Η νύχτα που ο Παράδεισος έπεσε (Κεφάλαιο 7) "Watch me"


  «Μιχαήλ, και τώρα τι?» ρώτησε ο Ραφαήλ που είχε ακούσει στο κάλεσμα του. Ο Μιχαήλ ήταν πελαγωμένος. Δεν ήξερε πώς να πορευτεί με τα νέα δεδομένα. Είχε αποφασίσει να προωθήσει τον Κάιλ όταν έμαθε το φύλου του απόγονου του και να την αφήσει στην άγνοια οπού βρισκόταν και πριν αλλά η επίθεση σε εκείνη τον είχε ταράξει. Και με την νεοαποκτηθείσα ταυτότητα της έβλεπε τα πάντα να καταρρέουν μπροστά στα μάτια του και να αισθάνεται ανόητος και ανίσχυρος. Δεν είχε πατήσει το πόδι της γυναίκα ξανά στον Πύργο των Αγγέλων και τώρα να που αυτό το θηλυκό ερχόταν για να βάλει την σύναξη σε κίνδυνο. Οι Θρόνοι δεν θα το επέτρεπαν αυτό. Δεν θα άφηναν μια γυναίκα ανάμεσα τους. Και ιδιαίτερα κάποια που μπορούσε με μια κίνηση του χεριού της να προκαλέσει μια δεύτερη Πτώση. Αυτά τα μεγάλα μάτια θα προκαλούσαν μεγάλη ζημιά και το ήξερε. Έπρεπε να δράσει και μάλιστα γρήγορα. Αλλά η εμπειρία του δεν του εξασφάλιζε πως θα το έκανε αυτό δίχως να βλάψει την κόρη και χωρίς να κινδυνέψει να καταστρέψει την σύναξη των Αγγέλων του.
  «Σςς... Σκέφτομαι.» ο Αρχάγγελος βημάτιζε πέρα δώθε σκεφτικός με τα χέρια του σε στάση προσευχής.
  Ο Κάιλ μπορούσε να διακρίνει τον ιδρώτα που έλουζε τον Αρχηγό του καθώς προσπαθούσε να καταλήξει σε μια λύση που θα άφηνε τους πάντες ευχαριστημένους. Αλλά ήξερε ότι δεν θα τα κατάφερνε. Ή θα έπρεπε να ρίξει την ίδια του την κόρη, το αίμα του ή να αντιμετωπίσει τα επικριτικά βλέμματα και σχόλια των Θρόνων και των υπολοίπων Ταξιαρχών της Ουράνιας Οικογένειας. Για πρώτη φορά στην ατελείωτη ζωή του, ο Κάιλ λυπόταν τον Μιχαήλ. Είχε έρθει σε αυτήν την θέση επειδή δεν μπόρεσε να ελέγξει την σάρκα του. Ίσως μερικές ώρες νωρίτερα, να ήταν και ο Κάιλ ανάμεσα σε αυτούς που θα τον επέκριναν για την αδυναμία του. Αν βέβαια δεν του είχε τόση αδυναμία. Και αν δεν είχε διαπιστώσει από πρώτο χέρι ότι μερικές φορές δεν υπάρχει τίποτα που μπορείς να κάνεις όταν το βλέμμα σου πέσει πάνω σε εκείνου που έχει γεννηθεί για να αποτελέσει τον Πειρασμό του.
