Τα Τέσσερα Στοιχεία (Κεφάλαιο 6)

Κάθομαι στο στρογγυλό τραπέζι προσευχής έχοντας σφραγίσει τα μάτια με τις παλάμες μου. Ακούω δίπλα τη μητέρα μου να αναπνέει δυνατά, σε μια προσπάθεια να επικοινωνήσει με τους Πρώτους Θεούς Ηγέτες του Νερού. Αφουγκράζομαι τον ήχο του νερού να ρέει ανάμεσα με μένα, τον πατέρα και την μητέρα μου καθώς βρισκόμαστε εν χρήσει των δυνάμεών μας. Αισθάνομαι την πίεση του νερού να δυναμώνει έτσι ξέρω πως έφτασε η ώρα της έναρξης. Μετράω έως το τρία έτσι ώστε να ξεκινήσω την ίδια στιγμή με τους γονείς μου. Αφού λέμε την πρώτη προσευχή, κάνουμε μια παύση για να δούμε αν εισακούστηκε. Όταν νιώθουμε το νερό να αυξάνει ταχύτητα, συνεχίζουμε με την δεύτερη.
Αφού έχουμε πλέον τελειώσει και με τις τέσσερις προσευχές, σηκώνομαι από το τραπέζι.
«Καρίνα, πάμε να ετοιμάσουμε το τραπέζι» λέει η μητέρα μου. Νεύω μια φορά και την ακολουθώ ως την κουζίνα.
Πέρασαν τέσσερις μέρες από τότε που συνάντησα τους Δεκάξι και ακόμη δεν έχει γίνει καμία συγκέντρωση εκπαίδευσης. Έχω να δω την Οριάνα και τους υπόλοιπους εκπαιδευτές από χθες, όταν ήρθαν σπίτι και με πληροφόρησαν πως θα είχα μια ημέρα ξεκούρασης. Ωστόσο, δεν έχω κλείσει μάτι τις τελευταίες μέρες λόγω αγωνίας. Γιατί καθυστερούν τόσο την προετοιμασία; Μόνο μια εβδομάδα έμεινε πριν την έναρξη της πρώτης δοκιμασίας εκλογής. Οι χρήστες του Αέρα είμαι σίγουρη πως κάνουν εντατικές προπονήσεις.
Στρώνω το λουλουδάτο τραπεζομάντιλο κι τοποθετώ τρία πιάτα μπροστά από κάθε καρέκλα. Αρπάζω τρία μαχαιροπίρουνα απ’ το συρτάρι και τα ακουμπάω επιμελώς πλάι σε κάθε πιάτο. Μια μύγα ζουζουνίζει κοντά στο αυτί μου και προσπαθώ μάταια να την απομακρύνω με το χέρι μου. Η μητέρα μου βγάζει την κατσαρόλα απ’ το μάτι και την ακουμπά πάνω στο ξύλινο στήριγμα που βρίσκεται στο τραπέζι.
«Μακαρόνια;» ρωτάω προσπαθώντας να μαντέψω το περιεχόμενο της κατσαρόλας.
«Πατάτες με κρέας» μου αποκρίνεται καθώς βγάζει από λίγο φαγητό σε κάθε πιάτο. Παρατηρώ πόσο αφοσιωμένη είναι σε αυτό που κάνει, εγώ δεν θα μπορούσα ποτέ να το κάνω. Αποσπάμαι πολύ εύκολα.
Ο πατέρας μου μπαίνει μέσα στην κουζίνα και κάθεται στη θέση του, στην κεφαλί του τραπεζιού. Τον μιμούμαι πιάνοντας τη θέση στα αριστερά του. Μου ρίχνει μια ματιά ενώ στη συνέχεια επικεντρώνεται στο φαγητό του. Τον παρακολουθώ να βουτάει ένα μικρό κομμάτι ψωμί μέσα στη σάλτσα και στη συνέχεια να το χώνει μέσα στο στόμα του. Προσπαθώ να κάνω το ίδιο, αλλά δεν έχω όρεξη να φάω.
«Δεν πεινάω» λέω, «θα πάω σο δωμάτιο μου». Κάνω να σηκωθώ, αλλά το χέρι του πατέρα μου με σταματά.
«Μόλις προσευχήθηκες, αυτό είναι το ευχαριστώ στους Θεούς Ηγέτες που σου παρέχουν τροφή;», καταπίνω για να αποδιώξω τον κόμπο στον λαιμό μου, μισώ να με κατσαδιάζουν. Ξανά κάθομαι στη θέση μου και σκύβω πάνω απ’ το πιάτο ανακατεύοντας το περιεχόμενο του. Κάποια στιγμή τρώω λίγο κρέας.
