Η νύχτα που ο Παράδεισος έπεσε (Κεφάλαιο 9) "Preparing our Destiny"



Ο Ντέιμιαν χτύπησε τα χέρια του στο μεγάλο, πέτρινο τραπέζι αποσπώντας την προσοχή των ακροατών του που είχαν απορροφηθεί στα ‘πηγαδάκια’ που είχαν δημιουργήσει.
  «Με ακούτε άχρηστοι?» φώναξε στους ακολούθους του. Εκείνοι έστρεψαν τα κεφάλια τους προς το μέρος του και οι πολύ κατώτεροι που τους πλαισίωναν κατέβασαν το κεφάλι ντροπιασμένοι.  Οι αρχηγοί των στρατιών του κούνησαν τα κεφάλια τους καταφατικά.
  «Μάλιστα Άρχοντα μου.» είπε ένας από τους αρχηγούς του. Τον Ντέιμιαν τον ενοχλούσε η ασχετοσύνη των κατωτέρων του. Εξαιτίας τους είχε αποτύχει στο πιο απλό πράγμα. Να σκοτώσει μια θνητή. Τώρα είχε αποκτήσει φτερά και ανήκε στους Αγγέλους. Τώρα είχε έναν ακόμη λόγο να την σκοτώσει.
Ο άγγελος που τους είχε επισκεφτεί το περασμένο βράδυ για να τους ενημερώσει για τις ενέργειες της κοπέλας στον Παράδεισο τους είχε πει ότι είχε προκαλέσει σύγχυση με έναν πολύ ερωτικό χορό, κάνοντας τους Αγγέλους να χάσουν τον ύπνο τους, ήταν ο μόνος στα τόσα χρόνια από την Πτώση που είχε επιβραβευτεί. Ο Ντέιμιαν είχε επιτρέψει ο ίδιος στον άγγελο να δει τον Πεσόντα δίδυμο του και να συζητήσουν. Φυσικά εκείνος και ο αρχηγός της στρατιάς του, Τζέικ, ήταν παρόντες. Δεν χρειάστηκε όμως να επέμβουν όπως περίμενε. Ο άγγελος έκλαιγε ασταμάτητα βλέποντας την κατάληξη του αδερφού του. Ο Ντέιμιαν δεν το πίστευε αυτό. Ο Πεσόντας είχε γίνει πιο δυνατός, πιο ισχυρός, πιο ζωντανός. Δεν είχε πια τα δεσμά του καλού στην πλάτη του. Δεν χρειαζόταν να ακολουθεί τις εντολές των Αρχαγγέλων πια και ενεργούσε με βάση τις επιθυμίες του. Φυσικά, και σε εκείνους υπήρχε μια ιεραρχία.
Είχε στηθεί τα τελευταία χρόνια βέβαια, όταν είχε αποφασιστεί ότι είχε έρθει η στιγμή να διεκδικήσουν ξανά αυτό που τους στερήθηκε αιώνες πριν. Οι δαίμονες από μόνοι τους είχαν εκλέξει εκείνον ως δεύτερο στην Ιεραρχία μετά τον δίδυμο του, πράγμα που τον έκανε να παίρνει τον ρόλο του ακόμα πιο σοβαρά. Και επίσης, τον έβγαλε από τις φλογισμένες αλυσίδες που τον κρατούσαν εδώ και αιώνες στο σκοτεινότερο σημείο της Κόλασης με 660 φρουρούς. Από την στιγμή λοιπόν, που είχαν δημιουργήσει την δική τους Ιεραρχία, οι επιθέσεις τους στον Παράδεισο είχαν αρχίσει να γίνονται πιο εντατικές, πιο ισχυρές, πιο οργανωμένες, με αποκορύφωμα τον τραυματισμό του Αρχάγγελου Μιχαήλ από την λεπίδα του. Οι κατώτεροι δαίμονες τον σεβόντουσαν περισσότερο τώρα, ακολουθούσαν τις εντολές του κατά γράμμα δίχως αντιρρήσεις. Όπως και τώρα, που το συμβούλιο είχε συμφωνήσει με το πολύ ριψοκίνδυνο σχέδιο του. Δεν περίμενε και κάτι άλλο.
