Η νύχτα που ο Παράδεισος έπεσε (Κεφάλαιο 4) "YourSaviour"



Ο Κάιλ στεκόταν στο προσκέφαλο του Μιχαήλ που τώρα έφτυνε αίμα στην αγκαλιά του Ραφαήλ. Ο Γαβριήλ είχε έρθει επίσης όπως και ο Ουριήλ μετά από το κάλεσμα του Μιχαήλ. Ένα γλυκόκαι συνάμα χαμόγελο είχε χαραχτεί στα χείλη του ενώ έβλεπε τον Αρχάγγελο να σβήνει σιγά-σιγά στα χέρια των αδερφών του. Έκλεισε τα μάτια του προσπαθώντας να αποτρέψει τα δάκρυα του να κυλήσουν. Ένιωθε την καρδιά του να σταματά από τον πόνο και να θέλει να βγει και να ουρλιάξει απελπισμένος για την κατάσταση στην οποία είχαν έρθει. Ο Μιχαήλ από την άλλη κοιτούσε τον Κυρίαρχο με συμπόνια και θαλπωρή. Ήθελε, απόψε κιόλας, να  ενημερώσει τα Αδέρφια του για τις αποφάσεις του. Είχε ακόμα χρόνο, το ένιωθε. Το δηλητήριο της λεπίδας του Άσμοντάι δεν είχε προχωρήσει αμέσως σε ζωτικά όργανα, ούτε είχε επηρεάσει τις αισθήσεις ή τις ικανότητες του, όμως παρόλα αυτά ήθελε να τα έχει όλα έτοιμα σε περίπτωση απροόπτου. Ο Λίο έσπευσε στο πλάι του και καθάρισε με ένα καθαρό, νωπό πανί το ζεστό μέτωπο του Μιχαήλ. Ο καλός του ο Λίο. Έπρεπε να σκεφτεί και για εκείνον κάτι. Ήταν άδικο να μένει ένας απλός Άγγελος κάποιος με τόσο χρυσή ψυχή. Ο Αρχάγγελος έπιασε το χέρι του και του χαμογέλασε.
«Λίο, γλυκέ μου Λίο. Είσαι τόσο καλός.» Ο ξανθός άγγελος χαμογέλασε πικραμένα και γύρισε στην δουλειά του. Ο Κάιλ έμεινε να παρατηρεί τους παρευρισκομένους που πηγαίνανε πάνω κάτω νευρικά. «Αρχάγγελοι.» Η βροντερή φωνή του Μιχαήλ έκανε τους 3 άντρες να σταματήσουν και να τον κοιτάξουν. «Έχω κάτι να σας ανακοινώσω.» Πέντε ζευγάρια μάτια τον κοιτούσαν τώρα με σεβασμό. «Είστε ήδη γνώστες της καταστάσεως. Έχω σκοπό να ανακοινώσω τις αποφάσεις μου με κάθε τιμή στα Σεραφείμ, στα Χερουβείμ και στους Θρόνους αλλά πριν από αυτό, θα ήθελα εσείς πρώτοι να με ακούσετε και να με συμβουλέψετε για την απόφαση μου.» Στηρίχτηκε στα χέρια του και σηκώθηκε, πλησιάζοντας τους υπόλοιπους που στεκόντουσαν όρθιοι στην άλλη άκρη του δωματίου. «Αδερφοί μου. Ξέρετε ότι ο χρόνος που μου απομένει είναι λίγος. Θέλω λοιπόν να γνωρίζετε ότι αποφάσισα για τον επόμενο Πρώτο Αδερφό σας.» Ο Κάιλ γύρισε τα μάτια του. Ήξερε ότι θα επέλεγε εκείνον για αντικαταστάτη και ειλικρινά, δεν ήθελε να γίνει Αρχάγγελος. Δεν ήταν για εκείνον όλη αυτή η πίεση και ο ηγετικός