Τα Τέσσερα Στοιχεία (Κεφάλαιο 14)

        «Ψέματα!» φωνάζω στο άντρα που στέκεται μπροστά μου και με κατηγορεί, «Είναι ψέματα! Ποτέ δεν λάδωσα κανέναν!».
      Πετάγεται από την πολυθρόνα και με κοιτάζει με μάτια βουρκωμένα. Τι υποκριτής. «Παραδέξου επιτέλους την αλήθεια! Σε είδα να δίνεις λεφτά σε εκείνον τον άντρα. Είσαι η δολοφόνος του Θεού Ηγέτη μας!».
      Σφίγγω τα χέρια μου σε γροθιές και λέω με σιγανή φωνή: «Ξέρεις τίποτα για εμένα;».
      Στην αρχή με κοιτάζει με απορία, η περιέργεια φαίνεται στα γερασμένα χαρακτηριστικά του προσώπου του. Έπειτα όμως, ισιώνει το καμπουριασμένο κορμί του και με κοιτάζει ευθεία μέσα στα μάτια με αποφασιστικότητα.
      «Ξέρω ότι είσαι μια δολοφόνος».
      «Λάθος, δεν ξέρεις τίποτα για εμένα. Δεν έχεις ιδέα ποια είμαι, ούτε τι έχω περάσει όλη μου τι ζωή» , λέω ανταποδίδοντας το έντονο βλέμμα, «Ξέρεις όμως πολύ καλά ποιος είναι ο δολοφόνος. Ξέρεις την ταυτότητα εκείνου που με οδήγησε πίσω από τα κάγκελα. Επίσης ξέρεις ότι είμαι αθώα». Τα ρυτιδιασμένα μάτια του με το ζόρι στέκονται πάνω στα δικά μου. Ξεροκαταπίνει ψάχνοντας να βρει λόγια για να αντεπιτεθεί.
       «Η αλήθεια θα λάμψει» απαντάει έπειτα από λίγο και σωριάζεται στην πολυθρόνα. Ο Γουίλ τρίβει το μέτωπό του και ρίχνει το σώμα του στην πλάτη της καρέκλας.
       «Καρίνα, κάθισε κάτω» λέει δείχνοντας την μαύρη πολυθρόνα με το στυλό του. Ρίχνω μια ματιά στον δικηγόρο μου και αφού μου κουνάει θετικά το κεφάλι, κάθομαι πίσω στο κάθισμα.
       «Θα περιμένουμε να παρουσιαστεί και ο δεύτερος μάρτυρας». Παίρνω μια βαθιά ανάσα και εύχομαι να μην είναι άλλος ένας ψεύτης που σκοπό έχει να με χώσει στη φυλακή.
       Λίγο προτού κατακεραυνώσω για δέκατη φορά τον ηλικιωμένο μάρτυρα, βλέπω το σκουριασμένο χερούλι της πόρτας να ανοίγει. Μέσα από το άνοιγμα ξεπροβάλει μια γυναίκα. Μια γυναίκα με κοντά, πυρόξανθα μαλλιά και βλέμμα που στέκεται επάνω μου με επιμονή. Μα κυρίως μια γυναίκα που έχω ξαναδεί.
       «Καθιστέ» λέει ευγενικά ο Γουίλ και της υποδείχνει την τρίτη πολυθρόνα, ανάμεσα σε μένα και τον πρώτο μάρτυρα, του οποίου το όνομα μου διαφεύγει.
       Καθώς έρχεται προς το μέρος μου, σμίγω τα φρύδια και την κοιτάζω εξεταστικά. Είμαι σχεδόν σίγουρη ότι αυτή η κυρία, είναι εκείνη που είχα δει στην παραλία όταν το είχα σκάσει από το σπίτι. Μπορώ ακόμη να θυμηθώ τα διαπεραστικά, γαλάζια μάτια της να καρφώνονται πάνω μου και να επεξεργάζονται την κάθε μου κίνηση.
       «Δώσατε κατάθεση;» ρωτάει ο αστυνόμος όταν η γυναίκα έχει βολευτεί στο κάθισμα.
       «Ναι, μόλις τελείωσα» του αποκρίνεται δίχως να βλεφαρίζει. Εγώ συνεχίζω να την κοιτάζω εξονυχιστικά προσπαθώντας να επιβεβαιώσω στον εαυτό μου ότι είναι εκείνη που είχα δει στην παραλία.