«Πως πάει η δουλειά» ρωτάει κάποια στιγμή ο πατέρας τη μητέρα μου. Εκείνη ανασηκώνει του ώμους.
Η μητέρα μου δουλεύει ως ράπτρια του Νερού. Στο μαγαζί όπου πωλούνται τα ρούχα της, της κάνουν ειδικές παραγγελίες και εκείνη πρέπει να τις παραδώσει μέσα σε ένα προκαθορισμένο χρονικό διάστημα. Είμαι υπερήφανη που τα περισσότερα ρούχα μου είναι δημιούργημα των καλλιτεχνικών χεριών της.
«Οι δουλειές έχουν πέσει» λέει, «οι Μέτοικοι έχουν ανοίξει καταστήματα κοντά σε κάθε στρατόπεδο βγάζοντας διάφορες προσφορές για να προσεγγίσουν πελάτες». Ένα μελαγχολικό χαμόγελο σχηματίζεται στα χείλη της. «Δυστυχώς, έχουν πολύ πελατεία».
«Τι λένε οι Θεοί Ηγέτες γι’ αυτό;» ρωτάω δίχως να μου δίνεται η άδεια.
«Δεν μπορούν να κάνουν τίποτα. Εφόσον τα καταστήματα βρίσκονται εκτός στρατοπέδου, έχουν το δικαίωμα να συνεχίσουν την εργασία τους»
«Αυτό είναι λάθος» λέω, «όχι των Μετοίκων, αλλά των Ηγετών μας. Θα έπρεπε να έχουν απαγορεύσει στα μέλη του κάθε στοιχείου να αγοράζουν από εκείνα τα καταστήματα. Εάν οι Μέτοικοι δεν είχαν πελατεία θα έκλειναν τα μαγαζιά και θα επέστρεφαν στο στρατόπεδό τους». Η μητέρα μου γουρλώνει τα μάτια, ενώ ο πατέρας μου με κοιτάζει έκπληκτος.
«Το ξέρεις ότι θα γίνεις Θεά Ηγέτες, έτσι δεν είναι;» μου λέει. Γελάω.
«Καλά, μην είσαι και τόσο σίγουρος». Είμαι πραγματικά ευγνώμων που οι γονείς μου πιστεύουν τόσο πολύ σε μένα, ωστόσο δεν θεωρώ ικανό τον εαυτό μου να αναλάβει την ηγεσία ενός ολόκληρου στοιχείου. Επιπλέον υπάρχουν και οι αντίπαλοι μου, οι οποίοι είναι εξίσου ικανοί και έτοιμοι να με αποτελειώσουν στη δοκιμασία εκλογής.
«Σαν πατέρας σου γνωρίζω πως όταν έρθει η ώρα θα τα πας περίφημα»
«Αυτό το λες επειδή δεν γνώρισες τους άλλους τρείς» λέω, «έχουν όλοι τους από τουλάχιστον ένα σημαντικό προτέρημα». Ο πατέρας μου αφήνει ο πιρούνι του και ακουμπά τους αγκώνες του στο τραπέζι. Αισθάνομαι τα μάτια του να καρφώνονται πάνω μου.
«Δεν θα έπρεπε να υποτιμάς τον εαυτό σου. Αν αυτή έχουν ένα προτέρημα, εσύ έχεις δέκα. Εξάλλου τι καλύτερο μπορεί να έχουν αυτοί από εσένα;»
Πιάνω μια πατάτα με το πιρούνι μου και τη βάζω γρήγορα μέσα στο στόμα μου. «Πολλά» λέω καθώς μασουλάω, «θα στα εξηγούσα, αλλά δυστυχώς χρειάζομαι χρόνο για κάτι τέτοιο»
Ακούω τη μητέρα μου να αναστενάζει, αλλά δεν γυρίζω το βλέμμα μου. «Νόμιζα πως η σημερινή μέρα ήταν κενή» λέει.
«Ναι, είναι»
«Τότε τι είναι αυτό που σου τρώει το χρόνο και δεν μπορείς να αφιερώσεις πέντε λεπτά στον πατέρα σου;»
Αφήνω το πιρούνι με έναν γδούπο και στρέφω τα μάτια μου προς το μέρος της μητέρας μου.