ρόλος. Του άρεσε να είναι χαμένος στο παρασκήνιο με τις άλλες Δυνάμεις. Μόνο όταν ερχόταν η στιγμή να υπερασπιστεί τα πιστεύω και τα αδέρφια του έβγαινε από την αφάνεια και μετατρεπόταν στον πολεμιστή που ήταν φτιαγμένος να γίνει. Όμως όχι πάντα και όχι για πάντα. Δεν είχε την κατάλληλη απάντηση για όλα όπως ο Μιχαήλ ούτε ήταν καλόκαρδος και ανεκτικός με τα πάντα. Ήταν πιο απόμακρος και πιο αποστασιοποιημένος από τα Αδέρφια του και δεν ήταν και το πρώτο άτομο που τους έρχονταν στο μυαλό όταν θέλανε βοήθεια. Δεν ήταν φτιαγμένος για αυτή την θέση. «Και αυτός θα είναι...» Στο μυαλό του Κάιλ επικρατούσε ένας πανικός τώρα. Δεν ήθελε με τίποτα αυτό το αξίωμα. Έπρεπε να κάνει κάτι αλλά τι? Το μυαλό του κόντευε να σπάσει, όταν το άκουσε. Το όνομα του, τόσο απαλά που για μια στιγμή νόμιζε ότι το φαντάστηκε, να προφέρεται αργά.Μα τι...? Την ήξερε αυτή την φωνή. Η Λιλιάνα! Κοίταξε τον αδερφό του με τρόμο αλλά δεν φάνηκε να έχει την ίδια αντίδραση. Ρουθούνισε ενοχλημένος τραβώντας την προσοχή.  Σήκωσε το χέρι του αφήνοντας το σπαθί του να σχηματίσει το σχήμα του στην θέση του και κοίταξε τον Μιχαήλ.
«Συγνώμη Αρχάγγελε. Αλλά πρέπει να σώσω την κόρη σου.» είπε και άφησε τα φτερά του να τον οδηγήσουν αφήνοντας το πλήθος να τον κοιτάζει άφωνο....


 Σίγουρα δεν ήταν ωραία μέρα για να πεθάνει κανείς και η Λιλιάνα δεν αποτελούσε εξαίρεση. Στιγμές από την ζωή της περνούσαν μπροστά από τα μάτια της και κατάλαβε ότι η ζωή της ήταν μονότονη. Έπρεπε να είχε κάνει άλλες επιλογές στην ζωή της αλλά πλέον ήταν αργά για εκείνη. Αναστέναξε κουρασμένα αναμένοντας το τέλος της. Κάτι που δεν ήρθε ποτέ. Ανοίγοντας τα μάτια της είδε τον διώκτη της να έχει στρέψει την προσοχή του αλλού. Ένα λευκό φως ερχότανμε ταχύτητα προς το μέρος τους βγάζοντας μια πολεμική ιαχή. Το τέρας την άφησε να χτυπήσει στο έδαφος και γύρισε να αντικρίσει το φως. Ο Κάιλ έκανε να τον χτυπήσει αλλά είχε χάσει το στοιχείο του αιφνιδιασμού. Το τέρας το περίμενε και του άρπαξε το χέρι με το οποίο κράδαινε το σπαθί. Τέρας και Άγγελος πάλευαν για την κυριαρχία στο θεϊκό όπλο. Το φρικιό χτύπησε με την τοξική του γλώσσα τον Κάιλ που έπεσε στο έδαφος φτύνοντας το δηλητήριο και πετώντας το σπαθί μακριά. Το τέρας γέλασε με έναν απόκοσμο ήχο και πάτησε με το πόδι του τον λαιμό του Κάιλ.
