Lilith:The dark side of the moon (Κεφάλαιο 50) "The Final Chapter"

2 εβδομάδες μετά…
Damien’s POV

Ήταν μια καλή μέρα. Και δεν είχε να κάνει με τον λαμπερό ήλιο που έμπαινε από τα παράθυρα ή τους ήχους απ’ τα πουλιά που κελαηδούσαν. Σηκώθηκα αργά από το κρεβάτι μου ακολουθώντας την γνωστή ρουτίνα. Ντυμένος πια, κατέβηκα στην τραπεζαρία για να βρω τους δικούς μου. Οι γονείς μου πίνανε τον πρωινό τους καφέ για τελευταία φορά εδώ. Σε λίγες ώρες πετούσαν για Αγγλία. Ο μπαμπάς μου ήθελε να περάσουν λίγο διάστημα στον πύργο του εκεί και η μαμά είχε συμφωνήσει απρόθυμα. Το βλέμμα της συναντήθηκε με το δικό μου καθώς κατέβαινα την σκάλα και μου χαμογέλασε γλυκά. Αγνόησα τα δάκρυα που ανέβηκαν στα μάτια μου και παίρνοντας μια κούπα καφέ, κάθισα κοντά τους σιωπηλά.
«Πως είσαι σήμερα μωρό μου?» με ρώτησε η μητέρα μου χαϊδεύοντας μου το κεφάλι. Την αποζητούσα πλέον αυτή την στοργικότητα και το χάδι της σε αντίθεση με τις αρχές, πράγμα που είχε καταλάβει και ήταν και ο λόγος που δεν ήθελε να με αφήσει πίσω. Κατάπια έναν λυγμό.

«Καλά.» της απάντησα τραχιά. Και ήταν όντως απ’ τις καλές μέρες. Τις μέρες που το κενό στο στήθος μου δεν πονούσε τόσο. Το κενό που εκείνη είχε αφήσει. Τις μέρες που ανέπνεα χωρίς να πονάω.
«Σίγουρα δεν θες να μας συντροφεύσεις?» ρώτησε ο πατέρας μου και κούνησα το κεφάλι μου αρνητικά. Δεν είχα τίποτα να με συνδέει με την Αγγλία. Όλη μου η ζωή ήταν εδώ. Εκείνη ήταν εδώ. Δεν θα την άφηνα ποτέ μόνη. Θα ήμουν πάντα εδώ. Ένιωσα το δάκρυ να τρέχει από τα μάτια μου αθόρυβα.
«Όπως επιθυμείς.» είπε και μου έσφιξε τον ώμο. «Κάρολάιν, σήκω. Δεν έχουμε άλλο χρόνο.» Η μητέρα μου τον κοίταξε βλοσυρά και επέστρεψε το βλέμμα της σε εμένα. Με αγκάλιασε σφιχτά και με φίλησε στο μέτωπο.
«Ότι χρειαστείς, ότι ώρα και αν είναι, οποιαδήποτε στιγμή, μην διστάσεις να μας τηλεφωνήσεις. Άμα μας θελήσεις πίσω, πες το. Με το πρώτο αεροπλάνο θα είμαστε πίσω. Κλάους?» γύρισε στον πατέρα μου για επιβεβαίωση.
«Το ξέρει, Καρ. Στάματα να τον πρήζεις και πήγαινε στο αυτοκίνητο.» Υπό άλλες συνθήκες, η μητέρα μου θα τον κατσάδιαζε για τον απότομο τόνο του αλλά και οι δυο ξέραμε ότι απλά χρειαζόταν να μείνει λίγο μόνος μαζί μου. Οι δυο μας μείναμε τώρα και εκείνος ήρθε να καθίσει απέναντι μου και έπιασε το πρόσωπό μου στα χέρια του.