«Ωραία λοιπόν» λέω σπρώχνοντας το πιάτο μακριά, «θα σας πω ένα-ένα τα προτερήματα του κάθε Ξεχωριστού». Ακουμπάω τους αγκώνες μου το τραπέζι και σηκώνω το πρώτο μου δάκτυλο απαριθμίζοντας το κάθε παιδί. «Πρώτον, η Σύνθια. Αυτή η κοπέλα έχει γερή προσωπικότητα, τα πάντα πάνω της είναι απειλητικά. Ξέρει ακριβώς τι πρέπει να πει για να βγει από πάνω και είμαι απολύτως σίγουρη πως θα έχει την καλύτερη βαθμολογία στο τεστ προσωπικότητας». Ο πατέρας μου κάνει να μιλήσει, αλλά τον διακόπτω.
Σηκώνω και το δεύτερο δάκτυλο. «Δεύτερον, ο Τριστάνο. Αυτό το παιδί τα διαθέτει όλα. Προσωπικότητα, σώμα, τρόπους, τα πάντα. Ειλικρινά θα εκπλαγώ εάν δεν ανακηρυχτεί Ηγέτης»
Ανεβάζω και το τρίτο δάκτυλο. «Τρίτον, ο Κόνορ. Καλά εντάξει αυτός ίσως να μην καταφέρει και πολλά, ωστόσο έχει φοβερό σώμα. Θα είναι δύσκολος αντίπαλος στις μάχες»
Ο πατέρας μου ανασηκώνει το ένα του φρύδι. Σταυρώνει τα χέρια στο στήθος και λέει: «Να σου πω εγώ τα δικά σου προτερήματα; Πρώτον, εμφανίσιμη. Δεύτερον, δυνατή όχι μόνο σωματικά αλλά και ψυχικά. Τρίτον, φοβερή προσωπικότητα με τρόπους και ευγένεια. Τέταρτον, δημιουργική σκέψη και σωστή κρίση». Κε κοιτάζει στα μάτια και γέρνει προς το μέρος μου.
«Αν δεν είσαι εσύ ικανή, τότε ποιος είναι;» μου ψιθυρίζει.
Απομένω λίγο αναλογιζόμενη τα λόγια του. Τα διαθέτω όντως όλα αυτά ή ο πατέρας μου τα λέει για να με ενθαρρύνει; Ίσως αυτό να παρουσιάζω στους ανθρώπους. Ίσως να έχω ένα διάφανο, ψεύτικο προσωπείο που μπερδεύει τους άλλους και τους προκαλεί ψευδαισθήσεις για τον χαρακτήρα μου. Ή απ’ την άλλη, ίσως να έχει δίκιο. Μπορεί να είμαι όμορφή, δυνατή και έξυπνη.
«Δεν ξέρω» λέω τελικά. Σηκώνομαι απ’ τη θέση μου και πηγαίνω το πιάτο στο νεροχύτη. «Ο χρόνος θα δείξει». Στο δωμάτιο πέφτει νεκρική σιγή. Ο μοναδικός ήχος, είναι εκείνος το πιρουνιού που σκουντάει το πιάτο.
Ανοίγω τη βρύση κι βγάζω το σφουγγάρι απ’ τη θήκη του. Τα χέρια μου κινούνται μηχανικά πάνω, κάτω και κυκλικά καθαρίζοντας τα λερωμένα σημεία. Το μυαλό μου απομακρύνεσαι από την κουζίνα καθώς αναλογίζομαι τα γεγονότα της τελευταίας εβδομάδας. Σιγά σιγά αντιλαμβάνομαι το λόγο που η Οριάνα θεώρησε αρνητική τη θέση μας στη δοκιμασία. Είναι πολλά εκείνα που καθιστούν την τέταρτη θέση ως χειρότερη. Οι πέντε εβδομάδες είναι υπεραρκετές για να δημιουργηθούν δεσμοί φιλίας ανάμεσα στους Ξεχωριστούς, πράγμα που θα δημιουργήσει επιπλοκές στη μάχη. Επιπλέον τώρα που ο χώρος προπόνησης είναι ενιαίος, δεν μπορούμε να προετοιμαστούμε και να αποφύγουμε τη συνάντηση μεταξύ μας. Αυτός είναι και ο λόγος που έχουν περάσει τόσες μέρες δίχως να κάνω τίποτα. Μετά είναι και το άγχος των τόσον εβδομάδων που θα μας δημιουργήσει προβλήματα.
