Η μάχη του έρωτα (Κεφάλαιο 2)

Κράτησε την ψυχραιμία του. Έπρεπε να το περιμένει. Αυτός ο άνθρωπος εμφανιζόταν πάντα τόσο ξαφνικά και συνήθιζε να αποκαλεί τον εαυτό του φάντασμα. Έσφιξε τα δόντια του και έκανε μεταβολή για να αντικρύσει το παγωμένο βλέμμα του Δούκα που τον κοιτούσε δίχως συναισθήματα.

«Κάνω εξάσκηση στους μυς του προσώπου μου για τις ρυτίδες», κάγχασε ενώ του έριξε ένα ίδιο παγωμένο βλέμμα.
«Δεν ήξερα κύριε Μέγα πως έχετε πρόβλημα με τον χρόνο», δεν κουνήθηκε ούτε εκατοστό από την θέση του.
«Εσείς δεν έχετε;»
«Όχι ιδιαίτερο πρόβλημα. Βλέπετε έχω καλό πλαστικό χειρούργο», άφησε στα χείλη του ένα ίχνος χαμόγελου και ξαφνικά η μεγάλη σιδερένια πόρτα άνοιξε. Μια καλοσυνάτη κυρία πήρε τα σακάκια τους και έμεινε παγωμένη στην θέση της μέχρι να περάσουν στο σαλόνι.
Ο χώρος ήταν επιβλητικός και τεράστιος. Θα μπορούσε άνετα να κάνει πατινάζ από τον έναν καναπέ ως τον επόμενο. Δεν μπορούσε η ματιά του να μην μείνει εντυπωσιασμένη από το θέαμα. Όλα ήταν χρυσά, διακοσμημένα με τόση ακρίβεια και λεπτομέρεια. Η σκέψη του Ντίνου επέστρεψε στο δικό του μικρό διαμέρισμα που δεν ήταν ούτε το ένα τέταρτο από το σαλόνι αυτού του κυρίου.
«Τι θα πιείτε κύριε Μέγα;» τον ρώτησε ο Δούκας, ενώ στεκόταν μπροστά από το μπαρ.
«Ένα ουίσκι είναι ότι πρέπει», του απάντησε ενώ προσπαθούσε μετά βίας να κρατήσει τα μάτια του σε ένα συγκεκριμένο σημείο. Δεν έπρεπε να αφήσει το παιδί μέσα του να εκδηλωθεί.
«Γερό ποτήρι λοιπόν», ψιθύρισε ο Δούκας σαν διαπίστωση.
«Μόνο τα γερά ποτήρια επιβιώνουν κύριε Δούκα», έπρεπε να μπουν στο ψητό της υπόθεσης.
«Και είσαι σίγουρος πως εσύ θα επιβιώσεις με ένα ποτήρι ουίσκι;» τον κοίταξε ερωτηματικά.
Ο Ντίνος πισωπάτησε. Η ερώτηση του ήταν προβλέψιμη αλλά κάτι τον έπνιγε στον λαιμό. Όταν βρήκε την φωνή του απάντησε.
Αν δεν ήμουν σίγουρος, δεν θα ήμουν εδώ. Δεν συνηθίζω να χάνω τον χρόνο μου κύριε Δούκα», ένοιωσε ευχαριστημένος από την απάντησή του και το ίδιο είδε κι στα μάτια του Δούκα.
«Μπορείς να με λες Αλέξανδρο. Δεν νομίζω πως οι τυπικότητες ωφελούν σε κάτι. Ξέρουμε καλά κι οι δύο πως ο πληθυντικός αρμόζει μονάχα στα θέατρα χαμηλού επιπέδου ευφυΐας»
«Κι εσείς πιστεύετε ότι είστε υψηλής ευφυΐας;» ήθελε να βρίσει τον εαυτό του γι' αυτήν την ερώτηση, καθώς άστραψε κι βρόντηξε ο Δούκας έκπληκτος από το θράσος του καλεσμένου του.
«Αμφισβητείς τη νοημοσύνη μου;»