«Αντίκρισε το τέλος σου Προστάτη.» κάγχασε. Ο Κάιλ του άρπαξε το πόδι και τον πέταξε κάτω. Ανέβηκε από πάνω του και άρχισε να τον χτυπάει με γυμνά χέρια. Το δηλητήριο του δαίμονα του έκαιγε το δέρμα αλλά δεν σταματούσε. Μίσος και απέχθεια ήταν τα κυρίαρχα συναισθήματα του και δεν σκέφτηκε ούτε στιγμή να χρησιμοποιήσει το στοιχείο του. Εξάλλου δεν υπήρχε πηγή ύδατος γύρω του και για να δημιουργήσει μια υγρή σφαίρα ήθελε μερικά δεύτερα που δεν του περίσσευαν τώρα. Το τέρας άρχισε να φτύνει αίμα και τύλιξε την γλώσσα του γύρω από τον λαιμό του Κάιλ ακινητοποιώντας τον. Ο άγγελος έφερε τα χέρια του γύρω από τον λαιμό του προσπαθώντας να σπάσει τα δεσμά αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Σύριξε μέσα από τα μυτερά, κακοφτιαγμένα δόντια τουκαι επιτέθηκε με τα νύχια του έτοιμα να ξεσκίσουν την σάρκα του. Ο Κάιλ προσευχήθηκε σιωπηλά. Όχι για να τον σώσει ο Κύριος, αλλά για να λυτρώσει την ψυχή του και να την προετοιμάσει για το Καθαρτήριο. Δεν φοβόταν να πεθάνει, αντίθετα χαιρόταν που δεν θα ζούσε να δει τον χαμό του αγαπημένου του Αρχαγγέλου. Έκλεισε τα μάτια και ανέπνευσε για τελευταία φορά τον αέρα της γης , έτοιμος να πάει προς το φως. Το φως όμως δεν ερχόταν προς το μέρος του. Ένα υγρό οξύ εκτοξεύτηκε προς το μέρος του και του έκαψε το δέρμα. Άσχημο τέλος. Άνοιξε τα μάτια του περιμένοντας να δει το φως που είχε ακούσει να περιμένει τους νεκρούς αλλά δεν είδε τίποτα τέτοιο. Αντίθετα έμενα να κοιτάει αποσβολωμένοςτο τέρας που ήταν αγκιστρωμένο στην ασημένια του λάμα και το δέρμα του να σκάει σε μια έκρηξη οξέως. Πίσω του, η Λιλιάνα κρατούσε σφιχτά την λαβή στέκοντας ακίνητη με τα μάτια της καρφωμένα στο σημείο που είχε καρφώσει τον δαίμονα. Σήκωσε το βλέμμα της να τον κοιτάξει, να βεβαιωθεί ότι ήταν καλά και  οι ματιές τους συναντήθηκαν για μια στιγμή.  Ο Κάιλ κατάφερε τότε να αναπνεύσει κανονικά ενώ συνέχιζε να κοιτά το τρομαγμένο της πρόσωπο. Και ξαφνικά κατάλαβε.
Κατάλαβε γιατί οι φύλακες ήταν τόσο συνδεδεμένοι με τους ανθρώπους. Όχι γιατί ήταν καθήκον τους να τους προστατεύουν, όχι. Ήταν γιατί και εκείνοι προσέφεραν στους Αγγέλους τους. Σηκώθηκε και προσπάθησε να την πλησιάσει. Εκείνη χαμήλωσε το βλέμμα και το σπαθί και έκανε ένα βήμα πίσω.
«Δεν θα τον άφηνα να σε σκοτώσει.» Το βλέμμα του μαλάκωσε και πήγε να σταθεί μπροστά της.
«Γιατί όχι? Με μισείς.» Η Λιλιάνα ίσιωσε το κορμί της και τον κοίταξε.