Αφήνω το πιάτο και κλείνω τη βρύση. Σκουπίζω τα χέρια μου στην θαλασσί πετσέτα που κρέμεται απ’ το χερούλι του φούρνου και πηγαίνω στο δωμάτιό μου. Βάζω ένα σκούρο τζίν, μια κολλητή μαύρη μπλούζα και τα άνετα αθλητικά μου και κατεβαίνω τις σκάλες που οδηγούν προς την εξώπορτα. «Φεύγω» φωνάζω και κατεβάζω το πόμολο.

***

Περπατάω πάνω στους λεπτούς κόκκους άμμου παρακολουθώντας τα κύματα της θάλασσας να σκάνε λίγο πιο κάτω απ’ τα πόδια μου. Κατεβάζω το κεφάλι και με τα μάτια μου αναζητώ μια καλή πέτρα για να ρίξω στη θάλασσα. Βρίσκω μια μικρή. Γονατίζω και την παίρνω μέσα στα χέρια μου. Είναι μαύρη και έχει μερικά τοσοδούλικα ανοίγματα. Την επεξεργάζομαι λίγα δευτερόλεπτα ακίνητη, λες και είναι κάτι αξιοθαύμαστο. Τελικά με μια γρήγορη κίνηση του χεριού μου, τη ρίχνω στη θάλασσα. Μένει για ένα δευτερόλεπτο στον αέρα κι έπειτα κάνει βουτιά στο νερό προκαλώντας ένα μικρό βαθούλωμα στην τριγύρω περιοχή.
Μακάρι να γνώριζα τον επακριβή λόγο που με ανάγκασε να έρθω εδώ, ωστόσο δεν έχω ιδέα γιατί νιώθω τόσο έντονα την ανάγκη να μείνω μόνη. Είναι κάτι μέσα μου που με παρασύρει και με κάνει να αισθάνομαι άσχημα δίχως λόγο. Καμιά φορά ορκίζομαι πως η καρδιά μου φωνάζει να τα παρατήσω όλα, να μην δώσω σημασία σε τίποτα και να κάνω αυτό που εγώ θέλω. Να γίνω ένα απλό και ήσυχο μέλος. Θέλω να γίνω σαν τους γονείς μου, να έχω γεννηθεί μόνο για να συνεισφέρω στο στοιχείο μου. Να πάω σχολείο, να βρω δουλειά και κάποια στιγμή να γνωρίσω την πραγματική αγάπη και να κάνω οικογένεια.
Ωστόσο τίποτα από όλα αυτά δεν είναι εφικτό, ποτέ δεν ήταν. Δεν είμαι μια απλή κοπέλα, δεν μπορώ να βρω μια απλή δουλειά, δεν μπορώ να αγαπήσω και να κάνω οικογένεια. Είμαι μια Ξεχωριστή, δουλειά μου είναι η ηγεσία και αγάπη για μένα είναι η εξουσία. Αν ποτέ καταφέρω να ανακηρυχτώ Θεά Ηγέτης του Νερού, τότε θα πρέπει να ξεχάσω τις επιθυμίες μου μια για πάντα. Οι Θεοί δεν παντρεύονται, η κύρια δουλειά τους είναι η επίβλεψη του στοιχείου τους. Η οικογένεια για εκείνους δεν είναι τίποτα άλλο παρά επιπλέον φόρτος και πολύωρη απομάκρυνση απ’ τη δουλειά.
Νιώθω τα μάτια μου να τσούζουν. Αποτρέπω τον εαυτό μου απ’ το να κλάψει και βηματίζω αργά προς ένα παγκάκι. Όταν έχω διασχίσει την μισή απόσταση ακούω μια κοριτσίστικη κραυγή να έρχεται από πίσω μου. Γυρίζω για να δω τι συμβαίνει και το στόμα μου απομένει μισάνοιχτό.
Ένα αγόρι με κατσαρά, μαύρα μαλλιά μόλις δέκα χρονών βρέχει σε σημείο πνιγμού ένα ολοφάνερα μικρότερο κοριτσάκι με ξανθές μπούκλες. Το μικρό κορίτσι τρέμει και βήχει προσπαθώντας μάταια να καλυφθεί από το νερό που πέφτει με απίστευτη δύναμη στο πρόσωπο και το σώμα του. Κλείνω το στόμα μου και τρέχω προς το μέρος του αναίσθητου και αποτρόπαιου αγοριού.