       «Πολύ καλά λοιπόν, μπορείτε να επαναλάβετε όσα αναφέρατε στην κατάθεσή σας για την υπόθεση και ενώπιον της κατηγορουμένης;»
        Η γυναίκα γνέφει και αφού με κοιτάζει με την άκρη του ματιού της, λέει: «Είδα την κατηγορούμενη να κοιτάζει προς τις κερκίδες την ώρα που μπήκε στο πεδίο της μάχης. Στην αρχή έψαχνε κάποιον, κοιτούσε για πολύ ώρα σε ένα συγκεκριμένο σημείο. Μετά έστρεψε την προσοχή της στη μάχη και θυμάμαι ξεκάθαρα ότι το μίσος είχε αποτυπωθεί στα χαρακτηριστικά της. Λες και ήταν έτοιμη να σκοτώσει τον Ηγέτη μας».
       Μια σουβλιά πόνου στο στομάχι, με κάνει να τυλίξω τα χέρια μου γύρω από την κοιλιά και να σφραγίσω τα μάτια μου σφιχτά. Δύο μάρτυρες εναντίων μου και μηδέν υπέρ μου.
      «Αυτό δεν αποδεικνύει απολύτως τίποτα» παρεμβαίνει ο δικηγόρος μου, ωστόσο και οι δύο μας ξέρουμε πως βρίσκομαι σε πολύ δύσκολη θέση.
      «Σας παρακαλώ, κύριε Ρόμπερτ. Αφήστε την μάρτυρα να ολοκληρώσει» λέει ο Γουίλ και επαναφέρει την προσοχή του στην γυναίκα.
      «Είμαι σίγουρη πως την ώρα που κοίταξε προς τα κερκίδες, έδωσε κάποιο σύνθημα στον συνένοχο».
      «Ψέματα!» γρυλίζω και πετάγομαι από τη θέση μου κάνοντας τον κ. Ρόμπερτ να με τραβήξει προς τα πίσω.
      «Καρίνα, κάθισε κάτω και κράτησε το στόμα σου κλειστό» μου ψιθυρίζει στο αφτί. Παίρνω μια βαθιά ανάσα προσπαθώντας να ηρεμήσω τον εαυτό μου, ωστόσο όλη αυτή η υποκρισία με κάνει και αγανακτώ. Κάποιος θέλει να βγω από τη μέση και δεν πρόκειται να το αφήσω να συμβεί.
      «Ποιος στο καλό σας έβαλε να τα πείτε όλα αυτά; Ποιος;» τσιρίζω σπρώχνοντας τον κ. Ρόμπερτ παράμερα. «Είσαι μεγάλοι υποκριτές, σας αξίζει επιβράβευση!».
       Δύο αστυνομικοί μπαίνουν τρέχοντας στο δωμάτιο και μου βάζουν χειροπέδες τραβώντας με από τα μπράτσα προς την έξοδο. Στην αρχή χτυπιέμαι επιθυμώντας να απελευθερωθώ, ωστόσο στην συνέχεια καταλαβαίνω ότι είναι ανώφελο. Όλα είναι μάταια πλέον, θα μπω μια για πάντα πίσω από εκείνα τα ασημένια, βρώμικα και πανάρχαια κάγκελα της φυλακής.


***

Πηγαινοέρχομαι πάνω κάτω στο κελί, περιμένοντας πως κατά αυτόν τον τρόπο θα κυλήσει η ώρα και θα δω επιτέλους τους γονείς μου. Τελικά σωριάζομαι στο κρεβάτι και αρχίζω να στριφογυρίζω νευρικά μια τούφα απ’ τα καστανόξανθα μαλλιά μου.
      Όταν έχει περάσει αρκετή ώρα αναμονής, ρωτάω τον φύλακα: «Πότε θα έρθουν οι γονείς μου;».
      «Πρέπει πρώτα να πάρουν άδεια» μου αποκρίνεται ψυχρά και αρχίζει να ξεφλουδίζει ένα πορτοκάλι με το νύχι του. Αμέσως μόλις οι φλούδες πέφτουν από το φρούτο, το δωμάτιο γεμίζει με την χαρακτηριστική μυρωδιά του. Το στομάχι μου κάνει ένα ζωηρό ήχο και αυτόματα τυλίγω τα χέρια μου γύρω του για να μην ακουστεί.