   Μέχρι πρόσφατα πίστευε ότι η ιστορία του Πειρασμού ήταν για να τρομάζει τους νεαρούς φύλακες και να τους αποτρέπει από το να δημιουργούν επαφές με τους προστατευόμενους τους. Είχε  και ο ίδιος γαλουχηθεί με την ιστορία του Πειρασμού. Λέγεται, ότι κάποτε ήταν από τους πιο ισχυρούς Αγγέλους στον Παράδεισο. Δεν ήταν Αρχάγγελος αλλά δεν χρειαζόταν κιόλας. Η δύναμη του ήταν τόσο ισχυρή που δεν χρειάζονταν τίτλοι ή διαπιστευτήρια για αυτή. Την νύχτα της Πτώσης, ήταν και εκείνος σε αυτούς που ξέπεσαν. Για τον Πειρασμό όμως ήταν διαφορετικά. Πάλεψε στο πλευρό των Εκπεσόντων με όλες του τις δυνάμεις. Και εκείνος είχε παραδοθεί στην λαγνεία του για μια θνητή. Αφότου έπεσε, της δίδαξε τις σκοτεινές τέχνες της ερωτικής μαγείας όπου και ήταν το στοιχείο του. Κατάφερε να καταραστεί όλο του το είδος, Πεσόντες και μη, να έχει αυτή την αδυναμία. Τον προσωπικό του πειρασμό. Ένα άτομο, θνητό ή όχι, που με το που θα το αντίκριζε ένας Άγγελος θα του ήταν αδύνατο να κρατηθεί μακριά του. Θα του βασάνιζε το μυαλό και το σώμα αργά, μέχρι να τον εξωθούσε σε ένα από τα Θανάσιμα Αμαρτήματα. Την Λαγνεία. Αυτό όμως ήταν πριν γνωρίσει την Λιλιάνα. Αυτόν τον καστανό, επικριτικό -τώρα- Άγγελο με τα πράσινα μάτια που έκαναν την ψυχή του διάφανη στις λέξεις της. Τώρα εκείνος ήταν αυτός που πάλευε να κατανικήσει τον πόθο και τις σκέψεις του που πετούσαν σε πρωτόγνωρα συναισθήματα, εμπειρίες και πράξεις που έπρεπε να ελέγξει.
  Καθόταν σκεφτικός στην λευκή πολυθρόνα του βλέποντας τους Αρχαγγέλους του σε σύγχυση.
 «Θα την ρίξεις?» ρώτησε ο Ραφαήλ τρομαγμένος. Οι Αρχάγγελοι εκτός των άλλων ικανοτήτων τους είχαν και αυτή την φοβερή επικοινωνία χωρίς να χρειάζεται να μιλάνε, όπως και της διαίσθησης των σκοπών ενός άλλου Αρχαγγέλου καθώς και των κατωτέρων τους. Ο Λίο και ο Κάιλ σήκωσαν ταυτόχρονα τα βλέμματα τους στον Μιχαήλ που είχε κλείσει τα μάτια και είχε σφίξει τα χέρια του σε γροθιές. Βλέπανε το σφιγμένο του σαγόνι και την ανάσα που έβγαινε τραχιά και γρήγορη από τα ρουθούνια του και ήξεραν ότι πάλευε μια εσωτερική μάχη αυτή την στιγμή. Ακόμα και στο κατώφλι του Θανάτου οι υποχρεώσεις δεν τον άφηναν να ησυχάσει. Χαμένος στις δικές του σκέψεις ο Κάιλ δεν πρόσεξε τον θόρυβο που επικρατούσε έξω...


  Η Λιλιάνα κοίταζε το κενό μπροστά της μέσα από τα τεράστια χρυσά κάγκελα που απλώνονταν πάνω από το κεφάλι της. Με μια πρώτη ματιά κανείς δεν έβλεπε την χρυσή φυλακή που απλωνόταν γύρω από την κατά τα άλλα μαγευτική ομορφιά του Παραδείσου. Προσπάθησε αρκετές φορές να σπάσει τις Χρυσές Πύλες χωρίς αποτέλεσμα. Μόνο κάποιος ανώτερος, προφανώς, μπορούσε να της ανοίξει. Εκείνη δεν μπορούσε να δει την ομορφιά τούτης της φυλακής, οι άλλοι μάλλον δεν είχαν πρόβλημα. Ούτε μπορούσε να το διανοηθεί καλά-καλά. Να είναι υποχρεωμένη για το υπόλοιπο της αιωνιότητας να μείνει σε μια κόλαση σαν αυτή. Έπρεπε να φύγει από δω. Δεν είχε θέση εδώ. Θα προτιμούσε την ίδια την κόλαση από αυτό το φαινομενικά άκακο και αθώο χρυσό παλάτι. Αυτό το κλίμα δεν της ταίριαζε. Δεν ήταν αυτό που λένε ‘αγγελικά πλασμένη’. Της άρεσε η σκοτεινή πλευρά της. Της έλειπε. Κοίταξε γύρω της τις ομάδες