Σκέφτομαι στα γρήγορα ποια θα ήταν η σωστότερη αντιμετώπιση, ωστόσο μόλις φτάνω κοντά το μόνο που κάνω, είναι να τραβήξω το χέρι του. Μου δείχνει τα δόντια σαν λυσσασμένος σκύλος και σηκώνει ξανά το χέρι του έτοιμος για επίθεση. Περιμένω να στρέψει ξανά την προσοχή του προς το μισολιπόθυμο κορίτσι, ωστόσο εκείνος γυρίζει το χέρι του σε εμένα. Απομένω σύξυλη να κοιτάζω την παλάμη του ώσπου ξάφνου η όραση μου πλημυρίζει με νερό. Πέφτει με τόση ορμή επάνω μου που δεν μου δίνει τη δυνατότητα να κουνηθώ ή να καλυφθώ. Παραπατάω αλλά δεν πέφτω, βηματίζω προς τα πίσω τοποθετώντας τα χέρια μπροστά απ’ το πρόσωπό μου ως ασπίδα. Δεν μπορεί να χάνω από ένα δεκάχρονο με μοναδική εκπαίδευση εκείνη του σχολείου. Εάν χάνω από αυτό το αγοράκι, τότε δεν θέλω να σκέφτομαι τι θα μου συμβεί στην πραγματική μάχη.
Προσπαθώ να ηρεμίσω και να σκεφτώ έναν τρόπο να βγω απ’ αυτή την κατάσταση. Φέρνω στο μυαλό μου τα μαθήματα με χρήση δυνάμεων. Το μόνο που πρέπει να κάνω, είναι να ελέγξω το νερό. Συνεχίζω να αμύνομαι με τα χέρια ωσότου ηρεμίσω. Θυμάμαι όλα όσα μου έχουν πει οι εκπαιδευτές μου. Σκέφτομαι την αγνότητα του νερού και την βοήθεια που προσφέρει στην ανθρωπότητα. Όταν καταφέρνω να επικεντρωθώ στο νερό που πέφτει πάνω μου, κάνω αυτό που πρέπει. Με μια κίνηση του χεριού μου, στρέφω το νερό προς την αντίθετη κατεύθυνση. Το αγόρι πέφτει με δύναμη στο έδαφος.
Η καρδιά μου χτυπάει δυνατά και η ανάσα μου βγαίνει λαχανιασμένη. Το αγόρι κάνει να σταθεί και περιμένω να δω την θυμωμένη του έκφραση. Αντ’ αυτού το μόνο που κάνει, είναι να χαμογελάσει. Σμίγω τα φρύδια αδυνατώντας να καταλάβω τι συμβαίνει. Γυρίζω να δω αν το κοριτσάκι έχει ανακτήσει τις αισθήσεις του και ξεροκαταπίνω. Όχι μόνο δεν έχει τάσεις λιποθυμίας, αλλά χαμογελάει πλατιά στο αγοράκι που μόλις πριν δύο λεπτά απειλούσε να την σκοτώσει με πνιγμό.
Ένα χέρι ακουμπάει τον ώμο μου. Γυρίζω και τα μάτια μου συναντούν εκείνα της Οριάνα.
«Πέρασες με επιτυχία τη δοκιμασία» λέει με ένα μεγάλο χαμόγελο να στολίζει το πρόσωπό της. Ανοιγοκλείνω τα μάτια μου μερικές φορές όντας παντελώς μπερδεμένη.
«Τι στο καλό συμβαίνει;» τσιρίζω καθώς τα μάτια μου επεξεργάζονται το βρεγμένο μου σώμα. Δεν μπορεί να ήταν κόλπο όλο αυτό, δεν μπορεί να την πάτησα έτσι.
«Ήταν μια δοκιμασία. Θέλαμε να δούμε πως θα αντιδρούσες σε πραγματικό γεγονός, δίχως εμάς να σε συμβουλεύουμε»
«Μα καλά με δουλεύεις; Υποτίθεται πως σήμερα θα ξεκουραζόμουν». Αισθάνομαι ταπεινωμένη και ανίκανη. Δεν κατάλαβα τι πραγματικά διαδραματιζόταν, δεν ήμουν ικανή να αντιληφθώ την παγίδα. Πως μπόρεσα να είμαι τόσο αφελής; Αφού οι χρήστες του Νερού, ποτέ δεν κάνουν χρήση των δυνάμεών τους για κακό σκοπό. Επιπλέον, έπρεπε να καταλάβω πως ήμουν η μοναδική που έσπευσε να βοηθήσει το κορίτσι.