      Αφήνω έναν μακρόσυρτο αναστεναγμό και κλείνω τη μύτη μου προσπαθώντας μάταια να αποφύγω αυτή την γλυκιά μυρωδιά που μου ανοίγει την όρεξη.
      «Θέλεις λίγο;» ρωτάει εκείνος παρατηρώντας τον τρόπο που κοιτάζω το φρούτο. Μια φωνή μέσα μου λέει να μην υποκύψω, παρόλα αυτά η πείνα μου είναι τόσο μεγάλη που με κάνει να ενδώσω.
      «Ναι, θα ήθελα» λέω. Τον παρακολουθώ να σηκώνετε από την καρέκλα και να κατευθύνεται στο κελί, μόνο που μόλις φτάνει στην καγκελόπορτα κάνει πίσω και αρχίζει να γελάει δυνατά.
      «Στα αλήθεια νόμιζες ότι θα σου έδινα;» λέει ενώ σκουπίζει τα μάτια του.
       Θυμός κυριεύει κάθε εκατοστό του κορμιού μου, νιώθω τα χέρια μου να συσπώνται καθώς προσπαθώ να αντισταθώ στον πειρασμό να χώσω το χέρι μου μέσα από το άνοιγμα των κάγκελων και τον αρπάξω από τον λαιμό.  Για καλή του τύχη, κάποιος χτυπάει την πόρτα.
       «Ήρθαν οι γονείς σου» λέει και μου ρίχνει ένα πονηρό χαμόγελο που δεν ξέρω σε τι αποσκοπεί.
        Ανοίγει την πόρτα και αμέσως όλο μου το σώμα αφήνεται. Τρέχω στα κάγκελα και αναζητώ απεγνωσμένα τα χέρια των γονιών μου μέσα από τα ανοίγματα.
       «Μου λείψατε πάρα πολύ» λέω και σφίγγω τα χέρια τους δυνατά, επιχειρώντας όχι μόνο να καθησυχάσω εκείνος, αλλά πολύ περισσότερο τον ίδιο μου τον εαυτό.
       «Κι εσύ μας έλειψες, γλυκιά μου» λέει η μητέρα μου με δάκρυα στα μάτια. Ο πατέρας μου, μολονότι μου έδωσε το χέρι συνεχίζει να μην βγάζει άχνα.
       «Πατέρα;» λέω σιγανά, κρατώντας τα πλέον θλιμμένα μάτια μου πάνω του. Το αναπάντεχο ξέσπασμά του στο στρατόπεδο των Μετοίκων, επανέρχεται βίαια στο μυαλό μου, ωστόσο το κρατάω μέσα μου. Δεν επρόκειτο να το αναφέρω.
        Σηκώνει το βλέμμα του και με κοιτάει με έκφραση που δεν φανερώνει απολύτως τίποτα. Έπειτα αφήνει το χέρι μου και καρφώνει τα μάτια του στα δικά μου. Δείχνει κουρασμένος, λυπημένος και άγρυπνος αν κρίνω από την χλωμή του όψη. «Δεν ξέρω αν πρέπει να σου ζητήσω συγγνώμη ή όχι, Καρίνα» λέει λυπημένα, «γιατί πραγματικά, δεν γνωρίζω τι έχει συμβεί».
       Τα λόγια του φτάνουν στα αφτιά μου σαν βόμβα, τα μάτια μου γεμίζουν δάκρυα. Νιώθω προδομένη και μόνη.  Αν δεν με πιστεύει ο ίδιος μου ο πατέρας, τότε γιατί να το κάνουν όλοι οι άλλοι;
       «Μιλάς σοβαρά τώρα; Δηλαδή πιστεύεις ακόμη ότι υπάρχει περίπτωση να τον σκότωσα εγώ;» ρωτάω, διατηρώντας τον τόνο της φωνής μου σταθερό, παρότι θέλω να ξεσπάσω σε κλάματα.  Αποστρέφει το βλέμμα του, τα μάτια του πηγαινοέρχονται τριγύρω, αδυνατεί να τα κρατήσει πάνω μου για αρκετή ώρα.
