικά. Κι ας ήταν η πρώτη φορά που το έκανες» Άτσα και κοπλιμέντο απ’ τον μαφιόζο. Που ήταν όμως το τσιράκι να με γλυτώσει ;
«Από εδώ αναλαμβάνω εγώ» Κατά φωνή κι ο γάιδαρος. Το τσιράκι πέρασε το χέρι του στο δικό μου και ένεψε μια φορά στο μαφιόζο πριν με πάρει μακριά του. Δεν σχολίασε τίποτα διατηρώντας ένα ελαφρύ ψεύτικο χαμόγελο στα χείλη του αλλά το χέρι του έσφιγγε το δικό μου μέχρι που αποφάσισα να το τραβήξω. Και πάλι δεν είπε τίποτα αλλά το βλέμμα του ήταν σκοτεινό, τα μάτια του πέταγαν φωτιές.
«Μπορείς να μου πεις τι έχεις πάθει;» τον ρώτησα παίρνοντάς τον στην άκρη όπου δεν μπορούσαν να μας δουν πολλά καχύποπτα μάτια.
«Τίποτα» απάντησε χωρίς να με κοιτάζει και σήκωσα τα φρύδια μου «έχει αρχίσει να κάνει σχέδια για σένα ξέρεις…»
«Ο μαφιόζος; Τι σχέδια;» κατσούφιασα αλλά δεν ήμουν σίγουρη ότι ήθελα να ακούσω την απάντηση.
«Τα πήγες πολύ καλά εκεί πάνω Ζωή» είπε ψιθυριστά και ο τόνος στα μάτια του έκανε την καρδιά μου να χτυπάει πιο γρήγορα «Αν κάτι τέτοιο είναι παιχνιδάκι για εσένα δεν θέλω να φανταστώ πόσο γρήγορα θα αποφασίσει να σε μπλέξει ακόμα πιο βαθειά στη μαφία. Και εγώ δεν θα είμαι εκεί για να σε προσέχω»
«Όπα κάτσε. Πρώτον, δεν χρειάζομαι την προστασία σου εντάξει; Και για να ξεκαθαρίσουμε τα πράγματα εγώ έκανα μόνο αυτό που μου είπες»
«Χωρίς να το θες έκανες και περισσότερα»
«Ε λοιπόν αυτή είναι η πρώτη και τελευταία φορά που το έκανα άρα τέλος συζήτησης»
«Μην είσαι τόσο σίγουρη» είπε γρήγορα και απειλητικά πιάνοντας το χέρι μου και τραβώντας με πάλι προς τον κόσμο. Δεν είπαμε κουβέντα μέχρι την ώρα του χορού και παρόλο το τρέμουλο που είχε αρχίσει να κυριεύει το σώμα μου κατάφερα να σηκωθώ από την καρέκλα που καθόμουν με επιτυχία. Το τσιράκι έπιασε το χέρι μου και το έβαλε στον ώμο του ενώ τα δικά του αγκάλιασαν τη μέση μου. Δεν με κοίταξε στα μάτια παρά μόνο όταν άρχισε να παίζει το τραγούδι και τότε το πρόσωπό του από σκεπτικό έγινε ανέμελο.
«Όταν λες ενδότερα στη μαφία τι εννοείς;» τον ρώτησα αναφερόμενη στην προηγούμενή μας συζήτηση αλλά εκείνος απλώς χαμογέλασε και με έκανε μια στροφή. Δεν θα μου έδινε πληροφορίες κι αυτό ήταν σίγουρο. Δύο τραγούδια μετά αναγκάστηκα να χορέψω και με άλλα τσιράκια όχι όμως για πολλή ώρα αφού βρέθηκα ξανά στα χέρια του συνοδού μου «Βρήκα κι άλλο αρνητικό στο σχέδιο του μαφιόζου» τον πληροφόρησα και με κοίταξε περιπαιχτικά.
«Πες το»
«Παρόλο το γεγονός ότι δεν έχει κάμερες και φωτογράφους εδώ, δεν νομίζεις ότι οι υπόλοιποι προσκεκλημένοι θα θυμούνται τα πρόσωπά μας;»
Γέλασε. Γέλασε με την καρδιά του. Κι εγώ έμεινα να τον κοιτάω. Τόσο αστεία είμαι πια;
«Ε λοιπόν τέτοια ερώτηση δεν την περίμενα από εσένα» απάντησε τελικά και κατσούφιασα «Μην κατσουφιάζεις, δεν σου πάει» έβαλε το δάχτυλό του στις ζάρες του μετώπου μου και έκανα το κεφάλι μου πίσω κοιτάζοντάς τον προειδοποιητικά «Νομίζεις ότι ο μαφιόζος είναι τόσο ηλίθιος;»
«Κάποιο κουσούρι πρέπει να ‘χει κι αυτός» απάντησα αυτάρεσκα κάνοντας το τσιράκι να κουνήσει το κεφάλι του.