«Έπρεπε να είναι πειστικό» λέει λες και είναι ολοφάνερο. «Πάντως τα κατάφερες και θα έπρεπε να είσαι χαρούμενη γι’ αυτό». Στραβομουτσουνιάζω.
«Νιώθω ηλίθια όχι χαρούμενη» λέω λυπημένα. Εκείνη γελάει σιγανά και μου τείνει το χέρι της προς την κατεύθυνση όπου βρίσκεται το σπίτι μου.
«Για μισό λεπτό. Εσείς πως ξέρατε ότι βγήκα απ’ το σπίτι;» ρωτάω μόλις το συνειδητοποιώ. «Μη μου πεις ότι ήταν και οι γονείς μου στο κόλπο;». Το χαμόγελό της γίνεται πιο πλατύ. Δεν απαντάει, μόνο με σπρώχνει απαλά για να κουνηθώ.
«Όλοι οι Ξεχωριστοί καλούνται να περάσουν μια τέτοια δοκιμασία» μου λέει έπειτα από λίγο. Τα μάτια της κοιτάζουν την άμμο που εξαπλώνετε μπροστά μας. Τα κοντά μαλλιά της είναι πιασμένα με ένα μαύρο λαστιχάκι. Συνεχίζει να είναι όμορφη με τον δικό της τρόπο.
«Οι υπόλοιποι τρείς του Νερού πως τα πήγαν;» ρωτάω.
«Αυτό δεν το γνωρίζω» μου αποκρίνεται σιγανά. Δεν λέω τίποτα άλλο.
Καθώς περπατάμε με τα πόδια μας να βουλιάζουν μέσα στην μπεζ άμμο, το μυαλό μου ταξιδεύει στον Τριστάνο. Δεν ξέρω γιατί τον σκέφτομαι, αλλά αισθάνομαι ένα ελαφρύ τσίμπημα στο στομάχι κάθε φορά που θυμάμαι την γνωριμία μας. Ήταν πραγματικά πολύ παράξενος ο τρόπος συνάντησής μας. Εγώ να κοιμάμαι κι αυτός να με παρατηρεί σιωπηλός. Άραγε τι να πέρασε απ’ το μυαλό του μόλις άνοιξε τη πόρτα και αντίκρισε μια κοιμισμένη κοπέλα πάνω στον καναπέ;
«Αύριο σε περιμένει δύσκολη μέρα» λέει η Οριάνα βγάζοντας με απ’ τις σκέψεις μου. Της ρίχνω ένα ερωτηματικό βλέμμα ευχόμενη να μην αναγκαστώ να αντιμετωπίσω κάποιον σαν τον Φράνκ.
«Θα πάμε στο σημείο προπονήσεων μαζί με τους υπόλοιπους Ξεχωριστούς» μου εξηγεί, «δεν γνωρίζω ακόμη τι είδους δοκιμασίες θα πρέπει να αντιμετωπίσετε, αλλά είμαι σίγουρη ότι δεν θα είναι εύκολες». Μορφάζω και μόνο στη σκέψη της επικείμενης μάχης. Πέρα απ’ τη χρήση των δυνάμεων, επιτρέπεται και η σωματική άμυνα και επίθεση. Δεν θέλω ούτε να σκέφτομαι τον πόνο που θα διατρέξει όλο μου το σώμα μόλις φάω κλοτσιά από τον Κόνορ ή τον Τριστάνο.
«Αυτό τώρα το λες για να με καθησυχάσεις;» ρωτάω με έντονο σαρκασμό στη φωνή μου.
«Απλώς σε ενημερώνω για να κάνεις την κατάλληλη προετοιμασία» μου αποκρίνεται με σοβαρό ύφος. Τα χέρια της γλιστρούν μέσα στην ανοιξιάτικη ζακέτα που καλύπτει το πάνω μέρος τους σώματός της. Αποστρέφω το βλέμμα μου και κοιτάζω τα λιγοστά αυτοκίνητα που περνούν απ’ το δρόμο, ελάχιστα μέτρα πιο πέρα. Τα μέλη του Νερού προσπαθούν να μειώσουν τη μετακίνηση τους με αυτοκίνητα ή μηχανάκια. Δεν θέλουν να καταστραφεί ο κόσμος που μας δημιούργησαν οι πρώτοι Θεοί Ηγέτες. Συμμερίζομαι τη σκέψη τους, αλλά τη θεωρώ υπερβολική.