αγγέλων που πετούσαν χωρίς να της δείχνουν ενδιαφέρον και ένιωθε τον σφυγμό στον λαιμό της να πάλλετε γρήγορα. Ποτέ δεν την αγνοούσαν. Ήταν ο πιο κρυφός πόθος πολλών αντρών και αυτοί εδώ, μπορεί να ήταν άγγελοι αλλά δεν έπαυαν να είναι άντρες. Χαμογέλασε σαδιστικά καθώς ένα σχέδιο άρχισε να παίρνει σάρκα και οστά στο μυαλό της. Προχώρησε προς το σιντριβάνι μπροστά της και ανέβηκε ξανά στο περβάζι. Αυτή την φορά όμως ο σκοπός της δεν ήταν να περπατήσει κατά μήκος του. Προχώρησε και άλλο, πατώντας τα πόδια της στον πάτο του σιντριβανιού αφήνοντας το νερό να μουσκέψει τα πόδια και το φόρεμα της. Πήγε και στάθηκε κάτω από τον ένα από τους 4 αμφορείς από όπου έτρεχε αθόρυβα το νερό και το άφησε να τρέξει πάνω της. Έκλεισε τα μάτια της και χάθηκε στην αίσθηση. Ανοίγοντας τα ξανά είδε ότι αυτή της η κίνηση είχε τραβήξει κάποια προσοχή πάνω της. Αυτή όμως δεν θα της εξασφάλιζε την φυγή της από εδώ. Τράβηξε με δύναμη το ύφασμα από τα πόδια της σκίζοντας το σε κομμάτια και δημιουργώντας ένα καινούργιο, πολύ πιο κοντό, προκλητικό φόρεμα. Ο επόμενος στόχος απείχε μόλις 3 μέτρα από εκείνη. Βγήκε από το σιντριβάνι αφήνοντας υγρά μονοπάτια από το βρεγμένο φόρεμα της που έσταζε και έπιασε την χρυσή κολώνα και με τα δυο της χέρια. Ήθελε να δει τι θα κάνανε αυτά τα αγγελάκια για αυτό τώρα. Και ιδιαίτερα, ήθελε να δει την φάτσα αυτού του τύπου που αποκαλούνταν πατέρας της. Γέλασε σαδιστικά και κάρφωσε το σμαραγδένιο βλέμμα της στην κολώνα μπροστά της...


  «Αρχικά, θα πρέπει να δούμε τα φτερά της.» είπε ο Μιχαήλ αποφασιστικά.
  «Τι διαφορά θα κάνει αυτό, Αδερφέ?» ρώτησε μπερδεμένα ο Ραφαήλ. Εδώ και ώρα και καμιά ιδέα δεν τους είχε κατέβει. Και τώρα δεν καταλάβαινε που θα βοηθούσε αυτό την κατάσταση τους.
  «Θα δούμε για ποια Τάξη προορίζεται. Ανάλογα με το χρώμα, το μέγεθος και το φτέρωμα θα ξέρουμε. Εμείς έχουμε λευκά με χρυσές λεπτομέρειες.» είπε και έδειξε τον εαυτό του και τους δυο Αρχαγγέλους που στέκονταν στα δεξιά του. «Οι Δυνάμεις γκρι με ασημένια τελειώματα. Οι Φύλακες τελείως λευκά και πάει λέγοντας. Ας δούμε για ποιο Τάγμα προορίζεται από την φύση της. Αν έχει σαν τα δικά μας...» Άφησε μια αργόσυρτη ανάσα να ξεφύγει από το στόμα του «Θα είναι δύσκολο.» ολοκλήρωσε με φόβο στην φωνή του. Δεν ήταν το ιδανικότερο αλλά ήταν μια αρχή, σκέφτηκε ο Κάιλ. Όσο η Λιλιάνα δεν φανέρωνε τα φτερά της ήταν πιο εύκολο να την κρύψουν και ας ξεχώριζε σαν την μύγα μέσα στο γάλα εξαιτίας των τόσων αρσενικών εδώ μέσα. Αν έβγαζε τα φτερά της, πρώτον δεν θα μπορούσε να αποφύγει την μοίρα που γραφόταν αυτή την στιγμή για εκείνη και δεύτερον, οι Θρόνοι θα το μάθαιναν στο δευτερόλεπτο. Είχε μια υποψία ότι δεν θα ήταν τόσο αδιάφορα τα φτερά αυτού του κοριτσιού. Όπως δεν ήταν ούτε εκείνη. Που να ήταν άραγε τώρα? Την είχαν αφήσει πολύ  ώρα μόνη της και δεδομένου των συνθηκών και της ακατανίκητης επιθυμίας της να φύγει αυτό μπορούσε άνετα να είναι επικίνδυνο. Και με τόσους άντρες εδώ μέσα... Ο Κάιλ κούνησε το κεφάλι του στην τελευταία του σκέψη. Ξέχνα την αγόρι μου, μουρμούρισε στον εαυτό του αλλά ήξερε ότι ήταν καταδικασμένος. Δεν μπορούσε να το κάνει αυτό.