  «Πάμε μια ανακεφαλαίωση.» είπε κοιτώντας τους παρευρισκομένους. Οι αρχηγοί των ταγμάτων του τον κοιτούσαν τώρα με προσοχή. «Πρέπει να κινηθούμε με ταχύτητα και πονηριά. Θα κάνουμε κατά μέτωπο επίθεση. Δεν θα αφήσουμε τίποτα όρθιο.» χαμογέλασε σαδιστικά. Θα εκμεταλλευόντουσαν την σύγχυση με τον θηλυκό άγγελο και θα κάνανε την κίνηση τους. Με μια μονάχα επίθεση, και την κοπέλα θα διαλύανε και θα ρίχνανε κατακόρυφα τον αριθμό των εναπομεινάντων αγγέλων. Το Συμβούλιο του ένευσε καταφατικά. Όλοι ήταν σύμφωνοι με το σχέδιο. Και εκείνοι απέβλεπαν σε μια επιστροφή τους στον Παράδεισο νικητές.
  Όλοι ήταν μαζί του από την ημέρα της Πτώσης, σύντροφοι και συμπολεμιστές, φίλοι και υποστηριχτές του, έκπτωτοι άγγελοι που δημιούργησαν σχέσεις μεταξύ τους με σκοπό να επανακτήσουν αυτό που κάποτε ήταν δικό τους. Αυτό που στερήθηκαν εξαιτίας των επιλογών του Άρχοντα τους. Μερικοί από αυτούς, όπως ο Τζέικ, ήταν κοντά του σε κάθε εξέλιξη και σε κάθε βήμα του προς την επιτυχία. Είχαν δημιουργήσει σχέσεις αληθινές και μια μικρή κοινότητα με νόμους και κανόνες πράγμα που μέχρι εκείνη την στιγμή, ο Ντέιμιαν δυσκολευόταν να καταλάβει το πώς. Ήταν άξεστοι και επικίνδυνοι. Έτσι τους χαρακτήριζαν οι Άγγελοι, έτσι είχαν μάθει. Είχαν μάθει να κρύβονται και να σέρνονται και να υποτάσσονται αλλά αυτά ήταν πια παρελθόν. Μετά την νίκη του εναντίον του Μιχαήλ, οι ελπίδες ήταν πιο ζωντανές από ποτέ. Έβλεπαν επιτέλους την δυνατότητα να επιστρέψουν στον Παράδεισο.
  Αυτό που τρόμαζε τον Ντέιμιαν μονάχα, ήταν το γεγονός ότι πολλοί από τους έκπτωτους διαφωνούσαν με την επιθυμία του αδερφού του να απλώσουν το σκότος από άκρη σε άκρη της γης και απλά ήθελαν να επιστρέψουν αλλά ήξεραν ότι δεν μπορούσαν να ελπίζουν σε κάτι τέτοιο. Θα έπρεπε να υποταχθούν στα σχέδια και τις επιθυμίες του Αρχηγού τους, πράγμα που τον θύμωνε. Έπρεπε να είναι ελεύθεροι να παίρνουν τις δικές τους αποφάσεις, για αυτό πάλευαν εξάλλου και όχι να υποτάσσονται πάλι. Αλλά ήξερε ότι ο αδερφός του δεν θα άκουγε. Ήξερε ότι δεν θα μπορούσε να κάνει τίποτα για να υποστηρίξει τους συντρόφους του. Το προσπέρασε και συνέχισε: «Θα μπω πρώτος. Ο Τζέικ ακολουθεί και όλοι μαζί αφανίζουμε τις στρατιές τους.» Οι σύντροφοι του ζητωκραύγασαν δυνατά και χειροκρότησαν. Ήθελαν και εκείνη την νίκη. Ο Ντέιμιαν χαμογέλασε και τους έκανε νόημα να αποχωρήσουν. «Λεπτομέρειες λίγο πριν την επίθεση. Να το σκεφτώ λίγο.» Ένας-ένας οι αρχηγοί του αποχώρισαν αφήνοντας τον σκεφτικό και μόνο. Μονάχα ο Τζέικ έμεινε στο δωμάτιο χωρίς να μιλά. Ο Ντέιμιαν δεν είχε αντιληφθεί την παρουσία του και έτσι ξαφνιάστηκε και έβγαλε την λάμα του όταν αντιλήφθηκε την παρουσία κάποιου στο δωμάτιο. «Με τρόμαξες, βλαμμένε.»