«Δεν χρειάζεται να με συνοδεύσεις μέχρι το σπίτι» λέω μόλις η απόσταση έχει μειωθεί αισθητά, «μπορώ να πάω και μόνη μου»
«Ποιος σου είπε ότι πηγαίνουμε στο σπίτι σου;». Σταματώ να περπατάω και περιμένω ώσπου να κάνει το ίδιο. Εάν δεν είναι το σπίτι ο προορισμός μας, τότε ποιος είναι;
Σταματά μόλις αντιλαμβάνεται την απουσία μου και γυρίζει προς το μέρος μου. Γέρνει το κεφάλι στο πλάι και σταυρώνει τα χέρια στο στήθος. «Τι ακριβώς κάνεις;»
«Περιμένω να μου πεις που πηγαίνουμε» λέω ξερά. Αναστενάζει και με πλησιάζει.
«Δεν χρειάζεται να ανησυχείς, απλώς θα πάμε να δοκιμάσεις τη στολή σου»
Σμίγω τα φρύδια κι έπειτα τα ανασηκώνω. «Στολή;»
Μου σκάει ένα πονηρό χαμόγελο και με πιάνει αγκαζέ προτρέποντάς με να συνεχίσω. «Στα αλήθεια νόμιζες ότι θα πήγαινες στη δοκιμασία εκλογής με φόρμα;». Στραβοκαταπίνω. Ναι, αυτό νόμιζα.
«Ο κάθε διαγωνιζόμενος θα φοράει και από μία στολή. Διαφορετική για το κάθε στοιχείο». Δαγκώνω το εσωτερικό μέρος του μάγουλού μου καθώς αναλογίζομαι εμένα μέσα σε μια γαλάζια στολή με το σύμβολο του νερού στην πλάτη. Παράξενο αλλά τέλειο.
«Καλά» λέω, «κι εγώ γιατί μαθαίνω τώρα αυτό το συνταρακτικό γεγονός;»
«Μη ρωτάς εμένα, αλλά τον Κρίστοφερ. Εκείνος είχε την ιδέα να στο κάνουμε έκπληξη». Γελάω δυνατά.
«Και από πότε αρέσουν στον Κρίστοφερ οι εκπλήξεις;» ρωτάω με ένα πελώριο χαμόγελο να φωτίζει το πρόσωπό μου.
«Από τότε που τον έπεισα ότι δεν είσαι ένα κακομαθημένο και ανάγωγο κορίτσι» λέει.
Ρουθουνίζω, «Καλά, κατάλαβα». Η Οριάνα μου σφίγγει το μπράτσο και ύστερα απελευθερώνει το χέρι μου απ’ το δικό της. Προσέχω τον τρόπο που προσπαθεί να αποφύγει το βλέμμα μου. Μοιάζει σαν να θέλει να μου πει κάτι σημαντικό, αλλά να μην γνωρίζει τον τρόπο.
«Τι τρέχει;» ρωτάω. Δεν μιλάει, τα μάτια της πέφτουν πάνω σε μια μεσαίου μεγέθους πέτρα. Την κοιτάζει για λίγο κι μετά την κλοτσάει με δύναμη. Εκείνη πετάγεται στον αέρα και στη συνέχεια χώνεται βαθιά μέσα στην άμμο.
«Είναι κάτι που θέλω να σου πω εδώ και πολύ καιρό» λέει.
«Ωχ, μήπως πρέπει να ανησυχώ; Εσύ δεν παίρνεις ποτέ αυτό το διχασμένο βλέμμα». Γελάει σαν ένα μικρό κορίτσι και με σκουντάει στον ώμο.
«Μη λες βλακείες. Απλώς είναι κάτι που αφορά την προσωπική μου ζωή».
Νιώθω το σώμα μου να παγώνει. Τι το σημαντικό θα μπορούσε να θέλει να μου ανακοινώσει η Οριάνα και να φοβάται τόσο την αντίδρασή μου; Το μόνο που μπορώ να σκεφτώ, είναι ότι έφτασε η ώρα να αποχωρήσει απ’ το πλευρό μου. Ίσως οι Θεοί Ηγέτες αποφάσισαν να την επαναφέρουν στο προηγούμενο πόστο της ως εκπαιδεύτρια σε σχολείο για μικρά παιδιά.
