Παιχνίδι Εμπιστοσύνης (Κεφάλαιο 6)


Είναι μεσημέρι μιας βροχερής μέρας και ο Ρικ κάθεται μόνος του σε ένα τραπεζάκι στο πεζοδρόμιο έξω απ’ το αγαπημένο του μικρό καφέ, πίνοντας εσπρέσο. Στο δίπλα τραπέζι βλέπει ένα ζευγάρι να τρώνε μαζί με το 10χρονο κοριτσάκι τους το οποίο χαμογελάει στον Ρικ μια στις τόσες κι αυτός χαμογελάει πίσω. Μετά της κάνει αστείες γκριμάτσες κι αυτή γελάει.
Και θυμάται όταν μίλησε με τη Μέριλιν για πρώτη φορά.
Καθόταν μόνος του και διάβαζε για ένα διαγώνισμα στη Τρίτη Λυκείου πίνοντας εσπρέσο για να μείνει ξύπνιος. Έβρεχε καταρρακτωδώς κι όλοι τρέχανε στους δρόμους να ‘γλιτώσουν’ το μπουγέλωμα.
Ξαφνικά, έπεσε μπροστά του η Μέριλιν ρίχνοντας τα βιβλία της παντού. Αυτός αμέσως σηκώθηκε και τη βοήθησε να τα μαζέψει. Τότε προσέχει ότι μελετούσανε το ίδιο μάθημα με το ίδιο βιβλίο Ιστορίας. «Βρέχει πολύ και έχει τέντα εδώ, όπως και μπόλικο καφέ. Και συμπτωματικά έχουμε το ίδιο βιβλίο να διαβάσουμε…τι λες;» της πρότεινε κι αυτή του χαμογέλασε.
Είχαν καθίσει εκεί για ώρες, όχι διαβάζοντας αλλά συζητώντας και γελώντας. «Και ήμουν σίγουρος ότι σ’ είχα δει στο προαύλιο, αλλά δεν ήμουν σίγουρος» της είπε. «Ναι, είναι επειδή αλλάζω το μαλλί μου κάθε βδομάδα μάλλον» του απαντάει και χαμογελάει.
Όταν είχε βραδιάσει, κι έκλεισε το καφέ, περπάτησαν ως την πράσινη μεταλλική γέφυρα του ποταμιού και στάθηκαν εκεί να κοιτούν το νερό που τρέχει. Ένα αεράκι φύσηξε, κοιταχτήκαν και δώσανε το πρώτο τους φιλί κάτω απ’ τα αστέρια.
Το κλάμα του κοριτσιού επαναφέρει το μυαλό του Ρικ στην πραγματικότητα. Η Μέριλιν ακόμα αγνοείται και δεν έχει ιδέα αν θα τη ξαναδεί ποτέ. Το κινητό του χτυπάει κι είναι η Ζωή. Δε το σηκώνει παρά του έρχεται καινούρια ανάμνηση όταν πήγε στο σπίτι της Μέριλιν πρώτη φορά και γνώρισε τον πατέρα της και την αδιάφορη αδερφή της, η οποία δοκίμαζε να φτιάξει μπράουνις αλλά τα έκαψε κι ήταν στεναχωρημένη. Θυμάται που η Μέριλιν προσφέρθηκε μαζί του να κάτσουν να τα ξύσουν οι τρεις τους.
Σ’ αυτήν την ανάμνηση μόνο κατάλαβε ο Ρικ ότι η Ζωή τον κοιτούσε όσο εκείνος έλεγε αστεία με τη Μέριλιν. Τον ήθελε απ’ την πρώτη στιγμή που τον είδε!
Ξαφνικά παίρνει ένα μήνυμα απ’ τον αριθμό της Μέριλιν: «Μέρεντιθ». Το κοιτάει και το ξανακοιτάει, μπερδεμένος. Η θεία του η Μέρεντιθ; Ξέρει άραγε πού είναι; Στέλνει πίσω ένα μήνυμα: «Είναι ζωντανή η Μέριλιν;» και περιμένει ένα λεπτό μέσα στην αγωνία. Τότε μια ηχογράφηση στέλνεται και όταν το πατάει ακούγεται ένα δυνατό γέλιο κλόουν που ακούνε όλοι τριγύρω. Το κοριτσάκι σκάει στα γέλια.
Έτσι λοιπόν, ευθύς αμέσως επισκέπτεται τη θεία του τη Μέρεντιθ.