«Το ‘μισώ’ είναι μεγάλη λέξη. Με έσωσες. Σου χρωστάω.» Έπιασε το χέρι της με το δικό του και απομάκρυνε την κοφτερή λάμα από εκείνη. Χάθηκε στον αέρα και έμεινε να κοιτάζει το κενό. «Τι είσαι?» ρώτησε ξέπνοη. Της χαμογέλασε και προσπάθησε να βρει τις κατάλληλες λέξεις. Τι μπορούσε να της πει χωρίς να την τρομάξει? Βασίστηκε στο γεγονός ότι μόλις την είχε σώσει και στο ότι η λογική της ίσως υπερίσχυε. Άνοιξε το στόμα του να της πει όμως εκείνη έπεσε στα γόνατα και άρχισε να ουρλιάζει. Ο Κάιλ τα έχασε. Τι της είχε συμβεί τόσο ξαφνικά? Μήπως το οξύ του δαίμονα είχε πληγώσει το δέρμα της? Κοίταξε καλά, ψάχνοντας οποιοδήποτε στοιχείο ότι είχε λαβωθεί αλλά τίποτα δεν έδειχνε κάτι τέτοιο. Μόνο όμως όταν τύλιξε τα χέρια της γύρω από την μέση της και προσπάθησε να γδάρει το δέρμα της πλάτης της κατάλαβε τι συνέβαινε. Γονάτισε δίπλα της και την πήρε στα χέρια του. Προσπάθησε να την αναγκάσει να τον κοιτάξει αλλά τα ουρλιαχτά της τον αποσπούσαν. Τράβηξε το κεφάλι της προς το μέρος του και ακούμπησε το μέτωπο του στο δικό της σε μια προσπάθεια να την ακινητοποιήσει.
«Ηρέμησε.» πρόφερε αργά και χαμηλά. Οι φωνές της δεν σταμάτησαν αλλά το τρέμουλο ελαττώθηκε. Την κοίταξε βαθιά στα μάτια.
«Τι μου συμβαίνει?» ρώτησε τρομαγμένη γδέρνοντας το δέρμα της και αφήνοντας καυτά, κόκκινα ρυάκια αίματος να τρέξουν.
«Θα σου πω.» της απάντησε αλλά τα ουρλιαχτά της συνέχιζαν να καλύπτουν όποια προσπάθεια έκανε να την συγκρατήσει και να της εξηγήσει. Τον άρπαξε από το κολάρο της μπλούζας του και το έσφιξε τόσο πολύ ώστε οι αρθρώσεις της άσπρισαν.
«Κάντο να σταματήσει.» τον παρακάλεσε κλαίγοντας και τα αναφιλητά της του έσκισαν την καρδιά. Κούνησε το κεφάλι του καταφατικά και απομάκρυνε ένα δάκρυ από τα μάτια της.
«Θα το κάνω. Μονάχα κοίτα με.» Επικεντρώθηκε στο απόκοσμο χρώμα των ματιών της και η Λιλιάνα ένιωσε τα βλέφαρα της να χαμηλώνουν. Έπεσε στην αγκαλιά του βυθισμένη σε έναν χαμένο ύπνο χωρίς επιστροφή...


Ο Ντέιμιαν ήταν μαινόμενη θύελλα. Διέλυε τα πάντα στο πέρασμα του και ούρλιαζε σε οποιονδήποτε τολμούσε να του πει έστω και μια λέξη. Σιχαινόταν την αποτυχία. Σιχαινόταν να μην υπάκουγαν στις εντολές του. Έβρισε δυνατά και χτύπησε την γροθιά του στον πέτρινο τοίχο δίπλα του συνθλίβοντας τον σε σκόνη.
«Άκου με προσεχτικά άχρηστε δαίμονα. Το καλό που σου θέλω να μην αποτύχει ξανά κανένας από τους δικούς σου γιατί θα μείνουν χωρίς αρχηγό.» Ο δαίμονας απέναντι του ξεροκατάπιε και έσκυψε το κεφάλι ντροπιασμένος που είχε αποτύχει να ευχαριστήσει τον πρίγκιπα του. «Κατάλαβες?» ούρλιαξε στο πρόσωπο του και κούνησε το κεφάλι του δειλά. «Τώρα, διπλασίασε όλες τις προπονήσεις και την προσπάθεια του στρατού μου. Θέλω να είναι έτοιμη για μια επικείμενη επίθεση στα αγγελάκια. Φύγε τώρα.» τον έδιωξε με ένα νεύμα του χεριού του και ο δαίμονας εξαφανίστηκε μέσα στις σκιές. Έμεινε μόνος του στο μεγάλο, ήσυχο δωμάτιο του και έβγαλε το σπαθί από την ζώνη του. Χάιδεψε την ματωμένη λεπίδα και την παρατήρησε στο αχνό φως από τις δάδες που υπήρχαν διάσπαρτες στους εναπομείναντες τοίχους.