«Γιέ μου.» είπε τρυφερά. «Αγόρι μου, το ξέρεις ότι νοιάζομαι για σένα έτσι?» Κούνησα το κεφάλι μου καταφατικά χωρίς να τον κοιτάω. «Δεν θέλω να σε βλέπω έτσι. Πρέπει να ξεχάσεις. Έχεις ανάγκη να προχωρήσεις παρακάτω. Πρέπει να κλείσεις αυτό το κεφάλαιο της ζω»
«Δεν έχεις ιδέα τι έχω ανάγκη.» του απάντησα τραχιά τινάζοντας το χέρι του από πάνω μου και σηκώθηκα πετώντας την καρέκλα μου στον τοίχο. Αυτές οι εκρήξεις θυμού μου το τελευταίο διάστημα ήταν κάτι παραπάνω από συνηθισμένες και πλέον ο πατέρας μου είχε μάθει ότι δεν ήμουν πλέον το αδύναμο αγοράκι που ήξερε. Την τελευταία φορά είχε βρεθεί να κείτεται στο πάτωμα του σαλονιού με σπασμένο λαιμό. Έτσι τώρα, δεν είχε αντισταθεί όταν τραβήχτηκα από το άγγιγμα του.
«Ξέρω τι έχεις ανάγκη Ντέιμιεν. Αλλά δεν μπορείς να το έχεις…»
«Μην το πεις!» είπα μέσα από τα δόντια μου. Ήξερα τι θα πει στην συνέχεια και δεν ήθελα να το ακούσω. Σηκώθηκε από την θέση του και περνώντας από δίπλα μου στάθηκε λίγο με την πλάτη του γυρισμένη σε μένα. Δεν γύρισα να τον κοιτάξω.
«Ξέρω ότι είναι δύσκολο. Για κανέναν δεν είναι εύκολο να χάνει ότι αγαπάει. Αλλά όπως λέει και η μητέρα σου ‘Κανείς δεν φεύγει, όσο μένουν πίσω άνθρωποι που τους θυμούνται.’ Η Λίλιθ δεν χάθηκε αγόρι μου. Θα ζει για πάντα στην καρδιά σου.» Αναστέναξε αργά και προχώρησε προς την εξώπορτα. Έμεινα εκεί ακίνητος ακούγοντας την πόρτα να κλείνει, την μηχανή του αυτοκινήτου να μουγκρίζει και τις ρόδες να τρικλίζουν πάνω στην άσφαλτο καθώς το αυτοκίνητο έβγαινε στον δρόμο. Ωραία, επιτέλους λίγη ησυχία σε αυτό το σπίτι, συλλογίστηκα κλείνοντας τα βλέφαρα μου και αφήνοντας λίγα ακόμα δάκρυα να τρέξουν. Οι γονείς μου ήταν… καλοί με τον δικό τους τρόπο. Όμως από την στιγμή που η μητέρα μου είχε δεχτεί να είναι με τον πατέρα μου, το διαρκές σαλιάρισμά τους ήταν ανυπόφορο. Η μαμά μου τσίριζε σαν πεντάχρονο κοριτσάκι κάθε φορά που ο πατέρας μου της έκανε κάποιο δώρο και κρατούσε την ανάσα της κάθε φορά που την άγγιζε. Του πατέρα μου πάλι του κοβόταν η ανάσα κάθε φορά που την έβλεπε να κατεβαίνει από την σκάλα ντυμένη με ένα ακόμη φόρεμα. Δεν τους παρεξηγούσα. Αλλά στην φάση που ήμουν εγώ ήθελα απλά να τους σπάσω τους λαιμούς και να κερδίσω λίγα λεπτά απόλυτης γαλήνης. Το είχα κάνει πέντε ή έξι φορές και είχα μπει σε πειρασμό καμιά εικοσαριά ακόμα. Γι’ αυτό και αυτό το ταξίδι φάνταζε ιδανικό για εκείνους τώρα. Η μητέρα μου θα λάτρευε τον πύργο εκεί, ο πατέρας μου θα την ξεμονάχιαζε και εγώ θα μπορούσα επιτέλους να βυθιστώ στην θλίψη μου. Άκουσα βήματα να έρχονται προς το μέρος μου από τον κήπο. Είχα βιαστεί να μιλήσω για γαλήνη. Ευτυχώς η Μάγια κατανοούσε απόλυτα την περίοδο πένθους και θλίψης που βίωνα. Στο κάτω-κάτω περνούσε και εκείνη το ίδιο. Την είχε χάσει και εκείνη. Την είδα να μπαίνει μέσα κρατώντας μια μεγάλη αγκαλιά από λευκούς κρίνους στα χέρια της. Ήρθε και στάθηκε μπροστά μου με τα μάτια της πλημμυρισμένα από δάκρυα. Δεν βοηθούσε η κατάσταση της αλλά έτσι και αλλιώς ήμουν μια από τα ίδια. Συναισθηματικό χάλι. Έβαλε το μπουκέτο στα χέρια μου και σήκωσε το βλέμμα της σε εμένα.