       «Έλα τώρα, ξέρεις τον πατέρα σου, πάντα…» λέει η μητέρα μου προσπαθώντας να δικαιολογήσει την άκαρδη συμπεριφορά του.
       «Όχι...» τη διακόπτω, «δεν τον ξέρω, δεν ξέρω τίποτα για εκείνον».
       Επιμένω να τον καρφώνω με το βλέμμα μου, ωστόσο εκείνος δεν γυρίζει να με κοιτάξει. Δεν έχει το θάρρος να αντικρίσει την κόρη του στα μάτια.
       «Εγώ νόμιζα ότι είχα ένα πατέρα που θα στεκόταν στο πλευρό μου ότι κι αν συνέβαινε. Έναν πατέρα που θα μου κρατούσε πάντα το χέρι» λέω και σηκώνω το χέρι μου επιδεικτικά.
        Τον κοιτάζω με μάτια βουρκωμένα, τον κοιτάζω αποκαρδιωμένη και με ένα αίσθημα προδοσίας να κατατρώει τα σωθικά μου. Τον κοιτάζω, αλλά με αποφεύγει, στρέφοντας το βλέμμα του μακριά μου.
       «Φύγετε» λέω βλεφαρίζοντας, αποφασισμένη να κρατήσω τα δάκρυα στα μάτια μου. Απομακρύνομαι από τα κάγκελα και ξαπλώνω στο κρεβάτι. Βλέπω τον φύλακα να ανοίγει την πόρτα και να προτρέπει τους γονείς μου να βγουν έξω. Οι μοναδικοί άνθρωποι που ήταν με το μέρος μου, έχουν συνταχθεί άθελά τους με το μέρος του εχθρού.
       «Ωραία παράσταση» λέει ο φύλακας όταν στρογγυλοκάθεται και πάλι στην καρέκλα του.
       «Για ποιο πράγμα μιλάς;»
       «Για αυτό το μικρό σόου με τον πατέρα σου» μου αποκρίνεται και αμέσως τα χείλη του μετατρέπονται σε ένα σαρδόνιο χαμόγελο.
       «Δεν ξέρεις τι λες».
       «Κοπέλα μου, όλοι πια ξέρουν ότι έχεις σκοτώσει τον Θεό Ηγέτη, σταμάτα να προσπαθείς να τους πείσεις ότι δεν είσαι μια δολοφόνος»  
       «Δεν είμαι δολοφόνος» λέω δίχως πτοούμε με τα λόγια του.
       «Ότι πεις» λέει και επικεντρώνει την προσοχή του στην οθόνη του υπολογιστή.
        Κρύβω το πρόσωπό μου μέσα στο μαξιλάρι και προσπαθώ να επαναπαυτώ με τα λόγια του Τριστάνο. Εκείνος θα βρει τον ένοχο, εκείνος θα με σώσει. Κλείνω τα μάτια και αφουγκράζομαι τον ήχο που κάνουν τα κουμπιά, καθώς ο φύλακας πληκτρολογεί ασταμάτητα.
       Κάποια στιγμή ανοίγω τα μάτια μου. Πρέπει να με πήρε ο ύπνος μιας και ο φύλακας που με επιτηρούσε πριν έχει αντικατασταθεί. Τεντώνω τα χέρια μου και ανεβοκατεβάζω του ώμους προσπαθώντας να ξεπιαστώ.
       «Καλά ξυπνητούρια» λέει. Τον αγνοώ, δεν θέλω να ακούσω κι άλλες κατηγορίες.
       «Μάλλον δεν έχεις και πολύ όρεξη» συνεχίζει να μιλάει εκείνος κι εγώ επιμένω να τον αγνοώ. Ακουμπάω το κεφάλι μου στον τοίχο και αρχίζω να κλαίω βουβά. Νιώθω την καρδιά μου έτοιμη να σπάσει, έχω ένα παράξενο αίσθημα κενού βαθιά μέσα μου και δεν λέει να φύγει.
       «Μου φαίνεται πως δεν θες να ακούσεις καλά νέα» λέει ξαφνικά ο αστυνόμος και εγώ πετάγομαι ελαφρώς γεμάτη ελπίδα. Σκουπίζω τα μάτια μου και πλησιάζω στην καγκελόπορτα.
       «Τα εννοείς; Βρέθηκε ο δολοφόνος;»
       «Ώστε τώρα μας μιλάς, έτσι;» λέει και σηκώνεται από τη θέση του για να σταθεί μπροστά μου. «Έχουμε μια εξέλιξη».