«Πες μου» την προτρέπω νιώθοντας ήδη τον πόνο της απουσίας της να μου κόβει την αναπνοή και να μου φέρνει δάκρυα στα μάτια. Υπενθυμίζω στον εαυτό μου πως θα την έχανα ούτος ή άλλως εάν ανακηρυσσόμουν Θεά Ηγέτης.
«Θα το πω μια κι έξω» λέει. Πιέζω τον εαυτό μου να σκεφτεί θετικά και περιμένω με κομμένη την ανάσα να μου ανακοινώσει την αποχώρησή της από εκπαιδεύτρια.
«Παντρεύομαι τον Κρίστοφερ»
«Τι;» τσιρίζω τόσο δυνατά που είμαι σίγουρη πως ακούγομαι μέχρι το στρατόπεδο του Αέρα. Μερικοί άνθρωποι γυρίζουν το κεφάλι τους, αλλά δεν τους δίνω σημασία.
Η Οριάνα και ο Κρίστοφερ ήταν πάντα οι κύριοι εκπαιδευτές μου, με συνόδευαν σε όλες τις προετοιμασίες καθώς και σε συναντήσεις όπως εκείνη με τους Θεούς Ηγέτες του Αέρα και της Φωτιάς. Είχαν φοβερή συνεργασία και μου έδιναν καταπληκτικές συμβουλές. Ωστόσο είμαι απόλυτα σίγουρη πως η σχέση τους κυμαινόταν πάντα στα πλαίσια της φιλίας, αποκλείεται να έπεσα τόσο έξω.
«Μου κάνεις πλάκα, έτσι δεν είναι;». Νιώθω λες και με χαστούκισε. Νόμιζα πως είχαμε μια πιο στενή σχέση, είχα την εντύπωση πως ήμασταν κατά κάποιον τρόπο φίλες. Πως είναι δυνατόν να ετοιμάζεται να παντρευτεί και να το μαθαίνω τώρα; Άσε που δεν μου είπε ποτέ πως έχει αισθήματα για τον Κρίστοφερ, πράγμα βέβαια που θεωρώ τελείως αηδιαστικό, αλλά κι πάλι όφειλα να το γνωρίζω.
«Όχι, είναι αλήθεια» λέει και μου ρίχνει ένα στραβό χαμόγελο. Τα μάτια της επικεντρώνονται στα δικά μου και παρατηρώ μια ξανθιά τούφα να καλύπτει ένα μικρό μέρος του δεξιού της ματιού.
«Δυστυχώς» μουρμουρίζω. Δεν ξέρω αν πρέπει να θυμώσω ή να την υποστηρίξω σ’ αυτό το νέο ξεκίνημα της ζωής της. Ωστόσο γνωρίζω πολύ καλά πως θα μπορούσε να είναι και χειρότερα. Θα μπορούσε να μου ανακοινώσει την αποχώρησή της αντί για τον γάμο της. Αναστενάζω.
«Ταιριάζετε» λέω. «Νομίζω πως έκανες σωστή επιλογή, τον Κρίστοφερ τον γνωρίζεις εδώ και πολύ καιρό»
Το πρόσωπο της φωτίζεται αναπάντεχα στο άκουσμα των λέξεων που μόλις ξεπήδησαν απ’ το στόμα μου. Φαίνεται ευτυχισμένη και μόλο που δεν συμπαθώ τον Κρίστοφερ, δεν έχω το δικαίωμα να της χαλάσω την ευτυχία, ούτε να την αποτρέψω απ’ το να παντρευτεί έναν ασυναίσθητο, κοκαλιάρη άντρα.
«Σ’ ευχαριστώ, Καρίνα» λέει και μου σφίγγει τον ώμο ως ένδειξη ευγνωμοσύνης. Νεύω και της χαρίζω ένα στοργικό χαμόγελο.
«Ας αφήσουμε τώρα τους συναισθηματισμούς, ολόκληρη στολή με περιμένει», κατανεύει χαμογελώντας και μου υποδείχνει τον δρόμο που πρέπει να ακολουθήσουμε. Περπατάμε δίπλα-δίπλα συζητώντας για την πρόταση γάμου και όλα όσα προηγήθηκαν μεταξύ τους όλον αυτόν τον καιρό. Μολονότι δεν ερωτεύτηκα ποτέ μου, καταλαβαίνω με ευκολία πως η Οριάνα έχει αρχίσει να νιώθει αυτό το συναίσθημα εδώ και πολύ καιρό.





Δέσποινα Χρ.