«Πήγαινε στο κορίτσι μας.» μου είπε με σπασμένη φωνή και γυρνώντας την πλάτη της σε εμένα χάθηκε στο εσωτερικό του σπιτιού. Άλλο ένα φάντασμα στην έπαυλη Μάικλσον. Κάνοντας μεταβολή βγήκα από το σπίτι αργά και προχώρησα προς το πλέον στέκι μου. Ανέβηκα τον γεμάτο λεύκες δρόμο αγνοώντας τα βλέμματα οίκτου των περαστικών. 2 εβδομάδες τώρα αγνοούσα όποιον με πλησίαζε ή με κοιτούσε. Ήξερα ότι είχα τα χάλια μου. Αλλά εξάλλου λέγανε ότι δείχνεις όπως αισθάνεσαι, που σήμαινε ότι εγώ φαινόμουν κομμάτια. Σπασμένος τελείως. Οι φίλοι μου και η οικογένεια μου το καταλάβαινε και μου έδινε τον χρόνο και τον χώρο που είχα τόση ανάγκη. Ο Τσακ και ο Κρις ήταν τα δυο βασικά μου στηρίγματα όλον αυτό τον καιρό. Αν και ο Κρις είχε προσπαθήσει πολύ για να κερδίσει την συγχώρεση του. Ο Τσακ είχε βοηθήσει πολύ σε αυτό. Μου είχε δώσει να καταλάβω ότι το μίσος δεν είχε νόημα πια. Ο φίλος της ο Ρίκι ήταν επίσης εξαιρετικός μαζί μου. Βιώναμε την ίδια απώλεια τώρα και είχαμε γίνει κάτι παραπάνω από κολλητοί. Είμασταν αδέρφια. Οποιοσδήποτε άλλος για μένα ήταν αδιάφορος. Όποιος δεν μπορούσε να καταλάβει ότι ήθελα να μείνω μόνος μου τώρα, απλά τον λυπόμουν. Γιατί αν έκανε έστω και το παραμικρό βήμα προς το μέρος μου, θα βρισκόταν τώρα πεταμένος στο κοντινότερο φαράγγι. Και το Μίστικ Φολς επικοινωνούσε με πολλά φαράγγια. Πέρασα την μεγάλη σιδερένια πόρτα του νεκροταφείου και προσπέρασα τα μνημεία κατευθυνόμενος προς την κορυφή του λόφου. Φτάνοντας εκεί, γονάτισα μπροστά στον τάφο της και ακούμπησα ευλαβικά τα λουλούδια στο λευκό μάρμαρο. Έκλεισα τα μάτια μου και έφερα τα χέρια μου στο πρόσωπό μου. Μόνο εγώ την επισκεπτόμουν πλέον. Ο Ντέιμον και η Έλενα είχαν φύγει για την Ιταλία την επόμενη της κηδείας της. Δεν τους αδικούσα. Όπου και να πήγαιναν, ότι και να κάνανε η ανάμνησή της ήταν παντού σε αυτή την πόλη. Όπου και να κοίταζες νόμιζες ότι θα σε χαιρετήσει από τον απέναντι δρόμο και ότι θα έρθει κοντά σου να σου χαρίσει ένα από εκείνα τα υπέροχα χαμόγελά της και να σε κοιτάξει με αυτά τα μεγάλα γαλάζια μάτια που μπορούσαν να δουν μέσα στην ψυχή σου. Τα μεγάλα γαλάζια μάτια που εγώ είχα κλείσει για πάντα. Εγώ είχα στερήσει την παρουσία της από την πόλη. Την ζωή της από τους δικούς της. Της είχα κλέψει την τελευταία της ανάσα. Και μπορεί οι γονείς της να μην με κατηγορούσαν για αυτό όμως εγώ το έκανα. Γι’ αυτό έμενα. Δηλαδή και για αυτό. Ήθελα κάθε μέρα, κάθε ώρα, κάθε λεπτό να ξέρω τι έκανα. Πλήρωνα την αποτρόπαια πράξη μου κάθε λεπτό της ημέρας βλέποντας τα βλέμματα οίκτου όσων ήξεραν την αλήθεια. Όμως ήθελα και να είμαι κοντά της. Μπορεί να μην ζούσε πλέον αλλά ήθελα