       «Αλήθεια; Τι έγινε; Θα με αφήσουν ελεύθερη;» ρωτάω ενθουσιασμένη που επιτέλους κάτι έχει βγει υπέρ μου σ’ αυτή την υπόθεση.
      «Καταρχήν, ήρεμα με τις ερωτήσεις. Κατά δεύτερον, περιμένουμε να έρθει η έγκριση της αποφυλάκισις σου».
       Αποφυλάκιση, αποφυλάκιση, αποφυλάκιση. Αρχίζω να χοροπηδάω πάνω κάτω στο κελί με τα μαλλιά μου να πέφτουν μέσα στα μάτια μου, που έχουν πλημμυρίσει με δάκρυα ευτυχίας.
       Όταν σταματάω να κάνω σαν παιδάκι, λέω: «Τι έγινε και θα με αφήσουν τελικά;»
       «Βρέθηκε βίντεο με την επίθεση» λέει απλά και σταυρώνει τα χέρια στο στήθος περιμένοντας την αντίδρασή μου.
        «Επιτέλους» λέω και κρύβω το πρόσωπό μου μέσα στη χούφτα μου προσπαθώντας να συνειδητοποιήσω ακόμη το γεγονός της αποφυλάκισης μου. Ο Τριστάνο, τα κατάφερε. Δεν ξέρω πως και γιατί, αλλά είμαι σίγουρη ότι εκείνος με έσωσε.


***

Ακούω τον ήχο που κάνει η κλειδαριά καθώς ξεκλειδώνει και ένα αίσθημα χαράς με πλημμυρίζει. Θα επιστρέψω σπίτι, θα επιστρέψω στην δοκιμασία εκλογής. Ένα χαμόγελο χαράζεται στα χείλη μου και παραμένει στον πρόσωπό μου όση ώρα βγαίνω μέσα από αυτό το βρώμικο κελί και κατευθύνομαι προς την έξοδο, προς την ελευθερία.
      «Ακολούθησε με. Ο δικηγόρος σου σε περιμένει σε ένα από τα γραφεία που βρίσκονται προς το τέλος του διαδρόμου» λέει ο φύλακας μόλις η πόρτα κλείνει πίσω μας. Γνέφω και τον ακολουθώ δίχως αντιρρήσεις. Λίγα λεπτά έμειναν και θα βρεθώ έξω από αυτό το απαίσιο κτήριο.
       Περπατάμε πλάι πλάι μέσα στον μακρύ μπεζ διάδρομο του αστυνομικού τμήματος. Προσπερνάμε δύο άσπρες πόρτες και κατευθυνόμαστε στην τρίτη σε σειρά που βρίσκεται πλάι στην έξοδο. Άνθρωποι περπατούν αριστερά και δεξιά μας, μια γυναίκα με μαύρους κύκλους γύρω από τα σχιστά μάτια της με σκουντάει, καθώς τρέχει να προλάβει έναν άντρα με ψιλό ανάστημα και φαλάκρα.
       «Εδώ είμαστε λοιπόν» λέει ο αστυνόμος και μου χαρίζει ένα πλατύ χαμόγελο. Παρότι το χαμόγελο του είναι τεράστιο, δεν μοιάζει αυθεντικό.
       «Ευχαριστώ» του αποκρίνομαι και ανοίγω το μεταλλικό πόμολο. Λίγο προτού μπω στο σκοτεινιασμένο δωμάτιο, τον ακούω να γελάει σιγανά.

        Κλείνω την πόρτα πίσω μου και ψάχνω για τον διακόπτη που ανοίγει το φως στο δωμάτιο. Ακούω έναν δυνατό γδούπο και γυρίζω αστραπιαία προς τα πίσω για να αντικρίσω δύο γυαλιστερά μπλε μάτια. Δεν προλαβαίνω να δω τίποτε άλλο. Κάτι βαρύ και αιχμηρό πέφτει πάνω στο κεφάλι μου. Σωριάζομαι στο πάτωμα αφήνοντας μια οδυνηρή κραυγή πόνου. Ακούω ένα πνιχτό χαχανητό και τα πάντα γύρω μου μαυρίζουν. 

Δέσποινα Χρ.