  Έντονη φασαρία από φτερά που χτυπούσαν μεταξύ τους τράβηξε την προσοχή του και στράφηκε προς την κλειστή πόρτα μπροστά του. Τι συνέβαινε εκεί έξω? Ένας σιγανός, σχεδόν ψιθυριστός ήχος έφτασε στα αυτιά του κάνοντας τον να γουρλώσει τα μάτια του. Σηκώθηκε και άνοιξε με δύναμη την πόρτα και βγήκε έξω δίχως να πάρει άδεια και αγνοώντας τα επικριτικά για την συμπεριφορά του σχόλια. Είχε δίκιο για εκείνη. Μπροστά του, τραγουδώντας έναν αργό, προκλητικό ρυθμό, η κόρη του Μιχαήλ στροβιλιζόταν αργά με την βοήθεια μια λεπτής, χρυσής κολώνας που χρησιμοποιούσε τώρα σαν στύλο. Λικνιζόταν αισθησιακά συγκεντρώνοντας όλα τα βλέμματα πάνω της. Το φόρεμα της είχε ανέβει επικίνδυνα στα καλλίγραμμα πόδια της και για πρώτη φορά ο Κάιλ ήρθε αντιμέτωπος με την πραγματική ομορφιά. Όταν την είχε δει να χορεύει για πρώτη φορά ήταν στο μισοσκόταδο ενός μπαρ αλλά τώρα... Τώρα ήταν διαφορετικά. Ο ήλιος χάιδευε το αλαβάστρινο δέρμα της με έναν επώδυνο για εκείνον τρόπο και το έκανε να ακτινοβολεί. Τα μακριά μαλλιά της, σε φυσικές, χαλαρές μπούκλες, τα φυσούσε ο ελαφρύς αέρας του Παραδείσου σκορπίζοντας την μεθυστική μυρωδιά της παντού στον χώρο γύρω του. Τα μακριά πόδια της την στήριζαν με χάρη ενώ χόρευε αργά και αισθησιακά. Το κεφάλι της, ριγμένο πίσω τώρα, του έδινε μια πλήρη εικόνα του υπέροχου μακριού λαιμού της και της καμπύλης του στήθους της. Οι σταγόνες του νερού έλαμπαν σαν μικρά διαμάντια κατά μήκος όλου του σώματος της. Πως στο καλό είχε βραχεί? Δεν ήταν αυτό όμως κάτι που μπορούσε να τον απασχολήσει από το θέαμα που του προσέφερε αυτή η κοπέλα. Ένιωσε την ανάσα του να πιάνεται στον λαιμό του την ώρα που άνοιγε τα κλειστά της βλέφαρα και κάρφωνε τα επικίνδυνα, σαγηνευτικά πράσινα μάτια της στα δικά του και έγλειψε ενστικτωδώς τα ξερά του χείλη. Η Λιλιάνα έπεσε στα γόνατα και τότε μόνο μπόρεσε να σπάσει το ξόρκι που του είχε κάνει αυτή η μικρή μάγισσα.