  «Ντέιμιαν... πρέπει να μιλήσουμε.» Αυτό το σοβαρό βλέμμα έκανε τον Ντέιμιαν να συνοφρυωθεί. Δεν έπαιρνε συχνά ο Τζέικ τόσο σοβαρή έκφραση ούτε μιλούσε με τόσο φόβο κρυμμένο στην φωνή του.
  «Μίλα τότε Τζέικ.» τον προέτρεψε και έκατσε στην κορυφή του τραπεζιού και σταύρωσε τα χέρια του περιμένοντας καρτερικά τον φίλο του να μιλήσει.
  «Δεν ξέρω πώς να στο εξηγήσω. Η διαίσθηση ακούγεται σαν γκόμενα που συμβουλεύει τον δικό της αλλά... Νιώθω ότι αυτή η μάχη θα κρίνει πολλά περισσότερα από το ποιος θα μένει στον Παράδεισο.» Ο Ντέιμιαν σούφρωσε τα χείλη του και κούνησε το κεφάλι του.
  «Όντως ακούγεσαι σαν γκόμενα.» του απάντησε χάνοντας κάθε ενδιαφέρον για την συζήτηση και κάνοντας να φύγει. Ο Τζέικ όμως μπήκε μπροστά του και σταμάτησε την πορεία του.
  «Το εννοώ. Δεν είναι μια συνηθισμένη μάχη Ντέιμιαν.»
  «Το ξέρω βλάκα!» απάντησε άγρια και έσπρωξε το χέρι του φίλου του από πάνω του. «Θα επιστρέψουμε επιτέλους. Θα τους καταστρέψουμε και θα έχουμε τα πάντα ξανά.»
  «Δεν καταλαβαίνεις!» του φώναξε ο φίλος του ενώ ο Ντέιμιαν είχε φτάσει ήδη στην πόρτα. «Τίποτα δεν θα είναι το ίδιο μετά από αυτή την μάχη.»
  «Και τι θες να κάνω?» τον ρώτησε ο Ντέιμιαν με άγρια φωνή. «Να αναβάλλω την επίθεση? Βασισμένος σε τι? Στο ένστικτό σου?» τον ειρωνευόταν και ο Τζέικ το ήξερε από την αρχή ότι έπαιζε με την φωτιά αλλά ποτέ ξανά δεν είχε τόσο ισχυρή πεποίθηση ότι κάτι θα στράβωνε. Ο Ντέιμιαν τον πλησίασε και, βάζοντας τα χέρια του στους ώμους του, τον κοίταξε βαθιά στα μάτια. «Ξέρω ότι εγώ σου είπα να ακολουθείς πάντα το ένστικτο σου αλλά τώρα δεν είσαι μόνος σου. Είσαι αντίπαλος με το δικό μου ένστικτο και μια στρατιά θυμωμένων δαιμόνων που διψάνε για λίγο αγγελικό αίμα. Το ένστικτό σου, δεν αρκεί για να καταστείλω μια εξέγερση.» Ο τόνος του είχε ηρεμήσει. Ότι και να γινόταν, ότι και να έλεγε, δεν μπορούσε να παραβλέψει το γεγονός ότι ο δαίμονας απέναντι του ήταν εκείνος που αφαίρεσε τις αλυσίδες που τον κρατούσαν δέσμιο.
  «Ντέιμιεν, δεν σου λέει να σταματήσεις την επίθεση. Θέλω απλά να βεβαιωθώ ότι όλα θα πάνε καλά.»
  «Μην ανησυχείς σύντροφε. Θα δώσουμε ένα τέλος.» του απάντησε χαμογελώντας, χάιδεψε το κεφάλι του και βγήκε από το δωμάτιο αφήνοντας τον Τζέικ πίσω μόνο του να μονολογεί.

«Και εγώ γιατί νομίζω τότε ότι αυτή είναι μόνο η αρχή...?»

Nadia