να είμαι δίπλα της. Να ξέρει ότι δεν θα την εγκατέλειπα ποτέ. Γιατί? Γιατί έπρεπε να είχε μπει στο δωμάτιο εκείνο το βράδυ? Γιατί έπρεπε να της πουν την αλήθεια? Γιατί έπρεπε να είχε βάλει εμένα πάνω από την δική της ζωή? Ακόμα μπορούσα να νιώσω το άψυχο κορμί της θαμμένο στην αγκαλιά μου μόλις είχα συνειδητοποιήσει τι είχα κάνει. Μπορούσα ακόμα να ακούσω τις κραυγές της Έλενας στα αυτιά μου όταν είχαν καταφέρει να ανοίξουν την πόρτα και είχαν μπει μέσα. Ο Ντέιμον την κρατούσε γερά στην αγκαλιά του ενώ εκείνη ξεσπούσε σε λυγμούς βλέποντας το κοριτσάκι της νεκρό στα χέρια μου. Η μητέρα μου προσπαθούσε να κρατήσει τους λυγμούς της ενώ τα δάκρυα κυλούσαν ακατάπαυστα από τα μάτια της. Και ξαφνικά ζούσα όλη την σκηνή από την αρχή…
«Το μωρό μου!» Η μητέρα της ούρλιαξε ενώ συνέτριβαν την πόρτα. Ο Ντέιμον την άρπαξε από την μέση και την έσφιξε στην αγκαλιά του. Προσπαθούσε απελπισμένα να ξεφύγει αλλά τα χέρια του Ντέιμον ήταν σαν ατσάλινη παγίδα για εκείνη. Έκλαιγε σπαρακτικά, θρηνούσε για το άψυχο κορίτσι που δεν άφηνα από την αγκαλιά μου. Η Κάρολαιν την ακολούθησε και μας κοίταξε έντρομη. Έφερε τα χέρια στο στόμα της και πάλευε να συγκρατήσει τους λυγμούς της. Ο πατέρας μου ήταν στο πλάι της στηρίζοντας την ξεροκαταπίνοντας. Κοίταξα έντρομος το νεκρό σώμα της που κρατούσα στην αγκαλιά μου συνειδητοποιώντας τι είχα κάνει. Η ζωή και η δύναμη είχε επιστρέψει στο σώμα μου και επιτέλους το μυαλό μου είχε διώξει το σύννεφο που το σκέπαζε. Έσκισα τον καρπό μου με τα δόντια μου και τον έφερα στα μισάνοιχτα χείλη της σε μια απελπισμένη προσπάθεια. Άφησα το αίμα να τρέξει μέσα της χωρίς αποτέλεσμα. Δεν άκουγα την καρδιά της να χτυπά, ούτε μπορούσα να νιώσω τους παλμούς της. Κρύος ιδρώτας με έλουσε και πανικός με κατέλαβε.
«Όχι!» φώναξα και άρχισα να της κάνω τεχνητή αναπνοή. Σε κάθε ανάσα όμως που προσπαθούσα να της δώσω και σε κάθε χτύπημα στο στήθος οι λυγμοί της Έλενας μεγάλωναν, τα δάκρυα μου έρρεαν ακατάπαυστα και εγώ συνειδητοποιούσα ότι κάθε ελπίδα είχε χαθεί. Κοίταξα το χλωμό της πρόσωπο, το άδειο, άψυχο βλέμμα της και τότε ξέσπασα σε θρήνους. «Λίλιθ? Αγάπη μου?» η φωνή μου σιγανή σαν ψίθυρος και τόσο γλυκιά λες και υπήρχε πιθανότητα να ξυπνήσει. Έτσι θα το αντιμετώπιζα. Σαν να κοιμόταν. Σαν να μην είχα πάρει την ζωή της και απλά είχε πέσει σε ύπνο. Την έσφιξα πάνω μου και άφησα περισσότερα δάκρυα να τρέξουν. «Μην με αφήνεις.» της είπα σπαραχτικά. «Σ’ αγαπάω, μην με αφήνεις. Δεν μπορώ να ζήσω χωρίς εσένα.» Κουνιόμουν απαλά πέρα δώθε με εκείνη στα χέρια μου. Δεν άκουγα τους άλλους δίπλα μου, μόνο εκείνη με ένοιαζε. «Σε παρακαλώ αγγελούδι μου.»