«Σε καμιά περίπτωση», έπρεπε να συμμαζευτεί. Ο άντρας που είχε απέναντί του ήταν υπεύθυνος για έντεκα φόνους, πέντε εκ των οποίων ήταν ξεκαθάρισμα λογαριασμών. Δεν ήθελε να είναι το επόμενο θύμα, αν κι ήξερε πως έβαζε σε κίνδυνο το κεφάλι του μετά από αυτή την επίσκεψη. «Σε παρακολουθώ χρόνια τώρα Αλέξανδρε και η άνεση με την οποία κινείσαι στην αγορά, μόνο για χαζό δεν θα μπορούσε να σε χαρακτηρίσει»
«Είναι καλό να μαθαίνεις από τους πετυχημένους»
«Δεν είμαι αποτυχημένος και δεν έχω καμιά όρεξη να γίνω», δεν θα τον άφηνε να περηφανεύεται. Ξαφνικά άκουσε μια γνώριμη φωνή από το ακουστικό που είχε στο δεξί του αυτί. «Σταμάτα να το παίζεις έξυπνος και να πετάς εξυπνάδες. Δεν θα σου βγουν σε καλό», μαζεύτηκε αμέσως και διόρθωσε την φράση του, αφού δεν μπορούσε να απαντήσει στην συνεργάτη του «γι' αυτό θέλω να συνεργαστούμε Αλέξανδρε. Δύο επιτυχημένοι μαζί μπορούν να μεγαλουργήσουν»
«Έχεις πείσμα νεαρέ μου και πολύ μεγάλη ιδέα για τον εαυτό σου», έκανε μια στροφή γύρω από τον εαυτό του και στάθηκε ακριβώς μπροστά του. «Έχεις κότσια και μ' αρέσει», του είπε τελικά.
«Θα σε περιμένω αύριο στο γραφείο μου στις εννιά ακριβώς», έκανε στροφή χωρίς να ρωτήσει ή να πει κάτι περισσότερο. Μονάχα λίγο πριν βγει από την επιβλητική πόρτα, γύρισε προς το μέρος του με ένα χαμόγελο «χάρηκα πολύ και ελπίζω να συμφωνήσουμε σε κάτι που θα συμφέρει κι τους δύο μας»
Μπήκε στην λιμουζίνα χωρίς να ρίξει ούτε μια ματιά πίσω του. Ο Πέτρος μπήκε κι αυτός βιαστικός στην θέση του και έβαλε μπρος. Ο Ντίνος χτύπησε το τζάμι που τους χώριζε και ο Πέτρος πάτησε ένα κουμπί για να ανοίξει.
«Ελπίζω να ξέρεις τον δρόμο για το σπίτι μου», μετά από μερικά δευτερόλεπτα σιωπής ξέσπασαν κι οι δύο σε γέλια.
Το κινητό του Ντίνου ήχησε στην τσέπη από το σακάκι του. Το σήκωσε με έναν εύθυμο τόνο στην φωνή του.
«Έλα Γιώργο», απάντησε στην κλήση του φίλου του και συνεργάτη του.
«Νομίζω πως αδικήθηκες εσύ φίλε μου, μεγιστάνας θα έπρεπε να είσαι», γέλασε με την ψυχή του.
«Μου πάει η χλιδή ε;» συνέχισε το πείραγμα του φίλου του.
«Έχεις τα εύσημα από την ομάδα εδώ. Εκτός από την Χριστίνα που θέλει να σε σκοτώσει για τις πετυχημένες ατάκες σου», του έδωσε το τοπίο στο γραφείο.
«Εγώ πάω στο σπίτι μου να απολαύσω το μπάνιο στην πισίνα μου», του απάντησε σοβαρά. «Ελπίζω μονάχα να ξέρει ο οδηγός τον δρόμο ειδάλλως χαθήκαμε»
«Κλείσε θα έρθουμε από εκεί να γιορτάσουμε τη νίκη», του πέταξε μες στο κέφι ο Γιώργος. Ήξερε πως η περίσταση απαιτούσε σοβαρότητα, αλλά το άγχος κι η νευρικότητα δεν ωφελούσε σε τίποτα. Έπρεπε να χαλαρώσουν.
«Μόνο κοιτάξτε να ντυθείτε κόσμια ρεμάλια, γιατί αλλιώς δεν σας βάζω στο σπίτι μου», τον πίκαρε και του έκλεισε το τηλέφωνο πριν προλάβει να τον βρίσει ο φίλος του.

Βασιλική Κυργιαφίνη