Του βάζει τσάι σ’ ένα πορσελάνινο φλυτζάνι. Άβολη σιωπή μεταξύ τους σα να κρύβουν κι οι δυο από κάτι. Η Μέρεντιθ κάθεται απέναντί του στη τραπεζαρία και πίνει μια γουλιά. Το μαλλί της είναι φρεσκοβαμμένο κεραμιδί και πλούσιο σε όγκο που θα έκανε το πρόσωπό της να φαίνεται μικρότερο αν δεν είχε τσουπωτά μάγουλα, παρόλο που είναι πολύ λεπτή.
«Καιρό έχεις να πας στη μαμά σου μου είπε η Χλόη» του λέει και τον κοιτάει που είναι νευρικός. «Ναι, κλείστηκα στον εαυτό μου τον τελευταίο καιρό» ομολογεί ο Ρικ και καίει τα χείλη του στο τσάι. Αυτή διατηρεί ένα ψυχρό ευγενικό χαμόγελο. «Ξέρω πώς είναι χάνεις ένα δικό σου άτομο. Έχασα και τον πατέρα μου πολύ μικρή και τον άντρα μου λίγο πριν γεννηθείς εσύ. Καταλαβαίνω απόλυτα, Ρικ» του λέει, συμπονετικά.
«Δε μου ‘χεις μιλήσει ποτέ για τον θείο. Το μόνο που ξέρω είναι ότι είχε ένα ατύχημα με το ελικόπτερο καθώς πήγαινε σ’ ένα επαγγελματικό ραντεβού. Ότι πνίγηκε δηλαδή στη θάλασσα» της λέει και φυσάει το τσάι.
«Αυτό είναι όλο κι όλο βασικά. Ο θείος σου ο Ματτ ήταν φοβερός άνθρωπος. Μαζί μεγαλώσαμε, ξέρεις» του δείχνει μια φωτογραφία παλιά του Ματτ, ένας γεροδεμένος μελαχρινός με γένια. «Σ’ αντίθεση με τον πατέρα σου που έκανε κάποια λάθη» λέει και σηκώνεται να φέρει κουλουράκια. Ο Ρικ περιμένει σαστισμένος για να μάθει τι θέλει να πει μ’ αυτό.
«Όλοι νομίζουν ότι η Λαρίσα είναι τρελή επειδή το κληρονομήσαμε, αλλά θα σου πω την αλήθεια, αγόρι μου. Ο πατέρας σου την έδερνε και την είχε απατήσει με χιλιάδες κοπέλες! Αυτός την οδήγησε εκεί που την οδήγησε με λίγα λόγια» του εξηγεί και βήχει. «Με συγχωρείς. Κόλλησα μια γρίπη. Αν δε σε πειράζει λέω να κοιμηθώ. Α προτού φύγεις πες κι ένα γεια στον κηπουρό μου, πρέπει να τον ξέρεις, ήταν φίλος της Μέριλιν. Μάρτιν λέγεται» του λέει και πάει στο δωμάτιό της, ενώ ο Ρικ, οργισμένος, πηγαίνει στον κήπο και βλέπει τον Μάρτιν να σκάβει έναν λάκκο.
«Εσύ! Τι θες στης θείας μου το σπίτι; Βαρέθηκα να σε βλέπω παντού μπροστά μου πια!» φωνάζει ο Ρικ πλησιάζοντάς τον απειλητικά. Ο Μάρτιν, ο οποίος δε φοράει τίποτα παρά το τζιν του, σκουπίζει τον ιδρώτα του και σταματάει το σκάψιμο για να δει τον Ρικ.
«Δεν καταλαβαίνω το πρόβλημά σου, φίλε. Εγώ κάνω τη δουλειά μου, κι εσύ τη δικιά σου. Τι δουλειά κάνεις παρεμπιπτόντως εκτός απ’ το να κάθεσαι και να κλαις;» ρωτάει και συνεχίζει το σκάψιμο.
«Για να θες να μάθεις, του χρόνου τελειώνω τη Νομική. Όπως καταλαβαίνεις, σα δικηγόρος, μπορώ να καταλάβω πότε κάποιος λέει ψέματα!» του λέει με αυτοπεποίθηση. «Δεν είσαι ακόμα δικηγόρος όμως» σχολιάζει ο Μάρτιν και γελάει με τις προσβεβλημένες εκφράσεις του Ρικ. «Πήρα ένα χρόνο εκτός, ξέρεις, γιατί υποτίθεται θα παντρευόμουν…Γι’αυτό αν δεις τη Μέριλιν, ΑΝ, πες της ότι ακόμα την περιμένω κι ότι με ρωτάει ο Ζωρζ αν θέλει τριαντάφυλλα ή κρίνους στη δεξίωση!» φωνάζει θυμωμένος και φεύγει, ενώ ο Μάρτιν γελάει.