«Έχει βάλει ένα χημικό στα ποτά των προσκεκλημένων. Τους αφήνει να θυμούνται γεγονότα μα όχι πρόσωπα. Και πριν προχωρήσεις στην επόμενη ανόητη ερώτηση που σκέφτεσαι, γιατί νομίζεις ότι σου έφερνα εγώ τα ποτά σου; Ανίκανη δεν είσαι, πόδια έχεις. Αλλά δεν ξέρεις να ξεχωρίζεις το πραγματικό ποτό από το νόθο. Κοίταξε τον κόσμο γύρω σου . Τι βλέπεις;»
«Άτομα να χορεύουν;»
«Ναι. Τώρα κοίτα καλύτερα. Τώρα τι βλέπεις;»
Κοίταξα γύρω μου. Ακόμα έβλεπα άτομα να χορεύουν. Και συγκεκριμένα πολλούς από τους δικούς μας. Δε μου φαινόταν κάτι παράξενο. Και τότε κοίταξα τους υπόλοιπους προσκεκλημένους. Το αχανές βλέμμα τους τα έλεγε όλα. Τα χαμόγελα πλατιά μα παραμορφωμένα. Τσιτώθηκα.
«Αυτό είναι…»
«Απαίσιο. Το ξέρω. Τώρα ξέρουν τι βλέπουν. Ξέρουν σε ποιόν μιλάνε. Με ποιόν χορεύουν. Σε δέκα λεπτά δεν θα θυμούνται τίποτα»
«Και σε δέκα λεπτά τελειώνει το θέατρο σωστά;»
Με κοίταξε μέσα στα μάτια. Ένιωσα ένα ρίγος στην ραχοκοκαλιά μου. Είχε έρθει η ώρα.
«Σε λιγότερο από δέκα λεπτά»
«Δεν θα θυμούνται όμως μετά; Μετά από μία μέρα, μια εβδομάδα, δεν θα θυμούνται καν ότι ήμασταν εκεί;»
«Όχι. Απ’ ότι βλέπεις ο μαφιόζος έχει άκρες μέχρι εκεί που δεν πάει άλλο. Το χημικό αυτό σε κάνει να ξεχνάς συγκεκριμένα πρόσωπα»
«Πως γίνεται αυτό;»
«Όσοι έχουν πιεί το νόθο ποτό θα θυμούνται ο ένας τον άλλο. Εμείς έχουμε πιει κανονικά ποτά. Δεν έχουν τίποτα να θυμηθούν από εμάς. Όταν χτυπήσει όμως η σειρήνα θα ξυπνήσουν όλοι. Γι΄ αυτό πρέπει να τρέξουμε. Γιατί έτσι και πέσει στην αντίληψή τους ότι ήμασταν παρευρισκόμενοι θα ψάξουν. Θα μπλεχθεί αστυνομία. Και τότε την βάψαμε»
«Και η οθόνη που φαινόντουσαν τα πρόσωπά μας;»
«Χακαρισμένη»
«Και οι κάμερες του σπιτιού; Αποκλείεται να μην έχει κάμερες το σπίτι»
«Χακαρισμένες κι αυτές. Τελείωσαν οι ερωτήσεις;  Πρέπει σιγά-σιγά να αρχίσουμε να πηγαίνουμε» με έπιασε από το χέρι και αρχίσαμε να περνάμε μέσα από το πλήθος. Κανείς άλλος δεν μας ακολούθησε «Θα έρθουν σε λίγο. Δεν πρέπει να κινήσουμε υποψίες» απάντησε λες και διάβασε το μυαλό μου κι απλώς ένεψα. Έσφιξα το χέρι του συνοδού μου δυνατά αλλά δεν διαμαρτυρήθηκε. Χρειαζόμουν κάπου να στηριχτώ. Αυτό δεν θα ήταν καθόλου εύκολο.
«Ζωή;» άκουσα μια γνώριμη φωνή από πίσω μου και κοκάλωσα κάνοντας το τσιράκι να σταματήσει. Γύρισα το κεφάλι μου αργά. Ναι ήταν αυτός που είχα καταλάβει. Η ίδια γαλήνια φωνή μόνο που τώρα ήταν λίγο πιο βραχνή.
Ήταν ο νεαρός που είχαμε μιλήσει στο βιβλιοπωλείο. Ο επί μήνες αμίλητος επισκέπτης.
«Τι κάνεις εσύ εδώ;»

 Θεοδώρα Σέρβου