«Ντέιμιεν...» ο πατέρα μου γονάτισε δίπλα μου περιμένοντας. Κούνησα το κεφάλι μου μανιασμένα και συνέχισα να κουνιέμαι πιο έντονα.
«Όχι άσε με.» φώναξα και την έσφιξα πιο πολύ πάνω μου.
«Ντέιμιεν τελείωσε.» Τον έσπρωξα δυνατά με το ένα μου χέρι και έπεσε πίσω.
«Δεν έχει τελειώσει. Τίποτα δεν έχει τελειώσει. Δεν θα με αφήσει. Με αγαπάει, μου το είπε. Δεν θα με αφήσει.» Δεν ξεχωρίζανε τα λόγια μου από το κλάμα μου. Έκλαιγα για εκείνη. Για μένα. Για εμάς. Για το μέλλον μας που έκλεψα. Για τις ωραίες στιγμές που κατέστρεψα. Για τον πόνο που της προκάλεσα. «Μην με αφήνεις.» ούρλιαξα ενώ έριχνα το κεφάλι μου πάνω της. Κανείς δεν μπορούσε να νιώσει τον πόνο και την απώλεια μου. Κόρη, φίλη, ανιψιά. Καμία ιδιότητα της δεν συγκρινόταν με τον ρόλο που είχε στην δική μου ζωή. Ήταν το στήριγμα μου, ο έρωτας μου, ο λόγος που είχα να ζω. Η ηλιαχτίδα που φώτιζε την μαύρη ζωή μου, ο άγγελος που αδιαφορούσε για την σατανική μου ψυχή. Και εγώ την είχα σκοτώσει. Ο πατέρας της ήρθε δίπλα μου και της χάιδεψε απαλά το παγωμένο της μάγουλο.
«Ντέιμιεν...»
«Την σκότωσα.» Η ανάσα μου έβγαινε με δυσκολία και ένιωθα τους πνεύμονες μου να κλείνουν. Δεν είχα κλάψει ποτέ τόσο πολύ και τώρα δεν μπορούσα να σταματήσω. Το μόνο που ήθελα ήταν να μείνω μαζί της ή να την ακολουθήσω στον θάνατο.
«Δεν την σκότωσες.» Η φωνή του έτρεμε αλλά ο πόνος του ήταν βουβός. «Διάλεξε να δώσει την ζωή της για σένα. Χρησιμοποίησε το τελευταίο δώρο που σου χάρισε.» Η φωνή του έσπασε τώρα και επέστρεψε στην γυναίκα του. Δεν ξέρω πόσες ώρες είχα μείνει με το νεκρό της σώμα στην αγκαλιά μου. Θυμάμαι που την πήρανε από μένα βίαια και έμεινα στην αγκαλιά της μάνας μου μέχρι το επόμενο πρωί, εκείνο της κηδείας της. Δεν είχα κουνηθεί από εκείνο το σημείο, με είχαν πλύνει και ντύσει με το ζόρι. Το μυαλό μου είχε κατεβάσει ρολά, δεν έκανε τίποτα. Τα γεγονότα κυλούσαν σαν ταινία μπροστά μου. Η κηδεία της, οι επόμενες μέρες, η φυγή των γονιών της. Δεν είχαν σταματήσει οι τύψεις να με κατατρώνε.