Καθώς προχωράει, βλέπει ξανά το μήνυμα «Μέρεντιθ» και το διαγράφει.
Η νύχτα τον βρήκε αγκαλιά με τη Ζωή στο κρεβάτι της. «Προσπάθησε να κοιμηθείς απόψε τουλάχιστον» του ψιθυρίζει η Ζωή χαϊδεύοντας το στήθος του, γυμνή κάτω απ’ τα σεντόνια. Η πόρτα χτυπάει, είναι ο Μπράντλεϋ. Αμέσως πετάγεται ο Ρικ και τρέχει να κρυφτεί στη ντουλάπα. «Δε μπορώ να καταλάβω γιατί το κρύβουμε ακόμα. Όλοι θα υποπτεύονται κάτι όταν μας βλέπουν συνέχεια μαζί…» ψιθυρίζει η Ζωή και τότε μπαίνει ο πατέρας της.
«Ακόμα ξύπνια είσαι; Έφτιαξα ομελέτα, αν πεινάσεις, φάε. Α, και Ζωή…βρήκα το μπουκάλι με τη βότκα κάτω απ’ τις σκάλες. Γιατί ξανακύλησες;» τη ρωτάει, ανήσυχος. «Μπορούμε να μιλήσουμε κάποια άλλη στιγμή, μπαμπά;» τον σπρώχνει ελαφρά προς τα έξω. «Μη σταματήσεις τα meetings όμως, μου το υπόσχεσαι!» της λέει και της δίνει ένα φιλί στο μάγουλο, «Άντε, πάω να κοιμηθώ. Καθόμουν και έβλεπα παλιά άλμπουμ απ’ το κολέγιο και τη μητέρα σου…ε…καληνύχτα, ζωή μου, να ξεκουραστείς». «Σ’ αγαπώ, μπαμπά, καληνύχτα» του λέει και φεύγει.
Το επόμενο πρωί, αφού ο Μπράντλεϋ έχει φύγει για την αγορά, κατεβαίνει το κρυφό ζευγάρι για να φτιάξουν πρωινό. «Λέω να φτιάξω μπράουνις» προτείνει η Ζωή κι ο Ρικ χαμογελάει. «Εγώ λέω να φάω λίγο γιαούρτι…» λέει και γελάει, κι αυτή του δείχνει ότι είναι προσυσκευασμένα μπράουνις που θέλουν μόνο ζέσταμα στο μικροκυμάτων. «αλλά αφού επιμένεις, θα φάω λίγα μπράουνις» συνεχίζει και της δίνει ένα φιλί.
Καθώς περιμένει στη τραπεζαρία, κοιτάει τα άλμπουμ του μπαμπά της. Αυτή ξαφνικά γυρνάει και τον κοιτάει και αρχίζει να του λέει ενοχικά «Ντρέπομαι που το ‘μαθες έτσι χθες, για το ότι πηγαίνω στους Ανώνυμους Αλκοολικούς. Και το βράδυ που η Μέριλιν εξαφανίστηκε είχα πάει κι ήθελα να στο πω όταν με ρώτησες, αλλά δεν ήθελα να με λυπηθείς ή να σταματήσω να σ’ αρέσω…» κι αυτός χαμογελάει και την φιλάει.
«Δεν υπήρχε ποτέ περίπτωση να σε κρίνω, Ζωή. Και χαίρομαι που το ‘μαθα για να σε βοηθάω πού και πού, ξέρεις, να μην πίνω κρασί μπροστά σου και τέτοια» της λέει κι αυτή χαμογελάει και φτιάχνει τα μπράουνις.
«Ο μπαμπάς σου είχε μουστάκι στο κολλέγιο;» γελάει, και καθώς γυρίζει σελίδα βλέπει τον Μπράντλεϋ νέο δίπλα στον θείο του τον Ματτ, επίσης νέο και με τα ίδια μαύρα γένια που είχε και στη φωτογραφία που του έδειξε η Μέρεντιθ.
«Τι στο καλό; Πού ήξερε ο μπαμπάς σου τον θείο μου;» αναρωτιέται, σαστισμένος.

ΣταύροςkS