«Αυτό το σπαθί θέλει ειδική προθήκη.» Ο αδερφός του φάνηκε από τον γκρεμισμένο τοίχο και του γελούσε σαδιστικά. Ο Ντέιμιαν έστρεψε ξανά την προσοχή του στο σπαθί.
«Μόνο όταν πάρω και τα τέσσερα κεφάλια θα το αφήσω.» Ένιωσε το χέρι του αδερφού του στον ώμο του να τον σφίγγει με ένταση.
«Με κάνεις περήφανο αδερφέ.» του είπε με τον θαυμασμό φανερό στην φωνή του. «Τι έγινε με τα αγγελάκια?» Ο Ντέιμιεν γύρισε τα μάτια του.
«Τίποτα. Τους έδιωξε.» απάντησε ψυχρά.
«Ποια είναι?» Καλή ερώτηση. Μακάρι να είχε και μια εξίσου καλή απάντηση.
«Δεν ξέρω.» γρύλισε δυσαρεστημένος. «Αλλά θα μάθω.» συμπλήρωσε με ένταση.
«Τι έγινε με τον δαίμονα?» Πολλές ερωτήσεις και ήξερε τον λόγο. Είχε ήδη ενημερωθεί για την αποτυχία του και ήθελε να δει αν είχε περισσότερες πληροφορίες από όσες του είχαν μεταφέρει. Γύρισε προς το μέρος του και τον είδε να κάθεται στην κόκκινη, βελούδινη πολυθρόνα του. Τα ασημένια του μαλλιά κάνανε αντίθεση με τα πράσινα μάτια του και τα τραβηγμένα χαρακτηριστικά του. Ο Ντέιμιεν αναστέναξε.
«Καθαρτήριο.» ρουθούνισε.
«Τον σκότωσε? Πως?» Η φωνή του ήταν γεμάτη ψεύτικη έκπληξη. Πόσο έπρεπε να τον ειρωνευτεί ακόμα.
«Ο Κάιλ ήρθε να την βοηθήσει. Τον κάλεσε.» Έμπηξε το σπαθί στο δάπεδο με νεύρο, ραγίζοντας το βρώμικο μάρμαρο. «Θα την σκοτώσω αυτήν την άχρηστη. Δεν θα ησυχάσω αν δεν έχω το κεφάλι της να κοσμεί τον τοίχο μου.» φώναξε και άρχισε να ανασαίνει γρήγορα. Ήταν έξαλλος. Ήθελε κάπου να ξεσπάσει και δεν ήξερε που. Χρειαζόταν μια μάχη. Χρειαζόταν την ηδονή που του προσέφερε το πηχτό αίμα του Θανάτου.
«Δεν φαίνεται τόσο άχρηστη.» μουρμούρισε ο αδερφός του αρκετά δυνατά ώστε να το ακούσει.
«Παίζεις με τα νεύρα μου? Ας μην ήταν ο καταραμένος άγγελος και θα σου έλεγα εγώ.» σύριξε μέσα από τα δόντια του ενώ διέσχιζε το δωμάτιο με μεγάλες δρασκελιές για να εκτονώσει τα νεύρα του.
«Είδα τον νεκρό δαίμονα ενώ περνούσε το Καθαρτήριο. Δεν πρέπει να τον χτύπησε ο Κάιλ.» Γέλασε ανόρεχτα.
«Λες βλακείες τώρα. Μόνο κάποιος με αγγελικό αίμα μπορεί να πιάσει τα όπλα μας και η μόνη στο δρομάκι ήταν αυτή.» Ανάθεμα την ώρα και την στιγμή! Θα έπρεπε να τα κάνει όλα μόνος του αν ήθελε να γίνεται σωστή δουλειά.
«Και ποιος σου λέει ότι δεν έχει?» Ο αδερφός του τον κοιτούσε τώρα βαθιά στα μάτια και ο Άσμοντάι πάγωσε στην θέση του. Το στόμα του άνοιξε από έκπληξη.
«Νομίζεις ότι είναι Νεφελίμ?» η φωνή του ίσα που ακούστηκε. «Φυλακίστηκαν αιώνες πριν στα Τάρταρα.» του θύμισε.