«Μου λείπεις τόσο πολύ.» μουρμούρισα ενώ ακουμπούσα το χέρι μου στο λασπωμένο μάρμαρο. Έβγαλα ένα πανί από την τσέπη μου και απομάκρυνα την βρωμιά από το μνήμα της. Ακούμπησα το κεφάλι μου στο μάρμαρο και έκλεισα τα μάτια μου. «Δεν είχα καν την ευκαιρία να σου πω πόσο σημαντική είσαι για μένα. Πόσο πολύ σε ευχαριστώ για όσα έχεις κάνει. Πόσο πολύ σε αγαπώ.» Λόγια που ποτέ δεν της είπα. Πράγματα που ήθελα αλλά δεν μου δόθηκε η ευκαιρία, και δεν πρόλαβα να κάνω μαζί της. Κάθε φορά που ερχόμουν εδώ ένιωθα ότι βασάνιζα τον εαυτό μου λίγο περισσότερο. Κάθε φορά η απουσία της ήταν όλο και πιο έντονη και πονούσε πιο πολύ. Έμεινα εκεί, ξαπλωμένος στο μνήμα της, όσο μακάβριο και να ήταν, προσπαθώντας να νιώσω όσο πιο κοντά της μπορούσα. Όσο παράξενο και αν ακούγεται, αν αυτό ήταν το σπίτι της τώρα ήταν και το δικό μου. Με έκανε να αισθάνομαι ήσυχα, όμορφα να ξέρω ότι είμαι τόσο κοντά της. Όταν είχα προσπαθήσει να τερματίσω την ζωή μου, τα λόγια του πατέρα της με σταμάτησαν. ‘Διάλεξε να δώσει την ζωή της για σένα. Χρησιμοποίησε το τελευταίο δώρο που σου χάρισε.’ Θα το χρησιμοποιούσα. Έτσι ώστε να τιμήσω την μνήμη της και να είμαι κοντά της. Είχα πάρει όλα τα πράγματα της από το σπίτι των γονιών της και τα είχα φέρει στο δικό μου. Είχα δημιουργήσει ένα προσωπικό, δικό της μαυσωλείο όπου περνούσα τις μέρες και τις νύχτες μου. Ακριβές αντίγραφο του δωματίου της στο Boarding House. Οι γονείς της δεν είχα προβάλει καμία αντίσταση. Δεν ήθελαν να θυμούνται μάλλον. Εγώ πάλι έβρισκα παρηγοριά στο να τυλίγομαι με τα σεντόνια της, το άρωμα της ήταν ακόμα εκεί, και το να κοιμάμαι με τον αρκούδο της δίπλα μου. Γελοία, μικρά πράγματα που μείωναν την απόσταση ανάμεσα μας. Γιατί ακόμα και αν είμασταν πλέον σε άλλους κόσμους εγώ δεν θα έπαυα να την νιώθω κοντά μου. Ήταν τα πάντα για μένα και δυστυχώς δεν θα το μάθαινε ποτέ τώρα. Τουλάχιστον ίσως να με έβλεπε από εκεί ψηλά και να χαμογελούσε βλέποντας με να φροντίζω τα πράγματα της. Της μιλούσα κάποια βράδια, που η απουσία της γινόταν αβάσταχτη και ας είχαν περάσει μονάχα δυο εβδομάδες. Δηλαδή στην φωτογραφία της αλλά για μένα ήταν το ίδιο. Ένα απαλό αεράκι χάιδεψε το δέρμα μου και χαλάρωσα απολαμβάνοντας το. Ακόμα και αυτό νόμιζα ότι το προκαλούσε εκείνη. Αστείο το ξέρω αλλά για μένα ήταν υπέροχο.
«Απολαμβάνεις το αεράκι?» με ρώτησε μια γνώριμη απαλή φωνή και αναστέναξα γελώντας. Πάλι το μυαλό μου έπλαθε σενάρια.
«Το μυαλό μου τρελαίνεται πάλι.» μονολόγησα δυνατά για να σηκωθώ στα πόδια μου και να τινάξω το χώμα από πάνω μου.
«Όχι δεν τρελαίνεται.» ψιθύρισε η ίδια φωνή στο αυτί μου και ένιωσα την καυτή ανάσα της να γαργαλάει το αυτί μου. Αυτό δεν μπορεί να το είχα φανταστεί. Γύρισα έντρομος για να κοιτάξω την κοπέλα που στεκόταν λιγότερο από ένα μέτρο μακριά μου.
«Γεια σου Ντέιμιεν.» μου είπε χαμογελαστά και με κοίταξε με αυτά τα υπέροχα γαλάζια μάτια που μου είχαν λείψει τόσο πολύ.
«Λίλιθ?» πρόφερα χαμένος...


Nadia