  «Κάιλ!» άκουσε την οργισμένη φωνή του Μιχαήλ στο πλάι του. Γύρισε να τον κοιτάξει με στόμα που έχασκε ανοιχτό χωρίς να δίνει το παραμικρό ενδιαφέρον στον Αρχηγό του. Προφανώς ο Μιχαήλ του φώναζε ώρα αλλά εκείνος δεν φαινόταν διατεθειμένος να πάρει το βλέμμα του από την Λιλιάνα. «Σταμάτησε την!» διέταξε στον ίδιο άγριο τόνο και ο Κάιλ υπάκουσε μηχανικά. Πλησίασε την κοπέλα και την έπιασε από τα χέρια αλλά εκείνη του χαμογέλασε επικίνδυνα και χρησιμοποιώντας τα χέρια του σαν στήριγμα τέντωσε το πόδι πάνω από το κεφάλι της και, γυρνώντας του την πλάτη λικνίστηκε αισθησιακά πάνω του. Έκανε μια δεύτερη και μια τρίτη προσπάθεια να την σταματήσει αλλά εκείνη ήταν πιο ετοιμοπόλεμη και πιο πονηρή από εκείνον και κάθε κίνηση που έκανε για να την σταματήσει την γύριζε εναντίον του κάνοντας τον χορό της ακόμα πιο αισθησιακό και εκείνον ακόμα πιο εκνευρισμένο που αποτύχανε να την επαναφέρει στην τάξη. Πελαγωμένος, έκανε μια τελευταία προσπάθεια, και αν και όλες οι προηγούμενες ενέργειες ήταν προσεχτικά μελετημένες να μην την πονέσει ή την χτυπήσει, αυτή η φορά θα διέφερε. Την έπιασε δυνατά από τον σβέρκο και την έφερε προς το μέρος του. Σταμάτησε, προς μεγάλη δυσαρέσκεια των παρευρισκομένων αγγέλων, και τον κοίταξε βαθιά στα μάτια. Εκείνος κάρφωσε το βλέμμα του στα χείλη της. Φιλήδονα, σαρκώδη χείλη που δεν ήθελε τίποτα περισσότερο από το να δοκιμάσει την γεύση τους.
  «Σταμάτα.» κατάφερε να ψελλίσει χωρίς να παίρνει το βλέμμα του από τα χείλη της. Σε μια φευγαλέα ματιά όμως στα μάτια της είδε ότι και εκείνη είχε καρφωθεί στα δικά του χείλη και μπορούσε να νιώσει το κορμί της που ερχόταν πιο κοντά του τώρα.
  «Εγώ ή εσύ?» πρόφερε αργά και ο Κάιλ έκλεισε τα μάτια του και χάθηκε στον ήχο της φωνής της. Τόσο απαλή, τόσο αισθησιακή, τόσο...
  «Όλοι στις δουλειές σας. Τώρα!» φώναξε επιτακτικά ο Μιχαήλ στις στρατιές του και όλοι υπάκουσαν γρήγορα. Το ίδιο και ο Κάιλ. Άφησε την Λιλιάνα από τα χέρια του και αμέσως ένιωσε ένα επώδυνο μούδιασμα στο σημείο που είχε έρθει σε επαφή με το δέρμα της. Σαν να του έλειπε η επαφή. Την είδε να απομακρύνει το βλέμμα της από πάνω του και να ξεροκαταπίνει. Είχε επηρεαστεί και εκείνη από την σύντομη επαφή τους. «Και εσύ!» συνέχισε στον ίδιο τόνο με το βλέμμα καρφωμένο στην κόρη του. «Τι νομίζεις ότι κάνεις?»
  «Σου είπα ότι θέλω να φύγω. Με αγνόησες. Αν χρειαστεί, θα κυκλοφορήσω και γυμνή ώστε να γυρίσω σπίτι.» Ο Μιχαήλ φαινόταν για πρώτη φορά στη ζωή του να βράζει από οργή.
  «Με αυτό το μόνο που θα καταφέρεις είναι να πέσεις!» της φώναξε στα μούτρα αλλά η Λιλιάνα δεν φάνηκε να ταράζεται. Ένα μεγάλο χαμόγελο φάνηκε να σχηματίζεται στα χείλη της την στιγμή που οι Πύλες πίσω της ανοίγανε για να υποδεχτούν τους φύλακες που επέστρεφαν από την γη. Κινήθηκε πιο γρήγορα από ότι οι υπόλοιποι, πέρασε τις Πύλες και πήγε να σταθεί στην άκρη τους.
  «Και ποιος σου είπε ότι δεν το θέλω αυτό?» έγλειψε τα χείλη της προκλητικά και χαμογέλασε δαγκώνοντας το κάτω χείλος της. Άνοιξε τα χέρια της και κάρφωσε το βλέμμα της στον πατέρα της. «Κοίτα με.» ήταν το μόνο που είπε λίγο πριν αφήσει τον εαυτό της να πέσει...

Nadia