«Είπες ότι είναι γύρω στα είκοσι και όμορφη.» Δεν τον ρώτησε, απλά το δήλωσε.
«Ναι.» γρύλισε εκείνος. Ο αδερφός του θυμόταν κάθε λέξη του. Σηκώθηκε και άρχισε και αυτός να βηματίζει σκεπτικός. Σιωπή έπεσε στο δωμάτιο και η αγωνία του Ντέιμιεν χτύπησε τα ύψη. Τι να είχε σκεφτεί ο αδερφός του?
«Νομίζω κάποιος υπέπεσε.» είπε τελικά με ένα σαρδόνιο χαμόγελο. Ο Ντέιμιενκούνησε το κεφάλι του αρνητικά. Αιώνες είχε να συμβεί κάτι τέτοιο. Τα αγγελάκια μετά την Πτώση, όσοι μείνανε στον Παράδεισο δηλαδή θέσανε περιοριστικά μέτρα και σκληρές ποινές σε όποιον τα παρέβαινε. Δεν θέλανε μια δεύτερη Πτώση.
«Μπορεί να είναι κάτι άλλο.» είπε αλλά ούτε ο ίδιος δεν το πίστευε αυτό. Η απάντηση του αδερφού του φαινόταν να είναι απόλυτα ακριβείς.«Και έτσι να είναι, αυτό σημαίνει ότι είναι στην μετάβαση.» Είχε σώσει έναν άγγελο σκοτώνοντας έναν δαίμονα. Αυτό σήμαινε ότι αυτομάτως, Νεφελίμ ή όχι, θα αποκτούσε ‘Τα Φτερά των Αγγέλων’.
«Αυτό φοβάμαι.» Ο αδερφός του φοβόταν? Αυτό και να ήταν εντυπωσιακό.
«Όπως και να έχει θα πεθάνει.» είπε ο Ντέιμιεν και έπεσε στο κρεβάτι του γελώντας σαδιστικά. Ανυπομονούσε να της πάρει το κεφάλι της μικρής σκύλας.
«Έχω κάτι καλύτερο στο μυαλό μου.» του ανακοίνωσε ο αδερφός του με έναν τόνο που δεν σήκωνε αντιρρήσεις. Εκείνος ανασηκώθηκε και κάρφωσε το βλέμμα του στο πρόσωπο του.
«Τι?» ρώτησε καχύποπτα.
«Ρίξε την.» του απάντησε χαμογελώντας πλατιά.
«Έκπτωτο?» ρώτησε σαν να μην είχε ακούσει καλά. Δεν μπορεί να το εννοούσε.
«Ναι. Θα έχει πλάκα να περιφέρεται τρομαγμένη εδώ μέσα και το βράδυ να ουρλιάζει από τον πόνο όταν θα την παίρνεις.» Οποιαδήποτε εύθυμη διάθεση είχε χαθεί ακούγοντας τον αδερφό του.
«Εννοείς να την κρατήσω?» Δεν του άρεσε καθόλου αυτή η ιδέα. Δεν ήθελε να την βλέπει, θα την κράταγε κιόλας?
«Δεν το δέχομαι ο αδερφός μου να μην έχει πέσει ακόμα στο αμάρτημα της Λαγνείας και είσαι και ο δαίμονας της. Δεν σου αρέσουν οι κόρες των ανθρώπων?»
«Όχι.»

«Δεν πειράζει. Θα έχεις έναν έκπτωτο. Τυχερέ.» Τον χτύπησε ελαφρά στο στήθος και του γύρισε την πλάτη. «Φώναξε κάποιον να το φτιάξει αυτό.» είπε και έδειξε τον τοίχο πίσω του ενώ χανόταν στον διάδρομο. Έπεσε στο κρεβάτι και έμεινε να κοιτάζει το ταβάνι. Ο αδερφός του ώρες-ώρες ήταν μεγάλος κόπανος. Αλλά τι να περίμενε κανείς από το Άστρο της Αυγής?


Nadia